ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ.Ο θεολόγος της παραδόσεως.
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο δεύτερος χριστιανικός αιώνας ανοίγει με τη μεγάλη αποστολική και πατερική μορφή του Ιγνατίου και κλείνει με το μεγάλο θεολόγο της Παραδόσεως Ειρηναίο. Και οι δύο αυτοί Πατέρες και Διδάσκαλοι αποτελούν τους γνησιότερους και σημαντικότερους θεολογικούς σταθμούς στην πορεία της Παραδόσεως τον δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων. Η σχέση μεταξύ τον δύο ανδρών είναι βαθειά. Ο Ειρηναίος κατανοείται σαν συνέχεια κι επέκταση του Ιγνατίου. Τη θεολογία του ο Ειρηναίος ασκεί με τις θεολογικές προϋποθέσεις της Ανατολής και την εμπειρία της Δύσεως. Φέρνει την παράδοση της μικρασιατικής Ανατολής και γνωρίζει τα προβλήματα της Δύσεως.
Νέο κλίμα. Η παρουσία του Ειρηναίου στο χώρο της Εκκλησίας και της θεολογίας στο τέλος του Β' αι. σημαίνει τη δημιουργία νέου κλίματος: τη στέρεη επανασύνδεση της θεολογικής σκέψεως με την αποστολική και ιγνατιανή Παράδοση και τη γνήσια προέκτασή της, ώστε να καταστή επαρκής προς αντιμετώπιση τον προβλημάτων της εποχής.
Υπέρβαση τον κλίματος των απολογητών. Από το 140 μέχρι το 185 περίπου κυριάρχησε σχεδόν η απολογητική θεολογία με κάποιες εξαιρέσεις, η σπουδαιότερη των οποίων ήταν του Διονυσίου Κορίνθου ( + 180;). Η τακτική της απολογίας φαίνεται να κούρασε, αν δεν απογοήτευσε την Εκκλησία. Έτσι τώρα στο πρόσωπο του Ειρηναίου η Εκκλησία δοκιμάζει να ξεπεράση το κλίμα των απολογητών, διότι ούτε οι θεολογικοφιλοσοφικές τους προϋποθέσεις ούτε η τακτική τους φαίνονται πρόσφορες για την αντιμετώπιση της συγκλονιστικής κρίσεως, την οποία προκάλεσε ο γνωστικισμός, ο μοντανισμός και η εξασθένηση της Παραδόσεως με τους απολογητές. Βέβαια το φαινόμενο του γνωστικισμού είναι πολύ παλαιότερο. Στην εποχή όμως του Ειρηναίου η Εκκλησία δοκίμασε στο μέγιστο βαθμό τις συνέπειες και την επίδρασή του στους κόλπους της. Πόσο μεγάλος και πραγματικός υπήρξε ο κίνδυνος από την παρουσία και τη δράση του γνωστικισμού φανερώνουν αφ’ ενός μεν η ευρεία χρήση βιβλικών στοιχείων από τα ποικίλα γνωστικά συστήματα, αφ’ ετέρου δε ο ισχυρισμός τους ότι κατέχουν απόκρυφε ς παραδόσεις (Έλεγχος A 25, 5), που έρχονται απ’ ευθείας από τον Κύριο και που είναι ανώτερες από αυτές που διέσωσε η Εκκλησία. Έτσι το πρόβλημα της αντικρούσεως του γνωστικισμού έγινε πρόβλημα ερμηνευτικό και ιστορικό. Οι γνωστικοί, παρερμηνεύοντας τη Γραφή (Α 8,1• 9,1• 19,1• 20,2), διέστρεφαν τη θεία αποκάλυψη και κατέληγαν στη διαρχία και την απαισιοδοξία. Ο Ειρηναίος, ερμηνεύοντας για να τους αντικρούση, δημιούργησε την περίφημη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, τονίζοντας την ενότητα του κόσμου και δίνοντας ελπίδα στον άνθρωπο. Προσπαθώντας δε να δείξη ανυπόστατες ιστορικά τις δήθεν γνήσιες παραδόσεις τους, ωδηγήθηκε στη θεολογία της Παραδόσεως και αποκάλυψε τελεσίδικα για την Εκκλησία την ψευδοχριστιανικότητα του γνωστικισμού. Αυτή υπήρξε η εσωτερική τακτική της θεολογίας του Ειρηναίου, στον οποίο μάλιστα θετικό και αρνητικό στοιχείο αποτελούν ενιαίο πνευματικό αγώνισμα με δύο όψεις. Υπήρξε από τους πρώτους χριστιανούς συγγραφείς που κατανόησε ότι, εκθέτοντας και αναλύοντας το μη αληθές (=το γνωστικισμό), προσεγγίζομε και ψαύομε το αληθές (=το χριστιανισμό). Ερευνώντας και συνειδητοποιώντας το αληθές, διακρίνομε και δείχνομε εύκολα τι δεν είναι αληθές. Από τους απολογητές διέφερε βασικά στο εξής: οι απολογητές απολογούνται και υπερασπίζουν το χριστιανισμό με τη βοήθεια φιλοσοφικών και παλαιοδιαθηκικών όπλων περισσότερο. Ο Ειρηναίος καταπολεμεί κυρίως (δεν απολογείται) τους εχθρούς της Εκκλησίας με όπλα της Εκκλησίας περισσότερο. Έτσι γίνεται και ο κύριος εισηγητής της πολεμικής λεγομένης θεολογίας, η οποία στην πορεία του χριστιανισμού έδωσε τα σπουδαιότερα θεολογικά έργα και η οποία στη βάση της είναι πρώτιστα έργο κι επίτευγμα θετικό, παρά τον εξωτερικά αρνητικό της χαρακτήρα. Οι απολογητές προσέφευγαν στη βοήθεια της φιλοσοφικής σκέψεως, διότι πίστευαν στη δυνατότητά της να φθάση στην αλήθεια έστω και μερικώς (Ιουστίνος: σπερματικός λόγος, Αθηναγόρας: συμπάθεια και θεία πνοή κλπ.). Ο Ειρηναίος βασίσθηκε αποκλειστικά στη θεολογική σκέψη, διότι πίστευε ότι η αλήθεια που υπάρχει μόνο στην Εκκλησία είναι το μόνο αληθινό και αποτελεσματικό όπλο. Όπως και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας έτσι και ο Ειρηναίος δημιούργησε στο πλαίσιο της Παραδόσεως, την οποία αύξησε, υιοθετώντας την και εκκινώντας από αυτή. Χρησιμοποίησε τους προγενέστερούς του εκκλησιαστικούς συγγραφείς (από Κλήμεντα Ρώμης και Ιγνάτιο μέχρι Μελίτωνα), χωρίς τούτο να σημαίνη ότι αγνοούσε και αδιαφορούσε τελείως για τους θύραθεν (Spanneut, Schoedel), όπως υπέθεσαν πολλοί. Η διάκριση π.χ. στον άνθρωπο σώματος, ψυχής και πνεύματος απηχεί την πλατωνική φιλοσοφία. Τέλος, ο Ειρηναίος έγινε δημιουργός στο χώρο της Παραδόσεως, διότι ήθελε πάντοτε να είναι μάρτυς της Παραδόσεως.
Ανακεφαλαίωση. Έτσι ωνομάσθηκε από τον Ειρηναίο η όλη θεία οικονομία και η δια του Χριστού σωτηρία του ανθρώπου. Ο Ιερός αυτός άνδρας έφθασε πρώτος σε τόσο πλήρη θεώρηση της ιστορίας και της θείας οικονομίας, ερμηνεύοντας ορθά τα βιβλικά δεδομένα και την Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Χριστός, που γεννάται αχρόνως—ανάρχως (Β 30,9) και όχι εν χρόνω, όπως φρονούσαν γενικά οι απολογητές, ανακεφαλαιώνει την πλάση όλη στο θεανθρώπινο πρόσωπό του. Δηλαδή αναδημιουργεί τον πεσόντα κόσμο και ανακαινίζει αυτόν βάσει του εαυτού του, παρέχοντας τον εαυτό του προς μετοχή και ως πρότυπο. Ο άνθρωπος μόνο στο Χριστό συνειδητοποιεί το που έγκειται το «κατ’ εικόνα» του και μόνο δια του έργου του Χριστού επιτυγχάνει το «καθ’ ομοίωσιν». Και τούτο διότι ο Λόγος προ της ενανθρωπήσεως του ήταν αόρατος, δεν ήταν προσιτός εις τον άνθρωπο (Ε 16,2). Το έργο του Χριστού αποτελεί απάντηση στην ατυχή προσπάθεια του Αδάμ. Όπου απέτυχε ο πρώτος Αδάμ, έπρεπε να πετύχη ο νέος Αδάμ χάριν της σωτηρίας των επιγόνων του πρώτου Αδάμ και της αποκαταλλαγής τους προς το Θεό (Ε 16, 3). Ο άνθρωπος εν Χριστώ επιστρέφει στην προπτωτική μακαρία κατάσταση, πορεύεται προς τον τελικό του σκοπό, η φύση αποκαθίσταται (Α. Θεοδώρου) και επαναλαμβάνεται η διακοπείσα πορεία προς την τελείωση με νέες προϋποθέσεις. Η τελική όμως φάση της ανακεφαλαιώσεως θα πραγματοποιηθή στα έσχατα, μεταϊστορικά.
Το μέγα θεολογικό θεμέλιο της ανακεφαλαιώσεως είναι ο ρεαλισμός, βιβλικός και ιγνατιανός. Αφορμή της οι γνωστικοί που δεν είχαν ρεαλισμό κι έτσι έβλεπαν στα γεγονότα της ΚΔ σχήματα και ανυπόστατα φαινόμενα, που γι’ αυτό δεν εξηγούσαν το μυστήριο του κόσμου και δεν έσωζαν τον άνθρωπο. Ο Ειρηναίος αναγνώρισε την πραγματικότητα στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού κι έτσι μόνο συνειδητοποίησε την «τραγωδία» (Α 4,3) του κόσμου και προχώρησε στην υπέρβασή της: συνέλαβε την ενότητα της αρχής του κόσμου, όταν οι γνωστικοί διασπούσαν την αρχή αυτή σε δύο (θεός πατήρ—δημιουργός)• αναγνώρισε γενικά το ενιαίο στην πορεία της Ιστορίας• τόνισε την ταυτότητα του Μονογενούς με το Σωτήρα, του Λόγου με το Χριστό, που οι γνωστικοί τα ήθελαν διαφορετικά πρόσωπα. Η διάσπαση και η διαπίστωση της τραγωδίας του κόσμου ωδηγούσε στην απαισιοδοξία, διότι αντιμετωπιζόταν με σχηματικούς αφορισμούς και όχι με το ρεαλισμό του προσώπου του Χριστού, που δημιουργεί την αισιοδοξία: «ει μη συνηνώθη ο άνθρωπος τω Θεώ, ουκ αν ηδυνήθη μετασχείν της αφθαρσίας» (Γ 18,7). Τούτο δε ήταν δυνατό μόνο και μόνο, διότι πραγματικά «ο Θεός άνθρωπος εγένετο» (Γ 21,1). Την παραπάνω ενότητα και το λυτρωτικό έργο του Χριστού αναγνώριζαν βέβαια και οι απολογητές, αλλά εκπροσωπούσαν γενικά μία υπεραισιοδοξία για τον κόσμο, που βασιζόταν στη μη ορθή εκτίμηση της τραγωδίας του κόσμου. Έτσι το έργο του Χριστού φαινόταν κάπως συμπληρωματικό, διορθωτικό, βελτιωτικό μόνο, ενώ η ανακεφαλαίωση του Ειρηναίου σημαίνει ριζική, συγκλονιστική, εξ υπαρχής νέα δημιουργία, νέα πλάση, όπως ο Χριστός είναι νέος Αδάμ. Για πρώτη φορά δηλ. το μυστήριο της ενανθρωπήσεως παίρνει στη θεολογία της Εκκλησίας τόσο ορθές και βαθειές διαστάσεις. Και για πρώτη φορά με τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως γινόταν φανερό πως ο γνωστικισμός δεν είχε— δε μπορούσε να έχη—σχέση με την Εκκλησία. Επομένως ο χριστιανικός γνωστικισμός ήταν απατηλό σχήμα, μέσο συγχύσεως και κίνδυνος για τη γνησιότητα της Εκκλησίας.
Στο έργο της ανακεφαλαιώσεως έχει σπουδαία θέση και η Θεοτόκος. Ο ρόλος της είναι «σωτηριώδης», καθόσον συμβάλλει στην πνευματική αναμόρφωση του πιστού. Η Εύα παρακούσασα έγινε αρχή της πτώσεως, ενώ η Μαρία «υπακούσασα» έγινε «αίτια σωτηρίας» για ολόκληρη την ανθρωπότητα (Γ 22,4). Η προσφορά της Θεοτόκου είναι λοιπόν πολύ περισσότερο από παραδειγματική.
Ο ρεαλισμός του Ειρηναίου εκτείνεται σε όλα τα θέματα που αφορούν τη σωτηρία, ακριβώς διότι βασίζεται στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι π.χ. η θεία Ευχαριστία συνιστά γεγονός απόλυτα ρεαλιστικό, γι’ αυτό και καθιστά δυνατή την ανάσταση των νεκρών. Διότι δηλαδή γίνεται πραγματική μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού κατά την Ευχαριστία και διότι ο άνθρωπος κοινωνεί και μετέχει του πραγματικού Χριστού, είναι αληθινή η ανάσταση των νεκρών. Οι προγενέστεροί του εκκλησιαστικοί συγγραφείς, που ασχολήθηκαν με το θέμα της αναστάσεως, δε βασίσθηκαν για τη δικαίωσή της στον ευχαριστιακό ρεαλισμό, όπως έκαμε ο Ειρηναίος, αλλά οι περισσότεροι ζητούσαν επιχειρήματα από τον κόσμο της λογικής και της φυσικής πραγματικότητος.
Τέλος, ο Ειρηναίος έχει τόσο βαθειά συνείδηση της σημασίας της εν Χριστώ και δια Χριστού ανακεφαλαιώσεως, ώστε εισάγει αυτήν ρητώς εις το βαπτιστήριο Σύμβολο, όπως χαρακτηρίζεται σύντομη και τυποποιημένη ομολογία πίστεως, την οποία παραθέτει στο έργο του: «Εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα... και εις ένα Χριστόν Ιησούν... επί το "ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα"» (Α 10, 1).
Η θεολογία της Παραδόσεως. Η άλλη σπουδαία και δημιουργική όψη της ειρηναιϊκής σκέψεως είναι η θεολογία της Παραδόσεως, που συνδέεται τόσο οργανικά με τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, ώστε να μη διακρίνη κανείς ποιά προηγείται της άλλης και να μη νοούνται η μία χωρίς την άλλη. Η θεολογία της Παραδόσεως είχε αφορμή τη διάθεση (και πράξη) των γνωστικών και των αιρετικών να υποτιμούν και να αγνοούν την ιστορικότητα του Χριστού και της αποστολικής παραδόσεως, κάτι που τους παρείχε την άνεση να δημιουργούν δικές τους παραδόσεις. Ήταν επικίνδυνα συχνός ο ισχυρισμός τους, ότι κατείχαν παραδόσεις που ο Χριστός εμπιστεύτηκε μυστικά στους αποστόλους, από τους οποίους πάλι τις έλαβαν γνωστικοί (Α 25, 5) και τις παρέδιδαν μόνο στους μυημένους, διότι ήσαν ανώτερες από αυτές που διατήρησε η Εκκλησία. Η πρώτη αντίδραση του Ειρηναίου ήταν να δείξη, ότι ο Ουαλεντίνος και οι άλλοι επιφανείς γνωστικοί δε γνώρισαν το Χριστό και δεν άκουσαν τι είπε στους αποστόλους κατά την ανάληψή του, ώστε να διασώσουν λόγους του και διδασκαλίες του. Τουναντίον πλησίον του Κυρίου ήσαν οι της «Καινής διαθήκης πολίται»,οι οποίοι μόνοι άκουσαν και διέσωσαν διδασκαλίες του Κυρίου (Γ 12, 5). Υπογραμμίζοντας το τελευταίο τούτο, έχει ο Ειρηναίος τον ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξη τις πηγές της παραδόσεως και τη γνησιότητά της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των αποστόλων. Έτσι δημιουργείται το επιχείρημα της ιστορικής παραδόσεως, την οποία μπορεί κανείς να ελέγξη και να αποδείξη ιστορικά. Η σκέψη αυτή σε γενικές γραμμές μας είναι γνωστή από τον Ηγήσιππο, αλλά στον Ειρηναίο βρίσκει την ανάπτυξή της και την αναγωγή της σε θεολογία, ώστε να πεισθούν οι ενδιαφερόμενοι ότι μόνο η Εκκλησία είχε τη γνήσια Παράδοση και μόνο αυτή μπορούσε να την αποδείξη, διότι μόνο η Εκκλησία μπορούσε να απαριθμήση σε κάθε τοπική Εκκλησία τους επισκόπους—πρεσβυτέρους, που έγιναν κατά σειρά διάδοχοι των αποστόλων και παραλήπτες της Παραδόσεώς τους. Έχομε λοιπόν τις μαρτυρημένες ιστορικά αποστολικές διαδοχές ως εγγύηση γνησιότητος στην Εκκλησία. Με τον τρόπο αυτό η Παράδοση, παίρνοντας τις ορθές διαστάσεις της, αποβαίνει στον Ειρηναίο το γενικώτατο και ευρύτατο πλαίσιο, εντός του οποίου υπάρχει παν ό,τι είναι και έχει η Εκκλησία και άρα και η Γραφή, που αποτελεί το πρώτο γραπτό στοιχείο της Παραδόσεως. Ο Ειρηναίος δε θεωρεί τη Γραφή κάτι ξεχωριστό από την Παράδοση, δεν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, αλλά όψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (όχι χωρισμένη) στο πλαίσιο της όλης Παραδόσεως, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει στο σύνολό της «κανόνα της αληθείας» (Α 9, 4) και θεωρεί «ακλινή» και «βεβαία» (Α 9, 5), όρο, κριτήριο και πλαίσιο ζωής του πιστού. Οι ζωντανοί φορείς της Παραδόσεως έχουν στον Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία από τα κείμενα της ΚΔ, κάτι που ισχύει απόλυτα και για τον Ιγνάτιο. Οι φορείς αυτοί ονομάζονται επίσκοποι ή πρεσβύτεροι. Ο όρος πρεσβύτεροι σημαίνει πρώτιστα τους εγγυητές της γνήσιας Παραδόσεως.
Η Παράδοση παρά την κοινωνική, πολιτιστική και γεωγραφική διαφορά των τοπικών Εκκλησιών είναι η αυτή παντού (Α 10, 2). Πρόκειται για φαινόμενο εσωτερικής πνευματικής ζωής, που δεν εμποδίζεται από τον ποικίλο εξωτερικό τρόπο ζωής και το είδος της γλώσσας, μέσω της οποίας εκφράζεται. Η διαφύλαξη της εσωτερικής ταυτότητος και γνησιότητος της Παραδόσεως οφείλεται στο ότι διαθέτει «δύναμη»: «η δύναμις της Παραδόσεως» (αυτόθι). Είναι λοιπόν η Παράδοση δυναμικό γεγονός και γι’ αυτό ζη τη διαδικασία της αυξήσεως, χωρίς κατ’ ουσίαν να μεταβάλλεται. Και τούτο διότι αύξησή της δε σημαίνει αλλαγή και επινόηση άλλης αληθείας, δε σημαίνει την κήρυξη άλλου Χριστού και άλλου δημιουργού Θεού (Α 10, 3), αλλά την είσοδο βαθύτερα στην ίδια αλήθεια, με σκοπό την αναγωγή σε περισσότερες όψεις της ίδιας αληθείας, στην περαιτέρω διείσδυση στο θέλημα του Θεού, στην ευρύτερη κατανόηση της θείας οικονομίας (αυτόθι). Τη διαδικασία αυτή, που στην ιστορία δε μπορεί να έχη τέλος, θεμελιώνει ο Ειρηναίος στους παυλείους λόγους περί του βάθους του πλούτου του Θεού, της σοφίας και της θείας γνώσεως και περί του ότι τα κρίματα, το θέλημα του Θεού, η αλήθεια, είναι ανεξερεύνητα (αυτόθι). Ένεκα του άπειρου της αληθείας ο Θεός θα διδάσκη πάντοτε τον άνθρωπο και ο άνθρωπος θα μαθαίνη συνεχώς από το Θεό περί του Θεού (Β 28, 3). Είναι προφανές ότι η αύξηση της Παραδόσεως συνδέεται άρρηκτα με την αύξηση του ανθρώπου γενικά.
Η αύξηση του ανθρώπου. Η έννοια και η πραγματικότης της αυξήσεως είναι συνέπεια των θεολογικών προϋποθέσεων του Ειρηναίου. Είναι η τακτική, η «τάξις» και «ο ρυθμός» της θείας οικονομίας (Δ 38, 3). Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε νήπιος, έγινε για να αυξηθή και να προκόψη εν Θεώ (Β 22, 4). Ο Θεός «έπλασεν αυτόν εις αυξησίν τε και ακμήν» (Δ 11, 1). Η «προκοπή» του σε μία εποχή αποτελεί εκάστοτε το «πλείον» (Δ 11, 2-3) εν σχέσει με ό,τι είχε στο παρελθόν. Η προκοπή είναι συνεχής και αφορά στη γνώση της αληθείας και την ηθική βελτίωση (Δ 11, 3• Δ 9, 2-3• Δ 38, 1-3) με τη βοήθεια του αγ. Πνεύματος. Την αύξηση του ανθρώπου σε θεογνωσία διαπιστώνει ο Ειρηναίος όχι μόνο σχετικά με την παλαιοδιαθηκική εποχή (Δ 38, 2), αλλά και στην εποχή της Εκκλησίας. Πρόκειται για διαδικασία που αφορά στην πορεία του ενωμένου με το Θεό ανθρώπου, του χριστιανισμού γενικά, που θα προοδεύη χωρίς να αλλάζη κάτι από την ήδη παραδοθείσα θεογνωσία. Έτσι λοιπόν η δημιουργία, η ανακεφαλαίωση, η Παράδοση και η αύξηση αποτελούν όψεις του μυστηρίου της θείας οικονομίας, ο χαρακτήρας του οποίου είναι σαφώς δυναμικός, για να γίνεται ο άνθρωπος θεός. Η γνώση του Θεού, για την οποία ενδιαφέρεται ο Ειρηναίος, δεν είναι θεωρητική αναγωγή, αλλά έκφραση εμπειρίας την οποία έχει ο άνθρωπος καθόσον μετέχει στον ίδιο το Θεό: «μετοχή δε Θεού εστί το γινώσκειν τον Θεόν» (Δ 20, 5). Στην ίδια συνάφεια εξηγεί ο Ειρηναίος ότι ο άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια, καθόσο εισέρχεται σ’ αυτήν και ζη εν αυτή, όπως για να ίδη κανείς το φως πρέπει να εισέλθη σ’ αυτό: «ώσπερ οι βλέποντες το φως εντός εισί του φωτός και της λαμπρότητος αυτού μετέχουσιν, ούτω και οι βλέποντες τον Θεόν εντός εισί του Θεού, μετέχοντες αυτού της λαμπρότητος» (αυτόθι). Η μετοχή ή κοινωνία ή θέα του Θεού έχει σαν αποτέλεσμα «ζωήν και φως» (Ε 24, 2 και ο 20, 5), δηλαδή πνευματική απόλαυση και γνώση, ικανοποίηση του όλου πνευματικού ανθρώπου. Και στο σημείο τούτο διαπιστώνομε ότι ο Ειρηναίος με τον έντονο ρεαλισμό του είναι ο συνεχιστής της ιγνατιανής θεολογίας, την οποία σαφώς αυξάνει, και όχι της θεολογίας των απολογητών.
Ο ιερός άνδρας υιοθέτησε τη λαϊκή αντίληψη των χρόνων του περί της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού και των εκλεκτών του επί της γης και την ενσωμάτωσε στη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως και αυξήσεως.
Το πρωτείο αληθείας. Η περίπτωση του Διονυσίου Κορίνθου, που έδρασε περί το 160-180 και έγινε φορέας του πρωτείου αληθείας, επαναλαμβάνεται στον Ειρηναίο. Ο τελευταίος, μολονότι επισκοπεύει στην άσημη και μακρυνή επισκοπή της Λυών, συμβουλεύει, επιπλήττει και επιβάλλει τις απόψεις του στην πρώτη, την ένδοξη και πανίσχυρη επισκοπή της Ρώμης. Αυτό συνέβη, διότι ο Ειρηναίος εξέφραζε την αλήθεια, την ορθή απάντηση στη μεγάλη κρίση της εποχής του και μάλιστα στο πρόβλημα της επιεικείας (έναντι μετανοούντων) και της ενότητος της Εκκλησίας (παρά τις υφιστάμενες ριζικές διαφωνίες για τον εορτασμό του Πάσχα στη Ρώμη και τη Μικρασία). Η αλήθειά του, που στο μεταξύ αναγνωρίσθηκε, του έδινε το προβάδισμα, το πρωτείο έναντι άλλων να συμβουλεύη. Η αναφορά του Ειρηναίου (Γ 3, 2) στην Εκκλησία της Ρώμης με τρόπο ιδιαίτερα τιμητικό για τη γνησιότητα της παραδόσεώς της δεν αλλάζει την ιστορική πραγματικότητα, κατά την οποία πρωτείο = αλήθεια εξέφρασε ο Ειρηναίος και όχι ο ισχυρός επίσκοπος Ρώμης. Η στάση λοιπόν του Ειρηναίου πρέπει να γίνη ερμηνευτικός όρος του κειμένου του, που θέλει τις Εκκλησίες ή τους πιστούς να «συμφωνούν με την Εκκλησία της Ρώμης ή να προσέρχωνται σ’ αυτή». Είναι γνωστό πως ο Ειρηναίος στην πράξη δε ζητεί από την Εκκλησία της Εφέσου να συμφωνήση με την Εκκλησία της Ρώμης, δηλ. δεν καταφάσκει το χωρίο του, όπως είναι στη λατινική. Επομένως ή το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο του Ειρηναίου ήταν διαφορετικό ή το χωρίο, όπως έχει, δεν αποδίδει πράγματι πρωτείο εξουσίας στην Εκκλησία της Ρώμης, αλλά είδος τιμητικής διακρίσεως μόνο ένεκα της ιστορίας της και της προελεύσεώς της από τους δύο κορυφαίους αποστόλους. Πιθανόν ακόμη να αφορά η σχετική φράση στις πολλές σχισματικές χριστιανικές ομάδες, που συχνά σχηματίζονταν στη Ρώμη με αποτέλεσμα να δημιουργούν σύγχυση στους απλούς πιστούς και τους νεήλυδες χριστιανούς (Π. Χρήστου). Στην αρχαία Εκκλησία κατά συνέπεια δεν εμφανίζεται το πρωτείο εξουσίας, αλλά το πρωτείο αληθείας, αφού και όταν ο επίσκοπος Ρώμης απειλούσε τις μικρασιατικές Εκκλησίες πρόβαλλε συνήθως την ορθότητα και την παραδοσιακότητα της θέσεώς του και όχι κάποια εξουσία.
Ο Ειρηναίος στη θεολογία και τη μνήμη της Εκκλησίας. Η θεολογική σκέψη του Αθανασίου και των άλλων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας είναι αδιανόητη χωρίς την προσφορά του Ειρηναίου. Η θεολογία του περί ανακεφαλαιώσεως, Παραδόσεως και αυξήσεως έγιναν ζωή, φρόνημα και Παράδοση της Εκκλησίας. Εν τούτοις το συγγραφικό έργο του Ειρηναίου σχεδόν λησμονήθηκε στη Δύση και την Ανατολή. Ίσως διότι έλειψε ο κίνδυνος του γνωστικισμού, με αφορμή του οποίου θεολόγησε ο Ειρηναίος. Ίσως διότι τελείως νέα προβληματολογία κυριάρχησε από τον Δ' αιώνα και εξής: Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία. Και στο χώρο αυτό η Εκκλησία ζητούσε κάτι πέρα της προσφοράς του Ειρηναίου.
ΒΙΟΣ
Ο Ειρηναίος μνημονεύεται από πολλούς μεταγενέστερούς του (Τερτυλλιανός, Κλήμης Αλεξ., Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Επιφάνιος Κύπρου, Θεοδώρητος, Μάξιμος Ομολογητής, Αυγουστίνος, Φώτιος κ.ά.), αλλά όλοι γνωρίζουν περί του βίου του ό,τι διέσωσε ο Ευσέβιος (Εκκλησ. ιστ. Ε 3-8). Και αυτός όμως κυρία πηγή είχε μόνο τα έργα του Ειρηναίου, που δυστυχώς δεν είναι πλούσια σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η γέννηση του Ειρηναίου τοποθετείται μεταξύ 130 και 140. Στην εφηβική του ηλικία γνώρισε και άκουσε τον Πολύκαρπο Σμύρνης. Πλησίον αυτού έζησε φαίνεται μερικά έτη, όσα ήσαν αναγκαία για τη μύησή του στην αποστολική Παράδοση, όπως την παρέδιδε ο ακουστής του Ευαγγελιστού (ή του Πρεσβυτέρου) Ιωάννου Πολύκαρπος, και για τη θεολογική του κατάρτιση που συμπληρώθηκε αλλού και ίσως και στη Ρώμη, όπου ήταν δυνατό να γνωρίση καλά τα γνωστικά συστήματα.
Αίφνης το 177 πληροφορούμεθα ότι βρίσκεται στη Λυών ως πρεσβύτερος. Την εποχή αυτή ήταν πολύ σύνηθες το να μεταναστεύουν μικρασιάτες στη Γαλλία. Φαίνεται μάλιστα ότι πολλοί πιστοί της Λυών προέρχονταν από την Ανατολή, με αποτέλεσμα ο κοσμοπολιτισμός να χαρακτηρίζη το περιβάλλον, όπου έδρασε ο Ειρηναίος. Από τη Λυών μεταβαίνει το ίδιο έτος στη Ρώμη, απεσταλμένος των χριστιανών της πόλεως αυτής, που πολλοί και οι σημαντικώτεροι των οποίων είχαν φυλακισθή στη διάρκεια του φοβερού διωγμού του Μάρκου Αυρηλίου. Ίσως μάλιστα οι χριστιανοί της Λυών να είχαν ήδη εγκρίνει τον Ειρηναίο ως επικεφαλής και υπεύθυνο της Εκκλησίας τους, αφού ο επίσκοπός τους Ποθεινός και πολύ γέρων και φυλακισμένος ήταν. Αυτό όμως δε νομίζομε ότι σημαίνει και την επισκοποποίηση του Ειρηναίου, όπως υπέθεσαν πολλοί. Στη Ρώμη ήρθε με συστατική επιστολή, εξαιρετικά επαινετική για το πρόσωπό του, και με σκοπό να πείση τον Ελεύθερο (174-189) περί του ότι δεν πρέπει να εναντιωθή στον επίσκοπο Εφέσου, ο οποίος αντιμετώπιζε με επιείκεια τους μετανοούντες (Nautin).
Όταν επέστρεψε στη Λυών, πολλοί χριστιανοί είχαν μαρτυρήσει και μαζύ τους ο επίσκοπος Ποθεινός, τον οποίο διαδέχθηκε αμέσως ο Ειρηναίος το 177 ή 178. Κατά τον Nautin τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα το 175 και ο Ειρηναίος έγινε επίσκοπος και της Βιέννης. Έτσι εξηγεί και ότι την περίφημη Επιστολή (=Μαρτύριο) περί των μαρτύρων της Λυών προς τις Εκκλησίες Ασίας και Φρυγίας έγραψε ο ίδιος ο Ειρηναίος εκ μέρους των δύο αυτών Εκκλησιών. Ως επίσκοπος εργάσθηκε για την καταπολέμηση των γνωστικών και τη διάδοση του χριστιανισμού μεταξύ των Κελτών, χρησιμοποιώντας κατά πάσα πιθανότητα τη γλώσσα τους. Η γνήσια παράδοσή του και η αλήθεια που εξέφραζε του έδωσαν τη δυνατότητα να παίξη ρόλο σημαντικό χάριν της ενότητος της όλης Εκκλησίας. Στη μεγάλη διένεξη των χρόνων του, εξ αφορμής του χρόνου εορτασμού του Πάσχα (η Μικρασία το εώρταζε τη 14η του μηνός Νισάν, η Ρώμη την πρώτη Κυριακή μετά την ημερομηνία αυτή), αναμίχθηκε έντονα με αποτέλεσμα να υποχωρήση ο Ρώμης Βίκτωρ (189-198), που ήθελε να απόσχιση τις μικρασιατικές Εκκλησίες. Στην Επιστολή του προς Βίκτωρα συναντάμε για πρώτη φορά τη θεολογία της ενότητος και της ποικιλίας εθών μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών. Η επέμβαση αυτή είναι το τελευταίο γνωστό στοιχείο της ζωής του Ειρηναίου και συνέβη μάλλον περί το 192-195. Ο Γρηγόριος Τουρώνης στο τέλος του ΣΤ' αιώνα πληροφορεί ότι ο Ειρηναίος μαρτύρησε το 202 επί Σεπτιμίου Σεβήρου (Historia Francorum 127), κάτι που δεν απορρίπτεται, αλλά και δεν επιβεβαιώνεται από τις αρχαίες πηγές. Η Ανατολική Εκκλησία, υιοθετώντας την παράδοση ότι ο Ειρηναίος μαρτύρησε, τιμά τη μνήμη του στις 23 Αύγουστου και η Δυτική στις 28 Ιουνίου.
ΕΡΓΑ
Ο Ειρηναίος υπήρξε πολυγράφος. Δυστυχώς όμως τα περισσότερα έργα του χάθηκαν. Και όσα διασώθηκαν υπάρχουν σε λατινική και αρμενική μετάφραση. Στην ελληνική διασώθηκαν μόνο αποσπάσματα και μάλιστα μέγα τμήμα του Α' μέρους του σπουδαιότερου έργου του Έλεγχος. Τα έργα του είναι βασικά πολεμικά και εκκλησιολογικά, σε τύπο διατριβής και επιστολής.
Ο Ειρηναίος δεν είναι ταλαντούχος συγγραφέας, αλλά διαθέτει αξιόλογη κλασσική φιλολογική και φιλοσοφική κατάρτιση και αρκετή γνώση των προ αυτού εκκλησιαστικών και γνωστικών συγγραφέων, τους οποίους και χρησιμοποιεί. Καταφανώς υστερεί στη σύνθεση, στην οικονομία της όλης του, αλλά έχει συχνές εξάρσεις, οι οποίες εκπλήσσουν τον αναγνώστη, που ενίοτε διαπιστώνει ρυθμικό πεζό λόγο, κάτι που προϋποθέτει αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο.
(Πατρολογία τόμος Α,Αθήνα 1991, σελ. 294-305)
Κεφάλαιο 5 - «Ευλογείτε και μη καταράσθε».
Με ρώτησε κάποιος: «Αυτό που ψάλουμε την Μεγάλη Σαρακοστή, το «Πρόσθες αντοίς κακά, Κύριε, τους ενδοξοις της γης» , γιατί το λέμε, αφού είναι κατάρα;». «Όταν κάνουν επιδρομή οι βάρβαροι, του είπα, και πάνε να καταστρέψουν στα καλά καθούμενα έναν λαό και ο λαός προσεύχεται να τους βρουν κακά, δηλαδή να σπάσουν τα αμάξια τους, και τα άλογά τους να πάθουν κάτι, για να εμποδισθούν, καλό είναι ή κακό; Αυτό εννοεί, να τους έρθουν εμπόδια. Δεν είναι ότι καταριούνται».
- Γέροντα, πότε πιάνει η κατάρα;
- Η κατάρα πιάνει, όταν υπάρχη στην μέση αδικία. Αν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη μία πονεμένη ή της κάνη ένα κακό και η πονεμένη την καταρασθή, πάει, χάνεται το σόι της. Όταν δηλαδή κάνω κακό σε κάποιον και εκείνος με καταριέται, πιάνουν οι κατάρες του. Επιτρέπει ο Θεός και πιάνουν, όπως επιτρέπει λ.χ. να σκοτώση ένας κάποιον άλλον. Όταν όμως δεν υπάρχη αδικία, τότε η κατάρα γυρνά πίσω σ' αυτόν που την έδωσε.
- Και πώς απαλλάσσεται κανείς από την κατάρα;
- Με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Έχω υπ' όψιν μου πολλές περιπτώσεις, άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν από κατάρα, όταν το κατάλαβαν ότι τους καταράσθηκαν, γιατί είχαν φταίξει, μετανοιωσαν, εξομολογήθηκαν και τακτοποιήθηκαν. Αν αυτός που έφταιξε πή: «Θεέ μου, έκανα αυτό και αυτό, συγχώρεσε μέ...» και εξομολογηθή με πόνο και ειλικρίνεια, τότε ο Θεός θα τον συγχωρήση, Θεός είναι.
- Και τιμωρείται μόνον αυτός που δέχεται την κατάρα ή και αυτός που την
δίνει;
- Αυτός που δέχεται την κατάρα, βασανίζεται σ' αυτήν την ζωή. Αυτός όμως που καταράσθηκε, βασανίζεται και σ' αυτήν την ζωή, και στην άλλη, γιατί ως εγκληματίας θα τιμωρηθή εκεί από τον Θεό, αν δεν μετανοήση και εξομολογηθή. Γιατί, εντάξει, μπορεί κάποιος να σε πείραξε, εσύ όμως με την κατάρα που δίνεις, είναι σαν να παίρνης το πιστόλι και να τον σκοτώνης. Με ποιό δικαίωμα το κάνεις αυτό; Ό,τι και αν σου έκανε ο άλλος, δεν έχεις δικαίωμα να τον σκοτώσης. Για να καταρασθή κανείς, σημαίνει ότι έχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς, όταν το λέη με πάθος, με αγανάκτηση.
Η κατάρα, όταν προέρχεται από άνθρωπο που έχει δίκαιο, έχει μεγάλη ισχύ, ιδίως η κατάρα της χήρας. Θυμάμαι, μία γριά είχε ένα αλογάκι και το έβαζε στην άκρη του δάσους να βοσκήση. Επειδή ήταν λίγο ζόρικο, είχε βρει ένα γερό σχοινί και το έδενε. Μία φορά πήγαν στο δάσος τρεις γυναίκες να κόψουν ξύλα. Η μία ήταν πλούσια, η άλλη χήρα και η άλλη ήταν ορφανή και πολύ φτωχιά. Είδαν το άλογο που ήταν δεμένο με το σχοινί και βοσκούσε και είπαν: «Δεν παίρνουμε το σχοινί να δέσουμε τα ξύλα;». Το έκοψαν στα τρία και πήρε η καθεμιά από ένα κομμάτι να δέσουν τα δεμάτια τους. Επόμενο ήταν να φύγη το άλογο. Όταν ήρθε η γριά και δεν βρήκε το ζώο, αγανάκτησε. Αρχισε να το ψάχνη παντού, παιδεύτηκε πολύ να το βρή.
Τελικά, όταν το βρήκε, είπε αγανακτισμένη: «Με το ίδιο το σχοινί να την κουβαλήσουν αυτήν που το πήρε». Μία μέρα, ο αδελφός της πλούσιας έκανε αστεία με ένα όπλο νομίζοντας πώς είναι άδειο -ήταν από αυτά που είχαν αφήσει οι Ιταλοί - και χτύπησε την αδελφή του στον λαιμό. Έπρεπε να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο και χρειάσθηκε σχοινί, για να την δέσουν επάνω σε μία ξύλινη σκάλα. Εκείνη την ώρα βρέθηκε το ένα κομμάτι σχοινί, το κλεμμένο, αλλά δεν έφθανε. Έφεραν και οι δύο άλλες γειτόνισσες τα δικά τους κλεμμένα κομμάτια και την έδεσαν στην σκάλα και την μετέφεραν στο νοσοκομείο. Έτσι πραγματοποιήθηκε η κατάρα της γριάς, «Με το ίδιο σχοινί να την κουβαλήσουν». Και τελικά πέθανε η καημένη, ο Θεός να την αναπαύση. Βλέπετε, επίασε η κατάρα στην πλούσια, που δεν είχε οικονομική ανάγκη. Οι άλλες είχαν την φτώχειά τους, είχαν κάποια ελαφρυντικά.
Αρρώστιες και ατυχήματα από κατάρα
Πολλές αρρώστιες που δεν βρίσκουν οι γιατροί από τί είναι, μπορεί να είναι από κατάρα. Τί να βρουν οι γιατροί, την κατάρα; Μία φορά μου έφεραν στο Καλύβι έναν παράλυτο. Ολόκληρος άνδρας δεν μπορούσε να καθήση. Το κορμί του ήταν τεντωμένο σαν ξύλο. Τον κουβαλούσε ένας στην πλάτη και ένας άλλος τον κρατούσε από πίσω. Του έβαλα δυο κούτσουρα και ακουμπούσε λίγο ο καημένος. Μου λένε αυτοί που τον συνόδευαν: «Από δεκαπέντε χρονών παιδί είναι σ' αυτήν την κατάσταση και έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια από τότε». «Μα πώς στα καλά καθούμενα να το πάθη αυτό; είπα. Δεν μπορεί, κάτι συμβαίνει». Έψαξα από δώ-από 'κει και βρήκα ότι κάποιος τον είχε καταρασθή. Τί είχε συμβή; Κάποτε πήγαινε με το αστικό στην σχολή του και καθόταν σε μία θέση τεντωμένος. Σε κάποια στάση μπήκε ένας ηλικιωμένος παπάς και ένα γεροντάκι και στάθηκαν όρθιοι δίπλα του. Τότε του είπε ένας: «Σήκω, να καθήσουν οι μεγάλοι». Αυτός τεντώθηκε ακόμη περισσότερο στο κάθισμα, χωρίς να δώση σημασία. Όποτε το γεροντάκι που στεκόταν όρθιό του λέει: «Τεντωμένος να μείνης και ποτέ να μην μπορής να καθήσης». Και η κατάρα επίασε. Βλέπεις, είχε αναίδεια ο νέος. Σού λέει: «Γιατί να σηκωθώ, αφού την πλήρωσα την θέση;». Ναί, αλλά και ο άλλος πλήρωσε και είναι ηλικιωμένος, σεβάσμιος, και στέκεται όρθιος και εσύ είσαι μικρό παιδί, δεκαπέντε χρονών, και κάθεσαι. «Από αυτό είναι, του λέω. Κοίταξε να μετανοήσης, για να γίνης καλά, χρειάζεται μετανοια». Ο καημένος, μόλις το κατάλαβε λίγο και το αναγνώρισε, αμέσως τακτοποιήθηκε.
Πόσα από αυτά που συμβαίνουν σήμερα είναι από κατάρα, από αγανάκτηση. Και όταν εξοντώνωνται ολόκληρες οικογένειες ή πεθαίνουν πολλά άτομα από μία οικογένεια, να ξέρετε, είναι ή από αδικία ή από μάγια ή από κατάρα. Ένας πατέρας είχε ένα παιδί που όλο γύριζε. Μία φορά του λέει αγανακτισμένος: «Να έλθης μία και καλή». Το παιδί εκείνο το βράδυ, καθώς ερχόταν στο σπίτι, ακριβώς έξω από την πόρτα, το χτύπησε ένα αυτοκίνητο και έμεινε στον τόπο. Τον πήραν οι φίλοι του σκοτωμένο και τον πήγαν μέσα στο σπίτι του. Ήρθε μετά ο πατέρας στο Καλύβι και έκλαιγε. «Το παιδί μου σκοτώθηκε έξω από την πόρτα του σπιτιού μού», έλεγε. Από 'δω-από 'κει, μετά μου λέει: «Του είχα πει μία κουβέντα». «Τι του είπες;», του λέω. «Αγανάκτησα που ξενυχτούσε και του είπα: «Να έρθης μία και καλή!». Μήπως ήταν απ' αυτό»; «Εμ, από τί ήταν; του λέω. Κοίταξε να μετανοήσης, να εξομολογηθής».
«Αυτήν την φορά να έρθης μία και καλή», του είπε, και το παιδί το έφεραν νεκρό. Αντε μετά να χτυπιέται ο πατέρας, να κλαίη...
(Λόγοι τόμος Α, σελ.101-105)
λστ’ . Έλεγαν για τον Αββά Αρσένιο, ότι αρρώστησε κάποτε στη Σκήτη και πήγε ο πρεσβύτερος και τον έφερε στην εκκλησία και τον έβαλε σε στρωσίδι, με μικρό μαξιλάρι κάτω από την κεφαλή του. Και να, ένας από τους γέροντες οπού ήλθε να τον επισκεφθή, σαν τον είδε στο στρωσίδι και με το μαξιλάρι από κάτω, σκανδαλίσθηκε και είπε : « Αυτός λοιπόν είναι ο Αββάς Αρσένιος και σε τέτοια είναι ξαπλωμένος ; ». Τον παίρνει τότε κατά μέρος ο πρεσβύτερος και του λέγει : « Τί δουλειά έκανες όταν ζούσες στο χωριό σου ; ». Και εκείνος του αποκρίνεται : « Τσοπάνης ήμουν ». « Και πώς, λέγει ο άλλος, περνούσες τη ζωή σου ; ». « Μέσα σε πολύ κόπο », αποκρίνεται. Και του ξαναλέγει : « Και τώρα πώς τα περνάς στο κελλί σου ; ». Και αποκρίνεται : «Πιο αναπαυτικά ». Και του λέγει ο πρεσβύτερος τότε : « Βλέπεις αυτόν τον Αββά Αρσένιο ; Όταν ζούσε στον κόσμο, σύμβουλος βασιλέων ήταν και χίλιοι δούλοι, χρυσοζωσμένοι και με φορέματα ολομέταξα και ακριβά, του παράστεκαν. Και κάτωθέ του βρίσκονταν πολύτιμα στρωσίδια. Ενώ εσύ, όντας τσοπάνης, δεν είχες στον κόσμο την ανάπαυση οπού έχεις τώρα εδώ. Και αυτός, τις απολαύσεις οπού είχε στον κόσμο, εδώ δεν τις έχει. Να λοιπόν οπού συ αναπαύεσαι και εκείνος ταλαιπωρείται ». Σαν τα άκουσε λοιπόν αυτά, ένοιωσε κατάνυξη και έβαλε μετάνοια, λέγοντας : « Συγχώρησέ με, Αββά, αμάρτησα. Αληθινά, αυτό είναι : Εκείνος ήλθε για να ταπεινωθή και εγώ για να αναπαυθώ ». Και, ωφελημένος, ο γέρων έφυγε.
λζ’ . Ήλθε κάποιος από τους πατέρες στον Αββά Αρσένιο. Και σαν χτύπησε την πόρτα, του άνοιξε ο γέρων, νομίζοντας ότι ήταν ο υποταχτικός του. Αλλά, βλέποντας ότι άλλος ήταν, έπεσε κατά πρόσωπο. Και εκείνος του λέγει : « Σήκω, Αββά, για να σε ασπασθώ ». Και του αποκρίθηκε ο γέρων : « Δεν σηκώνομαι, αν δεν φυγής ». Και όσο και αν τον παρακάλεσε, δεν σηκώθηκε, ώσπου ο άλλος έφυγε.
λη'. Έλεγαν για κάποιον αδελφό, οπού ήλθε να δη σε μια Σκήτη τον Αββά Αρσένιο, ότι, φτάνοντας στην εκκλησία, παρακαλούσε τους αδελφούς να τον πάνε στον Αββά. Του έλεγαν λοιπόν : « Ξεκουράσου για λίγο, αδελφέ, και ύστερα τον βλέπεις ». Αλλά εκείνος τους αποκρίθηκε : « Δεν βάζω τίποτε στο στόμα μου ώσπου να τον συναντήσω ». Τον έστειλαν λοιπόν με έναν αδελφό, γιατί μακριά βρισκόταν το κελλί του γέροντος. Χτύπησαν την πόρτα και μπήκαν. Και αφού ασπάσθηκαν τον γέροντα, κάθισαν σιωπώντας. Είπε λοιπόν ο αδελφός της εκκλησίας : « Εγώ πηγαίνω, ευχηθήτε για μένα ». Ο δε αδελφός ο ξένος, μη έχοντας κατορθώσει να μιλήση με τον γέροντα, είπε στον πρώτον αδελφό : « Έρχομαι και εγώ μαζί σου ». Και βγήκαν μαζί. Τον παρακάλεσε λοιπόν, λέγοντας : « Πήγαινέ με και στον Αββά Μωϋσή, οπού ήταν πρώτα ληστής ». Και σαν έφθασαν σ’ αυτόν, τους δέχθηκε με χαρά και αφού τους φιλοξένησε, τους έστειλε στο καλό. Και του λέγει ο αδελφός, οπού τον είχε φέρει : «Λοιπόν, να, σε πήγα στον ξένο και στον Αιγύπτιο. Ποιός από τους δυο σου άρεσε ; ». Και εκείνος του αποκρίθηκε και του είπε : « Ο Αιγύπτιος μου άρεσε ». Ακούοντάς το δε αυτό ένας από τους πατέρες, προσευχήθηκε στον Θεό, λέγοντας : « Κύριε, εξήγησέ μου αυτό το πράγμα. Πώς συμβαίνει, ο ένας να αποφεύγη για το όνομά σου και ο άλλος να εναγκαλίζεται για το όνομά σου ; ». Και να, του δείχθηκαν στο ποτάμι δυο πλοία μεγάλα. Και βλέπει τον Αββά Αρσένιο και το πνεύμα του Θεού να πλέη με ησυχία μαζί. Και ο Αββάς Μωϋσής και οι Άγγελοι του Θεού να πλέουν μαζί. Και τον τάϊζαν μελοκερήθρες.
λθ'. Έλεγε ο Αββάς Δανιήλ : « Μέλλοντας να τελευτήση ο Αββάς Αρσένιος, μας παρήγγειλε : Μη φροντίσετε να κάνετε ελεημοσύνες για χάρη μου. Γιατί, αν εγώ ελέησα τον εαυτό μου, θα το βρω εκεί πάνω ».
μ’ . Μέλλοντας να τελευτήση ο Αββάς Αρσένιος, ταράχθηκαν οι μαθητές του. Και τους λέγει : « Δεν ήλθε ακόμη η ώρα. Όταν δε έλθη η ώρα, θα σας το πω. Και πρόκειται να κριθώ μαζί σας μπροστά στο φοβερό βήμα, αν δώσετε σε κάποιον το λείψανό μου ». Και εκείνοι είπαν : « Τί λοιπόν να κάμουμε, μια και δεν μπορούμε να σε θάψουμε ; » Και τους λέγει ο γέρων : « Δεν ξέρετε να τυλίξετε σχοινί στο πόδι μου και να με σηκώσετε στο βουνό ; ». Αυτά δε ήταν τα λόγια του γέροντος : « Αρσένιε, για τι βγήκες ; Έχοντας μιλήσει, πολλές φορές μεταμελήθηκα, ενώ σιωπώντας, ποτέ ». Και όταν σίμωνε η τελευτή του, τον είδαν οι αδελφοί να κλαίη. Και του λέγουν : « Αλήθεια, και συ φοβάσαι, πάτερ ; ». Και τους απαντά : « Αληθινά, ο φόβος οπού έχω τώρα μαζί μου, μαζί μου ήταν αφ’ ότου έγινα μοναχός ». Και έτσι κοιμήθηκε.
μα’. Έλεγαν δε, ότι, όλο τον καιρό της ζωής του, καθισμένος στο εργόχειρό του, είχε ένα κομμάτι πανί στον κόρφο του για τα δάκρια οπού έπεφταν από τα μάτια του. Σαν άκουσε δε ο Αββάς Ποιμήν ότι κοιμήθηκε, δάκρυσε και είπε : « Μακάριος είσαι, Αββά Αρσένιε, γιατί έκλαψες τον εαυτό σου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Γιατί όποιος δεν κλαίει τον εαυτό του εδώ κάτω, αιώνια εκεί, στην άλλη ζωή, θα κλαίη. Είτε λοιπόν εδώ θεληματικά, είτε εκεί από τις βασάνους, είναι αδύνατο να μη κλάψη ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 28-30)
ΩΡΙΓΕΝΗΣ (185-253/4) Ο χαλκέντερος αλληγοριστής.
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο Ωριγένης ανήκει στους μεγάλους άνδρες της ανθρωπότητος και είναι ο γονιμώτερος συγγραφέας της αρχαίας Εκκλησίας. Έφερε στο στήθος του το θρησκευτικό πάθος της Ανατολής, την ασίγαστη αναζήτηση του έλληνα φιλοσόφου, το ενδιαφέρον για κεκρυμμένες αλήθειες του Ιουδαίου και την υπαρξιακή πίστη του χριστιανού. Οι παράγοντες αυτοί συγκλόνισαν τον μεγαλοφυή Ωριγένη και τον κίνησαν στο μεγαλειώδες έργο του, που παρέμεινε περισσότερο έργα πλάτους και λιγώτερο έργο βάθους.
Υπήρξε γνήσιο τέκνο του αλεξανδρινού πνευματικού κλίματος κι έδρασε την εποχή, που στο χώρο της φιλοσοφίας γεννιέται ο νεοπλατωνισμός με το έργο του Πλωτίνου, στα χώρο των θρησκευτικών αναζητήσεων εμφανίζονται οι έντονες ασκητικές τάσεις (ιδίως με το Μανιχαϊσμό) και στο χώρο της Εκκλησίας επικρατούν δύο θεολογικές κατευθύνσεις: η παραδοσιακή με τον Ειρηναίο και τον Ιππόλυτο και η μη παραδοσιακή με τον Αλεξανδρέα Κλήμεντα και μάλιστα τον Τερτυλλιανό. Όσο εύκολο είναι να μιλήσω με για τη μεγαλωσύνη του Ωριγένη, τόσο δύσκολο είναι να ορίσωμε τη θεολογική του πορεία στο πλαίσιο της εποχής του και μάλιστα να ορίσωμε την επίδρασή του στις μεταγενέστερες θεολογικές γενεές. Ήταν εξαιρετικά ιδιότυπο πνεύμα, για να τοποθετηθή σε μία ωρισμένη θεολογική κατεύθυνση και πολύ μεγάλη φυσιογνωμία για να έχη συνεχιστές. Δε δημιούργησε λοιπόν ο Ωριγένης σχολή, που να συνέχισαν πιστά οι οπαδοί του. Δημιούργησε βασικά φίλους και εχθρούς, θαυμαστές και αρνητές του έργου του, οι οποίοι μάλιστα προκάλεσαν σύγχυση και κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας, που εκείνος δεν είχε άμεσα και ηθελημένα προκαλέσει.
Διδάσκαλος πνευματικός. Ό,τι προσπαθούσε να γίνη και ό,τι ήθελε να βλέπουν οι άλλοι στο πρόσωπό του ήταν ο πνευματικός διδάσκαλος, αυτός δηλαδή που ξεπέρασε την κατάσταση του σωματικού και ψυχικού ανθρώπου, έφθασε στο αληθινό πνεύμα των Γραφών και δικαιούται να διδάσκη με ηυξημένο κύρος, δηλ. σχεδόν όπως οι χαρισματούχοι. Τούτο εναρμονίζεται προς το ενθουσιαστικό στοιχείο του χαρακτήρα του και δικαιολογείται από κάποιο μυστικισμό που τον διακρίνει. Τα περισσότερα έργα του είναι στη βάση τους διδακτικά, αποσκοπούν στη διάπλαση και προβολή του πνευματικού ανθρώπου και ασκούν παιδαγωγία (χωρίς ευτυχώς να γίνωνται ηθικιστικά εγχειρίδια), διότι την όλη θεία οικονομία κατανοεί κυρίως σαν παιδαγωγία, η οποία έχει μάλλον αυτονομία έναντι της ιστορικής Εκκλησίας. Η διένεξή του με τους αλεξανδρινούς επισκόπους Δημήτριο και Ηρακλά αφ’ ενός και η στενή συνεργασία του με τους παλαιστινούς επισκόπους Αλέξανδρο και Θεόκτιστο αφ’ ετέρου εξηγείται βάσει των παρακάτω: Ο Ωριγένης αισθανόταν το προσωπικό του λειτούργημα ως πνευματικού διδασκάλου αναντικατάστατο, υψηλό και πνευματικώτερο από το λειτούργημα του επισκόπου, για το οποίο μάλιστα ουδέποτε μίλησε ιδιαίτερα. Όταν λοιπόν για λόγους τάξεως εκκλησιαστικής, διδασκαλίας κυρίως και ίσως και προσωπικούς επενέβη ο Δημήτριος στο έργο του Ωριγένη, ο τελευταίος δεν ανέχθηκε τον έλεγχο που προερχόταν από μη πνευματικό διδάσκαλο και ο πρώτος δε συγχώρησε την αξίωση και ασφαλώς και κάποιες αντιλήψεις του Ωριγένη. Το αντίθετο συνέβη στην Παλαιστίνη (Καισάρεια Ιεροσόλυμα Τύρο)• ο Ωριγένης σαν διδάσκαλος υπήρξε απόλυτα σεβαστός και το έργο του γινόταν δεκτό σαν μέτρο, με αποτέλεσμα τη συνύπαρξή του και τη φιλία του με τους παλαιστινούς επισκόπους.
Ο δυναμικός διδάσκαλος Ωριγένης αφετηρία και θεμέλιο ήθελε να έχη τη Γραφή και την εκκλησιαστική Παράδοση, την οποία και υπερασπίσθηκε κατά των αιρετικών και γνωστικών. Με το κήρυγμά του και τη διδασκαλία του θέλει να κάνη το Χριστό παρόντα στην Εκκλησία, για την οποία όμως ουδέποτε μίλησε κατά τρόπο διεξοδικό, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κλήμεντα, στον οποίο και μάλλον μαθήτευσε. Φρονούσε ότι η Γραφή (Π και ΚΔ) είναι θεόπνευστη μέχρι και το τελευταίο της γράμμα. Παράλληλα διαβάζοντας κανείς τα έργα του διαπιστώνει ότι η γλωσσά τους και το κλίμα τους είναι διαφορετικά και προς τη Γραφή και προς την Παράδοση, ενώ συχνά δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν αφήνεται στην αλήθεια της Γραφής, αλλά την χρησιμοποιεί για να βρη ο ίδιος μόνος του, την αλήθεια και να φθάση σ’αυτή. Άλλωστε θεωρεί νόμιμο το ξεπέρασμα της δεδομένης Παραδόσεως και καθήκον του πνευματικού διδασκάλου την αναγωγή σε πλήρη, και ανταξιώτερη για το Θεό, αλήθεια.
Στο Προοίμιο (§ 3) του έργου Περί αρχών διαγράφει με σαφήνεια το πρόγραμμα και το διατί της θεολογίας, κάτι που εξηγεί την προσωπική του προσφορά και τη θέση του στην Εκκλησία και τη θεολογία. Σύμφωνα με το κείμενο τούτο οι απόστολοι έδωσαν στους πιστούς όσα θεώρησαν απολύτως «αναγκαία». Η «έρευνα» όμως και η «βεβαίωσις» (=απόδειξη) του αποστολικού κηρύγματος αφέθηκε στους μεταγενέστερους και μάλιστα σε όσους θα είχαν από το άγιο Πνεύμα τη χάρη του λόγου, της σοφίας και της γνώσεως. Αυτό αντιπροσωπεύει το πρώτο στάδιο θεολογικής προσφοράς και εξηγεί το διδακτικό χαρακτήρα μεγάλου μέρους του έργου του Ωριγένη. Το δεύτερο είναι γενικώτερο, ευρύτερο και προβληματικότερο, διότι αφορά σε θέματα για τα οποία οι απόστολοι απλώς «είπον μεν τίνα εισίν», αλλά «εσίγησαν» το «πώς» και το «πόθεν» αυτών. Το έργο του πώς και πόθεν ωρισμένων αληθειών αφέθηκε στους φιλομαθέστερους, για να έχουν μια «άσκησιν», να μην αδιαφορήσουν και για να τους δοθή η ευκαιρία να δείξουν πνευματικούς καρπούς. Αυτά θεμελιώνουν θεωρητικά ένα είδος αυτόνομης θεολογίας, δηλαδή θεολογίας, η οποία α) δεν ξεκινά από συγκεκριμένα προβλήματα των πιστών, είναι β) έρευνα επιστημονική μεταφυσικών ζητημάτων που θέτει ο θεολόγος, γ) δεν αφορά κατ’ ανάγκην στη σωτηρία και δ) διαστέλλει την πίστη από τη γνώση (βλ. και Εις Ίωάννην 19,34). Η θεολογία αυτή που συχνά είναι αυτόνομη έναντι της Εκκλησίας και της Παραδόσεως, βασίζεται στη διαλεκτική του «αποκεκαλυμμένου» και του «κεκρυμμένου» (Εις τα Άσματα των Ασμάτων β', στιχ. ιστ'- ιζ') στην αναγωγή από το γνωστό στο άγνωστο, από το φανερό στο κρυπτό. Η τακτική αυτή ακολουθείται γενικά και από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά με διαφορετικές προϋποθέσεις, μία των οποίων είναι ότι το γνωστό ή φανερό της αληθείας, η όλη δηλαδή Παράδοση, γίνεται απόλυτο κριτήριο εκείνου, που φανερώνεται με τη θεολογική διεργασία. Επίσης έχει θεμελιώδη σημασία ότι αυτό που με την παραπάνω διαδικασία προσφέρει ο Ωριγένης είναι βελτίωση του ήδη γνωστού στην Εκκλησία (Εις Ιωαν. 4,21) και όχι συμπλήρωση και διεύρυνση ή εμβάθυνση, όπως προϋπέθεταν οι Καππαδόκες Πατέρες. Η αυτονομία και ο καθαρά ερευνητικός χαρακτήρας της θεολογίας του Ωριγένη δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς το δικακτικό σκοπό του έργου του, για τον οποίο μιλήσαμε. Η αυτονομία επιδιώκεται για το ξεπέρασμα της Παραδόσεως και η έρευνα για την αναγωγή στην πραγματική αλήθεια, την οποία θέλει να προσφέρη στον εκλεκτό χριστιανό. Τα παραπάνω προϋποθέτουν εκλεκτικισμό και τελείους, οι οποίοι έχουν ξεπεράσει τον κανόνα της πίστεως, ο οποίος είναι κατάλληλος μόνο για τους απλοϊκούς πιστούς (Εις Ιωάννην 4,21). Συνήθως ο διδάσκαλος Ωριγένης, ιδίως όταν ασκή την αλληγορία, προσφέρει διδασκαλία για βίο ανώτερο, ιδεώδη(!), τον οποίο μπορούν μόνο λίγοι ν’ ακολουθήσουν.
Στην πραγμάτωση του προγράμματος του βαδίζει με τη βοήθεια ερμηνευτικής μεθόδου, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η χωρίς όρια χρήση της αλληγορίας. Αλλά για τη συγκρότηση της θεολογίας του θεωρεί απαραίτητη τη φιλοσοφική σκέψη, χάριν της οποίας σε ώριμη σχετικά ηλικία εγκαταλείπει το καθαυτό κατηχητικό του έργο, επειδή νέος δεν την είχε σπουδάσει. Μαθήτευσε λοιπόν στον αλεξανδρινό πλατωνικό φιλόσοφο Αμμώνιο Σακκά με τον περίφημο Πλωτίνο. Ο Αμμώνιος μάλιστα, που σε σχέση με τον Πλωτίνο ήταν ότι και ο Σωκράτης σε σχέση με τον Πλάτωνα, προερχόταν από τους κόλπους της Εκκλησίας, την οποία όμως εγκατέλειψε. Η πράξη του Ωριγένη να σπουδάση φιλοσοφία είναι πολυσήμαντη, διότι ερμηνεύει την εσωτερική του δομή και το είδος της θεολογίας του. Υποστηρίζεται συνήθως ότι σπούδασε φιλοσοφία, για να αντιμετωπίση τους φιλοσόφους ή για να πολεμήση την ίδια τη φιλοσοφία. Η εξήγηση έχει στοιχείο αληθείας, διότι πράγματι ο Ωριγένης καταπολεμεί με επιτυχία τον πλατωνικό Κέλσο και κάποτε μέμφεται τη φιλοσοφία. Παράγων όμως αποφασιστικός για τη σπουδή της φιλοσοφίας ήταν κάτι άλλο, ήταν η εσώτατη ανάγκη που αισθανόταν για φιλοσοφική αναζήτηση και λύσεις ηθικοφιλοσοφικές. Και είναι γνωστό ότι, μολονότι πολέμησε π.χ. το νεοπλατωνικό Κέλσο, χρησιμοποιεί ευρύτατα φιλοσοφικές αντιλήψεις (πλατωνικές, στωικές...) συχνά με το προκάλυμμα της αλληγορίας. Άρα δεν απορρίπτει τη φιλοσοφία, απλώς είναι απέναντί της εκλεκτικός. Εν μέρει δε το έργο του Ωριγένη στη σχολή της Αλεξάνδρειας (κι έπειτα της Καισαρείας) μετά τη σπουδή βέβαια της φιλοσοφίας κατανοείται καλύτερα σαν προσπάθεια φιλοσοφικής εισαγωγής στο χριστιανισμό ή φιλοσοφικής θεμελιώσεως της πίστεως. Έτσι δεν είναι απορίας άξιο, γιατί το γνωσιολογικό ενδιαφέρον στον Ωριγένη είναι σχεδόν εντονώτερο από το σωτηριολογικό ή γιατί το σωτηριολογικό στοιχείο ταυτίζεται λίγο πολύ με το γνωσιολογικό, κάτι που υπενθυμίζει γνωστικισμό και φιλοσοφικό μυστικισμό. Η μαθητεία του πολύ Ωριγένη στον Αμμώνιο Σακκά είχε σαν αποτέλεσμα και τούτο: στο πρόσωπο του Ωριγένη έχομε τον πρώτο εκκλησιαστικό συγγραφέα, που δέχεται την επίδραση του νεοπλατωνισμού (Τούτο φυσικά γίνεται πολύ σχετικό, αν κάποτε δικαιωθούν οι προσπάθειες μερικών ερευνητών να δείξουν ότι με το όνομα Ωριγένης υπήρχαν δύο πρόσωπα, ο νεοπλατωνικός και ο χριστιανός (βλ.Weber κ.α.).
Ο ερμηνευτής (αλληγορία). Απ’ αρχής μέχρι τέλους του βίου του ο Ωριγένης εργάσθηκε ως ερμηνευτής των Γραφών. Ακριβέστερα: η μέθοδός του ήταν γενικά η ερμηνευτική και ειδικά η αλληγορική ή τυπολογική. Κανένας χριστιανός συγγραφέας δεν ανέπτυξε την αλληγορική μέθοδο όσο ο Ωριγένης και κανείς δεν την είχε τόσο ανάγκη όσο αυτός. Η μέθοδος αυτή είχε ήδη εφαρμοσθή από τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα, που και αυτός την είχε δανεισθή από τους πλατωνικούς φιλοσόφους. Πολλά στοιχεία όμως τυπολογικά έλαβε ο Ωριγένης από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Β' αι., ενώ άλλα πάλι βρήκε στους έλληνες φιλοσόφους, που ερμήνευαν τυπολογικά τα ομηρικά έπη. Στη Γραφή έδειχνε αφοσίωση που έφθανε στα όρια της λατρείας. Το κείμενό της ήταν γι’ αυτόν ο σαρκωμένος Λόγος, η παρουσία του Κυρίου στον κόσμο. Η θεοπνευστία της ήταν απόλυτη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρειά της (Εις Ιερεμίαν LII 2), διότι πραγματικός συντάκτης της είναι το άγιο Πνεύμα. Συγχρόνως όμως η αποκαλυπτική γραμματεία του είχε κληρονομήσει το πάθος για κεκρυμμένες αλήθειες και δόγματα, που «εν ιστορίας τρόπω» και «εν σχήματι μύθου»• δηλώνονται στη Γραφή (Κατά Κέλσου ε' 29• δ' 39). Η πλατωνική και στωική φιλοσοφία τον είχαν εμποτίσει με αντιλήψεις και θεωρίες. Ο γνωστικισμός, ασυνείδητα μάλλον, συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του στη γνώση κάθε είδους αληθείας και στην έρευνα μεταφυσικών και κοσμολογικών θεμάτων. Η Εκκλησία όμως, η παράδοσή της και η Γραφή της, συνιστούσαν φράγμα για τις τάσεις αυτές, οι οποίες βρήκαν διέξοδο με την αλληγορική ερμηνεία. Όταν δηλαδή πολλές φορές δεν τον ικανοποιούσε το γράμμα της Γραφής, έπαιρνε το γράμμα σαν σύμβολο, σαν τύπο μιας αληθείας, μιας ιδέας ενός γεγονότος. Έτσι ζώα, φυτά, πέτρες, παραστάσεις, ονόματα (με ετυμολογίες), αριθμοί, ακόμα και η σύνταξη, ήσαν τύποι και σύμβολα, που αλληγορούσαν αλήθειες άξιες του Θεού (Κατά Κέλσου ε' 18. Εις Ιωάννην α' 8). Το ευαγγελικό κείμενο από αισθητό έπρεπε να μεταβληθή σε πνευματικό. Στο έργο τούτο έγκειται «πας ο αγών» του θεολόγου, διότι έτσι φθάνει από το σύμβολο ή τον τύπο στην αλήθεια (Εις Ιωαν. α΄ 8). Το σχετικό λοιπόν έργο του ερμηνευτή αποβαίνει απέραντο, δεδομένου ότι για τον Ωριγένη η Γραφή συνιστά ωκεανό και ανεξερεύνητο δάσος από μυστήρια (Εις Έξοδον θ' 1) κρυμμένα στα σύμβολά της, τα οποία είναι δύσκολο ακόμη και να επισημάνη κανείς. Από την επισήμανση των συμβόλων προχωρεί ο ικανός θεολόγος στην αναζήτηση της πραγματικότητος που αυτό απηχεί. Το σύμβολο είναι σήμα και φαινόμενο ανώτερης πραγματικότητος, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία, όπου τα κατώτερα όντα είναι απηχήσεις και σύμβολα των ανωτέρων όντων.
Η εφαρμογή γενικά της αλληγορικής ή τυπολογικής μεθόδου (στον Ωριγένη δεν διακρίνονται) δε σήμαινε κατ’ ανάγκην άρνηση της ιστορικότητος των βιβλικών κειμένων και των καινοδιαθηκικών γεγονότων, αλλά περιέκλειε δύο τεράστιους κινδύνους: α) Με το αιτιολογικό της ανασημασιοδοτήσεως των υπαρχόντων εξωτερικών σύμβολων μπορούσε ο Ωριγένης να προβάλη αυθαίρετα φιλοσοφικές αντιλήψεις ή γνωστικές και απόκρυφες διδασκαλίες σαν «βούλημα» του Θεού, σαν αλήθεια. Πρέπει όμως να σημειώσωμε ότι γενικά δεν αδιαφορούσε για το κριτήριο της γνησιότητος της προβαλλομένης αληθείας. Το ζητούσε στα παράλληλα χωρία της Γραφής. Συχνά δηλαδή ο αναγνώστης παρατηρεί ότι η Γραφή ερμηνεύεται από τη Γραφή. (Κάτι περισσότερο: ενώ λόγου χάρη αρνείται συνήθως την πραγματικότητα του Παραδείσου, σε νέο απόσπασμα του απορρίπτει μόνο τους ανθρωπομορφισμούς και δέχεται την πραγματικότητά του) (Raur). Εν τούτοις η έλλειψη ορίου στην ανασημασιοδότηση συμβόλων αποδυναμώνει αισθητά την αρχή: η Γραφή ερμηνεύεται δια της Γραφής. β) Η αναζήτηση νοήματος άλλου ή διαφορετικού από το νόημα που ρητά εκφράζει το γράμμα της Γραφής σημαίνει τελικά αποψίλωση της Γραφής, αποξένωσή της από την πραγματική και υψηλή αλήθεια, της οποίας γίνεται μόνο σύμβολο συμβόλου. Και είναι βέβαια η Γραφή συμβολική έκφραση της αληθείας, αλλά τα σύμβολά της εκφράζουν, δηλώνουν, υπογραμμίζουν με σαφήνεια την πραγματική αλήθεια, το γνήσιο «βούλημα» του Θεού. Και δεν ταυτίζεται βέβαια η έκφραση της αληθείας με την ίδια την αλήθεια, αλλά η συγκεκριμένη βιβλική έκφραση ανταποκρίνεται, όπως είναι, στη δηλουμένη αλήθεια και όχι σε κάποια άλλη, που πρέπει να αναζητήσωμε, ξεκινώντας από τον εκφραστικό τύπο σαν να ήταν αυτός μαγικό κρυπτογράφημα. Τα σύμβολα, οι εκφραστικοί δηλ. τύποι της Γραφής, είναι ήδη η καταλληλότερη πρόσβαση στην αλήθεια, είναι ο πλησιέστερος δρόμος που φθάνει στην αλήθεια. Η αναζήτηση άλλου δρόμου θα οδηγήση σε άλλο τέρμα. Η γενική εφαρμογή της αλληγορικής μεθόδου από τον Ωριγένη σημαίνει ακόμη ότι μόνο οι χαρισματούχοι πνευματικοί, όχι οι απλοί πιστοί, μπορούν να φθάσουν στο νόημα των βιβλικών τύπων, που άλλο λέγουν και άλλο συνήθως εννοούν. Η αποξένωση αυτού που φανερά δηλώνει ο τύπος της Γραφής από αυτό που κρύπτει μεταβάλλει τελικά τη Γραφή σε χρηστικό όργανο στα χέρια του θεολόγου ερμηνευτή, ο οποίος μπορεί να την χρησιμοποιή κατά το δοκούν προς κατοχύρωση των οποιωνδήποτε αντιλήψεων του.
Η χωρίς όρια εφαρμογή της αλληγορικής μεθόδου οδηγεί τελικά όχι στη διεύρυνση, την εμβάθυνση, τη γνήσια αύξηση της Παραδόσεως που ήδη υπάρχει, αλλά στη βελτίωση (Εις Ιωαν. 4, 21) της Παραδόσεως, δηλ. στην προβολή λίγο πολύ νέας παραδόσεως, νέων αληθειών, κάτι που συνέβη πολλές φορές με τον Ωριγένη. Ο ερμηνευτής θεολόγος μπορεί κάτω από ωρισμένες προϋποθέσεις να πραγματοποιήση νέα βήματα ερμηνεύοντας Γραφή και Παράδοση, αλλά τα βήματα αυτά πρέπει να είναι συνέχεια της Παραδόσεως, ομόλογα και σύμφωνα προς αυτή και όχι να συνιστούν την άρνηση της ή κάτι άλλο σε σχέση προς αυτή.
Θεολογία και πνευματική ζωή. Στη θεολογική σκέψη του αλληγοριστή Ωριγένη, αντίθετα μάλιστα προς την τακτική του προκατόχου του στην αλεξανδρινή σχολή Κλήμεντα, θεμέλιο αποτελεί ο Θεός Πατήρ και όχι ο Λόγος. Ο Πατήρ, που είναι ακατάληπτος και άρρητος, είναι ο Θεός, ο κατ’ εξοχήν και κυρίως Θεός, είναι ο μόνος «αυτόθεος»• ενώ και αυτός ο Κύριος είναι «μετοχή της εκείνου θεότητος θεοποιούμενον, ουχ ως ο Θεός, αλλά Θεός», είναι «εικών πρωτοτύπου», κατώτερος του Πατρός, με μικρότερη δύναμη, «δεύτερος Θεός» (Εις Ιωαν. β' 2-3• ε' 39. Βλ. και Περί αρχών ΑΙΙΙ3). Και το άγιο Πνεύμα εν συνεχεία είναι κατώτερο του Υιού. Ότι μετέχει στο Θεό είναι γενικά εικόνα αυτού, αλλ’ ο Υιός είναι η κατ’ εξοχήν εικόνα του Πατρός, ενώ οι άνθρωποι είναι «εικόνες εικόνος», γι’ αυτό και περί αυτών λέγεται το «κατ’ εικόνα» (Εις Ιωαν. β' 3. Εις Γεν. α' 26). Η θεία οικονομία της προόδου του Υιού και του Πνεύματος (που είναι διακεκριμένα πρόσωπα και χρησιμοποιούνται γι’ αυτά οι όροι υποκείμενον και υπόστασις) κατανοείται σαν εκδίπλωση της αρχικής Μονάδας σε υποστάσεις, ενώ συγχρόνως δηλώνεται ότι η γέννηση του Υιού γίνεται σ’ ένα αιώνιο παρόν. Ο Πατήρ δηλαδή «αεί γεννά» τον Υιό (Εις Ιερεμίαν θ' 4) κατά τη θέλησή του (Περί αρχών δ' 4). Ο δε ακατάπαυστα γεννώμενος Υιός εμφανίζεται κάποτε ως κατερχόμενος συμβολικά στη γη. Η ψυχή του ανθρώπου Ιησού που προϋπάρχει ενώνεται με το Λόγο και εισέρχεται στη Μαρία, από την οποία έχομε μεσάζον ον (μεταξύ Θεού και ανθρώπου), τον Θεάνθρωπον (ο όρος του Ωριγένη), που εισέρχεται κατόπιν στον άνθρωπο, κι έτσι πραγματοποιείται η σωτηρία (Εις Ιερεμίαν θ' I). Την είσοδο αυτή εξασφαλίζει το άγιο Πνεύμα, αλλά ο εισερχόμενος κατανοείται περισσότερο σαν Λόγος και λιγώτερο σαν Χριστός. Γι’ αυτό και ο λόγος του Θεού, ο λόγος της Γραφής, είναι η τροφή του πιστού, είναι φάρμακο, που καθαρίζει τον άνθρωπο (Εις Αριθμ. κζ΄ 1• Εις Ίερεμ. β' 2), κάτι που στην πραγματικότητα γίνεται από τον ίδιο το Θεό.
Διαπιστώνομε δηλαδή ένα είδος λογομονισμού και λογολογίας, θεωρήσεως της Γραφής ως πράγματος αυτοδύναμου, ικανού να δημιουργή πνευματικούς ανθρώπους, ενώ πρόκειται μόνο για βιβλίο, στο οποίο διατυπώνεται το θέλημα του Θεού, δηλώνεται η αλήθεια. Συγχρόνως δε η λογολογία αυτή αποβαίνει σε βάρος της ρεαλιστικής θεωρήσεως του έργου του Κυρίου, που ως ένα σημείο γίνεται διαδικασία κοσμολογική (J. Danielou). Συνέπεια είναι η θεώρηση της αυτογνωσίας ως μέσου σωτηρίας, η συσχέτιση της προσευχής (αδιάλειπτης) με τη σωματική έκσταση (Εις Ιωάννην α΄ 30), η άποψη ότι η τιμωρία της ψυχής αποτελεί ασθένεια της ίδιας της ψυχής (στωϊκή αντίληψη). Ο φυσικός ή πτωτικός δηλαδή άνθρωπος έχει μέσα του μια δυνητική λυτρωτική δύναμη, που δε λειτουργεί βέβαια ερήμην του έργου του Χριστού, αλλά και που δεν είναι το έργο τούτο ριζικά και απόλυτα ανακεφαλαιωτικό, όπως το ανέλυσε ο Ειρηναίος. Άρα και το έργο της Εκκλησίας υποτιμάται ως ένα σημείο, μολονότι χρησιμοποίησε γι’ αυτήν τον όρο σώμα Χριστού (Εις τα Άσματα β' στίχ. ιστ') και «κόσμον κόσμου» (κόσμημα ή μορφή του κόσμου) (Εις Ιωάννην στ' 59). Δεν είναι όμως τυχαίο το ότι στις χιλιάδες των σελίδων του δεν ομιλεί περί της ιστορικής και σαφώς οργανωμένης Εκκλησίας, περί των ποιμένων και του έργου της, ενώ η σημασία των θείων μυστηρίων της κατανοείται περισσότερο σαν μετάδοση λόγου, σχετικού με το Λόγο. Στο βάθος της σκέψεώς του υποφώσκει η διάκριση της Εκκλησίας σε ιστορική και σε «κυρίως Εκκλησία» (Περί προσευχής 20,1), η οποία δεν έχει σπίλο ή ρυτίδα, που είναι ιδανική και την οποία συνιστούν λίγοι «άγιοι» και «διδάσκαλοι» (Εις τα Άσματα β' στιχ. ιε'). Ο ρόλος των επισκόπων περιορίζεται στην Ιστορική Εκκλησία και τους αποδίδεται το «άρχειν» ή «φροντίζειν» τα της Εκκλησίας (Κατά Κέλσου η΄ 75). Για τον αλεξανδρινό μας θεολόγο το αληθινό πρόσωπο ή το αληθινό πνεύμα της Εκκλησίας εκφράζουν οι πνευματικοί χριστιανοί, τον αποφασιστικό ρόλο στη ζωή της διαδραματίζουν οι κατ’ εξοχήν άγιοι, οι τέλειοι, οι πνευματικοί διδάσκαλοι, που θεωρούνται «ισάγγελοι» και ορίζουν την πνευματική της πορεία, συνιστούν τη μεγάλη της δύναμη και κυριολεκτικά σώζουν από τον πονηρό δαίμονα τους πιστούς (Εις τα Άσματα β' στίχ. ιε'). Ακόμη λέγει σαφώς ότι στους τελείους οικοδομείται συνεχώς η Εκκλησία, όπως συνέβη με τον Πέτρο (Εις Ματθ. τομ. ιβ' 10). Η χάρη δηλαδή του Πέτρου και των λοιπών Αποστόλων ως προς την οικοδόμηση της Εκκλησίας συνεχίζεται στους τελείους (όχι στους επισκόπους λοιπόν, που ποτέ δεν ταυτίζονται με τους τελείους), για τους οποίους προορίζεται άλλωστε και η βαθύτερη «εσωτερική» διδασκαλία της Εκκλησίας (Κατά Κέλσον α΄ 7). Οι ποιμένες της αφήνεται να φανή ότι έχουν ρόλο συμβατικό σε σχέση με τα παραπάνω πρόσωπα. Κατορθώνει εν τούτοις να μη φθάνη στα άκρα. Γι’ αυτό οι τέλειοι (οι εκλεκτοί) δεν τοποθετούνται σαν ιδιαίτερη ομάδα έξω ή πάνω από την ιστορική Εκκλησία. Ζουν, δρουν και παραδειγματίζουν στους κόλπους της, μολονότι διακρίνονται από τους λοιπούς πιστούς και εκφράζουν την αληθινή της ταυτότητα, την τέλεια μορφή της.
Ο πνευματικός άνθρωπος είναι το διακεκριμένο εκείνο ον, που ενώνεται μυστικά με το Λόγο, που αποκτά οικειότητα με το Θεό, περνά από τα διαδοχικά στάδια της πίστεως, της γνώσεως και της σοφίας ή της πράξεως, της θεωρίας και της θεολογίας (Εις Ιωαν., ιδ' 8). Ο αγώνας του δε και η άσκηση του είναι πραγματικά (σε αντίθεση με ό,τι παρατηρήσαμε στον Κλήμεντα Αλεξανδρέα) και πολύ αυστηρά. Συχνά όμως η άσκηση για την κάθαρση έχει χαρακτήρα αυτόνομο, αλλά ποτέ δεν οργανώνεται σε ηθικιστικό σύστημα, σε κανόνες ηθικής και ξηρής αρετολογίας. Στο τελευταίο σημείο τούτο η προσφορά του Ωριγένη είναι όντως τεράστια, διότι, ξεπερνώντας την ηθικολογία προηγουμένων εκκλησιαστικών συγγραφέων (Κλήμεντα κ. άλλων), έδειξε ρεαλιστικά και συγκλονιστικά το δραματικό στοιχείο του πνευματικού αγώνα και της ασκήσεως. Έτσι επέδρασε ευρύτατα όχι μόνο στο μοναχισμό, αλλά και γενικά στη διαμόρφωση της θεολογίας του χριστιανικού ήθους.
Οραματιατής των εσχάτων. Στο πρόσωπο του Ωριγένη έχομε το μεγαλειώδη όσο και περίεργο συνδυασμό του κριτικού και του αλληγοριστή, του αδυσώπητου αγωνιστή και του οραματιστή. Του αυστηρού κριτικού που διυλίζει τα πάντα και του ευφάνταστου, που με αφέλεια ορίζει την κατάσταση των εσχάτων. Ακριβώς όμως το οραματιστικό στοιχείο τούτο στο χαρακτήρα του εξηγεί όχι μόνο τη συχνή αναφορά του στα έσχατα, μα και την κάποια του αστάθεια σε όσα σχετικά γράφει. Μιλώντας για το ίδιο θέμα δεν εκφράζεται πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, κάτι που δημιουργεί αμηχανία στον ερευνητή. Γενικά όμως, βαθειά επηρεασμένος από τον Πλάτωνα και το γνωστικισμό, φρονούσε ότι ο Θεός δημιουργούσε πάντοτε (προαιώνια και όχι εν χρόνω) και ότι υπάρχει συνεχής εναλλαγή κόσμων. Στη διαδικασία λοιπόν της διαδοχικής ελεύσεως των κόσμων τοποθετείται γενικά η κάθαρση και τελείωση των ανθρώπων. Επειδή έστω και λίγο οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, έχουν ανάγκη καθάρσεως μετά το θάνατό τους (Εις Ιερ. ια' 5 και κ΄3). Η κάθαρση, που σχετίζεται και ίσως ταυτίζεται με την αυτοσυνειδησία, για μεν τους ευσεβείς γίνεται αμέσως από το Θεό, για δε τους ασεβείς σε διαδοχικούς κύκλους καθάρσεως (από 1 έως 7, ανάλογα με το βαθμό αμαρτωλότητος), οι οποίοι αντιστοιχούν σε διαδοχικούς κόσμους, που θ’ ακολουθήσουν τον παρόντα κόσμο (Εις Ιερεμίαν ζ' 2) (το τελευταίο προϋποθέτει μετεμψύχωση, αλλά εξηγεί ότι οι ψυχές των ανθρώπων δεν εισέρχονται σε σώματα ζώων). Με τον τρόπο αυτό θα καθαρθούν οι πάντες, ακόμη και οι δαίμονες. Επομένως η τιμωρία (το καθαρτήριο) θα είναι θεραπεία πρόσκαιρη, αν και οι απλοί πιστοί τη θεωρούν αιώνια. Η απλοϊκή όμως αυτή πίστη δεν βλάπτει, διότι οδηγεί σε μεγαλύτερη πνευματική εγρήγορση (Εις Ιερεμίαν κ' 4). Τέλος, θα υπάρξη οριστική αποκατάσταση των πάντων στην αρχέγονη κατάσταση με τη νέα κάθοδο (επάνοδο) του Χριστού στον κόσμο, με την πνευματική ανάσταση των σωμάτων και με την αδιατάρακτη κοινωνία Θεού και δημιουργίας.
Οι αντιλήψεις αυτές και μάλιστα οι περί μετεμψυχώσεως και προϋπάρξεως των ψυχών, που διατυπώνει κάπως ασαφώς βέβαια ο Ωριγένης (Περί αρχών γ' 1,23), προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις, σε συνδυασμό και με τη χριστολογία του (προΰπαρξη ψυχής Χριστού κλπ.)
ΒΙΟΣ
Όσα στοιχεία διέσωσαν οι αρχαίες πηγές για το βίο και τη δράση του Ωριγένη υπερβαίνουν αυτά που διέσωσαν για όλους μαζύ τους προγενέστερους εκκλησ. συγγραφείς. Οι σπουδαιότερες από τις πηγές αυτές είναι τα έργα του Παμφίλου (Απολογία), του Ευσεβίου (Εκκλησ. ιστ. ΣΤ), του Ιερωνύμου (De viris ill. 54-62 και Επιστ. 44,1) του Φωτίου (Βιβλιοθήκη 118), του Γρηγορίου Θαυματουργού (Χαριστήριος), καθώς και τα έργα του ίδιου του Ωριγένη. Βέβαια ο Ευσέβιος, που είναι και πλουσιώτερος σε πληροφορίες, υπήρξε θαυμαστής και υπερασπιστής του Ωριγένη, κάτι που μειώνει τη σημασία πολλών μαρτυριών του. Η κριτική έρευνα σήμερα έχει αξιολογήσει ορθά μερικές προσωποληπτικές ειδήσεις του, καθώς και κάποιες εκτιμήσεις εχθρών του Ωριγένη.
Ο μεγάλος αλεξανδρινός θεολόγος γεννήθηκε από χριστιανούς (Ευσέβιος) και όχι εθνικούς (Πορφύριος) γονείς μάλλον το 185 στην Αλεξάνδρεια. Τα ελληνικά γράμματα και την γνωριμία του με τη Γραφή ώφειλε πρώτιστα στον πατέρα του Λεωνίδη, που ήταν δάσκαλος της γραμματικής και μαρτύρησε το 201/2. Πιθανώτατα μαθήτευσε στον Κλήμεντα και σε άλλους δασκάλους. Από νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση της Γραφής και φλογερό ενθουσιασμό για το μαρτύριο και τον αυστηρό ασκητικό βίο. Ήταν αποφασισμένος να ακολουθήση στις φυλακές τον πατέρα του, αλλά το μητρικό τέχνασμα της αποκρύψεως των ρούχων του τον εμπόδισε. Η απώλεια του πατέρα του ωδήγησε στην απόλυτη ένδεια την οικογένεια του, που την αποτελούσαν μητέρα και επτά τέκνα με τον Ωριγένη πρωτότοκο. Παρά ταύτα συνέχισε τις σπουδές του (203-205) με την οικονομική βοήθεια πλούσιας χριστιανής. Μεταξύ 206 και 210 (βλ. Nautin, Origene...,του οποίου τις χρονολογήσεις ακλουθούμε συχνά) εργάσθηκε σαν γραμματοδιδάσκαλος και κατηχητής. Ζούσε με ολίγα μέσα, με αυστηρή εγκράτεια και από άμετρο ενθουσιασμό ευνουχίσθηκε, εφαρμόζοντας κατά γράμμα το Ματθ. 19,12. Το κατηχητικό έργο, που στην αρχή άσκησε μάλλον ιδιωτικά, συνέχισε κατόπιν με εντολή του Δημητρίου Αλεξανδρείας. Περί το 210 αποφάσισε να επιδοθή στη σπουδή της φιλοσοφίας, παρακολουθώντας τον πλατωνικό Αμμώνιο Σακκά, που ήταν εντυπωσιακή σωκρατική φυσιογνωμία και πρώην χριστιανός. Στο μεταξύ διαίρεσε το «Διδασκαλείον» της Αλεξανδρείας σε δύο τμήματα, αφήνοντας το πρώτο στο μαθητή του Ηρακλά. Έτσι είχε αρκετό χρόνο για τη φιλοσοφία και τα εβραϊκά, στα οποία επίσης επιδόθηκε και των οποίων μάλλον γνώριζε στοιχεία (Sgherri). Τα εβραϊκά του ήσαν απαραίτητα για την ετοιμασία κειμένου της ΠΔ, που θα συνιστούσε παραδεκτή βάση και για τους ελληνιστές Ιουδαίους προς συζήτηση θεολογική. (Έτσι το 2178 άρχισε να εργάζεται για τα Τετραπλά). Η μεγαλοφυΐα του Ωριγένη εκδηλώνεται κι επιβάλλεται ολοένα και περισσότερο. Οι μαθητές του αυξάνονται και δεν είναι μόνο χριστιανοί. Η φήμη του ξεπερνά γρήγορα τα όρια της Αίγυπτου και φθάνει όπου υπάρχει χριστιανικό στοιχείο. Αλλά και ο ίδιος δε μένει προσκολλημένος στην Αλεξάνδρεια. Το 211/12 (ο Nautin: 215) επισκέπτεται τη Ρώμη, όπου ακούει κήρυγμα του Ιππολύτου. Μετά το 225 επισκέπτεται την Αραβία και το 229/30 εξ αιτίας των προβλημάτων κυρίως που δημιουργούν τα έργα του φεύγει στην Παλαιστίνη, όπου, όντας ακόμη λαϊκός, κηρύττει σε ναούς με τη συγκατάθεση των επισκόπων Καισαρείας και Ιεροσολύμων. Το γεγονός αυτό οξύνει πολύ τις σχέσεις του με το Δημήτριο. Το 231 επανέρχεται στην Αλεξάνδρεια και το χειμώνα του 231/2 προσκαλείται από την Ιουλία Μαμμαία, μητέρα του Αλεξάνδρου Σεβήρου, στην Αντιόχεια, όπου είχε συζητήσεις για τη χριστιανική πίστη και όπου του έγιναν πολλές τιμές. Κατά την εποχή αυτή συνέχιζε το τεράστιο κριτικό του έργο Εξαπλά, ενώ είχε ήδη γράψει αλλά, όπως τα Περί αναστάσεως, Στρωματείς, Περί αρχών, Υπόμνημα στους Ψαλμούς και άλλα.
Το έτος 232 σημείωσε αποφασιστικά τη σταδιοδρομία του Ωριγένη, ο οποίος ταξιδεύοντας για την Αθήνα πέρασε από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος χωρίς την άδεια του Δημητρίου. Στην Αθήνα πληροφορήθηκε την αντίδραση του Δημητρίου, που πήρε αυστηρά μέτρα εναντίον του. Όταν επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια βρήκε αρνητικό κλίμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ωρισμένες αντιλήψεις του Ωριγένη και οι αξιώσεις του ως διδασκάλου πνευματικού έναντι του επισκόπου, υπογραμμισμένες από τις αντικανονικότητες του αυτοευνουχισμού και της χειροτονίας του χωρίς την άδεια του επισκόπου του, ωδήγησαν στις εναντίον του καταδικαστικές αποφάσεις και στην πλήρη δυσμένεια. Τις αποφάσεις της αλεξανδρινής Εκκλησίας απέρριψαν οι Εκκλησίες Παλαιστίνης, Αραβίας, Φοινίκης και Ελλάδος. Έτσι τα γεγονότα έφεραν τον Ωριγένη το 234 στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου έγινε δεκτός με αγάπη και πολλές τιμές και όπου ίδρυσε σχολή. Εκεί συνέχισε το διδακτικό του έργο, δηλ. τη φιλοσοφική προετοιμασία προς κατανόηση του χριστιανισμού, την ερμηνεία των Γραφών και τη θεολογία. Με την οικονομική δε βοήθεια και πίεση του πλούσιου μαθητή και θαυμαστή του Αμβροσίου έγραψε μεταξύ 234 και 250 πλήθος ερμηνευτικών και απολογητικών έργων, έχοντας για το σκοπό αυτό στη διάθεσή του ταχυγράφους, οι οποίοι εργάζονταν ολόκληρη την ημέρα και την περισσότερη νύκτα, κάτι που έκανε και τον ίδιο τον Ωριγένη να παραπονήται.
Μεταξύ 239 και 242 μετέβη και πάλι στην Αραβία, προσκαλεσμένος των επισκόπων, για να συζητήση με τον επίσκοπο Βόστρων Βήρυλο, που θεωρείται πατροπασχίτης, κάτι που ο Ρ. Nautin απορρίπτει. Το 245 ο Γρηγόριος Θαυματουργός διάβασε τον Χαριστήριον λόγον με την ευκαιρία της περατώσεως των σπουδών του στη σχολή του Ωριγένη. Από το κείμενο αυτό συμπεραίνομε σε γενικές γραμμές το πρόγραμμα της σχολής του Ωριγένη: φιλολογία, γεωμετρία, αστρονομία, ηθική, φιλοσοφία και θεολογία. Επισκέφθηκε ακόμα τη Νικομήδεια, την Αραβία και ίσως και την Ελλάδα. Το 246 και 247 εργάσθηκε στην Καισάρεια για τους Ψαλμούς, τις Παροιμίες, τον Εκκλησιαστή κ.ά. Το επόμενο έτος έμεινε για μεγάλο διάστημα στη Νικομήδεια, από όπου γύρισε στην Καισάρεια (ή στην Τύρο) για να γράψη (249) το Κατά Κέλσου και τα τελευταία υπομνήματα του. Το 250, στο διωγμό του Δεκίου, συνελήφθη, έζησε με καρτερία τις ταλαιπωρίες και τις κακώσεις της φυλακής και ωμολόγησε θαρραλέα την πίστη του. Αφέθηκε από τις φυλακές, αλλά η αυστηρή άσκηση, η εξουθενωτική εργασία και προφανώς οι κακουχίες του διωγμού τον ωδήγησαν στο θάνατο το 253 (ή 254), που συνέβη στην Τύρο της Φοινίκης.
Στην έρευνα έχει προκόψει προ πολλού θέμα δυο προσώπων με το όνομα Ωριγένης. Και τούτο διότι ο νεοπλατωνικός Πορφύριος στο έργο του Βίος Πλωτίνον (Γ 24-32) αναφέρει κάποιον Ωριγένη, που έγραψε δύο πλατωνικά έργα, συμμεριζόταν θεωρίες του Πλωτίνου και άρα ήταν πρόσωπο διάφορο από το μεγάλο χριστιανό θεολόγο Ωριγένη. Ο Weber τελευταία συστηματοποίησε την προσπάθεια διακρίσεως δύο Ωριγενών, αλλά η έρευνα του βασίζεται κυρίως στη γνώση του νεοπλατωνικού και ελάχιστα του χριστιανού Ωριγένη. Τη διάκριση δύο προσώπων δέχονται μερικοί ερευνητές, αλλά το θέμα είναι μακρυά από την οριστική του λύση.
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΩΡΙΓΈΝΗ ΣΉΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
α. Στη σύγχρονη έρευνα πλανάται το ερώτημα: ποία είναι η θέση του Ωριγένη στην Εκκλησία, στη συνείδηση της Εκκλησίας; Λίγο πολύ, έμμεσα ή άμεσα, ήπια ή έντονα, το ερώτημα τούτο θέτουν όλοι σχεδόν οι θεολόγοι, διότι όποιο κλάδο και αν θεραπεύουν θα εύρουν ενώπιον τους το χαλκέντερο Ωριγένη, που όμως είναι καταδικασμένος από την Εκκλησία στην Οικουμενική της σύνοδο του 553 βάσει και του διατάγματος του 543, που εξέδωσε ο Ιουστινιανός με την προτροπή θεολογικών και εκκλησιαστικών παραγόντων. Επειδή μάλιστα η θεολογία στην αληθινή της μορφή συνιστά έκφραση της ζωής της Εκκλησίας, έπεται ότι ο καταδικασμένος Ωριγένης κατά κάποιο τρόπο υπάρχει στη ζωή της, αφού συνεχώς διαβάζεται και χρησιμοποιείται, αναφέρεται θετικά ή αρνητικά. Το φαινόμενο είναι ίσως δυσεξήγητο για την αυτόνομη ερευνητική θεολογία, αλλά μάλλον απλό για τη συνείδηση της ανατολικής Εκκλησίας και θεολογίας, η οποία τον αγάπησε και τον καταδίκασε, τον αγκάλιασε με απέραντη θέρμη και τον απέρριψε με αποτροπιασμό.
Το πρόβλημα της κατανοήσεως της θέσεως του Ωριγένη στην συνείδηση της θεολογούσης Εκκλησίας είναι θέμα αφ’ ενός μεν κατανοήσεως της υφής της Εκκλησίας και της πορείας της θεολογίας, αφ ετέρου δε αξιολογήσεως του ρόλου των εχθρών και των θαυμαστών του Ωριγένη στη διαμόρφωση της ίδιας της πορείας της εκκλησιαστικής θεολογίας.
β. Η πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας είναι δραματική προσπάθεια σωτηρίας των αμαρτωλών και αληθείας αγώνισμα, στο οποίο οι αθλητές — οι θεολόγοι — έχουν θέση και όταν ακόμη δείξουν αδυναμίες, αποτυχίες ή παρεκκλίσεις. Το είδος μάλιστα του αγωνίσματος είναι τέτοιο που οι περισσότεροι αθλητές κάνουν παρεκκλίσεις και παρουσιάζουν αδυναμίες, ιδιαίτερα όταν το άθλημα είναι σχετικά νέο και οι αθλητές έχουν εξαιρετικά μεγάλες διανοητικές ικανότητες. Για μακρές εποχές οι θεολόγοι της Εκκλησίας αντιμετωπίζουν κρίσιμα προβλήματα, στα οποία επιχειρούν να δώσουν απάντηση. Και η απάντηση δίδεται κάποτε με τη βοήθεια του φωτιστικού Πνεύματος, αλλά στο μεταξύ πολλοί θεολόγοι αποτυγχάνουν λίγο ή πολύ να φθάσουν στην απάντηση, πράγμα που σημαίνει αδυναμία, σφάλμα, παρέκκλιση. Η Εκκλησία την κατάσταση αυτή αντιμετωπίζει ρεαλιστικά, δηλαδή την βλέπει σαν κάτι που θα ήθελε να είναι αλλοιώς, αλλά δε γίνεται παρά μόνο έτσι. Και βασικά, όπως φέρεται στους αμαρτωλούς πιστούς της —και όλοι είναι αμαρτωλοί —, έτσι φέρεται και στους λίγο ή πολύ αποτυχόντες θεολόγους της: τους συγχωρεί, τους ενισχύει την ελπίδα. Τούτο είναι αυτονόητο, διότι έργο της Εκκλησίας είναι να ποιμαίνη, να δίνη ελπίδα και όχι να διοική και να καταδικάζη, δηλαδή να αφαιρή την ελπίδα. Άλλωστε παρά την ιδρυματικότητά της η Εκκλησία είναι η ενότης Χριστού και πιστού, κάτι που σημαίνει ότι ποτέ κανείς δεν θα ήθελε να διακόψη τη σχέση αυτή. Όσο ελαττωματική και αν είναι η ενότης αυτή ένεκα των αποτυχιών των συγκεκριμένων προσώπων, είναι πάντοτε προτιμότερο να μη καταγγελθή. Και στην περίπτωση ακόμα της ανυπαρξίας — ένεκα μεγάλης πλάνης — τέτοιας ενότητος η μη επίσημη κοινοποίηση του γεγονότος είναι προτιμότερη. Αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την ενότητα Χριστού και ανθρώπου, οι ποιμένες, οι επίσκοποι, και γι’ αυτό δεν «καταδίκαζαν» παρά σπανίως. Οι σπάνιες αυτές καταδίκες και είναι σπάνιες σε σύγκριση με τις άπειρες παρεκκλίσεις στους κόλπους της Εκκλησίας είναι καταγγελία και γνωστοποίηση επίσημη και τρομερή του γεγονότος ότι ένας ωρισμένος θεολόγος έσφαλε τόσο πολύ, που πλέον η ενότης του με το Χριστό, που μόνο αυτή οδηγεί στη σωτηρία, δεν υπάρχει, γιατί στη θέση του Χριστού ή γενικά της θείας αλήθειας τοποθέτησε κάτι που δεν υπάρχει, μία σκιά, μία κακοδοξία. Και στην ενέργεια — καταδίκη αυτή προβαίνουν οι ποιμένες μόνο και μόνο, όταν κινδυνεύουν πολλοί πιστοί να θεωρήσουν σαν πραγματική ενότητα Χριστού και ανθρώπου τη μη ενότητα, την ψευδοενότητα, που προβάλλει ο αποτυχημένος θεολόγος. Επομένως η Εκκλησία εμφαντικά επιβεβαιώνει την αίρεση (καταδικάζει) μόνο, όταν κινδυνεύουν κυριολεκτικά τα μέλη της να χάσουν τη σωτηρία τους.
γ. Στην περίπτωση του Ωριγένη η θεολογούσα Εκκλησία τήρησε στάση εξαιρετικά συνετή. Στην Αλεξάνδρεια πραγματοποιήθηκαν το 231 δύο συνάξεις (συσκέψεις). Η πρώτη του απαγόρευσε να διδάσκη, η άλλη τον καθήρεσε (είχε γίνει πρεσβύτερος σε ξένη επισκοπή). Την απόφαση αυτή δεν υιοθέτησαν όλες οι Εκκλησίες και όμως η Αλεξάνδρεια δεν επέμεινε, ώστε να διακόψη τις σχέσεις της με όσες Εκκλησίες περιέθαλψαν και τίμησαν τον Ωριγένη. Τούτο σημαίνει ότι η απόφαση της Αλεξανδρινής Εκκλησίας ήταν ένα είδος προειδοποιήσεως: προσέξετε, στο πρόσωπο και στο έργο του Ωριγένη διαβλέπομε κινδύνους. Οι λόγοι που ωδήγησαν στην απόφαση αυτή (παρέκκλιση στη διδασκαλία, αντικανονικότης και ίσως και προσωπικοί λόγοι) αμβλύνθηκαν σύντομα ή θεωρήθηκαν με άλλο πρίσμα και στην ίδια την Αλεξάνδρεια. Έτσι ο Ωριγένης, ενώ πάντα διαβαζόταν, έγινε αντικείμενο επιθέσεων μόλις τέλος του Γ' και αρχές του Δ' αιώνα από τον Πέτρο Αλεξανδρείας (+311), το Μεθόδιο Ολύμπου (+310/1) και τον Ευστάθιο Αντιόχειας (+λίγο προ του 337), χωρίς πάλι το θέμα να φθάση σε σύνοδο. Βραδύτερα τάχθηκαν κατά του Ωριγένη ο Διόδωρος Ταρσού ( + 390/4), ο Θεόδωρος Μοψουεστίας (+428), ο Απολινάριος Λαοδικείας (+περί το 390), ο Επιφάνιος Σαλαμίνος Κύπρου (+403), ο Αναστάσιος Ρώμης (399—402), ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας (385—412), ο Αντίπατρος Βόστρων (+μετά 455). Ο έντονος αυτός αντιωριγενισμός προκάλεσε την υπεράσπιση του Ωριγένη, την οποία ανέλαβαν με ενθουσιασμό και χωρίς καμμιά επιφύλαξη πρώτοι ο Πάμφιλος ( + 309) και ο Ευσέβιος Καισαρείας (+339). Το μέρος του Ωριγένη πήραν στη συνέχεια ο Ευάγριος Ποντικός (+399), ο Δίδυμος Τυφλός (+398) και ο Ρουφίνος ( + 410). Κατά τον Ε' αιώνα μεγάλες μοναστικές κοινότητες (Μικρά Λαύρα Παλαιστίνης, Μακροί αδελφοί της Αιγύπτου, Μοναχοί Νιτρίας) υπεράσπισαν τον Ωριγένη με τον Ιωάννη Ιεροσολύμων (386— 417), το Συνέσιο Πτολεμαΐδος (+413/4), τον Παλλάδιο Ελενοπόλεως (+προ του 431), τον ιστορικό Σωκράτη (+λίγο μετά το 439) κ.ά.
δ. Μέχρι το τέλος του Δ' και τις αρχές του Ε' αιώνα η διαμάχη γύρω από τον Ωριγένη ήταν φιλολογικοθεολογική. (Η πρώτη καταδίκη του προσώπου και του έργου του Ωριγένη έγινε το 400 στην Αλεξάνδρεια). Αν μάλιστα προσέξη κανείς, θα διαπιστώση ότι τα πρόσωπα, που συζητούσαν έντονα το θέμα, δε διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση της πορείας της Παραδόσεως. Έτσι π.χ. γνωρίζομε ότι οι αντιωριγενιστές Μεθόδιος Ολύμπου, Διόδωρος Ταρσού, Απολινάριος, Θεόφιλος Αλεξανδρείας και Θεόδωρος Μοψουεστίας δεν ήσαν ακραιφνείς φορείς του πνεύματος της Παραδόσεως, ενώ ο Πέτρος Αλεξ., ο Ευστάθιος, ο Σαλαμΐνος Επιφάνιος, ο Αναστάσιος Ρώμης και ο Αντίπατρος Βόστρων δεν είναι μεγάλοι ή κατ’ εξοχήν μεγάλοι θεολόγοι και Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με τους φανατικούς υποστηρικτές του Ωριγένη: ο Ευσέβιος Καισαρείας, ο Ευάγριος, ο Δίδυμος, ο Συνέσιος Πτολεμαΐδος και ο Σωκράτης δεν είχαν κατά πάντα ορθόδοξο φρόνημα, ενώ ο Πάμφιλος, ο Ρουφίνος, ο Ιωάννης Ιεροσολύμων και ο Παλλάδιος δεν υπήρξαν μεγάλοι θεολόγοι. Επομένως τόσο οι άσπονδοι πολέμιοι, όσο και οι φανατικοί φίλοι του Ωριγένη δεν αποτελούν το μέτρο της ορθοδόξου θεολογίας, ούτε εκφράζουν το γνήσιο κλίμα της Εκκλησίας. Έχει εξαιρετική σημασία το γεγονός ότι αυτοί που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της θεολογίας, που είχαν καθοριστικό ρόλο στην Παράδοση, που υπήρξαν μεγάλοι θεολόγοι και που για όλ’ αυτά είναι κατ' εξοχήν Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, τήρησαν τελείως διαφορετική στάση από τους παραπάνω στο πρόβλημα Ωριγένης.
Πρόκειται για τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας (+373), το Μέγα Βασίλειο (+379), το Γρηγόριο Θεολόγο ( + 390), το Γρηγόριο Νύσσης (+394), τον ιερό Χρυσόστομο (+407), και τον Ιλάριο Πικταβίου (+367), τον Αμβρόσιο Μιλάνου (+397) και Βικέντιο Λειρίνου (+προ 450) στη Δύση. Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι αυτοί γνώριζαν καλά και χρησιμοποιούσαν παντοιοτρόπως τον Ωριγένη και μολονότι είχαν βαθειά συνείδηση των παρεκκλίσεών του, των κακοδοξιών και των σφαλμάτων του, έκαιε μέσα τους άσβεστη αγάπη γι’ αυτόν, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι: ο Αθανάσιος σημειώνει αλλά και συγχρόνως αμβλύνει τις πολλές ωριγένειες παρεκκλίσεις, εκτιμώντας αυτές σαν προσωπικές ακροβασίες και «γυμνασίες» του «φιλοπόνου» αλεξανδρέα (Περί Νίκαιας 27, 1-2). Τα σχετικά χωρία του Αθανασίου προδίδουν αδιόρατη τρυφερότητα για τον Ωριγένη, του οποίου πολυσήμαντα θεολογικά σχήματα (όπως ότι ο Λόγος είναι εικών και απαύγασμα του Θεού Πατρός) γίνονται ορθόδοξα, παίρνουν το αληθινό τους νόημα, μόνο με τη θεολογία του Αθανασίου. Ο Μ. Βασίλειος (με τη συνεργασία ίσως του Θεολόγου Γρηγορίου) συνέταξε την περίφημη Φιλοκαλία, δηλαδή ανθολογία κειμένων του Ωριγένη. Το εγχείρημα τούτο προϋποθέτει εκτίμηση και αγάπη στο πρόσωπο και στο έργο του Ωριγένη, αλλά και προσπάθεια να υπερασπίσουν έμμεσα τον άνδρα και να υπογραμμίσουν τη χρησιμότητά του στην Εκκλησία. Ωστόσο ο Μ. Βασίλειος γνωρίζει και σημειώνει τις παρεκκλίσεις του Ωριγένη (Περί αγ. Πνεύματος 29, 73), ο δε Γρηγόριος χρησιμοποιεί πολλά σχήματά του, αλλά συχνότατα βρίσκεται στην ανάγκη να τα ορθοδοξοποιήση. Ο Γρηγόριος Νύσσης επηρεάσθηκε περισσότερο από τη σκέψη του Ωριγένη, αλλά γνωρίζει και να καταδικάζη ωρισμένες αντιλήψεις του (περί προϋπάρξεως των ψυχών κ.ά.: Περί κατασκευής 28, 29). Οι δυτικοί Πατέρες Ιλάριος, Αμβρόσιος και Βικέντιος τήρησαν συνετή στάση στο πρόβλημα, ανάλογη προς εκείνη ελλήνων Πατέρων, διότι και φρόνημα γνήσιο είχαν και τη μεγαλοσύνη του Ωριγένη αναγνώριζαν. Γενικά παρατηρούμε ότι στην περίπτωση που δεν μπορούσε κανείς να συγκινηθή από την απέραντη αγάπη του Ωριγένη στο Χριστό, στην αλήθεια και στην άσκηση, αρκούσε για να τηρήση στάση συνετή στο πρόβλημα ότι απάντησε στην αντιωριγενιστική του εποχή ένας προσωπολήπτης και άστατος εκκλησιαστικός άνδρας, ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας: «ει τι ουν εν αυτοίς (τοις βιβλίοις του Ωριγένους) εφεύρω καλόν, τούτο δρέπομαι, ει δε τι μοι ακανθώδες φανείη, τούτο ως κεντούν υπερβαίνω» (Σωκράτης, Εκκλ. lστ. ΣΤ' 17).
ε. Παρά την πρόθεση της Εκκλησίας οι ωριγενιστές και οι αντιωριγενιστές προκάλεσαν μεγάλη κρίση στους κόλπους της από τις αρχές του Ε' και μάλιστα στο πρώτο ήμισυ του ΣΤ' αιώνα.
Δεν υπήρχαν πλέον απλώς μερικοί θεολόγοι ωριγενιστές και αντιωριγενιστές, αλλά δημιουργήθηκε ωριγενισμός και αντιωριγενισμός, δημιουργήθηκε θεολογική νοοτροπία, πνευματικό κλίμα, στο οποίο προσχωρούσαν μικρές και άλλοτε μεγάλες ομάδες πιστών και κοινότητες μοναχών. Η σύγκρουση πλέον δε γινόταν όπως παλαιότερα μεταξύ θεολόγων ή θεολογούντων, αλλά μεταξύ ομάδων, οι οποίες αγωνίζονταν συχνά μέχρις εσχάτων, διότι το περιεχόμενο του αγώνα τους αφορούσε την ορθή πίστη και άρα τη σωτηρία. Η ανάμιξη των μοναχών στη διαμάχη αυτή έδωσε ιδιαίτερη οξύτητα στον αγώνα και από τα δύο μέρη.
Από τη στιγμή αυτή η Εκκλησία ήταν αναγκασμένη χάριν των μελών της να αντιμετωπίση το πρόβλημα, το οποίο είχε γίνει πρόβλημα ωριγενισμού. Ανεξάρτητα δηλαδή από το αν επιθυμούσε ή όχι την καταδίκη του Ωριγένη, αφού λίγα ή πολλά μέλη της κινδύνευαν από τον εκλαϊκευμένο ωριγενισμό να χάσουν τη γνήσια πίστη τους και κατά συνέπεια τη σωτηρία τους, η Εκκλησία ώφειλε να δείξη την πλάνη του ωριγενισμού, ώφειλε να τον καταδικάση, να τον αναθεματίση. Έτσι θα συνειδητοποιούσαν οι πιστοί την κακοδοξία των αντιλήψεων που ανήκαν ή απλώς προσγράφονταν στον Ωριγένη. Κι επειδή οι καταδικαζόμενες αντιλήψεις ήσαν πολλές, επειδή όλες συνδέονταν με το πρόσωπο του Ωριγένη κι επειδή τα περισσότερα μέλη της Εκκλησίας αδυνατούσαν να διακρίνουν μεταξύ Ωριγένη και ωριγενισμού, η Εκκλησία έπρεπε να καταδικάση ευθέως και σαφώς το πρόσωπο του Ωριγένη. Τούτο έγινε στην ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 543, βάσει διατάγματος που με προτροπή θεολόγων είχε συντάξει ο Ιουστινιανός και που καταδίκαζε θέσεις του Ωριγένη και αναθεμάτιζε τον ίδιο προσωπικά. Η Ε' οικουμενική Σύνοδος το 553 περιλαμβάνει τον Ωριγένη στον ενδέκατο αναθεματισμό της μαζί με άλλους αιρετικούς. Αντίθετα προς την παράδοση, που γνωρίζει ότι η σύνοδος αυτή ασχολήθηκε και με τον ωριγενισμό, μερικοί ερευνητές το αρνούνται. Στηρίζουν δε την άρνηση τους στο ότι τα διασωθέντα λατινικά πρακτικά δεν περιλαμβάνουν τους 15 αναθεματισμούς «κατά των ωριγενείων δοξασιών», που εκφράζουν τον ωριγενισμό και που εν τούτοις φέρονται σαν έργο της Συνόδου.
Ανεξάρτητα από το επιστημονικό αυτό πρόβλημα βέβαιο είναι ότι στη διασωθείσα απόφαση της Ε' οικουμενικής Συνόδου ο Ωριγένης καταδικάζεται προσωπικά, ενώ η ΣΤ' οικουμ. Σύνοδος επαναλαμβάνει την καταδίκη αυτή και βεβαιώνει ότι η Ε' ασχολήθηκε με τον Ωριγένη. Όλες δε οι μεταγενέστερες Σύνοδοι υιοθετούν την καταδίκη.
στ. Αποτέλεσμα της σαφούς συνοδικής καταδίκης του Ωριγένη υπήρξε οπωσδήποτε η μείωση του κύρους του, χωρίς όμως ο ίδιος να λησμονηθή ποτέ. Οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έμμεσα ή άμεσα, λίγο ή πολύ γνώριζαν το έργο του, χρησιμοποιούσαν από αυτό ό,τι θεωρούσαν καλό ή άκίνδυνο (χωρίς να μνημονεύουν τον Ωριγένη) και στηλίτευαν τις παρεκκλίσεις του. Άλλωστε η θεώρηση του Ωριγένη επηρεαζόταν από δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτο, ο χρόνος άμβλυνε τη σημασία και άρα και τον κίνδυνο από τις πλάνες του και προ παντός μειώθηκε ή εξαφανίσθηκε η ένταση του ωριγενισμού. Επομένως δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος αντιωριγενισμού. Δεύτερο, η πρόοδος και η αύξηση της θεολογικής αυτοσυνειδησίας και γενικά της θεολογικής σκέψεως ωδηγούσε στην ωριμώτερη αποτίμηση της προσφοράς του Ωριγένη, που έμεινε στην ιστορία της Θεολογίας περισσότερο σαν μεγαλειώδης προσπάθεια. (Η προσπάθεια που αρχίζει από τον Αθανάσιο να διακριθή η (ορθή) διδασκαλία του Ωριγένη από τις προσωπικές του έρευνες και θεολογικές προτάσεις, για τις οποίες δήθεν και ο ίδιος ίσως δεν ήταν πεπεισμένος, πολύ λίγο μπορεί να θεμελιωθή. Ο στοχαστής και πολύ περισσότερο ο θεολόγος της Εκκλησίας εκφράζει βασικά την πίστη του. Ακόμη το ελαφρυντικό ότι δεν ήλεγχε όσα πολλά έλεγε κι έγραφαν οι αντιγραφείς του δεν είναι θεμελιωμένο, Ο ίδιος πληροφορεί ότι «θεωρούσε» τα αντίγραφα, ήλεγχε τι καταγράφηκε) (Επιστολή αρ. 7).
Με το έργο του ο Ωριγένης προσέφερε σπουδαίες υπηρεσίες, αλλά δεν αντιμετώπισε, δεν έλυσε αυτός πρώτος κάποια μεγάλη θεολογική κρίση στην Εκκλησία. Η περί Τριάδος π. χ. θεολογική του ορολογία συνιστά μεγάλη συμβολή, αλλά απόλυτο ορθόδοξο περιεχόμενο θα της δώσουν οι μεταγενέστεροι. Η θεολογία του περί Εκκλησίας φαλκιδεύεται από την υποφώσκουσα αντίληψή του ότι «κυρίως» Εκκλησία δεν είναι η ιστορική. Η χωρίς μέτρο αλληγορική του ερμηνεία αποβαίνει φιλοσοφική μέθοδος, με την οποία συχνά εισάγει φιλοσοφικές, ηθικιστικές και κοσμολογικές αντιλήψεις στο χριστιανισμό. Η αγάπη του για την παράδοση συχνά μηδενίζεται από την προσπάθεια του να την βελτιώση, να την ξεπεράση, δηλ. να την κάνη αληθινή, ενώ είναι ήδη αληθινή κι επιδέχεται μόνο συμπλήρωση. Άρα δεν υιοθετούσε ορθά την Παράδοση. Η θεολογία καθεαυτή από λειτούργημα για τη σωτηρία γίνεται ζήτηση επιστημονική, άσκηση των εκλεκτών, άσκηση κάποτε διανοητική, που ικανοποιεί τη γνωστική περιέργεια. Η θεολογούσα Εκκλησία έχει βαθειά συνείδηση των δεδομένων αυτών, αλλά γνωρίζει και δύο ακόμη πράγματα: ότι για θέματα, που λύθηκαν οριστικά βραδύτερα, συχνά «είχε μιλήσει οικοδομητικά ο Ωριγένης• ότι μετά τον Ιγνάτιο κάνεις δε μίλησε τόσο έντονα για την «ανάκρασιν» του πιστού με το Χριστό όσο ο Ωριγένης. Ιδού γιατί, πάντοτε και τώρα, η θεολογούσα Εκκλησία τρέφει αγάπη και θαυμασμό στο χαλκέντερο και πλανημένο Ωριγένη της.
ΈΡΓΑ
Ο Ωριγένης είναι από τους γονιμώτερους συγγραφείς της ανθρωπότητος και ο γονιμώτερος των 4 πρώτων αι. της Εκκλησίας. Ο αριθμός των έργων του ήταν τόσο μεγάλος, ώστε γρήγορα έγινε μύθος. Ο Επιφάνιος Σαλαμίνας ομιλεί για 6.000 (Πανάριον 64, 63). Ο Ιερώνυμος, που είδε τον κατάλογο έργων, τον οποίο κατάρτισε ο Ευσέβιος Καισαρείας, ομιλεί για 2000 έργα και κατονομάζει τα 800 (Επιστ. 33).Αριθμούνται βέβαια ξεχωριστά οι ομιλίες και οι τίτλοι κεφαλαίων εξηγητικών του έργων (έτσι λ.χ. το υπόμνημα στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιον δεν υπολογίζεται σαν ένα έργο, αλλά 25 έργα, διότι διαιρείται σε 25 τμήματα ή «τόμους»), αλλά και πάλι δικαιολογείται απόλυτα η προσωνυμία χαλκέντερος, που έδωσαν στον Ωριγένη. Δυστυχώς τα περισσότερα έργα του χάθηκαν ή δε σώθηκαν στο ελληνικό πρωτότυπο. Αιτία για την απώλεια υπήρξαν οι ωριγενιστικές έριδες, η καταδίκη του, το ιδιότυπο πνευματικό του κλίμα και η πρόοδος της θεολογίας.
Μολονότι εξαιρετικά πολυγράφος ο Ωριγένης, άρχισε να γράφη σχεδόν μετά το έτος 218, δηλαδή σε ηλικία 33 ετών. Φαίνεται ότι πολύ λίγα έργα έγραψε με το χέρι του. (Εξαπλά, επιστολές και μερικά υπομνήματα ίσως). Τα περισσότερα υπαγόρευε σε ταχυγράφους, τους οποίους διαδέχονταν καλλιγράφοι, που πλήρωνε ο θερμός θιασώτης και μαικήνας του Ωριγένη, ο Αμβρόσιος. Ο ίδιος ο χαλκέντερος συγγραφέας βεβαιώνει ότι επιθεωρούσε τα κείμενά του (Απόσπασμα επιστολής του. Βλ. Nautin, σ. 251), αλλά η πληθωρικότης του και γενικά ο μεγάλος αριθμός των έργων του προϋπέθετε αδιαφορία για την καλλιέπεια του λόγου. Η φράση του σπάνια γνώρισε το φιλολογικό δούλεμα. Τα ρητορικά σχήματα δεν τον συγκινούσαν, αλλά πολύ συχνά τα χρησιμοποιούσε (μάλιστα της ύστερης σοφιστείας). Και ενώ δεν έχει καλλιτεχνικό ταλέντο (ή δεν το καλλιεργεί), διακρίνεται για την εξαιρετικά μεγάλη εκφραστική του δύναμη. Όσο δεν συναρπάζει με το λόγο του, τόσο συγκινεί, σαγηνεύει και αιχμαλωτίζει ο συγγραφέας με την αμεσότητα και την εμφανή συμμετοχή του σε ό,τι γράφει. Ακριβώς όμως γι’ αυτό οι προτάσεις του είναι συχνά μακρές, ελλειπτικές και δυσνόητες, κάτι που δυσχεραίνει την κατανόηση του κειμένου.
Τα έργα του Ωριγένη διακρίνονται σε κριτικά, ερμηνευτικά, διατριβές και επιστολές. Κριτικά χαρακτηρίζομε τα έργα που σκοπό έχουν τη φιλολογική αποκατάσταση του κειμένου της ΠΔ (των Ο'). Ερμηνευτικά έργα είναι τα σχόλια (έχομε μόνο αποσπάσματα σε μεμονωμένα δυσνόητα βιβλικά χωρία), οι ομιλίες σε περικοπές ή σ’ εκτενή βιβλικά κείμενα με πρακτικούς κυρίως σκοπούς και οι τόμοι, εκτενή δηλαδή, οργανωμένα και πλήρη υπομνήματα σε ολόκληρα βιβλία της Γραφής. Από τις 574 περίπου ομιλίες του Ωριγένη σώζονται 21 και από τις μεταφρασμένες στη λατινική χάθηκαν 388. Από τους τόμους υπομνήματα, που πρέπει να ξεπερνούσαν τους 100, σώζονται μόνον 30 και μερικά αποσπάσματα. Διατριβές είναι μικρές ή μεγάλες θεολογικοφιλοσοφικές (Περί αρχών, Περί Αναστάσεως, Περί ευχής, Στρωματείς) πολεμικές ή αντιαιρετικές (Κατά Κέλσου, Διάλεξις προς Ηρακλείδαν, διάλογοι προς άλλους αιρετικούς ή γνωστικούς) και προτρεπτικές μελέτες (Εις μαρτύρων προτρεπτικός). Επιστολές έγραψε πολλές, αλλά σώθηκαν μόνον αποσπάσματα και δύο ακέραιες. Μέγα μέρος των έργων τούτων χάθηκε, ενώ πολλά σώζονται μόνο σε λατινικές μεταφράσεις (κυρίως του Ρουφίνου κα του Ιερωνύμου). Στους παπύρους της Tura (Αίγυπτος) που βρέθηκαν το 1941 περιλαμβάνονται σπουδαία κείμενα του Ωριγένη (Διάλεκτος προς Ηρακλείδαν, Περί Πάσχα και Αποσπάσματα). Ενώ το παρόν εγχειρίδιο βρισκόταν στο τυπογραφείο, ανακοινώθηκε σε διεθνές συνέδριο στο Bari, ότι το υπόμνημα (Ομιλίες) στους Ψαλμούς, που αποδιδόταν στον Ιερώνυμο, είναι έργο του Ωριγένη. Παραθέτομε τα έργα του Ωριγένη κατά τη χρονολογική σειρά (όσο τούτο είναι δυνατό), που κυρίως υπέδειξε ο Ρ. Nautin. Πολλά όμως από αυτά και μάλιστα τα αποσπάσματα δεν έχουν χρονολογηθή, γι΄ αυτό τα σημειώνομε στο τέλος του καταλόγου.
(Πατρολογία τόμος Α έκδοση Β, Αθηνα 1991, σελ. 393-414
Δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τον έπαινο. Πρέπει μόνο να φυλαγόμαστε από την ικανοποίηση και την ευχαρίστηση που μπορεί αυτός να γεννήσει μέσα μας. Ο αββάς Ισαάκ λέει ότι αυτή η ικανοποίηση, όποτε τη νιώθουμε, είναι όλη κι όλη η ανταμοιβή μας. Ας μην περιμένουμε τότε αμοιβή και από το Θεό για ό,τι καλό κάναμε. Ο έπαινος όμως είναι ακίνδυνος όταν εμείς στεκόμαστε απέναντί του αδιάφοροι και ασυγκίνητοι.
Μην ταράζεσαι, επίσης, επειδή πήρες κάποτε την απόφαση να διαβάζεις καθημερινά και σε συγκεκριμένη ώρα μια παράκληση, και τώρα, καθώς λες, σου είναι αδύνατο να πραγματοποιήσεις την απόφασή σου. Με ρωτάς λοιπόν: «Αφού είναι απολύτως αδύνατο να διαβάσω την παράκληση στην προσδιορισμένη ώρα, μπορώ να το κάνω αργότερα, την ώρα που πλέκω ή φροντίζω τα παιδιά;» Και σου απαντώ κατηγορηματικά: Όχι! Αυτό θα ήταν οπωσδήποτε λάθος. Οι υποσχέσεις μας απέναντι στο Θεό δεν είναι όπως τα χρέη που οφείλουμε σ’ ένα σκληρό δανειστή˙ ένα δανειστή που θέλει να του τα εξοφλήσουμε μέχρι και το τελευταίο ρούβλι χωρίς να νοιάζεται για οτιδήποτε άλλο. Ο Κύριος δεν μας θέλει σκλάβους, μας θέλει ελεύθερους.
Αν λοιπόν πράγματι, αν αντικειμενικά δεν μπορείς να υλοποιήσεις την απόφασή σου, δείξε ταπείνωση και αυτομεμψία γι’ αυτό, θεωρώντας τον εαυτό σου σαν ένα ταπεινό χρεωφειλέτη. Αν αποφύγεις τον πειρασμό της ταραχής και του εκνευρισμού, θα έχεις πολύ μεγαλύτερο πνευματικό κέρδος απ’ ό,τι αν ψέλλιζες, με μισή καρδιά, βιαστικά και μασημένα λόγια προσευχής, που θα τ’ ακολουθούσε η αυτοϊκανοποίηση και η υπερηφάνεια, επειδή τάχα τήρησες την υπόσχεσή σου, παρ’ όλες τις δυσκολίες.
* * *
Ο ανθρώπινος βίος υπόκειται σε ριζικές μεταβολές. Οι μεταβολές αυτές άλλοτε είναι σταδιακές και άλλοτε αστραπιαίες. Αλλ’ ακόμα κι όταν απολαμβάνουμε μακροχρόνια ευμάρεια και δόξα, δεν μπορούμε να βρούμε παρηγορία, δεν μπορούμε να βρούμε χαρά και ευτυχία, αν η καρδιά μας δεν φωτισθεί από το ισχυρό και σταθερό φως της ειρήνης. Αυτή την ειρήνη πρέπει ν’ αναζητούμε, γι’ αυτή την ειρήνη πρέπει να προσευχόμαστε. Την ειρήνη που ο Κύριός μας έδωσε στους μαθητές του και σ’ όλους εκείνους που πιστεύουν αληθινά σ’ Αυτόν: «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν˙ ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν εγώ δίδωμι υμίν. Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία, μηδέ δειλιάτω» (Ιω. 14:27).
Λες ότι η κόρη σου και ο γαμπρός σου προσπαθούν να σε πείσουν να μείνεις μαζί τους, αλλά εσύ δεν μπορείς να το αποφασίσεις, εκτός κι αν εγώ σου δώσω την ευλογία μου, αν σε βεβαιώσω ότι όλα θα σου έρθουν δεξιά, και τέλος, αν σου πιστοποιήσω ότι εκεί θα είσαι ευτυχισμένη!
Αλλά πώς να τα ξέρω όλ’ αυτά; Ποιός είμαι εγώ για να γνωρίζω τι θα σου συμβεί στο τάδε χωριό ή στη δείνα πόλη; Ούτε μάντης είμαι ούτε προφήτης.
Το μόνο που μπορώ να πω είναι τούτο: Πιστεύω ότι μάλλον δεν θα σ’ ωφελήσει αυτή η αλλαγή από την ησυχία του χωριού στη φασαρία της πολιτείας. Είναι βέβαια ευχαριστο να ζει κανείς μ’ εκείνους που αγαπάει. Αλλά πόσο θα κρατήσει αυτή η ευχαρίστηση;
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θέλω να σ’ επηρεάσω. Σ’ αυτό το ζήτημα θέλω ν’ αφήσω τη θέλησή σου ελεύθερη. Προσεύχομαι μόνο να την ταυτίσεις με τη θέληση του Θεού.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.45-47)
16. Αν ποθής να διορθώσεις κάποιον από τα πταίσματά του, μη νομίσης ότι τον διορθώνεις με τη δική σου δύναμι. Προσευχήσου στον Θεό, τον «ἐτάζοντα καρδίας και νεφροὺς» με όλη σου την ψυχή, να φωτίση ο Ίδιος την καρδιά εκείνου του ανθρώπου. Αν ο Κύριος δή ότι πράγματι προσεύχεσαι από τα βάθη της καρδιάς σου, θα πραγματοποιήσει χωρίς άλλο τον πόθο σου. Και σύ, βλέποντας να εκπληρώνεται ο πόθος σου από τη θεία χάρι, θα αναφωνήσης τότε ότι αυτή η θαυμαστή μεταβολή υπήρξε έργο όχι δικό σου, αλλά της «δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου».
19. Όταν είναι να προσευχηθής στην Υπεραγία Θεοτόκο, έχε πριν την ακράδαντο βεβαιότητα, ότι δεν πρόκειται να φύγης από μπροστά της χωρίς να βρής έλεος. «Οὐδεὶς προστρέχων ἐπὶ σοὶ κατησχυμμένος ἀπὸ σοῦ ἐκπορεύεται», ψάλλει η Εκκλησία με πίστι στη Θεομήτορα. Το να έχουμε αυτή τη βεβαιότητα, αυτή την ανεπιφύλακτο εμπιστοσύνη, είναι σωστό και δίκαιο. Είναι άπειρο το έλεος της Μητέρας του Ελεήμονος Θεού. Το έλεός της το μαρτυρεί η Εκκλησία όλων των εποχών και όλων των τόπων. Δεν υπάρχει περίπτωσις να αδιαφορήση για μας η Παναγία.
43. Όταν κάνουμε την προσευχή μας, πρέπει να πηγάζει κάθε λέξις της κατ’ ευθείαν από την καρδιά και κάθε μια απ’ αυτές τις λέξεις να διατηρή όλη τη δύναμι του περιεχομένου της. Αν αφήσουμε να εξατμισθεί η ουσία ενός φαρμάκου, το φάρμακο αυτό παύει να είναι σωτήριο για τη σωματική μας υγεία. Έτσι και κατά την προσευχή. Αν λέμε τα λόγια της μη προσέχοντας στο ζωοποιό νόημά τους, μη νοιώθοντας την αλήθεια τους στην καρδιά μας, δεν θα αποκομίσουμε ωφέλεια από την προσευχή. Γιατί η αληθινή, η καρποφόρος προσευχή γίνεται μονάχα όταν είναι προσευχή «ἐν πνεύματι και ἀληθεία». Τα λόγια της προσευχής αντιστοιχούν στα συστατικά στοιχεία ενός φαρμάκου. Το καθένα έχει τη δική του δύναμι και όλα μαζί αποτελούν τη θεραπευτική δόσι που χρειάζεται το άρρωστο σώμα μας. Όπως οι φαρμακοποιοί φυλάνε σε κλειστό μπουκάλι ένα παρασκεύασμα ιαματικό, για να μην εξατμισθεί η δύναμίς του, έτσι και εμείς πρέπει να κάνουμε με τα λόγια της προσευχής. Να φυλάμε τη δύναμί τους στον κλειστό χώρο της καρδιάς μας, για να τα προφέρουμε με όλη τη δύναμί τους άθικτο και ακεραία.
74. Όταν προσεύχεσαι – και ιδίως διαβάζοντας από κάποιο κείμενο την προσευχή σου – μη παραλείπεις να περνάς από το νού σου τη σημασία κάθε λέξεως, να την τοποθετής στην καρδιά σου. Μη λές λοιπόν μηχανικά και ψυχρά την προσευχή σου. Υπόταξε την καρδιά σου στην προσευχή και πρόσφερε στο Θεό αυτή την υποταγμένη καρδιά σαν θυσία ευπρόσδεκτο. «Δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν» (Παροιμ. Κγ΄26). Τότε η προσευχή θα σε ενώση με τον Θεό και τη βασιλεία του και θα απολαύσης τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, όλα τα άγια αισθήματα: δικαιοσύνη, ειρήνη, χαρά, αγάπη, πραότητα, καρτερία, κατάνυξι. Θέλεις η προσευχή σου να έχει αναπαυτικά αποτελέσματα και στο ταλαιπωρημένο σώμα σου; Προσευχήσου θερμά και θα έχης κατόπιν ύπνο ειρηνικό, ασκανδάλιστο, που θα ανανεώση τις δυνάμεις του σώματος. Να αποφεύγεις τον απεριόριστο ύπνο. Να προσεύχεσαι με ζέσι κάθε πρωί. Έτσι θα επιτύχης ηρεμία, ενεργητικότητα και καλή ανταπόκρισι στις ανάγκες της εργασίας σου καθ΄ όλη την ημέρα.
84. Πρόκειται να προσευχηθής; Ταπείνωσε την υπερηφάνεια της καρδιάς σου, διώξε από μέσα της κάθε γήινο θέλγητρο και στερεώσου στην πέτρα της πίστεως.
92. Κάποιος, που έννοιωσε ακηδία κατά την ώρα της προσευχής και το σώμα του αναζητούσε τον ύπνο, στήριξε τον εαυτό του με την εξής εσωτερική ερώτηση: «Με ποιόν συνομιλείς, ψυχή μου;» Και κατόπιν, λαμβάνοντας σοβαρά υπ΄όψιν ότι βρισκόταν μπροστά στον Κύριο, άρχισε να προσεύχεται με πολύ αίσθημα και ζέσι. Η διάνοιά του και η καρδιά του φωτίσθηκαν και ο ίδιος αισθανόταν σαν αναγεννημένος. Αυτό δείχνει τι σημαίνει να νοιώθουμε τον ζώντα Θεό ενώπιόν μας και να του μιλάμε μέσα στο αίσθημα της παρουσίας του. Αν μιλώ στους ανθρώπους που είναι μαζί μου, όχι βαρετά, για να μη τους προσβάλω, πώς τολμώ να μιλώ έτσι με τον Κύριο;
(Η εν Χριστω ζωή μου.Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης,εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 2016, )
λα'. Έλεγαν για τον Αββά Αρσένιο και τον Αββά Θεόδωρο της Φέρμης, ότι κανείς σαν αυτούς δεν απεχθανόταν τη δόξα των ανθρώπων. Ο μεν λοιπόν Αββάς Αρσένιος δεν συναντιόταν εύκολα με κάποιον. Ο δε Αββάς Θεόδωρος συναντιόταν μεν, αλλά ήταν σαν ξεγυμνωμένο σπαθί.
λβ’ . Ενώ έμενε κάποτε ο Αββάς Αρσένιος στα κάτω μέρη και δοκίμαζε ενόχληση εκεί, έκρινε σωστό να παρατήση το κελλί του. Και χωρίς να πάρη μαζί του τίποτε απ’ αυτό, πήγε στους μαθητές του τον Αλέξανδρο και τον Ζώϊλο, οπού ήταν από τη Φαράν. Είπε λοιπόν στον Αλέξανδρο : « Σήκω και πάρε το ποτάμι, πηγαίνοντας προς τα άνω ». Και εκείνος συμμορφώθηκε. Και στον Ζώϊλο είπε : « Έλα μαζί μου έως το ποτάμι και βρες μου πλοίο που να πηγαίνη στην Αλεξάνδρεια κάτω. 'Ύστερα, πάρε και συ την αντίθετη κατεύθυνση και πήγαινε στον αδελφό σου ». Ο Ζώϊλος ταράχθηκε σ’ αυτά τα λόγια, αλλά δεν μίλησε. Και έτσι χωρίσθηκαν μεταξύ τους. Κατέβηκε λοιπόν ο γέρων στα μέρη της Αλεξανδρείας και, εκεί, έπεσε σε αρρώστεια βαρειά. Και οι μαθητές του είπαν ο ένας στον άλλο : « Μήπως κανείς μας λύπησε τον γέροντα και γι’ αυτό χωρίσθηκε από μας ; ». Και δεν βρήκαν σε τίποτε να φταίνε ούτε ότι δεν τον υπάκουσαν σε κάτι καμμιά φορά. Ο δε γέρων, σαν έγιανε, είπε : « Θα πάω στους πατέρες μου ». Και έτσι, παίρνοντας το ποτάμι σε αντίθετη κατεύθυνση, προς τα άνω, ήλθε στην Πέτρα, οπού βρίσκονταν οι μαθητές του. Και ενώ ήταν κοντά στο ποτάμι, έρχεται μια μικρή Αιθιόπισσα και άγγιξε την προβιά οπού φορούσε. Ο γέρων τότε τη μάλωσε. Η μικρή όμως του είπε : « Αν είσαι μοναχός, πήγαινε στο βουνό ». Κατανύχθηκε μ’ αυτά τα λόγια ο γέρων και συλλογίσθηκε : « Αρσένιε, αν είσαι μοναχός, πήγαινε στο βουνό». Τότε, τον συναντούν ο Αλέξανδρος και ο Ζώϊλος. Έπεσαν στα πόδια του εκείνοι, αλλά και ο γέρων τους αγκάλιασε και έκλαψαν και οι τρεις. Είπε δε ο γέρων : « Δεν ακούσατε ότι αρρώστησα ; ». Και του είπαν : « Ναι ». Τους ρωτά τότε : « Και γιατί δεν ήλθατε να με δήτε ; ». Του λέγει ο Αββάς Αλέξανδρος : « Ο χωρισμός σου από μας δεν καλοφάνηκε και πολλοί δεν ωφελήθηκαν, λέγοντας : Αν δεν έδειχναν ανυπακοή στον γέροντα, δεν θα χωριζόταν απ’ αυτούς ». Τους λέγει : « Πάλι λοιπόν πρόκειται να λέγουν οι άνθρωποι, ότι δεν βρήκε η περιστερά που να αναπαύση τα πόδια της και γύρισε στον Νώε, στην κιβωτό ». Και έτσι θεραπεύθηκαν. Και έμεινε μαζί τους έως την τελευτή του.
λγ'. Είπε ο Αββάς Δανιήλ, ότι μας διηγήθηκε ο Αββάς Αρσένιος δήθεν για κάποιον άλλο, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αυτός ο ίδιος. Ότι, ενώ καθόταν κάποιος γέρων στο κελλί του, άκουσε φωνή να του λέγη : « Έλα και θα σου δείξω τί κάνουν οι άνθρωποι ». Και σηκώθηκε και βγήκε. Και τον έφερε σ’ ένα τόπο και του έδειξε κάποιον Αιθίοπα, οπού έκοβε ξύλα και έκανε μεγάλο φορτίο. Προσπαθούσε δε να το σηκώση και να το φορτωθή, αλλά δεν μπορούσε. Και αντί να βγάλη ένα μέρος απ’ αυτό, πάλι έκοβε ξύλα και πρόσθετε στο φορτίο. Και αυτό το έκανε για πολλή ώρα. Και προχωρώντας λίγο, του έδειξε έναν άνθρωπο, οπού στεκόταν πλάϊ σ’ ένα πηγάδι και αντλούσε νερό από εκεί μέσα. Αλλά το άδειαζε σε μια στέρνα όλο τρύπες και έτσι το νερό ξανάπεφτε στο πηγάδι. Και του λέγει πάλι : « Έλα και θα σου δείξω ακόμη κάτι άλλο ». Και βλέπει ένα ναό και δυό ανθρώπους καθισμένους σε άλογα, οπού βαστούσαν μια σανίδα πλάγια, ο ένας δίπλα στον άλλο. Ήθελαν λοιπόν να εισέλθουν από την πύλη του ναού. Αλλά δεν μπορούσαν, γιατί κρατούσαν το ξύλο πλάγια. Δεν ταπείνωσε δε ο ένας τους τον εαυτό του, ώστε να έλθη πίσω από τον άλλο και να πάρη το ξύλο την πρεπούμενη κατεύθυνση. Έτσι, έμειναν έξω από την πύλη. « Αυτοί, λέγει, είναι όσοι τηρούν στάση υπερήφανη, νομίζοντας ότι έτσι πρέπει να κάνουν, χωρίς να ταπεινώνωνται, να διορθώνουν τον εαυτό τους και να βαδίζουν στον ταπεινό δρόμο του Χριστού. Και μένουν λοιπόν έξω από τη βασιλεία του Χριστού. Όσο για εκείνον οπού έκοβε ξύλα, είναι άνθρωπος οπού κάνει πολλές αμαρτίες. Και αντί να μετανοήση, άλλες ανομίες προσθέτει πάνω στις αμαρτίες του. Τέλος, εκείνος οπού έβγαζε νερό, άνθρωπος είναι οπού κάνει μεν καλά έργα, αλλά επειδή είχε σ’ αυτά την ανάμιξή του και το πονηρό, έτσι έχασε και τα καλά του έργα. Πρέπει λοιπόν ο καθένας μας να είναι νηφάλιος στα έργα του, ήγουν να έχη φωτεινή αντίληψη και άγρυπνο μάτι επάνω τους, ώστε να μη πάη χαμένος ο κόπος του ».
λδ’ . Ο ίδιος διηγήθηκε, ότι κάποτε ήλθαν μερικοί πατέρες από την Αλεξάνδρεια για να δουν τον Αββά Αρσένιο. Και ένας απ’ αυτούς ήταν θείος του παλαιού Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, Τιμοθέου, οπού τον ωνόμαζαν ακτήμονα, και είχε έναν από τους ανεψιούς του. Ήταν δε τότε ο γέρων αδιάθετος και δεν θέλησε να συναντηθή μαζί τους, για να μη έλθουν και άλλοι και τον παρενοχλήσουν. Βρισκόταν δε τότε στον βράχο της Τρώης. Και εκείνοι γύρισαν πίσω, λυπημένοι. Έτυχε λοιπόν να γίνη επιδρομή βαρβάρων και πήγε και έμεινε στα κάτω μέρη. Σαν το έμαθαν, πάλι ήλθαν για να τον δουν. Και, αυτή τη φορά, με χαρά τους υποδέχθηκε. Και του λέγει ο αδελφός οπού ήταν μαζί τους : « Δεν ξέρεις, Αββά, ότι ήλθαμε να σε συναντήσουμε στην Τρώη και δεν μας δέχθηκες ; ». Και του αποκρίνεται ο γέρων : « Σεις γευθήκατε ψωμί και ήπιατε νερό. Εγώ όμως, τέκνο μου, ούτε ψωμί ούτε νερό έβαλα στο στόμα μου, αλλά ούτε και κάθισα, τιμωρώντας τον εαυτό μου, έως ότου υπολόγισα ότι φθάσατε στον τόπο σας, μια και εξ αιτίας μου και σεις ταλαιπωρηθήκατε. Αλλά συγχωρήστε με, αδελφοί ». Και, παρηγορημένοι, έφυγαν.
λε’ . Ο ίδιος έλεγε : « Με φώναξε μια φορά ο Αββάς Αρσένιος και μου λέγει : Ανάπαυσε τον πατέρα σου, ώστε, όταν φύγη για τον Κύριο, να παρακαλέση για σένα και όλα να σου έλθουν καλά».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 25-28)
Ο καθημερινός του κανόνας ήταν να μελετά, σχολιάζοντας για τον εαυτό του, μερικές περικοπές απο τον Απόστολο και το Ευαγγέλιο. Για να ζή μάλιστα πιο έντονα τις περικοπές αυτές πήγαινε και τις διάβαζε στα αντίστοιχα σημεία του δάσους, στα οποία είχε δώσει ονόματα απο τους Αγίους Τόπους. Έτσι λοιπόν όταν βρισκόταν στον κήπο της Βηθλεέμ, έφερνε στον νου του το θείο Βρεφος μέσα στη φάτνη και έψαλλε κι αυτός μιμούμενος τους αγγέλους: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
Στην όχθη του Σάρωφκα, που έμοιαζε με τον Ιορδάνη, διάβαζε για τον Ιωάννη τον βαπτιστή, για το κήρυγμά του περί μετανοίας και τη βάπτισι του Κυρίου. Την επί του όρους ομιλία τη διάβαζε πάνω σ' ένα λόφο, πλάϊ στον ποταμό Σάρωφκα. Και σ' ένα άλλο ύψωμα, στο όρος της Μεταμορφώσεως, θεωρούσε νοερά μαζί με τους Αποστόλους τη δόξα του μεταμορφωθέντος Κυρίου. Ανηφορίζοντας μέσα στο πυκνό δάσος θυμόταν τον Κύριο που ζήτησε νερό, και συγκλονισμένος απο τα άγια πάθη Του προσευχόταν με θρήνο για τη σωτηρία του.
Σ' ένα άνοιγμα του Σάρωφκα, που έμοιαζε με την παραλία της Τιβεριάδος, διάβαζε τη σχετική περικοπή για την εμφάνιση του Κυρίου στους μαθητάς μετά την Ανάστασι, τη συζήτησί τους και τη θαυμαστή αλιεία. Στο όρος των Ελαίων έβλεπε νοερά την ένδοξη Ανάληψι του Κυρίου στους ουρανούς και την ενθρόνισί Του στα δεξιά του Πατρός. Έτσι λοιπόν και η φύσις βοηθούσε τον ζηλωτή ασκητή στην πνευματική του τελείωση. Άλλωστε κι αυτό είναι ένας προορισμός της, να οδηγή δηλαδή τον άνθρωπο στον Θεό.
Αυτή την περίοδο εκτός από την Αγία Γραφή μελετούσε και ασκητικούς πατέρες, όσιο Ιωάννη της Κλίμακος, Όσιο Βαρσανούφιο, Εφραίμ και Ισαάκ τους Σύρους και άλλα. Στην αγιογραφική και πατερική μελέτη ο Όσιος έδινε ιδιαίτερη σημασία. Την ονόμαζε εφοδιασμό της ψυχής. Είχε μάλιστα εκθέσει τις σκέψεις του γύρω από το θέμα αυτό σε ένα κείμενο με τον τίτλο: «με τι πρέπει να εφοδιάσουμε την ψυχή».
Εκεί στην έρημο μελέτησε προσεκτικά όλη την Αγία Γραφή. Τώρα ζητούσε μέσα σε αυτή όχι μόνο την αλήθεια αλλά και τη θέρμη του πνεύματος. Συχνά τα μάτια του πλημμύριζαν από δάκρυα κατανύξεως, ενώ η ψυχή του ένιωθε την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος. Αυτά ήσαν η αμοιβή του Θεού για τον κόπο του.
«Είναι πολύ ωφέλιμη, έλεγε, η μελέτη του λόγου του Θεού στην ησυχία, και μάλιστα όλης της Αγίας Γραφής με προσοχή. Για αυτό και μόνο αμείβει ο Κύριος με το χάρισμα της κατανοήσεως».
(όσιος Σεραφείμ του Σαρωφ, Ι.Μ. Παρακλήτου 2007, σελ.66-67)
(ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΛΕΙΜΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 172, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 2, ΕΠΕ).
Για αυτόν τον κυρό Κοσμά τον σχολαστικό πολλά μάς είπαν πολλοί, άλλοι άλλα και πάρα πολλοί πολλά άλλα μάς διηγήθηκαν. Αυτά πού εμείς είδαμε και παρακολουθήσαμε από κοντά, αυτά σάς γράφομε για την ψυχική σας ωφέλεια.
Ήταν ο άνδρας ταπεινόφρονας, ελεήμονας, εγκρατής. Παρθένος,ήσυχος,χωρίς οργή, γεμάτος αγάπη προς τους φίλους, φιλόξενος, φιλόπτωχος. Αυτός ο θαυμάσιος άνδρας πολύ μάς ωφέλησε, όχι μόνο βλέποντάς τον και ακούγοντάς τον να διδάσκει,αλλά και γιατί είχε πάρα πολλά βιβλία για όλους πού ζούσανστην Αλεξάνδρεια και με προθυμία τα δάνειζε σε όσους τα ήθελαν. Ήταν επίσης και ακτήμονας. Μέσα σ' όλο του το σπίτι τίποτα άλλο δεν έβλεπες, παρά μόνο βιβλία, κρεββάτι και τραπέζι. Στον κάθε άνθρωπο ήταν δυνατό να μπαίνει μέσα και να τον έρωτά για την ωφέλεια τής ψυχής και να διαβάζει. Κάθε μέρα ερχόμουν σ' αυτόν και, μα την αλήθεια, ποτέ δεν μπήκα και δεν τον βρήκα η να μη διαβάζει η να μη συγγράφει εναντίον των Ιουδαίων- γιατί είχε μεγάλο ζήλο για την επιστροφή των Εβραίων στην αλήθεια. Για αυτό το λόγο και πολλές φορές με έστειλε σε κάποιους Εβραίους για να συζητήσω μ' αυτούς σε θέματα τής Γραφής, γιατί δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι του.
Αυτόν τον κυρό Κοσμά τον σχολαστικό τον επισκέφτηκα μια μέρα και επειδή είχα πολύ θάρρος τού λέω.
Δείξε αγάπη, πόσα χρόνια έχεις πού ησυχάζεις;
Και επειδή σιωπούσε, χωρίς τίποτα να λέει, πάλι τον ερωτώ.
Για το όνομα τού Κυρίου, πες μου.
Και αυτός αφού περίμενε λίγο, μού λέει.
Έχω τριανταπέντε χρόνια.
Εγώ μόλις τον άκουσα δόξασα το Θεό.
Άλλοτε πάλι, πού τον επισκέφθηκα τον ρώτησα.
Δείξε τέλεια την αγάπη, γνωρίζοντας πώς σε ρωτώ για ψυχική ωφέλεια. Πες μου μέσα στον τόσο χρόνο τής ησυχίας και τής εγκράτειας, τι κατόρθωσες;
Αυτός αναστενάζοντας από το βάθος τής ψυχής του μού λέει.
Τι έχει κατορθώσει κάποιος άνδρας κοσμικός πού μάλιστα μένει μέσα στο σπίτι του;
Εγώ πάλι τον παρακαλούσα, λέγοντας.
Για τον Κύριο πες μου και ωφέλησε με.
Και τότε αφού εξαναγκάστηκε πολύ από μένα, μού λέει.
Συγχώρεσε με, ξέρω πώς κατόρθωσα αυτά τα τρία, να μή γελάσω, να μην ορκιστώ και να μη πω ψέματα.
"…Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι περνούσαμε έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των χιλιαστών. Αισθάνθηκα να με κατακλύζει η θλίψη και η αγανάκτηση για το ψυχοφθόρο έργο των αιρετικών αυτών οι οποίοι αντί να μετανοήσουν για τις αμαρτίες τους αγωνίζονται να κλονίσουν την πίστη στο Χριστό, ψυχών, υπέρ ων Χριστός απέθανε και ανέστη.
Ο γέροντας σιωπούσε. Κάποια στιγμή συλλογίστηκα: Τι να σκέφτεται άραγε ο γέροντας· δεν αγανακτεί βλέποντας σε αυτούς τους ανθρώπους και τα έργα τους; Αλλά αμέσως άκουσα τον Γέροντα να λέει: «Ε, και αυτοί οι ταλαίπωροι ψευδομάρτυρες του Ιεχωβά, ο Θεός να τους ελεήσει. Μερικοί χριστιανοί αγανακτούν εναντίον τους, άλλοι πάλι τσακώνονται μαζί τους και τους βρίζουν, άλλοι τους καταδιώκουν στα δικαστήρια. Όμως δεν καταπολεμείται έτσι ο χιλιασμός. Ξέρετε πώς καταπολεμείται; όταν εμείς αγιασθούμε»".
(Ανθολόγιο συμβούλων γέροντος Πορφυρίου,σελ.444)
"… Φεύγοντας από εκεί ο Σεραπίων κατευθύνθηκε στην περιοχή της Λακεδαίμονας όπου άκουσε πως ένας προύχοντας ήταν Μανιχαίος, αυτός και η οικογένειά του, αν και κατά τα άλλα ήταν ενάρετος.
Έκανε και σε αυτή την περίπτωση ότι και με τους ηθοποιούς· πουλήθηκε δούλος και σε 2 χρόνια μέσα γλίτωσε τον κύριό του και τους δικούς του από την καταραμένη αίρεση, ξαναφέρνοντάς τους στην Εκκλησία. Τότε ο αφέντης του όχι μόνο τον ελευθέρωσε αλλά και τον θεωρούσε πια αδελφό του ή μάλλον πατέρα του, δοξάζοντας τον Θεό που τον έστειλε"
(Νερό από την έρημο, Αποστολική Διακονία,σελ. 62-63)