Η ευχή της αναφοράς
Στα μέρη της Απάμειας, στη δεύτερη επαρχία των Σύρων, υπήρχε ένα χωριό που λεγόταν Γοναγόν.
Κάποτε, σε απόσταση ενός μιλίου από το χωριό, μερικά παιδιά έβοσκαν τα ζώα τους.
Ενώ έπαιζαν, συμφώνησαν μεταξύ τους να τελέσουν τη θεία λειτουργία, όπως έβλεπαν να γίνεται από τον ιερέα στο ναό. Ανέδειξαν λοιπόν έναν «πρεσβύτερο» και δύο άλλους «διακόνους».
Ύστερα πλησίασαν σ’ ένα λείο βράχο, όπου σαν σε θυσιαστήριο τοποθέτησαν άρτους κι ένα πήλινο δοχείο με κρασί.
Ο «πρεσβύτερος» στάθηκε στη μέση και οι «διάκονοι» δεξιά κι αριστερά του.
Άρχισε λοιπόν να λέει την ευχή της αναφοράς, ενώ οι «διάκονοι» έκαναν αέρα με τα φακιόλια τους αντί για ριπίδια .
Ο μικρός «πρεσβύτερος» ήξερε την ευχή της αναφοράς, γιατί συνήθιζε στις άγιες συνάξεις να στέκεται
— όπως όλα τα παιδιά — μπροστά στο άγιο βήμα, κι έτσι ν’ ακούει και να μαθαίνει τις ευχές.
Αφού έγιναν όλα σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη κι ενώ ετοιμάζονταν να τεμαχίσουν τους άρτους, συνέβη κάτι φοβερό:
Έπεσε φωτιά από τον ουρανό κι έκανε στάχτη όλα όσα είχαν προσκομίσει και τον ίδιο το βράχο.
Δεν έμεινε το παραμικρό ίχνος!
Τα παιδιά από τον τρόμο τους έπεσαν κάτω κι έμειναν εκεί μισοπεθαμένα, χωρίς να μπορούν ν’ αρθρώσουν λέξη.
Οι γονείς ανησύχησαν με την καθυστέρησή τους. Ψάχνοντας, τα βρήκαν σ’ αυτή την κατάσταση και τα μετέφεραν στο χωριό. Ρωτούσαν επίμονα να μάθουν ποιά ήταν η αιτία της εκστάσεώς τους, αλλά δεν έπαιρναν απάντηση.
Όταν αργότερα τα παιδιά συνήλθαν, διηγήθηκαν όσα έκαναν και έπαθαν.
Σύντομα πληροφορήθηκε το θαυμαστό γεγονός ο επίσκοπος, που πήγε με όλους τους κληρικούς στον τόπο του θαύματος και είδε τα σημάδια της ουράνιας φωτιάς.
Τότε λοιπόν έβαλε τα παιδιά σε μοναστήρι, ενώ πάνω στον τόπο της φωτιάς έχτισε εκκλησία και γύρω απ’ αυτήν μία ωραία μονή.
[25]
(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ…..)
Ο κακόφημος μοναχός
Ο Αββάς Αμμωνάς πήγε κάποτε σ’ έναν τόπο που υπήρχε κάποιος μοναχός με κακή φήμη.
Συνέβη μάλιστα την ημέρα εκείνη μία γυναίκα να μπει στο κελλί του.
Οι γείτονες που το έμαθαν, αγανάκτησαν και συγκεντρώθηκαν για να τον διώξουν απ’ εκεί.
Όταν μάλιστα πληροφορήθηκαν ότι ο ξακουστός επίσκοπος Αμμωνάς βρίσκεται στην περιοχή τους,
πήγαν και του κατήγγειλαν το γεγονός. Τον παρακάλεσαν μάλιστα να έρθη και να τιμωρήση τον ένοχο.
Εκείνος ο δυστυχής, μόλις πήρε είδησι ότι έρχεται πλήθος μαζί με τον όσιο, έκρυψε τη γυναίκα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι.
Όταν έφτασε ο όσιος και μπήκε στο κελλί, κατάλαβε αμέσως τι συνέβη, αλλά για την αγάπη του Θεού σκέπασε το πράγμα, διορθώνοντας έτσι τον ένοχο με την αγάπη μάλλον παρά με τη δικαιοσύνη.
Κάθησε λοιπόν πάνω στο πιθάρι και πρόσταξε να ψάξουν το κελλί.
Αφού έψαξαν και δεν βρήκαν τίποτε, τους είπε:
- Τι έχετε να πήτε τώρα; Ο Θεός να σε συγχωρήση.
Έπειτα απομάκρυνε το πλήθος, σηκώθηκε από το πιθάρι, έπιασε από το χέρι τον μοναχό και του είπε:
-Αδελφέ, πρόσεχε την ψυχή σου. Πρόσεχε την σωτηρία σου.
Και μετά από αυτό αναχώρησε.
(Αββάς Αμμωνάς)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος πρώτος, σελ.20)
Βρε τι πάθαμε...
Κάποια άλλη φορά συζητούσαμε για το μαγνητόφωνό του, από το οποίο άκουγε, πότε πότε, βυζαντινή μουσική και είχε χαλάσει και γι’ αυτό χρειάσθηκε να το πάω στην αντιπροσωπεία για επισκευή. Μου έλεγε: «Καλό είναι το μαγνητόφωνο, όταν ακούμε απ’ αυτό καλά πράγματα. Μια μέρα μου τηλεφώνησε μια κυρία και με ρωτούσε για προβλήματά της κι εγώ της απαντούσα. Και, χωρίς να μου πει τίποτε, έγραψε τη συνομιλία στο τηλέφωνό της, αντιγράψανε την κασέτα κι άλλες κυρίες στη γειτονιά της και τώρα την ακούνε και κουτσομπολεύουν. Βρε τι πάθαμε!» Ήταν κάτι απροσδόκητο, που στενοχώρησε πολύ το Γέροντα.
Φαίνεται πώς ο Θεός δεν επέτρεψε, για λόγους που εκείνος γνωρίζει, να το «δει» εγκαίρως ο Γέροντας και να το προλάβει. Βέβαια, ο εμφανής λόγος της δυσαρέσκειας του Γέροντα, ήταν η φυγή σκανδαλισμού. Υπήρχε όμως και ο αφανής, γενικότερος λόγος, της ταπεινοφροσύνης του. Ο Γέροντας, σαν γνήσιος ορθόδοξος αναχωρητής, έστω μέσα στον κόσμο, αγαπούσε πάντα το «λάθε βιώσας» και τον ενοχλούσε πολύ η προβολή και η διαφήμισή του, με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο... [Γ 318]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.249)
28- Ο ΘΕΟΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΙ ΜΑΣ. Που είμεθα, μαμά, πριν γεννηθούμε; Ζητούσε ένας μικρός στη μητέρα του.
-Στη σκέψι του Θεού, απαντά εκείνη.
Ο μικρός έμεινε σιωπηλός. Σε λίγο όμως απάντησε:
-Επομένως τώρα, που γεννηθήκαμε, πρέπει ο Θεός να βρίσκεται στη σκέψι μας.
33- ΤΕΛΕΙΑ ΠΡΑΞΙΣ ΑΓΑΠΗΣ. «Αν σε αγαπώ, Κύριε, έλεγε η αγία Θηρεσία της Άβιλα, δεν είναι για τον Παράδεισο, που μου έταξες. Αν φοβούμαι να αμαρτήσω, δεν είναι για την Κόλασι, που με αυτή με φοβέρισες. Εκείνο που με τραβά κοντά σου, Κύριε, είσαι σύ, είσαι σύ μόνος. Είσαι σύ, που βρίσκεσαι εσταυρωμένος με καταματωμένο το σώμα και με την αγωνία του θανάτου. Η αγάπη σου τόσο κατάκτησε την καρδιά μου, που κι αν δεν υπήρχε Παράδεισος θα σε αγαπούσα, ακόμη κι αν δεν υπήρχε Κόλασις θα σε φοβόμουν».
36- Η ΑΓΑΠΗ ΝΙΚΑ. Ο άνεμος και ο ήλιος στοιχημάτισαν ποιος από τους δυο θα έβγαζε το καπέλλο κάποιου διαβάτου.
Ο άνεμος, βέβαιος ότι θα κέρδιζε το στόιχημα, φύσηξε πρώτος δυνατά, αλλ’ ο διαβάτης έβαλε βαθύτερα το καπέλλο. Φύσηξε ακόμα πιο δυνατά, μα ο διαβάτης, για να εξασφαλισθή, έβαλε και το χέρι για να στηρίξη το καπέλλο. Ο άνεμος δεν κατώρθωσε τίποτα.
Ήρθε η σειρά του ήλιου. Θέρμανε τον αέρα και τη γη. Ζεστάθηκε κι ό διαβάτης και δεν άργησε να βγάλη το καπέλλο του. Κι έτσι ο ήλιος κέρδισε.
……………………………………….
Με τη βία και το θυμό τίποτα δεν κατορθώνομε. Με τη θέρμη της αγάπης όλα επιτυγχάνονται.
41- ΗΡΩΪΚΗ ΘΥΣΙΑ. Ο Σεβασμ. Βλαδίμηρος Γήζα, έλαβε την άδεια να εγκαταλείψει τη Ρουμανία, κατά την κατάληψι της εξουσίας από τους κομμουνιστάς.
Στο σταθμό, μια κυρία παρουσιάζεται κλαίγοντας και, τρομοκρατημένη, ζητεί να φύγη. Συγκινημένος ο επίσκοπος της παραχωρεί τη θέσι του και παραμένει στη Ρουμανία. Λίγο αργότερα, φυλακίσθηκε για την πίστι και αφοσίωσί του στην Εκκλησία, και πέθανε στη φυλακή στις 16 Μαΐου 1954.
43- ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΙΣ. Όταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος 15ος εκάλεσε στο παλάτι του τον περίφημο χειρούργο της εποχής του Μορέ, για να περιποιηθή την πληγή που είχε στο πόδι του, του είπε:
-Γιατρέ, ελπίζω ότι θα με περιποιηθήτε με διαφορετικό τρόπο, απ’ ό,τι περιποιείσθε τους κοινούς ασθενείς σας.
- Σίρ, του απήντησε ο Μορέ, λυπούμε πολύ, αλλά μου είναι αδύνατο να σας περιποιθώ διαφορετικά.
-Γιατί; Ρώτησε έκπληκτος ο βασιλιάς.
-Απλούστατα, διότι περιποιούμαι τους ασθενείς του νοσοκομείου, σαν βασιλείς!
45- ΠΙΣΤΙΣ ΣΤΗΝ ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΑΓΑΠΗ. Ο Πάπας Πίος Θ΄, δεχόμενος σε ακρόασι τους συνέδρους του Αγίου Βικεντίου, τους έλεγε τα σοφά αυτά λόγια:
-Ο κόσμος δεν πιστεύει πια στην Εκκλησία, δεν πιστεύει πια στο ιερατείο. Πιστεύει μόνο στην αδελφική αγάπη.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 30-35)
2. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ.
Ουδέποτε προτίμησα το προσωπικό μου συμφέρον από την ωφέλεια του αδελφού μου, έλεγε συχνά ο Μέγας Αντώνιος.
***
OΤΑΝ Ο ΑΒΒΑΣ Θεόδωρος ήταν ακόμη υποτακτικός, τον έστειλε ο Γέροντάς του στον φούρνο της Σκήτης να ψήσει τα παξιμάδια του. Εκεί βρήκε κάποιον άλλον που ήθελε να φουρνίσει τα δικά του, μα δεν έβρισκε βοηθό. Ο νεαρός Θεόδωρος άφησε κάτω τον τορβά του κι έδωσε ένα χέρι στον αδελφό. Δεν πρόλαβε να τελειώσει και έφτασε άλλος με ψωμιά. Ο Θεόδωρος παραχώρησε πάλι την θέση του και πρόσφερε την βοήθειά του. Σε λίγο ήρθε τρίτος και τέταρτος έως έξι. Ο Θεόδωρος βοήθησε τους αδελφούς και τελευταίος από όλους έψησε τα δικά του παξιμάδια. Έδυε ο ήλιος πλέον, όταν γύρισε στον Γέροντά του. Του είπε τον λόγο που τον έκανε να καθυστερήσει τόσο πολύ, χωρίς να θεωρεί όμως ότι έκανε κάτι αξιόλογο.
***
ΡΩΤΗΣΑΝ τον Αββά Αγάθωνα πώς εκδηλώνεται η ειλικρινής αγάπη προς τον πλησίον, κι εκείνος ο μακάριος, που είχε αποκτήσει την βασίλισσα των αρετών σε τέλειο βαθμό, αποκρίθηκε:
- Αγάπη είναι να βρω έναν λεπρό και να του δώσω ευχαρίστως το σώμα μου και, αν είναι δυνατόν, να πάρω το δικό του.
***
ΠΟΛΛΑ ανέκδοτα διηγούνται οι Πατέρες για τον Αββά Αγάθωνα και την πολλή αγάπη που έκρυβε στην καρδιά του για τον αδελφό.
Κάποτε κατέβηκε στην πόλη να πουλήσει τα πανέρια του και σκόνταψε επάνω σ’ έναν δυστυχισμένο άνθρωπο, παραπεταμένο στον δρόμο, ξένο και άρρωστο, που ως την στιγμή εκείνη κανένας διαβάτης δεν είχε σκεφθεί να τον βοηθήσει.
Ο Όσιος τον σήκωσε τον περιποιήθηκε και με τα χρήματα που πήρε από τα πανέρια του νοίκιασε δωμάτιο και τον έβαλε μέσα, Λένε μάλιστα πώς έμεινε αρκετό καιρό κοντά του και τον φρόντιζε, ενώ συγχρόνως εργαζόταν για να βγάζει τα έξοδα του.
Όταν πια ο ξένος έγινε εντελώς καλά και ήταν σε θέση να γυρίσει στην πατρίδα του, επέστρεψε και ο Αββάς Αγάθων στην αγαπημένη του ησυχία.
***
ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ πάλι που πήγαινε στην πόλη να δώσει το εργόχειρο του και να προμηθευτεί το λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στην αγορά έναν φτωχό γέρο ανάπηρο.
- Για την αγάπη του Θεού, Αββά, άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μην με αφήσεις κι εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.
Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίσει δίπλα του, εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήσει.
- Πόσα λεφτά πήρες, Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος, κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.
- Τόσα, του έλεγε ο Όσιος.
- Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίτα, Αββά; Έτσι για να δεις καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάω.
- Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.
Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό.Έτσι, σε κάθε καλάθι που πουλούσε ξόδευε τα χρήματα, χάριν του προστατευομένου του, έως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος, χωρίς να του μείνει για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο, το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πώς είχε να περάσει τώρα τουλάχιστον μία εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι, ετοιμάστηκε να φύγει από την αγορά.
- Φεύγεις λοιπόν; τον ρώτησε ο ανάπηρος.
- Ναι, τελείωσα πια την δουλειά μου.
- Ε, τώρα θα κάνεις αγάπη να με πάς ως το σταυροδρόμι κι από κει φεύγεις, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.
Ο άγαθώτατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε με πολλή δυσκολία, γιατί ήταν κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Όταν έφτασαν στο σταυροδρόμι κι ετοιμάστηκε να αποθέσει κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκειά φωνή να του λέει:
- Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από τον Θεό και στην γη και στον Ουρανό.
Σήκωσε τα μάτια ο Όσιος να δει εκείνον που του μιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος, γιατί ήταν Άγγελος σταλμένος από τον Θεό, να δοκιμάσει την αγάπη του Οσίου.
***
ΘΑ ΕΛΕΓΕ κανείς πώς αυτός ο Αγάθων ζούσε και κινούνταν μόνο και μόνο για ν’ αναπαύει τον πλησίον του. Όταν τύχαινε να περνά τον ποταμό μαζί με τους άλλους αδελφούς, έπαιρνε πρώτος στα χέρια του τα κουπιά της βάρκας. Όταν πήγαιναν ξένοι στο κελλί του, με το ένα χέρι τους χαιρετούσε και με το άλλο άρχιζε να στρώνει τράπεζα για να τους φιλοξενήσει.
Κάποτε του χάρισαν ένα σκαλιστήρι, για να καλλιεργεί τον κήπο του.
- Τί όμορφο σκαλιστηρακι! έκανε ένας αδελφός, που έτυχε να το δει στα χέρια του μια μέρα.
Ο Αββάς Αγάθων δεν τον άφηνε με κανένα τρόπο να φύγει, αν δεν έπαιρνε μαζί του το σκαλιστήρι που του άρεσε.
***
Ο ΑΒΒΑΣ ΑΠΟΛΛΩ επίσης λένε πώς είχε τόση αγάπη για τον πλησίον του, ώστε ουδέποτε στην ζωή του αρνήθηκε σε άνθρωπο βοήθεια ή οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη εξυπηρέτηση. Όταν οι αδελφοί ζητούσαν την συνεργασία του, την προσέφερε ευχαρίστως, λέγοντας πάντα με χαμόγελο:
- Μαζί με τον Κύριό μου θα έργασθώ σήμερα για την ωφέλεια της ψυχής μου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 8-10 )
Και η έγγαμη και η άγαμη ζωή είναι ευλογημένες
-Γέροντα, τί πρέπει να απαντήση κανείς σε νέα παιδιά που ρωτούν αν η μοναχική ζωή είναι ανώτερη από την έγγαμη;
-Κατ’ αρχάς πρέπει να τους δώση να καταλάβουν ποιός είναι ο προορισμός του ανθρώπου και ποιό είναι το νόημα της ζωής.
Ύστερα να τους εξηγήση ότι και οι δύο δρόμοι που έχει χαράξει η Εκκλησία μας είναι ευλογημένοι,
γιατί και οι δύο μπορούν να τους οδηγήσουν στον Παράδεισο, αν ζήσουν κατά Θεόν.
Ας υποθέσουμε ότι δύο άνθρωποι ξεκινούν να πάνε σε ένα προσκύνημα.
Ο ένας πηγαίνει με το λεωφορείο από τον δημόσιο δρόμο και ο άλλος πηγαίνει με τα πόδια από κάποιο μονοπάτι.
Και οι δύο όμως έχουν τον ίδιο σκοπό. Ο Θεός και το ένα το χαίρεται και το άλλο το θαυμάζει.
Κακό είναι όταν αυτός που πάει από το μονοπάτι κατακρίνη μέσα του τον άλλον που πάει από τον δημόσιο δρόμο ή και το αντίστροφο.
Καλά είναι οι νέοι που σκέφτονται τον Μοναχισμό να γνωρίζουν ότι η αποστολή του μοναχού είναι πολύ μεγάλη, είναι να γίνη Αγγελος.
Στην άλλη ζωή, στον Ουρανό, θα ζούμε σαν Αγγελοι, είπε ο Χριστός στους Σαδδουκαίους.
Γι’ αυτό μερικοί πολύ φιλότιμοι νέοι γίνονται μοναχοί και αρχίζουν την αγγελική ζωή από τούτη την ζωή.
Ας μη νομίση όμως κανείς ότι όσοι πάνε στο μοναστήρι θα σωθούν, επειδή απλώς έγιναν μοναχοί.
Ο κάθε άνθρωπος θα δώση λόγο στον Θεό αν την ζωή που διάλεξε την αγίασε. Παντού χρειάζεται φιλότιμο.
Ο Θεός δεν κάνει προκομμένους και ανεπρόκοπους ανθρώπους, αλλά, όποιος δεν έχει φιλότιμο, όποια ζωή κι αν ακολουθήση, ανεπρόκοπος θα είναι.
Ενώ ο φιλότιμος προκόβει, όπου κι αν βρεθή, επειδή η θεία Χάρις βρίσκεται μαζί του. Υπάρχουν έγγαμοι που ζουν πολύ ενάρετα και αγιάζονται.
Ένας οικογενειάρχης, αν αγαπάη τον Θεό και έλκεται από τον θείο έρωτα, μπορεί να κάνη μεγάλη πνευματική προκοπή.
Εν τω μεταξύ προικίζει τα παιδιά του με αρετές, δημιουργεί μια καλή οικογένεια, οπότε θα πάρη διπλό μισθό από τον Θεό.
Γι’ αυτό ο κάθε νέος πρέπει να έχη στόχο να αγωνισθή με φιλότιμο και χωρίς άγχος, ώστε την ζωή που θα διαλέξη να την αγιάση.
Θέλει τον γάμο; Να παντρευτή, αλλά να αγωνισθή να γίνη καλός οικογενειάρχης και να ζήση άγια.
Θέλει τον Μοναχισμό; Να γίνη μοναχός, αλλά να αγωνισθή να γίνη καλός μοναχός.
Ας μετρήση τις δυνάμεις του, ας δη τί μπορεί να κάνη, και ανάλογα να προχωρήση σε έναν από τους δύο δρόμους.
Αν μια κοπέλα λ.χ. βλέπη ότι δεν έχει δυνάμεις να γίνη μοναχή, τότε να πη ταπεινά στον Θεό: «Θεέ μου, είμαι αδύναμη,
δεν μπορώ να ζήσω ως μοναχή, στείλε μου έναν άνθρωπο που θα με βοηθάη, ώστε να κάνω μια καλή οικογένεια και να ζώ πνευματικά», και ο Θεός τότε δεν θα την αφήση.
Αν παντρευτή και κάνη μια καλή οικογένεια, ζη σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, δεν θα ζητήση ο Θεός περισσότερα από αυτήν.
Βέβαια υπάρχουν νέοι από τους οποίους ο Θεός ζητάει λίγα, αλλά εκείνοι από φιλότιμο αγωνίζονται πολύ και Του προσφέρουν περισσότερα διαλέγοντας την μοναχική ζωή.
Αυτοί θα λάβουν διπλά στεφάνια. Εάν δηλαδή μια ψυχή έχη κλίση προς την έγγαμη ζωή και θελήση από πολύ φιλότιμο να θυσιάση τα πάντα και να ακολουθήση την μοναχική ζωή, αυτό πολύ συγκινεί τον Θεό.
Μόνο να προσέξη τα ελατήριά της να είναι πολύ αγνά, να μην κινηθή από υπερηφάνεια.
Από εκεί και πέρα ο Θεός θα σκορπίση όλες τις δυσκολίες.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 19-21
Εκείνος λοιπόν που θέλει να καθαρίσει την καρδιά του
πρέπει να τη θερμαίνει δια παντός με τη μνήμη του Κυρίου Ιησού,
έχοντας αυτήν μόνο ως ακατάπαυστη μελέτη και έργο.
Γιατί, όποιος θέλει ν’ απορρίψει τη σαπίλα, δεν πρέπει άλλοτε να προσεύχεται και άλλοτε όχι,
αλλά ν’ ασχολείται πάντοτε με την προσευχή μέσα στη φύλαξη του νου,
ακόμα κι αν είναι έξω από τους ευκτήριους οίκους.
Γιατί, όπως εκείνος που θέλει να καθαρίσει τον χρυσό,
αν αφήσει και για λίγο ακόμα να σταματήσει η φωτιά του χωνευτηρίου,
κάνει πάλι σκληρή την καθαριζόμενη ύλη,
έτσι κι εκείνος που άλλοτε ενθυμείται τον Θεό κι άλλοτε όχι, αυτό που νομίζει ότι αποκτά με την προσευχή, τούτο το χάνει με την αργία.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ.85)
… τόσο πρέπει να διατηρούν την εγκράτεια στις τροφές, ώστε να μη φθάσει κανείς ποτέ να βδελυχθεί κάποια απ’ αυτές•γιατί τούτο είναι και επικατάρατο και εντελώς δαιμονικό. Δεν απέχουμε από τις τροφές γιατί είναι κακές -μη γένοιτο- αλλ’ απέχουμε για να διαπαιδαγωγούμε κατάλληλα τα αρρωστημένα μέρη της σάρκας, αποφεύγοντας τις πολλές και νόστιμες τροφές, και επί πλέον για να έρχεται και το περίσσευμά μας σε επαρκή βοήθεια στους φτωχούς, πράγμα που είναι γνώρισμα ειλικρινούς αγάπης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 47
Η νηστεία έχει καύχημα και καθ’ εαυτήν, όχι όμως προς το Θεό• γιατί μοιάζει με εργαλείο που ρυθμίζει στη σωφροσύνη εκείνους που θέλουν. Δεν πρέπει λοιπόν να μεγαλοφρονούν οι αγωνιστές της ευσέβειας γι’ αυτήν, αλλά μόνο πρέπει να περιμένουμε με πίστη στο Θεό την επίτευξη του σκοπού μας• γιατί ούτε οι τεχνολόγοι αποδίδουν ποτέ το αποτέλεσμα του επαγγέλματος στα εργαλεία, αλλ’ ο καθένας τους περιμένει το είδος της κατασκευής, ώστε ν’ αποδείξει από εκείνο την ακρίβεια της τέχνης.
(ΕΠΕ,Φιλοκαλία,τόμος 9, έργα Διαδόχου Φωτικής,σελ. 171,175 )