ΚΑΠΟΤΕ περπατούσαν πολλές μέρες συνεχώς μέσα στην έρημο ο Αββάς Δανιήλ κι ο υποτακτικός του. Κουρασμένος από την μακρινή οδοιπορία ο νέος, είπε με κάποια δυσφορία:
- Πότε θα μείνουμε κι εμείς στην φτωχή μας καλύβη;
- Ποιος μας εμποδίζει, παιδί μου, να βλέπουμε κι εδώ που βρισκόμαστε τον Θεό; Και στην καλύβα μας κι έξω απ' αυτήν Εκείνος μας περιβάλλει, αποκρίθηκε ο Άγιος Γέροντας, που δεν έφευγε ποτέ από τον νου του η ενθύμηση του Θεού.
(Γεροντικό Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.216).
ΔΥΟ ΣΥΝΑΣΚΗΤΕΣ ζούσαν στην ίδια έρημο, σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Κι οι δύο αγωνίζονταν για την σωτηρία τους. Ο ένας όμως μελετούσε διαρκώς τον θάνατο, κι αυτό του έφερνε κατάνυξη στην καρδιά και το δάκρυ δεν έλειπε ποτέ από τα μάτια του. Ο άλλος είχε έναν μικρό κήπο και τον φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια.
Μια μέρα ο κηπουρός έπρεπε να κατεβεί στην πόλη. Πήγε στον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να προσέχει τον κήπο του, ώσπου να γυρίσει.Εκείνος υποσχέθηκε κι ο κηπουρός έφυγε ήσυχος. Τότε ο αδελφός είπε στον εαυτό του:
-Όσο έχεις καιρό, ταπεινέ, φρόντιζε τον κήπο.
Λέγοντας αυτά παραδόθηκε σε κατανυκτική προσευχή κι έχυσε πολλά δάκρυα για την ψυχή του την νύχτα εκείνη κι ολόκληρη την άλλη μέρα, χωρίς διακοπή.
Το άλλο βράδυ γύρισε από την πόλη ο κηπουρός και βρήκε τον κήπο του κατεστραμμένο από σκαντζόχοιρους. Στενοχωρημένος πήγε να βρει τον γείτονά του:
- Τώρα που καταστράφηκε όλος περιμένεις καρπούς;
Όταν ήταν ανομβρία, ο κηπουρός, που δεν έπαυε ν' ανησυχεί για τον κήπο του, έλεγε στον συνασκητή του:
- Αν δεν μας λυπηθεί ο Θεός να βρέξει, είμαστε χαμένοι. Κι εκείνος, που μόνο τα δάκρυα είχε στον νου του, με τα οποία ποτίζεται η καρδιά για να καρποφορήσει αρετές, του απαντούσε:
- Αλίμονο, αδελφέ μου, αν ξεραθούν οι πηγές, δεν θα βρούμε σωτηρία.
Ο Χριστός κάλεσε γρήγορα κοντά Του τον επίγειο άγγελο.Όταν κατάλαβε πώς έφτασε πια το τέλος του, φώναξε τον συνασκητή του και τον όρισε να του κάνει την χάρη που θα του ζητούσε.
-Όταν θα εχω πια ξεψυχήσει, του είπε, θέλω να σύρεις το σώμα μου μακριά και να τ' αφήσεις να φαγωθεί από τα όρνια, γιατί έχει αμαρτήσει και δεν είναι άξιο να ταφεί.
Εκείνος ταράχτηκε.
- Αδύνατο να κάνω τέτοιο πράγμα, αδελφέ. Δεν το στέργει η ψυχή μου.
- Αν υπακούσεις, αποκρίθηκε ο ετοιμοθάνατος, και μου κάνεις αυτή την χάρη, σου υπόσχομαι να σε βοηθήσω από κεί που πηγαίνω.
Με πολύ πόνο στην ψυχή ο αδελφός ξεπλήρωσε την υπόσχεσή του. Έσυρε γυμνό το σώμα του νεκρού και το έριξε σε μια βαθιά χαράδρα. Την τρίτη μέρα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο νεκρός και του είπε:
-Ο Θεός να σ' ελεήσει, αδελφέ, όπως εσύ ελέησες εμένα. Μεγάλη χάρη βρήκε η ψυχή μου, γιατί καταφρονέθηκε το σώμα μου. Παρακάλεσα πολύ για σένα που τόσο μ' ευεργέτησες. Άφησε πια την φροντίδα του κήπου και μερίμνησε για την ψυχή σου. Το τέλος σου πλησιάζει. Πένθησε και κλάψε. Τα κατανυκτικά δάκρυα έχουν την δύναμη να σβήσουν την φλόγα της κολάσεως.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριαστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.214-215).
Κοίμησις μετά την Ανάστασι
Για ποιο λόγο θρηνείς, αν πιστεύης, ότι θ’ αναστηθή ο άνθρωπός σου, ότι δεν χάθηκε; Αν πιστεύης, ότι ύπνος και κοίμησις είναι ο θάνατος;
Ε.Π.Ε. 22,274
άγνωστη η μέρα του
Πολλοί συγκρατούνται απ’ το φόβο του θανάτου και απ’ τον πόθο της ζωής. Αν όμως καθένας γνώριζε, πως αύριο θα πεθάνη οπωσδήποτε, τίποτε δεν θα τον σταματούσε την προηγούμενη μέρα να διαπράξη οποιοδήποτε κακό.
Ε.Π.Ε. 22,526
η ώρα του ως κλέπτης
Όπως ο κλέφτης μέσα στη νύχτα, έτσι έρχεται η ημέρα εκείνη, για να μην ωθούμε τους εαυτούς μας στην κακία ή στην αδιαφορία, για να μη χάσουμε το μισθό μας.
Ε.Π.Ε. 22,528
δυο θάνατοι
Ακούστε οι γυναίκες, που περνάτε τον καιρό σας σε συμπόσια και μεθύσια, που περιφρονείτε τους φτωχούς και τους αφήνετε να λειώνουν και να πεθαίνουν από την πείνα, ενώ σεις συνεχώς φθείρεστε και πεθαίνετε από την τρυφηλή ζωή. Δυο θανάτους προκαλείτε: Το θάνατο των φτωχών, αλλά και τον δικό σας· και τους δυο από την αμετρία. Αν όμως ανακατεύατε το δικό σας περίσσευμα με τη φτώχεια εκείνων, θα σώζατε δυο ζωές.
Ε.Π.Ε. 23,344
όχι θάνατος
Στα μοναστήρια δεν είναι δυνατόν να ακούσης ποτέ θρήνους ούτε οδυρμούς. Ο χώρος τους είναι καθαρός από αυτές τις αηδίες, καθαρός από σπαραγμούς. Και οι μοναχοί βέβαια πεθαίνουν, αφού δεν είναι αθάνατοι στο σώμα. Αλλά δεν θεωρούν θάνατο το θάνατο. Προπέμπουν τους κεκοιμημένους με ύμνους. Αυτό το ονομάζουν προπομπή, όχι κηδεία. Και όταν ανακοινωθή, ότι ο τάδε αναχώρησε, είναι μεγάλη αγαλλίασις, μεγάλη ηδονή. Μάλλον δεν τολμά κανένας να πη, ότι ο τάδε τελείωσε. Λένε, ο τάδε τελειώθηκε. Ύστερα ακολουθεί ευχαριστία, δοξολογία πολλή, ευφροσύνη, και καθένας εύχεται να έχη τέτοιο τέλος, να περατώση έτσι τον αγώνα, να αναπαυθή από τους κόπους και τους αγώνες του και να δη τον Χριστό.
Ε.Π.Ε. 23,372-374
του Χριστού, ζωή του κόσμου
Εκείνος ο θάνατος έσωσε τη χαμένη ανθρωπότητα. Ένωσε τη γη με τον ουρανό. Κατέλυσε την τυραννία του διαβόλου. Και έκανε τους ανθρώπους αγγέλους και υιούς του Θεού. Εκείνος ο θάνατος ωδήγησε τη φύσι μας στο βασιλικό θρόνο. Αυτά τα δεσμά πολλούς μετέστρεψαν.
Ε.Π.Ε. 23,482
και ζωή
Όταν ζω, πεθαίνω. Όταν πεθαίνω, ζω.
Ε.Π.Ε. 23,542
νικήθηκε από το θάνατο του Χριστού
Μ’ εκείνο, που εξουσίαζε ο διάβολος, μ’ εκείνο και ηττήθηκε. Κι αυτό, που ήταν ισχυρό όπλο εναντίον όλων των ανθρώπων, δηλαδή, ο θάνατος, αυτό χρησιμοποίησε ο Χριστός και τον έπληξε. Το γεγονός φανερώνει την εκπληκτική δύναμι του Νικητή. Βλέπεις τι καλό προξένησε ο θάνατος;
Ε.Π.Ε. 24,304
γιατί τον φοβόμαστε;
Για ποιο λόγο τρομάζετε; Γιατί φοβάστε αυτόν, που καταργήθηκε; Δεν είναι πλέον φοβερός ο θάνατος, αλλά καταπατήθηκε, ξευτελίστηκε, είναι ασήμαντος τώρα και τιποτένιος.
Ε.Π.Ε. 24,304
όποιος δεν τον φοβάται, δεν φοβάται τίποτε
Όποιος δεν φοβάται το θάνατο, είναι έξω απ’ την τυραννική εξουσία του διαβόλου. Κανέναν δεν φοβάται, κανέναν δεν τρέμει. Είναι από όλους ανώτερος και από όλους πιο ελεύθερος. Όποιος θυσιάζει το ύψιστο, τη ζωή του, πολύ περισσότερο θυσιάζει τα άλλα. Όταν ο διάβολος βρη μια τέτοια ψυχή, τίποτε δεν μπορεί να της κάνει. Για πες μου: Θα την φοβερίση με απώλεια χρημάτων ή με βάσανα και εξορία απ’ τον τόπο της; Αυτά είναι ασήμαντα για όποιον είναι έτοιμος να θυσιάση τη ζωή του, όπως λέει ο μακάριος Παύλος.
Ε.Π.Ε. 24,306
καταφρονούμε το θάνατο
Γκρέμισε ο Χριστός την τυραννία του θανάτου. Και μαζί του γκρέμισε και την ισχύ του διαβόλου. Λοιπόν, μη λιποψυχήτε, λέγοντας: Γιατί πάθαμε αυτά κι αυτά; Μ’ όσα παθαίνουμε, γίνεται λαμπρότερη η νίκη. Και δεν θα ήταν βέβαια λαμπρή η νίκη, αν δεν υπήρχε το “θανάτω θάνατον πατήσας”. Αυτό είναι το καταπληκτικό: Μ’ όσα νικούσε ο θάνατος, μ’ αυτά τον νίκησε ο Χριστός. Φανερώνει έτσι και το πως βρίσκει τρόπους και μεθόδους να θριαμβεύη. Λοιπόν, ας μη προδώσουμε το δώρο που μας χάρισε. Να σταθούμε γενναίοι, περιφρονώντας πια το θάνατο.
Ε.Π.Ε. 24,308
πότε θάνατος και πότε κοίμησις
Τυραννία θανάτου και πραγματικός θάνατος είναι εκείνος, όταν δεν μπορεί αυτός που πέθανε να επανέλθει στη ζωή. Όταν όμως μετά το θάνατο ζη, και μάλιστα ζωή καλύτερη, τότε αυτό δεν λέγεται θάνατος· είναι κοίμησις.
Ε.Π.Ε. 25,30
και φόβος
Αν μας καταλάβη πυρετός, τα πάντα εγκαταλείπουμε, και ακριβώς σαν μικρά παιδιά, που κλαίνε, τρέμουμε το θάνατο και είναι φυσικό, αφού δεν βλέπουμε την παρούσα ζωή σαν προσωρινή. Θρηνούμε σαν να πηγαίνουμε στην κόλασι.
Ε.Π.Ε. 25,160
γρηγορεί η ψυχή
Γιατί του Χριστού τον θάνατο τον ωνόμασε (ο Παύλος) «θάνατο», ενώ τον δικό μας «κοίμησι»; Στην περίπτωσι του Χριστού τον ωνόμασε «θάνατο», για να βεβαιωθή το πάθος. Στη δική μας περίπτωσι «κοίμησι», για να παρηγορήση τον πόνο μας. Όποιος κοιμάται, οπωσδήποτε θα ξυπνήση. Τίποτε άλλο δεν είναι ο θάνατος, παρά ένας μεγάλος ύπνος. Μη μου πης, ότι όποιος πεθάνει ούτε ακούει ούτε βλέπει ούτε αισθάνεται, αφού κάτι ανάλογο συμβαίνει και με όποιον κοιμάται. Αν πρέπη κάτι να θαυμάσουμε πολύ, είναι ότι στην περίπτωσι αυτού που κοιμάται, και η ψυχή του κάπως κοιμάται, ενώ σ’ αυτόν που πεθαίνει η ψυχή του είναι άγρυπνη και ζωντανή.
Ε.Π.Ε. 25,554
του σώματος, αντιπαροχή
Κάποιος, που πρόκειται να χτίση ένα σπίτι ετοιμόρροπο, πρώτα βγάζει έξω τους ενοίκους και μετά γκρεμίζει το σπίτι. Χτίζει δε στη θέσι του άλλο, πολύ πιο λαμπρό. Έτσι κάνει και ο Θεός, που θέλει να κατασκευάση καινούργιο σπίτι (σώμα). Βγάζει πρώτα την ψυχή από μέσα, σαν ένοικο του σώματος. Κι ύστερα οικοδομεί το νέο σπίτι, το σώμα με την ανάστασι. Και στη συνέχεια ξαναβάζει την ψυχή μέσα στο απείρως λαμπρότερο σώμα. Λοιπόν, ας μη προσέχουμε το γκρέμισμα (το θάνατο), αλλά να σκεπτώμαστε τη μελλοντική λαμπρότητα.
Ε.Π.Ε. 25,554
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 326-329)
ούτε λείψανό του
«Καταβροχθίσθηκε ο θάνατος και κατανικήθηκε». Δηλαδή, εξαφανίστηκε εντελώς. Ούτε ίχνος μένει από αυτόν, ούτε ελπίδα επιστροφής, αφού η αφθαρσία εξαφάνισε τη φθορά.
Ε.Π.Ε. 18α,706
αφωπλίστηκε από το Χριστό
Όχι μόνο αφώπλισε το θάνατο ο Χριστός, αλλά και τον νίκησε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και τον εξαφάνισε και τον κατέστησε ανύπαρκτο.
Ε.Π.Ε. 18α,706
μικρού παιδιού
Δεν είναι το παιδί σου αυτό που βλέπεις νεκρό. Είναι εκείνος, που πέταξε και έτρεξε σε ύψη άπειρα. Όταν λοιπόν δης τα μάτια του κατεβασμένα και το στόμα του κλειστό και το σώμα του ακίνητο, να μη σκεφτής έτσι. Αλλά να σκεφτής: Αυτό το στόμα λέει τώρα καλύτερα λόγια, και αυτά τα μάτια βλέπουν ωραιότερα πράγματα, και αυτά τα πόδια ανεβαίνουν στα σύννεφα, και αυτό το σώμα θα ντυθή την αφθαρσία, και αυτό το παιδί μου θα το ξαναπάρω, απείρως λαμπρότερο.
Ε.Π.Ε. 19,36
μετά θάνατον
Και ποιος, λέει, ήρθε και μας είπε τα εκεί; Από τους ανθρώπους βέβαια κανένας. Αλλ’ ο ίδιος ο Θεός, που είναι ο πλέον αξιόπιστος, εκείνος βεβαίωσε. Αλλά, θα πης, δεν βλέπεις τα εκεί; Ούτε τον Θεό βλέπεις.
Ε.Π.Ε. 19,262
πάντα έτοιμοι γι’ αυτόν
Για να μη διακινδυνεύουμε το τέλος μας, γι’ αυτό είναι άγνωστο πότε θα έρθη. Γι’ αυτό και κάποιος σοφός συμβουλεύει: «Μην αργείτε να ξαναγυρίσετε στο δρόμο του Κυρίου. Μην αναβάλλετε από μέρα σε μέρα, γιατί δεν ξέρεις τι θα σου φέρη η επόμενη μέρα» (Εκκλησ. ε΄ 8). Από την αναβολή υπάρχει κίνδυνος και φόβος, ενώ από την άμεση επιστροφή είναι φανερή και σίγουρη η σωτηρία.
Ε.Π.Ε. 19,262
κέρδος
Γιατί το να πεθάνω είναι κέρδος; Διότι θα είμαι πολύ πιο στενά και καθαρά μαζί με το Χριστό. Ώστε το να πεθάνω, σημαίνει μάλλον το να ζήσω.
Ε.Π.Ε. 21,430
πένθος για τους αμετανόητους
Να μη κλαίμε, λοιπόν, όσους απλώς πέθαναν, αλλ’ όσους είναι αμαρτωλοί (αμετανόητοι) . Αυτοί είναι άξιοι θρήνων, κοπετών και δακρύων. Διότι ποια ελπίδα υπάρχει, πες μου, ν’ απέλθουν στην άλλη ζωή με τις αμαρτίες τους, αφού εκεί δεν θα μπορούν να τις αποβάλουν;
Ε.Π.Ε. 21,436
όλοι τον φοβούνται, ο Παύλος όχι
Τίποτε ευτυχέστερο δεν υπάρχει από την ψυχή του Παύλου. Όλοι τρέμουμε το θάνατο. Άλλοι μεν, μεταξύ αυτών και εγώ, λόγω των αμαρτιών. Άλλοι δε λόγω της δειλίας και της στενοχώριας τους. Μακάρι να μη φτάσω κι εγώ σ’ αυτούς! Ό,τι, λοιπόν, όλοι το τρέμουμε, ο Παύλος το επιθυμούσε. Προς το Χριστό έσπευδε, λέγοντας: Το να φύγω απ’ αυτή τη ζωή είναι ασυγκρίτως καλύτερο.
Ε.Π.Ε. 21,444
μετάστασις από τη γη στον ουρανό
Είναι αρκετό να μιλάη μόνο ο Παύλος, και οι ουρανοί να σκιρτούν και να ευφραίνωνται. Όταν οι Ισραηλίτες έβγαιναν από την Αίγυπτο, σκιρτούσαν τα όρη σαν κριοί (Ψαλμ. 113,1-4). Πολύ περισσότερο σκιρτούσαν οι ουρανοί, όταν με το λόγο του Παύλου άνθρωποι μετέβαιναν από τη γη στον ουρανό. Γι’ αυτό, λέει ο Παύλος· Το να παραμείνω στην παρούσα ζωή με το σώμα, είναι για την ωφέλεια των άλλων αναγκαιότερο (Φιλιπ. α' 24).
Ε.Π.Ε. 21,450
και φόβος
Ο Παύλος μιλάει κυρίως σύμφωνα με τη συνήθεια των ακροατών. Δεν φιλοσοφεί συνήθως. Διότι απηύθυνε το λόγο του σε ανθρώπους, που ανήκουν στον κόσμο και φοβούνται ακόμα το θάνατο.
Ε.Π.Ε. 21,5986
υπό το πρίσμα της αναστάσεως
Το να οδύρεται κανείς για τους τεθνεώτες είναι γνώρισμα όσων δεν έχουν ελπίδα για την άλλη ζωή. Και είναι τούτο φυσικό. Διότι άνθρωπος, που δεν γνωρίζει τίποτε για ανάστασι, αλλά νομίζει, ότι είναι πραγματικός θάνατος ο θάνατος, δικαιολογημένα οδύρεται και θρηνεί και αφόρητα πενθεί γι’ αυτούς, σαν να έχουν χαθή. Συ όμως, που περιμένεις ανάστασι, για ποιο λόγο οδύρεσαι; Άρα το να οδύρεται κανείς, είναι ίδιον όσων δεν έχουν ελπίδα.
E.Π.E. 22,472
όχι φιλόθρηνοι
Ακούστε όσες γυναίκες αρέσκεστε στους θρήνους, όσες ρέπετε στα πένθη τα αβάσταχτα. Κάνετε αυτά, που κάνουν και oι ειδωλολάτρες. Αν όμως η θλίψις για τους πεθαμένους είναι χαρακτηριστικό των ειδωλολατρών, τίνων άρα είναι χαρακτηριστικό οι κοπετοί και τα χτυπήματα στο πρόσωπο;
Ε.Π.Ε. 22,474
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 322-325)
701. Ένωσε την ψυχή σου με τον Θεό δια της πίστεως και θα είσαι ικανός να κατορθώνης το κάθε τι. Δυνατοί, αόρατοι εχθροί σου επιτίθενται; Θα τους νικήσεις. Είναι άλλοι εχθροί, ορατοί και εξωτερικοί; Θα τους εξουδετερώσεις και αυτούς. Κινούνται εναντίον σου τα πάθη; Θα τα καταπατήσης. Σε πιέζουν οι θλίψεις; Θα τις ξεπεράσης. Σε καταλαμβάνει δειλία; Θα αποκτήσης θάρρος. Χάρις στην πίστι, θα μπορέσης να επιτύχης το κάθε τι. Ακόμη και η βασιλεία των ουρανών θα γίνη δική σου. Η πίστις είναι το πολυτιμότερο χάρισμα της ζωής. Ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό. Του εξασφαλίζει όλη τη δύναμι της θείας χάριτος. «Ο κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμα εστίν» (Α’ Κορ. στ’ 17).
702. Η ζωή της ψυχής είναι ο Θεός. Ζώσα πίστις στον Θεό και αγάπη σ’ Αυτόν και στον πλησίον μου, ιδού η χαρά της καρδιάς μου. Γιατί, χωρίς αυτές, δεν είμαι παρά ένα έρμαιο της αμαρτίας, αιχμάλωτος των παθών και η ζωή μου κατανιλίσκεται μέσα στην απόγνωσι.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 273-274)
699. Αρέσει στον Θεό να διακρίνουμε στην καρδιά μας την ενέργειά Του. Γιατί ο Θεός είναι Φως και Αλήθεια. Ο Διάβολος όμως δεν το θέλει κάτι τέτοιο, γιατί είναι ο ίδιος σκοτάδι και ψεύδος. Και το σκοτάδι δεν επιθυμεί τον φωτισμό, από φόβο μήπως αποκαλυφθούν τα έργα του. Ο Διάβολος είναι δυνατός μονάχα μέσα στο σκκοτάδι και μέσα στο ψεύδος. Όλο του το έργο εξανεμίζεται, όταν έλθη το φως. Αποκοιμίζει την ψυχή μέσα στο σκοτάδι του, για να μη βλέπουμε την αλήθεια. Κάνει αόρατο την πραγματικότητα.
700. Έφταιξες στον Θεό; Η αμαρτία σε θλίβει; Φέρε την ταραγμένη σου καρδιά ενώπιον της Εσταυρωμένης Αγάπης Του Κυρίου. Μονάχα αυτή η Αγάπη θα σε σώση.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σ. 273)
698. Η σάρκα, σε πολλούς ανθρώπους, είναι ο τύραννος του πνεύματος. Το κρατεί υποδουλωμένο και δεν το αφήνει να εκπληρώση τον προορισμό του. Πράγμα που φαίνεται ιδίως κατά τη λατρεία. Ο σαρκικός άνθρωπος τιμά τον Θεό μόνο με τα χείλη του, όχι και με το πνεύμα του, με την καρδιά του. Έτσι, η λατρεία του δεν είναι η αληθινή και πρέπουσα. «Και είπε Κύριος ο Θεός· ου μη καταμείνη το πνεύμα μου εν τοις ανθρώποις τούτοις εις τον αιώνα δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. στ’ 3).
Στους Αγίους, βλέπουμε την κυριαρχία του πνεύματος πάνω στη σάρκα. Έζησαν σύμφωνα με το πνεύμα και έβλεπαν με πνευματικά μάτια τον κόσμο. Έβλεπαν δηλαδή στον κόσμο τη Σοφία, την Παντοδυναμία και την Αγαθότητα του Θεού. Έβλεπαν, σε κάθε φαινόμενο, σε κάθε έργο, τη σφραγίδα του πνεύματος. Αντίθετα, στον σαρκικό άνθρωπο, η κυριαρχία της σαρκός πάνω στο πνεύμα πιστοποιείται απο τον τρόπο που αυτός ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο. Κατά τη λαϊκή έκφρασι, αυτός ο άνθρωπος δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του. Βλέπει τον κόσμο σαν ένα άλογο ον. Δεν ξεχωρίζει τη Σοφία, τη Δύναμι και την Αγαθότητα του Δημιουργού, που η κτίσις τις μαρτυρεί. Όταν διαβάζη ένα ιερό κείμενο, βλέπει μόνο τα ψηφία του. Όταν προσεύχεται, λέγει την προσευχή μηχανικά, χωρίς να διεισδύη στο πνεύμα της, Βρίσκεται έξω από την αληθινή προσκύνησι του Θεού, την «εν πνεύματι και αληθεία» προσκύνησι. Το σαρκικό φρόνημα είναι επίμονο μέσα στο ανθρώπινο γένος. «Ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;».
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 272-273)
Ένας Γέροντας ασκητής, που δεν κατέβαινε ποτέ στον κόσμο, είχε διακονητή έναν καλό Χριστιανό. Αυτός πουλούσε τα πανέρια του Γέροντα και του έφερνε το ψωμί του.
Στην πόλη που κατοικούσε ο διακονητής, έμενε και κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν όμως κακότροπος και ασεβής άνθρωπος. Ξαφνικά μια μέρα πέθανε ο πλούσιος. Οι συγγενείς του για επίδειξη του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία.Όλη η πόλη και πρώτος ο Επίσκοπος μ' ολόκληρο τον κλήρο συνόδευσαν τον νεκρό στο κοιμητήριο. Τον έθαψαν σε καλλιμάρμαρο μνημείο, για το οποίο σπαταλήθηκε ασυλλόγιστα πολύ χρήμα.
Ύστερα από την κηδεία του πλουσίου, ξεκίνησε ο καλός Χριστιανός να πάει στον ασκητή στην έρημο. Λίγο πιο εξω από την σπηλιά του όμως τον βρήκε νεκρό, φαγωμένο από κάποιο άγριο θηρίο.
Ο Χριστιανός ταράχτηκε. Θεέ μου! συλλογίστηκε. Τι μυστηριώδη γεγονότα συμβαίνουν σ' αυτόν τον κόσμο! Ο ασεβής πλούσιος πέθανε ανώδυνα, ειρηνικά και κηδεύτηκε με τιμές και δόξες, ενώ ο άγιος τούτος άνθρωπος, που Σου ήταν τόσο αφοσιωμένος, βρήκε τον πιο τραγικό θάνατο που μπορεί να φανταστεί κανείς. Γιατί να γίνονται αυτά, Θεέ μου;
Ενώ συλλογιζόταν έτσι, άκουσε φωνή να του λέει:
- Η δικαιοσύνη του Θεού είναι ακατανόητη από τον περιορισμένο ανθρώπινο νου. Εκείνος ο ασεβής είχε πράξει και κάποια καλά έργα στο διάστημα της ζωής του.Έλαβε την αμοιβή τους στον επίγειο κόσμο. Στον άλλο, μόνο τιμωρία τον περιμένει. Ο ασκητής, σαν άνθρωπος, είχε μικρές ατέλειες. Τις πλήρωσε εδώ, για να παρουσιαστεί τέλειος εμπρός στον Δημιουργό του.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 213-214)
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος ο Μυροβλύτης
Αναμφίβολα η αγάπη όλων των Χριστιανών της υφηλίου και κυρίως των Ελλήνων, είναι μεγάλη προς τον Μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο, ο οποίος στον νικηφόρο στρατό των Αγίων Μαρτύρων είναι ο ένδοξος και σοφώτατος στρατάρχης. Αλλά η αγάπη των Θεσσαλονικέων είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη και βαθειά ριζωμένη στις καρδιές τους προς τον συμπολίτη τους Άγιο, τον άυπνο φρουρό και πολιούχο της Θεσσαλονίκης.
Ο Άγιος Δημήτριος, λοιπόν, η τιμή και το καύχημα της πατρίδας μας, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη περίπου το 260 μ.Χ.. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ευγενείς, τον ανέθρεψαν χριστιανικά και φύτευσαν στην καρδιά του την φλογερή αγάπη και την ακαταμάχητη πίστη για τον Χριστό. Κατά την μαρτυρία δε του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ο Άγιος Δημήτριος ήταν πλήρης μεγάλων χαρισμάτων από την παιδική του ακόμη ηλικία.
Αλλά και στην νεανική του ηλικία διαφύλαξε ακέραιο όλο τον πνευματικό θησαυρό του. Όπως μάλιστα μας πληροφορούν αρχαία μαρτύρια και οι πολλοί εγκωμιαστές του μάρτυρος, ο Δημήτριος, εκτός από την ευσέβεια και την σύνεσή του, διακρινόταν προ πάντων για την σωφροσύνη του, την εγκράτειά του, την νηστεία και την αγάπη προς όλους τους ανθρώπους.
Αποστράφηκε τον τρυφηλό και πολυτελή βίο, όσο κανείς άλλος και περιορίστηκε σαν ασκητής στα απολύτως αναγκαία. Επίσης φρόντιζε όλες οι σκέψεις και οι πράξεις του να είναι αρεστές στον Θεό. Κατόρθωσε δε να παραμείνει σε όλην την διάρκεια της ζωής του παρθένος και αγνός και στην ψυχή και στο σώμα, σαν ένας «ακηλίδωτος καθρέπτης». Γι' αυτό οι εγκωμιαστές του τον πρόβαλαν ως το ιδεώδες του ασκητισμού και ως πρότυπο του μοναχικού βίου. Η αγνότητα δε της ψυχής του τόσο πολύ αντανακλούσε στο νεανικό του πρόσωπο, ώστε φαινόταν σαν άγγελος Θεού. Επιπλέον ήταν «χαρίεις την μορφήν, ψυχήν δε χαριέστερος" ηδύς το φθέγμα, τον τρόπον ηδύτερος" γλυκύς τον λόγον, το ήθος δε γλυκύτερος».
Έτσι για την καθαρότητα της καρδιάς του καθώς επίσης και για την μυστική επικοινωνία του με τον Θεό, δέχθηκε ένοικο στην ψυχή του τον Ιησού Χριστό και πλούσια τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Ακόμη έφθασε στην γνώση του Θεού και έλαβε από τον δωρεοδότη Θεό το διδακτικό αξίωμα ως δώρο. Παράλληλα όμως με την πνευματική του καρποφορία διέπρεψε και στον Ρωμαϊκό στρατό. Ανέβηκε, νέος ακόμη, στα ανώτερα στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Ο αυτοκράτορας Γαλέριος, μέλος της Ρωμαϊκής Τετραρχίας, εκτίμησε ιδιαίτερα τις ικανότητές του και τον ανέδειξε Ανθύπατο, δηλαδή ανώτατο άρχοντα της Ελλάδος, με έδρα του την μεγάλη και ανθηρή πόλη του αχανούς Ρωμαϊκού κράτους, την Θεσσαλονίκη.
Ο Άγιος Δημήτριος συνδύαζε θαυμάσια την ιδιότητα του Ανθυπάτου με το αξίωμα του κήρυκα και διδασκάλου, που έλαβε από τον Θεό. Φλεγόμενος από την ευσέβεια ανεδείχθη απόστολος και ευαγγελιστής της βασιλείας του Χριστού, αλλά και πρώτος δάσκαλος των Θεσσαλονικέων μετά τον Απόστολο Παύλο. Καθημερινή επιδίωξή του ήταν να οδηγήσει έστω και μία ψυχή κοντά στον Χριστό. Κήρυττε την Αγία Τριάδα και το όνομα του Χριστού άφοβα, ακόμη και μέσα στο κέντρο της πόλεως. Με την διδασκαλία του κέρδισε μυριάδες ψυχές ειδωλολατρών από το σκοτάδι της πλάνης και τις οδήγησε στο αληθινό φώς του Χριστού. Και αυτό το πέτυχε όχι μόνο στην Θεσσαλονίκη, αλλά και στην Θεσσαλία, την Αττική και την Αχαΐα και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου.
Βέβαια η Θεσσαλονίκη γεύθηκε, περισσότερο από κάθε άλλη πόλη, τους πνευματικούς καρπούς της αποστολικής δραστηριότητας του Αγίου Δημητρίου. Στην γένετειρά του «ο συμπαθέστατος Κυρίου μάρτυς» έστρεψε ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον του προς τους νέους. Είχε δημιουργήσει ένα κύκλο νέων, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Άγιος Νέστορας. Τους Χριστιανούς αυτούς νέους τους μαγνήτιζε με τους λόγους του, όταν ερμήνευε την Αγία Γραφή και τους ενέπνεε στην χριστιανική ζωή με το άγιο παράδειγμά του. Σ' ένα μωσαϊκό στο Ναό του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη, ο οποίος αποτελεί και το σύμβολο της πόλεως, εικονίζεται ο Άγιος ανάμεσα σε δύο παιδιά ως «ο ερμηνεύων τε και δεικνύς». Ακόμη και όταν το 290 μ.Χ. εξεδόθη το αυστηρό αυτοκρατορικό διάταγμα των διωγμών εναντίον των Χριστιανών, ο Ανθύπατος Δημήτριος απτόητος δεν έπαυσε να κηρύττει Ιησούν Χριστόν τον Εσταυρωμένον. Ο ακαταπόνητος διδάσκαλος σ' εκείνες τις κρίσιμες ημέρες, σαν στρατηγός σε μάχη, διέτρεχε ολόκληρη την Θεσσαλονίκη για να προτρέπει και να ενθαρρύνει τους πιστούς να μένουν στερεοί στην πίστη του Σωτήρος και να υπομένουν με χαρά και γενναιότητα τα υπέρ του Χριστού μαρτύρια.
Σύντομα όμως εμφανίστηκαν και τρεις άσπονδοι εχθροί του, οι ειδωλολάτρες, οι Ιουδαίοι και οι αιρετικοί. Όλοι αυτοί, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, συμφώνησαν σ' ένα σημείο. Να πολεμήσουν τον Άγιο και κατ' επέκταση όλη την χριστιανική αλήθεια. Φυσικά ο Άγιος πολλές φορές στο παρελθόν τους είχε αποστομώσει με την διδασκαλία του. Ενοχλούσε φοβερά τους εχθρούς του όχι μόνο το αποστολικό έργο του Χριστιανού Ανθυπάτου, αλλά κυρίως η ακτινοβολία της αρετής του. Διότι, πράγματι, ο Άγιος Δημήτριος ήταν ένας αδάμας αρετής. «Τα πάντα σοφός και δίκαιος και απόστολος και παρθένος και πάναγνος». Τον κατήγγειλαν λοιπόν στον αυτοκράτορα ως τον πύρινο διδάσκαλο και εμψυχωτή των Χριστιανών.
Οι στρατιώτες αμέσως συνέλαβαν τον Άγιο, εκεί όπου συνήθιζε να συγκεντρώνει τους Χριστιανούς, δηλαδή στον ναό της Θεοτόκου, που ονομάζεται Καταφυγή, στην Χαλκευτική Στοά, κοντά στα δημόσια λουτρά, κατά την ώρα της κοινής λατρείας. Και τον μεν Άγιο τον άρπαξαν βίαια, τα δε πλήθη των πιστών τα διέλυσαν με την απειλή της λόγχης. Πρόθυμα ο γενναίος δούλος του Χριστού διέσχισε την λεωφόρο Εγνατία, υπομένοντας με αφάνταστη καρτερία στην διαδρομή τις ύβρεις και τους χλευασμούς των εχθρών της πίστεως.
Μπροστά στον αυτοκράτορα, ο «ασάλευτος στύλος της Εκκλησίας» αρνήθηκε σθεναρά να θυσιάσει στα είδωλα και με ανδρεία ψυχής ομολόγησε σταθερά ότι «τω Χριστώ μου, πιστεύω μόνον», έτοιμος να δεχθεί την οποιαδήποτε καταδίκη. Ο αυτοκράτορας κυριεύτηκε από έκπληξη και οργή και πρόσταξε να τον ρίξουν στην φυλακή για να πεθάνει από την πείνα και τις κακουχίες. Η φυλακή, επειδή βρισκόταν στο υπόγειο ενός παλαιού λουτρού, ήταν σκοτεινή, υγρή και δυσώδης. Ο Άγιος όμως με τις προσευχές του την μετέβαλε σε τόπο χαράς και αγαλλιάσεως. Άγγελος δε Κυρίου παρουσιάστηκε και στεφάνωσε τον στρατιώτη του Χριστού με χρυσό στεφάνι και του είπε: «Έχε θάρρος Δημήτριε και θα νικήσεις τους εχθρούς σου».
Μετά από την παραμονή ενός χρόνου στην απαράκλητη εκείνη φυλακή, ο Θεός θέλησε να δοξάσει τον δούλο του. Στους αγώνες, που είχαν διοργανωθεί στο στάδιο της Θεσσαλονίκης προς τιμήν του αυτοκράτορα, εμφανίσθηκε ο γιγαντόσωμος Λυαίος, ο οποίος προκαλούσε κυρίως τους Χριστιανούς να μονομαχήσουν μαζί του. Τότε ο εικοσάχρονος και μικρόσωμος Νέστορας έτρεξε στην φυλακή και ζήτησε την ευχή του φυλακισμένου δασκάλου του Δημητρίου για να κατορθώσει να καταρρίψει το σύμβολο της ειδωλολατρίας, τον Λυαίο. Ο Άγιος Δημήτριος με όλην την δύναμην της ψυχής του παρεκάλεσε τον Θεό, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού το μέτωπο του μαθητού του και του είπε τα εξής προφητικά λόγια: «Και τον Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις». Και το θαύμα δεν άργησε να γίνει, αφήνοντας τους πάντες έκπληκτους. «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθει μοι» αντήχησε η φωνή του Νέστορα στο αμφιθέατρο και το χέρι του κινήθηκε σαν αστραπή... Ο αήττητος Λυαίος είχε πέσει κάτω ήδη νεκρός. Ο δέσμιος Χριστιανός Ανθύπατος είχε νικήσει την ειδωλολατρία με την δύναμη του Σταυρού.
Ο θάνατος του Λυαίου εξόργισε φοβερά τον αυτοκράτορα. Χωρίς καθυστέρηση διέταξε να αποκεφαλίσουν τον Νέστορα και να θανατώσουν με λόγχες τον αίτιο της νίκης, τον ένδοξο Δημήτριο. Όταν οι δήμιοι ήλθαν στην φυλακή, ο Άγιος ύψωσε το δεξί του χέρι και οι ακονισμένες λόγχες κατατρύπησαν την πλευρά του και ολόκληρο το αθλητικό σώμα του.
Η ψυχή του γενναίου Μάρτυρα, του μιμητή του Χριστού, πέταξε στους ουρανούς. Μερικοί Χριστιανοί κρυφά παρέλαβαν το ιερό λείψανο και το έθαψαν στον τόπο του μαρτυρίου του, όπου αργότερα κτίσθηκε μεγαλοπρεπέστατος ναός. Κατόπιν ένας μαθητής του Αγίου, ο Λούππος, πήρε το δαχτυλίδι και τον χιτώνα του Αγίου μουσκεμένο με το τίμιο αίμα του και με αυτά τέλεσε πολλά θαύματα. Αλλά ο Γαλέριος θανάτωσε και τον Λούππο.
Τα θαύματα όμως του Αγίου δεν κατάφερε να τα σταματήσει. Διότι ο Θεός οικονόμησε και ο τάφος του Αγίου ανέβλυζε μύρο, ως σύμβολο του μαρτυρικού του αίματος και της καθαρότητος του βίου του, το οποίο επί πολλούς αιώνες κατεπλημμύρισε με άπειρα θαύματα την οικουμένη. Γι' αυτό και ο Άγιος ονομάσθηκε και Μυροβλύτης.
Ο Άγιος Δημήτριος, συνεχιστής του έργου των ενδόξων Μακεδόνων βασιλέων Φιλίππου και Αλεξάνδρου, αναρίθμητες φορές έσωσε την πόλη του Θεσσαλονίκη από συμφορές, θεομηνίες και βαρβαρικές επιδρομές. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η πόλη του Αγίου, η Θεσσαλονίκη, ελευθερώθηκε και δόθηκε στους Έλληνες την ημέρα της εορτής του, την 26η Oκτωβρίου 1912.
Η Εκκλησία τιμά την μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και Μυροβλύτου Δημητρίου την 26η Οκτωβρίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Βίκτωρος Ματθαίου, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος Ι', Έκδοσις Β', Αθήναι 1964, σελ. 590-614.
2. Αντωνίου Μ. Παπαδόπουλου Ο.Θ. , Ο Άγιος Δημήτριος εις την Ελληνικήν και Βουλγαρικήν παράδοσιν, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1971.
3. Γρηγορίου Παλαμά Έργα, Ομιλία ΜΘ', Τόμος 11ος, Πατερικαί εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», σελ. 162-193.
4. Α. Μαρτίνου, Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, Τόμος 4ος, Αθήναι 1964, λήμμα «Δημήτριος», σελ. 1049-1055.
5. Θεοδώρου Ζωγράφου, Εορτοδρόμιον, Τόμος Γ', Εν Βόλω 1914, σελ. 155-167.
6. Π. Β. Πάσχου, Έρως Oρθοδοξίας, Εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ», Αθήναι 1964, σελ. 335-341.
7. Ν. Γρ. Ζαχαρόπουλου, Θεσσαλονίκη, ιστορική προσέγγισις (1900-1920), Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη χ.χ. , σ. 74.
8. Θρησκευτική εφημερίδα «ΖΩΗ», αριθμ. φυλ. 1726 (26 Oκτωβρίου 1950) / αριθμ. φυλ. 1774 (18 Oκτωβρίου 1951) / αριθμ. φυλ. 1775 (25 Οκτωβρίου 1951).
9. Θύρα της μετανοίας, Κανόνες προς τον Μυροβλήτην Δημήτριον, εν Αθήναις χ.χ., σελ. 211-275.
(πηγή: "Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης", imthes.gr)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν(1) είπε, Πόσοι μίσθιοι(2) τοῦ πατρός
μου περισσεύουσιν ἄρτων(3), ἐγὼ δὲ λιμῷ(4) ἀπόλλυμαι.
17 Τελικά συνήλθε και είπε: “πόσοι εργάτες του πατέρα μου
έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας!
(1) «Το οποίο σημαίνει ότι συνήλθε σαν από μεθύσι και νάρκωση·
διότι τον ξύπνησε η κακοπάθεια» (Ζ). «Διότι όσο μεν έπραττε τα κακά,
ήταν εκτός εαυτού… Διότι αυτός που δεν κυβερνιέται από τη λογική,
αλλά ζει σαν χωρίς λογική… είναι εκτός εαυτού… Όταν όμως αναλογιστεί
ποιος ήταν και σε ποια αθλιότητα κατάντησε, τότε έρχεται στον εαυτό του» (Θφ).
«Διότι για αυτό και τον άφησε ο πατέρας, και δεν εμπόδισε να πάει
στην ξένη χώρα, έτσι ώστε και με την πείρα να μάθει καλά,
πόση ευεργεσία απολάμβανε μένοντας σπίτι. Διότι πολλές φορές ο Θεός,
όταν μιλώντας δεν πείθει, αφήνει την διδασκαλία στην πείρα των πραγμάτων» (Χ).
(2) Όχι οι δούλοι του σπιτιού, αλλά αυτοί που εργάζονταν με ημερομίσθιο,
οι οποίοι εργαζόμενοι στους αγρούς τρέφονταν μεν με δαπάνες δικές τους,
αλλά το ψωμί παρεχόταν σε αυτούς από αυτόν που τους μίσθωσε (L).
Ελάχιστα πιθανή ερμηνεία: «μισθωτούς, να εννοήσεις, σε παρακαλώ, αυτούς
που ακόμη κατηχούνται και δεν έχουν ακόμη υιοθετηθεί με το βάπτισμα» (Ζ. Θφ).
Ή, οι από τα έθνη προσήλυτοι στην ιουδαϊκή θρησκεία (g).
Πιο πιθανή ερμηνεία είναι ότι, παριστάνεται με αυτό η έσχατη φτώχεια
και κατάπτωση του ασώτου, που περιήλθε σε κατάσταση στερήσεων πολύ πιο
κάτω από εκείνη, στην οποία βρίσκονταν και οι μισθωτοί του πατέρα του.
(3) Υπάρχει και η γραφή: περισσεύονται άρτων. Αυτό δείχνει, ότι η πείνα
δεν είχε πέσει και στην χώρα όπου ζούσε ο πατέρας του. Υπάρχουν άφθονες
και ανεξάντλητες προμήθειες χάριτος στο ευαγγέλιο και δεν υπάρχει φόβος
να πεινάσει κάποιος επιστρέφοντας στο πατρικό σπίτι (ο).
(4) Διαφορετική γραφή: λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι. «Εγώ λοιπόν ο γιος» (Ζ),
«πεθαίνω με τον χειρότερο όλεθρο, με την πείνα» (Θουκυδ. ΙΙΙ,59.4).
Η κατάσταση του αμαρτωλού παρουσιάζεται στον σ. αυτόν ως μία τρέλα και μέθη,
κάτω από το κράτος των οποίων ο αμαρτωλός γίνεται εκτός εαυτού.
Ο σατανάς έχει κατακυριεύσει την ψυχή του. Και σε τι μανία πράγματι
είχε καταντήσει ο δαιμονισμένος των Γαδαρηνών που κυριεύτηκε από τη λεγεώνα!
Ο αμαρτωλός ως άλλος παράφρων, φθείρει και κατακόβει τον εαυτό του
με τις τρελές επιθυμίες του και την ίδια ώρα εξαπατά τον εαυτό του με τρελές ελπίδες.
Και από όλους τους ασθενείς ο αμαρτωλός είναι ο περισσότερο πολέμιος
και εχθρός του εαυτού του. Δεν πρέπει όμως να απελπιζόμαστε για κανέναν αμαρτωλό.
Διότι για όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα. Η χάρη του Θεού μπορεί να μαλάξει
και τις σκληρότερες καρδιές όπως συνέβη και με τον άσωτο.
Ανάνηψε αυτός από την ώθηση της θλίψης, την οποία η πείνα και οι στερήσεις του
προκαλούσαν. Οι θλίψεις είναι ο άριστος διδάσκαλος. Και όταν εξαγιαστούν
από την χάρη, γίνονται η σωτήρια εκπαίδευση του Κυρίου, που ανοίγει τα μάτια
και τα αυτιά του αμαρτωλού. «Η εκπαίδευση του Κυρίου ανοίγει τα αυτιά μου».