Κατουνάκια Αγίου Όρους τη 18-3-1963
Πολυαγαπημένη μου αδελφούλα μου Ε. και συ, Χ., και συ, Ν., και συ Ε., και συ, Β.
Όλους σας από μακριά σας αγκαλιάζω και σας γλυκοφιλώ, με αμέτρητα φιλιά, με αγάπην και δάκρυα.
Αδελφούλα μου Ε.
Ήθελα να σου γράψω από χθες αυτό μου το γράμμα και να σε παρηγορήσω, επειδή σε βλέπω πολύ καταβεβλημένην από τον πόνο της ψυχής σου και την λύπην δια την φυγήν της απειροσέβαστής μας μαννούλας. Αλλά και γω δεν μπορώ, πνίγομαι. Και τώρα που σου γράφω, προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτόν μου.
Αδελφούλα μου, αυτός είναι ο κόσμος: γεμάτος θλίψεις και βάσανα. Όποιος θέλη να ευχαριστήση τον Θεόν, θα λυπηθή σ’ αυτόν τον κόσμο. Ποιος Άγιος γέλασε εδώ;
Για θυμήσου αυτόν τον άγιον Ευστάθιον, τον πρώην Πλακίδα· πόσα πέρασε και αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του; Διάβασε τον βίο του και θα παρηγορηθής πολύ.
Και αυτός ο Ιώβ πόσο βασανίστηκε;
Και τώρα έρχομαι στην Γερόντισσα Μαρία.
Προτού ο Χ. μου γράψει ότι αρρώστησε, δηλαδή προτού λάβω το γράμμα του (πάντως αυτές τις ημέρες υπολογίζω που αρρώστησε), είδα την μητέρα στον ύπνο μου, ωσάν να έβγαινε από έναν τάφον, ωραιοτάτην, 17-18 χρονών κορίτσι, με υπερλάμποντας οφθαλμούς και με κοίταζε και μειδιούσε. Έλαμπε πολύ το πρόσωπόν της. Δεν μου μίλησε τίποτε, αλλά με κοίταζε και μειδιούσε. Την κοίταζα και γω και είπα μέσα μου: «Βρε, η Μητέρα».
Όταν ξύπνησα, διαλογιζόμουν τι άραγε να σημαίνη αυτό το όνειρο. Μετά από λίγες ημέρες λαμβάνω το πρώτο γράμμα από τον Χ. και μου ‘γραφε ότι η Μητέρα αρρώστησε κτλ.
Βυθίστηκα σε πολλήν λύπην, αλλά απρόοπτα αισθάνθηκα μεγάλην χαράν. «Κάτι καλό έγινε στο σπίτι μας», είπα.
Λαμβάνω και το δεύτερο, που μου γράφει ότι χειροτονήθηκε Μαρία. Μου το δώσανε στην αγρυπνία του Ακαθίστου Ύμνου. Την προηγουμένην όμως ημέραν πέθανε η ψυχή μου από την λύπην. Σας πήρα όλους με την σειράν και είδα ότι η Μητέρα μάλλον πάσχει- κάτι μεγάλο κακό έγινε.
Τις παραμονές του Ακαθίστου Ύμνου πληροφορούμαι ότι ήδη η Γερόντισσα Μαρία ανεχώρησε δια τον ωραιότατον Νυμφίον της.
Αδελφούλα μου, δεν μπορώ να σας γράψω καταλεπτώς το τι αισθάνομαι στην προσευχή μου δια την Μαννούλα μας- μόνο ένα σου λέω: Δεν μπορώ να ονομάσω τον εαυτό μου παιδί της!!! Και αυτήν την ψυχήν Μητέρα μου. Όχι -όχι.
Κρίμας τα χρόνια που κάθημαι σ’ αυτά τα βράχια, στην έρημο. Πάω να προσευχηθώ γι’ αυτήν και η ψυχή μου γεμίζει από χαρά: ξεχνώ όλην την λύπην που έχω γι’ αυτήν. Την βλέπω μέσα σε άπειρον φως, σε χαρά - σε αγαλλίασι. Η ψυχή μου σκιρτάει από χαρά.
------------------
Άγιον Όρος τη 26 Σεπτεμβρίου 1975
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 17
Στίχ. 20-37. Η βασιλεία του Θεού και το καθήκον μας.
17.26 καὶ(1) καθὼς(2) ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε,
οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις(3) τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου·
26 Όπως έγινε τον καιρό του Νώε, έτσι θα γίνει και με
τον ερχομό του Υιού του Ανθρώπου.
(1) Δες Ματθ. κδ 37-39 και τις εκεί σημειώσεις.
Στους στίχους 26-30 περιγράφει την κατάσταση του κόσμου,
πως θα είναι πριν την έλευσή του. Την ώρα που οι πιστοί
θα ποθούν σφοδρά την επάνοδο του Κυρίου, αμεριμνησία
και αίσθημα σαρκικής ασφάλειας θα καταπλημμυρίζει την ανθρωπότητα (g).
(2) Το προηγούμενο «ώσπερ(=όπως ακριβώς)» σημαίνει κάτι το ανάλογο.
Το «καθώς» όμως που μπαίνει εδώ δηλώνει ακριβώς το όμοιο (p).
Όπως συνέβη στις ημέρες του Νώε, έτσι θα συμβεί και τότε (δ).
(3) Εδώ σε πληθυντικό και όχι σε ενικό (όπως στο στίχο 24),
διότι προηγήθηκε το «στις ημέρες του Νώε» (L).
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ: Ένα από τα συνετά κατορθώματα του Γέροντος Ιωσήφ ήταν η σωστή τοποθέτησίς του στο θέμα του ημερολογίου, που ήταν μέγα ζήτημα εκείνον τον καιρό, εφόσον αυτό οργανώνει την ιστορική και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας…
Η επαναστατική κυβέρνησις του Γονατά, με το Βασιλικό διάταγμα της 18ης Ιανουαρίου 1923, αποφάσισε για πολιτικούς λόγους να προβή στην καθιέρωσι του νέου ημερολογίου στο Ελληνικό κράτος. Φυσικά, η Εκκλησία μπορούσε να τηρήση το παλαιό ημερολόγιο για το λειτουργικό έτος. Λίγες ημέρες αργότερα όμως, την 3η Φεβρουαρίου του 1923, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως δι’ εγκυκλίου πρότεινε στις Εκκλησίες της Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Κύπρου, Ελλάδος και Ρουμανίας, την αναθεώρησι και του εκκλησιαστικού ημερολογίου.
Ακολούθως, την 10η Μαρτίου 1924 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αποφάσισε να προβή στην αναθεώρησι και του εκκλησιαστικού ημερολογίου, με την εξαίρεσι πως οι περίοδοι του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου θα ρυθμίζονται σύμφωνα με το Πασχάλιο. Η σύνθεσις αυτή, όχι χωρίς λειτουργικά προβλήματα, ονομάστηκε νέο (ή διορθωμένο) Ιουλιανό ημερολόγιο. Έτσι και οι Εκκλησίες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας δέχθηκαν το νέο ημερολόγιο, παρά τις αντιδράσεις από τους ευσεβείς λαούς τους. Στην πράξη, αυτή η καινοτομία, δημιούργησε εκκλησιαστικά σχίσματα, τις λεγόμενες παλαιοημερολογίτικες εκκλησίες, που δεν έχουν επουλωθή ακόμα μέχρι σήμερα.
Για έντεκα χρόνια, οι παλαιοημερολογίτες ήσαν παντελώς ακέφαλοι, μη έχοντες επισκόπους και δεν λογίζεται Εκκλησία χωρίς επίσκοπο. Όμως, το 1935, ο Φλωρίνης Χρυσόστομος (Καβουρίδης) απεχώρησε από την επίσημη Εκκλησία και προσχώρησε στους παλαιοημερολογίτες. Το γεγονός αυτό χαιρετίσθηκε από τους ζηλωτές με μεγάλη χαρά, διότι έτσι αποκτούσαν πλέον και κεφαλή.
Το παράδειγμά του ακολούθησαν κατόπιν οι Δημητριάδος Γερμανός και Ζακύνθου Χρυσόστομος. Αυτοί οι τρεις επίσκοποι προέβησαν κατόπιν στην χειροτονία τεσσάρων νέων επισκόπων, μεταξύ των οποίων ήταν κα ο μονάχος Ματθαίος (Καρπαθάκης) από την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου.
Εν τω μεταξύ, μέχρι το 1937, υπήρξε έντονος προβληματισμός ανάμεσα στους παλαιοημερολογίτες για τον χαρακτηρισμό των νεοημερολογιτών ως σχισματικών ή μη. Μέχρι τότε δεν είχαν αποκρυσταλλωμένες απόψεις.
Ο Φλωρίνης Χρυσόστομος κατανοούσε πως η πλειοψηφία του λαού τασσόταν υπέρ του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος. Επομένως, θα ήταν αναπόφευκτο να επανερχόταν η επίσημη Eκκλησία στο παλαιό ημερολόγιο, αν οι ζηλωτές κρατούσαν μια πιο συνετή στάση διαμαρτυρίας, μακριά από ακρότητες και αδιακρισίες. Έτσι, με επίσημη εγκύκλιό του διεκήρυξε πως μητέρα των παλαιοημερολογιτών ήταν η Εκκλησία της Ελλάδος και ότι από κει αντλούσαν Χάρι και πως η στάση τους ήταν στάση διαμαρτυρίας.
Όταν όμως επίσημα διεκήρυξε πως τα μυστήρια των νεοημερολογιτών είναι έγκυρα, οι παλαιοημερολογίτες αμέσως χωρίσθηκαν σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις: στους μετριοπαθείς, που ακολουθούσαν τον Φλωρίνης Χρυσόστομο, και στους άκρως ζηλωτές, που ακολουθούσαν τον Ματθαίο Καρπαθάκη, και που υποστήριζαν πως τα Μυστήρια της επισήμου Εκκλησίας είναι άκυρα.
Ανάμεσα στις δύο παρατάξεις υπήρξε αρκετή πολεμική. Μάλιστα οι ζηλωτές έσυραν εναντίον του Φλωρίνης Χρυσοστόμου ουκ ολίγα αναθέματα και κατάρες.
Μια μέρα ο παπα-Βαρθολομαίος, που ήταν Φλωρινικός ιερομόναχος, επισκέφθηκε τον Γέροντα και ήθελε να συζητήση το ημερολογιακό θέμα μαζί του. Ο Γέροντας όμως, επειδή ήταν άνθρωπος της ειρήνης και της προσευχής, δεν ήθελε και του είπε: «Ασ’ το, γιατί θα πούμε βαριές κουβέντες και θα στενοχωρηθούμε!». Ο άλλος όμως επέμενε και άρχισε να λέη τα δικά του περί του ημερολογίου. Και όπως το περίμενε ο Γέροντας, έτσι κι έγινε. Έχασε την ψυχραιμία του και εκφράσθηκε με οξύτατες φράσεις εναντίον τους.
Ύστερα, όταν πήγε στο κελλί του να ησυχάση, ένοιωθε σαν να είχε χάση λίγη Χάρι και δυσκολευόταν να αντιπολεμήση τους δαίμονες. Έμπειρος περί τα πνευματικά κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Έτσι στράφηκε επίμονα στο σταθερό του καταφύγιο, την προσευχή. Αγωνίσθηκε με δάκρυα, πόνο και βάθος ταπεινώσεις, για να λάβη απάντησι. Πάλεψε επί πολλές ώρες στην προσευχή και αφού επιτέλους ένιωσε λίγη ειρήνη πήγε να κοιμηθή. Στον ύπνο του, του έδειξε ο Θεός το εξής όνειρο, όπως μας το διηγήθηκε ο ίδιος: «Βρέθηκα σ' ένα κομμάτι του όρους του Άθωνα μέσα στη θάλασσα και τα κύματα το απειλούσαν. Απορούσα πώς βρέθηκα σε τόσο επικίνδυνη θέσι! Και σκέφθηκα τρομαγμένος, ότι αφού αυτό αποκόπηκε από το βουνό και ταλαντεύεται, σε λίγο θα καταποντισθή κι' εγώ θα πνιγώ, διότι τα κύματα ήδη άρχισαν να καλύπτουν το βραχάκι. Κοντά μου όμως έβλεπα το τεράστιο όρος, τον Άθωνα, που αντίκρουε κάθε κύμα της θάλασσας. Σκέφθηκα: Μόλις πλησιάση το βραχάκι μου λίγο το βουνό, θα πηδήξω σ’ αυτό και έπειτα δεν θα φοβάμαι τίποτε πλέον. Κι έτσι με την πρώτη ευκαιρία που παρουσιάσθηκε, πήδηξα στο στερεό έδαφος του βουνού. Όντως, εντός ολίγου το μικρό βραχάκι το κατέπιε η θάλασσα κι εγώ είπα ανακουφισμένος: Δόξα σοι ο Θεός! και ξύπνησα».
Με το που ξύπνησε, κατάλαβε την σημασία του ονείρου και άρχισε να αμφισβητή την ορθότητα της ζηλωτικής στάσεώς του.
Αλλά και ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, όταν προσευχόταν για το ίδιο θέμα, πληροφορήθηκε με μια δυνατή φωνή, που του είπε: «Εν τω προσώπω του Φλωρίνης απεκήρυξες όλη την Εκκλησίαν».
Παρομοίως, λίγο αργότερα και ο Γέροντας Ιωσήφ άκουσε στην προσευχή του αισθητά θεία φωνή να του λέη: «η Εκκλησία βρίσκεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην Κωνσταντινούπολι».
Έτσι κατάλαβαν ότι δεν είναι τα πράγματα, όπως τα έλεγαν οι παλαιοημερολογίτες και ότι τα Μυστήρια των νεοημερολογιτών είναι έγκυρα. Τότε αποφάσισαν να ζητήσουν από τον Φλωρίνης γραπτώς να τους συγχωρέση. Έγραψε ο Γέροντας εκ του προχείρου ένα γράμμα, ζητώντας συγχώρεσι, που το υπέγραψαν ο ίδιος και η συνοδεία του καθώς και η συνοδεία του παπα-Νικηφόρου και ετοιμάσθηκαν να το στείλουν. Ο Καλατζής όμως θέλησε να πρόσθεση κάτι ακόμα στο τέλος, το: «Υμάς θεωρούμεν ως Eκκλησίαν ορθόδοξον...» Έτσι υπέγραψαν κι' εκείνη την προσθήκη και το όλο κείμενο του το έδωσαν, αφού αυτός θα πήγαινε έξω, να το δώση στα χέρια του Φλωρίνης. Και ο Φλωρίνης κατόπιν τους απάντησε ότι τους συγχώρησε. Έκτοτε, ο Γέροντας Ιωσήφ με την συνοδεία του προτίμησε την μετριοπαθή στάσι των Φλωρινικών.
Το τι έγινε στην συνέχεια διηγείται ο παπα- Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, που δείχνει και την λεπτότητα της πνευματικής υπακοής: «Ήταν ημέρα Τρίτη και το βράδυ μου ήρθαν λογισμοί κατακρίσεως για τον Γέροντα. Θυμήθηκα τότε εκείνο το γράμμα που γράψαμε στον Φλωρίνης, και τρόπον τινά ο διεφώνησα με τον Γέροντα. Δηλαδή, είπα με τον λογισμό μου, ότι εφ΄ όσον δηλούμεν ενυπογράφως ότι ακολουθούμε τον Φλωρίνης, εάν το φέρη αύριο, μεθαύριον η περίστασις και γυρίσωμεν με τα μοναστήρια, δηλαδή γυρίσωμε με το Πατριαρχείον, (όπως κι έγινε), θα πρέπη κατά δίκαιον λόγο να αναιρέσουμε την υπογραφή που δώσαμε στον Φλωρίνης, καθ’ ότι τώρα θα ακολουθήσωμε το Πατριαρχείο. Έτσι σκεπτόμουν με τον νου μου και έλεγα μέσα μου: Δεν έπρεπε κατ' αυτόν τον τρόπο να το γράψομε, αλλά την προσθήκη να την παραλείπαμε. Το Σάββατο πήγα στον Γέροντα να λειτουργήσω. Μόλις με είδε μου λέγει:
- Παπά, κάτι έχεις μέσα σου και σε χωρίζει από μένα. Μη χωρίζεσαι από τον Γέροντα, μη χωρίζεσαι από μένα.
Εγώ το ξέχασα από την Τρίτη μέχρι το Σάββατο που ήρθα να λειτουργήσω.
Τον ξέχασα αυτόν τον λογισμό μου και λέγω:
- Γέροντα, δεν θυμάμαι κανέναν λογισμό να έχω, που να με χωρίζη από σένα.
- Κάτι έχεις και σε χωρίζει από μένα. Μόλις σε είδα, πληροφορήθηκε αμέσως η ψυχή μου ότι έχεις κάποιον λογισμό, που σε χωρίζει από εμένα.
- Γέροντα, δεν θυμάμαι τίποτε.
- Να θυμηθής, λέγει ο Γέροντας.
Έκανα την Λειτουργία. Το πρωί, αφού έφαγα, ανέβηκα από την Μικράν Αγία Άννα τον ανήφορο, για να έρθω στην καλύβα μας. Αναβαίνοντας αδολέσχησα όλες τις ημέρες, οπότε το βρήκα, ότι αυτός ο λογισμός ήταν τρόπον τινά, χωριστικός από τον Γέροντα. Επέστρεψα πίσω και ζήτησα συγγνώμη με δάκρυα από τον Γέροντα Ιωσήφ και έγινε αποκατάστασις. Αυτό είναι το δείγμα της υπακοής, ότι δηλαδή ο άνθρωπος πρέπει να κάνη τυφλή υπακοή εις τον Γέροντά του, όχι διακριτική. Διότι η υπακοή δεν είναι απλώς να εκτελής διαταγές, αλλά η αληθινή πνευματική υπακοή συνίσταται στο να φρονή κανείς, όπως ακριβώς φρονεί ο Γέροντας του».
Έτσι, από το 1937 ο Γέροντας δεχόταν και τα δύο ημερολόγια, παρ’ όλο που παρέμενε ζηλωτής. Σ’ αυτή την θέση τον βρήκα κι' εγώ, όταν πήγα κοντά του. Λίγο καιρό αργότερα όμως, την 13-26η Μαρτίου 1950, εξεδόθη μία νέα εγκύκλιος (αριθ. έγκυκ. 13) υπογεγραμμένη από τέσσερεις παλαιοημερολογίτες επισκόπους: τους Χρυσόστομο Φλωρίνης, Γερμανό Κυκλάδων, Χριστοφόρο Χριστιανουπόλεως, και Πολύκαρπο Διαυλείας. Την εγκύκλιο την διάβασα εγώ, διότι ο Γέροντας ούτε να την διαβάση δεν δέχθηκε, κι ας ήταν και ζηλωτής! Μεταξύ των άλλων έγραφε και τα ακόλουθα: «...τα υπό των νεοημερολογιτών τελούμενα Μυστήρια, ως σχισματικών όντων τούτων, στερούνται αγιαστικής Χάριτος. Ωσαύτως ουδένα νεοημερολογίτην δέον να δέχεσθε εις τους κόλπους της καθ’ ημάς αγιωτάτης Eκκλησίας και κατά συνέπειαν να εξυπηρετήτε τούτον, άνευ προηγουμένης ομολογίας δι’ ης να καταδικάζη ούτος την καινοτομίαν των νεοημερολογιτών και να κηρύσση την Eκκλησίαν τούτων σχισματικήν. Προκειμένου δε περί βαπτισθέντων υπό καινοτόμων να μυρώνωνται δι Αγίου Μύρου Oρθοδόξου προελεύσεως, το οποίον ευρίσκεται εν αφθονία παρ’ ημιν...».
Όταν τα διάβασα αυτά με έπιασε ανατριχίλα. Θεώρησα αυτόν που έγραψε την εγκύκλιο ότι ήταν δήμιος. Οι παλαιοημερολογίτες απεκήρυξαν όχι έναν ή δύο επισκόπους, αλλά ολόκληρη την τοπική Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία ούτε προς στιγμήν δεν έπαυσε να έχη κανονικές σχέσεις με όλες τις Oρθόδοξες Εκκλησίες. Μόλις, λοιπόν, ανέγνωσα την εγκύκλιο, ήταν νύχτα και τελείωνε από την αγρυπνία του ο Γέροντας, πήγα και του είπα:
- Γέροντα, η εγκύκλιος γράφει αυτά κι αυτά.
- Τέρμα! Αποχωρούμε! Αυτοί έπεσαν έξω. Δεν μπορεί να είναι η αλήθεια του Θεού αυτή. Θα πρέπη να γυρίσουμε με τα μοναστήρια. Αλλά θα κάνουμε προσευχή πρώτα να δούμε τι ο Θεός θα μας πη. Παιδιά, προσευχή! Προσευχή πατέρες, να μας αποκάλυψη ο Θεός, να μην κάνουμε λάθος. Ό,τι μας αποκαλύψη ο Θεός θα αποδεχθούμε.
Ο Γέροντας δεν είχε πανεπιστημιακό πτυχίο διανοητικής θεολογίας. Ήταν όμως πραγματικό θεοδίδακτος και ως θεόπτης ήταν κάτοχος της πραγματικής Θεολογίας. Ποτέ μου δεν τον θυμάμαι να ενήργησε χωρίς να έχη πληροφορία. Σ’ αυτό το σημαντικώτατο ζήτημα μας έβαλε όλους μας και κάναμε τριήμερο νηστεία και προσευχή. Για τρείς μέρες δεν φάγαμε τίποτε, μόνο νεράκι ήπιαμε.
Την τρίτη μέρα κλείστηκε ο Γέροντας μέσα στην καλύβα του όλη την νύκτα κάνοντας δακρύβρεκτη ικετευτική προσευχή, κι' εμείς απ’ έξω τον περιμέναμε σαν τον Μωυσή να βγη και να μας πη τα αποτελέσματα της "συνόδου".
Μετά την προσευχή φαίνεται θα είδε αποκαλυπτική οπτασία και βγαίνοντας μας λέει:
- Όσοι πιστοί! Πατέρες, τέρμα. Η πληροφορία είναι να προχωρήσουμε με τα μοναστήρια κι αυτή είναι η αλήθεια! Οι ζηλωταί είναι πλανεμένοι!
Ήταν πράγματι μεγάλη και απότομη η στροφή του Γέροντος, διότι ήταν ζηλωτής και μάλιστα αυστηρός. Μέχρι τότε ήμασταν όλοι ζηλωτές: ο Γέρο-Αρσένιος, ο πατήρ Ιωσήφ ο νεώτερος, εγώ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, ο Γερο- Νικηφόρος και άλλοι... Μία τόσο, λοιπόν, απότομη μεταστροφή του Γέροντος Ιωσήφ στάθηκε «κεραυνός εν αιθρία». Αλλά επειδή ο Γέροντας ουδέποτε υπήρξε φανατικός και ουδέποτε ακολουθούσε κάτι με εμπάθεια, καταλάβαμε αμέσως πως εκείνο που μας έλεγε είναι η αλήθεια και η ορθοδοξία.
- Γέροντα, τι είδες;
- Δεν θα σας το πω. Το θέμα τελείωσε. Θα προχωρήσουμε με τα μοναστήρια και θα μνημονεύσουμε τον Πατριάρχη.
Πετάγεται ο πατήρ Αθανάσιος:
- Εγώ δεν μνημονεύω τον Πατριάρχη. Είναι αιρετικός! Ο Γερο-Αρσένιος, πήγε πίσω από τον Γέροντα και του λέει:
- Γέροντα, πολλοί πλανήθηκαν, ακόμα και μεγάλοι Άγιοι.
- Πάτερ Αρσένιε, αυτός ο δρόμος πάει προς τα εδώ και ο άλλος πάει προς τα εκεί, οποίον θέλης διάλεξε, ή θα πειθαρχήσης ή θα πάρης τον δρόμο σου. Εγώ θα ακολουθήσω τα μοναστήρια.
- Γέροντα, εγώ δυσκολεύομαι.
- Πάτερ Αρσένιε, ένα κι’ ένα κάνουν δύο.
Πάρε δρόμο και φύγε!
Αμέσως όλοι κοκκαλώσαμε. Μόλις άκουσε έτσι ο πατήρ Αρσένιος, λέει στον Γέροντα:
- Ευλόγησον! Ευλόγησον!
Ο πατήρ Αθανάσιος αντέταξε:
- Μα, αυτό κι αυτό.
- Εσύ, πάτερ Αθανάσιε, πάρε τον ντουρβά σου και πήγαινε στη Λαύρα και πες τους ότι θα υποταχθούμε στο μοναστήρι και στο Πατριαρχείο. Θα πάτε μέσα να γραφτήτε. Γρήγορα! Τελείωσε! Και θα πάρετε ταυτότητες, και θα γίνουμε μοναστηριακοί. Αυτός είναι ο δρόμος του Θεού. Οι παλαιοημερολογίτες βγήκαν έξω από τον δρόμο. Ακούς, να καταδικάσουν τα Μυστήρια ότι δεν έχουν Χάρι και ότι οι νεοημερολογίτες είναι κολασμένοι!
Ξεκίνησε, λοιπόν, ο πατήρ Αθανάσιος με τον ντουρβά του για την Λαύρα, γεμάτος λογισμούς. Σκεπτόταν: «Άραγε, λέει καλά ο Γέροντας: Δεν λέει καλά ο Γέροντας!!!» Και όπως περπατούσε μέσα στα ρουμάνια κουράστηκε και κάθησε να ξαποστάση λίγο. Και όπως βρισκόταν σ’ αυτήν την κατάστασι, αποκοιμήθηκε λίγο και είδε κάποια οπτασία, η οποία τον πληροφόρησε πέρα για πέρα για την ορθότητα της θέσεως του Γέροντος. Γύρισε αμέσως πίσω και κατενθουσιασμένος λέει:
- Γέροντα, υπακούω! Και τον Πατριάρχη μνημονεύω και ό,τι θέλετε κάνω. Αυτό που είδα, είναι θέλημα Θεού.
Τώρα, τι είδε; Τότε ήμουν μικρός, δεν εξέτασα τι είχε δει. Και πράγματι πήγαμε στην Λαύρα να βγάλουμε ταυτότητες. Κλονίσθηκαν όμως μερικοί, διότι ήσαν ζηλωταί, και πολλά έλεγαν τότε. Ο Γερο-Νικηφόρος έβαλε τις φωνές, αλλά ο Γέροντας δεν υποχωρούσε με τίποτα. Ακόμα και ο παπα- Εφραίμ από τα Κατουνάκια του είπε:
- Γέροντα, πρόσεχε, γιατί είπαν οι Πατέρες ότι και οι εκλεκτοί θα πλανηθούν στις έσχατες ημέρες.
- Παπά, αν δεν θέλης να λειτουργήσης, φύγε! Eσύ να πας στον Γέροντά σου.
Eπειδή η πληροφορία ήταν από τον Θεό, ο Γέροντας δεν άκουγε κανέναν. Κι εμείς οι μικροί δεν είχαμε καμμιά αντίρρησι. Ο Γέροντας είπε «ναι»; Ναι! Είπε «όχι»; Όχι! Για εμάς τους νεώτερους δεν υπήρχε θέμα. Καμμία δυσπιστία στην απόφασι του Γέροντος. Οι μεγάλοι, που είχαν κάπως λόγο, έφεραν και οι τρεις τους δυσκολία, αλλά ο πατήρ Ιωσήφ ο νεώτερος κι εγώ δεν είχαμε καμμία ταραχή. Ακολουθήσαμε απόλυτα τον Γέροντα. Ο παπα-Χαράλαμπος δεν ήταν μαζί μας ακόμα, ήρθε μετά από πέντε μήνες.
Λίγο αργότερα ήρθε και ο παπα-Εφραίμ, ο πνευματικός μου από τον Βόλο, και τον ρώτησε ο Γέροντας:
- Δεν μου λες, παπά, αυτή η εγκύκλιος που έβγαλε η Σύνοδος, είναι αλήθεια;
Κατέβασε το κεφάλι και απάντησε:
- Δεν έπρεπε αυτή η εγκύκλιος να κυκλοφορήση. Δεν είναι σωστή.
- Επομένως, παπά μου, πέσαμε έξω, ε; Πέσαμε έξω. Εκτροχιασθήκαμε λοιπόν, και πρέπει να λάβουμε τα μέτρα μας.
Να παρεμβάλλω εδώ, πως σαν πέρασε κάμποσος καιρός, ο Γέροντας μας εκμυστηρεύθηκε το περιεχόμενο της οπτασίας, που τον πληροφόρησε για το θέμα του ημερολογίου:
Προσευχόμενος είδε μία φωτισμένη ωραία εκκλησία, που είχε μία μικρή έξοδο, όπου απ’ αυτήν έβγαιναν όλοι. Στην αυλή της όμως μάλωναν και φώναζε ο ένας πιστός στον άλλο:
- Εγώ είμαι σωστός!
- Εγώ είμαι σωστότερος! φώναζε ο δεύτερος.
- Εμείς είμαστε η Εκκλησία!, φώναζε ο τρίτος.
Και μας εξήγησε ο Γέροντας:
- Αυτό φανερώνει ότι ναι μεν μάλωναν, αλλά ανήκαν στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Είχαν κοινό το δόγμα και κοινή την Χάρι, αλλά δεν είχαν ελεύθερο πνεύμα και αγιασμό, οπότε μάλωναν. Πώς μπορώ να πω εγώ τώρα ότι η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος είναι κακόδοξη και ότι δεν έχει την Χάρι του Θεού; Να την πω κακόδοξη για το ημερολόγιο και μόνον; Και να πω ότι ο δεσπότης είναι κολασμένος; Είμαι με το παλιό, αλλά δεν φρονώ όπως φρονούν οι ζηλωτές.
Και πράγματι, το ημερολογιακό ζήτημα δεν επηρεάζει την σωτηρία των πιστών, διότι είναι θέμα εορτολογικό και όχι δογματικό. Με εξαίρεσι τα δογματικά ζητήματα, μπορεί να υπάρχουν στις τοπικές Εκκλησίες μεμονωμένες διαφορές διοικητικής και λειτουργικής φύσεως. Αυτό δεν στερεί την Χάρι του Θεού. Επειδή ο Γέροντας ήταν απαθής, χωρίς πείσμα και φανατισμό, μπορούσε να δη το λάθος του και να δεχθή και την διόρθωσι.
Όταν, λοιπόν, ακούσθηκε ότι ο πατήρ Ιωσήφ ο Σπηλιώτης γύρισε με τα μοναστήρια, οι γύρω ζηλωτές έλεγαν:
- Μίλησε ο Θεός. Αυτός μιλάει με τον Θεό και πήρε την πληροφορία. Επομένως, αυτό είναι η αλήθεια. Διότι η Χάρις του Θεού μέσα από πνευματικές και αγιασμένες ψυχές έρχεται και τις πληροφορεί την αλήθεια. Δεν πληροφορούνται άνθρωποι τυχαίοι.
Ορισμένοι όμως φανατικοί ζηλωτές, που είχαν υπερβολική εμπιστοσύνη στην λογική τους, άρχισαν να κοροϊδεύουν τον Γέροντα και μας.
- Οουυ! Πλανήθηκε, έλεγαν, ο πατήρ Ιωσήφ ο Σπηλιώτης.
Εν τούτοις, ο Γέροντας ποτέ δεν τους κατέκρινε και μάλιστα μας έλεγε:
- Δεν θα μιλήσουμε καθόλου. Εμείς θα προσέχουμε να κάνουμε την αγρυπνία μας, την προσευχούλα μας, κι' ας λένε, Θεός σχωρέσ’ τους!
Όταν κοιμήθηκε ο Γέροντας εν οσιότητι και αγιότητι και αξιωθήκαμε εμείς τα παιδιά του να αποκτήσουμε συνοδείες με μεγάλον αριθμό μοναχών, αναγκάσθηκαν από μόνοι τους να ομολογήσουν:
- Πω, πω! Τέτοια καλογέρια! Τόσα παιδιά ενάρετα! Πρέπει να παραδεχθούμε τον Γέροντα Ιωσήφ, γιατί δεν μπορεί να ήταν σάπια η ρίζα και να βγάλη τέτοιους καρπούς και να γίνουν αυτές οι συνοδείες. «Εκ των καρπών γινώσκεται το δένδρον». Άρα έχουμε λάθος και ο Γέρων Ιωσήφ ήταν σωστός και άγιος.
Όταν επιστρέψαμε με τους υπολοίπους Αγιορείτες πατέρες και αφήσαμε τους ζηλωτές, γνωρίσαμε έμπρακτα την δύναμι της Χάριτος των Μυστηρίων, που ετελούντο από τους νεοημερολογίτας. Και γι’ αυτό, όταν ο Γέροντας μας έλεγε ότι έβλεπε την Χάρι να γεμίζη την εκκλησία, δεν τον καταλαβαίναμε, μέχρι να την δούμε κι εμείς. Πάντως, όταν αφήσαμε τους ζηλωτές, όλοι μας είδαμε την Χάρι οφθαλμοφανώς.
Είχαμε και μια άλλη πληροφορία για το θέμα του ημερολογίου αργότερα, όταν ήδη είχαμε χειροτονηθή ιερείς, όπως την διηγείται ο παπα-Χαράλαμπος: «Όταν γυρίσαμε με τα μοναστήρια, δεν μνημονεύαμε ακόμα τον Πατριάρχην. Όταν ήλθαμε όμως στην Νέα Σκήτην, έπρεπε κάποτε να πάω να λειτουργήσω στην ιερά Μονή Αγίου Παύλου και θα έπρεπε ασφαλώς να μνημονεύσω τον Πατριάρχη.
- Τι να κάνω τώρα; ρώτησα τον Γέροντα.
- Πήγαινε, μου λέγει, και μνημόνευσε. Κι όταν έλθης θα μου ειπής τι αισθάνθηκες.
Ε!!! λοιπόν, σπανίως έχω λάβει τέτοια Χάριν κατά την θεία Λειτουργία! Δάκρυα ποτάμι καθ’ όλην την διάρκειά της. Δεν μπορούσα να εκφωνήσω τις αιτήσεις. Όταν επέστρεψα μου λέγει ο Γέροντας:
- Ασφαλώς θα πλημμύρισες από Χάρι.
- Ναι. Γέροντα, λέγω. Έτσι κι έτσι μου συνέβη.
- Βλέπεις, παιδί μου, ξανάλεει ο Γέροντας, ότι δεν αμαρτάνεις, όταν τον μνημονεύης ό,τι κι αν είπε ή έκανε ο Πατριάρχης, εφ΄ όσον δεν έχει καθαιρεθή και υπάρχει το κοινό Ποτήριο.
("Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής", 2011, σελ.315-325)
Δάκρυα
Μαζί με την ευχούλα-τώρα δεν μπορούμε να πούμε και λεπτομέρειες, αυτό όταν το βρεις μονάχος σου, έχει περισσότερη δύναμη παρά όταν το ακούσεις από τον άλλον- έρχονται τα δάκρυα. Τα οποία δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο από εσένα εξαρτάται να τα αυξήσεις.
Πιστεύσατέ με ότι τα δάκρυα δεν είναι τίποτες άλλο, συνήθεια είναι. Αν συνηθίσεις να κλαις, την άλλη μέρα θα κλαις, και την άλλη μέρα θα κλαις, και θα φτάσεις σ’ ένα σημείο θα πεις: «Γιατί κλαίω; Κι εγώ δεν ξέρω». Ναι, αλλά με τα δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμός γίνεται μέσα; Πως πλένεις τη φανέλα σου, το μαντήλι σου με το σαπούνι, έτσι είναι και τα δάκρυα στην προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι έρχεται κατόπιν σ’ άλλα ανώτερα δάκρυα. Τα δάκρυα, θα σας πονέσει ο εγκέφαλος μέσα, το μυαλό θα σας πονέσει, διότι είναι τα πρώτα δάκρυα, τα οποία λέγονται “καθαρτικά δάκρυα”, καθαρίζουν τα δάκρυα μέσα.
Όταν περάσει ο βαθμός των “καθαρτικών”, έρχονται άλλα δάκρυα “χαροποιά”. Τα οποία, και το πρόσωπό σας θα γίνει ωραίο, θα ομορφαίνει, και ο άλλος ο συνάνθρωπός σου, ο συνάδελφός σου, ο παραδελφός σου, θα τον βλέπεις σε άλλην ωραιότητα. Πνευματικώς εννοώ.
Κατόπιν είναι άλλα δάκρυα, αλλά αυτά ο καθένας κατά τη βία του που έχει μέσα, κατά τον ζήλο, κατά τη θερμότητα, θα τα συναντήσει.
--------------
Να καλλιεργείς τα δάκρυα. Να καλλιεργείς τις εικόνες, τις σκέψεις που φέρνουν δάκρυα. Εγώ καλλιεργούσα την εικόνα του νεκρού σώματος του γέρο-Ιωσήφ. Όταν τον φίλησα και τον βάλαμε στο μνήμα. Σκεπτόμουνα, ότι κι εγώ σύντομα έτσι θα γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ο Θεός δεν με δεχτεί, δεν με συγχωρήσει κ.ο.κ.
----------------
Τα δάκρυα είναι μεταξύ εμπαθείας και απαθείας· τα δάκρυα καθαρίζουν. Είναι τα αρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδή τα δάκρυα μετανοίας· ήτοι σκέπτεσαι: Εάν κολασθώ; Θα είμαι με τον Χριστόν ή με τον διάβολον; Εάν θα είμαι αιώνια εις την κόλασιν; Τότε τι θα κάνω; κ.ο.κ.
----------------
Κατόπιν έρχονται τα δάκρυα της χάριτος. Τα δάκρυα αυτά είναι τόσο γλυκά, ώστε όταν μου ήρχοντο, έλεγα: «Θεέ μου εις τον παράδεισο τίποτα άλλο δεν θέλω, παρά να κλαίω έτσι». Αυτά τα δάκρυα έρχονται ύστερα.
---------------
Τα δάκρυα είναι η τροφή της ψυχής. Όπως όταν το σώμα τρέφεται με καλή τροφή ζωογονείται, έτσι και η ψυχή τρέφεται με τα δάκρυα και ζωογονείται.
----------------
Όταν προσεύχεσαι, να προσπαθείς να έχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, και κλαις εις την προσευχήν σου. Όταν έχεις δάκρυα εις την προσευχή, οτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Όταν σταματήσουν τα δάκρυα, πας οπίσω.
-----------------
Εγώ παρακάλεσα τον άγιο Εφραίμ: «Άγιε του Θεού, εσύ των δακρύων άνθρωπος είσαι...» -όπως λέει το τροπάριο: “Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας...” -και μου ‘δωσε τόσα πολλά δάκρυα, που δεν μπορούσα, μέρα- νύχτα έκλαιγα. Κι έφτασα στο σημείο να κλαίω όσο θέλω, όποτε θέλω και όπου θέλω.
Αλλά τι; Να, εδώ πάνω τώρα, να πούμε, από πάνω ο Ι., στο δωμάτιο επάνω, δίπλα κάθεται ο Ε. Και καμιά φορά με πιάνουν τα δάκρυα και λέει ο Ι.: «Σ’ ακούγαμε τη νύχτα που έκλαιγες». «Ε, καλά, βρε παιδί μου», λέω, «άνθρωπος αμαρτωλός, άμα δεν παρακαλέσω τον Θεό να μ’ ελεήσει, αλλά με παίρνουν και τα δάκρυα. Και δίπλα ήτανε, δίπλα στο δωμάτιο κάθεται ο Ε. «Σ’ ακούγαμε, Γέροντα, που όλη τη νύχτα έκλαιγες», λέει. «Ε, καλά, βρε παιδιά μου, αμαρτωλός είμαι, θα κλαίω».
«Άκουσε», λέω,«δεν γίνεται αυτό. Άμα καταλάβω ότι εσύ μ’ ακούς κι ο Ε. μέσα ακούει, κόβεται η παρρησία στην προσευχή. Ναι, γι’ αυτό», λέω, «άκουσε θα πάω σε άλλο μέρος να μη με ακούει κανένας, να κλάψω όσο θέλω»· γιατί μπορεί και να ψάλλω, μπορεί και να... αυτό, πώς θα ‘ρθουν τα δάκρυα;
Άμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: «Δεύτε τον τελευταίον ασπασμόν δώμεν, αδερφοί, τω θανόντι...», πως, όσο σκληρή να είναι η ψυχή σου, να θεωρείς τον εαυτό σου ότι είσαι απάνω στο φέρετρο και πάνε να σε θάψουνε, ναι, μπορείς να μην κλάψεις; Μια -δυο, μετά είναι αδύνατο να μην κλάψεις και θα αποκτήσεις συνήθεια να κλαις. Αλλά να παρακαλέσεις και την Παναγία, να πούμε.
Και ένας λογισμός μου ήρθε: «Να, βλέπεις που αγωνίζεσαι...» Έφυγαν, έφυγαν αμέσως τα δάκρυα. Επειδή αυτό το χάρισμα που μου ‘δωσε ο άγιος Εφραίμ, το οικειοποιήθηκα, ότι είναι δικό μου κόπος, και έφυγαν τα δάκρυα.
------------
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Υπομονή
Εγώ σας έχω πει ότι κάποτε με πλησίασε μια Γερόντισα εκεί και λέει:
-Θέλω να εξομολογηθώ.
-Μα εγώ δεν εξομολογώ τους καλογήρους, θα εξομολογήσω καλόγριες;
-Όχι, θέλω να πω τον λογισμό μου, λέει.
-Ε, πες τον λογισμό σου.
Αφού είπε και εκείνη τα βάσανα της -γιατί πάντα βάσανα θα σου πει, δεν θα σου πει χαρές- λέει: «Είδα σαν ένα όραμα, ότι απάνω σ’ ένα βουναλάκι καθόντουσαν οι Πατριάρχαι Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Και λέω:
-Οι Πατριάρχαι είσαστε;
-Ναι, λένε, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ.
-Να ‘ρθω κι εγώ εκεί;
-Έλα.
-Από πού να ‘ρθω;
-Να, από κει, από τον δρόμο.
-Δεν βλέπω κανέναν δρόμο.
-Εκεί είναι, ψάξε να τον βρεις.
-Μα, δεν βλέπω δρόμο.
-Ψάξε, βρε ευλογημένη, ψάξε και θα τον βρεις.
-Μα, αυτός ο δρόμος είναι δεκαπέντε πόντους, πώς θα περάσω; Όλο αγριοπούρναρα και αγκάθια. Θα σχίσω τα φορέματά μου, θα ματώσω τα ποδάρια μου.
-Α, κι εμείς από κει περάσαμε και ήρθαμε εδώ πάνω.»
Το πράμα θέλει να πει ότι δια μέσου των θλίψεων, δια μέσου των στεναχωριών, δια μέσου του αίματος, ο άνθρωπος θ’ ανέβει στον ουρανό. Με αμεριμνία και με άνεση, με αυτοκίνητο δεν πάμε, πάτερ, στον Παράδεισο. Θα δώσεις αίμα, να πάρεις πνεύμα.
--------------
Έξω αυτή η Γερόντισσα, να πούμε, δεν αναφέρω τ’ όνομά της. Καρκίνο, εγχειρήσεις, τούτο, εκείνο, αυτό, κι όμως προσευχομένη είδε την Παναγία στον θρόνο της. «Περάστε οι όσιοι», λέει. Όλοι οι όσιοι πέρασαν μπροστά σαν παρέλαση, στην Παναγία. «Περάστε οι μεγαλομάρτυρες».
Αυτή καθότανε εκεί, Γερόντισσα ήταν, Ηγουμένη. Και στο τέλος πήγε, έβαλε μετάνοια φίλησε το χέρι της Παναγίας, ήταν ένα βελούδο! Και η παναγία της είπε: «Υπομονή, υπομονή, υπομονή», και ξύπνησε, να πούμε. Δηλαδή αν θέλεις να είσαι μαθήτρια και μαθητής του Χριστού, θ’ ανέβεις κι εσύ απάνω στον Σταυρό.
------------
Απαλλαγή κανένας Άγιος δεν εζήτησε από τον Θεό.Υπομονή να χαρίσει. Αν κάνεις υπομονή θα ‘χεις και λιγάκι μισθό, αν θα ‘χεις απαλλαγή, δεν έχεις τίποτες, μισθό δεν έχεις.
------------
Εγώ είχα μια ξαδέρφη, η οποία έπαθε το μυαλό της και υπέφερε, να πούμε. Περίπου μετά από είκοσι χρόνια πέθανε. Πιστεύσατέ με, την είδα μέσα στα τάγματα των αγγέλων· μαζί με τους αγγέλους υμνολογούσε την Αγία Τριάδα! Ακούτε; Λίγη υπομονή που έκανε στη λύπη, στη θλίψη. Δεν μπορούσε, είχε έτσι σαν μία παραλυσία και δεν μπορούσε ούτε τον εαυτό της να περιποιηθεί. Και εντούτοις όμως την υπομονή που έκανε σ’ αυτόν τον πειρασμό, που τον έδωσε ο Θεός βέβαια, και που την αξίωσε ο Θεός! Μέσα στα αγγελικά τάγματα, μέσα κι αυτή. Βρε, η Βασιλική, λέω, τέτοια δόξα ηξιώθη! Υμνολογούσε μαζί με τους αγγέλους την Αγία Τριάδα.
-----------
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Η μακροθυμία είναι αρετή γενναίας και ευγενικής ψυχής, που έχει θεμέλιο την αγάπη προς τον πλησίον. Η μακροθυμία είναι μεγαλοψυχία, μεγαλοφροσύνη και φίλη της πραότητας. Η μακροθυμία μαρτυράει καλή αγωγή ψυχής και εκδηλώνεται σαν συμπάθεια, φιλανθρωπία, μετριοφροσύνη και δικαιοσύνη. Ο μακρόθυμος κυριαρχεί πάνω στον θυμό και την οργή του∙ κατευνάζει δε τις ορμές της καρδιάς του, ελεεί όσους έφταιξαν σε κάτι και λυπάται αυτούς που αμαρτάνουν. Ο έλεγχός του γίνεται με επιείκεια και τα λόγια του εκφράζονται με σύνεση και φρόνηση. Η οργή δεν σκοτίζει τον νου του και ο θυμός δεν διαταράσσει τα λογικά του. Η όψη του είναι ευχάριστη και οι κινήσεις του σεμνοπρεπείς. Έχοντας πολλή φρόνηση, δεν δικάζει με εμπαθή οξύτητα, αλλά αποφαίνεται με αγαθή κρίση για τα παραπτώματα. O Χρυσόστομος λέει για τη μακροθυμία τα παρακάτω: «Το αίτιο όλων των αγαθών είναι η μακροθυμία∙ αυτή είναι η ρίζα κάθε φιλοσοφίας∙ υπάρχει ως όπλο ακαταμάχητο και πύργος απόρθητος, αντιμετωπίζοντας με ευκολία τα λυπηρά και τα δύσκολα. Και όπως ακριβώς, αν πέσει σπίθα στην άβυσσο, εκείνη δεν θα βλαφθεί καθόλου, αλλά η σπίθα θα σβήσει εύκολα, έτσι και στη μακρόθυμη ψυχή, όποιο απροσδόκητο και να εμφανιστεί, αυτό εξαφανίζεται εύκολα, ενώ εκείνη παραμένει ατάραχη. Διότι η μακροθυμία είναι δυνατότερη όλων∙ και για στρατόπεδα να πεις και για χρήματα και για άλογα και για τείχη και για όπλα και για ο,τιδήποτε, κανένα δεν θα βρεις ίσο με τη μακροθυμία.
Γιατί εκείνος που θα έχει όλα τα παραπάνω, αν κυριευθεί από θυμό, πολλές φορές συμπεριφέρεται σαν ανώριμο παιδάκι, κάνοντας πολύ θόρυβο και γεμάτος ζάλη. Ο μακρόθυμος απολαμβάνει βαθιά γαλήνη, σαν να βρίσκεται καθισμένος σε λιμάνι∙ όπως ακριβώς δεν νικιέται ο βράχος με όποια βλάβη κι αν προσπαθήσεις να του προκαλέσεις, ή δεν ταράζεται ο πύργος όποια ύβρη και να του απευθύνεις, ή δεν καταστρέφεται το διαμάντι με όποια πληγή θελήσεις να του προκαλέσεις».
Μακάριος ο άνθρωπος ο μακρόθυμος.
(«Το γνώθι σαυτόν ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ», ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΩΣ)
Υπομονή
Αχ τι να σας πω τώρα. Να σας πω και αυτό, καίτοι αυτό είναι ένα απόρρητο της ζωής μου, αλλά για την αγάπη σας, να πούμε, γιατί κι εσείς ανηψάκια μου είσαστε, θα σας το πω.
Το έκζεμα το οποίο έχω, αυτήν την πληγή που έχω στο ποδάρι, το ΄χω από δεκαπέντε χρονών. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα, τίποτε. Τώρα που πέρασε η ηλικία, τότες περισσότερο επιδεινώθη το πράγμα. Καθήμενος στο κρεβάτι, το ονομάζω «το κρεβάτι του πόνου» εγώ. Διότι να καθίσω όπως καθόσαστε εσείς, δεν μπορώ. Θα καθίσω λίγο, δεν μπορώ, κατεβαίνουν τα αίματα και πονάει περισσότερο η πληγή, ενώ έτσι, τρόπον τινά, αν βάλεις κι ένα μαξιλάρι και σηκώνεις λιγάκι το ποδάρι πιο ψηλά, κατεβαίνουν κάτω τα αίματα και ελαφρώνεται ο πόνος. Ε, τη νύχτα προσπαθώ έτσι να ελαφρώσω τον πόνο.
Αλλά καθήμενος εδώ μου δημιουργήθηκε και κύστη κόκκυγος. Όταν το σκέπτεσθε αυτό, είναι το πλέον φρικωδέστερο, να πούμε. Διότι είναι …. πολύ πόνο! Πώς να καθίσεις, βρε παιδί μου; Πώς να καθίσεις; Στο κρεβάτι κάθεσαι. Θα καθίσεις λίγο έτσι, θα καθίσεις λιγάκι δεξιά, λιγάκι αριστερά.
Υπομονή∙ γυρίζεις δεξιά. Δεξιά ο γλουτός εκεί σε πονάει, μετά από μισή ώρα σε πονάει∙ όχι σε πονάει, σε τσούζει, σε προειδοποιεί ότι θ΄ ανοίξει πληγή. Γυρίζεις αριστερά. Πάλι μισή ώρα που κάθεσαι αριστερά, πάλι σε τσούζει, σε πονάει, σε ειδοποιεί ότι θ΄ ανοίξει πληγή. Μα εδώ θ΄ ανοίξει πληγή, δεξιά θ΄ ανοίξει πληγή, αριστερά θ΄ ανοίξει πληγή, έτσι ανάσκελα που κάθεσαι πάλι πληγή προμηνύει∙ ε, τότες εγώ πώς να καθίσω; Δοκίμασα να καθίσω μπρούμυτα, μα μπρούμυτα μπορείς να καθίσεις;
Υπομονή, υπομονή, υπομονή, υπομονή, εωσότου μια φορά δεν άντεξα κι έπεσα σε απόγνωση! Μόνο που το σκέφτεσαι, η απόγνωση είναι φρίκη, είναι γεύση κολάσεως, γεύση γεένης, να πούμε. Σαν να έχω τώρα τούτα εδώ, πώς να περπατήσω, να πηδήξω να βγω απ΄ έξω, πώς να το κάνω να φύγω, πώς να βγω; Με κράτησε έξι έως εφτά λεπτά.
Μέσα στον πόνο, μέσα στην απόγνωση, μέσα στην απελπισία που βρισκόμουνα, στη συνοδεία μου δεν έλεγα τίποτες. Μια λεπτή φωνή άκουσα, σαν αύρα λεπτή, να πούμε, ότι: «Έτσι σε θέλει ο Θεός». Με αυτό έτσι σαν να πήρα μια βαθιά αναπνοή∙ ε, να ΄ναι ευλογημένο, αφού με θέλει ο Θεός, να ΄ναι ευλογημένο∙ μα δώσ΄ μου και υπομονή, γιατί δεν αντέχω εγώ τώρα.
Τι να κάνω, να βγω έξω να κάνω εγχείρηση; Όλοι σου λένε, εγχείρηση να κάνεις, εγχείρηση να κάνεις. Πώς να βγω όμως; Εδώ θα μπω στο αυτοκίνητο, θα πάω, αλλά και στο αυτοκίνητο δεν σε τραντάζει; Σηκώνομαι απελπισμένος έτσι και πηγαίνω στο καντηλάκι της Παναγίας, και το καντηλάκι της Παναγίας κι αυτό θαυματουργό είναι∙ πήρα λίγο βαμπάκι κι έρχομαι στο δωμάτιο, αλείβω το μέρος που είναι η κύστη κόκκυγος και δεξιά και αριστερά τους γλουτούς την πρώτη μέρα. Τη δεύτερη μέρα πάλι, την τρίτη μέρα άφαντα γενήκαν όλα. Εθαυματούργησε η Παναγία! Τώρα κάθομαι ώρες ολόκληρες, δεν με πονάει ούτε γλουτός ούτε κύστη κόκκυγος.
Και είναι σαν μία βεβαίωση, να πούμε, αυτά τα βιβλία του Γέροντος Ιωσήφ που λεν -και το πρώτο και το δικό σας και του Φιλοθεΐτη- υπομονή στας θλίψεις. Υπομονή. Σ΄ όλο το βιβλίο αναπτύσσεται, να πούμε, το ρητό «υπομονή στας θλίψεις». Και το παίρνει ο Γέροντάς σας και ο άλλος ο Ηγούμενος και το αναπτύσσει σε διάφορες λεπτομέρειες.
Ναι, αλλά η Σκέπη της Παναγίας πάντα υπάρχει, αλλά δεν τη βλέπουμε. Τότες τη βλέπουμε, όταν πρόκειται να πέσουμε μέσα στο χάος, στην άβυσσο. Όταν πρόκειται να πέσουμε, τότες βλέπουμε τη Σκέπη της Παναγίας που μας απαλλάσσει από το να πέσουμε σ΄ αυτή την καταβόθρα, να πούμε.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά το κυριότερο όταν εσταμάτησε, την τρίτη μέρα που έφυγαν οι πόνοι όλοι, μια χαρά κυκλοφόρησε μέσα μου, σαν μια πληροφορία ότι ο Θεός από την πολλήν Του αγάπη, την άμετρο αγάπη Του, την φανέρωσε στο να μου δώσει την πληγή κάτω στο ποδάρι. Και δεν χόρταινα να ευχαριστώ, να δοξάζω, να υμνολογώ, να ευγνωμονώ τον Θεό που μου΄δωσε την πληγή. Ως δείγμα της αγάπης Του μου ΄δωσε την πληγή αυτή στο ποδάρι. Δεν χόρταινα, μέρα-νύχτα χαιρόμουνα και δοξολογούσα: «Η αγάπη Σου η μεγάλη σ΄ αυτό φανερώθηκε∙ μα πώς να Σε δοξολογήσω, μα πώς να Σε ευχαριστήσω, μα πώς να πω. Η αγάπη Σου εμένα τον ελεεινό, την βρώμα, ο Θεός, ο άπειρος, το Αιώνιον, το Ατελεύτητον, εμένα αγάπησες; Μα τι είδες σε μένανε; Δοξάζω την Δόξα, δοξάζω το Ελεήμον, το Οικτίρμον», έλεγα, τώρα δεν μπορώ να πω τέτοια ώρα, δεν μπορώ να πω όπως έλεγα τότες. Τρεις μέρες, μετά από τρεις μέρες σταμάτησε.
Γι΄ αυτό καλά είναι οι θλίψεις, καλά είναι τα βάσανα, καλά είναι οι στεναχώριες, ξέρει ο Θεός γιατί τις δίνει. Γιατί έτσι περισσότερο πλησιάζουμε στον Θεό, με τις θλίψεις, με τα βάσανα. «Κύριε, εν θλίψει εμνήσθημέν Σου», λέει (Ησ. 26, 16). Με τις θλίψεις πλησιάζουμε. Ο Θεός μας αφαιρεί τις θλίψεις; «Ο φεύγων πειρασμόν επωφελή, φεύγει ζωήν αιώνιο», λέει. Έτσι είναι.
Γι΄ αυτό ο άνθρωπος να μην απελπίζεται, να μην έρχεται σε απόγνωση για τη μια αποτυχία. Διότι δεν γνωρίζεις ποιο είναι το θέλημα του Θεού. Όταν το γνωρίσεις το θέλημα του Θεού, κάνεις υπομονή, αλλά το θέλημα του Θεού δεν είναι πάντοτε γλυκό, είναι και πικρό, είναι και πικρό! «Το ποτήριον, ου μη πίω αυτό;», λέει. «Δεν θα το πιώ το ποτήρι, Πέτρο;», λέει. «Θα το πιώ το ποτήρι», και τον ονόμασε και σατανά, «ύπαγε οπίσω μου, σατανά, το ποτήριον ο δέδωκε ο Πατήρ, ου μη πίω αυτό;» (Ιω. 18, 11). Έτσι είναι. Ναι, αλλά δια μέσου του Σταυρού ήρθε η Ανάστασις. «Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω»∙ δια μέσου του Σταυρού.
Και ο άγιος Χρυσόστομος επαινεί τον Ιώβ όχι στον πρότερο του βίο, που ήταν ελεήμων, οικτίρμων, που ήταν φιλόξενος, που ήταν της προσευχής άνθρωπος, όχι. Την υπομονή που έκανε εις την μεγάλη δοκιμασία που του παραχώρησε ο Θεός, στον πειρασμό, στην ασθένειά του. Η ασθένεια αυτή έκζεμα ήταν, όλο το σώμα του το ΄ξυνε κι έβγαζε ιχώρα, πύον έβγαζε. Εκεί επαινεί περισσότερο ο άγιος Χρυσόστομος τον Ιώβ. Αλλά «την υπομονήν Ιώβ ηκούσατε» (Ιακ. 5, 11).
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Αποταγή
Όταν πήρα τον πρώτο ζήλο να γίνω κι εγώ καλόγερος, τον εφανέρωσα σε κάτι άλλους. Και ένας ήτανε σωφέρ, μου λέει:
−Άκουσε, Ευάγγελε (με λέγανε κοσμικά), εγώ θα περάσω, λέει, με τ΄ αυτοκίνητό μου να πάω στα τάδε χωριά και περίπου κατ΄ αυτήν την ώρα, τη σημερινή την αγιορείτικη, περίπου πέντε-έξι το μεσημέρι, θα περάσω, να είσαι εκεί, να σε πάρω να πάμε στο μοναστήρι.
−Εντάξει.
Πήρα κι εγώ μία μπλούζα, κοσμικό παιδί, κάτι τέτοιο, και πήγα και κάθισα σ΄ ένα βραχάκι και έβλεπα μακριά τον δρόμο. Προτού να ΄ρθει η ορισμένη ώρα, σηκώθηκα κι έφυγα. Όταν ήρθε η ώρα, λέει, ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά «ούπω ήκει η ώρα Αυτού» (Ιω. 8, 20). Όταν ήρθε η ώρα, ούτε πατέρα ούτε μητέρα λογάριασα, σηκώθηκα κι έφυγα. Αν δεν στάξει απάνω, πώς να το πει κανένας, απρόκοφτος καλόγερος θα ΄σαι. Θέλει να στάξει μέσα στην ψυχή∙ αυτός ο θείος έρως όταν σου ΄ρθει, ούτε μένα θα ρωτάς ούτε θα λογαριάζεις, να πούμε, και θα πας με μεγάλη προθυμία.
--------------
Ρώτησα παλαιούς Γεροντάδες εγώ: «Τι είδατε;» «Όταν ήρθαμε στο Άγιον Όρος είχαμε φωτιά σαν τον Άθωνα και τώρα έχει μείνει ένα λεπτόκαρο» Εάν εσύ έρχεσαι μ΄ ένα λεπτόκαρο, αύριο τι θα γίνει;
Γι΄ αυτό κι ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος αυτό λέει: Μακάριος εκείνος ο οποίος διατήρησε τον πρώτο ζήλο, έτσι που πήγε στο μοναστήρι, μέχρι τέλους της ζωής του, λέει. Αυτόν τον πρώτον ζήλο. Μακαριότερος εκείνος ο οποίος τον ηύξησε, να πούμε. Μακάριος εκείνος που τον ηύξησε.
--------------
Έρχονται πολλοί και με ρωτούν: «Λέτε να γίνω καλόγερος;» Κι εγώ να προσευχηθώ και να πάρω πληροφορία, δεν θα στο πω εσένα. Όχι. Το μόνο εγώ που μπορώ να προσευχηθώ, εσύ, να πούμε, να διαλέξεις ποιο δρόμο θέλεις. Όχι να στο πω. Γιατί αύριο- μεθαύριο δεν ξέρω τι θα γίνει. Έπειτα έχω ν΄ ακούσω καμιά ευχή ανάποδη, ότι ο παπα-Εφραίμ με πήρε στον λαιμό του! Δεν στο λέω. Εσύ ο ίδιος θα διαλέξεις ποιο δρόμο θέλεις. Να, είναι η Γοργοϋπήκοος, είναι των Ιβήρων που είναι θαυματουργές εικόνες, εκεί να πας να κάνεις μια παράκληση και να σου ανοίξει Αυτή η Αγία που παρακαλάς, να πούμε, ποιο δρόμο εσύ θα διαλέξεις. Άλλως με τη φωτιά τη δική μου, πάτερ, εσύ θ΄ ανάψεις; Όχι.
--------------
Πειρασμός
Το δαιμονικό, πώς να σας πω, προξενεί έτσι λιγάκι κρύο πράγμα, λιγάκι δισταγμό, να πούμε, λίγο αμφίβολο, δεν σε πληρώνει, δεν πληροφορείσαι να το κάνεις αυτό το πράγμα. Δεν πληροφορείσαι να το κάνεις. Έχει κάποιο δισταγμό, κάποια αμφιβολία μέσα σου, οπότε αυτό είναι δαιμονικό.
--------------
Πολλές φορές κι όταν λειτουργούσαμε, πάτερ, μη νομίσεις ότι είμαστε κι εμείς απείραχτοι απ΄ τον πειρασμό∙ και λειτουργούντες έρχεται ο πειρασμός. Ε, ψάλλει άλλος απ΄ έξω. Θυμώνεις: «Μα τι ψάλλεις έτσι αργά, λιγάκι γρήγορα, βρε παιδάκι μου». Πλησίασε ο άλλος (ο πειρασμός) τώρα.
--------------
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000
Η προσευχή είναι βοηθός στη ζωή μας, συνομιλία με τον Θεό,
λησμοσύνη των γήινων πραγμάτων, άνοδος στον Ουρανό.
Είναι κοινό φάρμακο των παθών, κατάλληλο στο να προφυλάγει
από αυτά.
Είναι χορηγός της ζωής, υποθήκη υγείας, ελπιδοφόρο άνθος.
Μεγάλο όπλο η προσευχή, μεγάλη ασφάλεια, μεγάλος θησαυρός,
μεγάλο λιμάνι, ασφαλής περιοχή!
Άγιος Νεκτάριος
Περί ιερωσύνης
Όταν λειτουργάς, να 'χεις υπόψη σου ότι είσαι μεσίτης. Παραλαμβάνεις από τον κόσμο πόνο, δάκρυα, ασθένειες παρακλήσεις και τ΄ αναφέρεις επάνω εις τον θρόνο της θεότητας. Και μεταφέρεις κατόπιν στον κόσμο παρηγοριά, θεραπεία, ό,τι έχει ανάγκη ο καθένας. Μεγάλο αξίωμα σ΄ έχει αξιώσει, παιδί μου, ο Θεός. Να το καλλιεργήσεις. Το αυτί του Θεού είναι στο στόμα του ιερέως.
--------------
Μεγάλη δύναμη έχει το πετραχήλι. Το πετραχήλι είναι ο διαλλάκτης του πεπτωκότως ανθρώπου με τον Πατέρα, με τον Δημιουργό του. Γι΄ αυτό όσο μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις. Όσα μπορείς περισσότερα.
--------------
Στον καιρό της Τουρκοκρατίας γύριζαν πολλοί παπάδες, αλλά ένας παπάς γύριζε και μάζευε ονόματα και τα μνημόνευε στη Λειτουργία. Και είπε ο καϊμακάμης, ο Τούρκος αστυνομικός: «Βρε, αυτός εγείρει τον κόσμο σε επανάσταση». Τον πιάνει και τον βάζει μέσα. Και στον ύπνο του φανερώνονται όλοι αυτοί που μνημόνευε και λένε: «Άκουσε, ή βγάζεις τον παπά έξω, διότι αυτός μας μνημονεύει και μας παρηγορεί, ή θα σου πάρουμε το πρώτο παιδί». Κι ο Τούρκος φοβήθηκε. Επί Τουρκοκρατίας. «Άντε, παπά, πάνε στο καλό», λέει, «πάνε, εγώ θα χάσω το παιδί μου;».
Μεγάλη δύναμη έχει το πετραχήλι, παιδί μου, μεγάλη δύναμη. Όσο μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις.
--------------
Ναι, εμένα παλιά μου ΄δωσε ο π. Αρσένιος, ο παραδερφός του γέρο-Ιωσήφ, κάτι ονόματα απ΄ όταν ήταν μετανάστης απ΄ τη Ρωσία και ήρθε στην Ελλάδα. Κι εγώ τα μνημόνευα. Κι έπειτα μου λέει: «Ξέρεις, Γέροντα, τι είδα; Είδα στον ύπνο μου ότι αυτά τα ονόματα που σου ΄δωσα, πήγα στο ένα σπίτι. Λέω, πώς τα περνάς εδώ; Ε, λέει, λιγάκι, καλά, αλλά έρχεται ο παπα- Εφραίμ και μας παρηγορεί». Είναι που του μνημόνευα τα ονόματα. Ναι. Έπειτα ο άλλος: «Εσύ πώς τα περνάς;». «Ναι, έτσι κι έτσι, πέφτει λιγάκι βροχή και κρυώνω, αλλά έρχεται ο παπα -Εφραίμ, λέει, και μας παρηγορεί». Λέω: «Είναι, αδερφέ μου, τα ονόματα που μνημονεύω».
--------------
Ο παπα-Πλανάς γιατί αγίασε; Εμνημόνευε ολόκληρα χαρτιά, εμνημόνευε. Κι εγώ θυμήθηκα κάτι ονόματα και τα τοιχοκόλλησα στην Προσκομιδή. Εκεί, εκ του προχείρου. Και στον ύπνο μου βλέπω, λοιπόν, ότι ήρθαν κάτι γέροι παλαιοί, με παλαιϊκά ρούχα, όπως άκουγα εγώ από τη μητέρα του πατέρα μου. Λένε: «Εσύ, παιδί μου, μας έγραψες, αλλά ο Γέροντας, παιδί μου, δεν μας μνημονεύει».
−Έλα, λέω του Γέροντα, γιατί δεν τα μνημονεύεις;
−Δεν τα έβλεπα καθαρά, λέει.
−Γέροντα, αυτό κι αυτό είδα: ότι ο Γέροντας δεν μας μνημονεύει, λέει.
Κι από τότες έλαβα προθυμία να μνημονεύω όσο ονόματα περισσότερα. Όσα ονόματα περισσότερα, περισσότερο μισθό λαμβάνεις. Αλλά αυτή είναι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη: να ενώσεις τον άνθρωπο με τον Θεό. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ελεημοσύνη. Και μπορείς να το κάνεις. Όσα, παιδί μου, περισσότερα ονόματα μνημονεύεις, τόσο περισσότερο μισθό λαμβάνεις. Ναι.
--------------
Ένας ιερομόναχος: Και για τα δάκρυα που είπατε; Πώς μπορεί κανείς, έτσι, να ΄χει δάκρυα στην ώρα της Θ. Λειτουργίας;
Γέροντας: Να σου πω, εγώ τώρα έχω κάναν χρόνο που σταμάτησα, διότι δεν βλέπω, αλλά όλην την ημέρα προπαρασκευαζόμουνα για τη Θ. Λειτουργία. Να μην περιορισθείς, παιδί μου, στις ευχές της Μεταλήψεως. Διότι τη Μετάληψη τη διαβάζει και ο λαϊκός, κι ο παπάς, κι ο δεσπότης, κι ο πατριάρχης. Αλλά δεν είναι όλοι ένα. Ο κόσμος τα παραλαμβάνει έτοιμα τα Δώρα. Ενώ ο παπάς είναι χασάπης. Θυσιάζει τον Χριστό και Τον μεταδίδει κατόπιν στο πλήρωμα του λαού. Έχει μεγάλη διαφορά, δεν είναι το ίδιο. Γι΄ αυτό, παιδί μου, αν θέλεις να ΄χεις κατάσταση, μην περιορίζεσαι στις ευχές της Μεταλήψεως. Γιατί εσύ είσαι χασάπης. Σφάζεις και θυσιάζεις. Ενώ ο άλλος τον παίρνει έτοιμο τον άγιο Άρτο. Γι΄ αυτό όλη την ημέρα να παρακαλάς την Παναγία, που έχεις κοντά: «Παναγία μου, αξίωσέ με να δω τι θυσιάζω, τι υπούργημα μου ΄δωσε ο Θεός. Να το αισθανθώ». Και θα σου το δώσει η Παναγία. Ναι. Άμα λειτούργησες και δεν δάκρυσες, είσαι λιγάκι… υπό μέμψιν, είσαι υπό κατάκρισιν.
Ιερομόναχος: Στεναχωριέμαι κι εγώ.
Γέροντας: Ναι. Άμα, όμως, κλάψεις στη Λειτουργία, θα καταλάβεις ότι λειτούργησες, ότι έφαγες κρέας πνευματικό, να πούμε. Αν, όμως, δεν έκλαψες είτε στην προσευχή σου, είτε στη Λειτουργία, είναι σαν να έφαγες νερόβραστο. Αν, όμως, κλάψεις, θα καταλάβεις ότι έφαγες πνευματικό κρέας.
--------------
Ιερομόναχος: Γέροντα, κανείς προσπαθεί να προετοιμάζεται όσο μπορεί, όμως βλέπει ότι ο εχθρός δεν κάθεται, δηλαδή φέρνει λογισμούς πολλές φορές αισχρούς, βλάσφημους, ρυπαρούς. Τότε τι κάνει, ας πούμε, τι πρέπει, πώς να τους αντιμετωπίσει;
Γέροντας: Άκουσε να δεις, άνθρωποι είμεθα. Ε, άνθρωποι είμεθα, δεν είμεθα άγγελοι. Φέρνει και λογισμούς αισχρούς, φέρνει και λογισμούς υπερηφανείας, φέρνει και λογισμούς κατακρίσεως, όλα. Εμείς θ΄ αγωνιζόμαστε.
--------------
Άλλη φορά ήρθε κάποιος εδώ πέρα και με την ομιλία προβήκαμε σε κατάκριση. Έπειτα πάω να λειτουργήσω και δεν μπορώ να πω τις ευχές. Βρε, τι έκανα; Λέω. Μπρος! Ήρθε ο τάδε ο γείτονας και κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες και το αυτό. Απάνω στη Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Έσφαλα, Θεέ μου. Για ποιον είναι το «έσφαλα», Θεέ μου; Υπάρχει και για μένα συγχωρητική ευχή», λέω. «Ε, καλά, Θεέ μου, ευλόγησον». Και στο τέλος ειρήνευσα και λέω: «Άμα θέλεις άλλη φορά κατάκρινε!».
Μεγάλο πράγμα είναι, μεγάλο κακό είναι η κατάκρισις. Ε, ως άνθρωποι θα σφάλλουμε, παιδί μου. Αλλά τι; Και η εξομολόγησις είναι μυστήριο, παιδί μου.
--------------
Εγώ μόνο το Γυμνάσιο έβγαλα, δεν πήγα παραπάνω. Κι έγραψα όλους τους συμμαθητάς μου, όλους τους καθηγητάς μου, τους δασκάλους από την πρώτη Δημοτικού μέχρι την τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Και όταν τα μνημονεύω, πόση χαρά λαμβάνω! Ξέρεις πόση χαρά λαμβάνω; Διότι μνημονεύω εκείνους, οι οποίοι με έκαναν άνθρωπο καλό. Τώρα, επειδή έχω έναν χρόνο που δεν πάω στη Λειτουργία, γιατί δεν ακούω, και θέλω να μνημονεύσω πάλι εκείνα τα ονόματα, και λίγο-λίγο πάλι τα θυμάμαι, αυτοί οι άνθρωποι ωφελούνται. Γι΄ αυτό, παιδάκι μου, θέλεις να σωθεί η ψυχή σου δωρεάν; Όσα μπορείς περισσότερα ονόματα να μνημονεύεις.
--------------
Μεγάλη παρρησία έχει το πετραχήλι, μεγάλη παρρησία. Γι΄ αυτό, παιδάκι μου, θες να αποκτήσεις κατάσταση; Άμα λειτουργήσεις και δεν κλάψεις, κάπου έπταισες, κάπου έκανες λάθος. Εγώ όλη την ημέρα προπαρασκεύαζα τον εαυτό μου για την ώρα της Λειτουργίας. Κι όταν έμπαινα στη Λειτουργία, δεν μπορούσα να σταματήσω τα δάκρυα. Ναι! Πολλές φορές δηλαδή είδα και απάνω στην αγία Τράπεζα σώμα νεκρό, να πούμε, σαν σε έκσταση, σώμα νεκρό.
--------------
Ιερομόναχος: Εγώ, Γέροντα, ήμουνα είκοσι χρόνια απλός μοναχός. Και είναι αλήθεια, όταν έγινα παπάς, μετά δυσκολεύτηκα, δεν μπορούσα να συνηθίσω ότι ήμουνα ιερεύς. Και από την άλλη μέρα που έγινα παπάς με πολέμησε ο διάβολος με λογισμούς, με αγωνία, με φόβο, με αυτά, με πάλεψε πολύ με αυτά.
Γέροντας: Ε, τη δουλειά του κάνει αυτός. Τη δουλειά του, αλλά κι εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας. Εκεί εις την Παναγία, να παρακαλάς την Παναγία, παιδί μου, διότι όλοι οι Άγιοι παρακάλεσαν την Παναγία. Δεν δίνεται ένα χάρισμα από τον Θεό εις τον άνθρωπο, ει μη δια μέσου της Παναγίας. Η Παναγία μοιράζει τα χαρίσματα στον κόσμο, η Παναγία τα μοιράζει.
Ιερομόναχος: Κι έτσι εθαύμασα. Λέω, πώς ο διάβολος ούτε τη Θ. Λειτουργία δεν φοβάται, με τους λογισμούς του, με αισχρά, με το ένα, με το άλλο.
Γέροντας: Δεν λείπουν, παιδί μου, αυτά τα πράγματα. Δεν λείπουν.
Ιερομόναχος: Περιφρόνηση χρειάζεται…
Γέροντας: Περιφρόνηση. Ε, τη δουλειά του κάνει αυτός, παιδί μου, τη δουλειά του κάνει. Αλλά εμείς τη δουλειά μας, τη δουλειά μας.
--------------
Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη 2000