674. Αν η καρδιά σου είναι ταραγμένη από την επήρεια του πονηρού πνεύματος, καλύτερα να μη μιλάς στους άλλους. Προ πάντος, για να τους διορθώσης. Θα προκαλέσης πιθανώτατα θυμό και όχι διόρθωσι. Μια τέτοια εσωτερική κατάστασις σημαίνει ότι είμαστε ανάξιοι να διδάξουμε τους άλλους. Πρώτα διώξε τον εχθρό, ειρήνευσε την καρδιά σου και κατόπιν μίλα.
675. Μερικοί νομίζουν ότι είναι εν τάξει απέναντι του Θεού αν λένε τις καθωρισμένες προσευχές, χωρίς να προσέχουν στην προετοιμασία της καρδιάς τους για την προσευχή. Πολλοί, λόγου χάριν, διαβάζουν την προ της Θείας Μεταλήψεως Ακολουθία, ενώ κατά το διάστημα αυτό θα έπρεπε να ετοιμάσουν την καρδιά τους ώστε να προσέλθουν αξίως στη θεία κοινωνία. Αν η καρδιά σου είναι καλοπροαίρετη, αν με το έλεος του Θεού, είναι έτοιμη να υποδεχθή τον Νυμφίο, τότε, ακόμη και αν δεν διαβάσης όλη εκείνη την Ακολουθία, είσαι εν τάξει. «Ου γαρ εν λόγω η βασιλεία του Θεού, αλλ’ εν δυνάμει» (Α’ Κορ. δ’ 20). Καλό είναι να υπακούμε σε όλα τη μητέρα μας Εκκλησία. Αν μπορή κάποιος να «χωρή» μακρά προσευχή, ας κάμη προσευχή μακρά. Αλλά «ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον» (Ματθ. ιθ’ 11). Αν η μακρά προσευχή δεν συνδυάζεται με ζέσι πνευματική, είναι προτιμότερο να προσευχηθή κανείς σύντομα, αλλά με ζέσι. Θυμήσου ότι ο Τελώνης είπε όλη και όλη μία μικρή φράσι και όμως δικαιώθηκε από τον Θεό. Ο Θεός δεν αποβλέπει στο πλήθος των λέξεων, αλλά στη διάθεσι της καρδιάς. Το ουσιώδες και απαραίτητο είναι η ζώσα πίστις και η πραγματική μετάνοια.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 264-265)
670. Η προσοχή και η αντίληψις της καρδιάς απονεκρώνονται βαθμιαία σε όσους δεν προσεύχονται θερμά, με όλο τους το είναι. Τότε, βλέπουν χωρίς να βλέπουν και ακούουν χωρίς να καταλαβαίνουν (Λουκ. η’ 10) τα λόγια της προσευχής. «Προφάσει μακρά προσευχόμενοι», τα φτωχά αυτά πλάσματα δεν αντιλαμβάνονται ότι, αυξάνοντας τον αριθμό των λέξεών τους, «λήψονται περισσότερον κρίμα» (Μαρκ. ιβ’ 40)
671. Ζήσε με όλη σου την καρδιά τα λόγια της προσευχής του Σωτήρος προς τον Πατέρα του: «Καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοί, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν» (Ιω. ιζ’ 21). Βάλε λοιπόν σκοπό σου να ενωθής ο ίδιος με τον Θεό και να ενώσης τους άλλους μαζί του. Να διατηρής πάση θυσία την αμοιβαία, ευσεβή ένωσι, την ένωσι της αγάπης. Ο Θεός είναι ο Ζωοδότης μας και ο Δοτήρ όλων των αγαθών. Θα υποβαστάση όλη μας τη ζωή αν κοπιάζουμε και κάνουμε θυσίες για το καλό του πλησίον μας. Θα μας αναπληρώση ό,τι ξοδεύουμε για τη διατήρησι της αμοιβαίας αγάπης.
672. Όπως ο Χριστός βρίσκεται ολόκληρος σε κάθε μερίδα των καθαγιασμένων Τιμίων Δώρων, έτσι ολόκληρος βρίσκεται και σε κάθε καλή σκέψι ή λέξι.
673. Αν θέλης να είσαι αληθινά ταπεινός, ας καλλιεργείς την αυτομεμψία με ζήλο.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 264)
Εκείνο που θα μας οδηγήσει στον κήπο της Γεθσημανή, όπου ο Χριστός προσευχόταν για ολόκληρο τον κόσμο, είναι το να αγαπάμε τον πλησίον μας όπως τον εαυτό μας, να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού.
Όταν κατηγορείται κανείς από τους ανθρώπους, να το αντιμετωπίζει με σιωπή, διότι, όπως λέγει ο Ιωάννης της Κλίµακος, η σιωπή του Χριστού κατήσχυνε τον Πιλάτο.
– Ο πόλεμος που δεχόμαστε είναι πολύ μεγάλος. Όλοι είναι εναντίον µας: η επιστήμη και η πολιτική. Δεν είμαι απαισιόδοξος, αλλά νομίζω ότι ζούμε στους τελευταίους καιρούς. Η δική µας στάση πρέπει να είναι μαρτυρική: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός άµωµος εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού» (Ησ. νγ’ 7). Όταν εξασκήσουμε βία στην βία, δεν κάνουμε τίποτε. Η μαρτυρική (σιωπηλή) στάση θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη χρονική διάρκεια νίκης.
Ο άνθρωπος αρχίζει από την αίσθηση της αµαρτωλότητος και το πένθος, και φθάνει στην σύγκρουση με τον κόσμο: «Μακάριοι οι δεδιωγµένοι… » (Ματθ. ε10). Αυτό είναι φυσικό. Τότε ο άνθρωπος θεολογεί. Η αυτάρκεια σταματά κάθε πνευματική πρόοδο.
– Όταν ο άνθρωπος περιφρονείται, τότε είναι ελεύθερος. Αυτό συμβαίνει και στο Μοναστήρι. Όταν τον περιφρονούν μπορεί να ζει ησυχαστικά. Όταν κάποιος θεωρείται σπουδαίος, τότε κρίνεται αυστηρά από τους άλλους μοναχούς, αλλά και ο ίδιος προσέχει να µη χαθεί η καλή ιδέα που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Έτσι δεν είναι ελεύθερος.
Οι Χριστιανοί θα είναι πάντοτε παρεξηγημένοι από τους γύρω τους ανθρώπους.
Πολλές φορές αισθάνθηκα τον εαυτό μου σταυρωμένο πάνω σε αόρατο σταυρό…. Σε οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν πήγαινα, υπήρχε κάποιος που θα φώναζε από τον πόνο. Αυτό μου αποκάλυψε τα παθήματα των σύγχρονων ανθρώπων, των συντετριμμένων από την αγριότητα του περιβόητου πολιτισμού μας. Η κολοσσιαία κρατική μηχανή, παρόλο που δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους, έχει εντούτοις χαρακτήρα απρόσωπης, για να μην πω απάνθρωπης συσκευής, η οποία με αδιαφορία καταπιέζει εκατομμύρια ανθρωπίνων υπάρξεων. Ανίσχυρος να αλλάξω τα κατ’ ουσίαν ανυπόφορα και όμως νόμιμα εγκλήματα της κοινωνικής ζωής των λαών, κατά την έξω από κάθε ορατή εικόνα προσευχή μου αισθάνθηκα την παρουσία του εσταυρωμένου Χριστού. Ζούσα πνευματικά το Πάθος Του τόσο καθαρά, ώστε η φυσική όραση του "υψούμενου εκ της γης" (Ιωαν. 12, 32) δεν θα ενίσχυε καθόλου τη συμμετοχή μου στον πόνο Του…..
Ζούμε και πάλι στην ατμόσφαιρα των πρώτων αιώνων της χριστιανικής εποχής: «Ημίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλιπ. Α΄ 29). Αρκετές φορές χάρηκα με τη σκέψη ότι η ζωή μου κατά το μεγαλύτερο μέρος της συνέπεσε με διωγμούς κατά του Χριστιανισμού. Αυτό μου επιτρέπει να αισθανθώ καθαρότερα τον εαυτό μου ως χριστιανό, να συνειδητοποιήσω την ασύγκριτη τιμή κατά τους χρόνους μας να ακολουθώ τον Μονογενή Υιό του Πατρός στην πορεία Του προς τον Γολγοθά.
Παντού διωγμοί, αλλά σε ποικίλες μορφές. Εν τούτοις κανέναν από αυτούς δεν μπορεί κάποιος να υπομείνη εύκολα. Είθε ο Θεός της αγάπης να λυτρώσει κάθε ψυχή από τη συμφορά να γίνει διώκτης έστω και «ενός των μικρών τούτων».
Στο «υπέρ Αυτού πάσχειν» περικλείεται ιδιαίτερη ευλογία ή ακόμη και εκλογή. Ο πάσχων δια της πορείας αυτής των εξωτερικών περιστάσεων βρίσκεται σε αδιάκοπη σχέση μετά τον Ιησού Χριστό, εισάγεται στη σφαίρα της Θείας αγάπης, γίνεται θεοφόρος.
Πεθαίνοντας μαζί με Αυτόν και εν Αυτώ, ήδη από εδώ προγευόμαστε την ανάσταση.
Ο Κύριος έπαθε για όλους εμάς. Τα παθήματά Του καλύπτουν όλες τις ασθένειες της ζωής μας μετά την πτώση του Αδάμ. Για να γνωρίσουμε όπως πρέπει τον Χριστό, είναι απαραίτητο να συμμετάσχουμε κι εμείς στα παθήματά Του και να βιώσουμε, αν είναι δυνατόν, το παν, όπως και Αυτός ο Ίδιος. Έτσι και μόνο έτσι γνωρίζεται ο Χριστός – Αλήθεια, δηλαδή υπαρξιακά, όχι αφηρημένα, όχι με ψυχολογική ή θεωρητική πίστη που στερείται βιωματικής πείρας.
(Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, "Περί Προσευχής", Δ’ για την έμπονη προσευχή, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας)
Ο Κύριος είναι λαμπρότερος από τον ήλιο και καθαρότερος από το κρύσταλλο, γι’ αυτό και μέσα Του δε χωρούσε υποκρισία.
Ο κόσμος δεν καρφώνει στον σταυρό εκείνον που συμφιλιώνει την αλήθεια με το ψέμα, το φως με το σκοτάδι και το καλό με το κακό.
Τον Χριστό όμως ο κόσμος Τον σταύρωσε επειδή δεν εξίσωσε, δεν ανακάτωσε, δεν έκανε πολιτική με την αλήθεια.
(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, "Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται", ιεραποστολικές επιστολές Α΄, Εκδόσεις Εν Πλω, σ. 113)
Η μετάσταση του αγίου ενδόξου και πανεύφημου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου (†26 Σεπτεμβρίου)
«Ο άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου Ιησού Χριστού, ανήκοντας μάλιστα στον στενότερο κύκλο αυτών, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον απόστολο Πέτρο.
Κλήθηκε από τον Κύριο να Τον ακολουθήσει, όταν Εκείνος βρήκε τον Ιωάννη μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και το άλλο ζεύγος αδελφών, Σίμωνα και Ανδρέα, να είναι απογοητευμένοι, που ως ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ, «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν έλαβον» και τους προέτρεψε να δοκιμάσουν και πάλι, κάτι που τους απέφερε πλήθος ιχθύων».
Από τότε ο άγιος Ιωάννης ακολούθησε τον Κύριο, μέχρι το τέλος της ζωής Του, κι ήταν μάλιστα ο μόνος που με αφοβία Τον ακολούθησε και κατά την ώρα του μαρτυρίου Του, όπως παρευρέθηκε και κάτω από τον Σταυρό.
Μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του αγίου Πνεύματος, κήρυξε μαζί με τον απόστολο Πέτρο στα Ιεροσόλυμα, επιτελώντας πολλά θαύματα και μεταστρέφοντας πολλούς στην πίστη, κι αργότερα του έλαχε να αναλάβει την ευθύνη ευαγγελισμού των ειδωλολατρών στη Μικρά Ασία, με κέντρο την Έφεσο.
Κι εκεί μετέστρεψε πολλούς στην πίστη του Χριστού, μέχρις ότου ορισμένοι Εφέσιοι, μην αντέχοντας τη δράση του, κατάφεραν με κατηγορίες στον αυτοκράτορα Δομιτιανό να εξοριστεί στη νήσο Πάτμο, όπου ξεκίνησε καινούργια δράση.
Ο Θεός του παρουσίασε πολλές ευκαιρίες, κι ο άγιος Ιωάννης κήρυξε και θαυματούργησε, μέχρις ότου με την αλλαγή του αυτοκράτορα επέστρεψε στην Έφεσο, αφήνοντας απαρηγόρητους τους Πατμίους.
Εκεί στην Πάτμο, ημέρα Κυριακή, σε σπήλαιο, του δόθηκε να δει φοβερά οράματα περί της πορείας του κόσμου, τα οποία και υπαγόρευσε στον μαθητή του Πρόχορο, δημιουργώντας έτσι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης.
Στην Έφεσο έζησε για αρκετά χρόνια ακόμη, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, μέχρις ότου σε ηλικία 105 περίπου ετών άφησε ειρηνικά την τελευταία πνοή.
Κατά την παράδοση, προγνώρισε τον θάνατό του, και παίρνοντας επτά από τους μαθητές του, βγήκε έξω από την πόλη, οπότε του έσκαψαν σε σχήμα σταυρού τον τάφο του, μπήκε μέσα και εκεί παρέδωσε το πνεύμα του.
Οι πιστοί Εφέσιοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσπευσαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, αλλ’ όταν άνοιξαν τον τάφο του, είδαν με έκπληξη και συγκίνηση ότι το σκήνωμά του έλειπε, κατά αντιστοιχία με αυτό που συνέβη και στην Παναγία, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας θεώρησε ότι και εκείνος μεταστάθηκε, πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εν σώματι στους ουρανούς.
Ο άγιος Ιωάννης ήταν και συγγενής του Κυρίου μας, θεωρούμενος ανιψιός του, αφού ήταν μαζί με τον άγιο Ιάκωβο υιός της κόρης του μνήστορος Ιωσήφ, μυροφόρου Σαλώμης».
Ο άγιος Ιωάννης είναι ο πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας μας. Αυτός άλλωστε είναι ο κατεξοχήν χαρακτηρισμός του: Ιωάννης ο θεολόγος. Άλλοι που τιμήθηκαν από την Εκκλησία μας με τον τίτλο αυτόν είναι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος.
Για την Εκκλησία μας λοιπόν ελάχιστοι έχουν αυτόν τον τίτλο, που σημαίνει ότι αφενός πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό, αφετέρου δεν θεωρούνται θεολόγοι – παρά μόνον καταχρηστικά – όλοι εκείνοι που απέκτησαν ένα πτυχίο θεολογικής σχολής.
Τι είναι εκείνο που απαιτείται για να είναι κάποιος θεολόγος, και μάλιστα τι έκανε την Εκκλησία να απονείμει τον τίτλο αυτό στον άγιο Ιωάννη; Και επιμένουμε στο σημείο αυτό, διότι η υμνολογία της Εκκλησίας κατεξοχήν στο σημείο αυτό επικεντρώνει την προσοχή της.
«Ο Λόγος σε, θεολόγον αξίως ανέδειξε, την αυτού θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε, και την κατά άνθρωπον, οικονομίαν διδάξας την απόρρητον».
Δηλαδή, ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, σε ανέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ιωάννη, διότι σε οδήγησε στη μυστική γνώση της θεότητάς Του και σε δίδαξε το μυστήριο του σχεδίου Του, να έρθει ως άνθρωπος στον κόσμο.
Με άλλα λόγια, θεολόγος είναι εκείνος που από τον ίδιο τον Θεό μυείται στη γνώση Εκείνου και στην εξαγγελία επομένως της στον κόσμο οικονομίας Του.
Το συγκινητικό με τους ύμνους της ακολουθίας του είναι ότι αποκαλύπτουν το πού και το πότε κυρίως μυήθηκε ο άγιος Ιωάννης στη γνώση του Θεού: στον Μυστικό Δείπνο, και μάλιστα την ώρα που ο απόστολος έπεσε στο στήθος του Κυρίου, ρωτώντας Τον «μήπως είμαι εγώ ο προδότης, Κύριε;»
«Της σοφίας τω στήθει αναπεσών, και την γνώσιν του Λόγου καταμαθών, ενθέως εβρόντησας, Εν αρχή ην ο Λόγος». Ανέπεσες στο στήθος της σοφίας του Θεού, (του Χριστού) κι έμαθες καλά τη γνώση του θείου Λόγου, οπότε με θεϊκό τρόπο φώναξες με βροντερή φωνή: Εν αρχή ην ο Λόγος.
Είναι γνωστό βεβαίως σε όλους ότι τη μυστική αυτή γνώση του Θεού, το χάρισμα της θεολογίας, αποτύπωσε ο άγιος Ιωάννης κυρίως στον Ευαγγέλιό Του, το πιο πνευματικό θεωρούμενο από όλα τα Ευαγγέλια και το τελευταίο βιβλίο που γράφηκε από εκείνον σε βαθύτατο γήρας, όπως βεβαίως και στα άλλα βιβλία που μας άφησε, τα οποία κατανύσσουν βαθύτατα την καρδιά μας, τις τρεις καθολικές λεγόμενες επιστολές του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ιωάννου) και ασφαλώς τη Θεία Αποκάλυψή Του.
Ο άγιος Ιωάννης χαρακτηρίζεται όμως και «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, όπως και άφοβος και άτρομος. Πράγματι, έτσι χαρακτηρίζεται από το Ευαγγέλιό του, διότι αγάπησε με πάθος τον Κύριο, στην οποία αγάπη του ανταποκρίθηκε και Εκείνος.
Διότι ενώ ο Χριστός αγαπά εξίσου τους πάντες, κατά την αναλογία της ανταπόκρισης των ανθρώπων, εισπράττουν αυτοί περισσότερο ή λιγότερο την αγάπη Του. Ήταν, όπως είπαμε, και ο πιο κοντινός Του μαθητής, ίσως γιατί ήταν και συγγενής Του, κάτι που το βλέπουμε και στη Σταυρική Του θυσία.
Μόνος αυτός παρευρέθηκε μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου στον Σταυρό, γι’ αυτό και Εκείνος, λίγο πριν παραθέσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα, είπε στη Μητέρα Του: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», όπως και στον Ιωάννη: «Ιδού η Μήτηρ σου».
Έκτοτε ο Ιωάννης όντως έλαβε την Παναγία στο σπίτι του, μέχρις ότου Εκείνη εκοιμήθη. Το ατρόμητο του χαρακτήρα του ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο – ο ίδιος γράφει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» – κάτι που το βλέπουμε και στο γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε τον Κύριό του ούτε στιγμή, ήταν ο μόνος που Τον ακολούθησε και στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της ανακρίσεως, βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό, όπως είπαμε, και όταν οι μαθητές έμαθαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου, ήταν ο πρώτος που έτρεξε «τάχιον του Πέτρου», προκειμένου να δει «ιδίοις όμμασι» το συγκλονιστικό γεγονός.
Το ατρόμητο και γενναίο φρόνημα του αγίου καταγράφεται και σε περιστατικό, κατά το οποίο, όντας αυτός σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν διστάζει, έστω και με κίνδυνο της ζωής του, να αναζητήσει έναν ληστή, που ο ίδιος τον είχε νεαρό μεταστρέψει στην πίστη, κάτι που το επέτυχε.
παπα Γιώργης Δορμπαράκης
Η ειρήνη είναι θείο δώρο που χορηγείται πλουσιοπάροχα σ' όσους συμφιλιώνονται με το Θεό και εκτελούν τα θεία Του προστάγματα.
Η ειρήνη είναι φως και φεύγει από την αμαρτία που είναι σκοτάδι. Ένας αμαρτωλός ποτέ δεν ειρηνεύει.
Να αγωνίζεστε κατά της αμαρτίας και να μη σας ταράζει η εξέγερση των παθών μέσα σας.
Αν στην πάλη μαζί τους νικήσεις, το ξεσήκωμα των παθών έγινε για σένα αφορμή νέας χαράς και ειρήνης. Αν νικηθείς - ο μη γένοιτο - τότε γεννιέται θλίψη και ταραχή. Αν πάλι, μετά από σκληρή μάχη, επικρατήσει προς στιγμήν η αμαρτία, αλλά εσύ επιμείνεις στον αγώνα, τότε νικάς και η ειρήνη ξανάρχεται.
«Ειρήνην διώκετε μετά πάντων, και τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12,14).
Η ειρήνη και ο αγιασμός είναι δύο αναγκαίες προϋποθέσεις για εκείνον που ζητάει με πόθο να δει το πρόσωπο του Θεού. Η ειρήνη είναι το θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται ο αγιασμός.
Ο αγιασμός δεν παραμένει σε ταραγμένη και οργισμένη καρδιά. Η οργή όταν χρονίζει στην ψυχή μας, δημιουργεί την έχθρα και το μίσος κατά του πλησίον. Γι' αυτό επιβάλλεται η γρήγορη συμφιλίωση με τον αδελφό μας, ώστε να μη στερηθούμε τη χάρη του Θεού που αγιάζει την καρδιά μας.
Εκείνος που ειρηνεύει με τον εαυτό του, ειρηνεύει και με τον πλησίον του, ειρηνεύει και με το Θεό. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι γεμάτος με αγιασμό γιατί ο ίδιος ο Θεός κατοικεί μέσα του.
(Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ιερά μονή Παρακλήτου)
- Γέροντα, ποια είναι η βοήθεια που δέχονται οι κεκοιμημένοι με την προσευχή μας;
- Να σου πω ένα παράδειγμα: Αν μια μέρα με έβρισκες στο υπόγειο και έλεγες στην Γερόντισσα: «κρίμα είναι, δεν τον βάζουμε στον επάνω όροφο, ώστε, όσο ζήση, να βλέπει τον ήλιο;», τι λες, δεν θα το έκανε η Γερόντισσα;
- Σίγουρα θα το έκανε, Γέροντα.
Οι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη από προσευχή
-Γέροντα, στην Ακολουθία προσεύχομαι περισσότερο για τον εαυτό μου.
Ακόμη και όταν διαβάζεται ο Άμωμος, που είναι για τους κεκοιμημένους,
πολλές φορές συνεχίζω την ευχή για τον εαυτό μου.
-Τι, όλα για τον εαυτό σου τα θέλεις; Οι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη
από την προσευχή μας, διότι οι ίδιοι δεν μπορούν να κάνουν πια τίποτε,
ενώ εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτούς.
Ήταν στο Άγιον Όρος ένας μπάρμπα Γιάννης που γύριζε παντού και έλεγε:
«Έχεις καμμιά δουλειά να σου κάνω; Τι δουλειά θέλεις να σου κάνω;».
Ήταν τόσο καλός, που οι Πατέρες του έλεγαν να γίνη μοναχός.
Εκείνος όμως απαντούσε:«Όχι, όχι, μόνο να προσεύχεσθε για μένα,
γιατί δεν μπορείτε να φαντασθείτε τι κακός άνθρωπος ήμουν,
τι έκανα στον πόλεμο!». Μια μέρα που με βοήθησε
να κάνω ένα προσκυνητάρι, μου είπε: «Να προσεύχεσαι για μένα, γιατί είμαι
πολύ αμαρτωλός». Έκτοτε τον έχασα. Μετά από καιρό, ήρθε ένας Πατέρας
και μου είπε: «Ο μπάρμπα Γιάννης κοιμήθηκε, μου παρουσιάσθηκε δυο φορές
και με έστειλε να σου πω να τον μνημονεύεις στους κεκοιμημένους».
Τι είχε συμβή; Ο μπάρμπα Γιάννης πήγε σε ένα μοναστήρι και τους βοηθούσε.
Όταν θα πέθαινε, είπε στον ιερομόναχο που είχε την φροντίδα του κοιμητηρίου:
«Αδελφέ, είμαι πολύ αμαρτωλός. Σε παρακαλώ κάθε μέρα να κάνης ένα "Τρισάγιο”
στον τάφο μου». Πραγματικά κάθε απόγευμα αυτός πήγαινε στον τάφο του
μπάρμπα Γιάννη και έκανε "Τρισάγιο”. Μετά όμως από λίγο καιρό τον έβαλαν
στο Αρχονταρίκι. Άλλοτε θυμόταν να διαβάσει το "Τρισάγιο”, άλλοτε όχι.
Ένα βράδυ παρουσιάσθηκε ο μπάρμπα Γιάννης στον ύπνο του και του είπε:
«Σε παρακαλώ μη με ξεχνάς. Και αν δεν μπορείς να μου κάνης "Τρισάγιο”,
πήγαινε στον πατέρα Παΐσιο και πες του ότι πέθανα, γιατί με θυμάται κάθε ημέρα,
αλλά με μνημονεύει σαν ζωντανό, για να μετανοήσω. Εγώ όμως τώρα δεν μπορώ να μετανοήσω».
Οι κεκοιμημένοι έχουν πιο πολλή ανάγκη προσευχής από τους ζώντες,
γιατί στους ζώντες υπάρχει και ελπίδα μετανοίας. Και θέλει ο Θεός να υπάρχουν
άνθρωποι να Τον παρακαλούν να βοηθήσει τους κεκοιμημένους,
αφού δεν έγινε ακόμη η τελική Κρίση. Στον πόλεμο ένας βαριά τραυματισμένος
ζήτησε από έναν ιερέα νερό και εκείνος δεν του έδωσε. Αδιαφόρησε,
ενώ είχε στο παγούρι του λίγο νερό. Ο τραυματίας σε λίγο πέθανε και ο ιερέας,
μόλις συνειδητοποίησε το σφάλμα του, ήταν απαρηγόρητος. Τον μνημόνευε συνεχώς.
Ήρθε στο Καλύβι και μου είπε τον πόνο του. Ο καημένος είχε πολλή θυσία,
αλλά δεν κατάλαβε πώς το έκανε αυτό. Το επέτρεψε ο Θεός,
πήρε δηλαδή για λίγο την Χάρη του,
επειδή ο τραυματίας είχε πολλή ανάγκη από προσευχή. Αν ο Ιερέας του έδινε νερό,
θα τον ξεχνούσε, ενώ τώρα τον πείραζε η συνείδηση και προσευχόταν συνέχεια γι’ αυτόν.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.145-146)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.13 καὶ μετ᾽ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς
ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν(1), καὶ ἐκεῖ(2) διεσκόρπισε(3)
τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως(4).
13 Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε
σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή.
(1) Μπορεί να είναι και επίθετο, διότι το μακρός με την έννοια του
απομακρυσμένος είναι κλασικό (p). Πιθανότερα είναι επίρρημα.
Δες στιχ. 20,ζ 6 κλπ. (g). «Το «αποδήμησε» δεν θα το εννοήσεις τοπικά,
αλλά ότι σημαίνει, με την ελεύθερη προαίρεσή του. Από το Θεό απομακρύνθηκε
και ο Θεός από αυτόν» (σχ.). Η μακρινή χώρα σημαίνει λησμοσύνη
πλήρη του Θεού (Αυγουστίνος).
«Μακριά από το Θεό βρίσκονται αυτοί που αμαρτάνουν, όχι με την έννοια της
αναχώρησης του τόπου, αλλά με την αναχώρηση από την αρετή» (Ζ).
Η μακρινή χώρα είναι εδώ το σύμβολο κατάστασης, στην οποία η ψυχή γίνεται
απρόσιτη στην ιδέα και ανάμνηση του Θεού (g). «Πορεύεται λοιπόν σε χώρα μακρινή,
που δεν απέχει τόσο όσον αφορά τον τόπο, όσο την κατάσταση των πραγμάτων.
Διότι πράγματι, ο ίδιος Θεός και κοντά είναι στον καθένα μας,
όταν οι καλές πράξεις προξενούν σε μας την συγγένεια με αυτόν·
και μακριά μας βρίσκεται, όταν εμείς απομακρυνόμαστε από αυτόν με το να
προσεγγίζουμε την απώλεια» (Β).
(2) Μακριά δηλαδή από την πατρική φροντίδα και την επίβλεψη
και παρατήρηση των γνωστών (p).
(3) «Κατάστρεψε… την ευγένεια της ψυχής, την καταλληλότητα στις αρετές.
Διότι αυτά και τα παρόμοια ήταν περιουσία και πλούτος του» (Ζ).
«Διότι όταν ο άνθρωπος φύγει από το Θεό και απομακρύνει τον εαυτό του από τον θείο φόβο,
ξοδεύει τελείως όλα τα θεία δώρα» (Θφ). Η πλήρης διασκόρπιση της περιουσίας
παριστάνει την κατάχρηση της ανθρώπινης ελευθερίας στο έπακρο (g).
(4) Λέγεται μοναδική φορά η λέξη. «Άπληστα, ασυγκράτητα, ακόλαστα» (Ζ)· αισχρά,
όπως ζουν οι ανήθικοι (δ). Έτσι η μέχρι τώρα εικόνα του ασώτου γιου παρουσιάζει
την άθλια κατάσταση, στην οποία περιέρχεται ο αμαρτωλός και η οποία κατά τις πρώτες
της εκδηλώσεις είναι αποστασία από το Θεό και βίος άσωτος και ακόλαστος.
Η αθλιότητα του αμαρτωλού συνίσταται στο ότι απομακρύνεται από το Θεό,
την πηγή κάθε καλού και ολοένα φεύγει πιο μακριά από αυτόν. Αναζητώντας όμως
το αγαθό στον κόσμο και τις απολαύσεις του, διασκορπίζει ο αμαρτωλός την πατρική
κληρονομιά καταχρώμενος όλων των δυνάμεων της ψυχής του, χάνοντας τον χρόνο της
ζωής του και όλες τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται σε αυτήν, όχι μόνο θάβοντας στη γη,
αλλά και χρησιμοποιώντας στο κακό τα τάλαντα που του εμπιστεύτηκε ο Θεός,
τα χαρίσματα της θείας Πρόνοιας, που του δόθηκαν για να τον καταστήσουν ικανό
να υπηρετεί τον Κύριο και να πράττει το αγαθό, γίνονται τροφή για ικανοποίηση
και σφοδρότερη έξαψη των επιθυμιών της σάρκας του. Η ψυχή που έγινε αιχμάλωτη
και δούλη είτε στον κόσμο είτε στην σάρκα, διασκορπίζει την περιουσία της ζώντας άσωτα.
Ξεχύνω τα λόγια της καρδιάς μου, που απαλά σκιρτά από χαρά άφθαρτη κι ανέκφραστη.
Αδελφοί, αν εισχωρήσετε στα λόγια μου με καθαρό λογισμό, θα ευφρανθείτε σαν σε συμπόσιο πνευματικό!
Η πίστη στον Χριστό είναι ζωή. Όποιος τρέφεται με την πίστη, γεύεται ήδη, στη διάρκεια της επίγειας πορείας του, την αιώνια ζωή, που ετοιμάστηκε για τους δικαίους στο τέλος αυτής της πορείας. Ο Κύριος είπε: «Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, αυτός έχει την αιώνια ζωή».
Με την πίστη οι άνθρωποι του Θεού υπέμειναν σκληρές δοκιμασίες. Έχοντας οικειωθεί τον πλούτο και την ευφροσύνη της αιώνιας ζωής, θεώρησαν σκουπίδια τα θέλγητρα της πρόσκαιρης.
Με την πίστη δέχονταν τις θλίψεις και τις στενοχώριες σαν δώρα του Τριαδικού Θεού, δώρα με τα οποία Εκείνος τους αξίωσε να γίνουν μιμητές και μέτοχοι των παθημάτων ενός από τα πανάγια Πρόσωπά Του, που έστερξε να δεχθεί τη φύση μας και να οικονομήσει τη λύτρωσή μας.
Η απέραντη ευφροσύνη, που γεννιέται από την πίστη, καταβροχθίζει τη σκληρότητα του πόνου. Έτσι, στη διάρκεια οδυνηρών βασάνων, νιώθει κανείς μόνο τέρψη.
Το ομολόγησε ο μεγαλομάρτυρας Ευστράτιος (13 Δεκεμβρίου) λίγο πριν από την τελείωσή του. “Τα βασανιστήρια στα οποία με υποβάλλεις”, είπε στον ηγεμόνα Αγρικόλα, “είναι για μένα ευφροσύνη!”.
Με την πίστη οι άγιοι βυθίστηκαν στα βάθη της ταπεινοφροσύνης. Με τα καθαρά μάτια της πίστεως είδαν πως οι ανθρώπινες θυσίες στον Θεό δεν είναι παρά τα χαρίσματα του Θεού στον άνθρωπο, χρέη του ανθρώπου στον Θεό, αχρείαστα σ’ Εκείνον αλλά απαραίτητα και σωτήρια για τον άνθρωπο. «Άκου, λαέ μου», λέει ο Θεός, «γιατί θα σου μιλήσω· άκου, Ισραήλ, γιατί θα διαμαρτυρηθώ σ’ εσένα.
Ο Θεός, ο Θεός σου, είμ’ εγώ. Δεν θα σε ελέγξω για τις θυσίες σου… γιατί δική μου είναι όλη η οικουμένη και δικά μου όλα τα πλούτη της». «Τι έχεις που να μην το έλαβες; Αφού, λοιπόν, το έλαβες από τον Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο;».
«Σ’ όποιον δόθηκαν πολλά, πολλά θα ζητηθούν απ’ αυτόν και σ’ όποιον δόθηκαν περισσότερα, περισσότερα θα ζητηθούν».
Οι άγιοι του Θεού θαυματουργούσαν, ανάσταιναν νεκρούς, προέλεγαν το μέλλον, ήταν γεμάτοι από πνευματική γλυκύτητα, αλλά συνάμα και γεμάτοι από ταπεινοφροσύνη.
Με απορία, θαυμασμό και φόβο έβλεπαν ότι ο Θεός έστερξε γενναιόδωρα να προσφέρει και να εμπιστευθεί το Άγιο Πνεύμα Του στο χώμα, στη λάσπη.
Μπροστά σ’ αυτό το μυστήριο, ο νους κυριεύεται από φρίκη και σωπαίνει, η καρδιά πλημμυρίζει από ανείπωτη χαρά, ενώ η γλώσσα δεν έχει τη δύναμη να εκφραστεί.
Με την πίστη οι άγιοι αγάπησαν τους εχθρούς τους. Τα μάτια του νου τους, φωτισμένα από την πίστη, σταθερά έβλεπαν τον Θεό μέσα στην πρόνοιά Του. Σε παραχώρηση αυτής της θείας πρόνοιας απέδιδαν οι άγιοι όλες τις επιθέσεις που δέχονταν.
Έτσι ο Δαβίδ, «βλέποντας τον Κύριο παντοτινά μπροστά του», για να μη λιποψυχήσει μπροστά στις τόσες θλίψεις και δοκιμασίες του, αποκρίθηκε, όταν ο Σεμεΐ τον καταριόταν και τον πετροβολούσε: «Ο Κύριος του είπε να καταριέται τον Δαβίδ. Τι δουλειά έχετε εσείς μ’ εμένα, γιοι της Σαρουΐας», λογισμοί της οργής και της εκδικήσεως; «Αφήστε τον να με καταριέται, γιατί ο Κύριος του το είπε…Ίσως ο Κύριος, βλέποντας την ταπείνωσή μου, να μου δώσει αγαθά αντί για την κατάρα…».
Η ψυχή δέχεται τη δοκιμασία σαν θεραπεία των ασθενειών της. Ευγνωμονεί τον Θεό και Του ψάλλει: «Βάλε με, Κύριε, σε δοκιμασίες, βάλε με σε πειρασμούς, βάλε φωτιά στις σκέψεις μου και στην καρδιά μου».
Έτσι ας αντιμετωπίζουμε τις δοκιμασίες. Για τους ανθρώπους και τα άλλα όργανα των δοκιμασιών μας ας μη νιώθουμε καμιά κακία, καμιάν εχθρότητα.
Η ψυχή που δοξολογεί τον Πλάστη της, η ψυχή που ευγνωμονεί τον ουράνιο Γιατρό, πλημμυρισμένη από ανέκφραστα αισθήματα, αρχίζει να ευλογεί τα μέσα της θεραπείας της.
Και να! Ξάφνου ανάβει μέσα της η αγάπη προς τους εχθρούς. Τότε ο άνθρωπος είναι έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του για τον εχθρό του, θεωρώντας μάλιστα πως αυτό δεν αποτελεί στην πραγματικότητα θυσία αλλά υποχρέωση, υποχρέωση ανάξιου δούλου.
Από τώρα ο ουρανός είναι ανοιχτός.
Μπαίνουμε στην αγάπη προς τον πλησίον και μέσω αυτής στην αγάπη προς τον Θεό. Βρισκόμαστε στον Θεό και ο Θεός βρίσκεται σ’ εμάς. Να τι θησαυρό περιέχει η πίστη, η μεσίτρια και χορηγήτρια της ελπίδας και της αγάπης.
(Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Ασκητικές εμπειρίες, τ. Α΄, εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου 2008, σ. 222-224)