Νοικοκυριό και πνευματική ζωή της μητέρας
-Γέροντα, πώς μπορεί μια νοικοκυρά να ρυθμίση τις δουλειές της, ώστε να έχη χρόνο και για προσευχή;
Τί αναλογία δηλαδή πρέπει να υπάρχη ανάμεσα στην εργασία και στην προσευχή;
-Οι γυναίκες συνήθως δεν έχουν μέτρο στις δουλειές τους. Θέλουν συνέχεια να ανοίγουν δουλειές.
Ενώ έχουν πολλή καρδιά και θα μπορούσαν να κάνουν πολύ καλό νοικοκυριό στην ψυχή τους, ξοδεύουν την καρδιά τους σε ασήμαντα πράγματα.
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε ένα ποτήρι με ωραία σχέδια, με γραμμές κ.λπ.
Και αν δεν είχε γραμμές, την δουλειά του πάλι θα την έκανε. Εκείνες όμως πάνε στο κατάστημα και αρχίζουν:
«Όχι, τις θέλω μέχρι εκεί τις γραμμές, όχι έτσι, όχι αλλιώς». Και αν έχη και κανένα λουλούδι, έ, τότε είναι που σκιρτά η καρδιά!
Έτσι η γυναίκα καταστρέφει όλη την δυναμικότητά της. Σπάνια θα βρής κανέναν άνδρα να δώση προσοχή σε κάτι τέτοια.
Και αν ένα πορτατίφ λ.χ. είναι καφέ ή μαύρο, ούτε που το προσέχουν οι άνδρες.
Αλλά η γυναίκα θέλει κάτι όμορφο, χαίρεται, δίνει ένα κομμάτι της καρδιάς της σε αυτό, άλλο κομμάτι σε κάτι άλλο,
οπότε τί μένει για τον Χριστό; Τα χασμουρητά από την κούραση της στην ώρα της προσευχής.
Όσο απομακρύνεται η καρδιά της γυναίκας από τα όμορφα, τόσο πλησιάζει τον Χριστό.
Και όταν η καρδιά δοθή στον Χριστό, τότε έχει μεγάλη δύναμη! Είδα μια ψυχή αυτές τις μέρες που έχει αφεθή τελείως στον Θεό.
Βλέπεις να καίη μέσα της μια γλυκειά φλόγα! Τα παίρνει όλα στα ζεστά.
Ήταν τελείως κοσμική, αλλά είχε καλή διάθεση και κάποια στιγμή τινάχθηκε η σπίθα μέσα της. Χρυσαφικά, λούσα, όλα τα πέταξε.
Τώρα ζη με μια απλότητα! Αγωνίζεται, κάνει δουλειά πνευματική. Με τί θυσία κινείται!
Ζήλεψε τους Αγίους με την καλή έννοια. Τί κομποσχοίνι, τί νηστείες κάνει, τί Ψαλτήρι διαβάζει!... Φοβερό! Αυτή τρέφεται από την άσκηση τώρα.
-Γέροντα, μια μητέρα μου είπε: «Είμαι αδύναμη σωματικά και κουράζομαι πολύ, ούτε τις δουλειές προλαβαίνω να κάνω, ούτε χρόνος μου μένει για προσευχή».
-Να απλοποιήση την ζωή της, για να της μένη χρόνος και για προσευχή. Με την απλότητα μια μητέρα μπορεί να κάνη πολλή προκοπή.
Αν μια μάνα έχη απλοποιήσει την ζωή της, αλλά κοπιάζει, γιατί έχει πολλά παιδιά, δικαιούται να πη «κουράζομαι».
Αν όμως χάνη τον χρόνο της κοιτάζοντας πώς θα παρουσιάση τακτοποιημένο το σπίτι της στους ξένους, τότε τί να πη κανείς;
Μερικές μητέρες, για να τα έχουν όλα τακτοποιημένα στο σπίτι, περιορίζουν ασφυκτικά τα παιδάκια και δεν τα αφήνουν να μετακινήσουν μια καρέκλα ή ένα μαξιλάρι.
Τους επιβάλλουν στρατιωτική πειθαρχία, και έτσι τα παιδιά, ενώ γεννιούνται κανονικά, μεγαλώνουν δυστυχώς βλαμμένα. [...]
Παλιά δεν υπήρχαν πνευματικά βιβλία, για να βοηθηθούν οι μητέρες με την μελέτη.
Τώρα υπάρχουν ένα σωρό Πατερικά, ένα σωρό μεταφράσεις, αλλά δυστυχώς οι περισσότερες μητέρες ή ασχολούνται
με κάτι χαζά ή εργάζονται, για να τα βγάλουν πέρα.
Η μάνα καλύτερα είναι να ασχολήται με την ανατροφή των παιδιών, παρά να καταπιάνεται σχολαστικά με το νοικοκυριό,
με τα άψυχα πράγματα. Να τους μιλάη για τον Χριστό, να τους διαβάζη βίους Αγίων.
Παράλληλα να ασχολήται και με το ξεσκόνισμα της ψυχής της, για να λαμποκοπάη πνευματικά.
Η πνευματική ζωή της μητέρας θα βοηθήση αθόρυβα και τις ψυχές των παιδιών της.
Έτσι και τα παιδιά της θα ζουν χαρούμενα, και εκείνη θα είναι ευτυχισμένη, γιατί μέσα της θα έχη τον Χριστό.
Αν η μάνα δεν ευκαιρή ούτε ένα «Τρισάγιο» να πή, πώς θα αγιασθούν τα παιδιά της;
-Και όταν, Γέροντα, μια μάνα έχη πολλά παιδιά και πολλές δουλειές;
-Όταν κάνη τις δουλειές στο σπίτι, δεν μπορεί συγχρόνως να προσεύχεται;
Εμένα η μητέρα μου μου έμαθε να λέω την ευχή. Όταν σαν παιδιά κάναμε καμμιά αταξία και πήγαινε να θυμώση,
την άκουγα που έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Όταν έβαζε το ψωμί στον φούρνο, έλεγε: «Εις το όνομα του Χριστού και της Παναγίας».
Και όταν ζύμωνε και όταν μαγείρευε, πάλι έλεγε συνέχεια την ευχή.
Έτσι αγιαζόταν η ίδια, αγιαζόταν και το ψωμί και το φαγητό που έκανε, αγιάζονταν και αυτοί που το έτρωγαν.
Πόσες μητέρες που είχαν αγία ζωή είχαν και αγιασμένα παιδιά! Νά, η μητέρα του Γέροντα Χατζη-Γεώργη.
Ακόμη και το γάλα αυτής της ευλογημένης μάνας, που θήλαζε ο Γαβριήλ - το κατά κόσμον όνομα του Γέροντα Χατζη-Γεώργη - ήταν ασκητικό!
Είχε αποκτήσει δύο παιδιά και ύστερα ζούσαν με τον σύζυγό της εν παρθενία, αγαπημένοι σαν αδέλφια.
Είχε ασκητικό πνεύμα από μικρή, γιατί είχε αδελφή μοναχή, ασκήτρια, την οποία επισκεπτόταν και αργότερα με τα παιδιά της.
Ο πατέρας του Γαβριήλ ήταν και αυτός ευλαβής και ασχολούνταν με το εμπόριο, γι’ αυτό τον περισσότερο καιρό τον περνούσε στα ταξίδια.
Αυτό έδινε την ευκαιρία στην μητέρα του να ζη απλά, να μη «μεριμνά και τυρβάζη περί πολλά» ,
να τον παίρνη μαζί της και να αγρυπνή με άλλες γυναίκες πότε στις σπηλιές και πότε στα εξωκκλήσια.
Γι’ αυτό μετά έφθασε σε τέτοια μέτρα αγιότητος .
Η ευλάβεια της μητέρας έχει μεγάλη σημασία. Αν η μητέρα έχη ταπείνωση, φόβο Θεού, τα πράγματα μέσα στο σπίτι πάνε κανονικά.
Γνωρίζω νέες μητέρες που λάμπει το πρόσωπό τους, αν και δεν έχουν από πουθενά βοήθεια.
Από τα παιδιά καταλαβαίνω σε τί κατάσταση βρίσκονται οι μητέρες.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 87-90)
Άδηλος
ο χρόνος της ζωής
Ο Θεός έκρυψε το χρόνο του τέλους της ζωής μας.
Ε.Π.Ε. 12,54
η μέρα του θανάτου μας
Πολλοί συγκρατούνται απ’ το φόβο του θανάτου και απ’ τον πόθο της ζωής.
Αν όμως καθένας γνώριζε, πως αύριο θα πεθάνη οπωσδήποτε,
τίποτε δεν θα τον σταματούσε την προηγούμενη μέρα
να διαπράξη οποιοδήποτε κακό.
Ε.Π.Ε. 22,526
ξένοι καί παρεπίδημοι
Το «αυτό είναι δικό μου» και το «αυτό είναι δικό σου»,
είναι μόνο λέξεις απλές χωρίς ν’ ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Αν πής, ότι το σπίτι είναι δικό σου, κι αυτό είναι λέξις χωρίς νόημα,
αφού και αέρας και το χώμα και τα υλικά είναι του Δημιουργού,
ακόμα και συ ο ίδιος που λες ότι κατασκεύασες το σπίτι.
Η χρήσις φαίνεται δική σου, αλλά κι αυτή είναι αβέβαιη, όχι μόνο λόγω του θανάτου,
αλλά και πριν απ’ το θάνατο λόγω της αστάθειας των ανθρωπίνων πραγμάτων.
Ε.Π.Ε. 18,276
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 97-98)
Ας θέσουμε λοιπόν για τους εαυτούς μας νόμους καθημερινούς. Προηγουμένως ας αρχίσουμε από τα εύκολα, ας περικόψουμε τους συχνούς όρκους από το στόμα μας, ας επιβάλουμε χαλινό στη γλώσσα, κανένας ας μη ορκίζεται στο Θεό. Δεν υπάρχει εδώ δαπάνη, δεν υπάρχει εδώ κόπωση, δεν υπάρχει εδώ μελέτη χρόνου. Αρκεί να θελήσουμε και το παν θα έχει κατορθωθεί, διότι το πράγμα είναι ζήτημα συνήθειας. Ναι, παρακαλώ και ικετεύω, ας επιδείξουμε μια τέτοια προσπάθεια. Πες μου σε παρακαλώ, εάν σας συμβούλευα να συνεισφέρετε χρήματα, δεν θα συνεισφέρατε ο καθένας πρόθυμα το κατά δύναμη; εάν με βλέπατε να βρίσκομαι στους έσχατους κινδύνους, δεν θα μου δίνατε, αποκόπτοντας ακόμη και από την σάρκα σας, αν βέβαια σας ήταν αυτό δυνατόν; Και τώρα βρίσκομαι σε κίνδυνο, και πολύ μεγάλο, ώστε και αν ακόμη ήμουν μαζί με αυτόν τον κίνδυνο σε φυλακή, να είχα δεχθεί άπειρα πληγήματα, ή να βρισκόμουν σε μεταλλεία, δεν θα υπέφερα πιο πολύ απ’ αυτό. Λοιπόν απλώσατε το χέρι σας και βοηθείστε με. Διότι αντιληφθήκατε πόσος είναι ο κίνδυνος, ώστε να μη μπορέσω να κατορθώσω ούτε το παραμικρό (παραμικρό δε λέγω όσο φθάνει σε πόνο). Τί θα απαντήσω τότε, κατηγορούμενος; 'Γιατί δεν ήλεγξες, γιατί δεν έδωσες εντολές; γιατί δεν έθεσες νόμο; γιατί δεν εμπόδισες αυτούς που δεν πείθονται;’. Δεν μου αρκεί να πω, ότι συμβούλευσα. Αλλά, λέγει, χρειάζονταν και σφοδρότερη επιτίμηση. Άλλωστε και ο Ηλεί νουθετούσε. Αλλ΄ ας μη συμβεί να συγκριθείτε με εκείνα τα παιδιά. Και εκείνος νουθετούσε και έλεγε: «Μη, παιδιά μου, μη κάμνετε τέτοια, είναι κακή η φήμη που ακούω για σας». Αλλά προχωρώντας η Γραφή λέγει, ότι δεν νουθετούσε τους υιούς του. Λέγει δε αυτό, διότι δεν το έκαμνε έντονα και με επίπληξη.
Διότι πώς δεν είναι άτοπο, στις μεν συναγωγές των Ιουδαίων να είναι οι νόμοι τόσο ισχυροί, ακόμη και αν εκείνος που διδάσκει διατάξει να γίνουν όλα, εδώ δε εμείς να έχουμε τόσο πολύ καταφρονηθεί και απορριφθεί; Δεν ενδιαφέρομαι για τη δική μου δόξα (διότι δική μου δόξα είναι η δική σας επιτυχία), αλλά για τη δική σας σωτηρία. Καθημερινά φωνάζω και αντηχεί η διδασκαλία μου στις ακοές σας, αλλά δεν υπάρχει κανένας να ακούει, και τίποτε το φοβερό δεν αποδεικνύω. Φοβάμαι μήπως δώσω λόγο κατά τη μέλλουσα ημέρα της κρίσεως για την άκαιρη αυτή και πολλή φιλανθρωπία. Γι’ αυτό με μεγάλη και λαμπρή φωνή διακηρύσσω σε όλους και διαμαρτύρομαι, ώστε αυτοί που επιδεικνύουν την παράβαση αυτή και που λέγουν τα εκ του πονηρού (διότι αυτό είναι ο όρκος), να μη εισέρχονται στις εκκλησίες. Προθεσμία δε ας είναι σε σας ο παρόντας μήνας, για να κατορθώσετε να αποκόψετε τον όρκο. Διότι μη μου πεις, ότι ΄η ανάγκη των πραγμάτων με καταπιέζει, διότι δεν γίνομαι πιστευτός’. Πρώτα να διακόψεις τη συναναστροφή σου με εκείνους που έχουν τη συνήθεια αυτή του όρκου. Γνωρίζω ότι πολλοί θα μας περιγελάσουν, αλλ΄ είναι καλύτερα να μας περιγελάσουν τώρα, παρά να κλαίμε τότε. Θα μας περιγελάσουν όμως, μόνον όσοι συμπεριφέρονται ανόητα. Διότι, πες μου, ποιός, που έχει νου, θα γελάσει, όταν τηρείται η εντολή; Αν δε συμβεί να γελάσουν, δεν θα γελάσουν εμάς, αλλ΄ αυτοί θα περιγελάσουν το Χριστό. Φρίξατε γι’ αυτό που λέχθηκε; Το γνωρίζω και εγώ.
Αν βέβαια εγώ είχα επιβάλει το νόμο αυτό, για μένα θα ήταν και ο περίγελως, εφόσον δε άλλος είναι ο νομοθέτης, σε εκείνον διαβαίνει ο χλευασμός. Και τότε εμπτύσθηκε ο Χριστός και κτυπήθηκε στο κεφάλι και ραπίσθηκε. Και τώρα ανέχεται αυτά και δεν υπάρχει κάτι παράλογο. Γι΄ αυτό έχει ετοιμασθεί η γέεννα, γι’ αυτό ο αιώνιος σκώληκας. Να πάλι λέγω και διαμαρτύρομαι: όποιος θέλει ας γελά, όποιος θέλει ας χλευάζει, γι’ αυτό βρισκόμαστε εδώ, να μας περιγελούν και να μας χλευάζουν και να υποφέρουμε τα πάντα. «Περικαθάρματα του κόσμου είμαστε», κατά τον μακάριο Παύλο.
Αν κάποιος δεν θέλει να κατορθώσει αυτό το πρόσταγμα, σαν με κάποια σάλπιγγα, με το λόγο απαγορεύω σ’ αυτόν τη διάβαση της εισόδου στους εκκλησιαστικούς χώρους, έστω και αν είναι άρχοντας, έστω και αν αυτός φέρει βασιλικό στέμμα. Ή καθαιρέσατέ με απ’ αυτό εδώ το αξίωμα, ή, εφόσον παραμένω, μη με περιβάλλετε με κινδύνους. Δεν ανέχομαι να ανεβαίνω επάνω στο θρόνο αυτό, αν δεν κατορθώνω σπουδαία πράγματα. Διότι, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, είναι καλύτερα να κατεβώ κάτω. Διότι δεν υπάρχει τίποτε αθλιώτερο από άρχοντα, που δεν ωφελεί καθόλου τους υπηκόους του. Εντείνατε τις δυνάμεις σας περισσότερο, παρακαλώ, και προσέχετε, ή καλύτερα να πούμε, να εντείνουμε τις δυνάμεις μας και οπωσδήποτε θα προκύψει κάτι περισσότερο. Νηστέψατε, παρακαλέσατε το Θεό, και εμείς μαζί σας, ώστε να εκβάλετε την καταστρεπτική αυτή συνήθεια. Δεν είναι δύσκολο να γίνετε διδάσκαλοι της οικουμένης δεν είναι μικρό να ακουσθεί παντού, ότι δεν υπάρχει πια κανένας σ’ αυτή την πόλη που να ορκίζεται. Εάν γίνει αυτό, δεν θα λάβετε μόνο την ανταμοιβή των δικών σας κατορθωμάτων, αλλά και την ανταμοιβή της προσπάθειας για τους αδελφούς, διότι αυτό ακριβώς, που είμαι εγώ για σάς, αυτό θα γίνετε σεις για την οικουμένη.
Οπωσδήποτε και άλλοι με προθυμία θα σας μιμηθούν. Οπωσδήποτε θα γίνετε λύχνος βρισκόμενος επάνω στη λυχνία. Και αυτό είναι, λέγει, το παν; Δεν είναι αυτό το παν, αλλά αυτό είναι αρχή των άλλων. Οπωσδήποτε αυτός που δεν ορκίζεται, θα φθάσει και σε άλλη ευλάβεια, και θέλοντας και μη θέλοντας, και νιώθοντας ντροπή και φόβο.
Αλλά, λέγει, δεν ανέχονται πολλά και αποσκιρτούν. «Αλλ΄ είναι προτιμότερο ένας να κάμνει το θέλημα του Κυρίου, παρά αμέτρητοι παράνομοι». Από αυτό λοιπόν όλα έχουν ανατραπεί, όλα έχουν γίνει άνω κάτω, διότι, όπως ακριβώς στα θέατρα, επιθυμούμε κόσμο πολύ, όχι πλήθος αξιόλογο. Διότι πες μου, τί θα μπορέσει να ωφελήσει ο πολύς κόσμος; Θέλεις να μάθεις, ότι όχλος είναι οι άγιοι και όχι οι πολλοί; Φέρετε σε πολεμο ένα εκατομμύριο και ένα άγιο.Ας δούμε ποιός θα κατορθώσει περισσότερα. Βγήκε ο Ιησούς του Ναυή σε πόλεμο, και μόνος του τα κατόρθωσε όλα, ώστε οι άλλοι σε τίποτε δεν ωφέλησαν. Ο πολύς όχλος, αγαπητέ μου, όταν δεν εκτελεί το θέλημα του Θεού, δεν διαφέρει καθόλου απ’ εκείνους που δεν υπάρχουν. Εύχομαι λοιπόν και επιθυμώ και ευχαρίστως θα κόπιαζα, για να κοσμήσω με πλήθος την εκκλησία, αλλά με πλήθος αξιόλογο. Εάν δε αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε θέλω αυτοί οι λίγοι να είναι αξιόλογοι. Δεν βλέπετε, ότι είναι προτιμότερο να έχουμε ένα λίθο πολύτιμο, παρά αμέτρητους οβολούς; Δεν βλέπετε, ότι είναι προτιμότερο να έχουμε τον οφθαλμό υγιή, παρά ανάπηρο και βαρυνόμενο με πολυσαρκία; Δεν βλέπετε ότι είναι προτιμότερο να έχουμε ένα πρόβατο υγιές, παρά αμέτρητα, γεμάτα από ψώρα; Δεν βλέπετε ότι είναι προτιμότερο να έχουμε λίγα και καλά παιδιά, παρά πολλά και κακά; Δεν βλέπετε ότι στη μεν βασιλεία του Θεού πηγαίνουν λίγοι, στη δε γέεννα πολλοί; Τί υπάρχει ανάμεσα σε μένα και στο πλήθος; ποιά ωφέλεια; Καμιά. Αλλά μάλλον αρρώστια για τους άλλους. Διότι είναι το ίδιο, όπως, εάν κάποιος, ενώ είναι δυνατόν να έχει δέκα υγιείς παρά αμέτρητους αρρώστους, προσθέτει στους δέκα τους αμέτρητους. Οι πολλοί που δεν κατορθώνουν τίποτε, δεν θα προξενήσουν σ΄ εμάς τίποτε άλλο, παρά κόλαση τότε, και στο παρόν αισχύνη. Διότι κανένας δεν θα πει ότι είμαστε πολλοί, αλλά θα μας κατηγορεί ότι είμαστε άχρηστοι. Αυτό λοιπόν πάντοτε μας λέγουν, όταν πούμε, ότι ΄είμαστε πολλοί’, αλλά ’κακοί’, μας λέγουν.
Να πάλι απαγορεύω και φωνάζω με καθαρή φωνή, (κανένας ας μη νομίζει, ότι είναι περίγελως). Θα εμποδίσω και δεν θα επιτρέψω σ’ αυτούς που δεν πείθονται, και όσο καιρό θα κάθομαι στο θρόνο αυτό, δεν θα εγκαταλείψω κανένα από τα δικαιώματά του. Αν όμως κάποιος με κατεβάσει, τότε θα είμαι ανεύθυνος. Όσο όμως είμαι υπεύθυνος, δεν μπορώ να παραβλέψω, όχι για τη δική μου τιμωρία, αλλά και για τη δική σας σωτηρία, διότι πάρα πολύ αγαπώ τη σωτηρία σας. Γι’ αυτήν πονώ και υποφέρω. (ΕΠΕ, τόμος 15,237-245)
41. «Συ ει το όρος εξ ου αρρήτως ετμήθη λίθος και πύλας του άδου συνέτριψε» (Ω).
Η προτύπωσις της Θεοτόκου εδώ προέρχεται από το προφητικό όνειρο του Ναβουχοδονόσορος, που ερμήνευσε ο προφήτης Δανιήλ. Ο Βασιλεύς είδε το εξής όνειρο: από ένα ψηλό βουνό κόπηκε «άνευ χειρών» ένα λιθάρι, το οποίο έπεσε και συνέτριψε μια μεγάλη εικόνα (Δανιήλ β' 31 – 49).
Η ευλαβής μελέτη των βιβλικών αυτών στοιχείων διέκρινε τις εξής προτυπώσεις της Θεοτόκου: στο ψηλό βουνό (=όρος) την μεγάλη μορφή της Θεομήτορος. Στην «άνευ χειρών» αποκοπή του λιθαριού, την άρρητη σύλληψι και γέννησι του Θεανθρώπου και στον «λίθο ν», τον Κύριο Ιησού (Εφεσ. β' 20), που με την ένδοξο Ανάστασί του συνέτριψε τις πύλες του Άδου (Ω) .
Η μορφή της Θεοτόκου είναι μεγαλειώδης!
Την χαρακτηρίζει το μεγαλείο και η ωραιότης του ψηλού βουνού. Το ψηλό βουνό έχει ένα επιβλητικό μεγαλείο. Από μακρυά προβάλλεται στον ουρανό και νομίζει κανείς ότι η κορυφή του εγγίζει τον θόλο του ουρανού. Αλλά και από κοντά, οι ομορφιές του βουνού δεν τελειώνουν. Τα εναλλασσόμενα τοπία, οι απαλές κοιλάδες, οι απόκρυμνες λαγγαδιές, οι κατάφυτες πλαγιές, οι σπηλιές με τους σταλαγμίτες και τους σταλακτίτες, οι κρυστάλλινες πηγές, τα χιόνια των κορυφών...
Η μορφή της Θεοτόκου είναι η υψηλότερη ανθρώπινη κορυφή της Π. και της Κ. Διαθήκης (Λ, 199). Είναι, κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, «το μεθόριον της κτιστής και ακτίστου φύσεως». Το περιδέραιο των αρετών της, σταλακτίτες του Ουρανού στο σταλαγμίτη της πάναγνης ψυχής της, της χαρίζει άφατη δόξα και μεγαλοπρέπεια. «Η ωραιότης της Παρθενίας της και το υπέρλαμπρον το της αγνείας» της κατέπληξε και αυτόν τον αρχιστράτηγο των αγγελικών Δυνάμεων (Ω) . Η Θεοτόκος είναι η Βασίλισσα (Ψαλμ. 44, 10 εξ.) του κόσμου!
Η μορφή της Θεοτόκου, εξάλλου, ασκεί τη γοητεία και την έλξι του ψηλού βουνού. Το ψηλό βουνό ασκούσε πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία στον άνθρωπο. Έτσι βλέπομε ότι οι άνθρωποι στην προϊστορία τους θεοποίησαν το ψηλό βουνό και από την αυγή της ιστορίας του πνεύματός των στέκονταν μπροστά του με θαυμασμό και δέος. Κι από το άλλο μέρος, το ψηλό βουνό ασκεί μια ακατανίκητη έλξι στους ανθρώπους που τους τραβάει κοντά του, και προκαλεί να το ανεβούν, ν’ αναρρηχηθούν στις κατακόρυφες πλαγιές του, να φθάσουν και να κατακτήσουν την κορυφή του.
Η μορφή της Θεοτόκου ασκεί μιαν αφάνταστη γοητεία και έλξι στις ψυχές αγγέλων και ανθρώπων. Οι άνθρωποι στέκονται με σεβασμό και δέος μπροστά στο «δυσανάβατο ύψος» της αγιότητός της. Και οι άγιοι Άγγελοι με δυσκολία ατενίζουν το «δυσθεώρητο βάθος» της Παναγίας υπάρξεώς της (Ω) . Η μορφή της Θεομήτορος, ζωγραφισμένη στο ψηλότερο, μετά τον τρούλλο, μέρος του ορθοδόξου Ναού τραβάει τα μάτια και τις ψυχές των πιστών. Η «Πλατυτέρα» είτε Βρεφοκρατούσα είτε Δεομένη ασκεί την πιο μεγάλη έλξι στα μέλη της Εκκλησίας. Είναι ο ιερός Μαγνήτης που μας τραβάει κοντά της και κοντά στον Υιό και Θεό της. Η Θεοτόκος θα υπάρχη εκεί μπροστά μας, μέχρις ότου ο Κύριος και Θεός της «ελκύση πάντας» (Ιω. ιβ' 32) στη βασιλεία Του.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 65-66 )
41. «Συ ει το όρος εξ ου αρρήτως ετμήθη λίθος και πύλας του άδου συνέτριψε» (Ω).
Η προτύπωσις της Θεοτόκου εδώ προέρχεται από το προφητικό όνειρο του Ναβουχοδονόσορος, που ερμήνευσε ο προφήτης Δανιήλ. Ο Βασιλεύς είδε το εξής όνειρο: από ένα ψηλό βουνό κόπηκε «άνευ χειρών» ένα λιθάρι, το οποίο έπεσε και συνέτριψε μια μεγάλη εικόνα (Δανιήλ β' 31 – 49).
Η ευλαβής μελέτη των βιβλικών αυτών στοιχείων διέκρινε τις εξής προτυπώσεις της Θεοτόκου: στο ψηλό βουνό (=όρος) την μεγάλη μορφή της Θεομήτορος. Στην «άνευ χειρών» αποκοπή του λιθαριού, την άρρητη σύλληψι και γέννησι του Θεανθρώπου και στον «λίθο ν», τον Κύριο Ιησού (Εφεσ. β' 20), που με την ένδοξο Ανάστασί του συνέτριψε τις πύλες του Άδου (Ω) .
Η μορφή της Θεοτόκου είναι μεγαλειώδης!
Την χαρακτηρίζει το μεγαλείο και η ωραιότης του ψηλού βουνού. Το ψηλό βουνό έχει ένα επιβλητικό μεγαλείο. Από μακρυά προβάλλεται στον ουρανό και νομίζει κανείς ότι η κορυφή του εγγίζει τον θόλο του ουρανού. Αλλά και από κοντά, οι ομορφιές του βουνού δεν τελειώνουν. Τα εναλλασσόμενα τοπία, οι απαλές κοιλάδες, οι απόκρυμνες λαγγαδιές, οι κατάφυτες πλαγιές, οι σπηλιές με τους σταλαγμίτες και τους σταλακτίτες, οι κρυστάλλινες πηγές, τα χιόνια των κορυφών...
Η μορφή της Θεοτόκου είναι η υψηλότερη ανθρώπινη κορυφή της Π. και της Κ. Διαθήκης (Λ, 199). Είναι, κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, «το μεθόριον της κτιστής και ακτίστου φύσεως». Το περιδέραιο των αρετών της, σταλακτίτες του Ουρανού στο σταλαγμίτη της πάναγνης ψυχής της, της χαρίζει άφατη δόξα και μεγαλοπρέπεια. «Η ωραιότης της Παρθενίας της και το υπέρλαμπρον το της αγνείας» της κατέπληξε και αυτόν τον αρχιστράτηγο των αγγελικών Δυνάμεων (Ω) . Η Θεοτόκος είναι η Βασίλισσα (Ψαλμ. 44, 10 εξ.) του κόσμου!
Η μορφή της Θεοτόκου, εξάλλου, ασκεί τη γοητεία και την έλξι του ψηλού βουνού. Το ψηλό βουνό ασκούσε πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία στον άνθρωπο. Έτσι βλέπομε ότι οι άνθρωποι στην προϊστορία τους θεοποίησαν το ψηλό βουνό και από την αυγή της ιστορίας του πνεύματός των στέκονταν μπροστά του με θαυμασμό και δέος. Κι από το άλλο μέρος, το ψηλό βουνό ασκεί μια ακατανίκητη έλξι στους ανθρώπους που τους τραβάει κοντά του, και προκαλεί να το ανεβούν, ν’ αναρρηχηθούν στις κατακόρυφες πλαγιές του, να φθάσουν και να κατακτήσουν την κορυφή του.
Η μορφή της Θεοτόκου ασκεί μιαν αφάνταστη γοητεία και έλξι στις ψυχές αγγέλων και ανθρώπων. Οι άνθρωποι στέκονται με σεβασμό και δέος μπροστά στο «δυσανάβατο ύψος» της αγιότητός της. Και οι άγιοι Άγγελοι με δυσκολία ατενίζουν το «δυσθεώρητο βάθος» της Παναγίας υπάρξεώς της (Ω) . Η μορφή της Θεομήτορος, ζωγραφισμένη στο ψηλότερο, μετά τον τρούλλο, μέρος του ορθοδόξου Ναού τραβάει τα μάτια και τις ψυχές των πιστών. Η «Πλατυτέρα» είτε Βρεφοκρατούσα είτε Δεομένη ασκεί την πιο μεγάλη έλξι στα μέλη της Εκκλησίας. Είναι ο ιερός Μαγνήτης που μας τραβάει κοντά της και κοντά στον Υιό και Θεό της. Η Θεοτόκος θα υπάρχη εκεί μπροστά μας, μέχρις ότου ο Κύριος και Θεός της «ελκύση πάντας» (Ιω. ιβ' 32) στη βασιλεία Του.
ΑΝ ΣΟΥ πει ο λογισμός σου, λέει κάποιος Πατήρ, πως σήμερα είναι γιορτή, γι’ αυτό φάε καλύτερα, μην τον ακούσεις, αδελφέ, γιατί έτσι εορτάζεις Ιουδαϊκώς και όχι χριστιανικώς. Οι Εβραίοι ετοίμαζαν πολλών ειδών φαγητά για να γιορτάσουν. Η καλοφαγία του μοναχού ας είναι το πένθος και τα δάκρυα.
Ο ΑΒΒΑΣ Ελλάδιος έτρωγε σ’ όλη του την ζωή μόνο ψωμί κι αλάτι, όπως όλοι οι σκητιώτες. Όταν έφτανε το Πάσχα, έλεγε στον εαυτό του;
- Σήμερα, χάριν της μεγάλης γιορτής, πρέπει να κοπιάσω περισσότερο.
Ενώ λοιπόν τις άλλες μέρες έτρωγε καθιστός, την ημέρα του Πάσχα συνήθιζε να τρώει όρθιος.
ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΑΣΙΜΕΣ ημέρες έλεγε στους μαθητές του ένας πνευματικός Γέροντας:
- Ας χορτάσουμε με τον λόγο του Θεού σήμερα κι ας ευφρανθούμε με τις διηγήσεις των Πατέρων, παιδιά μου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 91-92 )
40. «Χαίρε Πύλη, μόνη ην ο Λόγος διώδευσε μόνος» (Ω).
Ο χαιρετισμός αυτός της Θεοτόκου είναι εμπνευσμένος από τη σχετική προφητεία του Ιεζεκιήλ: «Είπε Κύριος προς με· ή πύλη αυτή κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται και ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής» (μδ' 1–2). Πρόκειται για προτύπωσι της Παρθενίας, της Αειπαρθενίας της Θεομήτορος.
Η Παρθένος Μαρία έγινε Πύλη εισόδου της θεότητος στην ανθρωπότητα. Οι ειδωλολατρικοί λαοί τις πύλες των τειχών των αρχαίων πόλεων τις θεωρούσαν ανίερες, διότι ωδηγούσαν έξω από τα τείχη, όπου ο χώρος εθεωρείτο μη ιερός, υπό την εξουσίαν των εχθρών του ανθρώπου. Οι Πύλες των πόλεων ήταν επίσης «βεβηλωμένες», διότι, όσοι πηγαινοέρχονταν έξω και μέσα στην πόλι, τις βεβήλωναν, καθώς τις πατούσαν με τα πόδια που είχαν μολυνθή από το εξωτερικό (έξω των τειχών) μολυσμένο φυσικό περιβάλλον.
Η Θεομήτωρ έμελλε να καταργήση την αντίληψι αυτή. Διότι αυτή ήταν η Πύλη εκείνη, μέσα από την οποία πέρασε όχι ο εχθρός, αλλά ο φίλος, ο Σωτήρ και Λυτρωτής της ανθρωπότητος. Η Θεοτόκος ήταν η μόνη θριαμβευτική Αψίδα που ύψωσε η ανθρωπότης για να περάση ο «ευλογημένος ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Ιω. ιβ' 13). Και από τότε που ο Ιησούς εισήλθε δια της Πύλης της Παρθένου καταργήθηκαν, έπεσαν τα τείχη στη ζωή της ανθρωπότητος. Διότι ήταν πια άχρηστα. Διότι έπαυσε πια να υπάρχη «μέσα» και «έξω», ιερός και μη ιερός (βέβηλος) χώρος. Διότι όλος ο χώρος, η Γη ολόκληρη έγινε Ιερή σαν δημιούργημα του Θεού:
«Είπεν ο Ιησούς... έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί» (Ιω. δ' 21). Όλοι οι άνθρωποι, Ιουδαίοι, Έλληνες, βάρβαροι και μη έγιναν φίλοι: «Νυνί εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτέ όντες μακράν εγγύς εγενήθητε εν τω αίματι του Χριστού» (Εφ. β΄ 13). Και τούτο διότι «ο Ιησούς, το μεσότοιχον του φραγμού έλυσε... και την έχθραν κατήργησε» (Εφ. β' 14 –15).
Η Θεοτόκος, εξάλλου, απεδείχθη η Πύλη εισόδου των ανθρώπων στον Ουρανό. Κοντά της οι άνθρωποι βρίσκουν την «πόρτα» που οδηγεί στη ζωή και στο φώς του ουρανού, δηλαδή τον Κύριο Ιησού που είπε: «Εγώ είμι η θύρα· δι’ εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται και εισελεύσεται και εξελεύσεται και νομήν ευρήσει» (Ιω. ι' 9). Γι’ αυτό και η ορθόδοξη πνευματικότης δέχεται ότι ο δρόμος της σωτηρίας του ανθρώπου περνάει «δια της Πύλης», δηλαδή δια της θερμής προστασίας και μεσιτείας της Θεοτόκου: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς»!
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 64-65 )
1,10. «περιπατήσαι υμάς αξίως του Κυρίου εις πάσαν αρέσκειαν, ,εν παντί έργω αγαθώ καρποφορούντες και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού».
Για ποιό λόγο όλο αυτό είναι απαραίτητο; Για να ζει ο άνθρωπος «αξίως του Θεού», να ζει αξίως του Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού. Γιατί, Αυτός ακριβώς γι’ αυτό έγινε άνθρωπος, για να μας καταδείξει σαν τέλειος άνθρωπος, πώς είναι η «άξια» του Θεού ανθρώπινη ζωή. Άρα λοιπόν, η άξια του Θεού ζωή, είναι το να βιώσει ο άνθρωπος την ζωή που έζησε ο Κύριος Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος «εν σώματι».
Έτσι «ευρισκόμενοι και ζώντες» οι άνθρωποι σε τέτοια ζωή, πράττουν αδιάκοπα το θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό είναι «καρποφορούντες εν παντί έργω αγαθώ και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού».
Η γνώση «περί Θεού» κερδίζεται, καταχτιέται με την ζωή «εν τω Θεώ» Poboznost-Znanje, από την ευσέβεια έρχεται η επίγνωση. Όσο περισσότερη είναι η ευσέβεια, τόσο μεγαλύτερη είναι η Θεοεπίγνωση. Εδώ βρίσκεται όλη η ευαγγελική γνωσιολογία.
Μόνο η «αξίως» του Θεού ζωή, δίνει και την άξια «περί Θεού» γνώση. Μόνο οι άνθρωποι που με το κλήμα της ύπαρξής τους, μπολιάζονται στην Θεανθρώπινη άμπελο του Χριστού καρποφορούν. «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί καγώ εν αύτω, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. 15, 5).
Γίνονται τότε «καρποφόροι σε κάθε καλό έργο» και «αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού». Εκτός του Χριστού, για τον άνθρωπο η ζωή είναι «μη αξίως του Θεού». Γιατί ο Θεάνθρωπος είναι ο μοναδικός «ΔΙΚΑΙΟΣ ΆΝΘΡΩΠΟΣ» (αφού είναι ενωμένος με αυτόν ο Τέλειος Θεός). Έξω από Αυτόν τα πάντα είναι θάνατος και εργάζονται για τον θάνατο.
Πώς μπορεί να γίνει κάτι άξιο του ανθρώπου, που είναι δημιουργημένος για την αθανασία και την αιώνια ζωή; Κοντά στον Τρισήλιο Θεό και Κύριο, άξιο του ανθρώπινου όντος είναι μόνο αυτό που είναι ένθεο, αθάνατο και αιώνιο. Γι’ αυτό, μόνο η Χριστοειδής, μόνο η Θεοειδής ζωή, είναι άξια για τον άνθρωπο.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 26-27)
Το πτηνό του ουρανού
Ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης κολυμπούσε στη θάλασσα των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Είχε όμως κι ένα χάρισμα, μια ξεχωριστή εύνοια, μια σπάνια χάρι που σε λίγους δίνεται: Πετούσε στον αέρα! Δεν ήταν μόνο συμβολικά πετεινό του ουρανού για την ολοκληρωτική ακτημοσύνη και τη μεγάλη του άσκησι, αλλά και κατά κυριολεξία. Πετούσε απ’ τον ένα τόπο στον άλλο! Χωρίς φτερά. Τέτοια άγια σώματα σαν του Καυσοκαλύβη, εξαϋλωμένα, ανάλαφρα, άσαρκα, δεν χρειάζονται φτερά. Τους δίνει η θεία χάρις φτερά, γίνονται ολόκληρα ένα φτερό, άυλο, αγγελικό.
Αυτόπτης μάρτυς αυτής της χαρισματικής πτήσεως του οσίου είναι ο ίδιος ο βιογράφος του, ο Θεοφάνης επίσκοπος Περιθεωρίου. Να πώς περιγράφει το συμβάν:
«Μια μέρα ξεκίνησα από το μοναστήρι του Βατοπεδίου μ’ έναν άλλο αδελφό για την καλύβα του Καυσοκαλύβη. Δυστυχώς δεν τον βρήκα εκεί. Λυπήθηκα και έψαχνα τριγύρω, μήπως και τον συναντήσω κάπου. Ανέβηκα λίγο πίσω από την καλύβα του και ενώ κοίταζα προς τον δρόμο του κυρ-Ησαΐου, να τον, τον βλέπω στη γούρνα του Αγελαρίου, μακριά έως δύο μίλια. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο δρόμος είναι δύσβατος και ο τόπος πετρώδης. Ίσια διάβασι δεν υπάρχει πουθενά. Και, ω του θαύματος! Βλέπω τον άγιο ανυψωμένο από τη γη, πάνω ψηλά στον αέρα! Πετούσε σαν αετός υπόπτερος πάνω από το δάσος, πάνω από τα θεόρατα βράχια κι ερχόταν προς το μέρος μου!
Τη στιγμή εκείνη τρόμαξα και φώναξα «Μέγας ει Κύριε…» κι από τον φόβο μου τραβήχθηκα προς τα πίσω, ενώ, εν ριπή οφθαλμού, εκείνος έφθασε ψάλλοντας στο μέρος που στεκόμουν εγώ! Τι έψαλλε, δεν κατάλαβα, συνεπαρμένος από το θαύμα που αντίκρυζα μπροστά μου.
Έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια. Εκείνος με ρωτούσε διαρκώς:
- Πόση ώρα έχεις στον τόπο αυτόν;
Έπειτα μ’ έπιασε πατρικά, με οικειότητα από το χέρι και μ’ έβαλε μέσα στην καλύβα του. Κι αφού με δίδαξε και με συμβούλεψε αρκετά, μου είπε:
- Πρόσεχε να μην πης σε κανένα τίποτε απ’ ό,τι είδες, όσο βρίσκομαι στην παρούσα ζωή. Και μάθε πως μια μέρα θα γίνης ηγούμενος και μετά μητροπολίτης Αχριδών! Πολλές δοκιμασίες σε περιμένουν. Αλλά κάνε υπομονή και γίνε μιμητής του Χριστού που κρεμάσθηκε στο ξύλο του Σταυρού. Αυτός θα είναι ο βοηθός σου στους πειρασμούς, στις θλίψεις και στους μαρτυρικούς αγώνες σου.
Πράγματι όλα όσα προείπε πραγματοποιήθηκαν στη ζωή μου, καθώς τα ζωγράφισε ο προφητικός του λόγος».
(Ο Καυσοκαλύβης)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β, σ. 145-147)
Το πτηνό του ουρανού
Ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης κολυμπούσε στη θάλασσα των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Είχε όμως κι ένα χάρισμα, μια ξεχωριστή εύνοια, μια σπάνια χάρι που σε λίγους δίνεται: Πετούσε στον αέρα! Δεν ήταν μόνο συμβολικά πετεινό του ουρανού για την ολοκληρωτική ακτημοσύνη και τη μεγάλη του άσκησι, αλλά και κατά κυριολεξία. Πετούσε απ’ τον ένα τόπο στον άλλο! Χωρίς φτερά. Τέτοια άγια σώματα σαν του Καυσοκαλύβη, εξαϋλωμένα, ανάλαφρα, άσαρκα, δεν χρειάζονται φτερά. Τους δίνει η θεία χάρις φτερά, γίνονται ολόκληρα ένα φτερό, άυλο, αγγελικό.
Αυτόπτης μάρτυς αυτής της χαρισματικής πτήσεως του οσίου είναι ο ίδιος ο βιογράφος του, ο Θεοφάνης επίσκοπος Περιθεωρίου. Να πώς περιγράφει το συμβάν:
«Μια μέρα ξεκίνησα από το μοναστήρι του Βατοπεδίου μ’ έναν άλλο αδελφό για την καλύβα του Καυσοκαλύβη. Δυστυχώς δεν τον βρήκα εκεί. Λυπήθηκα και έψαχνα τριγύρω, μήπως και τον συναντήσω κάπου. Ανέβηκα λίγο πίσω από την καλύβα του και ενώ κοίταζα προς τον δρόμο του κυρ-Ησαΐου, να τον, τον βλέπω στη γούρνα του Αγελαρίου, μακριά έως δύο μίλια. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο δρόμος είναι δύσβατος και ο τόπος πετρώδης. Ίσια διάβασι δεν υπάρχει πουθενά. Και, ω του θαύματος! Βλέπω τον άγιο ανυψωμένο από τη γη, πάνω ψηλά στον αέρα! Πετούσε σαν αετός υπόπτερος πάνω από το δάσος, πάνω από τα θεόρατα βράχια κι ερχόταν προς το μέρος μου!
Τη στιγμή εκείνη τρόμαξα και φώναξα «Μέγας ει Κύριε…» κι από τον φόβο μου τραβήχθηκα προς τα πίσω, ενώ, εν ριπή οφθαλμού, εκείνος έφθασε ψάλλοντας στο μέρος που στεκόμουν εγώ! Τι έψαλλε, δεν κατάλαβα, συνεπαρμένος από το θαύμα που αντίκρυζα μπροστά μου.
Έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια. Εκείνος με ρωτούσε διαρκώς:
- Πόση ώρα έχεις στον τόπο αυτόν;
Έπειτα μ’ έπιασε πατρικά, με οικειότητα από το χέρι και μ’ έβαλε μέσα στην καλύβα του. Κι αφού με δίδαξε και με συμβούλεψε αρκετά, μου είπε:
- Πρόσεχε να μην πης σε κανένα τίποτε απ’ ό,τι είδες, όσο βρίσκομαι στην παρούσα ζωή. Και μάθε πως μια μέρα θα γίνης ηγούμενος και μετά μητροπολίτης Αχριδών! Πολλές δοκιμασίες σε περιμένουν. Αλλά κάνε υπομονή και γίνε μιμητής του Χριστού που κρεμάσθηκε στο ξύλο του Σταυρού. Αυτός θα είναι ο βοηθός σου στους πειρασμούς, στις θλίψεις και στους μαρτυρικούς αγώνες σου.
Πράγματι όλα όσα προείπε πραγματοποιήθηκαν στη ζωή μου, καθώς τα ζωγράφισε ο προφητικός του λόγος».
(Ο Καυσοκαλύβης)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 145-147)
Το Σάββατο του Λαζάρου
Το Σάββατο του Λαζάρου κατέχει ξεχωριστή θέση, στο λειτουργικό ημερολόγιο. Δεν ανήκει στις σαράντα ημέρες της μετάνοιας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ούτε και στις οδυνηρές ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, αυτές που αρχίζουν από τη Μεγάλη Δευτέρα και τελειώνουν τη Μεγάλη Παρασκευή. Μαζί με την Κυριακή των Βαΐων συνθέτουν ένα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο των γεμάτων πόνο ημερών που ακολουθούν. Δύο σημαντικά περιστατικά συνδέονται με τη Βηθανία: εκεί ανέστησε τον Λάζαρο και από εκεί ξεκίνησε ο Ιησούς την πορεία και άνοδό του προς τα Ιεροσόλυμα.
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι ένα γεγονός που, όπως θα δούμε, έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδώς με την Ανάσταση του Κυρίου μας και παίζει, ως προς αυτή, τον ρόλο μιας έμπρακτης προφητείας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Λάζαρος μας παρουσιάζεται στο κατώφλι της Μεγάλης Εβδομάδας αναστημένος, ως προάγγελος της νίκης του Χριστού επί του θανάτου, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, παραμονές των Θεοφανείων, προανήγγειλε τον Επιφανέντα Χριστό. Πέρα όμως από τον πρωταρχικό αυτό χαρακτήρα της, η ανάσταση του Λαζάρου έχει και κάποιες δευτερεύουσες πτυχές τις οποίες είναι χρήσιμο να εξετάσουμε:
Η ανάσταση του Λαζάρου αναγγέλλει την ανάσταση των νεκρών η οποία έρχεται ως συνέπεια της Αναστάσεως του Κυρίου: «Λάζαρον τεθνεώτα τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος και δι’ ενός προσφιλούς την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν». Το Σάββατο του Λαζάρου είναι, κατά κάποιο τρόπο, η εορτή όλων των νεκρών. Μας δίνει την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε την πίστη μας στην Ανάσταση. Ο Κύριός μας, τονώνοντας το ηθικό της Μάρθας, μας δίνει σχετικά με τους κεκοιμημένους μας μια πολύτιμη διδασκαλία. Είπε στη Μάρθα: Αναστήσεται ο αδελφός σου». Η Μάρθα απάντησε: «Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί κατά τη γενική ανάσταση της εσχάτης ημέρας».
Και ο Ιησούς ανταπάντησε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή». Η πίστη της Μάρθας ήταν ανεπαρκής σε δύο σημεία. Προέβαλε στο μέλλον, και μόνο στο μέλλον, την ανάσταση του αδελφού της και, δεύτερον, δεν αντιλαμβανόταν αυτή την ανάσταση παρά μόνο σε σχέση με ένα γενικό νόμο. Ο Ιησούς όμως της δείχνει ότι η ανάσταση είναι ένα γεγονός ήδη παρόν, επειδή Αυτός δεν προξενεί απλώς, αλλά είναι η ανάσταση και η ζωή. Οι κεκοιμημένοι μας ζουν δια και εν Χριστώ. Η ζωή τους συνδέεται με την προσωπική παρουσία του Χριστού και εκδηλώνεται εν αυτή. Εάν θελήσουμε να ενωθούμε πνευματικά με έναν κεκοιμημένο αδελφό μας που αγαπούσαμε πολύ, δεν θα προσπαθήσουμε να τον ζωντανέψουμε στη φαντασία μας, αλλά θα έρθουμε σε επικοινωνία με τον Ιησού και εν Αυτώ θα τον βρούμε.
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια θαυμάσια επεξήγηση του Χριστολογικού δόγματος. Μας δείχνει πως, στο πρόσωπο του Ιησού, η θεία και η ανθρώπινη φύση ενώνονται χωρίς να συγχέονται: Ανάστασις και ζωή των ανθρώπων υπάρχων, Χριστέ, εν τω μνήματι Λαζάρου επέστης, πιστούμενος ημίν τας δύο ουσίας σου…». Αφενός, στον Ιησού ο άνθρωπος μπορεί να λυγίσει μπροστά στη συγκίνηση και να θλιβεί για την απώλεια ενός φίλου: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς. Έλεγον δε οι Ιουδαίοι, ίδε πως εφίλει αυτόν». Αφετέρου, ο Θεός, εν Χριστώ, μπορεί να διατάξει τον θάνατο ως έχων εξουσία: «Φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω. Και εξήλθεν ο τεθνηκώς…».
Τέλος, η ανάσταση του Λαζάρου παρακινεί τον αμαρτωλό να ελπίζει ότι, ακόμη κι αν είναι πνευματικά νεκρός, μπορεί να ξαναζήσει: «Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρόν τοις πάθεσιν, ως συμπαθής εξανάστησον, δέομαι». Είναι κάποιες φορές που μια τέτοια πνευματική ανάσταση φαίνεται εξίσου αδύνατη όπως και η ανάσταση του Λαζάρου: «Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστι». Όλα όμως είναι δυνατά για τον Ιησού, από το να μεταστρέφει τον πιο σκληρόκαρδο αμαρτωλό μέχρι να αναστήσει ένα νεκρό: «Λέγει ο Ιησούς, άρατε τον λίθον…».
Να λοιπόν τι θα μάθουμε, αν πάμε το Σάββατο αυτό στη Βηθανία, στον τάφο του Λαζάρου. Εμείς όμως δεν θέλουμε να συναντήσουμε τον Λάζαρο. Θέλουμε να συναντήσουμε στη Βηθανία τον Ιησού και να ξεκινήσουμε μαζί του τη φετινή Μεγάλη Εβδομάδα. Μας προσκαλεί ο Ίδιος και μας περιμένει. Η Μάρθα ήρθε κρυφά να πει στην αδελφή της: «Ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σοι». Και η Μαρία «ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται προς Αυτόν». Ο Κύριος με καλεί. Θέλει κατά τις ημέρες του Πάθους του να μην Τον εγκαταλείψω. Θέλει, αυτές ακριβώς τις μέρες, να αποκαλυφθεί σε μένα -που μπορεί ήδη να «όζω»- μ’ έναν τρόπο καινούργιο και υπέροχο. Κύριε, έρχομαι.
(Lev Gillet, «Πασχαλινή κατάνυξη», εκδ. Ακρίτας, σ. 51-55)
Πολύ θα ήθελα αυτές τις μέρες να κάθομαι σπίτι και όλη μέρα να ησυχάζω, να προσεύχομαι και να μελετώ. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως εργάζομαι σε σούπερ μάρκετ και όχι μόνο δεν προβλέπεται να κάτσω σπίτι αλλά αντίθετα πρέπει να δίνω εκεί όλη μου την ενέργεια. Τον πρώτο καιρό στενοχωριόμουν που ερχόμουν σπίτι κατάκοπος. Σκεφτόμουν ότι έχανα το χρόνο μου. Έκατσα και σκέφτηκα να ζητήσω στην προσευχή μου να μου δώσει ο Κύριος την ευκαιρία να έχω χρόνο και ενέργεια για τις πνευματικές μου ασχολίες. Όταν τελείωσα όμως την προσευχή είχα καταλάβει πως για κάποιο λόγο δουλεύω εκεί, σε ένα τόσο απαιτητικό μαγαζί. Κι αντί να κάνω προσευχή, θα μπορούσα να είμαι προσευχή και να προσφέρω τον εαυτό μου στους συνανθρώπους μου, τους συναδέλφους και τους πελάτες, εργαζόμενος έτσι για το Χριστό!
Κι έτσι άλλαξε αμέσως η ψυχολογία μου! Παραμερίζοντας την προσωπική μου θλίψη, ήμουν ένα χαμόγελο για τον κόσμο, τους έλεγα αστεία, αισιόδοξα πράγματα αλλά και τους μιλούσα για το Χριστό και για την ψυχή τους, ανάλογα με την οικειότητα που είχα με τον καθένα και με διάκριση κάθε φορά, προσεκτικά. Και μέχρι σήμερα αυτό κάνω. Τα πράγματα όμως δεν είναι εύκολα. Οι άνθρωποι είναι πολύ τρομαγμένοι… ανθρώπους που τους ξέρω πέντε χρόνια τους βλέπω τώρα πολύ διαφορετικούς. Είναι μέρες που ψάχνω απεγνωσμένα να δω κάποιον να χαμογελάει, να μην έχει τον τρόμο και την απόγνωση στα μάτια του, να μην έχει χάσει την ψυχραιμία του. Τα λόγια τους : ‘ τί κακό μας βρήκε; τί θα γίνουμε; πού καταντήσαμε;’ Και ο Θεός μόνο στη φράση ‘μας τιμωρεί ο Θεός’. Όπως κι αν τους αναφέρω το Χριστό, είναι σαν να τους μιλάω για ένα φάντασμα, ένα σούπερ ήρωα όπως ο σούπερμαν που τον επινοήσαμε για να μας δίνει μια ψεύτικη παρηγοριά. Σαν να μην είναι ο Χριστός ο Δημιουργός, ο Θεός μας που μας αγαπάει τόσο!
Φόβος και απόγνωση, μπλοκάρισμα του μυαλού, κλείσιμο της καρδιάς… οι εξαιρέσεις ελάχιστες. Κάθε βράδυ τα μαζεύω όλα αυτά μέσα μου και τα δίνω στο Χριστό. Και ο Κύριος μου δίνει δύναμη γιατί τις περισσότερες φορές με παίρνει από κάτω. Οι νέοι μού λένε: ‘ ευτυχώς που έχουμε και τη συνδρομητική τηλεόραση’, οι μεγαλύτεροι μού λένε : ‘ τί δόξα τω Θεώ αγόρι μου, δε βλέπεις τί γίνεται;’ Μάταια αναζητώ κάποιον να μιλήσει για μετάνοια, ελπίδα στο Χριστό και αλλαγή πλεύσης! Όλοι περιμένουν να περάσει η μπόρα και να κάνουν ό,τι έκαναν με μεγαλύτερο ζήλο! Και μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό η κουβέντα του Πόντιου Πιλάτου όταν είδε τον Ιησού καταμαστιγωμένο, ραπισμένο και ταπεινωμένο ‘ Ίδε ο άνθρωπος’ ( Ιωαν.ιθ,6) κι όπως το μεταφράζει ο μακαριστός Τρεμπέλας ‘Κοίτα σε ποια άθλια κατάσταση κατάντησε ο άνθρωπος’. Τι ειρωνία! Ο Θεός να γίνεται άνθρωπος και να σταυρώνεται και να ανασταίνεται για να γίνουμε εμείς Θεοί κι εμείς να είμαστε απελπισμένοι, χωρίς Θεό και έχοντας απαξιώσει και περιφρονήσει μια τέτοια δωρεά! Κρίμα!(Κ.Δ.Κ)