Ο όσιος Σισώης
Όταν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκητές στο βουνό του Μ. Αντωνίου πως ο αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του, μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησίς τους γι’ αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα, που τώρα στον θάνατο του έλαμψε σ’ όλη της την πληρότητα.
Στη σεβάσμια μορφή του είχε χαραχθή μια έκφρασις ευτυχίας. Σαν ένιωσε γύρω του τους συνασκητές του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του, τα χείλη του σάλεψαν, κάτι θέλησε να πη. Εκείνοι, γέροντες και νεώτεροι, σεβάσμιοι πατέρες και αρχάριοι υποτακτικοί, όλοι τους δακρυσμένοι από βαθειά συγκίνησι, στέκονταν μ’ ευλάβεια μπροστά σ’ αυτή τη μυσταγωγία. Απόλυτη σιγή είχε απλωθή γύρω. Περίμεναν ν’ ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. Μα εκείνος είχε μεταρσιωθή, δεν έβλεπε πια παρά μόνο τα ουράνια.
- Έρχεται ο αββάς μου, τον άκουσαν να ψιθυρίζη.
Ρίγος πέρασε από τα λιπόσαρκα σώματα των ασκητών. Είδαν για μια στιγμή, με τα μάτια της ψυχής τους, τη μεγάλη μορφή του «καθηγητού των μοναστών», τον όσιο Αντώνιο, ν’ απλώνη το ευλογημένο χέρι του για να πάρη κοντά του τον πιο εκλεκτό από τους μαθητές του, εκείνον που αντέγραψε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της εκπληκτικής ζωής του.
- Να ο χορός των αποστόλων και των προφητών!
Το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου έλαμψε από φως ουράνιο, καθώς ψιθύριζε αυτά τα λόγια. Τα χείλη του σάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε.
- Με ποιον συνομιλείς, πάτερ; ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητές του.
- Οι άγιοι άγγελοι θέλουν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω, είπε με κόπο και δύο δάκρυα κύλησαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρα του.
- Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, μακάριε Σισώη! Εσύ μετανοούσες σ’ όλη σου τη ζωή, του αποκρίθηκαν οι πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του.
- Δεν ξέρω, αδελφοί μου, αν έχω βάλει ακόμη αρχή.
Καθώς έλεγε αυτά, άστραψε ξαφνικά το πρόσωπό του, λες κι έβλεπες σ’ αυτό τον ίδιο τον ήλιο. Οι γύρω έμειναν εκστατικοί από θαυμασμό μαζί και φόβο.
- Ο Κύριος μου και ο Θεός μου! Δόξα σοι!
Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μ’ αυτά πέταξε η ψυχή του στα ουράνια. Είχε δει τον Ιησού που λάτρευε από τα βάθη της καρδιάς του; Κανείς δεν μπορούσε να πη, μα όλα το βεβαίωναν. Το παράδοξο φως που έβλεπαν στη μορφή του, η υπερκόσμια γαλήνη που είχε χυθή στην ταπεινή καλύβα, η άρρητη ευωδία, όλα μαρτυρούσαν την επίσκεψι του ουρανίου Βασιλέως στον εκλεκτό φίλο του.
(Γεροντικόν)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 184-186)
«Ο Χριστός, που γνωρίζει τις καρδιές, δεν ρωτούσε τους μαθητές του,
"Ποιος λένε οι άνθρωποι ότι είμαι", επειδή τάχα δεν γνώριζε την ποικιλία
των απόψεων των ανθρώπων, αλλά επειδή ήθελε να διδάξει σε όλους την
ασφαλή ομολογία. Αυτήν την ομολογία, ο Πέτρος αφού την εμπνεύστηκε
από Εκείνον, την απέθεσε ως βάση και ισχυρό θεμέλιο, πάνω στην οποία
ο Κύριος οικοδόμησε την Εκκλησία του».
(Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Επιστολές, ΕΠΕ Α', 241)
με ακρίβεια και αγάπη
Ας μένουμε σταθεροί στο να φυλάμε με ακρίβεια τα δόγματα, αλλά και στο να προσελκύουμε την αγάπη του Θεού. Διότι, ενώ Τον μισούσαμε, Εκείνος μας αγάπησε. Ενώ ήμασταν εχθροί, μας πήρε και συμφιλιωθήκαμε μαζί Του. Στο εξής όμως θέλει να Τον αγαπάμε, για να μας αγαπά.
Ε.Π.Ε. 20,148
νόθο και αγάπη
Τα λέω αυτά, για να μη δεχτήτε κανένα νόθο δόγμα, με το πρόσχημα της αγάπης.
Ε.Π.Ε. 21,392
και ορθός βίος
Μαζί με τα ορθά δόγματα να έχουμε και ορθό βίο. Και όχι μόνο ορθό, αλλά και γεμάτο από τους καρπούς της αρετής.
Ε.Π.Ε. 19,68
χωρίς ακρίβεια βίου;
Όταν υπάρχη ζωή αξιοκατάκριτη, τότε και η πίστις τέτοια θα είναι. Μπορεί κανείς να δη πολλούς, που εξ’ αιτίας αυτού έχουν εκτραπή σε βυθό κακών.
Ε.Π.Ε. 23,202
του ιερέως
Αν μεν έχη (ο ιερέας) δόγμα διεστραμμένο, κι αν ακόμα είναι άγγελος, να μη πείθεσαι. Αν όμως διδάσκη ορθά, να μη προσέχης τη ζωή του, αλλά τη διδασκαλία του.
Ε.Π.Ε. 23,492
παράλληλα με το βίο
Πολλές φορές βρίσκουμε να μη κατηγορούνται χριστιανοί για την πίστι, αλλά να κατηγορούνται για την ασυνέπεια στη ζωή τους. Και αντίθετα, άλλοι δεν κατηγορούνται καθόλου για τη ζωή τους, αλλ’ οδηγούνται στην απώλεια εξ’ αιτίας του διεστραμμένου δόγματος. Δόγμα και βίος συνδέονται στενά μεταξύ τους.
Ε.Π.Ε. 23,572
με ασυνεπή ζωή
Ας υποθέσουμε, ότι κάποιος φιλάργυρος, προδότης, αυθάδης, γίνεται ορθόδοξος. Ποιο είναι το κέρδος, όταν τίποτε από όσα χαρακτηρίζουν την ευσέβεια δεν πράττη, όταν προσβάλλη τις αλήθειες της πίστεως με τα έργα του;
Ε.Π.Ε. 23,610
και καλή αναστροφή
Δεν είναι μικρόν, αντίθετα, είναι πολύ μεγάλο, το να θαυμάζεται το δόγμα από τη δική μας συμπεριφορά.
Ε.Π.Ε. 24,80
και ζωή
Αν δεν συγκρατή το χέρι του (να μη βιαιοπραγή) και αν δεν συγκρατή την ακόλαστη γλώσσα του, πώς ο εθνικός (ο ειδωλολάτρης) θα θαυμάση την πίστι μας; Αν όμως ιδούν το δούλο, που πιστεύει στο Χριστό, να δείχνη μεγαλύτερη εγκράτεια από τους δικούς του φιλοσόφους και να υπηρέτη με πολλή καλωσύνη και ευχαρίστησι, τότε με κάθε τρόπο θα θαυμάσουν τη δύναμι του κηρύγματος. Άλλωστε οι εθνικοί δεν κρίνουν τα δόγματα από τα δόγματα, αλλ’ από τα πράγματα, από τον τρόπο ζωής.
Ε.Π.Ε. 24,416
και ζωή ελεημοσύνης
Ας επιδείξουμε μαζί με την ορθή πίστι και ζωή συνεπή προς τις αλήθειες της πίστεως. Και αυτό θα συμβή, αν δείχνουμε ενδιαφέρον για τους φτωχούς.
Ε.Π.Ε. 27,276
ακρίβεια και προσευχή
Για τα δόγματα της Εκκλησίας θέλουμε να υπάρχη πολύ μεγάλη ακρίβεια και να έχουν εδραιωθή μέσα στη διάνοιά σας.
Ε.Π.Ε. 30,340-342
και ευσέβεια
Η ορθή πίστις να συνοδεύεται και από αγία ζωή.
Ε.Π.Ε. 33,350
δεν αρκεί για τη σωτηρία
Για τη σωτηρία μας δεν αρκεί μόνο η γνώσις των ορθών δογμάτων, αλλά χρειάζεται και άριστος βίος.
Ε.Π.Ε. 33,350
υψηλή του Χριστού αλήθεια
Επιδιώκοντας τα υψηλότερα δόγματα του Χριστού, ανεβαίνεις στο ύψος της διδασκαλίας, που έκανε ο Χριστός σε μας.
Ε.Π.Ε. 34,154
πονηρό, η ειμαρμένη
Πονηρή διδασκαλία, γεμάτη κακά, είναι εκείνη για την ειμαρμένη.
Ε.Π.Ε. 23,592
αιώνιας ζωής
Άνθρωπε μου, τίποτε δεν υπάρχει μετά τη ζωή αυτή και πολεμάς τα δόγματα αυτά της πίστεως; Ακόμα και oι εθνικοί (ειδωλολάτρες), ενώ είπαν πολλές ανοησίες, όμως δεν αρνήθηκαν την αλήθεια αυτού του δόγματος. Κι αυτούς ακόμα αν ακολουθήσης, θα δεχτής κάποια ζωή μετά θάνατο, καθώς και τις ευθύνες και τα δικαστήρια στον άδη και τις τιμωρίες και τις τιμές και τις αποφάσεις και τις κρίσεις.
Ε.Π.Ε. 34,592
και άξιος της ομολογίας βίος
Να ομολογούμε τον Ιησού Χριστό όχι μόνο με τα λόγια, αλλά και με τις πράξεις μας. Και να δείχνουμε με όλη μας τη διαγωγή έργα άξια της ομολογίας, για να μη καταντροπιάζουμε τα δόγματα με τη φαυλότητα των έργων, αλλά με όλα να δοξάζουμε τον Κύριο των πάντων.
Ε.Π.Ε. 37,50
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 69-72)
96. Υπάρχουν μαρτυρίες στη Γραφή περί της Εκκλησίας;
Υπάρχουν πολλές. Σ’ αυτήν είναι μυριόλεκτη η αλήθεια ότι ο Χριστός ίδρυσε επί της γης πνευματική βασιλεία ώς διδάσκαλο της αλήθειας και ταμιούχο της χάριτος του Θεού. Στην Π. Διαθήκη ήδη προαναγγέλλεται ότι ο Μεσσίας θα ιδρύσει επάνω στη γη βασιλεία καθολική, που θα υπερέβαλλε σε δύναμη την Ιουδαϊκή θεοκρατία. Στην Καινή δε, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής κηρύσσει ότι «ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών», ενώ ο Κύριος υπόσχεται την ίδρυση της Εκκλησίας του «ής πύλαι Άδου ου κατισχύσουσι» και την οποία «περιεποιήσατο δια του ίδιου του αίματος». Την Εκκλησία του καθαγίασε επίσημα ο Σωτήρ κατά την εορτή της Πεντηκοστής, γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας, κατά την οποία στάλθηκε στους μαθητές το άγιο Πνεύμα και με το πρώτο κήρυγμα αποδέχτηκαν την πίστη «ψυχαί ώσεί τρισχίλιαι». Αλλά και οι Απόστολοι, ιδρύοντες κατά τόπους Εκκλησίες, είχαν την αίσθηση οτι ήταν συνεργοί του Κυρίου, που ήταν ο ιδρυτής και ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας. Φυσικά η γένεση και η πρώτη διαμόρφωση της Εκκλησίας ήταν συνδεδεμένες με την Ιουδαϊκή θεοκρατία, από την οποία βαθμηδόν απαγκιστρωνόταν μορφούμενη σε αυτοτελή κοινότητα, αντίθετη προς την Ιουδαϊκή συναγωγή.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 138)
94. Τί είναι η Εκκλησία;
Ο όρος σημαίνει κοινωνία, συγκέντρωση, συνάθροιση ανθρώπων για oρισμένους σκοπούς. Με χριστιανική έννοια κυριολεκτείται σ’ αυτούς που πιστεύουν στο Χριστό. Καθόσον δε οι πιστοί δεν είναι όλοι σε έναν ορισμένο τόπο αλλά διασκορπισμένοι παντού, ο όρος Εκκλησία σημαίνει όλες τις κατά τόπους εγκαταστημένες χριστιανικές παροικίες ή την καθόλου Εκκλησία. Εκκλησία είναι ο λαός του Θεού, το σώμα του Χριστού που είτε ζεί εδώ κάτω στη γη στρατευόμενο κατά της αμαρτίας είτε ζεί θριαμβευτικά στον ουρανό, απολαμβάνοντας τη νίκη και το θρίαμβο της πίστεως. Στους κόλπους της Εκκλησίας περιλαμβάνονται όχι μόνο οι πιστοί της Κ. Διαθήκης, αλλά και οι δίκαιοι της Παλαιάς και οι άγγελοι, το δοξασμένο πλήρωμα της βασιλείας των ουρανών.
Ορισμούς της Εκκλησίας θα μπορούσε να δώσει κανείς πολλούς ανάλογα πώς τη βλέπει, τονίζοντας τούτο ή εκείνο το στοιχείο της, αυτήν ή εκείνη την όψη της. Θα λέγαμε ότι Εκκλησία είναι το ιερό καθίδρυμα που ίδρυσε στη γη ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων, το οποίο φέρει το κύρος και την αυθεντία του Θεού και περιλαμβάνει στους κόλπους του ανθρώπους που έχουν την ίδια πίστη, κοινωνούν των αυτών μυστηρίων και διοικούνται με το ίδιο σύστημα διοικήσεως και το οποίο διακρίνεται σε δύο τάξεις, τον ποιμαινόμενο λαό και τον ποιμαίνοντα κλήρο, που έχει την αναγωγή του δια της επισκοπικής διαδοχής στους Αποστόλους και δια μέσου αυτών στον Κύριο.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 136)
94. Τί διδάσκουν περί θανάτου και ιλαστικής θυσίας του Χριστού ορισμένες προτεσταντικές παραφυάδες (Σωκινιανοί και Αρμινιανοί);
Στις αιρέσεις αυτές είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο ο ορθός λόγος εφαρμοζόμενος στο χώρο της πίστεως, μπορεί να καταστρέφει την ουσία και το μυστηριακό χαρακτήρα των χριστιανικών αληθειών.
Προτού όμως αποδιοργανώσουν τα δόγματα περί θανάτου και ιλαστικής θυσίας του Χριστού, οι αιρέσεις αυτές αποδιοργάνωσαν ήδη το χριστολογικό δόγμα της πίστεως. Νιώθοντας όπως και οι Νεστοριανοί, δεν πιστεύουν ότι ο Χριστός ήταν πλήρης και τέλειος Θεός, αλλά απλός άνθρωπος με τον οποίο ενώθηκε αργότερα ηθικά ο Θεός. Στην βάση αυτή κτίζονται στη συνέχεια οι πολλές ατοπίες και οι αλογίες του συστήματος αυτών. Ας τις δούμε συνοπτικά.
Ο θάνατος ενός ανθρώπου —έστω κι αν αυτός είναι ενωμένος με το Θεό— δεν έχει από μόνος του τη δύναμη να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη και δεν αρκεί να εξιλεώσει τα αμαρτήματα τόσων μυριάδων ανθρώπων που έζησαν πάνω στη γη. Αν όμως αυτό ήρκεσε, δεν οφείλεται στη θυσία του Χριστού καθ’ εαυτήν, αλλά στο ότι, μιας και προσφέρθηκε σ’ αυτόν από τον Υιό του, ευδόκησε ο Θεός στην άμετρη αγάπη του να την αποδεχτεί και να συγχωρήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο. Άπορο βέβαια είναι πώς ο άγιος θεός δέχτηκε μια θυσία που δεν είχε καμία άξια λυτρωτική και στη βάση της ικανοποιήθηκε από αυτή και εξάλειψε την ενοχή και τις ποινές των αμαρτωλών ανθρώπων!
Η θυσία του Χρίστου δεν μπορεί να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη και να συγχωρήσει τις αμαρτίες των ανθρώπων. Μια τέτοια ικανοποίηση δεν έχει νόημα. Αυτός που ικανοποιείται, αφού πάρει αυτό που θέλει, δεν χαρίζεται στον οφειλέτη. Ο πανάγαθος θεός παρουσιάζεται να μην μπορεί, χωρίς ικανοποίηση, να συγχωρήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο. Ομοίως η θυσία του Χριστού δεν μπορεί να επεκτείνει την αξιομισθία της και σε άλλους αμαρτωλούς ανθρώπους, απλούστατα γιατί η οφειλόμενη στην αμαρτία ποινή είναι αυστηρά προσωπική και δεν μεταφέρεται σε άλλους. Έπειτα ο Κύριος δεν απέτισε τη θεία δίκη σε όλη της την έκταση, αφού υποστάς το θάνατο αναστήθηκε εκ των νεκρών. Ο θάνατος του Χριστού έχει ηθική και παιδαγωγική μόνο σημασία. Δι’ αυτού ο Κύριος δίδαξε τους ανθρώπους σωτήρια διδάγματα περί χάριτος, μετανοίας, αγιασμού και αιώνιας ζωής, καταστήσας σαφές ότι ο θάνατος είναι ασφαλής οδός, οδηγούσα στην ανάσταση και τη δόξα, αναρριπίζοντας την ελπίδα των πιστών για τη μέλλουσα σωτηρία, και το συνδοξασμό τους με το Χριστό στη θεία βασιλεία.
Είναι ενδεικτικό ότι για τους αιρετικούς αυτούς το μόνο λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού είναι το προφητικό, στο οποίο υπάγονται τα αλλά δύο, το αρχιερατικό και το βασιλικό. Τα τελευταία αυτά αξιώματα περιεδύθη ο Χριστός μετά την ύψωσή του στη δόξα του Θεού.
Απ’ όλα αυτά γίνεται σαφές πώς η άμετρη χρήση του ορθού λόγου στα δόγματα της πίστεως μπορεί να καταστρέψει το μυστηριακό λόγο του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 133-134)
93. Συμφωνεί με αυτά η ρωμαιοκαθολική θεολογία;
Όχι. Κατά τη διδασκαλία της η θυσία του Κυρίου έχει υπεραρκή αξιομισθία· πρώτον διότι τα παθήματα του Χριστού (παθήματα του Θεού «σαρκί») είχαν άπειρη αξιομισθία και δεύτερον, γιατί ο άνθρωπος στον οποίο εφαρμόζεται η αξιομισθία αυτή, είναι όν πεπερασμένο, άρα και η ενοχή του είναι ομοίως πεπερασμένη. Από την άλλη, κάνοντας διάκριση μεταξύ ένοχης και ποινών, φρονεί ότι μόνον η ενοχή και οι ποινές των προ του βαπτίσματος αμαρτιών συγχωρούνται, ενώ για τις μετά το βάπτισμα απαιτούνται πρόσκαιρες ποινές του αμαρτωλού και εδώ και στο καθαρτήριο πυρ (Purgatorium). Τις πρόσκαιρες αυτές ποινές μπορεί να συντεμνει ή και να τις αίρει κατά βούληση η Εκκλησία. Τις αντιλήψεις της αυτές η Ρωμαϊκή Εκκλησία στηρίζει και στον εξής συλλογισμό αφού της αξιομισθίας του Κυρίου δεν κοινώνησαν όλοι οι άνθρωποι, συνεπές είναι να υπάρχουν αδιάθετα περισσεύματα, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την Εκκλησία για την πλήρωση του ταμείου των αξιομισθιών (του Χριστού και των αγίων), στο οποίο στηρίζονται οι περίφημες λυσίποινες αφέσεις (Indulgentiae — συγχωροχάρτια).
Τα διδάγματά της αυτά η Δυτική Εκκλησία στηρίζει κυρίως στο χωρίο της Γραφής Ρωμ. 5,15: «Εί γαρ τω του ενός παραπτώματι οι πολλοί απέθανον, πολλώ μάλλον η χάρις του Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσεν». Στο χωρίο όμως αυτό γίνεται θεωρητικά σύγκριση της ενοχής του προπατορικού αμαρτήματος με τη χάρη που απέρρευσε από την ιλαστική θυσία του Χριστού. Λέγεται, δηλαδή, αν η αμαρτία του Αδάμ οδήγησε τους πολλούς (όλους) στο θάνατο, πολύ περισσότερο και βεβαιότερο έκανε τη σαπηρία η χάρη του Σταυρού. Η σύγκριση λαμβανει πρακτική σημασία, ευθύς ως το υποτιθεμενο περίσσευμα της δωρεάς του έργου του Χριστού σχηματίσει το ταμείο της περισσεύουσας αξιομισθίας που αποτελεί τη βάση των αφέσεων. Περί αυτού όμως σε προσεχές μας ερώτημα.
Από την άλλη οι Ρωμαιοκαθολικοί για να στηρίξουν τη διάκριση ποινών αιώνιων και πρόσκαιρων παρουσιάζουν και παραδείγματα ανδρών (Μωυσής, Δαβίδ, Ααρών), οι οποίοι αν και συγχωρήθηκαν από το Θεό, όμως επεβλήθηκαν σ’ αυτούς πρόσκαιρες ποινές. Αυτό είναι βέβαια αληθές. Όμως οι επιβληθείσες αυτές ποινές δεν είχαν χαρακτήρα ικανοποιητικό ήταν παιδαγωγίες του Θεού, φάρμακα (medicamenta), τα οποία αποσκοπούσαν στην ηθική των αμαρτωλών βελτίωση. Αυτό φρονεί η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η διάκριση, τέλος, αιώνιων ποινών τις οποίες στο μυστήριο της μετανοίας συγχωρεί ο Θεός, από τις πρόσκαιρες για τις οποίες πρέπει, τιμωρούμενος ο αμαρτωλός, να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη, οδηγεί στο άτοπο συμπέρασμα ότι ο Θεός δεν θέλει ή δεν μπορεί να συγχωρήσει την αμαρτία σε όλη της την έκταση, ιδέα βλάσφημη και υβριστική για το μέγεθος της αγάπης και της χρηστότητας του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 131-133)
92. Ποια ήταν η δραστικότητα της ιλαστικής θυσίας του σταυρού;
Κατά την ορθόδοξη πίστη η σταυρική θυσία του Κυρίου είναι δραστική, σώζουσα τον άνθρωπο από την αμαρτία. Σ’ αυτή δεν γίνεται λόγος κατά πόσον η θυσία του Χριστού καλύπτει ή υπερβάλλει τα ανθρώπινα αμαρτήματα. Διδάσκει απλώς ότι η θυσία του Κυρίου ικανοποιεί πλήρως τη θεία δικαιοσύνη, αίρουσα την ενοχή και τις ποινές της αμαρτίας, χωρίς αυτή (η θεία δικαιοσύνη) να έχει ανάγκη άλλης ικανοποιήσεως για να συγχωρήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 131)
267. Παναγία Δέσποινα και Κυρία μου Θεοτόκε! Σου δέομαι, πριν από τη Θεία Μυσταγωγία, χαρίτωσέ με να την τελέσω με όλη μου την καρδιά, προς δόξαν του Θεού, για τη σωτηρία του κόσμου και εμένα του ταπεινού και αναξίου. Σ’ ευχαριστώ, Οδηγήτρια, Θεοχαρίτωτε Δέσποινα, Γοργοεπήκοε, που δεν εγκαταλείπεις ποτέ όσους έχουν πεποίθησι σ’ εσένα.
268. Άπειρες είναι οι ευεργεσίες, που χρωστώ στην πίστι. Για να μη μιλήσω για άλλες, μνημονεύω μόνο τις εξής: Πόσες φορές η ταραχή της ψυχής και τα πάθη εξανεμίσθηκαν και ξαναβρήκα την ειρήνη! Πόσες κακές ροπές της καρδιάς εξουδετερώθηκαν! Πόσες φορές μου αφέθηκαν οι αμαρτίες μου και σώθηκε η ψυχή μου από τον πνευματικό θάνατο! Πόσο κοντά είναι ο Κύριος σε όποιον πιστεύει! Είναι σαν τον αέρα που μας περιβάλλει, σαν την πνοή που μας ζωογονεί.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 118-119)
Οι πειρασμοί στις γιορτές
-Γέροντα, γιατί στις γιορτές συνήθως συμβαίνει κάποιος πειρασμός;
-Δεν ξέρεις; Στις γιορτές ο Χριστός, η Παναγία, οι Αγιοι έχουν χαρά και κερνούν,
δίνουν ευλογίες, δώρα πνευματικά στους ανθρώπους. Εδώ οι γονείς κερνούν, όταν γιορτάζουν τα παιδιά,
ή οι βασιλείς χαρίζουν ποινές, όταν γεννιέται κανένα βασιλόπουλο, οι Αγιοι γιατί να μην κεράσουν;
Μάλιστα η χαρά που δίνουν κρατάει πολύ και βοηθιούνται πολύ οι ψυχές.
Γι’ αυτό ο διάβολος, επειδή το ξέρει αυτό, δημιουργεί πειρασμούς, για να στερηθούν οι άνθρωποι τα θεία δώρα
και να μη χαρούν ούτε να ωφεληθούν από την γιορτή. Και βλέπεις, μερικές φορές στην οικογένεια,
όταν σε μια γιορτή ετοιμάζωνται όλοι να κοινωνήσουν, τους βάζει ο πειρασμός να μαλώσουν,
και όχι μόνο δεν κοινωνούν, αλλά ούτε στην εκκλησία πηγαίνουν. Τα φέρνει έτσι τα πράγματα το ταγκαλάκι,
ώστε να στερηθούν όλη την θεία βοήθεια. Αυτό παρατηρείται και στην δική μας, την καλογερική, ζωή.
Πολλές φορές το ταγκαλάκι, επειδή γνωρίζει εκ πείρας ότι θα βοηθηθούμε πνευματικά σε κάποια γιορτή,
εκείνη την ημέρα, ή μάλλον από την παραμονή, δημιουργεί έναν πειρασμό - σαν πειρασμός που είναι -
και μας χαλάει όλη την διάθεση. Μπορεί λ.χ. να μας βάλη να φιλονικήσουμε με έναν αδελφό,
και ύστερα μας θλίβει, μας τσακίζει ψυχικά και σωματικά.
Έτσι, δεν μας αφήνει να ωφεληθούμε από την γιορτή με τον χαρούμενο τρόπο της δοξολογίας.
Ο Καλός Θεός όμως, όταν δη ότι δεν δώσαμε εμείς αφορμή, αλλά αυτό έγινε μόνον από φθόνο του πονηρού, μας βοηθάει.
Και ακόμη πιο θετικά μας ωφελεί, όταν εμείς παίρνουμε ταπεινά το σφάλμα επάνω μας και δεν κατηγορούμε
όχι μόνον τον αδελφό μας αλλά ούτε και τον μισόκαλο διάβολο, διότι η δουλειά του αυτή είναι:
να δημιουργή σκάνδαλα και να σκορπάη κακότητα, ενώ ο άνθρωπος ως εικόνα Θεού πρέπει να σκορπάη ειρήνη και καλωσύνη.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 163-164)