289. Όλα τα πιθανά αμαρτήματα και πάθη είναι έτοιμα να εισβάλουν στην ψυχή σου και κάθε στιγμή προσπαθούν να το επιτύχουν. Να αγωνίζεσαι εναντίον τους γενναία, πάνοπλος, έως την τελευταία σου πνοή. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψευδαισθήσεις, που επινοεί το πονηρό πνεύμα.
290. Να είσαι τόσο βέβαιος για το ότι ο Θεός είναι πολύ κοντά σου, ώστε, όταν προσεύχεσαι, να αισθάνεσαι ότι τον εγγίζεις όχι μόνο με την καρδιά σου, αλλά και με το στόμα σου: «ἐγγύς σου τὸ ρῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου» (Ρωμ. ι’ 8), δηλαδή ο Θεός.
291. Να μη συγχέης τον άνθρωπο –εικόνα του Θεού- με τις αμαρτίες στις οποίες έπεσε. Η αμαρτία είναι ένα επεισόδιο. Η πραγματική φύσις του ανθρώπου –η εικόνα του Θεού- πάντοτε παραμένει.
292. Το Άγιο Πνεύμα, σαν τον αέρα, φθάνει παντού και διεισδύει παντού. Γι’ αυτό λέμε στην προσευχή μας προς Αυτό: «Ο πανταχοῦ παρών καὶ τὰ πάντα πληρῶν». Όσοι προσεύχονται θερμά, ελκύουν το Άγιο Πνεύμα πάνω τους και προσεύχονται μέσα στο Άγιο Πνεύμα.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 126-127)
"Να ζυγίζουμε καλά το καλό που θα κάνουμε"
Έλεγε ο π. Πορφύριος ότι πολλοί άνθρωποι, πολλές φορές,
θέλουν να κάνουν το καλό, αλλά από την ενέργειά τους
αντί να γίνει καλό, βγαίνει κακό.
Πρέπει, έλεγε, να ζυγίζουμε τα πράγματα και μία και δύο και δέκα φορές
και να βεβαιωνόμαστε ότι η πράξη κι η ενέργειά μας
δεν πρόκειται να φέρει αντίθετα αποτελέσματα.
Κι αν αμφιβάλλουμε ότι η ενέργειά μας δεν θα φέρει το καλό,
θα πρέπει να συμβουλευθούμε ανθρώπους έμπειρους επί του θέματος
κι ακόμη να πάρουμε και την ευλογία του πνευματικού μας,
όπως κάνουν και οι μοναχοί στα Μοναστήρια, γιατί, έλεγε,
κι εμείς στον κόσμο ζούμε κι ενεργούμε σαν σε Μοναστήρι με γεροντάδες και πνευματικούς.
Αυτή είναι η σειρά της Εκκλησίας κι η Ορθοδοξία.
[Πορ. 37]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 162)
Ο αγιασμός της εργασίας
Ο καθένας πρέπει με την προσευχή του, με την ζωή του,
να αγιάζει την εργασία του και να αγιάζεται.
Αλλά, αν είναι αφεντικό και έχει ευθύνη, να βοηθάει πνευματικά και τους υπαλλήλους του.
Αν έχει καλή εσωτερική κατάσταση, αγιάζει και την δουλειά του.
Όταν λ.χ. πηγαίνουν νέοι σε έναν τεχνίτη να τους μάθει την δουλειά, παράλληλα
πρέπει να βοηθηθούν να ζουν πνευματικά. Αυτό θα ωφελήσει και τον ίδιο
και τους υπαλλήλους και τους πελάτες του, γιατί ο Θεός θα ευλογει την εργασία του.
Το κάθε επάγγελμα αγιάζεται. Ένας γιατρός λ.χ. δεν πρέπει να ξεχνάει ότι στην ιατρική
αυτό που βοηθάει πολύ είναι η Χάρις του Θεού. Γι’ αυτό να προσπαθήσει να γίνει δοχείο της θείας Χάριτος.
Ο γιατρός που είναι καλός Χριστιανός, παράλληλα με την επιστήμη του, βοηθάει τους αρρώστους
με την καλωσύνη και με την πίστη του, γιατί τους ενθαρρύνει να αντιμετωπίζουν την αρρώστια τους με πίστη.
Σε μια σοβαρή αρρώστια μπορεί να πει στον άρρωστο: «Μέχρις εδώ έχει προχωρήσει η επιστήμη.
Από δώ και πέρα όμως υπάρχει και ο Θεός που κάνει θαύματα».
Ή ένας δάσκαλος πρέπει να προσπαθήσει να κάνει την διακονία του δασκάλου με χαρά
και να βοηθάει τα παιδιά για την πνευματική αναγέννηση, πράγμα που δεν έχουν την δυνατότητα
όλοι οι γονείς να το κάνουν, έστω και αν έχουν καλή διάθεση.
Να φροντίσει παράλληλα με τα γράμματα που μαθαίνουν τα παιδιά να γίνουν και σωστοί άνθρωποι.
Διαφορετικά, τί θα τους ωφελήσουν τα γράμματα; Η κοινωνία έχει ανάγκη από σωστούς ανθρώπους,
οι οποίοι, όποιο επάγγελμα κι αν κάνουν, θα το κάνουν καλά.
Ο δάσκαλος δεν πρέπει να κοιτάζει μόνον αν οι μαθητές ξέρουν καλά το μάθημα,
αλλά να λαμβάνει υπ’ όψιν του και άλλα καλά που έχουν τα παιδιά, όπως την ευλάβεια,
την καλωσύνη, το φιλότιμο. Οι βαθμοί του Θεού δεν συμφωνούν πάντοτε με τους βαθμούς των δασκάλων.
Μπορεί το τέσσερα ενός παιδιού για τον Θεό να είναι δέκα και μπορεί το δέκα ενός άλλου για τον Θεό να είναι τέσσερα.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 173-174)
Αμαρτωλός
Με το Χριστό μεταβάλλεται
«Δεν ήρθα στον κόσμο (λέει ο Κύριος)
για να παραμείνουν οι άνθρωποι αμαρτωλοί,
αλλά για να μετανοήσουν και να γίνουν καλύτεροι».
Ε.Π.Ε. 10,314
να μη γίνη χειρότερος
Πρέπει να προλάβουμε, για να μη γίνει χειρότερο το τραύμα.
Αλλά και εκείνο, που κερδίσαμε, να μη το χάσουμε με την αμετρία.
Ε.Π.Ε.19,134
νεκρός
Ο Παύλος λογίζεται ως νεκρό και κοιμισμένο τον άνθρωπο της αμαρτίας.
Είναι αλήθεια, ότι αποπνέει δυσοσμία, όπως ο νεκρός.
Είναι αδρανής, όπως ο κοιμισμένος.
Όπως ο κοιμισμένος τίποτε δεν βλέπει,
παρά μόνο βλέπει όνειρα και φαντάζεται.
Ε.Π.Ε. 20,144
σύγκριση με αγίους και αγγέλους
Οι άνθρωποι, συγκρινόμενοι με τους αγγέλους είναι αμαρτωλοί,
κι όταν ακόμα είναι ενάρετοι.
Ε.Π.Ε. 20,144
πρώτος
Αν ο Παύλος, που είχε εκτελέσει όλες τις εντολές του νόμου,
έλεγε ότι ήταν ο πρώτος των αμαρτωλών,
πώς άραγε θα μπορούσε να ονομαστεί δίκαιος;
Ε.Π.Ε. 23,182
αδιόρθωτος
Τι σημαίνει «προοδεύουν σε κρίση»;
Σημαίνει αυτόν που ξαναπέφτει στα ίδια αμαρτήματα,
αυτόν που παραμένει αδιόρθωτος,
αυτόν που ενώ υπάρχει ελπίδα να σωθεί,
δεν κάνει τίποτε.
Ε.Π.Ε. 23,412
συγκεκριμένα
Αν κάποιος σκέπτεται κάθε μέρα τα δικά του αμαρτήματα,
οπωσδήποτε θα φτάσει και στη γιατρειά τους.
Αν όμως λέει, «είμαι αμαρτωλός», αλλά δεν τα σκέπτεται
ένα ένα χωριστά και δεν λέει «έκανα αυτό κι αυτό»,
ποτέ δεν θα σταματήσει μεν να ομολογεί πώς είναι αμαρτωλός,
αλλά και ποτέ δεν θα φροντίσει για τη διόρθωση του.
Ε.Π.Ε. 24,442
συγκεκριμένα, κατά είδος
Ας πείθουμε τους εαυτούς μας, ότι αμαρτήσαμε.
Κι ας μη το λέμε μόνο με τη γλώσσα, αλλά και με τη διάνοια.
Ας μην αποκαλούμε απλώς τους εαυτούς μας αμαρτωλούς,
αλλά κι ας αναλογιζόμαστε και τ’ αμαρτήματα μας,
εξετάζοντας τα ένα προς ένα.
Ε.Π.Ε. 25,318
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 159-161)
Ο αββάς Μιχαήλ
Στην περιοχή του Αρσελάου κοντά στη μονή του Σινά, κατοίκησε ο αββάς Μιχαήλ ο Ιβηρίτης. Είχε κι ένα μαθητή που τον έλεγαν Ευστάθιο. Όταν κάποτε αρρώστησε βαριά ο γέροντας, τον παράστεκε κλαίγοντας ο υποτακτικός του. Το κοιμητήρι των πατέρων που βρίσκεται εκεί, είχε δύσκολη και επικίνδυνη κατάβασι λαξευμένη σε πλαγιά με λείες πέτρες. Λέει λοιπόν ο αββάς Μιχαήλ στον υποτακτικό του:
- Παιδί μου, φέρε μου να πλυθώ και να κοινωνήσω.
Κι όταν έγιναν αυτά, πάλι του λέει:
- Παιδί μου, ξέρεις καλά ότι η κατηφοριά για το κοιμητήρι είναι επικίνδυνη και ολισθηρή, κι όταν πεθάνω πώς θα με σηκώσης μόνος σου; Φοβάμαι μήπως γλιστρήσης και σκοτωθής. Γι’ αυτό λοιπόν ας πάμε σιγά-σιγά.
Όταν κατέβηκαν, προσευχήθηκε ο γέροντας, ασπάσθηκε τον αδελφό και του ευχήθηκε:
- Η ειρήνη του Θεού να σε σκεπάζη! Να εύχεσαι για μένα…
Και αφού ξάπλωσε μέσα στον τάφο γεμάτος χαρά και αγαλλίασι, έφυγε για τον Κύριο.
(Γεροντικόν του Σινά)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 202)
[…] Πρέπει να στεκόμαστε ενώπιον του Θεού με πλήρη σιωπή, νηφαλιότητα, αγρυπνία και ηρεμία. Μπορεί να περιμένουμε ώρες ή μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά θα έρθει μια στιγμή που η επαγρύπνησή μας θα λάβει την ανταμοιβή της, γιατί κάτι θα συμβεί. Επίσης όταν είμαστε ξάγρυπνοι και έτοιμοι πάνω στη σκοπιά, προετοιμαζόμαστε για καθετί που πιθανόν να παρουσιαστεί και όχι για ένα ιδιαίτερο πράγμα ή γεγονός. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε από το Θεό οποιαδήποτε εμπειρία και αν μας στείλει. Όταν έχουμε προσευχηθεί αρκετά μια μέρα και έχουμε αισθανθεί κάποια θερμότητα, πέφτουμε πολύ εύκολα στον πειρασμό να προσπαθήσουμε να προσευχηθούμε την επόμενη ημέρα με την προσδοκία να μας συμβεί το ίδιο. Αν έχουμε στο παρελθόν προσευχηθεί με θερμότητα ή με δάκρυα, με συντριβή ή χαρά, πλησιάζουμε Το Θεό αποβλέποντας σε μια εμπειρία που ήδη είχαμε. Και πολύ συχνά, επειδή αναζητάμε την παλιά εμπειρία, χάνουμε τη νέα επαφή με το Θεό.
Ο Θεός μπορεί να μας πλησιάσει με πολλές μορφές και κατά πολλούς τρόπους. Ίσως να έρθει μέσα από τη χαρά, το φόβο, τη συντριβή ή μέσα από κάτι διαφορετικό. Πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας πως η εμπειρία που μπορεί να μας χαριστεί σήμερα ασφαλώς θα είναι άγνωστη σε μας. Γιατί ο Θεός μπορεί αύριο να μας αποκαλυφθεί με τρόπο πολύ διαφορετικό από εκείνο που μας αποκαλύφθηκε χθες.
("Ζωντανή Προσευχή», Αρχιεπ. Antony Bloom, σ. 118)
Είδα τις προάλλες μια φωτογραφία μιας γυναίκας που βυθιζόταν στα ήρεμα νερά ενός ωκεανού με τα χέρια απλωμένα και από κάτω έγραφε η λεζάντα: ‘ελεύθερη’. Κι έπειτα αναρωτήθηκα: ‘Άραγε εγώ είμαι ελεύθερος; Και τί σημαίνει ελευθερία;’ Το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν τα πάθη μου. Πώς να είμαι ελεύθερος όταν καταδυναστεύομαι από αυτά; Είμαι σκλάβος αλυσοδεμένος από τον εγωισμό μου, το θυμό μου, την φιληδονία, την κενοδοξία και τόσα άλλα… Ελεύθερος είναι ο άγιος, αυτός που έχει νικήσει τη σάρκα του και τις κακές ροπές της ψυχής του και είναι κύριος του εαυτού του. Πόσο λίγοι είναι όμως αυτοί! Και πόσοι ακόμα και απ’ αυτούς που με τη Χάρη του Θεού και με σκληρό και επίπονο αγώνα κατάφεραν να νικήσουν κάποια πάθη τους, δεν τα είδαν να επιστρέφουν με ορμή μόλις έχασαν για λίγο την προσοχή τους και τη θεία Βοήθεια; Ελεύθερος είναι αυτός που όταν μπορεί να θυμώσει δε θέλει και όταν θέλει δεν μπορεί. Ελεύθερος είναι αυτός που συγχωρεί, που δεν έχει μέσα του ίχνος μνησικακίας για τους άλλους ό,τι κι αν του έχουν κάνει στο παρελθόν ή στο παρόν.
Ελεύθερος είναι αυτός που δε φοβάται το θάνατο. Αυτός που γνωρίζει ότι ‘θάνατος δεν υπάρχει’ όπως έλεγε και ο Άγιος Πορφύριος. Υπάρχουν και άνθρωποι που ανυπομονούν να φύγουν από αυτή τη ζωή για να συναντηθούν πρόσωπο με πρόσωπο με το Νυμφίο τους. Ναι, αυτοί είναι ελεύθεροι! Ο Χριστός μάς είπε: ‘Θα μάθετε την Αλήθεια και η Αλήθεια θα σας ελευθερώσει’. ( Ιω. η΄,32) Νομίζω όμως όχι εν μια νυκτί. Η απελευθέρωση θα γίνεται σταδιακά , όσο σταδιακά θα γνωρίζουμε την Αλήθεια, τη μόνη Αλήθεια, τον Τριαδικό Θεό! Και άλλα πολλά σκεφτόμουν για την ελευθερία… κοίταζα γύρω μου τους ανθρώπους, κοίταζα και τον εαυτό μου και σκεφτόμουν πόσο πολύ απέχουμε από την ελευθερία. Ακόμα κι αυτές οι ατομικές ελευθερίες για τις οποίες έχυσαν το αίμα τους και αγωνίστηκαν χιλιάδες άνθρωποι στο παρελθόν, καταστρατηγούνται με περίσσεια ευκολία. Οι άνθρωποι αν και αγαπούσαν την ελευθερία, σπάνια της έδιναν την αξία που της έπρεπε.
Οι Ιουδαίοι σταύρωσαν τον Ιησού Χριστό γιατί δεν τους ελευθέρωσε από τους Ρωμαίους την ώρα που ο Κύριος ήθελε να τους ελευθερώσει από το θάνατο και τη φθορά της αμαρτίας. Σχεδόν πάντα άλλη ελευθερία ήθελε το μυαλό του ανθρώπου και άλλη η ψυχή του. Και υποψιάζομαι ότι στο πολύ κοντινό μέλλον η σκλαβιά, η απόλυτη υποδούλωση και η χειραγώγηση θα βαπτιστούν ‘ελευθερία’… από αυτούς που κατηγορούν αιώνες την Εκκλησία ότι στερεί τις ελευθερίες των ανθρώπων και τους γεμίζει ενοχές. Αυτές και άλλες σκέψεις έκανα μέχρι που έκλεισα τα μάτια μου και μπήκα στη θέση αυτής της γυναίκας στη φωτογραφία. Ναι, είχε δίκιο! Τελικά ελευθερία είναι να παραδίνεσαι, να αφήνεσαι ολοκληρωτικά στον ωκεανό της Αγάπης του Χριστού. Για μένα τουλάχιστον αυτό είναι ελευθερία!(Κ.Δ.Κ)
Ο γάτος που σεβόταν τις γιορτές
Ένας ψαράς πήγε κάποτε στον ευλαβέστατο Παπα-Μηνά της Σκήτης της Αγίας Άννης, στο Άγιον Όρος, φρέσκα ψάρια για την πανηγύρι. Επειδή ήταν Κυριακή, ο Γέροντας παραξενεύτηκε και ρώτησε τον ψαρά, πότε τα έπιασε.
- Σήμερα το πρωί, απάντησε εκείνος. Είναι φρέσκα- φρέσκα!
- Παιδί μου, δεν μπορώ να τ’ αγοράσω, του είπε ο Παπα-Μηνάς. Είναι αφωρισμένα αυτά τα ψάρια, γιατί τα έπιασες Κυριακή.
Ο ψαράς έδειξε ν’ απορή. Δεν μπορούσε να καταλάβη αυτά, που του έλεγε ο Γέροντας.
- Θέλεις να βεβαιωθής γι’ αυτό; τον ρώτησε ο Παπα-Μηνάς, βλέποντας την απορία του. Δώσε ένα ψάρι στον γάτο και θα δης, ότι δεν θα το φάη.
Πραγματικά ο γάτος πλησίασε το ψάρι, που του έρριξε ο ψαράς, το μύρισε και γύρισε το κεφάλι του άλλου με αποστροφή.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός, που τον συγκλόνισε, ο ψαράς σεβόταν στο εξής τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ
("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 225-226)
Δόκιμος
αυτός αξίζει
Προτιμότερος ένας λίθος πολύτιμος παρά αμέτρητοι οβολοί. Προτιμότερο να έχουμε υγιές το μάτι, παρά χαλασμένο μάτι με πολυσαρκία. Προτιμότερο ένα πρόβατο υγιές, παρά αμέτρητα ψωριασμένα πρόβατα. Προτιμότερο λίγα καλά παιδιά, παρά πολλά και κακά. Άλλωστε στη βασιλεία του Θεού πηγαίνουν οι λίγοι, ενώ στην κόλαση οι πολλοί.
Ε.Π.Ε. 15,242
τεκμήριο αρετής
Έχουμε αποδειχτή άξιοι για το Θεό και τέτοιοι παραμένουμε. Απόδειξις της αρετής μας είναι το ότι μας εμπιστεύτηκε το ευαγγέλιο. Δεν θα μας δοκίμαζε ο Θεός, αν υπήρχε μέσα μας κάτι το φαύλο. Το «εδοκίμασε» δεν έχει την έννοια της εξονυχιστικής εξετάσεως. Εκείνο, που εμείς πράττουμε υστέρα από δοκιμή, ο Θεός το κάνει χωρίς δοκιμή.
Ε.Π.Ε. 22,282
αξιόπιστος στο Θεό
Έχω εμπιστοσύνη στον αθλητή μου. Γι’ αυτό και δεν εμποδίζω να οδηγηθή σε όσα θα ήθελες παλαίσματα... Είναι χρυσάφι δοκιμασμένο. Όπως νομίζεις, δοκίμασέ τον. Όπως θέλεις, βασάνισέ τον. Δεν θα βρης πάνω του αδυναμία. Δεν θα βρης τρόπο να τον καταβάλης.
Ε.Π.Ε. 31,602
Δόξα
η όντως δόξα
Πώς θα απαλλαγούμε από τη φοβερή δουλεία, που λέγεται κενοδοξία; Αν αγαπήσουμε άλλη δόξα, την αληθινή. Για όσους αγαπούν τα σώματα, όταν φανή άλλο πρόσωπο λαμπρότερο, απομακρύνονται από το προηγούμενο. Και για όσους επιθυμούν την ανθρώπινη δόξα, όταν λάμψη μπροστά τους η δόξα των ουρανών, τότε μπορούν να απομακρυνθούν από την πρώτη. Ας δούμε, λοιπόν εκείνη τη δόξα, ας διδαχτούμε καλά γι’ αυτήν, ώστε να απολαύσουμε κάποια μέρα το άρρητο κάλλος της.
Ε.Π.Ε. 17,350
του Θεού, κάλλιστον όρος
Ένα θαυμάσιο κανόνα μας έδωσε, το να δοξάζεται ο Θεός με όλα τα έργα μας.
Ε.Π.Ε. 18α,118
μέθη
Περιφρονούν την ουράνια δόξα και βασιλεία. Όλοι μεθούν όχι μόνο από τη δόξα της κοσμικής επιθυμίας, αλλά και το αντίθετο, από την αγωνία και το φόβο μήπως την στερηθούν. Αν τους επαινέσης, φουσκώνουν από υπερηφάνεια. Αν τους κατηγορήσης, καταβάλλονται.
Ε.Π.Ε. 18α,478
κοσμική
Θεωρείται ευχάριστο να ζη κανείς δοξασμένος. Και όμως τίποτε δεν υπάρχει χειρότερο απ’ αυτή τη δουλεία. Καθ’ όσον ο κενόδοξος, που θέλει να αρέση στον οποιοδήποτε, είναι πολύ πιο δουλικός από οποιονδήποτε δούλο. Όποιος όμως θα καταφρονήση αυτή την ψεύτικη δόξα, είναι ανώτερος από όλους.
Ε.Π.Ε. 19,264
αδοξία
Όσο πιο ξακουστός είναι κανείς, τόσο πιο πολύ υποδουλωμένος είναι. Αν πάθη κάτι δυσάρεστο, όλο και πιο πολλοί το μαθαίνουν και φαίνεται πως δεν του άξιζε να το πάθη. Το ίδιο και με τη συμφορά όταν τον βρίσκη, αφού πολλοί χαίρονται με αυτές. Κι αν του συμβή κανένα καλό, νατοι οι φθονεροί. Τον ζηλεύουν και αγωνίζονται να τον ξεπαστρέψουν. Πες μου, λοιπόν, είναι αγαθό αυτό; Είναι δόξα; Όχι. Είναι αδοξία, είναι δουλεία, είναι σκλαβιά και ό,τι άλλο δυσάρεστο μπορεί κανείς να πη.
Ε.Π.Ε. 19,632
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 77-79)
ιστ’ . Πήγαν κάποιοι στον Αββά Σισώη, για να ακούσουν απ’ αυτόν ωφέλιμο λόγο και τίποτε δεν τους είπε. Πάντα δε έλεγε: «Συγχωρήστε με». Βλέποντας δε τα ζεμπίλια του, είπαν στον μαθητή του Αβραάμ»: «Τί τα κάνετε αυτά τα ζεμπίλια;». Και εκείνος είπε: «Εδώ και εκεί τα ξοδεύουμε». Ακούοντας δε ο γέρων, είπε: «Και ο Σισώης από εδώ και από εκεί τρώγει». Και εκείνοι, ακούοντας, πολύ ωφελήθηκαν. Και έφυγαν με χαρά, οικοδομημένοι από την ταπείνωσή του. ιζ'. Συμβουλεύθηκε ο Αββάς Αμμών της Ραϊθώ τον Αββά Σισώη: «'Όταν διαβάζω κάτι στη Γραφή, ο λογισμός μου με σπρώχνει να φιλοτεχνήσω σχετικό λόγο, για να τον έχω αν με ρωτήση τινάς». Του λέγει ο γέρων: «Δεν χρειάζεται. Καλύτερα είναι από την καθαρότητα του νου να αποχτήσης και την αμεριμνησία και τον λόγο». ιη'. Πήγε κάποτε ένας λαϊκός με τον γυιό του στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και στον δρόμο, συνέβη να πεθάνη ο γυιός του. Και δεν ταράχθηκε, αλλά τον πήρε και τον έφερε στον γέροντα με πίστη. Και πρόσπεσε με τον γυιό του, σαν να έκαναν μετάνοια, για να ευλογηθούν από τον γέροντα. Σηκώνεται κατόπιν ο πατέρας, αφήνει το παιδί στα πόδια του γέροντος και βγαίνει έξω. Ο δε γέρων, νομίζοντας ότι του έκανε ακόμη μετάνοια, του λέγει: «Σήκω, πήγαινε έξω». Γιατί δεν ήξερε ότι πέθανε. Και ευθύς σηκώθηκε και βγήκε. Και βλέποντάς το ο πατέρας του, σάστισε. Εισέρχεται λοιπόν, προσκυνά τον γέροντα και του ανακοινώνει το γεγονός. Ακούοντας δε ο γέρων, λυπήθηκε. Γιατί δεν ήθελε να γίνη αυτό. Του παρήγγειλε δε ο μαθητής του, να μη το πη σε κανέναν, ώσπου να εκδημήση ο γέρων. ιθ'. Τρεις γέροντες πήγαν στον Αββά Σισώη, έχοντας ακούσει τα σχετικά μ’ αυτόν. Και του λέγει ο πρώτος: «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό;». Αλλά εκείνος δεν του αποκρίθηκε. Του λέγει ο δεύτερος: «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από το τρίξιμο των δοντιών και τον ακοίμητο σκώληκα;». Του λέγει και ο τρίτος: «Πάτερ, τί να κάμω, οπού η μνήμη του εξωτέρου σκότους με θανατώνει;». Αποκρίνεται δε ο γέρων και τους λέγει: «Εγώ τίποτε απ’ αυτά δεν φέρνω στον νου μου. Γιατί ελπίζω ότι ο Θεός, σπλαχνικός καθώς είναι, θα με ελεήση». Ακούοντας λοιπόν αυτή την απάντηση οι γέροντες, έφυγαν λυπημένοι. Μη θέλοντας δε ο γέρων να τους αφήση να φύγουν λυπημένοι, ξαναγύρισε κοντά τους και τους είπε: «Μακάριοι είστε, αδελφοί. Σας ζηλεύω. Ο πρώτος σας μίλησε για τον πύρινο ποταμό. Ο δεύτερος, για τον τάρταρο. Και ο τρίτος, για το σκοτάδι. Αν λοιπόν τέτοια μνήμη επικρατή στον νου σας, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε. Αλλά εγώ ο σκληρόκαρδος τί να κάμω, μη μπορώντας να καταλάβω ότι υπάρχει καν κόλαση για τους ανθρώπους; Και έτσι, κάθε ώρα αμαρτάνω». Και βάζοντάς του μετάνοια, του είπαν: «'Όπως ακούσαμε, έτσι και είδαμε». κ'. Ρώτησαν μερικοί τον Αββά Σισωη, λέγοντας: «Αν πέση ένας αδελφός, δεν χρειάζεται ενός έτους μετάνοια;». Και εκείνος είπε: «Σκληρός ο λόγος». Και του λέγουν: «Μήπως έξη μηνών;». Και πάλι είπε: «Πολύ είναι». Και αυτοί έλεγαν: «Ίσαμε σαράντα μέρες;». Πάλι είπε: «Πολύ είναι». Του λέγουν: «Τί λοιπόν; Αν πέση ένας αδελφός και ευθύς τύχη να γίνεται αγάπη, να εισέλθη και αυτός σ’ εκείνη τη σύναξη;». Τους λέγει ο γέρων: «Όχι. Αλλά έχει ανάγκη να μετανοήση για λίγες μέρες. Και έχω τη βεβαιότητα, ότι ο Θεός τον δέχεται ακόμη και μέσα σε τρεις μέρες, αν ολόψυχα μετανοήση ο άνθρωπος αυτός». κα'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Σισώης στο Κλύσμα και ήλθαν κάποιοι λαϊκοί σ’ αυτόν, για να τον δουν. Και αφού πολλά είπαν εκείνοι, δεν τους αποκρίθηκε καθόλου. Ύστερα δε, ένας απ’ αυτούς είπε: «Τί στενοχωρείτε τον γέροντα; Δεν τρώγει. Γι’ αυτό και ούτε να μιλήση μπορεί». Αποκρίθηκε ο γέρων: Εγώ, όταν χρειασθή, τρώγω». κβ’ . Ρώτησε ο Αββάς Ιωσήφ τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Για πόσο καιρό οφείλει ο άνθρωπος να κόβη τα πάθη;». Του λέγει ο γέρων: «Τα χρονικά διαστήματα θέλεις να μάθης;». Λέγει ο Αββάς Ιωσήφ: «Ναι». Του απαντά λοιπόν ο γέρων: «Την ώρα οπού έρχεται το πάθος, ευθύς κόψε το». κγ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη της Πέτρας για τον μοναστικό βίο. Και του λέγει ο γέρων: «Είπε ο Δανιήλ: Άρτον επιθυμιών ουκ έφαγον». κδ'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, καθισμένος στο κελλί, πάντα είχε κλειστή την πόρτα. Κε’ . Ήλθαν κάποτε αρειανοί στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου, και άρχισαν να κατηγορούν τους ορθοδόξους. Ο δε γέρων δεν τους αποκρίθηκε καθόλου. Και φωνάζοντας τον μαθητή του, είπε: «Αβραάμ., φέρε μου το βιβλίο του αγίου Αθανασίου και διάβαζέ το». Και ενώ εκείνοι σιωπούσαν, φανερώθηκε η αίρεσή τους. Και τους έστειλε στο καλό. κστ'. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Αμμούν από τη Ραϊθώ στο Κλύσμα, να επισκεφθή τον Αββά Σισώη. Και βλέποντάς τον να θλίβεται οπού είχε αφήσει την έρημο, του λέγει: «Τί θλίβεσαι, Αββά; Αλλά τί θα μπορούσες να κάμης πλέον στην έρημο, έτσι οπού γήρασες;». Ο δε γέρων τον κοίταξε αυστηρά και είπε: «Τί μου λες, Αμμούν; Δεν μου αρκούσε μόνη η ελευθερία του λογισμού μου στην έρημο;». κζ’ . Καθόταν κάποτε ο Αββάς Σισώης στο κελλί του. Και σαν χτύπησε τη θύρα ο μαθητής του, φώναξε ο γέρων, λέγοντας: «Φύγε, Αβραάμ., μη μπης, ακόμη δεν είναι σχόλη εδώ». κη’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Πώς άφησες τη Σκήτη, οπού ήσουν με τον Αββά Ωρ, και ήλθες και εγκαταστάθηκες εδώ;». Του λέγει ο γέρων: «Επειδή άρχισε να μεγαλώνη ο αριθμός των μοναχών στη Σκήτη. Και ακούοντας εγώ ότι κοιμήθηκε ο Αββάς Αντώνιος, σηκώθηκα και ήλθα εδώ στο όρος. Και βρίσκοντας τα εδώ να ησυχάζουν, κάθισα λίγο καιρό». Του λέγει ο αδελφός: «Πόσο καιρό έχεις εδώ;». Του λέγει ο γέρων: «Είναι εβδομήντα δυο χρόνια». κθ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Αν πεζοπορούμε και πλανηθή ο οδηγός μας, είναι ανάγκη να του το πούμε;». Του λέγει ο γέρων: «Όχι». Λέγει λοιπόν ο αδελφός: «Αλλά θα τον αφήσουμε να μας ξεστρατίση;». Του λέγει ο γέρων: «Τί λοιπόν; Έχεις σκοπό να πάρης ραβδί και να τον δείρης; Εγώ έχω υπ’ όψη μου αδελφούς οπού πεζοπορούσαν και ο οδηγός τους έχασε τον δρόμο τη νύχτα. Ήταν δε δώδεκα και όλοι ήξεραν ότι χάθηκε ο δρόμος. Και αγωνίσθηκε ο καθένας τους να μη το πη. Σαν ξημέρωσε δε, κατάλαβε ο οδηγός τους ότι έχασαν τον δρόμο και τους λέγει: Συγχωρήστε με, έχασα τον δρόμο. Και είπαν όλοι: Και εμείς το γνωρίζαμε, αλλά σιωπήσαμε. Εκείνος δε, ακούοντας θαύμασε, λέγοντας ότι έως θανάτου εγκρατεύονται οι αδελφοί για να μη μιλούν. Και δόξασε τον Θεό. Το δε μάκρος του δρόμου, οπού ξεστράτισαν, ήταν δώδεκα μίλια». λ'. Ήλθαν κάποτε Σαρακηνοί και έγδυναν τον γέροντα και τον αδελφό του. Και βγαίνοντας στην έρημο για να βρουν κάτι φαγώσιμο, βρήκε ο γέρων κοπριές από καμήλες και μέσα τους σπειριά κριθαριού. Έτρωγε δε ένα σπειρί και το άλλο το φύλαγε στο χέρι του. Έρχεται κατόπιν ο αδελφός του, τον βρίσκει να τρώγη και του λέγει: «Αυτή είναι η αγάπη, οπού βρήκες κάτι φαγώσιμο και μόνος σου το τρως και δεν με φώναξες;». Του λέγει ο Αββάς Σισώης: «Δεν σε αδίκησα, αδελφέ. Να, το μερίδιό σου στο χέρι μου το φύλαξα».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)