ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

η μία πέλαγος, η άλλη έπαθλον
Δυο ζωές έκανε ο Θεός: την παρούσα και τη μέλλουσα. Η παρούσα είναι το στάδιο, η μέλλουσα το βραβείο. Η παρούσα μοιάζει με πέλαγος, η άλλη είναι το λιμάνι.
Ε.Π.Ε. 31,238
η εδώ και η εκεί
Δυο περιόδους ζωής, δηλαδή, κόσμους, έκανε ο Θεός. Ο ένας ο παρών, ο άλλος ο μέλλων. Ο ένας ο αισθητός, ο άλλος ο νοητός. Ο ένας είναι χειροπιαστός, ο άλλος βρίσκεται στην ελπίδα μας. Ο ένας είναι σύντομος, ο άλλος είναι ένδοξος και αθάνατος
Ε.Π.Ε. 31,238
άλλη ζωή
Ο Θεός έχει προετοιμάσει για μας άλλη ζωή. Και την παρούσα την έκανε δρόμο προς εκείνην. Και έδωσε τα απαραίτητα μόνο εφόδια για την οδοιπορία μας προς την αιώνια ζωή.
Ε.Π.Ε. 31,378
τελειώνει
Τρέχουν οι μέρες και παρέρχονται. Μαζεύονται τα χρόνια. Προχωρήσαμε πολύ στο δρόμο της ζωής. Το δικαστήριο του Θεού πλησιάζει. Η ζωή μας τρέχει προς το γήρας.
Ε.Π.Ε. 31,474
ελπίδα της άλλης ζωής
Στην παρούσα ζωή υποφέρουμε πολλά βάσανα. Αν, λοιπόν, δεν υπάρχη η ελπίδα για την άλλη ζωή, τότε τι άλλο υπάρχει αθλιώτερο από μας;
Ε.Π.Ε. 31,602
ετοιμάστηκε η άλλη
Επειδή έχει ετοιμαστή και άλλη ζωή, όπου καθένας πρόκειται ανάλογα ν’ αμειφθή, άλλος για την αρετή του, άλλος για την κακία του, γι’ αυτό ανέχεται εδώ ο Θεός, ο ένας να πάσχη, ο άλλος να καλοπερνά.
Ε.Π.Ε. 31,604
μικρή εδώ, λίγη
Είναι λίγος ο χρόνος της ζωής μας και μικρό το διάστημα για να πετύχουμε τη σωτηρία. Αν, λοιπόν, αυτό το χρόνο, που μας δόθηκε για να μάθουμε κάτι χρήσιμο, εμείς τον σπαταλήσουμε σε περιττές και ανωφελείς και βλαβερές ακροάσεις, τότε πότε θα προλάβουμε να μάθουμε τα αναγκαία και κατεπείγοντα;
Ε.Π.Ε. 34,568
δόγμα αιώνιας
Άνθρωπέ μου, τίποτε δεν υπάρχει μετά τη ζωή αυτή; Πολεμάς τα δόγματα αυτά της πίστεως; Οι εθνικοί (οι ειδωλολάτρες) είπαν πολλές ανοησίες, όμως δεν αρνήθηκαν την αλήθεια αυτού του δόγματος. Και αυτούς ακόμα αν ακολουθήσης, θα δεχτής κάποια ζωή μετά θάνατο, καθώς και τις ευθύνες και τα δικαστήρια στον άδη και τις τιμωρίες και τις τιμές και τις αποφάσεις και τις κρίσεις.
Ε.Π.Ε. 34,592
δεν υπάρχει άλλη; ούτε Θεός υπάρχει!
Όποιος δεν πιστεύει, ότι υπάρχει μετά θάνατον ζωή, αυτός υποχρεωτικά αρνείται και τον Θεό.
Ε.Π.Ε. 34,592

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 299-300)

 

668. Συμβαίνει επίσης κάποτε και το άλλο θλιβερό: ντρεπόμαστε τους άλλους ανθρώπους και δεν βγαίνουν τα λόγια της προσευχής από μέσα μας με τον οφειλόμενο τόνο φωνής. Πρέπει να αποδιώξουμε αυτή την εμπνεόμενη από τον Διάβολο δειλία. Ας νοιώθουμε μονάχα τον θεό ενώπιόν μας, μη λογαριάζοντας τίποτε άλλο. «ός γάρ εάν επαισχυνθή με καί τούς εμούς λόγους εν τή γενεά ταύτη τή μοιχαλίδι καί αμαρτωλώ, καί ο υιός τού ανθρώπου επαισχυνθήσεται αυτόν όταν έλθη εν τή δόξη τού πατρός αυτού μετά τών αγγέλων τών αγίων» (Μαρ. η’ 38). Αν θεωρής οτιδήποτε άλλο πιο υπολογίσιμο από τον Κύριο της δόξης, πέφτεις σε μεγάλη αμαρτία. Να ζης με τη βεβαιότητα ότι τίποτε δεν μπορεί να συγκριθή με τον Κύριο και μονάχα Αυτόν να υπολογίζης με απόλυτη προτεραιότητα.

669. Ο άνθρωπος είναι αγαπητός στον Κύριο, που υπέταξε όλο τον κόσμο σ’ αυτό του το πλάσμα. Ο Υιός του Θεού κατέβηκε από τους ουρανούς στη γη για να σώση τον άνθρωπο από το Άδη, να τον συμφιλιώση με τον Θεό. Τα φυτά και οι σάρκες των ζώων του δόθηκαν για να τρέφεται, καθώς και ποικίλα ποτά για να ευχαριστούν τη γεύσι του. Με τον όρο όμως να μην παραδίδεται στα πάθη του, να μην απολαμβάνη τις γήινες χαρές με τρόπο άκρατο και εγωιστικό. Ο χριστιανός έχει μπροστά του μεγάλα, πνευματικά, θεία αγαθά για να απολαύση. Και τα υλικά αγαθά, μπροστά σ’ εκείνα, είναι πολύ φθηνά. Αν εμποδίζουν την απόλαυσι εκείνων, πρέπει να τα θυσιάζη κανείς αδίστακτα. Λόγου χάριν, η νηστεία, η για ωρισμένο διάστημα αποχή από διάφορα εδέσματα και ποτά, που επιβάλλει η Εκκλησία, δεν πρέπει να προκαλή γογγυσμό. Η νηστεία, ωρίσθηκε όχι να πιέση την ελευθερία του ανθρώπου, όπως υποστηρίζουν οι άνθρωποι που έχουν κοσμικό φρόνημα, αλλά για να του εξασφαλίση την απόλαυσι των ουρανίων αγαθών. Επομένως, το κρέας, το λίπος, το κρασί και τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά απαγορεύονται κατά τις Τεσσαρακοστές, γιατί ο άνθρωπος είναι αγαπητός στον Θεό, γιατί ο Θεός τον θέλει δικόν του και όχι προσκολλημένον στα φθαρτά. Αλλά ο άνθρωπος, διεστραμμένος από την αμαρτία, εύκολα ρέπει στις γήινες απολαύσεις, ξεχνώντας ότι η αληθινή του χαρά, η αληθινή του ζωή, είναι ο αιώνιος Θεός και όχι το χώμα και ό,τι προέρχεται από το χώμα.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 262-264)

666. Όταν προσεύχεσαι για άλλους, λόγου χάριν για τους οικείους σου ή για ξένους, που δεν σου το ζήτησαν καν, να προσεύχεσαι γι’ αυτούς με φλογερό ζήλο, όπως θα προσευχόσουν για τον ίδιο τον εαυτό σου. Θυμήσου την κορυφαία εντολή του Θεού: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. ιθ’ 19, κβ’ 39, Λευιτ. Ιθ’ 18). Να τηρής την εντολή σε κάθε περίστασι, δηλαδή να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου. Μην ξεφεύγεις από τον Κύριο, τον «ερευνώντα νεφρούς και καρδίας» (Αποκ. β’ 23). Αλλοιώς, θα αποδοκιμάση την προσευχή σου.

667. Όταν διαβάζουμε κάποια προσευχή από τη Σύνοψι για πρώτη φορά, την αισθανόμαστε βαθύτερα, γιατί είναι ακριβώς η πρώτη φορά. Κατόπιν όμως, με τη συχνή επανάληψι, μας συγκεντρώνει τον νου και την καρδιά ολοένα λιγώτερο. Παύει να μας ενδιαφέρη όπως πρώτα και πρέπει να βιάζουμε τον εαυτό μας ώστε να νοιώθουμε βαθειά την κατάνυξί της. Πώς θα κατορθώση κανείς να νοιώθη αυτή την αρχική και τόσο επιθυμητή κατάνυξι; Με τα εξής μέσα: Να υποθέτουμε ότι διαβάζουμε για πρώτη φορά αυτές τις εξαίσιες προσευχές, που η συνήθεια, με τον καιρό, ατόνησε την επίδρασί τους μέσα μας. Να σταματάμε την προσοχή μας σε κάθε τους λέξι, να ρουφάμε το νέκταρ του νοήματός της με παρθενική γεύσι. Το ότι η ανθρώπινη ψυχή δεν ελκύεται πάντοτε ζωηρά από τη θεία αλήθεια και δεν μένει σταθερά πάνω της, είναι συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος. Η παραμονή στην αλήθεια του Θεού, αλλοίμονο, κουράζει τις αδύνατες ψυχές και αρχίζουν να ρεμβάζουν σε άλλα. Όσο συχνά συμβαίνει αυτό κατά την προσευχή, το ίδιο γίνεται και αναφορικά με την πίστι, τη φιλία μας προς τους άλλους, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον και γενικά με κάθε αρετή. Παντού, δείχνουμε αστάθεια απέναντι των θείων αληθειών.

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 261-262)

ΕΝΩ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΟΤΑΝ κάποτε με τους μαθητές του ο Αββάς Σιλουανός, έπεσε σε έκσταση κι έμεινε πολλή ώρα γονατισμένος, ακουμπώντας το κεφάλι του στην γη. Όταν σηκώθηκε, τον είδαν κλαμένο.
- Γιατί θλίβεσαι, Αββά; τον ρώτησαν οι αδελφοί.
Ο Όσιος τότε αναγκάστηκε να τους φανερώσει πώς ο νους του την ώρα της προσευχής ξεπέρασε τον γήινο κόσμο κι έφτασε στην μερική κρίση και είδε πολλούς μοναχούς να καταδικάζονται και να οδηγούνται στην κόλαση, ενώ πολλοί κοσμικοί ανέβαιναν στην αιώνιο Βασιλεία.
Η καταδίκη εκείνων που άφησαν τον κόσμο για ν’ αφιερώσουν τον εαυτό τους ολοκληρωτικά στην λατρεία του Θεού, τόσο έθλιβε τον Όσιο, που σ’ όλη του την ζωή πενθούσε γι’ αυτούς και το δάκρυ δεν στέγνωσε στα μάτια του. Δεν ήθελε να βγαίνει έξω από το κελλί του και όταν αναγκαζόταν να το κάνει, σκέπαζε με το κουκούλι το πρόσωπο να μην βλέπει τον γύρω κόσμο.
 
 
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σ. 208)
ΕΝΩ περπατούσε κάποτε φιλοσοφώντας πολύ βαθιά στην έρημο ο Μέγας Μακάριος, βρήκε παραπεταμένο ένα ανθρώπινο κρανίο. Το σάλεψε με το ραβδί του και σαν να ήταν ζωντανό το ρώτησε:
-Ποιος είσαι;
-Ιερεύς της Ισίδος, αποκρίθηκε εκείνο, σαν να το βίαζε μυστηριώδης δύναμη να μιλήσει. Εσύ είσαι ο Μακάριος, δεν είναι έτσι; Άκουσε λοιπόν: Κάθε φορά που νιώθεις συμπάθεια για τους κολασμένους και προσεύχεσαι γι’ αυτούς, παίρνουν λίγη άνεση.
Ο Όσιος βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει για τις τιμωρίες του Άδη και για την άνεση που μπορεί να δοθεί στους φυλακισμένους του.
-Όσο απέχει ο ουρανός από την γη, εξήγησε το κρανίο, τόση απόσταση πιάνει η βασανιστική φωτιά. Εμείς βρισκόμαστε στη μέση και είναι αδύνατο να δούμε ο ένας τον άλλο στο πρόσωπο, γιατί εχουμε στραμμένα τα νώτα. Αλλά όταν κάποιος ευσεβής στην γη προσεύχεται για μας, τότε γυρίζουμε και, βλέποντας ο ένας τον άλλο, παίρνουμε μικρή παρηγοριά.
-Καταραμένη η ώρα που γεννήθηκε στον κόσμο ο άθλιος αμαρτωλός. Καλύτερα να μην είχε γεννηθεί, όπως είπε ο Χριστός για τον Ιούδα, αναστέναξε ο Όσιος.
Ύστερα ρώτησε πάλι το κρανίο:
-Υπάρχουν και μεγαλύτερα βασανιστήρια;
-Ω, βέβαια. Κάτω από μας.
-Ποιοι πάνε εκεί;
 Εμείς, που δεν γνωρίσαμε ποτέ τον αληθινό Θεό, είπε ο απόκοσμος συνομιλητής, βρίσκουμε κάποιο έλεος. Εκείνοι όμως που Τον γνώρισαν, αλλά με τα έργα Τον αρνούνται, βασανίζονται ανελέητα.
Όταν πήρε τις πληροφορίες που παραχώρησε ο Θεός, έθαψε το κρανίο ο Όσιος και συνέχισε τον δρόμο του, θρηνώντας τους αμετανόητους αμαρτωλούς και μάλιστα τους Χριστιανούς.
 
(Γεροντικό Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σ. 207)
 

H Θλίψη

Επικρατεί μια συννεφιά στον τόπο μας.

Πρόσωπα σκυθρωπά, αγέλαστα, θλιμμένα.

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην πέρασε θλίψη.

Διάφορες είναι οι πηγές της θλίψεως.

Κουράζουν το σώμα και την ψυχή.

Οι θλίψεις μπορούν να αρρωστήσουν τον άνθρωπο, αλλά μπορούν και να τον ωριμάσουν και να τον καλλιεργήσουν. Να τον κάνουν να δει τον συνάνθρωπό του με μεγαλύτερη επιείκεια, κατανόηση και συμπάθεια.

Η υπομονή και η ελπίδα στις θλίψεις ανακουφίζουν. Μπορεί οι θλίψεις να οδηγήσουν σε καλό, σε μετάνοια. Δεν είναι κανείς που να μην πέρασε θλίψεις, πόνους, πειρασμούς και δοκιμασίες.

Σαν σαράκι η θλίψη κατατρώει τον έσω άνθρωπο. Ο σκοπός των θλίψεων στη ζωή μας δεν είναι ότι ο Θεός αρέσκεται να τιμωρεί και να βασανίζει τους ανθρώπους σαν ένας σαδιστής πατέρας, αλλά η διόρθωσή μας, η βελτίωσή μας, η κατεύθυνσή μας στα άνω. Οι θλίψεις μπορούν να γίνουν ένας δρόμος προς συνάντησή μας με τον ζώντα Θεό.

Οι άνθρωποι αγάπησαν το σκοτάδι και όχι το φως, και γι’ αυτό θλίβονται. Μερικές φορές οι θλίψεις διώχνουν την οκνηρία, τη νωχέλεια και την αδιαφορία. Μπορούν να συγκεντρώσουν τον άνθρωπο στον εαυτό του, να γίνει αφορμή περισυλλογής, ενδοσκαφής, αυτοανάκρισης, αυτογνωσίας και αυτομεμψίας.

Οι πολλές και διάφορες ανέσεις μπορούν να κάνουν τον άνθρωπο πιο ράθυμο, χλιαρό και χαλαρό. Μπορεί να νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος, μέσα του όμως να έχει μια ανεκπλήρωτη χαρά.

Η γενναία αντιμετώπιση των θλίψεων της ζωής θα δώσει τη νίκη της ανδρείας. Μπορεί οι θλίψεις να μας φέρουν πιο κοντά στο Θεό. Ο Θεός αγαπά να δοκιμάζει παιδαγωγικά για να βοηθήσει, να φωτίσει, να ανορθώσει. Οι θλιμμένοι μπορούν να γίνουν πιο συμπάσχοντες και φιλάδελφοι.

Μη στη στενοχώρια προσθέτουμε στενοχώρια και στη θλίψη άλλη θλίψη. Κατά τον Μέγα Βασίλειο κακό δεν είναι η ασθένεια, η απόρριψη, η οικονομική ζημιά, η φτώχεια και η στέρηση παρά μόνο η αμαρτία. Η σοφία του Θεού αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται λαθεμένα, εσφαλμένα, πλεονεκτικά και απάνθρωπα.

Επιτρέπει τις ασθένειες στο σώμα για να το ταπεινώσει, να δώσει υγεία στην ψυχή, να μην αφηνιάσει στην αμαρτία. Παίρνει, παρά τη θλίψη μας, εκείνους που κρίνει πως είναι η καλύτερή τους ώρα. Μην τα βάζουμε με τον Θεό. Ξέρει καλά τι κάνει. Δεν γνωρίζουμε το σωτήριο σχέδιο και τον λυτρωτικό Θεό. Αρκετές φορές το φάρμακο είναι πικρό, δεν θέλουμε να το πάρουμε, όμως δίνει θεραπεία.

Η αμαρτία είναι η κύρια και η μεγάλη πηγή των θλίψεων. Η αμαρτία τυραννά, παρασύρει, δεσμεύει, φυλακίζει, εξαθλιώνει.

Ο Θεός δεν θα κρίνει όσους αμάρτησαν, αλλά όσους δεν μετανόησαν. Η ταπεινοφροσύνη, η προσευχή, η υπομονή ελαφρύνει το βάρος των θλίψεων.

Μη λοιπόν αφήσουμε εξαιτίας μας να μεγαλώσουν οι θλίψεις. Μην επιτρέψουμε θλίψη επί των θλίψεων.

Ας τις δούμε και με αυτό το άλλο μάτι που αναφέρουμε.

Μην, παρακαλώ, οδηγηθεί ποτέ κανείς στην απελπισία.

Μετά τη συννεφιά συνήθως η λιακάδα είναι πιο γλυκιά.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

(πηγή: Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 3/2/2013)

Για τον θεϊκό έρωτα

Ο θεϊκός έρωτας είναι η ολοκληρωμένη αγάπη του Θείου, η οποία εκδηλώνεται ως ακατάπαυστός πόθος του Θείου. Ο θεϊκός έρωτας γεννιέται στην καθαρισμένη ψυχή, διότι σε αυτήν έρχεται η επιφοίτηση της θείας Χάριτος. Ο έρωτας του Θείου είναι θεϊκό δώρο, που έχει δοθεί στην αγνή ψυχή με την επιφοίτηση και την αποκάλυψη της θείας Χάριτος στην ψυχή. Ο θείος έρωτας σε κανέναν δε γεννιέται χωρίς τη θεία αποκάλυψη· διότι η ψυχή η οποία δεν έχει δεχθεί την αποκάλυψη, δεν είχε την επίδραση της θείας Χάριτος και μένει απαθής προς τον θεϊκό έρωτα. Είναι αδύνατο όμως να γεννηθεί ο έρωτας χωρίς τη δύναμη που επενεργεί στην καρδιά, είτε θεϊκή δύναμη είναι αυτή είτε ανθρώπινη.

Οι εραστές του Θείου ένιωσαν έλξη προς τον θεϊκό έρωτα από τη θεία Χάρη που επέδρασε στην καρδιά τους, που αποκαλύφθηκε στην ψυχή τους και την τράβηξε προς τον Θεό. Ο εραστής του Θείου αγαπήθηκε πρώτα από το Θείο, και έπειτα ερωτεύτηκε ο ίδιος το Θείο. Ο εραστής του Θείου πρώτα έγινε υιός της αγάπης και έπειτα αγάπησε τον ουράνιο Πατέρα.

Η καρδιά εκείνου που έχει ερωτευθεί τον Κύριο ποτέ δεν κοιμάται, αλλά πάντα βρίσκεται σε εγρήγορση, εξαιτίας της πλησμονής του έρωτα. Ο άνθρωπος κοιμάται από φυσική ανάγκη, η καρδιά όμως που είναι άγρυπνη υμνεί το Θείο.

Ο θεϊκός Χρυσόστομος λέει για τον πνευματικό έρωτα: Ο πνευματικός έρωτας είναι τόσο επιτακτικός, ώστε να μην υποχωρεί σε καμιά περίσταση, αλλά πάντα να κατέχει την ψυχή του ερωτευμένου και να μην επιτρέπει σε καμιά θλίψη ή οδύνη να νικήσει την ψυχή.

Η ψυχή που αγαπά υπερβολικά τον Θεό, προσκολλάται στον Θεό επίμονα και έχει πεποίθηση σε Αυτόν και αναθέτει σε Αυτόν κάθε ελπίδα της. Ο θεϊκός έρωτάς της την ανάγει προς τον Θεό και συνδιαλέγεται με Αυτόν ημέρα και νύχτα.

Η ψυχή η τραυματισμένη από τον θεϊκό έρωτα δεν επιθυμεί τίποτε άλλο παρά το ακραίο αγαθό, ενώ όλα τα άλλα τα περιφρονεί και δυσφορεί με όλα.

Η ψυχή που αγαπά τον Θεό μελετά τα λόγια του Θεού και ασχολείται με τα σκηνώματά Του. Μιλώντας δυνατά διηγείται τα αξιοθαύμαστα του Θεού και, ενώ συνδιαλέγεται, μιλά για τη δόξα και τη μεγαλοπρέπειά Του. Αναπέμπει έπαινο και ύμνο ακατάπαυστα προς τον Θεό, Τον λατρεύει με θεϊκό πόθο. Έτσι, ο θεϊκός έρωτας αλλοίωσε ολόκληρη την ψυχή με τα δικά του μέτρα, τη διαφύλαξε και την οικειοποιήθηκε.

Η ψυχή που είναι ερωτευμένη με το Θείο έχει επίγνωση του Θείου, ενώ η κατανόηση αναζωπύρωσε τον θεϊκό ερωτά της. Η ερωτευμένη με τον Θεό ψυχή έγινε μακάρια, διότι συνάντησε τον θεϊκό εραστή που έχει εκπληρώσει τους πόθους της: κάθε επιθυμία, κάθε πόθος, κάθε έφεση ξένη προς τη θεϊκή αγάπη αποκρούεται από αυτήν ως ταπεινή και ανάξια γι’ αυτήν.

Πόσο η αμοιβαία αγάπη προς το Θείο εξυψώνει την ερωτευμένη με το Θείο ψυχή! Αυτή η θεϊκή αγάπη, σαν σύννεφο ελαφρό εξυψώνει την ψυχή, την φέρνει προς την αιώνια πηγή της αγάπης, προς την άπειρη αγάπη, και την γεμίζει με το άπειρό της φως.

Η ψυχή η τραυματισμένη από τον θεϊκό έρωτα πάντα χαίρεται και αγάλλεται και σκιρτά και χορεύει, διότι βρίσκεται αφημένη στην αγάπη του Κυρίου, σαν να πλέει στο νερό της αναπαύσεως. Τίποτα από τα θλιβερά δεν μπορεί να διαταράξει τη γαλήνη και την ειρήνη της, ούτε κάτι από τα λυπηρά μπορεί να αφαιρέσει τη χαρά της.

Η ψυχή που αγαπά υπερβολικά το Θείο εξυψώνεται από την αγάπη, αποσπάται κάπως από τις σωματικές αισθήσεις και απομακρύνεται κάπως από το σώμα της λησμονώντας τον εαυτό της μέσω της ολοκληρωμένης αφοσίωσης προς το Θείο.

Η ανερμήνευτη γλυκύτητα της θεϊκής αγάπης από τη μια καταγοητεύει και κατακυριεύει την καρδιά, ενώ έλκει τον νου προς το Θείο, για να απολαύσει τον Θεό μέσα στην αγαλλίαση.

Ο θεϊκός έρωτας εγγυάται εκ των προτέρων την εξοικείωση προς τον Θεό, η δε εξοικείωση το θάρρος, ενώ το θάρρος τη γεύση, και η γεύση την πείνα.

Η ψυχή, την οποία έχει αγγίξει ο θείος έρωτας, δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα άλλο, ούτε να επιθυμήσει έντονα, αλλά αναστενάζοντας συνεχώς λέει: Κύριε, πότε θα φτάσω να δω το πρόσωπό Σου; Η ψυχή μου επιθυμεί να έρθει σε Σένα, που είσαι ο Θεός, όπως το ελάφι λαχταράει να φτάσει στις πηγές των νερών!

Τέτοιος είναι ο θεϊκός έρωτας που κυριεύει την ψυχή.

(Άγιος Νεκτάριος, Λόγοι τρεις: Περί αγάπης Θεού. Περί της θείας αγάπης. Περί θείου έρωτος, μετάφραση Πρεσβύτερος Ηλίας Γ. Διακουμάκος, 1η έκδ., Αθήνα, Παρρησία, 2010)

Στέρηση της ελευθερίας, υποκρισία και εγωισμός: μόνιμα χαρακτηριστικά της κοσμικής ζωής (Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)

"Άλλο ένα πράγμα που παρατηρώ", γράφεις, "είναι το πώς τρέχουν όλοι με κομμένη ανάσα πέρα-δώθε, κυνηγώντας, θαρρείς, κάτι που ποτέ δεν καταφέρνουν να πιάσουν. Τι φασαρία, τι αναβρασμός, τι πήγαιν’ έλα είν’ εκείνο που βλέπω, όποτε περνάω από πολυσύχναστο δρόμο; Διαπιστώνω, όμως, ότι το ίδιο συμβαίνει και στα σπίτια, ίσως και μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Τα ‘χω χαμένα! Μπορεί κανείς, αλήθεια, να ζει μ’ αυτόν τον τρόπο;…

Παρατηρώ, επίσης, το πώς καταναγκάζουν και καταπιέζουν ο ένας τον άλλο. Κανένας δεν έχει τη δική του βούληση. Κανένας δεν είναι ελεύθερος. Δεν τολμάς να ντυθείς όπως θά ‘θελες, να φερθείς όπως θά ‘θελες, να πεις ό,τι θά ‘θελες. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις από τους υπόλοιπους. Ό,τι κάνουν, επιβάλλεται από έναν άγραφο νόμο, ένα νόμο στον οποίο όλοι υποτάσσονται, ένα νόμο, ωστόσο, που κανένας δεν ξέρει το πώς καθιερώθηκε, μα ούτε και το πώς να τον αποφύγει. Μ’ αυτόν τον τρόπο αλληλοβασανίζονται. Δεν τολμάς ν’ ακούσεις κανέναν – τί θλιβερό!

Εγώ, π.χ., τα καταφέρνω στο τραγούδι. Όταν μπορώ να τραγουδήσω, τότε το τραγούδι είναι πραγματική απόλαυση και για μένα και για τους ακροατές. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις, που, είτε μπορώ είτε όχι, αναγκάζομαι να τραγουδήσω. Και το κάνω, γιατί το επιβάλλει ο «νόμος» της ευγένειας. Η άρνησή μου θα είναι αντίθετη σ’ αυτόν το «νόμο». Έτσι, λοιπόν, τραγουδάω, μολονότι μου είναι αφόρητο: Το στήθος μου τσακίζεται, αλλά πιέζομαι, για να δείξω ότι τραγουδάω με κέφι. Το έχω παρατηρήσει και σε άλλους αυτό. Ε, να ποια είναι η ελευθερία μας! Εξωτερικά όλοι φαινόμαστε ελεύθεροι άνθρωποι· ελεύθεροι, που είμαστε δεμένοι χειροπόδαρα!

Με αφορμή αυτή την παρατήρηση, άρχισα να εξετάζω συστηματικά, αν οι άνθρωποι κάνουν με την καρδιά τους όλα όσα κάνουν. Και το αποτέλεσμα; Δεν ξέρω αν πέφτω έξω, αλλά τίποτα δεν είδα να γίνεται με ειλικρινή εγκαρδιότητα και αυθόρμητη διάθεση. Κενές αβρότητες, πρόθυμες τάχα εξυπηρετήσεις, εκφράσεις αλληλοθαυμασμού και αλληλοεκτιμήσεως -μα όλα συμβατικά και επιφανειακά. Πίσω από τη βιτρίνα, κάτω από την εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά, την τόσο λεπτή και ευγενική, κρύβεται ένα εντελώς διαφορετικό πνεύμα, ένα πνεύμα, που, αν ερχόταν ποτέ στο φως, θα διαπιστώναμε ότι στην πραγματικότητα όχι μόνο λεπτό δεν είναι, μα ούτε καν υποφερτό.

Τελικά, λοιπόν, τι αποδεικνύεται; Ότι οι κοσμικές συγκεντρώσεις μας δεν είναι παρά συναθροίσεις ηθοποιών που υποκρίνονται. Τι κωμωδία!

Τη μεγαλύτερη έκπληξη, όμως, μου την προξενεί η γενική ψυχρότητα που βλέπω γύρω μου. Πώς μπορούν να δείχνουν όλοι ότι είναι φίλοι μεταξύ τους, έτοιμοι να προσφέρουν στους άλλους ακόμα και το πουκάμισο τους, βαθύτερα όμως να έχουν τόση ψυχρότητα;"

Οι διαπιστώσεις σου είναι απόλυτα σωστές. Δεν έχω τίποτα να προσθέσω σε όσα γράφεις. Όλα τούτα, πάντως, παρατηρήθηκαν και καταγράφηκαν από πολύ παλιά, για να τ’ αντιμετωπίσουμε προετοιμασμένοι. Αιώνες πριν ο άγιος Μακάριος ο Μέγας περιέγραψε την ακαταστασία, την πολύβουη κίνηση και το μάταιο κυνηγητό της επίγειας ζωής, που το γεύτηκες ήδη. «Οι κάτοικοι της γης», γράφει ο άγιος, «και τα τέκνα του κόσμου τούτου μοιάζουν με το σιτάρι μέσα στο κόσκινο. Έτσι κοσκινίζονται και οι ψυχές με τους άστατους κοσμικούς λογισμούς, την ακατάπαυστη ταραχή των γήινων πραγμάτων και τις πολύπλοκες υλικές φροντίδες. Ο σατανάς ταρακουνάει με το κόσκινο, δηλαδή με τις επίγειες μέριμνες, ολόκληρο το αμαρτωλό γένος των ανθρώπων. Μετά το προπατορικό αμάρτημα, αφότου δηλαδή ο Αδάμ αθέτησε την εντολή του Θεού και βρέθηκε κάτω από την εξουσία του διαβόλου, ο άρχοντας του σκότους κοσκινίζει με ακατάπαυστους απατηλούς λογισμούς τους ανθρώπους, χτυπώντας τους στα τοιχώματα του κόσκινου αυτής της γης. Όπως, δηλαδή, το κόσκινο ταρακουνάει και περιστρέφει και χτυπάει το σιτάρι, έτσι και ο διάβολος, αιχμαλωτίζοντας με τα γήινα πράγματα τις ψυχές των αμαρτωλών απογόνων του Αδάμ, τις ταράζει, τις αναστατώνει, τις ξεσηκώνει και τις παρασύρει σε μάταιους λογισμούς, σε αισχρές επιθυμίες και σε κοσμικούς δεσμούς, εξαπατώντας τες και ξελογιάζοντάς τες ακατάπαυστα. Ο Κύριος είχε μιλήσει προφητικά στους αποστόλους Του για τον μελλοντικό τους πειρασμό: Ο σατανάς ζήτησε να σας δοκιμάσει σαν το σιτάρι στο κόσκινο. Εγώ, όμως, προσευχήθηκα στον Πατέρα μου να μη σας εγκαταλείψει η πίστη σας. Η ρήση και απόφαση, άλλωστε, που εξαγγέλθηκε από το Δημιουργό στον Κάιν, είναι ξεκάθαρη: Θα στενάζεις και θα τρέμεις και θα χτυπιέσαι πάνω στη γη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει, μεταφορικά, με όλους τους αμαρτωλούς. Νιώθουν ανασφάλεια και αβεβαιότητα μέσα στους άστατους λογισμούς της δειλίας, μέσα στο φόβο, τη σύγχυση, την επιθυμία, την ηδονή· γιατί ο άρχοντας του κόσμου τούτου πειράζει όσους δεν έχουν αναγεννηθεί από το Θεό, περιστρέφοντας άστατα, σαν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο, τους λογισμούς τους, προκαλώντας τους αίσθημα ανασφάλειας και παγιδεύοντάς τους με κοσμικές άπατες, σαρκικές ηδονές, φόβους και συγχύσεις».

Να οι δικές σου παρατηρήσεις από μια άλλη σκοπιά! Εσύ περιέγραψες τον τρόπο εξέλιξης των πραγμάτων ο άγιος Μακάριος αποκάλυψε την αιτία και την προέλευσή τους. Είναι, όμως, αδύνατο ν’ ασχοληθεί κανείς μ’ αυτή την πλευρά του ζητήματος, αν δεν υιοθετήσει και την αντίστοιχη διαλεκτική μέθοδο. Σου ζητάω, λοιπόν, ν’ αποδεχθείς την αντίληψη που εκφράζει ο άγιος Μακάριος, γιατί αγγίζει την ουσία του θέματος και θα σου χρησιμεύσει ως ανασχετικός παράγοντας απέναντι στη γοητεία της κοσμικής ζωής. Για να μάθεις πιο πολλά, αλλά και για να εξοικειωθείς περισσότερο μ’ αυτή τη συλλογιστική μέθοδο, διάβασε, αν θέλεις, ολόκληρη την πέμπτη ομιλία του αγίου Μακαρίου.

Από την πλευρά μου θα ήθελα να προσθέσω τούτο μόνο: Το ασταμάτητο κυνηγητό και το ανικανοποίητο όλων απ’ όλα σχετίζεται μ’ εκείνο ακριβώς που σου έγραψα στο προηγούμενο γράμμα μου, ότι δηλαδή δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μ’ έναν τέτοιο τρόπο ζωής κάθε πλευρά η ανάγκη της ανθρώπινης φύσεως. Σου το εξηγώ με απλά λόγια: Μια ανικανοποίητη ανάγκη, λ.χ. η πείνα, απαιτεί ικανοποίηση, κι έτσι σπρώχνει τον άνθρωπο στην αναζήτηση τροφής. Όσο εκείνος κινείται μέσα σε πλαίσια όπου δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθεί η πείνα του, αυτή δεν καταστέλλεται. Απεναντίας, μάλιστα, θεριεύει.

Έτσι, όμως, ούτε και το κυνήγι της τροφής σταματάει. Να, κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τούς ανθρώπους που ζουν μέσα στο πνεύμα του κόσμου τούτου. Ακατάπαυστα αναζητούν τροφή για την πεινασμένη τους ψυχή. Αλλά μάταια. Ο εχθρός τους έχει τυφλώσει, και δεν συναισθάνονται την πλάνη τους: Έχουν πάρει λάθος δρόμο, ακολουθούν λάθος κατεύθυνση. Έτσι βασανίζονται μέσα στ’ αδιέξοδα και πνίγονται μέσα στο σκοτάδι. Κανένας δεν μπορεί να τους ανοίξει τα μάτια. Τρέχουν πέρα-δώθε σαν άγρια θηρία και βρυχώνται σαν τα λιοντάρια, που τριγυρνούν στη ζούγκλα αναζητώντας κάτι να καταβροχθίσουν.

(Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής». Ι. Μ. Παρακλήτου)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-

Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα

Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας

Κεφάλαιο 15

Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος(1) αὐτῶν τῷ πατρί, Πάτερ, δός μοι(2)
τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας(3). και διεῖλεν(4) αὐτοῖς(5) τὸν βίον(6).
12 Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: “πατέρα, δώσε μου
το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί”· κι εκείνος τους μοίρασε την περιουσία.
(1) «Νεότερο ονομάζει τον αμαρτωλό, διότι έχει νου νηπίου και εξαπατάται εύκολα» (Ζ).
«Όχι λόγω του χρόνου νεότερος, αλλά επειδή ήταν άμυαλος και είχε άστατη γνώμη,
αφού ήταν ανήλικος» (Σχ.). Η στοργή των γονέων στον νεότερο και τελευταίο γιο τους
είναι παροιμιώδης. Τονίζεται λοιπόν ακόμη με τη λέξη νεότερος, η αγνωμοσύνη
και κακία του γιου που δεν συγκινήθηκε ούτε από την στοργή του πατέρα
που εκδηλώθηκε σε αυτόν για τόσα χρόνια (ο).
(2) Μιλά με αυθάδεια και κάποια αγερωχία: «Πατέρα, δώσε μου». Θα μπορούσε
να βάλει και κάποιες άλλες λέξεις στο στόμα του. Θα μπορούσε να πει:
Σε παρακαλώ, δώσε μου. Αλλά κάνει επιτακτική και γεμάτη αξίωση την αίτησή του.
(3) Δηλαδή το μέρος της περιουσίας που του ανήκει (δ). Είναι κακό και αρχή κακή
χειρότερων κακών, το να θεωρεί κάποιος τις δωρεές και τα χαρίσματα του Θεού
ως χρέη οφειλόμενα, των οποίων την απόδοση δικαιούται να αξιώσει από το Θεό.
Η μεγάλη αφροσύνη των αμαρτωλών, η οποία και προκαλεί την καταστροφή τους,
είναι ότι θέλουν να έχουν στα δικά τους χέρια το μέρος της περιουσίας που τους ανήκει.
Δηλαδή επιδιώκουν κατά την σύντομη ζωή του παρόντος αιώνα, να απολαύσουν τα αγαθά τους.
Προσκολλώνται σε μόνα τα βλεπόμενα, τα οποία είναι πρόσκαιρα και παρέχουν
μία μηδαμινή και ανάξια λόγου ικανοποίηση, παρατρέχουν όμως ή και αγνοούν τελείως
τα μη βλεπόμενα, τα οποία είναι ουράνια και αιώνια. Κάθε άνθρωπος παίρνει
το μερίδιό του από τον Θεό (b). Σύμφωνα με τον μωσαϊκό νόμο η μερίδα του νεότερου
γιου ήταν το μισό εκείνου, το οποίο έπαιρνε ο μεγαλύτερος, δηλαδή το 1/3 του όλου.
Δες Δευτ. κα 17. Αλλά είχε άραγε το δικαίωμα ο νεότερος να αξιώσει από τον ζωντανό
ακόμη πατέρα την κληρονομική μερίδα από την πατρική περιουσία που του αναλογούσε;
Πιθανότατα είχε (p). Στα ιστορικά χρονικά συνήθως ο νεότερος γιος αναζητά τύχη αλλού,
συχνά μάλιστα και με προθέσεις άριστες, αφήνοντας στον μεγαλύτερο την φροντίδα
της προστασίας του σπιτιού μαζί με τον πατέρα. Ο πατέρας λοιπόν μπορούσε χωρίς
απρονοησία και έλλειψη σύνεσης να συμφωνήσει με την διανομή (L). Δύο πράγματα ωθούν
τον νεότερο σε αυτό το αίτημα. Η ατμόσφαιρα του πατρικού σπιτιού τον καταπιέζει
και στενοχωριέται από την παρουσία του πατέρα. Έπειτα ο έξω κόσμος τον θέλγει
και θέλει να τον απολαύσει. Αλλά για ικανοποίηση των επιθυμιών του αυτών χρειάζονται
δύο πράγματα, χρήμα και ελευθερία (g). Αξιόλογη και αρκετά βάσιμη η αλληγορική εξήγηση:
«Περιουσία του ανθρώπου είναι το λογικό, το οποίο ακολουθεί και το αυτεξούσιο,
διότι καθετί που είναι λογικό είναι αυτεξούσιο… Αλλά και όλα γενικώς,
όσα μας έχει δώσει ο Κύριος, θα μπορούσαν να θεωρηθούν περιουσία μας, όπως,
εννοώ, τον ουρανό, τη γη, όλη την κτίση γενικώς, το νόμο, τους προφήτες» (Θφ).
(4) «Δηλαδή τους άφησε ελεύθερους με το αυτεξούσιό τους… Διότι κανέναν ο Θεός
δεν αναγκάζει να πειθαρχεί αν δεν θέλει» (Ζ). Ο πατέρας αντιλαμβάνεται ότι έφτασε
η στιγμή, κατά την οποία ο γιος αυτός δεν μπορεί πλέον να θεραπευτεί παρά μόνο με την πείρα.
Τον αφήνει λοιπόν (g).
(5) Και στον μεγαλύτερο γιο λοιπόν (b). Φαίνεται όμως από τον σ. 31, ότι ο μεγαλύτερος
δεν θέλησε να λάβει υπό την πλήρη κατοχή του το μερίδιό του, εφόσον ζούσε ο πατέρας του (L).
(6) Αυτό με το οποίο ο βίος ή η ζωή συντηρείται (δ). Σημαίνει εδώ ό,τι και το ουσία (p)
και μπήκε εδώ για αλλαγή και ποικιλία του ύφους (L). Ο νεότερος λοιπόν γιος έφερε
βαρέως την κηδεμονία του πατέρα και την ζωή στο καλά πειθαρχημένο και επιβλεπόμενο σπίτι.
Ζήτησε ανεξαρτησία, η οποία, όπως φανταζόταν θα παρείχε σε αυτόν την ποθητή ελευθερία,
αλλά η οποία στην πραγματικότητα θα τον οδηγούσε σε βαριά και πολυστένακτη δουλεία.
Αγνοώντας τον εαυτό του είχε εμπιστοσύνη στην κρίση του και φανταζόταν ότι
εάν έπαιρνε στα χέρια του το μερίδιό του, θα οικονομούσε και θα διαχειριζόταν αυτό
καλύτερα από τον πατέρα του. Πόσοι νέοι καταστρέφονται από την ανόητη αυτή υπερηφάνεια τους,
η οποία οδηγεί αυτούς σε ναυάγιο μεγαλύτερο πολλές φορές από όσο οι άλλες ακράτητες
επιθυμίες τους. Και οι πρωτόπλαστοι δημιούργησαν την καταστροφή τους από την ανόητη
φιλοδοξία τους να καταστούν ανεξάρτητοι από το Θεό και να μην βρίσκονται κάτω από το
προστατευτικό μάτι του και την στοργική κηδεμονία του.

Να ευχόμαστε πάντοτε για τους κεκοιμημένους
-Στο οστεοφυλάκιο, Γέροντα, καίνε καντήλι;
-Ναι, είναι μια προσφορά για τους νεκρούς. Και μόνον ένα κερί
να ανάψουμε για την ψυχή κάποιου κεκοιμημένου, βοηθιέται πολύ.
-Τους κεκοιμημένους να τους θυμόμαστε και να ευχόμαστε πάντοτε
γι’ αυτούς. Να μην παραλείπουμε να προσευχόμαστε για τις ψυχές τους,
για να βρουν ανάπαυση. Εγώ, κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία στο Καλύβι,
κάνω μνημόσυνο και για όλους τους κεκοιμημένους των οποίων
«τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν», Στο Άγιον Όρος, στα Μοναστήρια,
το απόγευμα της Παρασκευής κάνουν «Τρισάγιο» με κόλλυβα για τους
κεκοιμημένους και το Σάββατο το πρωί κάνουν τον Όρθρο στο Καθολικό
και την Θεία Λειτουργία στον ναό του Κοιμητηρίου.
Εκεί στο Κοιμητήρι αποθέτουμε τα όπλα. Από εκείνο το «σπίτι» θα πάμε στο άλλο.
-Γέροντα, πώς να προσεύχομαι για τους κεκοιμημένους;
-Να λες γενικά: «Ο Θεός, ανάπαυσον τας ψυχάς των κεκοιμημένων δούλων σου»
και, εάν έρθη στον νου σου κανένα όνομα κεκοιμημένου ή τύχει να πεθάνη
κανένας γνωστός ή άγνωστος και το μάθης, μνημόνευσέ τον και αυτόν με την ίδια ευχή.
Καλά είναι να θυμόμαστε πρώτα τους κεκοιμημένους που έχουν μεγάλη ανάγκη,
υστέρα όσους έχουν λιγότερη ανάγκη και στο τέλος τους γνωστούς.
Εγώ, ενώ ποτέ δεν σκέφτομαι τους συγγενείς μου, αν τυχόν είμαι κουρασμένος
ή δεν έχω χρόνο να κάνω προσευχή γενικά για τους κεκοιμημένους,
βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου. Και αυτό, γιατί, όταν προσεύχομαι
για τους κεκοιμημένους γενικά, βοηθιούνται και αυτοί και χαίρονται,
ενώ, όταν δεν προσεύχομαι, στερούνται αυτήν την παρηγοριά.
Εάν με τις τιποτένιες προσευχές που κάνουμε βοηθιούνται οι καημένοι
οι κεκοιμημένοι, τότε εμάς τους καλόγηρους, αν δεν προσευχόμαστε γι’ αυτούς,
πρέπει να μας γδάρουν και να μας αλατίσουν ζωντανούς.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.143-144)

katafigioti

lifecoaching