" Οι φοβίες της μάνας επηρέασαν το έμβρυο "
Ο μοναχός Νικόδημος αφηγήθηκε ένα καταπληκτικό περιστατικό, το οποίο μάλιστα σ' εσάς αφηγούμαι για πρώτη φορά, γνωρίζοντας ότι θα λάβει δημοσιότητα.
- Όταν ο Γέρων Πορφύριος υπηρετούσε ως ιερέας στην Πολυκλινική των Αθηνών, αρκετοί ιατροί εκεί, οι οποίοι είχαν αντιληφθεί ότι διέθετε κάποια σπουδαία χαρίσματα από το Θεό, τον σέβονταν ιδιαίτερα και συχνά του ζητούσαν να προσευχηθεί για μία δύσκολη εγχείρηση ή τον ερωτούσαν όταν επρόκειτο για δύσκολες διαγνώσεις.
Έτσι, μία μέρα ιατροί της Πολυκλινικής κάλεσαν τον μακαριστό Γέροντα να τους πει τη γνώμη του για ένα ασυνήθιστο περιστατικό που αντιμετώπιζαν. Μία κοπέλα γέννησε στην Πολυκλινική ένα παιδί παραμορφωμένο, το οποίο είχε μελανοειδή επιμήκυνση της παρειάς, που ήταν όπως η μελιτζάνα. Ήθελαν ν' ακούσουν τη δική του ερμηνεία για τη γέννηση ενός τέτοιου παιδιού. Ο Γέρων Πορφύριος ζήτησε να δει την κοπέλα και, συζητώντας μαζί της, έμαθε ότι εκεί στη γειτονιά της, στην Ομόνοια δηλαδή, κυκλοφόρησε ένας νεαρός, ο οποίος είχε ακριβώς το ίδιο παραμορφωμένο πρόσωπο, όπως το μωρό, που είχε γεννηθεί στην Πολυκλινική. Η κοπέλα συναντούσε συχνά εκείνο το νέο, μια και ήταν γείτονάς της και, φυσικά, τον λυπόταν. Όταν όμως παντρεύτηκε και έμεινε έγκυος, η θέα εκείνου το νέου άρχισε να της γίνεται εφιάλτης. Καθώς τον έβλεπε, σκεφτόταν : " Τί τρομερό που είναι για τη μητέρα του, να έχει ένα τέτοιο παιδί ! Αν ήμουν εγώ στη θέση της, πώς θα υπέφερα, πώς θα το άντεχα ; "
Και, ακριβώς, η εφιαλτική αυτή σκέψη επέδρασε στην περίοδο αυτή της εγκυμοσύνης της κοπέλας, ώστε να διαμορφωθεί το έμβρυο ανάλογα, και τελικά να γεννηθεί αυτό το παιδάκι με τερατώδες πρόσωπο, παρόμοιο με του νεαρού γείτονα της μητέρας. Αυτή την ερμηνεία έδωσε ο Γέρων Πορφύριος, με την οποία συμφώνησαν οι ιατροί της Πολυκλινικής, αλλά και η ίδια η μητέρα του μωρού.
[Ί 109]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.293-294)
Ο όσιος Γεράσιμος και το λιοντάρι
Ο όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης συνήντησε κάποτε σε μία όχθη του ποταμού Ιορδάνου ένα λιοντάρι. Εκείνο, μόλις τον αντίκρυσε, άρχισε να βρυχιέται και να ωρύεται. Ένα αιχμηρό καλάμι είχε μπη στο πόδι του και του προξενούσε αφόρητους πόνους. Ο άγιος κατάλαβε τι του συνέβαινε και συμπάθησε το θηρίο. Πλησίασε, είδε ότι το πόδι του άρχισε να πρήζεται και με πολλή προσοχή και επιμέλεια έβγαλε το κοφτερό καλάμι. Το λιοντάρι τότε μετέβαλε την φυσική του αγριότητα και, παρά τον πόνο που δεν σταμάτησε τελείως, ακολούθησε σαν πρόβατο τον όσιο! Το εκπληκτικό γεγονός είχε και εκπληκτικώτερη συνέχεια.
Η λαύρα του οσίου Γερασίμου είναι κοντά στον Ιορδάνη. Γι’ αυτό και οι λαυριώτες έπαιρναν νερό από κει. Χρησιμοποιούσαν για την μεταφορά ένα γαϊδουράκι. Όταν είδαν ότι το λιοντάρι ακολουθούσε ήρεμα τον όσιο, του ανέθεσαν να φυλάη και να προστατεύη το γαϊδουράκι, που τους έφερνε μέσα στην ερημιά το νερό. Έτσι επί πολύ καιρό το λιοντάρι πηγαινοερχόταν στο ποτάμι σαν ένας πιστός σκύλος. Κάποτε όμως αποκοιμήθηκε και ήρθαν άραβες έμποροι με καμήλες και έκλεψαν το γαϊδουράκι, που είχε απομακρυνθή πολύ βόσκοντας. Όταν ξύπνησε, το ανεζήτησε, αλλά δεν το βρήκε. Γύρισε σκυθρωπό στην λαύρα με κατεβασμένο το κεφάλι. Ο όσιος Γεράσιμος, βλέποντάς το μόνο, υπωπτεύθηκε ότι κατεσπάραξε το γαϊδουράκι. Του είπε λοιπόν:
-Τι συμβαίνει και ήρθες μόνο σου; Φαίνεται ότι κυριάρχησε η φύσις πάνω στην θέλησί σου να ημερέψης και να υπηρετής την μονή μας. Φαίνεται ότι θυμήθηκες την αγριότητα σου, την αλαζονεία σου και την υπεροχή σου στα άλλα ζώα. Γι’ αυτό, εάν θέλης να μείνης μαζί μας, θα ταπεινωθής! Θα μας φέρνης εσύ το νερό.
Έτσι το λιοντάρι άρχισε να κουβαλάη το νερό των πατέρων. Κάθε τόσο το φόρτωναν με τα κατάλληλα αγγεία, τα έδεναν καλά πάνω του και το έστελναν στο ποτάμι. Εκεί του τα γέμιζαν και το έστελναν πίσω. Το λιοντάρι, αφού έκανε το έργο του πιστού σκύλου, έκανε τώρα και το έργο του νεροκουβαλητού. Έπειτα από αρκετό καιρό, οι άραβες έμποροι που έκλεψαν το γαϊδουράκι, ξαναπέρασαν από την περιοχή της λαύρας του οσίου Γερασίμου, έχοντάς το μαζί με τις καμήλες τους. Το λιοντάρι το είδε, το ανεγνώρισε και πήδηξε από την χαρά του. Μ’ ένα τρομακτικό βρυχηθμό ώρμησε εναντίον του καραβανιού και το σκόρπισε αστραπιαία. Άρπαξε μετά το σχοινί που ήταν δεμένο το γαϊδουράκι και το ωδήγησε στην λαύρα. Φαινόταν σαν ένας στρατιώτης γενναίος που γύριζε από ένα θρίαμβο, γεμάτος τρόπαια της νίκης.
Οι πατέρες χάρηκαν και ο όσιος απήλλαξε το λιοντάρι από το διακόνημα του νεροκουβαλητού. Του ανέθεσε πάλι το διακόνημα του φύλακος. Πέρασαν από τότε τρία χρόνια και ο όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης εκοιμήθη. Το λιοντάρι δεν τον έβλεπε πλέον. Άρχισε τότε ν’ ανησυχή, να τριγυρίζη νευρικά και να βρυχιέται. Οι λαυριώτες αδελφοί προσπαθούσαν να το ηρεμήσουν. Το χάϊδευαν στην χαίτη και στην ράχη και το παρώτρυναν να φάη. Εκείνο όμως, όσο δεν έβλεπε τον ευεργέτη του, τόσο σκυθρώπαζε και δεν έτρωγε τίποτε. Οι μέρες περνούσαν και η κατάστασις χειροτέρευε. Μέχρις ότου ο αββάς Σαββάτιος ωδήγησε το λιοντάρι στον τάφο του οσίου και του είπε:
-Ο γέροντας μας εκοιμήθη και μας άφησε όλους ορφανούς. Μην τον ζητάς πλέον. Να, εδώ τον θάψαμε. Εδώ είναι ο τάφος του.
Λέγοντας αυτά ο αββάς έβαλε μετάνοια στον τάφο του οσίου. Ακούοντας αυτά το λιοντάρι έγειρε το κεφάλι στη γη και έπεσε νεκρό.
(Συναξαριστής Γ΄)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 253-255)
Δύο ασφαλείς οδηγοί
Ο όσιος ερημίτης Συμεώνης ο Παλαιός έλαβε σαν μισθό της ασκήσεως του και αυτό το θείο χάρισμα, να διατάζη και τα αγριώτερα και φοβερώτερα θηρία. Έγινε φανερό το χάρισμα τούτο όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και σε απίστους ιουδαίους. Διότι κάποτε μια ανάγκη τούς έκανε να ξεκινήσουν για κάποιο φρούριο, που βρισκόταν μακριά. Ξέσπασε όμως ραγδαία βροχή και σφοδρή καταιγίδα. Έχασαν λοιπόν τον δρόμο. Αδυνατώντας να δουν μπροστά τους περιπλανήθηκαν στην έρημο χωρίς να βρίσκουν κανένα χωριό, κανένα σπήλαιο, κανένα διαβάτη.
Παραδέρνοντας έτσι στην ξηρά σαν τους ναυτικούς μέσα σε φουρτούνα, φθάνουν σαν σε λιμάνι στο σπήλαιο του θείου Συμεώνη. Βλέπουν εκεί άνθρωπο σκελετωμένο, που φορούσε μια προβιά. Μόλις τους είδε, τους χαιρέτησε και τους ρώτησε γιατί ήρθαν. Όταν του είπαν τι τους συνέβη και τον παρεκάλεσαν να τους δείξη τον δρόμο για το φρούριο, τους λέει:
-Περιμένετε και γρήγορα θα σας δώσω οδηγούς, που θα σας δείξουν τον δρόμο που επιθυμείτε.
Εκείνοι υπήκουσαν και ησύχασαν. Καθώς όμως περίμεναν, ήρθαν δύο λιοντάρια, χωρίς αγριωπό βλέμμα, κουνώντας την ουρά τους, σαν να βρίσκονταν ενώπιον του κυρίου τους, και δείχνοντας διάθεσι υπακοής. Ο όσιος τα διέταξε με νοήματα να οδηγήσουν τους επισκέπτες και να τους επαναφέρουν στον δρόμο που έχασαν.
( Φιλόθεος ιστορία Α΄)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄,σελ.243)
Τα κουταλάκια και η λαβίδα
Υπάρχουν χριστιανοί που φοβούνται να μεταλάβουν για να μην κολλήσουν μικρόβια! Αν ήταν έτσι, δεν θα ζούσε κανένας από τους ιερείς, επειδή στο τέλος καταλύουν το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου, από το οποίο κοινωνούν συχνά εκατοντάδες πιστοί με ποικίλες αρρώστιες. Κι όμως, κανένας ιερέας δεν έπαθε ποτέ τίποτα. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είναι «πυρ καταναλίσκον».
Ένα από τα πολλά περιστατικά που αποδεικνύουν περίτρανα την αλήθεια αυτή είναι και το ακόλουθο:
Όταν ο μητροπολίτης Χίου Παντελεήμων Φωστίνης (+1962) ήταν ιεροκήρυκας Αττικής, πήγε κάποτε να λειτουργήσει στο φθισιατρείο της «Σωτηρίας». Εκεί του έφεραν οι νοσοκόμοι μια μεγάλη πιατέλα με πολλά κουταλάκια.
-Τί τα φέρατε αυτά; τους ρώτησε.
-Μας είπαν οι γιατροί να κοινωνήσετε μ’ αυτά τους ασθενείς, αρχίζοντας από τους πιο ελαφρά και προχωρώντας στους πιο βαριά.
-Δεν χρειάζονται αυτά, απάντησε με πίστη ο ιερέας. Έχω την αγία λαβίδα.
Πραγματικά, στη θεία λειτουργία κοινώνησε κανονικά τους ασθενείς και ύστερα πλησίασε στην ωραία πύλη για να καταλύσει. Το έκανε αυτό για να τον βλέπουν όλοι, και να μάθουν οι γιατροί ότι η θεία Κοινωνία είναι φωτιά που καίει τα πάντα.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.149-150)
Η θεία Κοινωνία θαυματουργεί
Στη διάρκεια της μεγάλης σαρακοστής του 1958, κάποιος ιερέας επισκέφθηκε χαράματα στο κελλί του τον μακαριστό π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο ( +1982).
-Πάμε σε παρακαλώ, του λέει, στην κλινική « Άγιος Παύλος», για να εξομολογήσεις και να κοινωνήσεις κάποιον άρρωστο. Θέλω να γίνει καλά για τους συγγενείς του, που ζουν μακριά από την Εκκλησία. Ο νους τους είναι στα λεφτά. Κανείς δεν ενδιαφέρεται. Μόνο η μνηστή του αρρώστου είναι ευσεβής, και θέλει να μη φύγει απροετοίμαστος.
Πήγαν μαζί στην κλινική, τέλεσαν το μυστήριο του Ευχελαίου κι ύστερα ο π. Χαράλαμπος προσπάθησε να τον εξομολογήσει. Δυστυχώς πάθαινε διαλήψεις. Έγινε ωστόσο με δυσκολία κάποια υποτυπώδης εξομολόγηση. Ύστερα τον κοινώνησε.
Ε, λοιπόν, έγινε καλά! Η θεία Κοινωνία έκανε το θαύμα της. Και την Κυριακή του Θωμά τέλεσε το γάμο του.
Το 1959, κάλεσαν ένα βραδάκι τον π. Χαράλαμπο να επισκεφθεί μιαν ευγενέστατη γερόντισσα, καρδιοπαθή, που έμενε κάτω απ’ το Λυκαβηττό. Αυτή είχε ζήσει στη Ρωσία και ύστερα στη Μασσαλία, όπου από παπική έγινε ορθόδοξη. Τώρα ήταν 85 χρόνων, αλλά δεν ήθελε να κοινωνήσει. Ο π. Χαράλαμπος όμως πήρε μαζί του και τα άχραντα Μυστήρια, μήπως την καταφέρει. Ο γιατρός, καθώς του μήνυσαν οι δικοί της, είπε ότι θα πέθαινε σίγουρα το ίδιο βράδυ.
Όταν μπήκε στο σπίτι και τον είδε, του λέει:
-Φεύγω…
-Δεν θα πας πουθενά, της απαντάει. Σου έφερα το φάρμακο. Έχεις τίποτα να μου πεις;
Αμέσως εξομολογήθηκε πρόθυμα και κοινώνησε. Μετά τη θεία Κοινωνία πήγε προς το καλύτερο. Το πρωί ειδοποίησαν το γιατρό. ‘‘ Μα δεν πέθανε;’’ απόρησε εκείνος. Όταν την επισκέφθηκε, θαύμασε. Διαπίστωσε πως τα φάρμακα και η επιστήμη του αποδείχθηκαν άχρηστα μπροστά στη δύναμη της θείας Κοινωνίας.
Τελικά η γερόντισσα θεραπεύθηκε κι έζησε ακόμα πέντε χρόνια.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.151-152)
101. Τι σημαίνει η ενότητα της Εκκλησίας;
Ότι ο Χριστός μία Εκκλησία ίδρυσε και όχι πολλές παράλληλα φερόμενες. Η ενότητα είναι σύμφυτη στην έννοια της Εκκλησίας σαν κοινωνίας και σώματος συνεκτικού. Η συνύπαρξη ενότητας και πολλότητας σε ένα και το αυτό σώμα είναι έννοια συγκρουόμενη και αντιφατική. Την μία Εκκλησία προεικόνισε η Π. Διαθήκη σαν μια βασιλεία που πρέπει να περιλάβει στους κόλπους της όλα τα έθνη της γης και σαν όρος Κυρίου στο οποίο θα συναχθούν όλοι οι λαοί. Στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για μία Εκκλησία, η οποία παρουσιάζεται σαν μία ποίμνη, σαν οίκος Θεού η Χριστού, σαν μία νύμφη και ένα σώμα Χριστού.
Τα ουσιώδη στοιχεία τα απεργαζόμενα την Εκκλησία σαν ένα σώμα συνεκτικό και συμπαγές είναι τρία: η ενότητα στην πίστη, στη λατρεία και στη διοίκηση.
α. Η ενότητα στην πίστη, η οποία αποτελεί το σύνδεσμο τον συνάπτοντα τους πιστούς μεταξύ τους και με τον Κύριο, επικεντρώνεται στην ομολογία της ίδιας δογματικής διδασκαλίας, και στο οποίο τοποθετεί μεγάλο βάρος ο απόστολος Παύλος παραινώντας τους πιστούς να φυλάσσουν την παρακαταθήκη της πίστεως, καταπολεμώντας συγχρόνως τους ψευδοπροφήτες και τους ψευδοδιδασκάλους.
β. Η λατρεία (φυσικά η δογματική), ως δοξολογική ανύμνηση του ονόματος του τριαδικού Θεού, εκφράζουσα ομοίως την πίστη του σώματος του Χριστού και ενιαίως τηρούμενη σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο, είναι επίσης αξιόλογο συστατικό στοιχείο της ενότητας της Εκκλησίας. Τα ποικίλλοντα λειτουργικά έθιμα και οι παραδόσεις που παρατηρούνται στη λατρεία των κατά τόπους ορθόδοξων Εκκλησιών, φυσικά δεν καταργούν τη βασική ενότητα λατρείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
γ. Τέλος, η εν τη διοικήσει ενότητα της Εκκλησίας εκφράζεται δια της υποταγής των χριστιανών σε μίαν αρχή και αυθεντία, την ιεραρχία. Την ανάγκη αυτή απαιτεί η παράσταση της Εκκλησίας ως βασιλείας και ενιαίου σώματος και κοινωνίας, η οποία προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κύρος και αυθεντία, όπως άλλωστε αυτό συμβαίνει και σε όλα τα αλλά κοινωνικά σώματα και οργανισμούς του κόσμου τούτου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 143- 144)
99. Πόσες είναι οι όψεις της Εκκλησίας;
Είναι δύο, η ορατή και η αόρατη, οι οποίες αντιστοιχούν προς τις δύο φύσεις της Εκκλησίας, τη θεία και την ανθρώπινη. Όπως στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό υπήρχαν δύο φύσεις ενωμένες στο ένα του πρόσωπο, η θεία και η ανθρώπινη, εκείνη μεν αόρατη, αυτή δε ορατή, έτσι και στην Εκκλησία υπάρχουν δύο φύσεις, η αόρατη θεία και η ορατή ανθρώπινη. Την ουσία της Εκκλησίας συναποτελούν οι δύο αυτής φύσεις, οι αρρήκτως ενωμένες μεταξύ τους και συντρέχουσες σε μία άρρητη και αδιάπτωτη ενότητα.
Τον ορατό της Εκκλησίας χαρακτήρα εκφράζουν πολλά. Ο ιδρυτής της, ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού, έγινε άνθρωπος, έζησε μεταξύ των ανθρώπων, τον είδαν και τον έζησαν οι άνθρωποι και απ’ αυτόν δέχτηκαν τα ρήματα της αιώνιας ζωής. Η Εκκλησία διαμορφώθηκε επί της γης ως καθίδρυμα εξωτερικό και ιστορικό. Τα μέλη της είναι ομοίως άνθρωποι ιστορικοί ζώντες σε ορισμένο τόπο και χρόνο, γνωριζόμενοι και συνδεόμενοι μεταξύ τους ως ομάδες συγκεκριμένων ανθρώπων, επιδιωκόντων τους ίδιους σκοπούς. Επίσης τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας τα αγιάζοντα τον άνθρωπο είναι, κατά το αισθητό τους μέρος, τελετές εξωτερικές υποπίπτουσες στη φυσική αίσθηση και την εξωτερική πείρα των ανθρώπων. Τέλος και η ιεραρχία η διοικούσα και ποιμαίνουσα την Εκκλησία, αποτελείται από ανθρώπους ιστορικούς, αναγόμενη δια της αποστολικής διαδοχής, ιστορικά βεβαιουμένης, στους Αποστόλους και τον Κύριο. Από το σώμα της Εκκλησίας αποκόπτονται μόνο οι αιρετικοί και οι σχισματικοί, οι αποστάτες και όσοι δι’ αναθεματισμού εξέπεσαν από αυτήν. Όλους αυτούς τους αποδοκιμάζει η Εκκλησία με σκοπό να τους οδηγήσει σε μετάνοια και επιστροφή στους κόλπους της.
Την αόρατη δε όψη της Εκκλησίας αποτελούν σειρά θείων στοιχείων αντιστοιχούντων προς τον αόρατο χαρακτήρα της. Έτσι όχι μόνο ο ιδρυτής της Εκκλησίας, ο αιώνιος Θεός ο ενδυσάμενος τη σάρκα είναι ο αόρατος Λόγος του Θεού, του οποίου η θεότητα κρυβόταν κάτω από το εξωτερικό κάλυμμα της σάρκας, αλλά και το Πνεύμα το Άγιο, ο θείος Παράκλητος ο αγιάζων και ζωογονών αυτήν, είναι ομοίως θεία και αόρατη αρχή, όπως αόρατη είναι και η χάρη η αγιάζουσα και σώζουσα την Εκκλησία, η ζωογόνος πνοή η αναγεννώσα τους πιστούς και συνάπτουσα αυτούς με τον Σωτήρα Κύριο.
Στο σύνδεσμο των δύο όψεων της Εκκλησίας βλέπουμε την αληθινή φύση της ως θεανθρώπινου καθιδρύματος αποβλέποντος στη σωτηρία των ανθρώπων.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 141-142)
98. Το αξίωμα «εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» είναι απόλυτο;
Ναι είναι, από ορισμένη όμως άποψη. Το ερώτημα δεν πρέπει να το θέτουμε αρνητικά, αλλά μάλλον θετικά: «Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα περί σωτηρίας;» Περί αυτού δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Όταν κανείς είναι συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, δηλαδή πληροί όλες τις προϋποθέσεις της σωτηρίας (πίστη ενεργουμένη δι’ αγάπης) είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα σωθεί. Εδώ η απολυτότητα αναφέρεται στη θετική όψη της σωτηρίας. Το αν υπάρχει έξω από την Εκκλησία δυνατότητα σωτηρίας, αυτό δεν θίγει την απολυτότητα του λυτρωτικού αξιώματος της Εκκλησίας, ως νόμιμου και κανονικού φορέα της σωτηρίας. Δεν είναι έργο δικό μας αλλά του Θεού, ο οποίος θέλει «πάντως ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν άληθείας έλθείν». Η δυνατότητα αυτή είναι έκτακτη κινούμενη πέρα από τα πλαίσια της ορατής Εκκλησίας, σαν ένα θαύμα της χάριτος και της χρηστότητας του Θεού.
‘Εξω δε από την Εκκλησία είναι όσοι δεν πιστεύουν στο Χριστό (οι μη Χριστιανοί) και οι ετερόδοξοι, όσοι δηλαδή λόγω αιρέσεως έθεσαν εαυτούς εκτός της αληθινής Εκκλησίας (της Ορθόδοξης). Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα καταδικαστούν από το Θεό en bloc (συλλήβδην); Στους μη χριστιανούς δεν υπάρχουν άνθρωποι αξιοπρεπείς με υγιείς θρησκευτικές και ηθικές αρχές, τις οποίες παίρνουν από τα θρησκεύματα στα οποία ανήκουν και με βάση τις οποίες ρυθμίζουν την ιδιωτική και την κοινωνική τους ζωή; Και πώς θα καταδικάσει στην κόλαση ο Θεός τα παιδιά του που ίσως να μην άκουσαν ποτέ περί του Χριστού, του λυτρωτικού έργου και της Εκκλησίας του; Αλήθεια πώς; Αλλά και τους ετερόδοξους που βρίσκονται αναίτια στην κακοδοξία, χωρίς να έχουν επίγνωση της πλάνης τους, και οι οποίοι δεν βλέπουν την ανάγκη να υπερπηδήσουν τους ομολογιακούς φραγμούς και να προσέλθουν στους κόλπους της Ορθοδοξίας, θα τους καταδικάσει συλλήβδην στο πυρ το αιώνιο; Η άγνοια και η αναίτια πλάνη δεν είναι ισχυρή απολογία στο βήμα του δικαιοκρίτη Θεού; Θα μου πείτε, βέβαια, η δυνατότητα αυτή σωτηρίας πέρα από τα όρια της ιστορικής Εκκλησίας δεν μειώνει την απολυτότητα του κοσμοσωτήριου έργου του Χριστού; Γιατί, λοιπόν, ο Σωτήρ ήλθε στον κόσμο, αφού μπορούσαν να σωθούν και χωρίς αυτόν οι άνθρωποι;
Επαναλαμβανουμε δεν καταλύεται στις περιπτώσεις αυτές η μοναδικότητα του Χριστού και της Εκκλησίας του, γιατί αυτές δεν είναι ο γενικός κανόνας αλλ΄ οι εξαιρέσεις, στις οποίες η θεία χάρις λειτουργεί θαυματουργικά. Η σωτηρία σε όλες τις περιπτώσεις αυτές δεν είναι ασφαλής και βέβαια. Αυτήν γνωρίζει μόνο ο Θεός, ο οποίος διαθέτει τη λυτρωτική Οικονομία του, πάντοτε ανάλογα με την ηθική και πνευματική κατάσταση των ανθρώπων, υπέρ ων πάντων Χριστός απέθανε. Λέγοντας αυτά φυσικά δεν παραθεωρούμε τον θεολογικό αντίλογο (προπατορικό αμάρτημα στις ψυχές των αβαπτίστων, απουσία του αγιαστικού έργου της μυστηριακής χάριτος κ.λπ.) που καθιστούν εξόχως προβληματικούς τους ανωτέρω συλλογισμούς.
Εν πάσει όμως περιπτώσει ο ορθόδοξος πιστός, ο έχων απόλυτη βεβαιότητα περί της σωτηρίας του, δεν πρέπει να προσπαθεί να εξιχνιάσει τη μυστηριώδη βουλή του Θεού, συζητώντας πράγματα απρόσιτα στη διάνοιά του, ο οποίος (Θεός) σαν στοργικός πατέρας θέλει τη σωτηρία όλων των τέκνων του. Στο κάτω κάτω μακάρι να είναι έτσι τα πράγματα, ώστε να πληθύνει ο αριθμός των μελών της επουράνιας θείας βασιλείας!
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 139-141)
προκαλεί βλάβες
Τί να πούμε για όσους γκρεμοτσακίζονται στο βάραθρο της πορνείας
και καταντούν πιο δούλοι και πιο άθλιοι από κάθε αιχμάλωτο;
Τί να πούμε για όσους σάπισαν μέσ’ στις απολαύσεις
και προκάλεσαν τόσες αρρώστιες στο σώμα τους;
Ε.Π.Ε. 19,264
κι εδώ κάποτε τιμωρείται
Και σε τούτη τη ζωή τιμωρούνται πολλοί,
όπως εκείνοι που καταπλακώθηκαν απ’ τον πύργο ή εκείνοι που πέθαναν με πρόωρο θάνατο,
γιατί προσήλθαν στη θεία Κοινωνία ανάξιοι, ή όπως ο Φαραώ.
Ε.Π.Ε. 19,268
παραφροσύνη
Σας παρακαλώ όλους, να συνέλθουμε από την παραφροσύνη της αμαρτίας.
Διότι κανείς δεν θα μας σώσει την ώρα της κρίσεως.
Ε.Π.Ε. 19,270
επιστροφή στην ακαθαρσία
Τίποτε δεν μας ωφελεί η χάρις, αν η ζωή μας είναι ακάθαρτη.
Αντίθετα μάλιστα, ζημιωνόμαστε περισσότερο και επιβαρυνόμαστε με τις αμαρτίες.
Διότι υστέρα από τέτοια επίγνωση και ευεργεσία γυρίζουμε στα προηγούμενα κακά.
Ε.Π.Ε. 19,328
το μόνο φοβερό
Ένα μόνο ας θεωρούμε φοβερό, την αμαρτία, που ‘ναι σύγκρουση με το Θεό.
Ε.Π.Ε. 21,24
τέχνη
Τέχνη ο τρόπος των αμαρτημάτων.
Όχι απλώς πέφτουμε σ’ αυτά, αλλά με λαχτάρα και ειδική τεχνική τα διαπράττουμε.
Στρατηγός ο διάβολος στα τάγματά του.
Κι εμείς συρόμαστε στις μαεστρίες του.
Ε.Π.Ε. 22,346
ακαθαρσία
Συμπερασματικά λέω, ότι κάθε αμαρτία είναι ακαθαρσία και κάθε αρετή είναι καθαρότητα.
Ε.Π.Ε. 22,438
αταξία
Και ο υβριστής είναι άτακτος. Και ο μέθυσος είναι άτακτος.
Και ο πλεονέκτης είναι άτακτος. Και όλοι, που αμαρτάνουν είναι άτακτοι,
αφού δεν βαδίζουν με τάξη στη φάλαγγα,
αλλά βαδίζουν άτακτα και τρέπονται προς άλλη κατεύθυνση.
Ε.Π.Ε. 22,554
και απιστία και αποστασία
Η αμαρτία προκαλεί την απιστία. Όπως η απιστία γεννάει την κακή ζωή,
έτσι κι η ψυχή, όταν βυθιστεί μέσα στα κακά, περιφρονεί τα πάντα.
Όταν όμως τα περιφρονήσει, δεν δέχεται ούτε την πίστη, ώστε ν’ απαλλαγεί απ’ το φόβο.
Ε.Π.Ε. 24,354
ως αγκάθι
Η αμαρτία όχι απλώς εισέρχεται, αλλά και καρφώνεται και πληγώνει.
Κι αν ακόμα μικρό μέρος της απομείνει και δεν την βγάλουμε ολόκληρη,
αυτό το μικρό μας στενοχωρεί μας κεντά σαν αγκάθι.
Ε.Π.Ε. 24,452
βρωμιά χοιρώδης
Κανένας δεν κοιτάζει ψηλά στον ουρανό.
Όπως τα γουρούνια κάτω συνεχώς κοιτάνε και σκύβουν προς την κοιλιά
και κυλιούνται στο βόρβορο, έτσι και οι περισσότεροι απ’ τους ανθρώπους.
Δεν αισθάνονται τον χειρότερο βούρκο.
Διότι θα ‘ταν προτιμότερο να μολύνεται κανείς σε ακάθαρτη λάσπη,
παρά σε βρωμερά αμαρτήματα. Ε.Π.Ε. 24,508
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 152-153)
97. Ποιος είναι ο κυριότερος σκοπός της Εκκλησίας;
Είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Γιαυτό ήλθε ο Χριστός στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τον αιώνιο πνευματικό θάνατο. Όπως δε ο Κύριος έσωσε την ανθρωπότητα ασκώντας το τρισσό λυτρωτικό του αξίωμα, το προφητικό (ως διδάσκαλος της θείας αλήθειας), το αρχιερατικό (ως ύψιστος αρχιερέας μεταξύ Θεού και ανθρώπων) και το βασιλικό (ως βασιλέας πνευματικός του κόσμου και της Εκκλησίας), διδάσκοντας τη θεία αλήθεια, αγιάζοντας τον άνθρωπο και ανοίγοντας την είσοδο στη βασιλεία των ουρανών, έτσι και η Εκκλησία, συνεχίζοντας το έργο του Κυρίου της, φωτίζει, αγιάζει και οδηγεί τα μέλη της στη βασιλεία του Θεού.
Προς τον σκοπό αυτό ο Κύριος εφοδίασε τους μαθητές του με το κύρος και την αυθεντία τη δική του, ειπών ότι «ο ακούων υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί» και «όσα εάν δήσητε επί της γης, εσται δεδεμένα εν τω ούρανω, και όσα εάν λύσητε επί της γης, εσται λελυμένα εν τω ούρανω». Όπως δε ο Χριστός είναι ο μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, το μόνο όνομα «εν ω δει σωθήναι ύμάς», έτσι και η Εκκλησία, η συνεχίζουσα το λυτρωτικό έργο του Κυρίου, είναι ο ανεπισφαλής διδάσκαλος της αλήθειας, ο φορέας της χάριτος και η μόνη βεβαία κιβωτός της σωτηρίας. Αυτό επιτελεί η Εκκλησία αντλώντας από το κύρος και την αυθεντία του αρχηγού της, ο οποίος έστειλε το Πνεύμα του να την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν», διαφυλάσσοντάς την από την πλάνη τη συμφυτη στα πράγματα του κόσμου τούτου. Αυτή την αίσθηση είχε πάντοτε η Εκκλησία κατά τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής.
Οι ιεροί Πατέρες εκφράζουν ομόφωνα ό,τι συνοπτικά παρατηρεί ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου: «Ubi Ecclesia, ibi et Spiritus Dei, et ubi Spiritus Dei, illic Ecclesia et Donimus gratia» (=όπου η Εκκλησία, εκεί και το Πνεύμα του Θεού, και όπου το Πνεύμα του Θεού, εκεί η Εκκλησία και η χάρις του Κυρίου). Και: «Habere non potest Deum patrem qui Ecclesiam non habet matrem» (= Δεν μπορεί να έχει το Θεό Πατέρα, όποιος δεν έχει την Εκκλησία μητέρα).
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 138-139)