Ευτυχισμένο το έθνος που έχει στην ιστορία του ένδοξες σελίδες! Σελίδες που γράφτηκαν με αίμα και ενθουσιασμό και πέρασαν στη σφαίρα της δόξας και του θρύλου.
Μία τέτοια πορεία χαράζει το έπος του 1940. Κάθε 28 Οκτωβρίου ζωντανεύει στη μνήμη και στην ψυχή του Ελληνικού Λαού το πρώτο βαθύ συναίσθημα της αγάπης στην πατρίδα, της πίστης, της θυσίας.
Είναι γεγονός αδιάψευστο πως οι Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν έχοντας πίστη στο Θεό. Συντρόφευαν τον παγωμένο, πεινασμένο και κουρασμένο φαντάρο η ευχή της μάνας του και οι ολόθερμες προσευχές της.
Ο ελληνικός λαός έχει πολλές θαυμαστές ιστορίες να αφηγηθεί από την εποχή εκείνη που η Παναγία και όλοι οι Άγιοι συντρόφευαν τους ηρωικούς μας φαντάρους, τους ενδυνάμωναν και τους προστάτευαν από τους κινδύνους και τις κακοτοπιές.
Μία τέτοια ιστορία-θαύμα, έρχονται να μας φανερώσουν ξετυλίγοντας τις παιδικές τους μνήμες ο κ. Ευάγγελος Κωνσταντέλλης και ο Φώτης Καπουσούζης, Μανταμαδιώτες, που διαμένουν πολλά χρόνια στην Αθήνα.
" - Πάτερ θα ήθελα να σας πω ένα θαύμα, από τα πολλά που έγιναν τη δύσκολη εποχή του '40'. Πολλά τ' ακούγαμε, μερικά τα ζήσαμε, όπως τούτο που θέλω να σας πω και που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση σε όλους μας, όσοι βρεθήκαμε τότε μέσα στο Ναό των Ταξιαρχών και σ' όλη την περιοχή.
Με τον Φώτη Καπουσούζη ήμασταν από μικροί γείτονες, φίλοι, συμμαθητές. Προχθές ανταμώσαμε στην Αθήνα και θυμηθήκαμε με νοσταλγία τα παιδικά μας χρόνια. Κουβέντα στην κουβέντα ήρθε στο νου μας ένα φοβερό θαύμα που ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια μας, μέσα στον ιερό Ναό των Ταξιαρχών, σε μία ολονύκτιο αγρυπνία.
Την εποχή του “40” οι γυναίκες του Μανταμάδου ξαγρυπνούσαν τις νύχτες μέσα στο Ναό των Ταξιαρχών, παρακαλώντας τους Αρχαγγέλους για τους άντρες τους, τα αδέλφια τους και τα παιδιά τους, που βρίσκοταν στην Αλβανία πολεμώντας για τα ιερά και τα όσια του Γένους μας.
Εμείς τα παιδιά τις ακολουθούσαμε και ξαγρυπνούσαμε μαζί τους προσευχόμενοι για τον πατέρα μας, τους θείους μας και τους άλλους συγγενείς.
Ένα βράδυ σούρουπο κατεβήκαμε με τις μανάδες μας στον Ταξιάρχη. Είχε πάλι ολονύκτια Λειτουργία.
Μία γυναίκα από τη Γέρα ξεχώριζε από τις άλλες. Ήταν ψηλή, αγέρωχη, ολιγομόλητη, σωστή αρχόντισσα. Το βράδυ αυτό βγήκε από το κελλί της νωρίς και κατευθύνθηκε μέσα στο Ναό με τον αγέρωχο βηματισμό της. Μπήκαμε κι εμείς μέσα στην Εκκλησία. Η γυναίκα από τη Γέρα ήτανε γονατιστή μπροστά στην ανάγλυφη εικόνα του Ταξιάρχη και έκανε συνεχώς μετάνοιες. Καθίσαμε ήσυχα και μεις σε μια γωνιά και περιμέναμε να αρχίσει η αγρυπνία.
Σε κάποια στιγμή καθώς σηκωνόταν και έπεφτε στη γη κάνοντας μετάνοιες, στάθηκε σαν άγαλμα με τα χέρια ψηλά με το πρόσωπο σηκωμένο να βλέπει στο πάνω μέρος της εικόνας.
Στην αρχή δεν δώσαμε μεγάλη σημασία, αλλά και οι μανάδες μας το ίδιο. Όταν όμως πέρασε πολύ ώρα και η γυναίκα έμεινε στη στάση αυτή σαν άγαλμα, οι γυναίκες άρχισαν να θορυβούνται και σηκώθηκαν διστακτικά να πάνε κοντά της.
Της μίλησαν μα εκείνη δεν απάντησε. Τότε την πλησίασαν περισσότερο, την κράτησαν από τα δύο χέρια και προσπάθησαν να την βοηθήσουν να συνέλθει.
Τότε εκείνη σα να ξυπνούσε από ένα βαθύ λίθαργο, τις κοίταξε παράξενα και με ένα μορφασμό που θα τον έλεγες και χαμόγελο είπε:
- “...Ευχαριστήστε τον Ταξιάρχη! Ευχαριστήστε τον με όλη την ψυχή σας, βρίσκεται πάνω στα βουνά της Αλβανίας μαζί με τους δικούς μας, τους άνδρες μας και πολεμά και κυνηγά τον εχθρό και σώζει τα παληκάρια μας.
Μου έδωσε και έπιασα το σπαθί του!!!...”.
Και λέγοντας αυτά άνοιξε τις παλάμες της. Ήταν καταματωμένες! Χωρίς να έχουν καμία πληγή!
Όλοι τότε τρέξαμε και φιλήσαμε τα χέρια της. Εκείνα τα χέρια που είχαν την ευλογία να πιάσουν το ματωμένο σπαθί του Ταξιάρχη!
(πρωτοπρεσβυτέρου Ευστρατίου Δήσσου, "ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟΥ", τόμος Δ')
Κατά τον καιρόν εκείνον [ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς] επήγεν εις τι γυναικείον Μοναστήριον, διά να εορτάση το Γενέσιον της Θεοτόκου, εν ώρα δε της θείας Ιερουργίας Μοναχή τις, Ελεοδώρα το όνομα (η οποία είχε τυφλωθεί από τον ένα οφθαλμόν τότε προ ολίγων ημερών), επλησίασε κρυφίως όσον ηδύνατο ως η αιμορροούσα του Ευαγγελίου και κρατήσασα την αρχιερατικήν αυτού στολήν, την ήγγισεν εις τον πάσχοντα οφθαλμόν της και παρευθύς έλαβε θαυμασίως την θεραπείαν της.
Θαύμα δε πάλιν εξαίσιον ηκολούθησε καθ’ ον χρόνον το πλοίον, εις το οποίον ήτο ο Άγιος, εισήρχετο εις τους λιμένας της Κωνσταντινουπόλεως διά να προσορμισθή. Ηκούοντο τότε εις τον αέρα ήχοι και ψαλμωδίαι θαυμάσιαι, ωσάν να ήρχοντο από το μέρος του πλοίου, ηννόησαν δε οι ακούοντες ότι αι μελωδίαι εκείναι δεν ήσαν εξ ανθρώπων αλλ’ εξ ουρανίων Αγγέλων, οίτινες συνώδευον αοράτως τον Άγιον, όστις αφού διέτριψεν επ’ ολίγον εις την βασιλεύουσαν, επέστρεψε τελευταίον και εις την ιδικήν του επαρχίαν [στη Θεσσαλονίκη].
(Μέγας Συναξαριστής της Εκκλησίας, τόμος ΙΓ’, Τριώδιον)
Διηγήθηκε ο αββάς Θεωνάς κι ο αββάς Θεόδωρος ότι στην Αλεξάνδρεια, επί Παύλου του Πατριάρχη κάποια κόρη έμεινε ορφανή από τους γονείς της οποίοι είχαν μεγάλη περιουσία. Κι ήταν ακόμα αβάφτιστη.
Μια μέρα λοιπόν βλέπει στο μεγάλο περιβόλι που της άφησαν οι γονείς της (υπάρχουν μεγάλα περιβόλια μέσα στην πόλη, στους κήπους των μεγιστάνων), καθώς λοιπόν βρισκόταν στο περιβόλι, βλέπει κάποιον άνθρωπο έτοιμο να απαγχονιστεί.
Τρέχει τότε και του λέει:
– Τι κάνεις, καλέ άνθρωπε;
Της λέει:
– Άφησέ με, γυναίκα, να χαρείς επειδή βρίσκομαι σε μεγάλη θλίψη.
Του λέει η κόρη:
– Πες μου την αλήθεια και ίσως μπορώ να σε βοηθήσω.
Της λέει:
– Χρωστάω πολλά και ταλαιπωρούμαι υπέρμετρα από τους δανειστές μου. Κι αποφάσισα
να πεθάνω γρήγορα και να μη ζω τόσο οδυνηρή ζωή.
Του λέει η κόρη:
– Σε παρακαλώ, να όσα έχω, πάρε να ξεχρεωθείς, μόνο μην αυτοκτονήσεις.
Και τα πήρε εκείνος και ξεπλήρωσε το χρέος. Επειδή λοιπόν εκείνη ήρθε σε οικονομική δυσχέρεια και δεν είχε ποιον να τη φροντίζει, όντας ορφανή από γονείς, από ανάγκη άρχισε να πορνεύει.
Κι έλεγαν κάποιοι που γνώριζαν κι αυτήν και σε ποια κατάσταση ήσαν οι γονείς της: "Ποιος ξέρει την κρίση του Θεού για ποια αιτία επιτρέπει σε μια ψυχή να πέφτει;" Όμως μετά από λίγο καιρό αρρώστησε κι ήρθε στα συγκαλά της.
Κι επειδή μετανόησε, έλεγε στους γείτονες:
– Για το όνομα του Θεού, ελεείστε την ψυχή μου και πέστε στον πάπα να με κάνει χριστιανή.
Κι όλοι την καταφρονούσαν κι έλεγαν: «Άραγε δεχέται [ο Θεός] αυτήν την πόρνη» και βρισκόταν σε μεγάλη στενοχώρια γι’ αυτό.
Καθώς λοιπόν βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάσταση και στενοχωριόταν, της φανερώθηκε άγγελος Θεού με τη μορφή του ανθρώπου τον οποίο ελέησε. και της λέει:
– Τι είν’ αυτό που έχεις;
Αυτή είπε:
– Επιθυμώ να γίνω χριστιανή και κανείς δεν θέλει να μιλήσει για μένα.
Της λέει:
– Ειλικρινά ποθείς;
Αυτή είπε:
– Ναι, σε παρακαλώ.
Της λέει:
– Μη στενοχωριέσαι καθόλου. Εγώ φέρνω κάποιους και σε πηγαίνουν στην εκκλησία.
Φέρνει λοιπόν άλλους δυο, κι αυτούς αγγέλους, και την πηγαίνουν στην εκκλησία. Και ξανά μεταμορφώνονται σε κάποια διάσημα πρόσωπα από την ακολουθία του Αυγουστάλιου*. Και καλούν τους κληρικούς και τους αρμόδιους για τα βαπτίσματα.
Και τους λένε οι κληρικοί:
– Η αγάπη σας μας την εγγυάται;
Λένε σ᾽ αυτούς:
– Ναι.
Αϕού λοιπόν τέλεσαν οι κληρικοί τα της ακολουθίας για όσους πρόκειται να βαφτιστούν, τη βάφτισαν στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Την έντυσαν και τα φορέματα του νεοφώτιστου κι έτσι λευκοντυμένη μπήκε στο σπίτι της βασταζόμενη απ’ αυτούς. Και την άφησαν· κι έγιναν άφαντοι.
Οι γείτονες λοιπόν βλέποντάς τη λευκοντυμμένη, της είπαν:
– Ποιος σε βάφτισε;
Και τους απάντησε και είπε:
– Κάποιοι ήρθαν και με πήγαν στην εκκλησία κι είπαν στους κληρικούς και με βάφτισαν.
Και της έλεγαν:
– Ποιοι είναι αυτοί;
Επειδή λοιπόν δεν έβρισκε τι να τους πει, πήγαν και το ανάφεραν στον πάπα.
Καλεί ο πάπας τους αρμόδιους για το βαπτιστήριο και τους λέει:
– Αυτήν εσείς την βαφτίσατε;
Ομολόγησαν λοιπόν ότι τους παρακάλεσαν ο τάδε και ο τάδε του Αυγουστάλιου.
Στέλνει ο επίσκοπος και καλεί τους κατονομασθέντες και ζητά να μάθει απ’ αυτούς αν αυτοί έδωσαν την εγγύηση γι αυτήν. Και είπαν: «Ούτε ξέρομε ούτε γνωρίζουμε αυτούς που έκαναν τούτο».
Και τότε κατάλαβε ο επίσκοπος ότι η ενέργεια είναι θεϊκή.
Και την προσκάλεσε και είπε:
– Πες μου, θυγατέρα, τι καλό έχεις κάνει.
Του λέει:
– Όντας πόρνη και φτωχή, τι καλό μπορούσα να κάνω;
Της λέει:
– Κανένα απολύτως καλό δεν θυμάσαι να έχεις πράξει;
Του λέει:
– Όχι. Μόνο είδα κάποιον που ήθελε να απαγχονιστεί, επειδή πνιγόταν από το δανειστή του, και του έδωσα όλη την περιουσία μου και τον ελευθέρωσα.
Και λέγοντας αυτά, αναπαύτηκε «εν Κυρίω», ελεύθερη από τα εκούσια και τα ακούσια αμαρτήματα, Τότε δόξασε ο επίσκοπος τον Κύριο και είπε: «Δίκαιος, ει, Κύριε, και ευθείς αι κρίσεις Σου».
* Tίτλος στρατιωτικού, αξιωματούχου.
(Απόσπασμα από το βιβλίο, Ιωάννου Μόσχου, «Λειμωνάριον», της σειράς «Άνθη της ερήμου» αρ. 17, έκδοση Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος, 1983. Εισαγωγικά, μετάφραση, σχόλια, Μοναχού Θεολόγου. "Επιμέλεια Στέλιος Κούκος", πηγή: "πεμπτουσία")
Το κράτημα αναπνοής για την συγκέντρωση του νου
-Γέροντα, πώς λέτε την ευχή με την εισπνοή και την εκπνοή;
-Είχα συνηθίσει να λέω την ευχή ολόκληρη, με την εισπνοή έλεγα «Κύριε, Ιησού Χριστέ,
Υιέ τον Θεού» και με την εκπνοή «ελέησον με, τον αμαρτωλόν». Ύστερα όμως από την
εγχείρηση στους πνεύμονες, δεν έφθανε η αναπνοή μου να την λέω ολόκληρη, και έλεγα με
την εισπνοή «Κύριε, Ιησού Χριστέ» και με την εκπνοή «ελέησον με».
-Γέροντα, σε τι βοηθάει το κράτημα της αναπνοής, όταν λέμε την ευχή;
-Το κράτημα της αναπνοής βοηθάει να συγκεντρωθεί ο νους στην ευχή, όπως στην
σκοποβολή κρατάς κάπως την αναπνοή σου, για να πετύχεις τον στόχο σου. Αυτό όμως πρέπει
να γίνεται για λίγο στην αρχή, και μόνον όταν υπάρχη ανάγκη, όταν δηλαδή ο νους είναι
σκορπισμένος ή έχη πόλεμο λογισμών. Τότε έχει νόημα να κρατάη κανείς λίγο την αναπνοή του,
αλλά και πάλι όχι συνέχεια, γιατί πιέζεται η καρδιά και παθαίνει βλάβη.
Μερικοί σκύβουν τα κεφάλι, κρατούν την αναπνοή και πονάει η καρδιά ως όργανο,
οπότε παθαίνουν ζημιά και αναγκάζονται να σταματήσουν την ευχή.
Ο Θεός άλλον πόνο ζητάει ο πραγματικός καρδιακός πόνος έρχεται με την ταπεινή
συντριβή της καρδιάς και όχι με το σαρκικό σφίξιμο της καρδιάς.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.170-171)
Η εξωτερική συνήθεια της ευχής
-Γέροντα, μπορεί κάποιος να λέει την ευχή συνέχεια ψιθυριστά;
-Μπορεί να του έχη γίνει εξωτερική συνήθεια και να την λέει ρυθμικά,
όπως το ρολόι κάνει τίκ τάκ, αλλά ο νους του να μην είναι στον Θεό.
-Ωφελεί, Γέροντα, καθόλου αυτό;
-Αν κανείς έχη λίγη ταπείνωση και καταλαβαίνει ότι ο νους του
δεν είναι στον Θεό και ότι την ευχή την λέει μηχανικά, τότε ωφελείται λίγο.
Αν όμως νομίζει ότι, επειδή λέει την ευχή, είναι προχωρημένος πνευματικά, τότε βλάπτεται.
-Γέροντα, αν κάποιος συνηθίσει να λέει συνέχεια την ευχή, αυτό τον βοηθάει στον αγώνα του;
-Το θέμα είναι για ποιόν λόγο λέει την ευχή. Αν έχη γνωρίσει τον εαυτό του και αισθάνεται
ως ανάγκη το έλεος του Θεού και το ζητάει συνέχεια λέγοντας την ευχή, βοηθιέται.
Ή, αν δεν έχη γνωρίσει τον εαυτό του, αλλά καταλαβαίνει ότι είναι μπλεγμένος
στα γρανάζια των παθών και καταφεύγει στον Θεό, και τότε ο Θεός θα τον βοηθήσει
στον αγώνα του και θα του μείνη και η συνήθεια να λέει την ευχή. Αν όμως λέει την ευχή
μηχανικά, χωρίς συναίσθηση των αμαρτιών του, αυτό δεν μπορεί να βοηθήσει στην απέκδυση
του παλαιού ανθρώπου.
-Μπορεί, Γέροντα, να είναι και επικίνδυνο να επιδιώκει κανείς να συνηθίσει να λέει την ευχή;
-Επικίνδυνο είναι, όταν κανείς εγκαταλείπει την παρακολούθηση του εαυτού του και
ασχολείται με την ευχή σαν να είναι κάτι της μόδας. Αυτός μπορεί να αποκτήσει
την συνήθεια της ευχής, αλλά μέσα του θα
ζει ο παλαιός άνθρωπος, και υπάρχει κίνδυνος να επακολουθήσει πλάνη.
Θυμάμαι, όταν ήμουν στο Σανατόριο, νοσηλευόταν εκεί ένας μοναχός που είχε συνηθίσει
να λέει την ευχή. Έκλεινε τα μάτια του και έλεγε συνέχεια:
Χριστέ...», «Κύριε Ιησού Χριστέ...». Μία επισκέπτρια που τον είδε, άρχισε να σταυροκοπιέται.
«Ώ, είπε, κοντά σε άγιο βρισκόμαστε!». Μια μέρα όμως αυτός ο μοναχός μου είπε:
«Τον τάδε και τον τάδε τους ήλεγξα. Έγραψα γράμμα και στον τάδε Δεσπότη και στον τάδε,
να αλλάξουν μυαλά, κι εγώ θα είμαι στο πλευρό τους». «Για στάσου, βρε αδελφέ, του λέω.
Αγράμματος είσαι, φυματίωση έχεις, που στηρίζεσαι και μιλάς έτσι;». Και τι μου άπαντά!
«Ένας δυο αν υπήρχαν σαν κι εμένα, θα είχε σωθή ο κόσμος!». Αν δεν ήταν καλά στο μυαλό,
θα ήταν δικαιολογημένος, αλλά το μυαλό του ήταν εντάξει. Επειδή ζόριζε τον εαυτό του
και έλεγε συνέχεια την ευχή, του έμεινε η συνήθεια και μετά κάθε λογισμός που του ερχόταν
νόμιζε ότι ήταν από τον Θεό. Έτσι έφθασε στο σημείο να πιστεύει ότι σαν αυτόν δεν υπήρχε
κανένας άλλος στον κόσμο!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.169-170)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι(1) υἱός σου(2)· ποίησόν με ὡς ἕνα(3)
τῶν μισθίων(4) σου(5).
19 δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου· κάνε με σαν έναν από
τους εργάτες σου”.
(1) Να ονομαστώ από εσένα τον πατέρα (p).
(2) «Επειδή έζησα με τρόπο ανάξιο ενός τέτοιου πατέρα» (Ζ).
(3) Όμοιο με οποιονδήποτε αρέσει σε σένα (b).
(4) Είναι έτοιμος να δεχτεί τη θέση του απλού εργάτη,
που δεν παραμένει μόνιμα στο σπίτι, αλλά ο οποίος προσλαμβάνεται
με μισθό από τους ξένους (b). «Επειδή εξέπεσα από την πρώτη τάξη,
αξίωσέ με της δεύτερης. Μόνο μην με απορρίψεις τελείως» (Ζ).
(5) «Είναι συγκινητικός ο λόγος και αγγίζει την πατρική καρδιά» (Ζ).
Τι πρέπει να κάνουμε, ευρισκόμενοι σ’ αυτό τον αιώνα - σ’ αυτή τη γη, για να μείνουμε με το Χριστό;
Ιδού τι μας συμβουλεύει ο απόστολος Παύλος. Ένα όπλο πανίσχυρο, που πρέπει πάντοτε να έχουμε μαζί μας οι Χριστιανοί, είναι η προσευχή. Να μην είμαστε άοπλοι σ’ αυτή την σκληρά μάχη.
«Το λοιπόν προσεύχεσθε, αδελφοί, περί ημών» (Β' Θεσ. 3, 1).
Σ’ αυτά τα χρόνια που ζούμε, σας παρακαλώ πολύ, λέει ο απόστολος, προσεύχεσθε για μένα. Ένας Παύλος παρακαλούσε τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, να προσεύχονται γι’ αυτόν! Το σκεφτήκατε αυτό; αν ο Παύλος είχε ανάγκη από τις προσευχές των Χριστιανών, πόσο μάλλον εμείς;
Αλλ’ εμείς αυτή την προσευχή, που είναι όπλο ισχυρό - πανίσχυρο για όλες μας τις ανάγκες, υλικές και πνευματικές, την αμελούμε.
Έχουμε μεγάλο και σκληρό αγώνα. Πρέπει να νικηθούν οι δαίμονες. Και πρέπει να νικήση ο Χριστιανισμός. Βοηθήστε κ’ εσείς, οι Χριστιανοί. Και σήμερα, αν δεν ηχούμε επιτυχία οι επίσκοποι και οι ιεροκήρυκες, αιτία είναι ότι δεν προσεύχονται γι’ αυτούς οι Χριστιανοί. Αν πίσω από κάθε επίσκοπο, πίσω από κάθε κήρυκα του ευαγγελίου, υπήρχαν δέκα άνθρωποι να προσεύχονται, για να τους δυναμώνη ο Θεός και να τους φωτίζη, θαύματα θα γίνονταν.
Τώρα εμείς είμαστε θεομπαίκτες. Βλέπεις τον κήρυκα του ευαγγελίου ν’ ανεβαίνη στον άμβωνα; Παρακάλεσε το Θεό να τον φωτίση, για να πη πέντε λόγια σωστά. Βλέπεις τον ιερέα; Παρακάλεσε το Θεό να τον δυναμώση στον σκληρό αυτό αγώνα που έχουμε.
(Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, “Οι ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ”, έκδοση Γ', 2015, σ. 102)
Άμα αγαπήσεις μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς σου τον Χριστό όλα θα είναι εύκολα.
Και η υπακοή και η ταπείνωσις.
Τότε όλους τους αδελφούς θα τους αγαπάς αβίαστα και αυθόρμητα, με την ίδια του Χριστού αγάπη.
Διότι δεν θα είσαι εσύ που αγαπάς, αλλά ο ίδιος ο Χριστός που θα κατέχει την καρδιά σου.
Γέροντας Πορφύριος
ύπνος
Τίποτε άλλο δεν είναι ο θάνατος, παρά ύπνος και αναχώρησις και μετάθεσις και ανάπαυσις και λιμάνι ήρεμο και απαλλαγή από την ταραχή και ελευθερία από τις βιοτικές φροντίδες.
Ε.Π.Ε. 32,194
διδάσκαλος
Ο θάνατος είναι διδάσκαλος φιλοσοφίας, που διαπαιδαγωγεί τη διάνοια και χαλιναγωγεί τα αμαρτωλά πάθη της ψυχής και καταπραΰνει τα κύματα και φέρνει γαλήνη.
Ε.Π.Ε. 32,530
αρχή μιας νέας ζωής
Οι ειδωλολάτρες περιορίζουν την ελπίδα τους στα όρια τούτης της ζωής. Εμείς όμως απορρίπτουμε τη θεωρία αυτή, αφού για μας ο θάνατος είναι η αρχή μιας άλλης, απείρως λαμπρότερης ζωής.
Ε.Π.Ε. 34,473
δεν υπάρχει τίποτε μετά;
Προσκολλημένοι στη γαστέρα σαν τα γουρούνια και τους τράγους, απασχολούνται με τα παρόντα πράγματα και νομίζουν, πως τίποτα δεν υπάρχει μετά το θάνατο.
Ε.Π.Ε. 34,590
Κοίμησις μετά την Ανάστασι
Αφ’ ότου ο Χριστός ο Θεός μας θυσιάστηκε στο σταυρό και αναστήθηκε, έβγαλε απ’ τη μέση και τις ονομασίες «θάνατος» και «άδης». Ο φιλάνθρωπος Κύριος καινούργια και παράδοξη πολιτεία έφερε στη ζωή μας. Αντί να λέμε θάνατος, λέμε τώρα κοίμησις και ύπνος και αναχώρησις απ’ την παρούσα ζωή.
Ε.Π.Ε. 36,72
Χριστού δόλωμα
Δεν έχουμε πλέον το θάνατο του Αδάμ, αλλ’ έχουμε το θάνατο του Κυρίου. Είδες, πως, με όσα κάποτε νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τώρα νικήθηκε; Γύρω από το δέντρο νίκησε τον Αδάμ ο διάβολος. Γύρω από το Σταυρό, το ξύλο εκείνο της ζωής, νίκησε ο Κύριος το διάβολο.
Ε.Π.Ε. 36,74
υπέρβασις από τους άγιους
Ο Χριστός συνέλαβε το θάνατο, που ήταν φοβερός στη φύσι μας και προκαλούσε τρόμο σε ολόκληρο το γένος μας, και τον νίκησε, διαλύοντας το φόβο που προκαλούσε. Και έτσι νικημένο (σαν ξεδοντιασμένο λιοντάρι) τον παρέδωσε στους πιστούς, ώστε να βλέπουμε και νεαρές ακόμα παρθένες (μάρτυρες) να τον περιπαίζουν.
Ε.Π.Ε. 37,82-84
άδηλος, γι΄ αυτό πάντα έτοιμοι
Αν σκεπτώμαστε συνέχεια, καθημερινά το άγνωστο της μέρας της τελευτής μας, δεν θα αμαρτάνουμε τόσο εύκολα, αλλά και θα ετοιμαζώμαστε για την αιώνια πατρίδα μας με πολύ θάρρος και ελπίδα.
Ε.Π.Ε. 37,314
νεαράς κόρης
Ούτε να λυπάσαι ούτε να καταλογίζης στις αμαρτίες την καλή αποδημία της ευτυχισμένης θυγατέρας σου. Διότι κατέπλευσε σε γαλήνιο λιμάνι. Πήγε σε μια ζωή, που δεν έχει πλέον τέλος. Απαλλάχτηκε απ’ τα κύματα της παρούσης ζωής. Στέκεται πάνω σε βράχο. Ασύλητο θησαυρό έχει, τα ουράνια αγαθά. Γι’ αυτό πρέπει να σκιρτάς και να ευφραίνεσαι, διότι ως άριστος γεωργός παρουσίασες την ψυχή της καρπό ώριμο στον κοινό μας Κύριο.
Ε.Π.Ε. 38,134
«Θανάτω θάνατον πατήσας»
καταφρονούμε το θάνατο
Λαμπρότερη η νίκη. Και δεν θα ήταν βέβαια λαμπρή η νίκη, αν δεν υπήρχε το “θανάτω θάνατον πατήσας”. Ας σταθούμε γενναία, περιφρονώντας πια το θάνατο.
Ε.Π.Ε. 24,308
Θάρρος
και παρρησία
Έδειξε μεγάλη παρρησία ο Στέφανος πριν από το μαρτυρικό του θάνατο. Τους ήλεγξε κατά πρόσωπο: «Είστε σκληροτράχηλοι κι αναίσθητοι στην καρδιά και στ’ αυτιά... Πάντοτε πάτε κόντρα στο Πνεύμα το Άγιο, όπως οι πρόγονοί σας, έτσι και σεις»... Αυτό φανερώνει το θάρρος του ανδρός, που σηκώνει το σταυρό. Ας μιμούμαστε, λοιπόν, κι εμείς το θάρρος των μαρτύρων, μολονότι δεν σημβαίνουν σήμερα διωγμοί. Όμως ο καιρός του θάρρους πάντοτε είναι.
Ε.Π.Ε. 15,490-492
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 334-336)
άγνωστο πότε θάρθη
Μην επαναπαύεσαι στη νεότητά σου ούτε να νομίσης ότι έχεις μεγάλη προθεσμία για ζωή. Διότι «η ημέρα του Κυρίου έρχεται ως κλέπτης μέσα στη νύχτα». Γι’ αυτό και δεν μας γνωστοποίησε τη μέρα του θανάτου μας, για να επιδείξουμε ζήλο και φροντίδα. Δεν βλέπεις άλλωστε πόσοι νέοι κάθε μέρα πεθαίνουν;
Ε.Π.Ε. 31,92
στείρωσίς του
Προηγήθηκαν οι στείρες, που γέννησαν θαυμαστά, για να βεβαιωθή ο τόκος της Παρθένου. Κι όχι μονάχα αυτό. Αν καλοεξετάσουμε, βλέπουμε προτυπούμενη τη στείρωσι του θανάτου.
Ε.Π.Ε. 31,296
αδωροδόκητος
Είναι δήμιος ο θάνατος, που με τίποτε δεν δωροδοκείται. Το χέρι του δεν πείθεται με το χρυσάφι που θα βάλης. Ούτε εξαργυρώνεται από τους πλουσίους, για να τους αφήση. Όλους τους φυλακίζει μέσα στους τάφους.
Ε.Π.Ε. 31,382
μνήμη του
Ένα το σπουδαιότερο καλό ανάμεσα στα ανθρώπινα: Η ταπείνωσις της συντετριμμένης καρδιάς, που συνεχώς σκέπτεται την τελευταία ημέρα.
Ε.Π.Ε. 31,386
διάδοχος πλουσίων και φτωχών
Αυτός που χτες βρισκόταν στα πλούτη, ξαφνικά σήμερα βρίσκεται στον τάφο. Χτες σε πλουσιοπάροχα τραπέζια, σήμερα στον κατάλογο των νεκρών. Χτες σε θρόνους, την άλλη μέρα τυλιγμένος στα σάβανα. Χτες ανάμεσα στους κόλακες, σήμερα ανάμεσα στους σκώληκες. Πού η χαρά από το μέτρημα των χρημάτων; Πού το καύχημα για τα πολλά κτήματα; Πού η διαφορά ανάμεσα στον πλούσιο και στο φτωχό; Πού η απόστασις ανάμεσα στο βασιλιά και στο ζητιάνο; Και των δυο διάδοχος είναι ο θάνατος. Και των δυο κατάληξις είναι ο τάφος. Εκτός από τα σάβανα, κανένας άλλος δεν συνοδεύει το νεκρό.
Ε.Π.Ε. 31,396
φθορά πάντων
Επιφυλάσσεται θάνατος για κάθε άνθρωπο. Και είναι ο θάνατος αντίπαλος ακατάλυτος, ακολάκευτος στα δώρα, ασυγκίνητος στους θρήνους, αιφνίδιος κλέπτης. Αυτός, που χτες βρισκόταν στα πλούτη, σήμερα βρίσκεται στον τάφο. Αυτός, που χτες βρισκόταν με τους κόλακες, σήμερα βρίσκεται με τους σκώληκες.
Ε.Π.Ε. 31,396
ταχύτερα προς το λιμάνι
Τι κακό, πες μου, προξενεί ο θάνατος; Το ότι σε φέρνει συντομώτερα στο γαλήνιο λιμάνι και στην ατάραχη εκείνη ζωή;
Ε.Π.Ε.32,106
καταφρονείται από τους χριστιανούς
Αν είσαι χριστιανός, να πιστεύης στο Χριστό. Αν πιστεύης στο Χριστό, να δείξης την πίστι σου με τα έργα. Πώς; Αν καταφρονής (αν δεν φοβάσαι) το θάνατο.
Ε.Π.Ε. 32,106
και φόβος
Πες μου, τι λες; Φοβάσαι τον άδικο θάνατο; Ήθελες, λοιπόν, να πεθάνης δίκαια; Μα είναι άθλιος και ταλαίπωρος, όποιος διαλέγει τον δίκαιο και όχι τον άδικο θάνατο. Αν πρέπη να φοβώμαστε το θάνατο, τον δίκαιο ας φοβώμαστε. Διότι όποιος πεθάνει άδικα, μετέχει στη ζωή των άγιων.
Ε.Π.Ε.32,110
προσωπείο θηρίου
Φοβούμαστε το θάνατο σαν παιδιά, και δεν φοβόμαστε την αμαρτία. Τα μικρά παιδιά φοβούνται τις μάσκες, και δεν φοβούνται τη φωτιά. Και μεις φοβόμαστε το θάνατο, που μοιάζει με μάσκα γελοία, και δεν φοβόμαστε την αμαρτία, που είναι όντως φοβερό πράγμα και ως φωτιά κατατρώει τη συνείδησί μας.
Ε.Π.Ε. 32,114
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 332-334)