«Τι ένωση είναι αυτή που συνδέει δύο Χριστιανούς συζύγους! Έχουν την ίδια ελπίδα και την ίδια τάση στους πόθους τους, υπακούουν στην ίδια διδασκαλία και σε έναν κοινό Κύριο. Είναι μία ένωση του Πνεύματος καθώς είναι και της σάρκας, ένα μόνο πνεύμα και μία μόνο σάρκα. Μελετούν μαζί την Αγία Γραφή, προσεύχονται μαζί, νηστεύουν μαζί, εκπαιδεύονται, προτρέπονται, βοηθιούνται αμοιβαία. Τους βλέπετε μαζί στην Εκκλησία, στην τράπεζα του Κυρίου. Λύπες, διωγμοί, χαρές, ελπίδες, όλα τους είναι κοινά. Δεν κρύβουν ο ένας στον άλλον τίποτα, δεν αποφεύγει ο ένας τον άλλον, ποτέ δεν ενοχλεί ο ένας τον άλλον. Μπορούν ελεύθερα να επισκέπτονται τους ασθενείς και να συντρέχουν τους φτωχούς. Ύμνοι και τραγούδια ακούγονται μεταξύ τους και συναγωνίζονται ποιος θα δοξάσει καλύτερα το Θεό του. Ο Χριστός χαίρεται βλέποντας και ακούγοντας αυτά τα πράγματα. Και στα πρόσωπα αυτά αποστέλλει την ειρήνη του. Όπου δύο είναι συνηγμένοι στο όνομά του, εκεί και αυτός, και αντιθέτως δεν μπορεί να μείνει όπου είναι ο πονηρός».
(Τερτυλλιανός, 3ος αιώνας μ.Χ)
Κάθε φορά που ένας κρότος παγώνει το αίμα ενός παιδιού, γινόμαστε λιγότερο ελεύθεροι. (Μάρτιν Λούθερ Κινγκ)
Η ευτυχία του ανθρώπου σήμερα βρίσκεται στο να «διασκεδάζει». Η διασκέδαση βρίσκεται στην ικανοποίηση να καταναλώνει και να «απολαμβάνει» εμπορεύματα, θεάματα, τροφές, ποτά, τσιγάρα, ανθρώπους, διαλέξεις, βιβλία, ταινίες. Όλα καταναλώνονται. Όλα καταβροχθίζονται. Ο κόσμος όλος είναι ένα μεγάλο αντικείμενο για την όρεξή μας, ένα μεγάλο μήλο, μια μεγάλη μπουκάλα, ένας μεγάλος μαστός, κι εμείς θηλάζουμε, πάντα προσδοκούμε, ελπίζουμε και πάντα απογοητευόμαστε. Ο χαρακτήρας μας είναι ρυθμισμένος να ανταλλάσσει και να παίρνει, να αλλάζει και να καταναλώνει. Το καθετί, πνευματικό ή υλικό... Ο άνθρωπος γοητεύεται σήμερα από τη δυνατότητα να αγοράζει περισσότερα, καλύτερα και προπάντων καινούργια πράγματα. Ο μοντέρνος άνθρωπος, αν θα τολμούσε να πει καθαρά πώς φαντάζεται τον Παράδεισο, θα περιέγραφε ένα όραμα που θα έμοιαζε με το μεγαλύτερο υπερκατάστημα του κόσμου να εκθέτει νέα είδη και μηχανές και τον εαυτό του να έχει αφθονία χρημάτων με τα οποία να τα αγοράσει» (Έριχ Φρομ)
Αν μπόραγα να σώσω μια καρδιά που σπάει
δε θα χε η ζωή μου στα χαμένα πάει.
Αν μιας ζωής είχα αλαφρώσει την οδύνη,
αν είχα κάποιον πόνο απαλύνει
κι ένα πουλί, που χάμω είχε γλιστρήσει
μες στη φωλιά του, αν τό χα ξαναφήσει,
δε θα χα τη ζωή μου στα χαμένα ζήσει.
(Έμιλι Ντίκινσον)
«Και όποιος θα ποτίσει έναν από αυτούς τους μικρούς και άσημους, έστω και ένα μόνο ποτήρι κρύο νερό... αλήθεια σας λέω, δε θα χάσει το μισθό του» (Ματθ. ι΄ 42)
«Προς το τέλος του τελευταίου του καλοκαιριού, του συνέβη κάτι πολύ σημαντικό. Δεν το ξεκαθάριζε αν ήτανε στον ύπνο του ή εν εγρηγόρσει. Έλεγε ότι βρέθηκε στους ουρανούς, ενώπιον μεγαλοπρεπούς άρχοντα, που καθότανε σε μεγαλοπρεπή φωτεινό θρόνο. Δίπλα του και πιο χαμηλά, καθόταν γραμματέας. Κρατούσε μεγάλο βιβλίο στα χέρια και γύριζε όλες τις σελίδες, όπου αναφερόταν κάποια καλή πράξη του ιερομονάχου Ιακώβου. Κάποτε ο γραμματέας είπε: «Δεν έχει τίποτα άλλο ο πατήρ Ιάκωβος». Τότε ο επί θρόνου δόξης καθήμενος επέμενε: «Πώς δεν έχει άλλο, έχει, γύρνα στη σελίδα 365». Άνοιξε και βρήκε το ωραίο κουτάκι. Σκέφτηκε ο μακαριστός γέροντας και θυμήθηκε. Όταν ακόμη ήταν στα Φαράκλα, τελειώνοντας ο πόλεμος, βρήκε μικρό μεταλλικό κουτάκι, μάλλον θήκη φωτοβολίδων. Ήτανε πολύ ωραίο, τον εντυπωσίασε πολύ, μα χωρίς πολλά το πήγε στην Εκκλησία. Δεν είχανε κατάλληλο κουτί για λιβάνι και το πρόσφερε στον ιερέα με όλη του την καρδιά...». (Ο μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης, Στυλιανού Παπαδοπούλου, σελ. 176)
«Είχαμε πάει με τον παππούλη σε ένα γυναικείο Μοναστήρι και, αφού μας περιποιηθήκανε εκεί οι γερόντισσες, φεύγοντας και μην έχοντας τι να δίναμε και εμείς για να τις ευχαριστήσουμε για τη φιλοξενία τους, βγάζω κρυφά μια καραμέλα που είχα στο σακάκι μου και τη δίνω στην Ηγουμένη καθώς με χαιρετούσε. Μετά από λίγο μου λέει ο Παππούλης. «Ξέρεις πόσο μεγάλη πράξη ήταν αυτή που έκανες με αυτό που της έδωσες; Δεν μπορείς να το φανταστείς». «Έμεινα» με την αποκάλυψη και είπα μέσα μου: «Αν ο παππούλης τα βλέπει όλα, τότε τι γίνεται με το Θεό;» και έκανα το σταυρό μου». (Αναμνήσεις από το γέροντα Πορφύριο, Α. Σ. Τζαβάρα)
Η ζωή των Αγίων μπορεί να γίνει καθημερινός οδηγός μας στη Χριστιανική ζωή.
Πατήστε εδώ για μετάβαση στο διαδικτυακό τόπο http://www.saint.gr/.
«Είχα ακούσει το εξής περιστατικό: Ένας νεαρός είχε μπλέξει με κάποιον μάγο και ασχολήθηκε με μαγικά. Έπαθε μετά ζημιά, αρρώστησε και κατέληξε στο νοσοκομείο. Μήνες ξοδεύτηκε ο πατέρας του, γιατί δεν είχαν τότε ασφάλεια, για να βρουν τι έχει. Οι γιατροί δεν του έβρισκαν τίποτα. Είχε γίνει χάλια. Τί κάνει τότε ο Διάβολος! Του εμφανίζεται σαν τον Τίμιο Πρόδρομο, που τον είχαν πολιούχο στον τόπο του, και του λέει: «Θα σε κάνω καλά, αν ο πατέρας σου χτίσει μια εκκλησία». Το είπε το παιδί στον πατέρα του κι εκείνος ο καημένος είπε: «παιδί μου είναι, όσα έχω να τα δώσω, αρκεί να γίνει καλά», και έταξε στον Τίμιο Πρόδρομο να του χτίσει εκκλησία. Ο διάβολος έφυγε και το παιδί έγινε καλά. Έκανε το.. θαύμα! Οπότε λέει ο πατέρας: «Εγώ έταξα να χτίσω εκκλησία. Πρέπει να εκπληρώσω το τάμα μου». Δεν είχαν και οικονομική άνεση και, για να χτίσει το ναό, πούλησε όσα χωράφια είχαν. Έδωσε όλη την περιουσία του. Τα παιδιά του έμειναν στο δρόμο. Αγανάκτησαν, «να λείψει η Ορθοδοξία» είπαν, και έγιναν Ιεχωβάδες. Βλέπεις τον διάβολο τι κάνει; Φαίνεται, εκεί δεν υπήρχαν Ιεχωβάδες και βρήκε αυτός τρόπο να γίνουν και εκεί Ιεχωβάδες!»...
Καμιά φορά μάλιστα ο διάβολος μπορεί να πάρει τη μορφή ενός ανθρώπου ή ενός αγίου και να παρουσιαστεί στον ύπνο κάποιου. Κάποτε παρουσιάστηκε σε έναν άρρωστο στον ύπνο του με την μορφή του αγίου Αρσενίου και του είπε: «Είμαι ο Άγιος Αρσένιος. Ήρθα να σου πω ότι θα πεθάνεις. Τ' ακούς; Θα πεθάνεις». Τρόμαξε ο άνθρωπος. Ποτέ ένας Άγιος δεν μιλά έτσι σε έναν άρρωστο. Και αν τυχόν είναι να πεθάνει ο άρρωστος και παρουσιαστεί ένας Άγιος να τον πληροφορήσει για το θάνατό του, θα του το πει με καλό τρόπο: «Επειδή είδε ο Θεός που ταλαιπωρείσαι, για αυτό θα σε πάρει από αυτόν τον κόσμο. Κοίταξε να ετοιμασθείς». Δεν θα του πει: «Τ' ακούς; Θα πεθάνεις»!...
-Γέροντα, από τα όνειρα μπορεί κανείς να προβλέψει κάτι που θα του συμβεί;
- Όχι, μη δίνετε σημασία στα όνειρα. Είτε ευχάριστα είναι τα όνειρα είτε δυσάρεστα, δεν πρέπει να τα πιστεύει κανείς, γιατί υπάρχει κίνδυνος πλάνης. Τα ενενήντα πέντε τοις εκατό από τα όνειρα είναι απατηλά. Γι αυτό οι άγιοι Πατέρες λένε να μην τα δίνουμε σημασία. Πολύ λίγα όνειρα είναι από το Θεό, αλλά και αυτά, για να τα ερμηνεύσει κανείς, πρέπει να έχει καθαρότητα και άλλες προϋποθέσεις... (Παϊσίου Λόγοι Γ σελ. 185 και 216-217)
- Γέροντα, πιστεύω πολύ στα όνειρα κι όταν το βράδυ δω κάποιο όνειρο, που νομίζω ότι είναι κακό προμήνυμα, ολόκληρη την επόμενη ημέρα είμαι αναστατωμένη, διότι φοβούμαι ότι κάτι κακό θα μου συμβεί, όπως, για παράδειγμα, ψες, που είδα στον ύπνο μου ψάρια.
- Να μην αποδίδεις καμία σημασία στα όνειρά σου. Πήγαινε, λοιπόν, τώρα στην ψαραγορά, αγόρασε ψάρια και τηγάνισέ τα να τα φάτε. Αυτό να κάνεις πάντα με τα όνειρά σου. (Ο γέρων Πορφύριος, Κλείτου Ιωαννίδη σελ. 299)
«Έτσι μέσα στο σάλο της νεανικής ζωής, συν τω χρόνω ήδη καταπνιγόταν στην ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήση για τον μοναστικό αγώνα. Αλλά ο Θεός ο οποίος τον διάλεξε, τον κάλεσε ξανά με ένα όραμα.
Κάποια ημέρα, μετά από όχι σωφρόνως κατασπαλημένο χρόνο, αποκοιμήθηκε αυτός για λίγο, και σε κατάσταση ελαφρού ύπνου είδε ότι φίδι εισχώρησε από το στόμα μέσα του. Αισθάνθηκε φοβερή αηδία και τινάχτηκε πάνω, οπότε άκουσε αυτά τα λόγια:
«Κατάπιες σε όνειρο φίδι και αισθάνθηκες αποστροφή. Ομοίως και σε Εμένα δεν είναι αρεστό να βλέπω τα έργα σου».
Ο Συμεών δεν είδε κανέναν, αλλά άκουσε μόνο κάποια φωνή, η οποία κατά την γλυκύτητα και το κάλλος της ήταν τελείως ασυνήθιστη. Η ενέργεια που προκλήθηκε από αυτήν την φωνή παρά την πραότητα και την γλυκύτητά της τον συγκλόνισε. Ο Γέροντας πίστευε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η φωνή αυτή ήταν φωνή Αυτής της Θεοτόκου. Μέχρι το τέλος των ημερών του ευχαριστούσε την Θεομήτορα, διότι δεν εβδελύχθη αυτόν, αλλά ευδόκησε η Ίδια να τον επισκεφτεί και να τον εγείρει από την πτώση» (Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης σελ. 18-19)
«Φίλος μου επιχειρηματίας (διηγείται ο κ. Α.Γ.) έπεσε έξω στην επιχείρησή του. Τον έπνιξαν τα χρέη. Απελπίστηκε! Και ... αυτοκτόνησε! Αυτός λοιπόν ο μακαρίτης (που ποτέ δεν νοιαζόταν για την ψυχή του, παρά μόνο για το χρήμα), εμφανίστηκε σε όνειρο στο φίλο του, πρώην συμμαθητή του γυμνασίου, και του είπε με φωνή κραυγή: «Φίλε μου! Πού σπαταλάς το χρόνο σου; Κοίτα την ψυχή σου!». (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 106)
(Επιστολή στον καφετζή Σ.Μ., που έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην αυτοκτονία και την επαιτεία)
«Γράφεις ότι όλη σου η περιουσία πωλήθηκε σε τρίτους. Όταν βρέθηκες στο δρόμο χωρίς τίποτα και κανέναν κατευθύνθηκες προς το νεκροταφείο αποφασισμένος να αυτοκτονήσεις. Δεν είχες αμφιβολία ούτε δεύτερη σκέψη επ' αυτού. Εξουθενωμένος από την ταλαιπωρία κάθισες πάνω στον τάφο των γονιών σου και αποκοιμήθηκες. Στον ύπνο σου εμφανίστηκε η μητέρα σου που σε απείλησε λέγοντάς σου ότι στο Βασίλειο του Θεού υπάρχουν πολλοί από εκείνους που επαιτούσαν στη γη, αλλά ούτε ένας από εκείνους που αφαίρεσαν μόνοι τους τη ζωή τους. Αυτό το όνειρο σε έσωσε από την αυτοκτονία. Όντως η αγαπημένη σου μητέρα σε έσωσε κατά την πρόνοια του Θεού. Άρχισες να επαιτείς και από την επαιτεία να ζεις...» (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται, σελ. 121)
- Γέροντα, ο Θεός οικονομάει να βλέπουν στον ύπνο τους οι άνθρωποι κεκοιμημένους συγγενείς τους και να συνομιλούν μαζί τους, για να βοηθηθούν στην πίστη, στην μετάνοια;
- Ναι, δεν σας έχω πει και εγώ κάποιο περιστατικό; Ένας μοναχός στο Άγιο Όρος ήταν από ένα χωριό που βρισκόταν στο βουλγαρικό έδαφος και υπήρχαν εκεί πολλοί αβάπτιστοι. Μου είπε λοιπόν ότι, όταν ήταν λαϊκός και ήταν ακόμη αβάπτιστος, είδε στον ύπνο του το ανηψάκι του, που είχε πεθάνει πριν από λίγο καιρό, να είναι έξω από ένα πολύ όμορφο περιβόλι και να κλαίει. Μέσα στο περιβόλι ήταν πολλά παιδάκια που έπαιζαν χαρούμενα. «Γιατί δεν πας κι εσύ μέσα;», το ρώτησε. «Πώς να πάω μέσα; Εγώ είμαι αβάπτιστο», απάντησε εκείνο. Μετά από αυτό πήγε αμέσως και βαπτίστηκε ο ίδιος και ύστερα διηγήθηκε στον παπά το όνειρο που είδε. Έτσι οικονόμησε ο Θεός, για να καταλάβουν και οι άλλοι τι αξία έχει το βάπτισμα. Έπειτα άρχισαν να βαπτίζουν τα παιδιά τους σε εκείνο το χωριό»
(Παϊσίου Λόγοι Δ, σελ 123-124)
(στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου η ευσεβής Κλεοπάτρα χτίζει με δική της δωρεά και εγκαινιάζει την εκκλησία του μάρτυρος Ουάρου. Αμέσως όμως μετά τα εγκαίνια...)
...ο πυρετός ανέβαινε και προτού προφθάσει να έρθει ο γιατρός ο νέος ξεψύχησε στη αγκαλιά της απαρηγόρητης μάνας. Αλλόφρονη εκείνη από την απροσδόκητη συμφορά, σήκωσε το νεκρό σώμα και το πήγε στην εκκλησία του μάρτυρος Ουάρου. Το ακούμπησε πάνω στην λάρνακα των λειψάνων και πέφτοντας στα γόνατα, ξέσπασε σε σπαρακτικό θρήνο... Ανάμεσα στα δάκρυα και τα αναφυλλητά, συντριμμένη από τον πόνο, αποκοιμήθηκε. Είδε τότε ένα θαυμάσιο όνειρο που παρηγόρησε τη μητρική καρδιά της.
Άνοιξε μπροστά στα μάτια της ο Ουρανός και μέσα από φως υπέρλαμπρο παρουσιάστηκε ο μάρτυς του Χριστού, στεφανωμένος με ολόχρυσο στεφάνι... Κρατούσε από το χέρι, σαν φίλος το φίλο του, το γιο της χήρας, που φόραγε κι αυτός ολάνθιστο στεφάνι στο όμορφο κεφάλι του.
- Μη με κατηγορείς για αγνωμοσύνη, Κλεοπάτρα, της είπε ο μάρτυς με γλυκύτητα. Θυμάσαι πόσες φορές, γονατιστή μπροστά στα λείψανά μου, γύρευες χάριτες για το παιδί σου; Τι πιο μεγάλο χάρισμα μπορούσα να σου ανταποδώσω από τούτη τη δόξα που βλέπεις; Αν, ύστερα από αυτό, εξακολουθείς να τον γυρεύεις κοντά σου, είναι ελεύθερος να έλθει.
Και γυρίζοντας στο νέο, του έδειξε την πονεμένη μητέρα του.
- Φίλε μου, μπορείς να πας μαζί της.
Εκείνος όμως έπεσε στην αγκαλιά του μάρτυρος, σαν να μην ήθελε ποτέ να τον αποχωριστεί, και στρέφοντας στη μητέρα του ελαφρά το κεφάλι, της είπε:
- Επιμένεις λοιπόν να μου στερήσεις αυτήν την ευτυχία; Θέλεις ποτέ να με ξαναφέρεις από τα αιώνια στα πρόσκαιρα και από τη χαρά στη λύπη; Πάψε, μητέρα, να πενθείς και ετοιμάσου να μας συναντήσεις.
Βάλσαμο παρηγοριάς χύθηκε στην πληγωμένη καρδιά της χήρας, ύστερα από την οπτασία. Αφού έθαψε το παιδί της στην καινούργια εκκλησία, μοίρασε στους φτωχούς όλη την περιουσία της, φόρεσε ταπεινά ρούχα κι έμεινε εκεί κοντά στον τάφο του μάρτυρος και του παιδιού της .Επτά ολόκληρα χρόνια περιποιήθηκε το Ναό και πέθανε με φήμη αγίας. (Γεροντικόν, Θεοδώρας Χαμπάκη σελ.205-207)
«Μια μάνα, Γέροντα, που το παιδί της πέθανε πριν από εννέα χρόνια, σας παρακαλεί να κάνετε προσευχή να το δει έστω στον ύπνο της, για να παρηγορηθεί.
- Πόσων χρονών ήταν το παιδί; Ήταν μικρό; Είναι σημαντικό αυτό. Άμα το παιδί ήταν μικρό και η μητέρα είναι σε κατάσταση που, αν της παρουσιαστεί, δεν θα αναστατωθεί, θα παρουσιαστεί. Αιτία είναι η μητέρα που δεν παρουσιάζεται το παιδί.
- Μπορεί, Γέροντα, αντί να παρουσιαστεί το παιδί στην μητέρα που το ζητάει, να παρουσιαστεί σε κάποιον άλλον;
- Πώς δεν μπορεί! Κανονίζει ανάλογα ο Θεός. Όταν ακούω για το θάνατο κάποιου νέου, λυπάμαι, αλλά λυπάμαι ανθρωπίνως...» (Παϊσίου Λόγοι Δ, σελ 265)
«Ο μεγάλος ζηλωτής και απολογητής της Ορθοδοξίας στη Ρωσία, ο Αλέξιος Χομιάκοβ, ξαφνικά έχασε τη σύζυγό του, με την οποία ζούσε σε ευτυχέστατο γάμο. Παρόλο που ήταν δυνατός στην πίστη ο Χομιάκοβ έπεσε σε απελπισία εξαιτίας τούτου του χωρισμού. Όμως κάποια νύχτα εμφανίστηκε στον ύπνο του η συγχωρεμένη και του είπε: «Μην απελπίζεσαι!». Αυτό ενθάρρυνε πλήρως τον Χομιάκοβ, ώστε συνέχισε και άλλο να μάχεται για την πίστη του Χριστού με την ίδια σφοδρότητα όπως και πριν. Άραγε, δεν είναι και αυτή επιρροή εκείνου του κόσμου σε αυτόν εδώ, από τον Χριστό και μέσω του Χριστού; (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Δεν φτάνει μόνο η πίστη, σελ. 53)
(Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλά για τις εμφανίσεις του φίλου του Μ. Βασιλείου στον ύπνο του...)
«Και τώρα εκείνος είναι στον ουρανό και εκεί προσφέρει τις θυσίες του για μας, καθώς νομίζω, και προσεύχεται για το λαό. Εγκαταλείποντάς μας δεν μας έχει εγκαταλείψει ολότελα. Και ο Γρηγόριος μισοπεθαμένος και στα μισά κομμένος, αποσπασμένος από τη μεγάλη συζυγία και σέρνοντας βίο πονεμένο και όχι καλοτάξιδο, αυτός είναι ο φυσικός δρόμος μακριά από εκείνον, δεν γνωρίζω πού θα καταλήξω, έπειτα από την παιδαγωγία εκείνου. Και τώρα ακόμη με νουθετεί και με σωφρονίζει με εμφανίσεις του κατά τη νύκτα, εάν κάποτε πέσω έξω από το πρέπον» (Γρηγορίου Θεολόγου εκδ. ΕΠΕ τομ. 6 σελ. 267)
(ο πρώην παραστρατημένος και μετέπειτα άγιος Αυγουστίνος μιλά για το όνειρο της αγίας Μόνικας, της μητέρας του, πριν την μεταστροφή του)
«...Την εισάκουσες Κύριε και δεν περιφρόνησες τα δάκρυά της που έκαναν λιμνούλες όπου στεκόταν για να προσευχηθεί. Την εισάκουσες, και τότε είδε ένα όνειρο. Με το όνειρο αυτό την ενθάρρυνες να έρθει να μείνει μαζί μου... Στο όνειρο εκείνο είδε ότι στεκόταν ορθή πάνω σε έναν κανόνα (=χάρακα, πήχη). Ένας νέος άντρας την πλησίασε. Ήταν όμορφος, έλαμπε και χαμογελούσε, ενώ εκείνην την έπνιγε η απελπισία. Τη ρώτησε τι έχει και υποφέρει τόσο πολύ και γιατί κλαίει μέρα νύχτα. Της είπε ακόμη –όπως συνηθίζεται στους οιωνούς- ότι δεν τη ρωτά για να μάθει ο ίδιος, αλλά για να την καθοδηγήσει. Εκείνη του είπε ότι θρηνούσε για το κατρακύλισμά μου. Τότε αυτός της είπε να ηρεμήσει και την παρακάλεσε να κοιτάξει προσεχτικά και να δει ότι εκεί όπου στεκόταν εκείνη, εκεί ήμουν κι εγώ. Αυτή κοίταξε, και τότε με είδε όρθιο στο πλάι της, πάνω στον ίδιο κανόνα. Από πού ερχόταν αυτό το όνειρο; Από σένα, Κύριε, που τα αυτιά σου είχαν πλησιάσει την καρδιά της... Πού άραγε να οφείλεται η αντίδρασή μου όταν μου το διηγήθηκε; Προσπάθησα να της επιβάλλω την δική μου ερμηνεία, ότι δηλαδή δεν πρέπει να απελπίζεται γιατί μια μέρα θα ασπαστεί το δικό μου πιστεύω. Εκείνη όμως μου απάντησε χωρίς ίχνος δισταγμού: «Όχι, όχι, άλλα έλεγε η προφητεία». Δεν της είπε ότι εκεί που στεκόμουν εγώ, εκεί θα ήταν και εκείνη, αλλά ότι στο σημείο που εκείνη στεκόταν, εκεί θα βρισκόμουν και εγώ».
(αγίου Αυγουστίνου, "Εξομολογήσεις", τ. Α', σελ. 188-189, εκδ. Πατάκη)