ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 16
Στίχ. 14-18. Επιτίμηση των Φαρισαίων.
16.20 πτωχὸς δέ τις(1) ὀνόματι Λάζαρος(2) ος ἐβέβλητο(3)
πρὸς τὸν πυλῶνα(4) αὐτοῦ ηλκωμένος(5)
20 Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά
στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές,
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα αποσιωπούν το «τις» και το «ος».
(2) Σε καμία άλλη παραβολή του ο Κύριος δεν αναφέρει όνομα για οποιονδήποτε
χαρακτήρα που χρησιμοποιείται σε αυτές (p). Εδώ όμως «αναφέρει ονομαστικά
τον φτωχό· διότι των δικαίων τα ονόματα καταγράφονται και στο βιβλίο της ζωής» (Θφ).
Ήταν ιστορικό πρόσωπο ο Λάζαρος; «Γίνεται λόγος, στην Εβραϊκή παράδοση,
ότι υπήρχε κάποιος Λάζ1αρος στα Ιεροσόλυμα εκείνον τον καιρό που αντιμετώπιζε
έσχατη φτώχια και αρρώστια, τον οποίο ανέφερε ο Κύριος βάζοντάς τον σε παραβολή» (Θφ).
Πιο σωστή η εκδοχή, ότι δεν πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο.
Προτιμήθηκε πάντως το όνομα Λάζαρος αναμφίβολα λόγω της έννοιάς του.
Παραγόμενο από συντόμευση του ονόματος Ελεάζαρ, το οποίο στο Ταλμούδ
γράφεται Λεάζαρ, σημαίνει όπως και αυτό, ο Θεός είναι βοηθός μου.
Ο Κύριος λοιπόν παίρνει τον φτωχό αυτόν ως εκπρόσωπο των φτωχών
και ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι υπέμεναν την δυστυχία τους με γαλήνια
εμπιστοσύνη στο Θεό, τον μόνο υποστηρικτή τους (g).
(3) Είχε ριχτεί· είχε πεταχτεί εκεί σαν φορτίο από το οποίο έσπευδαν
να απαλλαχτούν (g). Αυτό έβαζε σε δοκιμασία τον χαρακτήρα του πλούσιου
και παρείχε σε αυτόν σπάνια ευκαιρία ώστε μέσω του μαμωνά της αδικίας
να αποκτήσει φίλους (ο). Δεν μπορούσε να μεταβεί εκεί μόνος του και για αυτό
άλλοι τον μετέφεραν εκεί. Όσοι δεν έχουν τα μέσα, να βοηθήσουν τον φτωχό με χρήματα,
μπορούν και οφείλουν να βοηθήσουν αυτόν υποβαλλόμενοι σε κόπους για αυτόν.
Όσοι δεν μπορούν να δώσουν σε αυτόν οβολό, ας απλώνουν σε αυτόν το χέρι.
(4) Η λέξη σημαίνει ευρεία στοά που αποτελεί ή μη μέρος του σπιτιού.
Δες Πράξ. ι 17,ιβ 14, Ματθ. κστ 71. Φανερώνει το μέγεθος του σπιτιού του πλουσίου (p).
(5) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά. Συνηθισμένη λέξη σε γιατρούς (p).
Υπάρχει και η γραφή ειλκωμένος, από παραφθορά από το έλκω.
«Ο Λάζαρος ήταν και φτωχός και άρρωστος και μάλιστα φοβερά· διότι ήταν, λέει,
πληγιασμένος. Επειδή είναι δυνατόν να είναι κάποιος άρρωστος,
αλλά να μην έχει πληγές» (Θφ). Το να είναι κάποιος ασθενής και αδύνατος στο σώμα,
αποτελεί μεγάλη θλίψη. Αλλά οι πληγές στον άρρωστο είναι οδυνηρότερες
και προκαλούν την αηδία σε όσους τον πλησιάζουν.
Όποιος αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του, αν και τον δυσαρεστούν τα πάθη εκείνων που δεν έχουν ακόμα καθαριστεί. Γι’ αυτό και χαίρεται με αμέτρητη και ανέκφραστη χαρά για τη διόρθωσή τους.
Εκείνος που βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του, προς οποιονδήποτε άνθρωπο για οποιοδήποτε φταίξιμό του, είναι εντελώς ξένος από την αγάπη προς τον Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται διόλου το μίσος κατά του ανθρώπου.
«Όποιος με αγαπά –λέει ο Κύριος– θα τηρήσει τις εντολές Μου (Ιω. 14:23). Και η δική Μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλον (Ιω. 15:12)». Άρα λοιπόν εκείνος που δεν αγαπά τον πλησίον του, δεν τηρεί την εντολή του Κυρίου. Εκείνος που δεν τηρεί την εντολή, ούτε τον Κύριο μπορεί να αγαπήσει.
Μακάριος ο άνθρωπος που μπορεί να αγαπήσει κάθε άνθρωπο στον ίδιο βαθμό.
Μακάριος ο άνθρωπος που δεν προσηλώνεται σε κανένα πράγμα φθαρτό ή πρόσκαιρο.
Μακάριος ο νους που προσπέρασε όλα τα όντα και απολαμβάνει συνεχώς τη θεία ωραιότητα.
Εκείνος που φροντίζει για τη σάρκα, πώς να ικανοποιεί τις επιθυμίες της, και για πρόσκαιρα πράγματα έχει μνησικακία προς τον πλησίον του, αυτός λατρεύει την κτίση αντί του Δημιουργού (Ρωμ. 1,25).
Όποιος αγαπά το Θεό, αγαπά δίχως άλλο και τον πλησίον του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να φυλάει χρήματα· τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θεού και τα μοιράζει σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη.
Όποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος το Θεό, δεν κάνει διάκριση καλού και κακού, δικαίου και αδίκου στα απαραίτητα της ζωής, αλλά μοιράζει ίδια σε όλους κατά τις ανάγκες τους, αν και προτιμά για την αγαθή του προαίρεση τον ενάρετο από τον κακό.
Ο Θεός εκ φύσεως αγαθός και απαθής, όλους τους αγαπά εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει επειδή αποκτά και την γνώση, ενώ τον κακό άνθρωπο τον ελεεί λόγω της αγαθότητάς Του, και παιδεύοντάς τον σ’ αυτόν τον κόσμο, τον φέρνει σε μετάνοια και διόρθωση. Έτσι και ο καλοπροαίρετος και απαθής άνθρωπος, όλους τους ανθρώπους τους αγαπά εξίσου. Τον ενάρετο και για την ανθρώπινη φύση του, και για την καλή του προαίρεση· τον κακό τον ελεεί και σαν συνάνθρωπό του, και από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στο σκοτάδι.
[(Από το βιβλίο: "ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ", Τόμος Β’. Εκδόσεις “Το περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 1998, Άγιος Μάξιμος Ομολογητής, Κεφάλαια περί αγάπης, σ. 50 (Α’ εκατ. §§ 13, 15-20, 23-25)]
-Γέροντα, ο Αββάς Ισαάκ γράφει: «Ο ταπεινόφρων, όταν παρίσταται ενώπιον του Θεού, δεν θέλει να τολμήσει να προσευχηθή». Δηλαδή τι κάνει;
-Αισθάνεται τον εαυτό του ανάξιο να προσευχηθή, να συνομιλήσει με τον Θεό.
-Και τι κάνει, Γέροντα;
-Του αρκεί αυτό το ότι παρίσταται ενώπιον του Θεού.
-Γέροντα, εσείς με τι τρόπους καλλιεργούσατε την ευχή στους διαφόρους τόπους που μονάσατε;
-Χανόμουν στην ευχή! Ξέρεις τι θα πη χανόμουν; Βυθιζόμουν..., ένα γλυκό βύθισμα...
-Θέλετε να πείτε, Γέροντα, ότι χάνατε την αίσθηση του τόπου και του χρόνου;
-Ναι, χανόμουν τελείως... Για να φέρω έναν λογισμό, έπρεπε να σταματήσω την ευχή. Ξέρεις τι θα πη να βυθίζεσαι, να βυθίζεσαι... Μετά δεν θέλεις τίποτε, δεν ζητάς τίποτε.
-Γέροντα, λες μόνον το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με;»
-Δεν λες τίποτα, ποθείς την θεία θέρμη, την θεία γλυκύτητα. Σταματάει πλέον και η ευχή, επειδή ο νους έχει ενωθεί με τον Θεό και δεν θέλει με κανέναν τρόπο να φύγη από κοντά Του, τόσο ευχάριστα νιώθει. Όταν φθάση σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος, η ευχή κόβεται μόνη της. Τότε σταματάει και ο νους από την παρουσία του Θεού, παύει να λειτουργεί και το μυαλό, και η ψυχή αισθάνεται μόνον την γλυκύτητα της θείας αγάπης, της θείας στοργής και σιγουριάς, σαν το μωρό που δεν σκέφτεται τίποτε, αλλά μόνον αγάλλεται στην αγκαλιά της μάνας του. Όταν το παιδάκι λουφάζη στην αγκαλιά της μάνας, μιλάει; Είναι ένωση πλέον, επικοινωνία.
Καλή είναι η ευχή με την σιωπή, αλλά καλύτερη είναι η σιωπή με τη σιωπή:
ο νους κοντά στο Χριστό σιωπώντας.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, "Περί προσευχής", Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σ. 247-248)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 16
Στίχ. 19-31. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
16.19 ῎Ανθρωπος(1) δέ(2) τις ἦν πλούσιος(3), καὶ ἐνεδιδύσκετο
πορφύραν καὶ βύσσον(4) εὐφραινόμενος καθ᾽ ἡμέραν(5) λαμπρῶς(6).
19 «Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα
και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό.
(1) Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου αποτελεί συνέχεια
του μαθήματος που αναφέρεται στην καλή χρήση των επίγειων κτήσεων
και αγαθών. Ο άδικος οικονόμος έδειξε ποια αγαθά αποτελέσματα
μπορούν να ακολουθήσουν στη συνετή χρήση παρόντων πλεονεκτημάτων.
Ο πλούσιος δείχνει πόσο ολέθριες είναι οι συνέπειες της
μη καλής χρήσης του πλούτου. Και στη δεύτερη αυτή παραβολή
διασαφηνίζονται εμφανώς μερικά από τα λόγια που λέχθηκαν προηγουμένως.
«Το υψηλό στους ανθρώπους» ζωγραφίζεται στον πλούσιο, που ντύνεται
πολυτελώς και ευφραίνεται λαμπρά. «Το βδέλυγμα μπροστά στο Θεό»
εμφανίζεται με την αθλιότητά του στον άδη. Και το «πιο εύκολο είναι
να φύγει ο ουρανός και η γη παρά να πέσει ένα κόμμα από το νόμο»
επικυρώνεται από τον διάλογο του Αβραάμ και του πλουσίου που καταλήγει
στην διακήρυξη: Αν δεν ακούνε τον Μωϋσή και τους προφήτες
ούτε εάν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πειστούν.
Στην παραβολή επιπλέον δεν υπονοείται, ότι ο πλούσιος ώφειλε να απαρνηθεί
τα πλούτη του, προτιμώντας την εκούσια φτώχια, αλλά όφειλε μόνο να μην θεωρεί
ως ύψιστό του αγαθό αυτά. Όφειλε να κάνει αυτά μέσα για επιτυχία
για κάτι υψηλότερο και μονιμότερο. Από αυτόν τον μαμωνά μπορούσε
να έχει κάνει φίλους του τον Λάζαρο και άλλους και μέσω αυτών να έχει
εξασφαλίσει στον εαυτό του διαμονή στις αιώνιες σκηνές. Τα πλούτη του υπήρξαν
για αυτόν τα μόνα αγαθά, τα οποία αποκλειστικά εκτίμησε και γνώρισε.
Και όταν έχασε αυτά, έχασε το παν (p). «Σχετίζονται λοιπόν αυτά με όσα
ειπώθηκαν πιο πριν. Επειδή δηλαδή προηγουμένως δίδαξε για την καλή διαχείριση
του πλούτου, εύλογα προσθέτει μαζί και αυτήν την παραβολή,
που οδηγεί σε αυτό το ίδιο, με το υπόδειγμα του πλουσίου» (Θφ).
Και σε αυτήν «σαν σε εικόνα έχει γραφτεί ένας πλούσιος που ζει στην τρυφή
και είναι άσπλαχνος και ένας φτωχός μέσα στην αρρώστια· για να μάθουν,
όσοι έχουν τον επίγειο πλούτο, ότι αν δεν θελήσουν να είναι καλοί
και να δίνουν εύκολα και να είναι μεταδοτικοί και αν δεν προτιμήσουν
να βοηθούν στις ανάγκες των φτωχών, θα πέσουν σε φοβερή και αναπόφευκτη τιμωρία» (Κ).
Δύο σκηνές έχουμε στην παραβολή, την μία που διεξάγεται στη γη (στίχ. 19-22),
την άλλη στον άδη (στίχ. 23-31). Η επίγεια σκηνή περιλαμβάνει 4 εικόνες:
την ζωή του πλουσίου (σ. 19) και τη ζωή του φτωχού (σ. 20,21),
τον θάνατο του πρώτου (σ. 22β) και τον θάνατο του δεύτερου (σ. 22α).
(2) Σύνδεσμος μεταβατικός μάλλον παρά αντιθετικός (L).
(3) Μάλλον είναι επιθετικός προσδιορισμός παρά κατηγορούμενο και χωρίζεται
από το ουσιαστικό του, για να τονιστεί αυτό περισσότερο (g)=Υπήρχε κάποιος
πλούσιος άνθρωπος και όχι κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος (p).
«Και που είναι το όνομα του πλουσίου; Πουθενά. Διότι είναι ανώνυμος.
.Πόσος πλούτος; Και δεν βρίσκεται όνομα σε αυτόν. Τι πλούτος είναι αυτός;
Δέντρο που στα φύλλα μεν θάλλει, καρπό όμως στερείται, βελανιδιά πανύψηλη
που παρέχει τα βελανίδια για τροφή στα ζώα, άνθρωπος που δεν έχει καρπό ανθρώπου…
Υπήρχε κάποιος πλούσιος που ντυνόταν κάθε μέρα με πορφύρα,
ενώ η ψυχή του ήτα γεμάτη με αράχνες, μύριζε μύρο, αλλά ήταν γεμάτος από δυσωδία…
πάχαινε την δούλη σάρκα, ενώ την βασίλισσα ψυχή την άφηνε να καταστρέφεται
από την πείνα» (Χ). «Τον μεν πλούσιο λοιπόν, τον έβαλε στην παραβολή ανώνυμα,
επειδή δεν ήταν άξιος να ονομάζεται από το Θεό» (Θφ).
«Διότι έχει γραφτεί για τους πονηρούς: Δεν θα θυμηθώ τα ονόματά τους στα χείλη μου»
(Ψαλμ. ιε 4)… Λένε όμως κάποιοι από παράδοση Εβραίων, ότι κατά τους καιρούς
εκείνους και ο πλούσιος εκείνος ονομαζόταν Νινευΐς» (Ζ).
Δες την σαϊδική μετάφραση και ένα ελληνικό σχόλιο.
Άλλοι όμως (Πρισκιλλιανός tract. IX και ο ψευδοκυπριανός de pascha computus,
17) ονόμασαν αυτόν Φινεές (L). «Αυτό όμως είναι παραβολή και δεν είναι γεγονός
που ήδη συνέβη, όπως θα μπορούσαν κάποιοι ανόητα να θεωρήσουν» (Θφ).
(4) Την πορφύρα την φορούσε ως εξωτερικό και τον βύσσο ως εσωτερικό ένδυμα.
Και τα δύο πολυτελή και ακριβά. Πορφύρα σημαίνει πρώτα το όστρακο πορφύρα
και έπειτα την βαφή που κατασκευάζεται από αυτό (Α΄Μακ. δ 23)
και έπειτα το μάλλινο ύφασμα που βάφεται με αυτήν (Μάρκ. ιε 17,20).
Βύσσος σημαίνει πρώτον το αιγυπτιακό λινάριο και έπειτα το λεπτό λινό ύφασμα
που κατασκευάζεται από αυτό (Εξ. κστ 1,31,36,Ιεζεκ. ιστ 10,κζ 7) (p).
(5) «Και όχι μόνο ντυνόταν με πορφύρα και βύσσο, αλλά και απολάμβανε
και όλη την άλλη τρυφή, διασκεδάζοντας… όχι τώρα μεν ναι, άλλοτε όμως όχι,
αλλά κάθε μέρα και όχι μέτρια αλλά λαμπρά» (Θφ).
(6) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά= «άσωτα και με πολυτέλεια» (Θφ).
Δεν μας λέγεται στην παραβολή ότι ο πλούσιος απέκτησε τον πλούτο του με δόλο
και απάτη ή με καταπιέσεις και τοκογλυφίες, ούτε ότι ήταν μέθυσος ή παρέσυρε
τους άλλους στην μέθη. Ο Κύριος με την παραβολή θέλησε να διδάξει
ότι είναι δυνατόν να έχει κάποιος πλούτη που δεν αποκτήθηκαν από αδικία
και να αποκλειστεί από την βασιλεία των ουρανών. Η περίσσεια του πλούτου
και η απόλαυση είναι πολύ επικίνδυνος πειρασμός, σε πολλούς μάλιστα και ολέθριος,
που ωθεί τον άνθρωπο σε πολυτέλεια και την δουλεία στη σάρκα,
συγχρόνως όμως και σε πλήρη λησμοσύνη του Θεού και του άλλου κόσμου.
Είναι αλήθεια, ότι το να τρώει κάποιος καλά και να ντύνεται καλά σε κάποιο βαθμό
είναι νόμιμα. Αλλά είναι επίσης αλήθεια, ότι αυτά τρέφουν
και υποθάλπουν την αλαζονεία, την επιδεικτική πολυτέλεια, την κοιλιοδουλία
και έτσι γίνονται για εμάς αμαρτωλά. Εξάλλου το να τρώμε με τους φίλους μας πλούσια,
την ώρα που υπάρχουν φτωχοί που στερούνται το ψωμί, για τους οποίους αδιαφορούμε,
αποτελεί ασπλαχνία που προκαλεί την οργή του Θεού. Η αμαρτία αυτού του πλούσιου
δεν ήταν τόσο το ρούχο του ή η διατροφή του, όσο το ότι φρόντιζε μόνο
για τον εαυτό του, βλέποντας με αδιαφορία και ασπλαχνία τον φτωχό Λάζαρο.
- Γέροντα, πώς είναι το άκτιστο φως;
- Που να ξέρω; Εγώ στο Καλύβι έχω μια κτιστή σόμπα που την ανάβω,
για να ζεσταθώ. Αν θέλω φως, ανάβω ένα κερί να βλέπω!
Ποτέ να μη ζητά κανείς φώτα ή χαρίσματα του Θεού, αλλά μόνο μετάνοια,
η οποία θα φέρη την ταπείνωση, και μετά ο Καλός Θεός θα του δώση
ό,τι έχει ανάγκη. Πήγα μια φορά να δω τον πατέρα Δαβίδ τον Διονυσιάτη.
Έμενε σε ένα κελλί, μέσα στα κουρέλια, μέσα στο σκοτάδι.
Αλλά μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό κελλί, εκείνος ζούσε μέσα στο φως.
Ήταν πολύ προχωρημένος στην ευχή, είχε φθάσει σε μεγάλη πνευματική κατάσταση.
Τρόμαξα να του βγάλω κάτι! «Αυτά δεν λέγονται, δεν λέγονται» έλεγε.
Ξέρεις τι θα πη μέσα στο σκοτάδι να βλέπεις φως, χωρίς να έχης φως;
Να είσαι μέσα στα κουρέλια, και να βρίσκεσαι μέσα στα παλάτια του Θεού!
«Για να λάβεις πνεύμα, πρέπει, να δώσεις αίμα». Όταν ήμουν στο Κοινόβιο,
μια Μεγάλη Σαρακοστή προσπάθησα να το εφαρμόσω. Δεν υπολόγισα καθόλου
τον εαυτό μου, τράβηξα το σχοινί μέχρι που τεντώθηκε τελείως.
Ένιωθα τόση κούραση, που έπεφτα στον δρόμο και παρακαλούσα τον Θεό
να με βοηθήσει να σηκωθώ λιγάκι, για να μη με δουν οι άνθρωποι και πουν:
«Να, οι καλόγεροι πέφτουν από την άσκηση». Το ένιωθα κάθε μέρα σαν μαρτύριο.
Την Πέμπτη προ του Λαζάρου, το βράδυ, ενώ προσευχόμουν στο κελί,
ένιωσα μια γλυκύτητα, μια αγαλλίαση, κι ένα φως με έλουσε.
Από τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα, ένα γλυκό κλάμα. Αυτό κράτησε είκοσι
με τριάντα λεπτά και με τόνωσε πολύ, με έτρεφε πνευματικά για δέκα χρόνια.
Όταν ρώτησα τον Γερο-Πέτρο γι’ αυτό, μου είπε:
«Εγώ συνέχεια ζω τέτοιες θείες καταστάσεις. Εκείνη την ώρα που με επισκέπτεται
η θεία Χάρις, η καρδιά μου θερμαίνεται γλυκά από την αγάπη του Θεού,
και ένα φως παράξενο με φωτίζει εσωτερικά και εξωτερικά,
νιώθω το πρόσωπό μου να φωτίζει. Φωτίζεται ακόμη και το κελλί μου.
Βγάζω τότε το σκουφί μου, σκύβω ταπεινά το κεφάλι μου και λέω στον Χριστό:
"Χριστέ μου, χτύπησέ με με το κοντάρι της ευσπλαχνίας Σου στην καρδιά μου”.
Από την πολλή ευγνωμοσύνη τα μάτια μου τρέχουν συνέχεια γλυκά δάκρυα
και δοξολογώ τον Θεό. Τότε όλα σταματάνε, γιατί νιώθω πολύ κοντά μου τον Χριστό
και δεν μπορώ πια να ζητήσω τίποτε, σταματάει και η προσευχή, το κομποσχοίνι
δεν μπορεί να γυρίση».
- Γέροντα, το άκτιστο φως το βλέπει κανείς με τα αισθητά μάτια;
- Αν αφήσετε τις μικρότητες, θα σας πω.
- Γέροντα, μέχρι να απαλλαγούμε από τις μικρότητες, εσείς θα φύγετε...
Κάντε το σαν πνευματική ελεημοσύνη!
- Όταν ήμουν στα Κατουνάκια, στο Κελλί του Υπατίου, ένα απόγευμα,
αφού έκανα τον Εσπερινό με κομποσχοίνι, ήπια ένα τσάι και συνέχισα.
Έκανα το Απόδειπνο και τους Χαιρετισμούς με κομποσχοίνι, και ύστερα έλεγα την ευχή.
Όσο την έλεγα, τόσο έφευγε η κούραση και αισθανόμουν ξεκούραστος.
Ένιωθα μέσα μου μια χαρά, που δεν μου έκανε καρδιά να κοιμηθώ,
έλεγα συνέχεια την ευχή. Γύρω στις έντεκα την νύχτα γέμισε ξαφνικά το κελί
με ένα φως γλυκό, ουράνιο. Ήταν πολύ δυνατό, αλλά δεν σε θάμπωνε.
Κατάλαβα όμως ότι και τα μάτια μου «δυνάμωσαν», για να μπορώ να αντέξω
αυτήν την λάμψη. Όσο ήμουν σε αυτήν την κατάσταση, μέσα στο θείο εκείνο φως,
ήμουν σ’ έναν άλλον κόσμο, πνευματικό. Αισθανόμουν μια ανέκφραστη αγαλλίαση,
και το σώμα μου ανάλαφρο, είχε χαθεί το βάρος του σώματος. Ένιωθα την Χάρη του Θεού,
τον θείο φωτισμό. Θεία νοήματα περνούσαν γρήγορα από τον νου μου σαν ερωταποκρίσεις.
Δεν είχα προβλήματα, ούτε θέματα να ρωτήσω, όμως ρωτούσα και είχα συγχρόνως
και την απάντηση. Ήταν ανθρώπινα λόγια οι απαντήσεις, είχαν όμως και θεολογία,
αφού ήταν θείες απαντήσεις. Και ήταν τόσο πολλά όλα αυτά, ώστε, αν τα έγραφε κανείς,
θα γραφόταν άλλος ένας Ευεργετινός. Αυτό κράτησε όλη την νύχτα,
μέχρι τις εννέα το πρωί. Όταν πια χάθηκε εκείνο το φως, όλα μου φαίνονταν σκοτεινά.
Βγήκα έξω και ήταν σαν νύχτα. «Τι ώρα είναι; Δεν έφεξε ακόμη;»,
ρώτησα έναν μοναχό που περνούσε από εκεί. Εκείνος με κοίταξε και μου απάντησε
με απορία: «Τι είπες, πάτερ Παΐσιε;». «Τι είπα;», Αναρωτήθηκα και μπήκα μέσα.
Κοιτάζω το ρολόι και τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβή. Η ώρα ήταν εννιά το πρωί,
ο ήλιος ήταν ψηλά, κι έμενα η ημέρα μου φαινόταν σαν νύχτα!
Ο ήλιος δηλαδή μου φαινόταν ότι ίσα ίσα φώτιζε σαν να είχε γίνει έκλειψη ήλιου.
Ήμουν σαν έναν που πετιέται απότομα από το δυνατό φως στο σκοτάδι,
τόσο μεγάλη ήταν η διαφορά! Μετά από εκείνη την θεϊκή κατάσταση βρέθηκα
στην άλλη, την φυσική, την ανθρώπινη, κα ξεκίνησα να κάνω όπως κάθε μέρα το πρόγραμμά μου.
Έκανα λίγο εργόχειρο, έκανα την Ακολουθία των Ωρών με κομποσχοίνι,
μετά την Ενάτη Ώρα έβρεξα λίγο παξιμάδι για να φάω, αλλά ένιωθα σαν ζώο
που πότε ξύνεται, πότε βόσκει, πότε χαζεύει, κα έλεγα μέσα μου:
«Για δες με τι ασχολούμαι! Τόσα χρόνια έτσι τα πέρασα;».
Μέχρι το απόγευμα είχα τέτοια αγαλλίαση, που δεν ένιωθα την ανάγκη να ξεκουραστώ.
Τόσο δυνατή ήταν η κατάσταση αυτή. Όλη εκείνη την ημέρα έβλεπα θαμπά ίσα ίσα
που μπορούσα να κάνω την δουλειά μου. Και ήταν καλοκαίρι ο ήλιος έλαμπε.
Την άλλη μέρα άρχισα να βλέπω τα πράγματα φυσιολογικά. Έκανα το ίδιο τυπικό,
αλλά δεν ένιωθα πια έτσι, σαν ζώο.
Με τι χαζά πράγματα περνούμε τον καιρό μας και τι χάνουμε!
Γι’ αυτό, όταν βλέπω μικρότητες, κακομοιριές, χαμένα πράγματα, πολύ στενοχωριέμαι.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σ. 244-247)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 16
Στίχ. 14-18. Επιτίμηση των Φαρισαίων.
16.18 Πᾶς(1) ὁ ἀπολύων τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμῶν ἑτέραν μοιχεύει,
καὶ ὁ ἀπολελυμένην ἀπὸ ἀνδρὸς γαμῶν μοιχεύει.
18 »Όποιος διώχνει τη γυναίκα του και παντρεύεται άλλη γίνεται μοιχός·
κι όποιος παντρεύεται χωρισμένη από τον άντρα της είναι το ίδιο μοιχός».
(1) Δες Ματθ. ε 32 και ιθ 9 και τις εκεί σημειώσεις. Η σύνδεση με τα παραπάνω:
Εισάγεται παράδειγμα για το διαρκές κύρος του νόμου, παρά τις παραβιάσεις του
από τους ανθρώπους. Η μοιχεία παραμένει μοιχεία, και όταν ακόμη νομιμοποιείται
από τους ανθρώπους· νομιμοποιείται λοιπόν από εκείνους οι οποίοι με ζήλο
τηρούσαν το γράμμα του νόμου, με τα διαζύγιά τους όμως αθετούσαν
χωρίς συστολή (ντροπή) τον νόμο και καταργούσαν την ιερότητα του γάμου (p).
Στη νέα οικονομία (περίοδο) της χάρης, ο νόμος θα εφαρμοστεί αυστηρότερα
από όσο στην παλαιά. Και ως παράδειγμα της μεγαλύτερης αυτής αυστηρότητας
φέρνεται ο νόμος του διαζυγίου (g). Η αλληγορική έννοια που έδωσαν κάποιοι
από τους νεότερους ερμηνευτές στον παρόντα στίχο και η αλληγορική
ερμηνεία σε αυτόν, παρουσιάζεται εξόχως βιαστική [ή και «τραβηγμένη].
Είναι λοιπόν αυτή η εξής: Το, Αυτός που χωρίζει τη γυναίκα του
και παντρεύεται άλλη, θα σήμαινε: Εκείνος ο οποίος λόγω της νέας μορφής
της βασιλείας του Θεού απορρίπτει πλήρως την ισχύ και το κύρος του νόμου.
Και το, «αυτός που παντρεύεται χωρισμένη», θα σήμαινε: Εκείνος ο οποίος αφού
ο νόμος αντικαταστάθηκε από το ευαγγέλιο, εμμένει σε αυτόν και συνεχίζει
τις σχέσεις του με την παλαιά οικονομία (κατάσταση της Π.Δ.).
Με άλλα λόγια: Είναι πνευματική μοιχεία να απορρίπτει κάποιος όλες
τις εντολές του νόμου, όπως και το να υποστηρίζει και αυτές τις τυπικές
διατάξεις του νόμου που καταργήθηκαν από το ευαγγέλιο.
Ιουλιανός ο παραβάτης
ασεβής βασιλιάς
Ο Ιουλιανός, που ξεπέρασε όλους τους βασιλείς σε ασέβεια, καλούσε τους ανθρώπους να θυσιάσουν στα είδωλα και τους κέρδιζε με το μέρος του.
Ε.Π.Ε. 34,280
μανιακός διώκτης
Τα γεγονότα με την καταστροφή του Ναού των Ιεροσολύμων συνέβηκαν όταν καταδιωκόταν επί Ιουλιανού η πίστις μας, όταν η ζωή όλων μας βρισκόταν σε κίνδυνο, όταν είχε ανασταλή κάθε ανθρώπινη ελευθερία, όταν η ειδωλολατρική μανία βρισκόταν στο απώγειό της, όταν άλλοι από τους πιστούς κρύβονταν στα σπίτια τους και άλλοι κατέφευγαν στις ερημιές και απέφευγαν τις δημόσιες εμφανίσεις. Τότε γίνονταν αυτά, ώστε να μην έχουν οι Ιουδαίοι καμμιά αδιάντροπη δικαιολογία.
Ε.Π.Ε. 34,284
Ίπποι θηλυμανείς
ακρατείς στον οίστρο της σάρκας
Αν ο εγκρατής υφίσταται κάποια βία για να κυριαρχή στις ορμές του, ο άλλος, που πορνεύει, συνεχώς βασανίζεται και κεντάται και πάσχει απ’τη σφοδρή μανία της σάρκας. Συμβαίνει ό,τι και με το άγριο άλογο, που μαίνεται και αφρίζει και αντιστέκεται στον τεχνίτη καβαλάρη.
Ε.Π.Ε. 18α,542
ακόλαστοι, σαρκολάτρες
Λόγω της ασελγείας ξεπέρασαν οι άνθρωποι και τα αισχρότερα των ζώων. Τι λέει ο προφήτης για την ακολασία τους; Έγιναν ίπποι θηλυμανείς. Καθένας ωργίαζε με τη γυναίκα του άλλου.
Ε.Π.Ε. 34,128
Ιπποδρόμια
ευλογημένος ζυγός
Αν θέλης να βλέπης αγώνες αλόγων, γιατί δεν βάζεις στο ζυγό τα αλόγα πάθη σου, το θυμό και τις κακές επιθυμίες, με τον καλό και ευχάριστο ζευγολάτη, την ευσέβεια, και να τρέχης συντονισμένα προς το βραβείο της άνω κλήσεως; Έτσι δεν θα πηγαίνης πλέον από ιπποδρομία σε ιπποδρομία, από βρωμιά σε βρωμιά, αλλά θα τρέχης το δρόμο του Χριστού, από τη γη στον ουρανό. Αυτό το είδος της ιπποδρομίας παρέχει μεγάλη και ευχάριστη ωφέλεια.
Ε.Π.Ε. 31,314
βιαιότητες, επεισόδια οπαδών
Γέμισε η πόλις τραγωδίες από το χτεσινό φόνο, που συνέβη στο ιπποδρόμιο... Όπως πληροφορήθηκα, άνθρωπος, που επρόκειτο την επομένη μέρα να νυμφευθή και ν’ ανάψουν οι γαμήλιες λαμπάδες, βρήκε φρικτό και βίαιο θάνατο. Κόπηκε το κεφάλι και τα πόδια του.
Ε.Π.Ε. 33,334-336
Ισαάκ
ως αμνός
Όπως ακριβώς τότε προσφέρθηκε το πρόβατο αντί για τον Ισαάκ, έτσι και ο λογικός Αμνός, ο Ιησούς Χριστός, προσφέρθηκε για όλη την οικουμένη. Έπρεπε να σκιαγραφηθή (να προτυπωθή) η αλήθεια.
Ε.Π.Ε. 4,196
θυσία του
Αν οι πατέρες δεν μπορούν εύκολα να υποφέρουν το χαμό των φαύλων παιδιών τους, σκεφτήτε πόση μεγάλη πίστι χρειαζόταν ο Αβραάμ για να θυσιάση εκείνον, που ήταν το παιδί του, το γνήσιο παιδί του, το μονάκριβο παιδί του, ο αγαπητός του υιός, ο Ισαάκ!
Ε.Π.Ε. 19,108
υιός επαγγελίας
Ο Ισαάκ, που γεννήθηκε κατά την υπόσχεσι του Θεού, ενώ ήταν και υιός και ελεύθερος, ήταν κύριος όλης της πατρικής οικίας.
Ε.Π.Ε. 20,338
τύπος Χριστού ως προς τη γέννησι
Ο Ισαάκ δεν γεννήθηκε κατά το φυσικό νόμο ούτε κατά τα ισχύοντα στο γάμο, ούτε από τη δύναμι της σαρκός. Γεννήθηκε υιός, και μάλιστα γνήσιος, από νεκρά σώματα και νεκρή μήτρα. Διότι ούτε η σάρκα την κύησι ούτε το σπέρμα τη γέννησι έφεραν, αφού η μήτρα ήταν νεκρή και λόγω της ηλικίας και λόγω φυσικής βλάβης. Ο Θεός Λόγος έπλασε τον Ισαάκ.
Ε.Π.Ε. 20,338
τύπος του Χριστού
Γεννήθηκε ο Ισμαήλ κατά φυσικό τρόπο, αλλ’ ήταν δούλος. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και διώχτηκε από το πατρικό σπίτι. Ο Ισαάκ όμως, που γεννήθηκε κατά θέλημα Θεού, ήταν και υιός και ελεύθερος και κύριος όλης της πατρικής κληρονομιάς. Τι εννοεί εδώ με τη σχετική
διήγησι; Δεν εννοεί μόνο αυτό που φαίνεται, αλλά και ωρισμένα άλλα προβάλλει. Γι’ αυτό ωνομάστηκε αλληγορία.
Ε.Π.Ε. 20,338
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 428-431)
Κάποιος από τούς γέροντες μάς διηγήθηκε τα έξης. Ο αββάς Θεόδωρος ο Ηλιώτης έλεγε για κάποιον πολύ αγωνιστή, πού ασκήτευε στο όρος των Ελαιώνων. Τον πολεμούσε ο δαίμονας της πορνείας. Μια μέρα λοιπόν, καθώς του είχε επιτεθεί με μανία, ο γέροντας άρχισε να μην αντέχει άλλο, καί λέει στο δαίμονα.
- Μέχρι πότε θα με τυραννάς; Φύγε πλέον, γιατί έχουμε γεράσει μαζί.
Του εμφανίζεται τότε ο δαίμονας μπροστά στα μάτια του, λέγοντας.
- Κάνε μου όρκο, ότι σε κανέναν δε θα πεις αυτά πού πρόκειται να σου πω, και στο εξής δεν θα σε ξαναενοχλήσω. Και ορκίστηκε ό γέροντας, λέγοντας.
Μα αυτόν πού κατοικεί στον ουρανό, σε κανέναν δε θα πω τίποτε από όσα μου πεις.
Ό δαίμονας τού λέει.
- Μην προσκυνήσεις αυτή την εικόνα και δεν σε ξαναπολεμώ.
Η εικόνα είχε πάνω τη μορφή της Δέσποινάς μας της αγίας Θεοτόκου Μαρίας, πού βαστά τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Λέει ό μοναχός στον δαίμονα.
- Άφησέ με να σκεφτώ.
Την άλλη μέρα ειδοποιεί τον αββά Θεόδωρο τον Ηλιώτη (πού μας τα διηγήθηκε), ό όποιος κατοικούσε τότε στη λαύρα Φαράν. Αφού λοιπόν πήγε εκεί τού τα διηγήθηκε όλα. Και ό γέροντας τού λέει.
- Πραγματικά, αββά μου, γελάστηκες από τον διάβολο και ορκίστηκες· πλήν όμως έκαμες καλά και το είπες. Γιατί συμφέρει στη γη αυτή να μην αφήσεις πορνείο στο όποιο να μην μπεις, παρά ν’ αρνηθείς την προσκύνηση στον Κύριό μας Ιησού Χριστό και στη μητέρα του.
Αφού λοιπόν τον στήριξε και τον δυνάμωσε με περισσότερα λόγια, έφυγε για τον τόπο του. Εμφανίζεται πάλι ο δαίμονας στον ασκητή και τού λέει.
- Τί είναι αυτό, κακόγερε; Δέν μου ορκίστηκες, ότι σε κανέναν δεν θα το πεις; Γιατί είπες τα πάντα σ’ αυτόν πού σε επισκέφθηκε; Σου λέγω, κακόγερε, πώς την ημέρα τής κρίσεως θα κριθείς σαν επίορκος.
Και αποκρίθηκε ό ασκητής.
- Το ότι ορκίστηκα και το ότι εξαπάτησα τον όρκο μου, το ξέρω, πλην όμως δεν επιόρκησα στο Δεσπότη μου και δημιουργό· αλλ’ εσένα δε θα σ’ ακούσω. Γιατί σύ θα δεχθείς την αναπόφευκτη τιμωρία σαν αίτιος και για την κακή συμβουλή και για την επιορκία.
(Λειμωνάριο κεφ. 45, ΕΠΕ Φιλοκαλία 2,91-95)
«Λέγεται ο Πατέρας πηγή και φως…
Και ο Υιός επίσης λέγεται σε σχέση με την πηγή ποταμός…
ενώ σε σχέση με το φως λέγεται απαύγασμα [=ακτινοβολία]…
Αφού λοιπόν ο Πατέρας είναι φως, ενώ ο Υιός απαύγασμά του, μπορούμε να βλέπουμε και στον Υιό το άγιο Πνεύμα, με το οποίο φωτιζόμαστε…
Όταν όμως φωτιζόμαστε μέσω του Αγίου Πνεύματος, ο Χριστός είναι αυτός που φωτίζει μέσω αυτού…
Και πάλι, επειδή είναι πηγή ο Πατέρας και ο Υιός ονομάζεται ποταμός,
λέγεται ότι πίνουμε εμείς το άγιο Πνεύμα·
διότι έχει γραφτεί ότι «όλοι εμείς ποτιστήκαμε με ένα Πνεύμα» (Α΄Κορ. 12,13).
Ποτιζόμενοι όμως με το Πνεύμα, τον Χριστό πίνουμε·
Διότι λέει «έπιναν από πνευματική πέτρα, που τους ακολουθούσε· και η πέτρα αυτή ήταν ο Χριστός» (Α΄Κορ. 10,4).
(Προς Σεραπίωνα Α΄, 19, ΕΠΕ 4, 135-137)
- Γέροντα, πότε οικονομάει ο Θεός να αισθανθεί κάποιος θεία ευωδία;
- Ο Θεός δίνει ευωδία άλλοτε την ώρα της προσευχής και άλλοτε
σε ώρα που δεν προσεύχεσαι, για να παρηγορήση, να ενδυναμώση,
να πληροφορήση, πάντοτε για κάποιον σκοπό.
- Ορισμένες φορές, Γέροντα, εκεί που λέω την ευχή και ζητώ το έλεος του Θεού,
αισθάνομαι κάποια αλλοίωση μέσα μου, μια κατάνυξη.
- Όταν ο άνθρωπος ζητά ταπεινά το έλεος του Θεού και αναγνωρίζει
την αμαρτωλότητα του, τότε ο Θεός του στέλνει την Χάρη Του
και αλλοιώνεται πνευματικά. Πονάει που λύπησε τον Θεό με τις αμαρτίες του,
μετανιώνει, νιώθει συντριβή, και ο Θεός τον ανταμείβει με αυτήν την θεία παρηγοριά.
- Γέροντα, όταν λέω την ευχή, νιώθω μια παρηγοριά, μια χαρά.
Αυτό είναι από τον Θεό ή είναι πλάνη;
- Καλό είναι αυτό, αλλά καλύτερα να μη δίνης σημασία.
Όταν ο άνθρωπος δε δίνη σημασία σε αυτά, ο Θεός συγκινείται περισσότερο
και τον βοηθάει με άλλον τρόπο. Να προσέξεις να μη ζητάς να προσευχηθής,
για να νιώσεις ευχαρίστηση, χαρά. Το παιδάκι τρέχει στον πατέρα του,
όχι γιατί θα του δώση σοκολάτα, αλλά γιατί τον αγαπάει, άλλο αν εκείνος θελήσει
να του δώση και σοκολάτα. Η προσευχή που κάνουμε, για να νιώθουμε αγαλλίαση,
και όχι για να ενωθούμε με τον Θεό, δεν είναι πραγματική προσευχή.
- Μερικές φορές, Γέροντα, ενώ προσεύχομαι για κάποια δύσκολη κατάσταση,
αισθάνομαι να λέω μέσα μου δοξολογία. Είναι φυσιολογικό αυτό;
- Μετά την προσευχή νιώθεις θεία παρηγοριά;
- Δεν ξέρω, Γέροντα, αν είναι θεία παρηγοριά, αλλά νιώθω μια γαλήνη και σιγουριά.
- Αυτό έχει ελπίδα στον Θεό και θεία παρηγοριά.
- Πώς μπορεί, Γέροντα, να καταλάβη κανείς ότι επικοινωνεί σωστά με τον Θεό;
- Αν έχει μέσα του την θεϊκή παρηγοριά. Αυτή η θεϊκή παρηγοριά δεν συγκρίνεται
με την ανθρώπινη, όπως ο Παράδεισος δεν συγκρίνεται με την γη.
- Γέροντα, κοπιάζω στην προσευχή, αλλά δεν νιώθω παρηγοριά.
- Αυτό καλό είναι, γιατί δουλεύεις χωρίς να πληρώνεσαι.
Ας δώσουμε εμείς την καρδιά μας στον Θεό ζητώντας ταπεινά το έλεος Του,
και Εκείνος ξέρει τι πρέπει να μας δώση. Ο πνευματικός άνθρωπος δεν επιδιώκει
τίποτε άλλο εκτός από την σωτηρία της ψυχής του. Δεν αγωνίζεται για τις θείες ηδονές,
αγωνίζεται με φιλότιμο και δέχεται ό,τι του δίνει ο Θεός.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, "Περί προσευχής", εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σσ.242-243)