(αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τόμ. 37,σελ.59-63)
Ας συνεχίσωμε να μιλάμε γι’ αυτόν [τον αυτοκράτορα Ιουλιανό] κι ας μην του αξίζει. Κι έπειτα όπου γίνεται λόγος για τους μάρτυρες εκεί υπάρχει ντροπή για τους ειδωλολάτρες. Ο βασιλιάς αυτός λοιπόν ανέβαινε στη Δάφνη και συχνά ενοχλούσε τον Απόλλωνα παρακαλώντας, ικετεύοντας, εκλιπαρώντας τον, να του δώση κάποιο χρησμό για το μέλλον του. Τι έκανε λοιπόν ο μάντης, ο μεγάλος θεός των ειδωλολατρών;
Οι νεκροί μ’ εμποδίζουν, είπε, να λαλήσω, γι’ αυτό σπάσε τα μνημεία, βγάλε τα οστά, πήγαινε τους σ’ άλλον τόπο. Τι πιο ανόσιο πρόσταγμα μπορούσε να γίνη;...Κι’ ότι αυτά ήταν δικαιολογία και πρόφαση κι’ ότι φοβόταν τον μακάριο Βαβύλα, είναι φανερό απ’ όσα έπραξε ο βασιλιάς.Γιατί άφησε όλους τους άλλους νεκρούς και μετακίνησε εκείνο μόνο τον μάρτυρα.Κι’ είναι φανερό πως αν τον αποστρεφόταν, κι’ αν δεν τα έκανε αυτά από φόβο, έπρεπε να προστάξη να κομματιάσουν τη λειψανοθήκη, να την πετάξουν στη θάλασσα, να την στείλουν στην έρημο, μ’ ένα κάποιο τρόπο καταστροφής να την εξαφανίσουν.Αυτό θάκανε αν ένοιωθε αποστροφή. Έτσι έκανε ο Θεός όταν μιλούσε στους Εβραίους για τα συχαμερά είδωλα των εθνών. Πρόσταξε να συντρίψουν τ’ αγάλματά τους, κι’ όχι να μεταφέρουν τα βρωμερά είδωλα από τα προάστεια στις πολιτείες.
Ο μάρτυρας [ιερομάρτυρας Βαβύλας] λοιπόν μεταφερόταν, μα ο θεός τους ούτε έτσι δεν ησύχαζε, αλλά μάθαινε τώρα ότι το να μετακινήση τα οστά του μάρτυρα είναι δυνατό, αλλά το να ξεφύγη από τα χέρια του μάρτυρα είναι αδύνατο.
Γιατί καθώς μεταφερόταν η λειψανοθήκη στην πόλη, έπεφτε κεραυνός από τον ουρανό στην κεφαλή του ξοάνου και κατάκαιε τα πάντα [στο ναό του θεού Απόλλωνα].Τότε βέβαια, αν όχι πιο πριν, ήταν φυσικό να οργισθή ο ασεβής βασιλιάς [αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης], και να ξεσπάση την οργή του στο μαρτύριο του μάρτυρος.Αλλά ούτε τότε δεν τόλμησε. Τόσο μεγάλο φόβο ένοιωθε, που έβλεπε την πυρκαγιά ν’ απλώνεται επικίνδυνα, ήξερε καλά την αιτία της, αλλά καθόταν ήσυχος.Και δεν είναι μόνο αυτό θαυμαστό, ότι δεν κατάσκαψε το μαρτύριο, αλλά ότι δεν ετόλμησε ούτε τη στέγη να ξαναβάλη πάλι στο ναό. Ήξερε δηλαδή, ήξερε ότι το χτύπημα το έστειλε ο Θεός και φοβόταν μη σκεφθή κάτι περισσότερο και προκαλέση τη φωτιά πάνω στο δικό του κεφάλι.Γι’ αυτό ανεχόταν να βλέπη το ναό του Απόλλωνος να έχη πέσει σε τόση ερημιά. Γιατί δεν υπήρχε καμιά άλλη αιτία να μη διορθώση αυτό που είχε γίνει, παρά μόνο ο φόβος.Από φόβο καθόταν ήσυχος χωρίς να θέλη, και μάλιστα ξέροντας πόση ντροπή αφήνει νάχη ο θεός Απόλλων και πόση τιμή στον μάρτυρα.Γιατί και τώρα ακόμα στέκονται οι τοίχοι σαν τρόπαια και φωνάζουν πιο δυνατά κι από σάλπιγγα, σ’ αυτούς που βρίσκονται στη Δάφνη, σ’ αυτούς που είναι στην πόλη, σ’ αυτούς που έρχονται από μακρυά, στους σύγχρονους, σ’ όσους θάρθουν μετά από μας, όλα τα μαθαίνει κανείς όταν βλέπη τους τοίχους αυτούς, την πάλη, τη συμπλοκή, τη νίκη του μάρτυρα.
Ένας βογιάρος [μέλος της ρωσικής φεουδαρχικής τάξης], άπληστος και βίαιος, ο Θεόδωρος, σκεπτόμενος ότι ο πρώην ηγούμενος της Μονής Σιμονώφ θα είχε φέρει μαζί του πολλά πλούτη, έστειλε την νύχτα ληστές να λεηλατήσουν την μονή [της Λευκής Λίμνης]. Πλησιάζοντας στον άγιο τόπο, οι κακοποιοί είδαν πλήθος από τοξότες που την φύλαγαν άγρυπνοι, ενώ την επόμενη νύχτα υπήρχε εκεί μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων πού έμοιαζαν με φοβερούς πολεμιστές. Το έβαλαν στα πόδια τρομοκρατημένοι και διηγήθηκαν τα συμβάντα στον βογιάρο, ο όποιος έστειλε έναν υπηρέτη στο μοναστήρι για να μάθει αν κάποιο σπουδαίο και ισχυρό πρόσωπο είχε φθάσει εκεί με την συνοδεία του. Του απάντησαν ότι εδώ και μία εβδομάδα κανένας επισκέπτης δεν είχε έλθει στην μονή. Ο Θεόδωρος κατάλαβε τότε ότι ο Θεός και οι άγγελοί του φύλαγαν το μοναστήρι. Μετέβη λοιπόν στον όσιο για να του ομολογήσει το δόλιο σχέδιο του. Ο άγιος Κύριλλος του απάντησε:
– Πίστεψε με, Θεόδωρε, δεν έχω τίποτε άλλο παρά μόνο τούτο το σχισμένο ράσο που βλέπεις να φορώ και μερικά βιβλία.(Ο όσιος Κύριλλος της Λευκής Λίμνης γεννήθηκε στη Μόσχα. Γιορτάζει στις 9 Ιουνίου) Από τον «Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», των εκδόσεων Ίνδικτος.
Αφού βγήκε ο Γέροντας [όσιος Γεώργιος Χοζεβίτης], πήρε το μονοπάτι προς το κελλί. Ήλθε, λοιπόν, πνεύμα πονηρό και επιχειρούσε να τον γκρεμίσει σε απόκρημνα μέρη. Αλλά αυτός το αντιλήφθηκε και επιτιμούσε το πνεύμα λέγοντας, «φύγε από μένα». Και αφού έγινε αυτό πολλές φορές, στο τέλος, αφού δεν υποχωρούσε, του λέγει ο Γέροντας· «επειδή συμπεριφέρεσαι με αναίδεια και δεν θέλεις να φύγεις, ευλογητός ο Κύριος, εσύ με σηκώνεις και με μεταφέρεις στο κελλί»· και αμέσως το πνεύμα μπήκε από κάτω του και τον σήκωσε και τον πήγε στο κελλί. Και λέγει ο Γέροντας, «φύγε γρήγορα και μη συμπεριφέρεσαι αναιδώς και εριστικά σ’ εμάς τους ταπεινούς και αμαρτωλούς» (Παύλου Μοναχού, Θαυμάσιος Βίος...Γεωργίου Χοζεβίτου, στο αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ,Εξωγήινοι και Βίβλος, σελ. 112-113)
Περίμεναν λοιπόν αρκετή ώρα οι κακοποιοί, ώσπου να συγκεντρωθεί στην εκκλησία το θεοσύλλεκτο εκείνο ποίμνιο με το μακάριο ποιμένα του Θεοδόσιο [του Κιέβου] και μόλις άρχισαν οι ορθρινοί ψαλμοί όρμησαν σαν άγριο θηρίο εναντίον τους. Όταν όμως έφτασαν μπροστά στο ναό, αναχαιτίσθηκαν από ένα φοβερό θαύμα: Ο ναός μαζί με όσους βρίσκονταν μέσα, άρχισε ν’ αποχωρίζεται από το έδαφος. Ανυψώθηκε στον αέρα σε τέτοιο ύψος, ώστε δεν μπορούσαν να τον φτάσουν. Οι πατέρες που ήταν μέσα δεν κατάλαβαν τίποτε.
Οι ληστές μπροστά στο θαύμα, κυριεύτηκαν από μεγάλο φόβο και γύρισαν τρέμοντας στα σπίτια τους. Από τότε μετανόησαν και πήραν την απόφαση να μην ξανακάνουν κακό σε άνθρωπο. Ο αρχιληστής μάλιστα ήρθε με τρεις άλλους ληστές στη μονή κι εξομολογήθηκε στον όσιο όσο συνέβησαν.
Εκείνος, μόλις τ’ άκουσε, δόξασε το Θεό, που κι αυτούς τους έσωσε από φρικτό θάνατο, αλλά και τα πράγματα της εκκλησίας προστάτεψε. Οι ληστές, αφού άκουσαν λόγους σωτήριας, έφυγαν δοξάζοντας κι ευχαριστώντας το Θεό και τον όσιό Του. (Πατερικόν των Σπηλαίων του Κίεβου», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου. σελ.52)
Τις ημέρες πού πήγε να προσκύνηση στα Ιεροσόλυμα ήλθε μία παρέα νέων να τον δεί. Ενώ απουσίαζε από το Κελλί του, αυτοί τον βρήκαν! Τους άνοιξε ο Γέροντας, τους κέρασε λουκούμι, συζήτησαν και έφυγαν πολύ χαρούμενοι. Διανυκτέρευσαν στην Μονή Φιλόθεου και εκεί ανέφεραν ότι είδαν τον Γέροντα. Οι πατέρες απορούσαν, πώς τον βρήκαν, ενώ έλειπε. Την επομένη κάποιος Φιλοθεΐτης πήγε στην «Παναγούδα», αλλά δεν βρήκε τον Γέροντα. Ρώτησε σε γειτονικό Κελλί και επιβεβαίωσαν την απουσία του.Το γεγονός αυτό είχε πληροφορηθή και ο τότε πορτάρης της Μονής Κουτλουμουσίου, ο νύν ηγούμενος Βατοπεδίου Αρχιμανδρίτης Εφραίμ και άλλοι πατέρες, και είχε γίνει ευρύτερα γνωστό στο Άγιον Όρος.(Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,σελ. 595-596)
«Σε ένα χωριό του Πηλίου, που λέγεται Πινακάτες, υπήρχε μία θανατηφόρα ασθένεια, η οποία, κατά τη δεισιδαιμονία των ανθρώπων, ονομάζεται βρυκόλακας. Η ασθένεια αυτή είχε κύριο σύμπτωμά της το να τρέχει αίμα απ’ το στόμα και τη μύτη του ανθρώπου και έτσι να πεθαίνει. Και στο χωριό αυτό πέθαναν τότε 25 άνθρωποι. Αλλά ο διάβολος για να πλανήσει τους εκεί ανθρώπους, έδειχνε ψεύτικες και φανταστικές φωτιές στον αέρα και άλλα παρόμοια σημεία, απ’ τα οποία πλανήθηκαν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στους Πινακάτες κι έλεγαν ότι αυτά τα οποία έβλεπαν ήταν βρυκόλακες, δηλαδή νεκροί που βγήκαν τη νύχτα από τους τάφους, για να κάνουν κακό στους ανθρώπους και μάλιστα στους συγγενείς τους. Σ’ αυτή, λοιπόν, τη δύσκολη στιγμή οι Πινακιώτες έστειλαν ανθρώπους κι έφεραν στο χωριό τους την Κάρα του Οσίου [Γερασίμου του Νέου +1740, από τη Μακρυνίτσα του Βόλου]. Στη συνέχεια έψαλαν με ευλάβεια μεγάλη αγρυπνία και συνάμα έκαναν μία λιτανεία. Τότε αμέσως θεραπεύτηκαν όσοι είχαν την παράξενη αυτή ασθένεια και ποτέ πλέον δεν παρουσιάστηκε σ’ αυτό το χωριό» (Δημητρίου Καραχάλιου, Συναξάριον των αγίων της Αρκαδίας, στο αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Εξωγήινοι και Βίβλος σ. 204-205)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 16
Στίχ. 19-31. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
16.31 εἶπεν δὲ αὐτῷ, Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν,
οὐδ᾽ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται(1).
31 Του λέει τότε ο Αβραάμ: “αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή
και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς,
δεν πρόκειται να πεισθούν”».
(1) Μόνο ανόητοι άνθρωποι είναι δυνατόν να φανταστούν, ότι υπάρχουν
μέθοδοι και τρόποι πειθούς καλύτεροι από εκείνους τους οποίους διάλεξε
και χρησιμοποιεί ο Θεός. Και μόνο ανόητοι και τυφλοί μπορούν
να ισχυριστούν, ότι βρίσκουν αυτοί μέσα σωτηρίας, δραστικότερα από εκείνα,
τα οποία μεταχειρίζεται ο Θεός. «Αν δεν ακούμε τις Γραφές,
δεν θα πιστέψουμε ούτε αυτούς που έρχονται από τον άδη.
Και αυτό το έκαναν φανερό οι Ιουδαίοι, οι οποίοι, επειδή τις Γραφές
δεν τις άκουγαν, ούτε νεκρούς αναστημένους που είδαν πίστεψαν,
αλλά και τον Λάζαρο (στο κατά Ιωάννην) επιχειρούσαν να τον φονεύσουν» (Θφ),
αν και «αναστήθηκε από τους νεκρούς» (Ζ). Και ο Κύριος που είπε αυτήν
την παραβολή διακηρύχτηκε με αυθεντικές αποδείξεις ότι αναστήθηκε εκ νεκρών.
Και όμως, την ώρα που το μεγάλο αυτό γεγονός του ευαγγελίου διακηρύχτηκε
και βεβαιώθηκε από ζωντανούς αυτόπτες, το ιουδαϊκό έθνος ως σύνολο
ενέμεινε στην απιστία του (ο). Εκείνος, του οποίου η συνείδηση
δεν αφυπνίστηκε από τον νόμο, θα έμενε αδιόρθωτος και μπροστά
σε νεκρό αναστημένο. Μόνη η φαντασία του θα δεχόταν πλήγμα από αυτό.
Μετά την πρώτη όμως συγκίνηση της έκπληξης και της φρίκης,
θα αφυπνιζόταν η κριτική, η οποία θα έλεγε· Φαντασιοπληξία και ψευδαίσθηση·
πλάνη της ακοής και της όρασης (g). Έτσι με το συμπέρασμα αυτό ο Κύριος
ακόμη μία φορά αποδοκιμάζει την αίτηση θαύματος. Αυτοί που ζητούν
αυτό έχουν καθετί που θα χρειάζονταν για να πειστούν για την αλήθεια.
Και αν παρεχόταν σε αυτούς το θαύμα, δεν θα πείθονταν από αυτό περισσότερο (p).
Τα θαύματα είναι χρήσιμα και ωφέλιμα σε όσους έχουν καλή διάθεση,
των οποίων η καρδιά είναι διατεθειμένη να πιστέψει στην αγαθότητα
και τη δύναμη του Θεού (L). Εκείνος ο οποίος θα έλθει από τους νεκρούς
για να μιλήσει για τα εκεί, δεν θα μπορούσε να μας πει περισσότερα από εκείνα,
τα οποία μας λένε οι Γραφές. Ούτε θα μπορούσε να μας μιλήσει με το ίδιο κύρος,
το οποίο περιβάλλει τις Γραφές. Ο Θεός εξάλλου μίλησε στους ανθρώπους
όχι με αγγέλους η άλλους απεσταλμένους από τον ουρανό, αλλά με ανθρώπους,
με τον Μωϋσή και τους προφήτες. Και οι Ισραηλίτες όμως στο Σινά προτίμησαν
την επικοινωνία με το Θεό μέσω του Μωϋσή, διότι δεν μπορούσαν να υπομείνουν
τον τρόμο, ο οποίος προκαλούνταν σε αυτούς από την άμεση επικοινωνία
του Θεού με αυτούς. Τέλος η εμφάνιση μάρτυρα από τους νεκρούς μπορεί
μεν κατ’ αρχήν να προκαλέσει κάποιο τρόμο σε αμαρτωλούς και κάτω
από το κράτος του τρόμου να σημειώσουν αυτοί κάποια βήματα μετάνοιας,
αλλά όταν ο τρόμος αυτός περάσει, επόμενο είναι να επιστρέψουν αυτοί
στην προηγούμενη σκληρότητά τους.
Εγώ ο πτωχός Σεραφείμ έχω δοκιμάσει αυτή την πάλη με τους δαίμονες και θα χανόμουν τελείως αν ο Κύριος και η Παναγία δεν με βοηθούσαν και δεν με προστάτευαν. Η δύναμη των δαιμόνων είναι τόσο μεγάλη ώστε ο πιο μικρός απ’ αυτούς μπορεί μόνο με ένα νύχι του να γυρίσει τη γη μας ανάποδα, σαν τη μπάλα, και θα το έκανε αν δεν τον εμπόδιζε σ’ αυτό η παντοδύναμη δεξιά του Θεού. Τόσο πολύ ο Θεός ταπείνωσε τους δαίμονες για την υπερηφάνεια τους, ώστε -και το βλέπουμε στο βιβλίο του Τωβίτ με τον αρχάγγελο Ραφαήλ- και η χολή του ψαριού μπορεί να τους διώχνει από τους ανθρώπους».
Τότε εγώ ρώτησα τον πατέρα Σεραφείμ: «Άραγε, οι δαίμονες έχουν νύχια;».
Και εκείνος μου απάντησε: «Εσείς, φίλε του Θεού, που έχετε τελειώσει πανεπιστήμιο με ρωτάτε αν οι δαίμονες έχουν νύχια; Δεν ξέρετε ότι οι δαίμονες είναι άγγελοι αν και πεσμένοι, δηλαδή πνεύματα, και το πνεύμα σάρκα και οστά δεν έχει, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος, αν και ο δαίμονας, παρ’ όλο που είναι άγγελος του σκότους, μπορεί να μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός. Η Αγία μας Εκκλησία για να δώσει στους απλούς ανθρώπους, που ακόμα δεν έχουν αποκτήσει το Άγιο Πνεύμα, να καταλάβουν καλύτερα την εσωτερική και την εξωτερική ασχήμια των πεσμένων αγγέλων, αναγκάζεται να τους παρουσιάζει με μορφή πιο άσχημη και αποκρουστική για τα εσωτερικά μας μάτια. Γι’ αυτό το λόγο οι δαίμονες εικονίζονται με νύχια, ουρά, κέρατα, μεγάλα δόντια και άλλα. Στην πραγματικότητα οι δαίμονες δεν έχουν τίποτα απ’ αυτά, η φύση τους παραμένει να είναι αγγελική, έτσι όπως είχαν πλαστεί. Αφού όμως έχουν χάσει την χάρη του Αγίου Πνεύματος έγιναν τόσο άσχημοι ώστε και αυτή η μορφή με την οποία τώρα τους παρουσιάζει η Εκκλησία είναι καλύτερη από αυτή που είναι στην πραγματικότητα».
«Και πώς το γνωρίζετε αυτό;» – τον ρώτησα εγώ. «Πώς να μην το ξέρω, ευλαβέστατε, αφού πολεμούσα μ’ αυτούς. Είναι τόσο άσχημοι ώστε ο άνθρωπος, που δεν έχει αποκτήσει την χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί να τους δει, διότι μπορεί να πεθάνει από τρόμο. Το ίδιο είναι αδύνατον να δει και τους αγίους αγγέλους, αφού από την χαρά που θα του προκαλούσε αυτή η θέα μπορεί μάλλον να πεθάνει μέσα σε μια στιγμή. Εγώ όμως, με τη χάρη και τη βοήθεια της Παναγίας, παρέμεινα αβλαβής.
(Νικολάου Μοτοβίλωφ, Αποκαλυπτικό υπόμνημα)
Στο Γένισεικ ο επίσκοπος Λουκάς έζησε και μια θαυμαστή εμπειρία. Επρόκειτο να λειτουργήσει και ήλθε στο σαλόνι του διαμερίσματος, που είχε πρόχειρα διαμορφώσει σε ναό. Μπαίνοντας στο σαλόνι, βλέπει ξαφνικά απέναντί του έναν άγνωστο ηλικιωμένο μοναχό.
Ο μοναχός μόλις τον αντίκρισε ξαφνιάστηκε, πάγωσε! Σάστισε τόσο πολύ που ούτε καν υποκλίθηκε μπροστά στον επίσκοπο.
Πέρασαν λίγα λεπτά σιωπής και κάπως συνήλθε. Ο επίσκοπος Λουκάς τον πλησίασε και τον ρώτησε: – Ποιος είσαστε και από που ήρθατε;
Ο μοναχός απάντησε: – Σεβασμιώτατε, είμαι ο μοναχός Χριστόφορος και ήρθα από το Κράσνιαρσκ.
Οι εκκλησίες εκεί έχουν καταληφθεί από τους σχηματικούς και οι πιστοί δεν θέλουν να πηγαίνουν με τους άπιστους ιερείς. Αποφάσισαν λοιπόν να με στείλουν στην πόλη Μίνουσικ, 300 χιλιόμετρα νότια από το Κρασνογιάρσκ, σ΄ έναν ορθόδοξο επίσκοπο να με χειροτονήσει ιερέα.
Όμως τα πράγματα μου ήρθαν κάπως παράξενα. Μια φωνή μέσα μου και μια ανεξήγητη δύναμη με ωθούσε να έρθω εδώ.
Ο επίσκοπος Λουκάς απόρησε και τον ξαναρώτησε: – Και γιατί ξαφνιάστηκες και σάστισες όταν με είδες;
Η απάντηση του μοναχού Χριστοφόρου άφησε έκπληκτο τον επίσκοπο:
– Μα πώς να μην ξαφνιαστώ; Πριν 10 χρόνια είδα ένα όνειρο, το οποίο έμεινε ολοζώντανο στη μνήμη μου, σαν να το βλέπω τώρα.
Είδα πως ήμουν σε ένα ιερό ναό κι ένας άγνωστος σε μένα αρχιερέας με χειροτόνησε ιερομόναχο. Μόλις μπήκατε μέσα εδώ και σας αντίκρυσα, σας αναγνώρισα. Είσαστε αυτός που πριν δέκα χρόνια είδα σ΄αυτό το όνειρο!
Ο μοναχός Χριστοφόρος συγκινημένος έκανε εδαφιαία μετάνοια στον έκπληκτο επίσκοπο.
Εκείνος διέκρινε καθαρά το Χέρι του Θεού στο θαυμαστό αυτό γεγονός και χειροτόνησε το μοναχό Χριστόφορο σε διάκονο και έπειτα σε ιερέα στέλνοντάς τον να ποιμάνει κάτω από τόσες αντίξοες συνθήκες τον πιστό λαό του Θεού.
«Δέκα χρόνια πριν, όταν με είχε δει ο μοναχός Χριστόφορος, εγώ ήμουν ένας δημόσιος χειρουργός στο Ζάλεσκι και δεν σκεφτόμουν ούτε την ιεροσύνη, ούτε πολύ περισσότερο την αρχιεροσύνη. Για τον Κύριο όμως, τότε είχα ήδη γίνει επίσκοπος. Άγνωστοι οι Βουλαί του Κυρίου!».
Ο Άγιος υπέγραψε και το χειροτονήριο έγγραφο: «Με το παρόν βεβαιώνω ότι ο μοναχός Χριστοφόρος, τον Μάρτιο του 1924 χειροτονήθηκε από μένα ιεροδιάκονος και ιερομόναχος για το ποίμνιο του Κρασνογιάρσκ, που διεφύλαξε την πίστη προς τον Παναγιώτατο Πατριάρχη Τύχωνα και δεν προσχώρησε στο εκκλησιαστικό σχίσμα. Ο ιερομόναχος πρέπει να φροντίσει για την ίδρυση ενορίας στο Κρασνογιάρσκ. Λόγω έλλειψης αρχιερατικής σφραγίδας, επιθέτω την ιατρική μου σφραγίδα.
Ταπεινός Λουκάς Επίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν
20 Μαρτίου 1924 – Γενισέισκ».
(από το βιβλίο του μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου (Αντωνόπουλου), "Αρχιεπίσκοπος Λουκάς. Ένας άγιος Ποιμένας και γιατρός χειρουργός")
Μια γυναίκα που είχε χάσει το παιδί της επισκέφτηκε τον π. Γαβριήλ και τον ρώτησε:
– Γιατί κάποιοι φεύγουν νέοι απ’ αυτή τη ζωή;
– Σ’ ένα χωριό, μια πιστή γυναίκα που έχασε τον μονάκριβο γιο της παραπονέθηκε στον Θεό: «Εγώ, για την αγάπη Σου, άντεξα πολλά: προσβολές, φτώχιες, δυσκολίες. Σ’ αυτό το μέρος κανείς δεν είναι πιστός εκτός από μένα. Όμως εσύ πήρες το παιδί μου. Γιατί;».
Εκείνη τη νύχτα λοιπόν είδε ένα όνειρο: Οι Άγγελοι την πήγαν στον Κύριο και Του μετέφεραν τα παράπονα της.
Τότε ακούστηκε η φωνή του Κυρίου:
«Ρωτήστε τη γυναίκα τι θέλει».
«Φέρε το παιδί μου πίσω», απάντησε η γυναίκα.
(«Θέλεις να δεις το παιδί σου;», ρώτησε ο Κύριος.
«Μητέρα είμαι, και βέβαια το θέλω», είπε κλαίγοντας εκείνη.
«Να της δείξετε το παιδί της», έδωσε εντολή ο Κύριος.
Έφεραν το παιδί και η μητέρα χάρηκε.
«Τώρα τι μου ζητάς;», ρώτησε ο Κύριος.
«Γιατί τον πήρες;», Του παραπονέθηκε η γυναίκα.
Τότε ο Κύριος έδωσε εντολή στους Αγγέλους:
«Να της δείξετε τι θα έκανε ο γιος της αν δεν τον έπαιρνα Εγώ».
Και ξαφνικά, σαν σε ταινία, η γυναίκα είδε τις φοβερές αμαρτίες που θα διέπραττε ο γιος της και μετά τις φωτιές της Κόλασης!
«Να τον ξαναγυρίσετε στον Παράδεισο!», άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί τον Κύριο η μητέρα.
Ο Κύριος έδωσε εντολή και ξαναγύρισαν πάλι το παιδί στον Παράδεισο. Και της είπε τότε ο Κύριος:
«Για την καλοσύνη σου και για την αγάπη σου πήρα τον γιο σου κοντά Μου. Μη νομίζεις πως δεν ξέρω πότε και ποιον πρέπει να πάρω».
(ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, "Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ (1929-1995), Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ")