Πρόλαβα και δεν οργίστηκα
"Να σας πω ένα δικό μου, συνέχισε ο Γέροντας.
Μία μέρα, (έχω εδώ ένανε ο οποίος δεν μου κάνει υπακοή καθόλου), λοιπόν μία μέρα του λέω: Άκουσε, παιδί μου, να κάνεις αυτό. Λέει: Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Του λέω: Σε παρακαλώ, κάν' το προς χάριν μου (ήτανε κάποια ανάγκη να μου κάνει, καταλάβετε;).
Και εκεί λοιπόν που του έλεγα, αυτός, μου λέει: Αυτό δεν το επιτρέπει η επιστήμη, δεν είναι έτσι που το λέγεις. Δεν μπορώ εγώ να το κάνω. Η επιστήμη το λέει έτσι. Του λέω: Ρε παιδί μου, την επιστήμη θα κοιτάξουμε τώρα; Κάνε μια υπακοή σε μένα. " Όχι, μου λέει, δεν μπορώ".
Εκείνη τη στιγμή λοιπόν πάει, νικήθηκα και μου ήρθε ν' αγανακτήσω. Αλλά εκεί που πήγε να με κάνει έτσι για να αγανακτήσω, έκανα έτσι: Θεέ μου συγχώρεσέ με και δος φώτιση στον άνθρωπό σου, στην ψυχή που την κατέχει ο πειρασμός. Άρχισα να προσεύχομαι και να συγκινούμαι! Δηλαδή το μυστικό είναι... εκεί που ήταν να ξεσπάσει έτσι, το πρόλαβα και δεν οργίστηκα. Είναι δική μου αυτή, η… αυτή θέλω να πω, η πείρα. Πώς να το πω… κακό είναι που το λέω; ".
[Από το φυλλάδιο με κασέτα, Το πνεύμα το ορθόδοξον είναι το αληθές, σ. 41]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σ. 289)
Όταν ξημερώσει, το σκοτάδι φεύγει
Ο Γέροντας εξαγιαζόταν αγαπώντας. Μία μέρα μου είπε : " Όταν αγαπούμε το Χριστό, τα αμαρτωλά μας πάθη υποχωρούν μόνα τους, χάνουν τη δύναμή τους μπροστά στη δύναμη της αγάπης. Όταν ξημερώσει και φωτίσει το δωμάτιό μας ο ήλιος, το σκοτάδι φεύγει, δεν μπορεί να μείνει ".
[Γ 427]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 288)
Οι πειρασμοί της δειλίας
Ποθώντας την ησυχαστική ζωή ο όσιος Σέργιος του Ραντονέζ κατέφυγε στα πυκνά δάση της «Θηβαΐδος του Βορρά», στην βορειανατολική Ρωσία, και ασκήτευε ολομόναχος με φλογερό ζήλο. Εκεί υπέφερε πολλές δοκιμασίες από την αρχή της ερημητικής του ζωής. Οι αόρατοι εχθροί έκαναν το κάθε τι για να τον φοβίσουν και να τον εξαναγκάσουν να εγκαταλείψη το μέρος εκείνο. Έπαιρναν τη μορφή άγριων θηρίων ή φιδιών, θορυβούσαν, απειλούσαν… Ο όσιος όμως τους έδιωχνε με την προσευχή και την ολοκληρωτική παράδοσί του στο θέλημα του Θεού. Με την επίκλησι του ονόματος Του διέλυε σαν ιστούς αράχνης όλες τις δαιμονικές πανουργίες, κατέστρεφε όλα τα διαβολικά τεχνάσματα.
Κάποια νύχτα οι δαίμονες εμφανίσθηκαν σαν αναρίθμητο στράτευμα, ορμώντας εναντίον του και απειλώντας τον με φοβερή μανία:
-Φύγε από δω! Φύγε, γιατί θα πεθάνης με φρικτό θάνατο!
Καθώς με λύσσα έλεγαν τα λόγια αυτά, από το στόμα τους έβγαιναν φλόγες. Ο όσιος όμως δεν φοβήθηκε. Ωπλισμένος με την δύναμι της προσευχής, αντιμετώπισε νικηφόρα τα πλήθη των αντιπάλων. Μια άλλη νύχτα, καθώς διάβαζε μέσα στην ησυχία την ακολουθία του, ξαφνικά άκουσε έναν τρομακτικό πάταγο από το δάσος. Ταυτόχρονα ένα μεγάλο πλήθος δαιμόνων περικύκλωσε το κελλί του. Προσπάθησαν να τον τρομάξουν και να τον απογοητεύσουν:
-Μην ελπίζης να ζήσης περισσότερο στο αδιαπέραστο αυτό δάσος! Θα λιμοκτονήσης! Θα πέσης στα χέρια κακούργων ληστών!
Σε όλες τις επιθέσεις των εχθρών, η δύναμις της προσευχής θαυματουργούσε. Οι δαίμονες πάντοτε οπισθοχωρούσαν ντροπιασμένοι.
( Ο όσιος Σέργιος…)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.209-210)
Στο ναό των ειδώλων
Ο όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης (409-493) άκουσε κάποτε να συζητούν για κάποιον ειδωλολατρικό ναό στον οποίο κατοικούσαν δαιμόνια. Κανείς δεν τολμούσε να περάση κοντά του ούτε την ημέρα ούτε την νύχτα. Οι δαίμονες έκαναν πολλά κακά στους κατοίκους της περιοχής και τους είχαν φέρει σε απόγνωσι. Ο όσιος άκουσε τα βάσανά τους και σκέφθηκε να τους βοηθήση. Θυμήθηκε τον Μ. Αντώνιο που, ενώ υπέφερε πολλά από τους δαίμονες, στο τέλος πάντα τους νικούσε. Παρακάλεσε λοιπόν κάποιον να του δώση περισσότερες πληροφορίες και να του δείξη πού ήταν κτισμένος ο ναός.
Όταν έφθασε στον επικίνδυνο τόπο, έμοιαζε με γενναίο πολεμιστή, που δεν δειλιάζει από το πλήθος των αντιπάλων, αλλά ακάθεκτος ορμά εναντίον τους. Μπήκε μέσα στον ναό άφοβος με πολεμικό θούριο τα λόγια του ψαλμού: « Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω;» Με το ακαταμάχητο όπλο του Σταυρού γυρίζει από γωνιά σε γωνιά του ναού, γονατίζει και προσεύχεται. Την νύχτα άκουσε δυνατούς χτύπους και θόρυβο από πολλούς. Αυτός όμως έμεινε ατάραχος στην προσευχή. Αγρύπνησε προσευχόμενος και την δεύτερη νύχτα. Την τρίτη νύσταξε και κοιμήθηκε. Είδε στον ύπνο του θεόρατα φαντάσματα να πλησιάζουν και να λένε:
-Άθλιε, ποιος σ’ έστειλε εδώ, να μας πάρης την κατοικία; Θέλεις να βρης σκληρό θάνατο; Θα σε σύρουμε και θα σε πνίξουμε στο ποτάμι!
Άλλα δαιμόνια κρατούσαν μεγάλες πέτρες επάνω από το κεφάλι του απειλώντας να το συντρίψουν. Ξύπνησε ο αθλητής του Χριστού και άρχισε πάλι να γυρίζη τις γωνιές του ναού ψάλλοντας στον Θεό και φοβερίζοντας τα δαιμόνια:
-Φύγετε γρήγορα, γιατί σε λίγο θα είναι αργά! Φωτιά από τον Σταυρό του Χριστού θα πέση πάνω σας και θα σας κάψη. Φύγετε να προλάβετε.
Εκείνα τότε θορυβούσαν περισσότερο. Ο όσιος έμεινε ατάραχος! Με υπομονή και καρτερία κατοίκησε στον τόπο που άλλοτε κυριαρχούσαν. Το έμαθαν αυτό οι περίοικοι και απορούσαν. Πλήθη ανδρών, γυναικών και παιδιών έτρεχαν να δουν τον όσιο και να θαυμάσουν το απίστευτο, πώς τόσο άγριος και επικίνδυνος τόπος ημέρεψε και έγινε τόπος ειρήνης, πως δοξάζεται νύχτα και μέρα ο Χριστός εκεί που προηγουμένως χόρευαν τα δαιμόνια! Έβλεπαν όμως την κοσμοσυρροή οι πονηροί και ξανάρχισαν τις επιθέσεις. Παρουσιάζονται να ορμούν εναντίον του με κοφτερά σπαθιά και να κραυγάζουν.
-Εδώ είναι δική μας κατοικία από χρόνια πολλά. Φύγε, γιατί θα σε κομματιάσουμε!
Άλλοτε πάλι φώναζαν μεταξύ τους:
-Ας μην τον κομματιάσουμε, ας τον τραβήξουμε έξω και ας τον πνίξουμε στο ποτάμι!
Ένιωσε τότε ο όσιος να τον τραβούν και να τον σέρνουν. Δεν δείλιασε όμως, αλλά προσευχήθηκε και φώναξε στους δαίμονες:
-Ο Χριστός ο Σωτήρας μου, θα καταποντίση εσάς στην φοβερή άβυσσο!
Ένα ουρλιαχτό και μια τρομερή κραυγή ακούσθηκε, και οι σκοτεινοί εχθροί εξαφανίσθηκαν. Η δύναμις της προσευχής και η απειλή του οσίου τούς κατεδίωξε.
(Βίος οσίου Δανιήλ)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 201-203)
Ο ολόφωτος λειτουργός
Ο νεομάρτυρας άγιος Ιάκωβος ο αγιορείτης (1η Νοεμβρίου) διηγήθηκε κάποτε στο μαθητή του Μαρκιανό όσα θαυμαστά είδε στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας: ‘‘ Καθώς φορούσε ο ιερέας την ιερατική του στολή, έφεξε μπροστά του το φως των αγγέλων, όπως φέγγει ο ήλιος την αυγή, πριν ανατείλει. Όταν άρχισε να προσκομίζει, τέσσερα αγγελικά τάγματα πήγαν και στάθηκαν στα τέσσερα σημεία του ναού. Τελειώνοντας την προσκομιδή, σκέπασε με τα ιερά καλύμματα τα τίμια Δώρα, που συνάμα καλύφθηκαν από μια λάμψη. Την ώρα της μεγάλης εισόδου, όταν βγήκαν τα Άγια, προπορευόταν ένα φως, που σκέπαζε το λαό. Το ίδιο φως περικύκλωσε αργότερα την αγία τράπεζα, όταν τοποθετήθηκε το δισκοπότηρο πάνω σ’ αυτήν. Έξω από τον φωτεινό αυτό κύκλο στέκονταν οι άγγελοι ευλαβικά, χωρίς να τολμούν να πλησιάσουν.
’’ Το φως δεν έφυγε από τον ιερέα σ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας. Από το στόμα του έβγαινε αόρατη φλόγα, όταν εκφωνούσε τις ευχές και διάβαζε το Ευαγγέλιο. Επίσης, όταν ύψωνε τα χέρια του, από τα δάχτυλα του ξεχυνόταν φως. Μετά τον καθαγιασμό, είδα τον Κύριο, ως βρέφος καθισμένο στο δισκάριο μέσα σε φωτεινή δόξα. Ο ιερέας τον μέλισε σε τέσσερα μέρη, και το τίμιο Αίμα Του χύθηκε στο άγιο ποτήριο, από το οποίο μετέλαβε ο λειτουργός. Όταν τελείωσε η μυσταγωγία, είδα πάλι το θείο Βρέφος ακέραιο ν’ ανεβαίνει με δόξα και τιμή στον ουρανό, συνοδευόμενο από τους αγίους αγγέλους.’’
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.79-80)
Ο όσιος Θεόδωρος και ο άγιος Άρτος
Την ημέρα της μνήμης του αγίου μάρτυρος Αντιόχου, ο όσιος Θεόδωρος ο Συκεώτης ( 6ος -7ος αι. ) λειτουργούσε στον ομώνυμο ναό. Την ώρα που εκφωνούσε « Τα άγια τοις αγίοις», σήκωσε, σύμφωνα με την τοπική συνήθεια, το δισκάριο ψηλά, για να υψώσει τον άγιο Άρτο. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό:
O άγιος Άρτος, σαν να σκιρτούσε από χαρά, υψωνόταν για πολλή ώρα πάνω από το δισκάριο, κι ύστερα κατέβαινε χτυπώντας πάνω του. Όλοι το έβλεπαν και το άκουγαν. Με τον τρόπο αυτό ο άγιος Άρτος φανέρωνε πως η θυσία του ιερουργού ήταν ευπρόσδεκτη. Οι πιστοί παρακολουθούσαν το θαύμα φοβισμένοι και κατάπληκτοι, ενώ ο όσιος, πλημμυρισμένος από χαρά και δάκρυα κατανύξεως, δόξαζε το Θεό για την αγαθότητα Του.
Άλλοτε πάλι ο όσιος τελούσε τη θεία λειτουργία στο ναό του αγίου Γεωργίου χρησιμοποιώντας ένα ξερό πρόσφορο. Κάποιος πιστός από το εκκλησίασμα, ο πατρίκιος Φώτιος, καθώς παρατηρούσε τον άγιο Άρτο που προσφερόταν, πρόσεξε πως έβγαινε απ’ αυτόν πολλή θερμότητα. ‘Το πρόσφορο θα είναι φαίνεται φρεσκοψημένο’, συλλογίστηκε. Όταν όμως πλησίασε για να κοινωνήσει, παραξενεύτηκε, γιατί η μερίδα που έλαβε ήταν πολύ ξερή. Μετά την απόλυση ανέφερε όσα είδε στον όσιο και του ζήτησε κάποιαν εξήγηση.
-Το θαύμα αυτό, αποκρίθηκε εκείνος, αποκαλύφθηκε σε σένα παιδί μου γιατί είσαι άξιος. Η χάρη των Δώρων συστέλλεται και ανεβαίνει από μας στους ουρανούς, ώστε, για την αναξιότητα και τις αμαρτίες μας, να δοκιμαστούμε στη ζωή μας με πολλές θλίψεις και κινδύνους. Ας προσευχηθούμε όμως στον οικτίρμονα Θεό να γίνουν όσα προστάζει με φιλανθρωπία.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.74-75)
Του Αββά Νισθερώου, οπού ήταν σε Κοινόβιο
α. Έλεγε ο Αββάς Ποιμήν για τον Αββά Νισθερώο, ότι καθώς το χάλκινο φίδι, οπού έφτιαξε ο Μωϋσής για να θεραπεύεται ο λαός, έτσι ήταν ο γέρων. Τον στόλιζε κάθε αρετή και σιωπώντας, όλους τους θεράπευε.
β’. Ρωτήθηκε δέ ο Αββάς Νισθερώος από τον Αββά Ποιμένα, από που απόχτησε εκείνη την αρετή, οπού, όσες φορές συνέβη κάποια θλίψη στο Κοινόβιο, δεν μιλούσε, ούτε έμπαινε στη μέση. Και αποκρίθηκε: « Συγχώρησέ με, Αββά. Όταν πρωτοεισήλθα στο Κοινόβιο, είπα στον λογισμό μου, ότι συ και ο όνος είσθε ένα. Όπως ο όνος, τον δέρνουν και δεν μιλά, τον υβρίζουν και τίποτε δεν αποκρίνεται, έτσι και σύ. Καθώς και ο ψαλμός λέγει: Κτηνώδης εγενήθην παρά σοί, καγώ διαπαντός μετά σου ».
Τ ο υ Αββά Νίκωνος
α΄. Ένας αδελφός ρώτησε κάποιον από τους πατέρες, λέγοντας: « Πώς ο διάβολος φέρνει τους πειρασμούς εναντίον των αγίων ; ». Και του λέγει ο γέρων: « Ήταν ένας από τους πατέρες, ονόματι Νίκων, οπού έμενε στο όρος Σινά. Και να, κάποιος, πήγε στη σκηνή ενός Φαρανίτη, βρήκε εκεί τη θυγατέρα του μόνη και έπεσε μαζί της. Και της λέγει: Να πής, ότι ο αναχωρητής Αββάς Νίκων μου το έκαμε αυτό. Και σαν ήλθε ο πατέρας της και το έμαθε, πήρε ένα μαχαίρι και πήγε εναντίον του γέροντος. Χτύπησε την πόρτα και βγήκε ο γέρων. Απλώνει τότε το μαχαίρι για να τον σκοτώση, αλλά έμεινε το χέρι του ξερό. Και πηγαίνοντας ο Φαρανίτης στην εκκλησία, στους πρεσβυτέρους λέγει τι συνέβη. Έστειλαν λοιπόν και κάλεσαν τον γέροντα. Και ήλθε. Τον χτύπησαν τότε πολύ και ήθελαν να τον διώξουν. Και τους παρακάλεσε, λέγοντας: Αφήστε με εδώ για χάρη του Θεού, να μετανοήσω. Και αφού τον χώρισαν για τρία χρόνια, πρόσταξαν κανείς να μη πηγαίνη σ’ αυτόν. Και πέρασε τρία χρόνια, ερχόμενος κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, μετανοώντας. Και τους παρακαλούσε όλους, λέγοντας: Προσευχηθήτε για μένα. Ύστερα δε, μπήκε δαιμόνιο σ’ εκείνον οπού είχε κάμει την αμαρτία και ρίξει τον πειρασμό επάνω στον αναχωρητή. Και ωμολόγησε στην εκκλησία ότι αυτός είχε κάμει την αμαρτία και συκοφάντησε τον δούλο του Θεού. Τότε, πήγαν όλοι οι μοναχοί και μετενόησαν μπροστά στον γέροντα, λέγοντας: Συγχώρησε μας, Αββά. Και τους λέγει : Όσο για να σας συγχωρήσω, σας έχω συγχωρήσει. Αλλά για να μείνω, δεν μένω πλέον εδώ μαζί σας, γιατί δεν βρέθηκε ούτε ένας έχοντας διάκριση, για να με συμπονέση. Και έτσι, έφυγε από εκεί». Και είπε ο γέρων στον αδελφό: « Βλέπεις πώς ο διάβολος φέρνει τους πειρασμούς εναντίον των αγίων ; ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
61. Ποιος ήταν ο Σαβέλλιος και τί δίδασκε;
Ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος του τροπικού μοναρχινιασμου ή πατροπασχητισμού, τριαδολογικής αίρεσεως της αρχαίας Εκκλησίας. Σ’ αυτήν καταλέγονταν ο Πραξέας και ο Νοητός. Η αίρεση ονομάζεται τροπικός μοναρχιανισμός, γιατί δίδασκε αυστηρά τη μοναρχία (= μία αρχή) στο Θεό (τον Πατέρα), αρνούνταν δε την ύπαρξη των προσώπων ως αυτοτελών υποστάσεων, χαρακτηρίζοντάς τες όχι σαν πραγματικές υποστάσεις στη θεότητα, αλλά σαν τρόπους με τους οποίους ο ένας Θεός ενεργεί κάθε φορά στον κόσμο. Πατροπασχιτισμός δε, γιατί μη διακρίνοντας τον Πατέρα, από τον Υιό, σαν πρόσωπο ξεχωριστό, στο πάθος του Χριστού έλεγαν ότι δεν έπαθε ο Υιός αλλά ο Πατήρ.
Οι αιρέσεις αυτές ως κύριο μέλημα είχαν την πάση θυσία διαφύλαξη της μοναρχίας στη θεότητα, ότι δηλαδή ο Θεός είναι ένας και όχι πολλοί. Κατ’ αυτές την πολλότητα στο Θεό εισηγείται η παραδοχή των υποστάσεων ως πραγματικών προσώπων, που μερίζουν τη θεότητα.
Ο Πραξέας δίδασκε ότι ο Υιός δεν υπάρχει κατ’ εαυτόν, είναι ένα άλλο όνομα του Πατρός, ένα «flatus νοcis» (φύσημα φωνής), «vox et sonus oris» (φωνή και ήχος στόματος), «aer offensus» (αέρας που κρούεται). Πατήρ και Υιός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Μόνο ο Πατήρ γεννήθηκε και έπαθε πάνω στη γη (= Πατροπασχητισμός). Τις ίδιες αντιλήψεις δίδασκε και ο Νοητός.
Ο Σαβέλλιος ανέπτυξε συστηματικότερα και πληρέστερα τον τροπικό μοναρχιανισμό. Ο Θεός δεν είναι Πατήρ και Υιός, αλλ΄ «Υίοπάτωρ». Τα ονόματα Υιός και Πνεύμα δεν σημαίνουν εσωτερικές διακρίσεις στη θεότητα, αλλ΄ εξωτερικές σχέσεις του Θεού προς τον κόσμο και τον άνθρωπο. Είναι διαδοχικές ιστορικές εμφανίσεις της θεότητας, που κάνουν εμφανείς τις εξωτερικές ενέργειες του ενός κατ’ ουσίαν Θεού. Τη θεότητα την απαρτίζει μόνο ο Πατήρ. Ο Υιός και το Πνεύμα είναι περιστασιακές αυτοφανερώσεις του Πατρός. Στο πεδίο της οικονομίας ο ένας Θεός πλατύνεται και συστέλλεται ανάλογα με τις ενέργειες του στον εξωτερικό κόσμο. Κατά το Ζωναρά και το Βαλσαμώνα ο Σαβέλλιος εδογμάτιζε «συναλοιφήν και σύγχυσιν, τας τρεις υποστάσεις της μιας ουσίας και θεότητας εις εν πρόσωπον συναιρών και συγχέων, και εν πρεσβεύων επί της Τριάδος Τριώνυμον πρόσωπον, λέγων τον αυτόν ποτέ μεν ως Πατέρα φανήναι, ποτέ δε ως Υιόν, ποτέ δε ως Πνεύμα άγιον μεταμορφούμενον και άλλοτε άλλως μετασχηματιζόμενον».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 82-84)
Του Αββά Νισθερώου
α΄. Ο Αββάς Νισθερώος ο μεγάλος περπατούσε στην έρημο με κάποιον αδελφό. Και σαν είδαν ένα φίδι, έφυγαν. Και του λέγει ο αδελφός: «Και συ φοβάσαι, πάτερ;». Ο δε γέρων του απαντά: «Δεν φοβάμαι, τέκνο μου. Αλλά για καλό μου έφυγα. Γιατί, αλλοιώς, δεν θα ξέφευγα το πνεύμα της κενοδοξίας».
β΄. Κάποιος αδελφός ρώτησε ένα γέροντα, λέγοντας: «Τι είναι καλό πράγμα, για να το κάμω και να ζήσω σ’ αυτό;». Και είπε ο γέρων: «Ο Θεός γνωρίζει το καλό. Αλλά άκουσα, ότι ρώτησε κάποιος από τους πατέρες τον Αββά Νισθερώο τον μεγάλο, τον φίλο του Αββά Αντωνίου, και του είπε: Ποιο έργο είναι καλό, για να το κάμω; Και του αποκρίθηκε: Δεν είναι όλες οι εργασίες ίσες; Η Γραφή λέγει, ότι ο Αβραάμ φιλόξενος ήταν και είχε τον Θεό μαζί του. Και ο Ηλίας αγαπούσε την ησυχία και είχε τον Θεό μαζί του. Και ο Δαυίδ ταπεινός ήταν και είχε τον Θεό μαζί του. "Ό,τι λοιπόν βλέπεις να θέλη η ψυχή σου κατά Θεόν, αυτό κάμε και φύλαξε την καρδιά σου».
γ΄. Ο Αββάς Ιωσήφ λέγει στον Αββά Νισθερώο: «Τι να κάμω με τη γλώσσα μου, οπού δεν μπορώ να τη συγκρατήσω;». Και του λέγει ο γέρων: Αν λοιπόν μιλήσης, έχεις ανάπαυση»; Του απαντά: «Όχι». Και είπε ο γέρων: Αν δεν έχης ανάπαυση, γιατί μιλάς; Καλύτερα να σιωπάς. Και αν γίνεται ομιλία, πιο πολλά να ακούς παρά να λες». δ΄. Ένας αδελφός είδε τον Αββά Νισθερώο να φορά δυο πλεχτά ράσα. Και τον ρώτησε, λέγοντας: Αν ένας φτωχός έλθη και σου ζητήση ένα ιμάτιο, ποιο θα του δώσης ; ». Αποκρίνεται και του λέγει : « Το καλύτερο ». Και λέγει ο αδελφός: « Και αν άλλος σου ζητήση, τι θα του προσφέρης ; ». Και λέγει ο γέρων: « Το μισό του άλλου ». Και λέγει ο αδελφός: « Και αν άλλος σου ζητήση, τι θα του δώσης ; ». Και εκείνος είπε: « Κόβω και το υπόλοιπο και του δίνω το μισό και ό,τι απομείνη το ζώνομαι ». Και πάλι του λέγει: « Αλλά αν και αυτό σου το ζητήση κάποιος, τί θα κάμης ; ». Λέγει ο γέρων: « θα του προσφέρω και το υπόλοιπο και θα πάω να μείνω σ’ ένα τόπο, ώσπου ο Θεός να στείλη και να με σκεπάση. Γιατί δεν ζητώ από άλλον ». ε’. Είπε ο Αββάς Νισθερώος: « Οφείλει ο μοναχός, κάθε βράδι και πρωί, να λογαριάζη τί από όσα ο Θεός θέλει κάμαμε και τί από όσα δεν θέλει δεν κάμαμε. Και έτσι να εξετάζουμε την όλη μας ζωή. Γιατί έτσι έζησε ο Αββάς Αρσένιος. Φρόντιζε κάθε μέρα να είσαι μπροστά στον Θεό χωρίς αμαρτία. Έτσι να προσεύχεσαι στον Θεό, σαν παρών σε παρόντα. Γιατί, πράγματι, είναι παρών. Μη νομοθετείς τον εαυτό σου. Και μη κρίνεις κανέναν. Δεν ταιριάζει στον μοναχό το να ορκίζεται, το να επιορκή, το να ψεύδεται, το να καταράται, το να υβρίζη, το να γελά. «Όποιος δέ τιμηθή ή επαινεθή περισσότερο από ό,τι αξίζει, πολύ ζημιώνεται».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
60. Ποια ήταν η θεωρία της υποταγής του Λόγου (subordinatio) στον Πατέρα;
Είναι θεωρία παρεμφερής προς την προηγούμενη. Την διετύπωσαν ο Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυς, και άλλοι Απολογητές.
Το κύριο μέλημα του Ιουστίνου ήταν η διαφύλαξη της ενότητας του Θεού, την οποία εκ πρώτης όψεως απειλεί η παραδοχή εις αυτόν (τον Θεό) δύο προσώπων διαφερόντων «τω αριθμώ», δηλαδή ξεχωριστών και πραγματικών.
Πώς είναι δυνατό να είναι ένας ο θεός όταν σ’ αυτόν υπάρχουν δύο πρόσωπα (και τρία με το Πνεύμα το Άγιο); Έτσι ανακύπτει η περί διπλής καταστάσεως του Λόγου θεωρία, όπως την είδαμε στο προηγούμενο ερώτημα. Στην πρώτη κατάσταση ο Λόγος βρισκόταν ως δύναμη ιδιωματική στο Θεό και όχι ως πρόσωπο ξεχωριστό και πραγματικό. Αυτό έγινε όταν ο θεός θέλησε να δημιουργήσει τα εξωτερικά όντα. Επειδή δε αυτός, ως απόλυτα υπερβατικός, δεν μπορούσε να δημιουργήσει άμεσα τον κόσμο (ιδέα πλατωνική, φιλώνεια), σύρει τον Λόγο από την ενδιάθετη ιδιωματική του κατάσταση και τον γεννά, από τη βουλή του, προφορικόν, δηλαδή ως πρόσωπο ξεχωριστό, το οποίο χρησιμεύει στο Θεό σαν όργανο, για να δημιουργήσει δι’ αυτού τα όντα. Ο Λόγος είναι υπηρετικό όργανο του Πατρός και ως τέτοιος δεν μπορεί να είναι ίσος με τον Πατέρα, αλλά κατώτερος αυτού. Ο Λόγος είναι υποταγμένος στον Πατέρα. Το ίδιο συμβαίνει και στο πεδίο της θείας οικονομίας, όπου ο Λόγος, ως όργανο του Πατρός, φανερώνει στον κόσμο το θέλημα και τις βουλές του Πατρός.
Δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί ότι τόσο τα περί δύο καταστάσεων του Λόγου διδάγματα, όσο και η περί υποταγής θεωρία είναι επικίνδυνα, ως θέτοντα σε αμφιβολία το θεοπρεπές αξίωμα του Λόγου, δηλαδή την αιωνιότητα, την αυτοτέλεια και τη θεότητα του. Ένα μόνο βήμα χωρίζει τα διδάγματα αυτά από τον Αρειανισμό, στον οποίο όμως δεν υπέπεσε ο ιερός Απολογητής.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 81-82)