χωνευτήριο
Όταν δης σαν σε καμίνι να διαλύεται η σάρκα μας και να σαπίζη, να μη σταματήσης σ’ αυτό που βλέπεις, αλλά περίμενε την ανακαίνισι.
Ε.Π.Ε. 25,556
εναρέτου ή νέου
Γιατί θρηνείς; Γιατί ήταν πολύ καλός και ευγενικός. Κρίμα! Τον χάσαμε. Μα ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, πρέπει να χαίρεσαι. Γρήγορα τον πήρε ο Θεός, προτού προλάβη η κακία ν’ αλλάξη τη σύνεσί του (Σοφ. Σολ. δ' 11). Έφυγε για πέρα ασφαλισμένος. Δεν μπορεί πια να μεταβληθή, να χάση την αρετή του. Γιατί θρηνείς; Γιατί ήταν νέος. Δεν πρόλαβε να χαρή τη ζωή του. Γι’ αυτό ειδικά, να δοξολογής το Θεό. Γρήγορα βγήκε νικητής. Του ‘δωσε το βραβείο, την κληρονομιά της Βασιλείας Του. Σεβάσου το περιβάλλον της όλης εκφοράς, την εξόδιο ακολουθία. Οι ύμνοι, οι προσευχές, η σύναξις τόσων πατέρων της Εκκλησίας, η συγκέντρωσις τόσων αδελφών, όλα αυτά δεν είναι για να κλαις εσύ και να οδύρεσαι και να εκφράζης την αγανάκτησί σου για το θάνατο του δικού σου προσώπου. Όλα αυτά συμβαίνουν για να ευχαριστής το Θεό, που τον πήρε κοντά Του. Όταν κάποιον τον καλούν να λάβη δόξα, ο κόσμος τον ζητωκραυγάζει. Αυτό κάνει και η Εκκλησία. Συνάγει τους πιστούς, για να προπέμψουν με ζητωκραυγές (με χαρούμενες ευχές) ένα μέλος της. Τον προπέμπουν για τη μεγαλύτερη τιμή, που μπορεί να γίνη σε άνθρωπο, για την ουράνια και αιώνια δόξα.
Ε.Π.Ε. 25,558
ετοιμάσου και συ
Ο θάνατος είναι ανάπαυσις. Eίναι απαλλαγή από κόπους και ιδρώτες· απ’ τις φροντίδες τις βιοτικές. Όταν, λοιπόν, δης κάποιον απ’ τους δικούς σου να φεύγη, να μην αγανακτήσης, αλλά με συγκίνησι να σκεφθής: Κι εμένα σε λίγο με περιμένει το τέλος της παρούσης ζωής. Εξέτασε τη συνείδησί σου. Είσαι έτοιμος; Γίνε φρονιμώτερος. Από το θάνατο του άλλου νιώσε φόβο. Αναλογίσου τις πράξεις σου. Διόρθωσε τα λάθη σου. Κάνε θεϊκή μεταβολή.
Ε.Π.Ε. 25,598
αποδημία
Ο θάνατος του πλουσίου ήταν θάνατος και τάφος. Ο θάνατος όμως του Λαζάρου ήταν αποδημία και μετάθεσις προς τα ανώτερα. Ο δρόμος του από τα σκάμματα του αγώνα ωδήγησε στα βραβεία, από το πέλαγος στο λιμάνι, από τον πόλεμο στο τρόπαιο, από τους ιδρώτες στο στεφάνι.
Ε.Π.Ε. 25,598
μετάστασις από τη γη στον ουρανό
Ο θάνατος των αγίων δεν είναι θάνατος, αλλ’ είναι μετάστασις από τα μικρότερα στα υψηλότερα και καλύτερα, από τους συνδούλους στον Κύριο, από τους ανθρώπους στους αγγέλους.
Ε.Π.Ε. 27,624
μετάστασις
Δεν είναι θάνατος ο θάνατος, αλλ’ είναι αποδημία και μια μετάθεσις από τα χειρότερα στα καλύτερα, από τη γη στον ουρανό, από την ανθρώπινη κοινωνία στην κοινωνία των αγγέλων και αρχαγγέλων.
Ε.Π.Ε. 30,22
δεν οδηγεί στο μηδέν
Αν μεν διαλυόταν τελείως και κατέληγε στο μηδέν, θα ‘πρεπε να θορυβήσαι και να πονάς. Αν όμως κατέπλευσε στον εύδιο λιμένα του ουρανού, τότε δεν πρέπει να πενθής γι’αυτόν, αλλ’ αντίθετα να χαίρεσαι.
Ε.Π.Ε. 30,22
χωρίς διακρίσεις
Ας βγούμε στους τάφους και ας δούμε την ανθρώπινη ματαιότητα σκορπισμένη, οστά φαγωμένα, σώματα σάπια. Πες μου: Εκεί ποιος είναι ο βασιλιάς και ποιος ο απλός πολίτης; Ποιος ο ευγενής και ποιος ο δούλος; Ποιος ο σοφός και ποιος ο αγράμματος; Πού βρίσκεται η ομορφιά της νεότητας; Πού είναι η περίλαμπρη όψις; Πού τα μάτια τα όμορφα; Πού η ευθυτενής μύτη; Πού είναι τα πορφυρά χείλη; Πού οι ομορφιές των παρειών; Πού είναι το ακτινοβόλο πρόσωπο; Τι έγιναν; Δεν έγιναν όλα σκόνη; Δεν έγιναν τέφρα; Δεν έγιναν σποδός; Δεν έγιναν όλα σκουλήκια και δυσοσμία; Δεν έγιναν όλα βρωμιά;
Ε.Π.Ε. 30,318
ύπνος και κοίμησις πρόσκαιρη
Ούτε το θάνατο φοβόμαστε. Έτσι μάθαμε από την ιερή μας πίστι, ότι, δηλαδή, ο θάνατος δεν είναι θάνατος, αλλ’ είναι ύπνος και κοίμησις πρόσκαιρη. Δεν φοβόμαστε ούτε τη φτώχεια ούτε την αρρώστια ούτε άλλο τίποτε, αφού ξέρουμε ότι βαδίζουμε για μια πολύ ανώτερη ζωή, που είναι άφθαρτη και άθικτη και απαλλαγμένη από κάθε ανωμαλία.
Ε.Π.Ε. 30,552
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 329-332)
707. Όλη η δύναμίς μας έγκειται στην καρδιά μας. Όταν η καρδιά είναι φως, ο όλος άνθρωπος νοιώθει άνετα και ευχάριστα. Όταν η καρδιά είναι βαρειά, νοιώθει δυστυχισμένος. Στην εκκλησία, ο Θεός αγγίζει τις καρδιές μας, τις καθαρίζει με τη χάρι του και τις υποτάσσει στον «χρηστόν» ζυγό του. Όταν η καρδιά λάμπη στο φως του Θεού, είναι έτοιμος ο άνθρωπος να κινηθή και να εκδηλωθή χαρωπά. Γι’ αυτό τον λόγο «και Δαυΐδ και πας Ισραήλ (ήσαν) παίζοντες εναντίον (δηλαδή: απέναντι) του Θεού εν πάση δυνάμει και εν ψαλτωδοίς και εν κινύραις και εν νάβλαις, εν τυμπάνοις και εν κυμβάλοις και εν σάλπιγξιν» (Α’ Παραλ. ιγ’ 8).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 275-276)
705. Το πνεύμα είναι δυνατό και κατανικά την ύλη. Ενώ η σάρκα υπόκειται στα πάθη της. Το πνεύμα των ανθρώπων που χαριτώθηκαν, με τη βοήθεια του θεού, επιβάλλεται στη σάρκα τους, όπως βλέπουμε να συμβαίνει στη ζωή των Αγίων, που ακόμη και στη σωματική αντίστασι των άλλων κατώρθωναν να επιβάλλωνται. Ο αναγεννημένος άνθρωπος, κατά την προσευχή, συλλαμβάνει το νόημα των λέξεών της, νοιώθει το πνεύμα τους. Ενώ ο σαρκικός άνθρωπος τις νοιώθει σαν ένα βάρος, μη μπορώντας να τις υποβαστάση, γιατί του λείπει το πνεύμα. Και είναι ανίκανος να διεισδύση στο καθαρό πνεύμα τους, γιατί κατέχεται από το σαρκικό φρόνημα.
706. Αγάπα τον εχθρό σου. Αυτό είναι η ύψιστη σοφία. Ώ, αν καταλαβαίναμε τι θρίαμβος, τι δωρεά είναι να αγαπάμε τους εχθρούς μας, να τους ανταποδίδουμε καλό αντί κακού! Αυτό ακριβώς έκαμε ο Υιός του Θεού. Η αγάπη του θριάμβευσε κατεπάνω στο αχάριστο και αχρειωμένο από την αμαρτία ανθρώπινο γένος. Έτσι ακριβώς θριάμβευσαν και οι Άγιοι του Θεού κατεπάνω στους εχθρούς των, αγαπώντας τους και ανταποδίδοντάς τους καλό αντί κακού. «Συνίστησι την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτσι αμαρτωλών όντων ημών, Χριστός υπέρ ημών απέθανεν… Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν των Θεώ δια του θανάτου του Υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ. ε’ 8, 10).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 275)
703. Και εδώ κάτω, στη γη, ανάπαυσις και χαρά μου είναι ο Χριστός. Πώς λοιπόν να μην πιστεύω ότι, μετά την έξοδό μου απ’ αυτόν τον κόσμο, με περιμένει η αιωνία ανάπαυσις και χαρά; Εδώ κάτω, στη γη, χωρίς τον Χριστό, είμαι γεμάτος θλίψι. Πώς λοιπόν να μην πιστεύω ότι χειρότερα θα βασανίζωμαι εκεί, αν ο Χριστός με στείλη στο σκοτάδι της Κολάσεως; Η τωρινή κατάστασις των ψυχών μας προοιωνίζεται τη μέλλουσα. Η μέλλουσα θα είναι μία συνέχισις και μια αποκορύφωσις. Οι δίκαιοι θα απολαύσουν όλη την αιώνια δόξα. Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί, όλη τη μέλλουσα καταδίκη.
704. «Εμοί το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν εστίν» (Ψαλμ. οβ’ 28), λέγει ο Δαυίδ, που έχει γευθή τη γλυκύτητα της αληθινής προσευχής. Το επιβεβαιώνουν και άλλοι πολλοί, μεταξύ των οποίων και εγώ ο αμαρτωλός. Και εδώ κάτω, στη γη, όπου μας περιβάλλει το αμαρτωλό σώμα, η προσκόλλησις στον Θεό είναι τόσο καλό και ευλογημένο πράγμα. Πόσο πιο μεγάλη όμως θα είναι η χαρά μας, όταν βρεθούμε ενωμένοι μαζί του εκεί, τους ουρανούς! Ό,τι απλώς προγευθήκαμε εδώ κάτω, θα απολαύσουμε εκεί σε όλη του την πληρότητα, για πάντοτε. Είδες τι αγαθός, τι ελεήμων είναι ο Δημιουργός σου; Για να σε βεβαιώση σχετικά με εκείνη τη μακαριότητα, που σε περιμένει όταν βρεθής ενωμένος μαζί του στην άλλη ζωή, σε αξιώνει να την προγευθής εδώ, στη γη, όταν προσκολλάσαι σ’ Αυτόν με όλη σου την καρδιά. Ναι. Ακόμη και εδώ, η αόρατος ψυχή μου αναπαύεται στον αόρατο Θεό. Η ανάπαυσίς μας όμως θα είναι τελεία, όταν χωρισθούμε από το σώμα.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 274-275)
Η αυτενέργητη ευχή
-Γέροντα, να μας λέγατε κάτι για την αυτενέργητη ευχή;
-Ο άνθρωπος που έχει την αυτενέργητη ευχή, δεν προσπαθεί να πει την ευχή,
αλλά, χωρίς να καταβάλλει καμμιά προσπάθεια, η ευχή λέγεται μέσα του από μόνη της.
Ακόμη και στον ύπνο λέει την ευχή και, όταν ξυπνάει, συνεχίζει η ευχή.
Γι’ αυτό στην Αγία Γραφή στο Άσμα Ασμάτων λέει: «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί».
Στο Άγιον Όρος ήταν ένας εργάτης που δούλευε πολύ, δούλευε για τρεις εργάτες,
και γι’ αυτό οι Πατέρες του έδιναν διπλό μισθό. Ερχόταν καμμιά φορά και εκεί στο Καλύβι,
στον «Τίμιο Σταυρό». Μια φορά που ήρθε του είπα: «Εκεί που δουλεύεις,
να λες την ευχή, για να αγιάζεται και η δουλειά που κάνεις».
Με άκουσε με απλότητα και συνήθισε να λέει την ευχή. Έρχεται μια μέρα και μου λέει:
«Κοιμάμαι, και στον ύπνο μου λέω την ευχή. Και όταν ξυπνάω, συνεχίζει η ευχή.
Νιώθω μέσα μου χαρά». «Άρχισε να γλυκοχαράζει», του λέω. Κοσμικός άνθρωπος
και είχε φθάσει σε τέτοια κατάσταση!
-Γέροντα, ο άνθρωπος που έχει την αυτενέργητη ευχή, έχει καθαρισθεί από το πάθη;
-Έμ, τότε έχει φθάσει σε καλή κατάσταση.
-Πώς φθάνει, Γέροντα, κάνεις στην αυτενέργητη ευχή;
-Όταν ο άνθρωπος συναισθάνεται την αμαρτωλότητα του και έχει συνέχεια κατά νου
την αχαριστία του, τότε πιέζεται η ψυχή φιλότιμα και ζητάει ταπεινά το έλεος του Θεού.
Και μετά, χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια, αρχίζει η ευχή να λέγεται μόνη της
δουλεύει μέσα του η ευχή.
-Το αισθάνεται ως ανάγκη, Γέροντα;
-Όχι ως ανάγκη, αλλά του έχει γίνει συνήθεια πλέον. Του έχει μείνει η καλή συνήθεια
της αδιαλείπτου προσευχής από την εργασία που έκανε.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.167-168)
Όπου βρεθείς να λες την ευχή
-Γέροντα, τι να προσέξω περισσότερο;
-Να στρωθείς, να συμμαζευτείς και, όπου βρεθείς,
να λες την ευχή με τον νου και με την καρδιά σου,
ζητώντας το έλεος του καλού Θεού για τον εαυτό σου,
για όλους τους ζώντες και για όλους τους κεκοιμημένους.
Κι όταν κουράζεσαι από την ευχή, να ψάλλεις δυνατά το αργό
«Κύριε ελέησον» ή ένα τροπάριο.
-Συνήθως, Γέροντα, λέω την ευχή μόνο στον ναό.
-Όταν ο μοναχός αρκείται στο να λέει την ευχή μόνο
στον ναό, είναι σαν τους κοσμικούς που πηγαίνουν στην εκκλησία μόνον την Κυριακή.
Γι’ αυτό να μην περιορίζεσαι να λες την ευχή μόνο στον ναό να την λες
και στο διακόνημα και στο κελλί, και όταν ξαπλώνεις για να ξεκουραστείς,
πάλι να λες την ευχή. Στο διακόνημα να προσέχεις, να κινείσαι ήρεμα και συνετά,
για να μη σου κλέβει το ταγκαλάκι τον νου από την ευχή.
Πάντα να έχεις στο στόμα σου το γλυκύτατο όνομα του Ιησού,
για να γλυκαίνεται η ψυχή σου. Μεγάλη υπόθεση να περνάς ολόκληρη
την ήμερα με την ευχή. Αρχίζεις την ήμερα σου με την ευχή,
στην συνέχεια κάνεις την εργασία σου λέγοντας την ευχή, και έτσι αγιάζεται
ό,τι κάνεις, αγιάζονται και όσοι συμμετέχουν σε αυτό.
Όταν λ.χ. μαγειρεύεις και λες την ευχή, αγιάζεται το φαγητό που κάνεις,
αγιάζονται και όσοι το τρώνε.
-Γέροντα, αυτόν τον καιρό αντιμετωπίζω συνέχεια πειρασμούς.
Να αξιοποιείς τον κάθε πειρασμό με το να καταφεύγεις στον Χριστό
ζητώντας την βοήθειά του, και έτσι θα σου μένει κέρδος η αδιάλειπτη προσευχή.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.166-167)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.18 ἀναστὰς(1) πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου(2) καὶ ἐρῶ αὐτῷ,
Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν(3) καὶ ἐνώπιόν σου(4),
18 Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω:
πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα·
(1) Δεν αποτελεί απλώς λεπτομέρεια περιγραφής σύμφωνα με τον συνηθισμένο
τρόπο στους λαούς της ανατολής. Το αναστάς σημαίνει την αφύπνιση και το
σήκωμά του από τον λήθαργο και την απόγνωση (p). Με αυτό δηλώνονται με
ακρίβεια τα πρώτα βήματα της μετάνοιας (b)= «Αφού σηκωθώ από το πέσιμο της αμαρτίας» (Ζ).
«Από την καθέδρα της ηδονής» (Σχ.).
(2) Θυμάται την αγαθότητα του πατέρα (g), ο οποίος παρά τον εκφυλισμό του ασώτου
παραμένει πατέρας του (b). «Ξέρω του Θεού μου την αγαθότητα,
ξέρω του πατέρα μου την ημερότητα» (Σχ.).
(3) Ή, είναι συνώνυμο με το «στον Θεό». Δες Α Μακ. γ 18 (L).
Η κακή συμπεριφορά ενός γιου προς τον πατέρα του, δεν αρέσει καθόλου και στο Θεό (p).
Ή «αφήνοντας τα ουράνια, αμάρτησα απέναντι σε αυτά, προτιμώντας αντί για αυτά
την κατάπτυστη ηδονή και προτίμησα από την πατρίδα μου, τον ουρανό, την χώρα της πείνας» (Θφ).
Ή, δες σ. 7 ο οποίος υπονοεί, ότι οι κάτοικοι του ουρανού όπως χαίρονται
για την επιστροφή και μετάνοια του αμαρτωλού, έτσι θλίβονται και στην πτώση του,
η οποία από την άποψη αυτή είναι και αμαρτία εναντίον τους (b).
Όλες οι ερμηνείες είναι σοβαρές. Σημείωσε ότι η αμαρτία είναι προσβολή εναντίον του ουρανού.
Και είναι μεν ανίκανη να βλάψει αυτόν και τελείως αντιθέτως οι ολέθριες συνέπειές της
«επιστρέφουν στο κεφάλι του αμαρτωλού» (Ψαλμ. ζ 16), πάντως όμως αποτελεί περιφρόνηση
εναντίον του ματιού του Θεού που βλέπει τα πάντα, το οποίο παρακολουθεί όλες τις πράξεις μας.
(4) «Δηλαδή και σε σένα (αμάρτησα), επειδή προτίμησα από το θέλημά σου το δικό μου» (Ζ).
Ο πατέρας κατά τη στιγμή της αναχώρησης του ασώτου παρακολουθούσε αυτόν με βλέμμα θλίψης,
ο άσωτος όμως περιφρόνησε το τελευταίο αυτό πλήρες στοργής βλέμμα και γύρισε την πλάτη στον πατέρα (g).
Οι δύο τελευταίοι στίχοι μαζί με τον επόμενο, παρουσιάζουν τα πρώτα βήματα του αμαρτωλού που επιστρέφει.
Είναι αυτά, συναίσθηση, πρώτον, της άθλιας κατάστασής του («Εγώ όμως χάνομαι από την πείνα»),
σταθερή απόφαση επιστροφής («θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου»),
απόφαση να εξομολογηθεί την ενοχή του χωρίς κάποια απόπειρα να δικαιολογηθεί
(«Αμάρτησα… και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου») και επιθυμία
να χρησιμοποιηθεί στο εξής στην υπηρεσία του Θεού, χωρίς κάποια αξίωση για τα προηγούμενα
κληρονομικά δικαιώματα («κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου»).
Ο λόγος του χαρακτηριζόταν από μία ιδιαίτερη φιλοστοργία και από μία γαλήνια εξουσία. Αλλά και όλη η συμπεριφορά του προς τους επισκέπτες χαρακτηριζόταν προ παντός από βαθειά ταπείνωση και συγχωρητική, έμπρακτη, χριστιανική αγάπη. Ο λόγος του θέρμαινε ακόμη και τις πιο σκληρές και ψυχρές καρδιές· διαφώτιζε τις ψυχές με πνευματική κατανόηση· τις απάλυνε και τις έκανε να χύνουν δάκρυα μετανοίας και συντριβής· προκαλούσε χαρμόσυνη ελπίδα για δυνατότητα διορθώσεως και σωτηρίας ακόμη και σε αναίσθητους αμαρτωλούς. Έτσι γέμιζε τις ψυχές με την θεία χάρη και την ειρήνη. Οποιοιδήποτε και αν τον επισκεπτόταν, είτε ρακένδυτοι πτωχοί είτε πλούσιοι με πολυτελή ενδύματα, και οποιαδήποτε βάσανα, αμαρτήματα και ανάγκες και αν είχαν στην ψυχή τους, τους αγκάλιαζε όλους με αγάπη, υποκλινόταν μέχρις εδάφους σε όλους και ευλογώντας τους, φιλούσε ο ίδιος τα χέρια τους. Δεν επιτιμούσε κανένα με σκληρότητα, ούτε τον ήλεγχε με αυστηρότητα· σε κανένα δεν επέβαλλε βαρύ φορτίο αν και ο ίδιος βάσταζε τον Σταυρό του Χριστού και υπόμενε όλες τις θλίψεις.
Επειδή, για την καθαρότητα της ψυχής του, έλαβε από τον Θεό το χάρισμα της διορατικότητας, ο όσιος Σεραφείμ έδινε συχνά στους επισκέπτες του συμβουλές, οι οποίες ανταποκρίνονταν στα πιο μυστικά τους αισθήματα και στις πιο απόκρυφες σκέψεις τους, χωρίς να του τις έχουν αποκαλύψει.
Κάποτε ήλθε στο κελί του οσίου ο ηγούμενος της μονής του Βισοκογκόρσκ ιερομόναχος Αντώνιος με έναν έμπορο από την επαρχία του Βλαδιμίρ. Ο όσιος Σεραφείμ παρακάλεσε τον ηγούμενο να περιμένει, ενώ με τον έμπορο άρχισε αμέσως να συνομιλεί. Με έλεος, αγαθοσύνη και τρυφερότητα ήλεγχε τα ελαττώματά του και τον συμβούλευε: «Όλες σου οι ταλαιπωρίες και οι θλίψεις, του έλεγε, είναι αποτελέσματα της εμπαθούς σου ζωής. Άφησε αυτή την ζωή, διόρθωσε την πορεία σου». Ο εκτενής λόγος του επάνω σ’ αυτό το θέμα ήταν διαποτισμένος από τόσο συγκινητική εγκαρδιότητα και θέρμη, ώστε και ο έμπορος προς τον οποίον απευθυνόταν και ο παρευρισκόμενος π. Αντώνιος είχαν συγκινηθεί μέχρι δακρύων.
Και όταν ο έμπορος βγήκε από το κελί, ο π. Αντώνιος που γνώριζε και σεβόταν από πολλών ετών τον όσιο Σεραφείμ τόλμησε να πει: «Πατερούλη, η ψυχή του ανθρώπου είναι μπροστά σας ανοικτή σαν σε καθρέπτη. Εμπρός στα μάτια μου, ενώ ακόμη δεν είχατε ακούσει τις πνευματικές ανάγκες και τις ταλαιπωρίες αυτού του προσκυνητή, του τα είπατε ήδη όλα εκ των προτέρων. Τώρα βλέπω ότι ο νους σας είναι τόσο καθαρός, ώστε τίποτε δεν μένει κρυφό σ’ αυτόν από την καρδιά του πλησίον». Τότε ο όσιος Σεραφείμ έβαλε στο στόμα του π. Αντωνίου την δεξιά του παλάμη ωσάν να ήθελε να τον αποστομώσει, και είπε: «Δεν μιλάς όπως πρέπει, χαρά μου. Η καρδιά του ανθρώπου είναι ανοικτή μόνο στον Κύριο και ο Θεός είναι ο μόνος καρδιογνώστης· η δε καρδία του ανθρώπου είναι βαθεία» (Ψαλμ. 63,7).
Ο π. Αντώνιος ξαναρώτησε: «Πώς εσείς, πατερούλη, ενώ ούτε μία λέξι δεν ερωτήσατε τον έμπορο, του είπατε εν τούτοις όλα όσα του ήσαν αναγκαία;» Ο όσιος απάντησε ταπεινά:
«Αυτός ήλθε σε μένα όπως όλοι οι άλλοι, όπως και εσύ, επειδή με θεωρούσε δούλο του Θεού· εγώ ο ταπεινός Σεραφείμ επίσης θεωρώ τον εαυτόν μου ως αμαρτωλό δούλο του Θεού και ότι μου ορίζει ο Κύριος αυτό και παραδίνω ως ωφέλιμο σ’ εκείνον που έχει ανάγκη. Την πρώτη σκέψη που εμφανίζεται στην ψυχή μου την θεωρώ ως υπόδειξη του Θεού, χωρίς να γνωρίζω τι υπάρχει στην ψυχή του συνομιλητή μου, αλλά μόνο πιστεύοντας ότι αυτό είναι το θέλημα του Θεού. Όπως το σίδερο στο σιδηρουργό έτσι και εγώ έχω παραδώσει το θέλημά μου και ολόκληρο τον εαυτό μου στον Κύριο. Ότι είναι αρεστό σε Εκείνον, αυτό και πράττω. Δεν έχω δικό μου θέλημα, αλλά ότι είναι ευάρεστο στον Θεό αυτό και μεταδίδω».
Και όμως η χαρισματική αυτή διορατικότητα του όσιου Σεραφείμ ήταν όντως ασυνήθιστη. Όταν έπαιρνε επιστολές, συχνά χωρίς να τις ανοίγει γνώριζε το περιεχόμενό τους και απαντούσε: «Να, αυτό λέγει ο ελεεινός Σεραφείμ» κ.λπ. Μετά την μακάρια κοίμησή του βρέθηκαν πολλές τέτοιες κλειστές επιστολές στις οποίες είχε απαντήσει ενώ ακόμη ζούσε. Επίσης ο όσιος ήταν κατά πνεύμα ενωμένος με πολλούς ασκητές, τους οποίους ποτέ δεν είχε δει και οι οποίοι ζούσαν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά του.
Σε κάποιον λαϊκό, με το όνομα Α.Γ. Βοροτίλωφ, ο όσιος έλεγε επανειλημμένως ότι εναντίον της Ρωσίας θα επαναστατήσουν τρία κράτη και θα την εξαντλήσουν πολύ. Αλλά ο Κύριος χάριν της Ορθοδοξίας θα την διαφυλάξει. Την εποχή εκείνη οι λόγοι αυτοί ήσαν ακατανόητοι. Αργότερα όμως τα ίδια τα γεγονότα διατράνωσαν ότι ο όσιος εννοούσε τον πόλεμο της Κριμαίας.
Ο όσιος, ήδη από το 1831, μιλούσε σε πολλούς για τον επικείμενο λιμό. Η μονή του Σάρωφ κατόπιν της συμβουλής του προμηθεύθηκε τρόφιμα για έξι χρόνια και έτσι δεν έγινε εκεί αισθητός ο λιμός. Όταν εμφανίσθηκε για πρώτη φορά η χολέρα στην Ρωσία, ο όσιος δήλωνε καθαρά ότι δεν θα εμφανισθεί ούτε στο Σάρωφ ούτε στο Ντιβιέγιεβο· αυτό επαληθεύθηκε πλήρως, διότι από την πρώτη χολέρα δεν πέθανε ούτε ένας άνθρωπος στο Σάρωφ και στο Ντιβιέγιεβο.
Με το προορατικό χάρισμα, έβλεπε ο όσιος το παρελθόν και το μέλλον.
(Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, «Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, Βίος». Μετάφρ.: Βασιλική Νικολακάκη. Εκδ.: Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη)
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης: Αν κρατήσει η αίσθηση της αγάπης του Θεού λίγα λεπτά δεν αντέχεις, πεθαίνεις!
Σχετικά με την αγάπη του Θεού λέμε, ότι μας αγαπά ο Θεός ή ότι αγαπάμε τον Θεόν, ότι αισθανόμεθα αγάπη μέσα μας για τον Θεόν.
Αυτό δεν είναι τίποτε είναι ελάχιστον, από την αίσθησιν εκείνη της αγάπης του Θεού, όταν σε επισκεφθεί ο Θεός, όταν σου δώσει την αγάπη Του.
Τότε λιώνεις.
Αν κρατήσει αυτή η αγάπη, αυτή η αίσθησις της αγάπης του Θεού λίγα λεπτά, δεν αντέχεις, τότε πεθαίνεις.
Ούτω κάποτε προσευχόμενος επί πολύ ώρα, ξαφνικά αισθάνθηκα την Παρουσία του Θεού μπροστά μου! (όχι να τον βλέπω).
Εκείνη την ώρα, το τι αισθάνθηκα, δεν περιγράφεται.
Ένας Θείος έρως ανέκφραστος, μία αγάπη που δεν περιγράφεται.
Δεν μπορείς να κρατηθείς· πέφτεις κάτω.
Αν κρατούσε πάνω από 2-3 λεπτά θα πέθαινα δεν αντέχεις.
Από την πολλή αγάπη καίεσαι μέσα σου, από την πολλή γλυκύτητα και μακαριότητα, από τον πολύ θείο έρωτα για τον Χριστό.
Πέφτεις κάτω και άλλο τίποτα δεν λες μόνο, σώσε με – σώσε με, φωνάζεις διότι θα πεθάνεις αν κρατήσει λίγο ακόμη.
Τρία λεπτά εάν κρατήσει θα ξεψυχήσει ο άνθρωπος από τον πολύ έρωτα στον Χριστό, από την πολλή αγάπη.
Μετά όταν υποχώρησε, επί τρεις ώρες περίπου έλεγα την ευχή και άφθονα γλυκύτατα δάκρυα έτρεχαν.
Και πολλές φορές ενθυμούμενος την κατάσταση εκείνη της χάριτος, όπου αισθανόμουν δίπλα μου, μπροστά μου την παρουσία του Θεού, έρχονταν γλυκύτατα δάκρυα και προσευχή συνεχής.
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης
(απόσπασμα από το περιοδικό "Όσιος Φιλόθεος της Πάρου", τεύχος 9, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος, 2003)
ΑΥΤΗ την απόκριση έδωσε ο Όσιος Αρσένιος σ' ένα μοναχό, που του ζήτησε μια ωφέλιμη συμβουλή:
- Αν κατορθώσει ο νους σου να βλέπει διαρκώς τον Θεό και μ' αυτήν την ενόραση να γίνεται όλη η εσωτερική σου εργασία, τότε μόνο θα βγεις νικητής στον αγώνα του κακού.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.216)