E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

«Οίνον ουκ έχουσι» (Ιω. β' 3).
Γιατί η Θεοτόκος απευθύνεται στον Ιησού, όταν τελείωσε το κρασί των συνδαιτημόνων στο γαμήλιο δείπνο της Κανά; Ο Ιησούς ούτε «αρχιτρίκλινος» (= οινοχόος, Butler στ. 8) του σπιτιού ήταν ούτε οινοπώλης. Τί σημασία είχε λοιπόν η πληροφόρησις του Ιησού ότι «οίνον ουκ έχουσι»;
Εδώ φαίνεται καθαρά ότι «η Μαρία ζητεί την δια θαύματος προμήθειαν οίνου» (ΥΙ, 87). Όλα όσα Εκείνη εγνώριζε από τα τριάντα χρόνια συμβιώσεως της με τον Ιησού (και μεις δεν γνωρίζομε) την είχαν πείσει ότι ο Ιησούς μπορούσε να θαυματουργήση. Ακόμα, η πρώτη δημόσια παρουσία των μαθητών Του Ιησού ίσως να ενεθάρρυνε την Θεοτόκο να ζητήση ένα έκτακτο σημείο, το οποίο θα ενίσχυε και αυτούς: «Εβούλετο και εκείνοις (τοις μαθηταίς) χάριν καταθέσθαι», σημειώνει ο ι. Χρυσόστομος. «Η Παναγία δεν κάμνει θαύματα, αλλά τα παρακινεί» (Ε, 318).
Το γεγονός πάντως είναι ότι η Θεοτόκος το πρόβλημα της οικογένειας το κάνει δικό της και το παρουσιάζει αμέσως στον Ιησού. Αυτό που έκανε η Θεοτόκος για πρώτη φορά στο γάμο της Κανά θα το κάνη έκτοτε σ’ ολόκληρη την επίγεια ζωή της και σ' όλη την ουράνια δόξα της, μέχρι συντέλειας των αιώνων σαν Μεσίτρια (βλ. πιο κάτω).
Είναι καλό, τα προβλήματα των άλλων να τα κάνωμε δικά μας και να τα παρουσιάζωμε στον Κύριο σαν δικά μας. Η προσευχή πρέπει να είναι και μεσιτεία υπέρ των αδελφών μας. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος συνιστά: «Εύχεσθε υπέρ αλλήλων» (ε' 16) και ο απόστολος Παύλος παρακαλούσε τους παραλήπτες των Επιστολών του να προσεύχωνται γι’ αυτόν: «Αδελφοί, προσεύχεσθε περί ημών» (Α' Θεσ. ε' 25) .
Η πίστις στην αγάπη του Θεού πρέπει να ανοίγη την καρδιά του ανθρώπου. Να την κάνη ευρύχωρη και μεγάλη σαν την καρδιά του Θεού. Η καρδιά του πιστού πρέπει να χωράει πολλούς ανθρώπους μαζί με όλα τα προβλήματα τους. Ένας Άγγλος πατέρας τετραμελούς οικογενείας παρακαλούσε τον Θεό: «For us four, no more”! (= για μας τους τέσσερους• όχι για περισσότερους) ! Και όμως η προσευχή δεν μπορεί να είναι αποκλειστική. Σε μια καρδιά που «πιστεύει σε Θεό πατέρα» χωρούν όλο και περισσότεροι. «Εν τη οικία το πατρός μου μοναί (= τόπος διαμονής) πολλαί εισίν» (Ιω. ιδ΄ 2).
«τί εμοί και σοί, γύναι;» (Ίω. β' 4).
Ο Ιησούς έχει ήδη αρχίσει τη δημοσία δράσι του. Έχει ήδη καλέσει και τους πρώτους μαθητάς του. Θέλοντας να δείξη τη θετική του στάσι έναντι του γάμου, δέχεται την πρόσκλησι και συμμετέχει στο γαμήλιο δείπνο της Κανά. Εκεί συναντάται με τη Θεοτόκο. Αν και δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Κύριος άρχισε το έργο Του, ωστόσο, μέσα του έχει δημιουργηθή μια εντελώς νέα κατάστασις. Δεν ήταν πια ο υιός της Μαρίας, αλλά ο Διδάσκαλος του Ισραήλ, ο Μεσσίας και Λυτρωτής των ανθρώπων. Την ουσιαστική αυτή μεταβολή δεν ήταν δυνατόν να την είχε συνειδητοποιήση η Θεοτόκος. Ούτε ίσως την εγνώριζε. Η αφορμή να την γνωρίση δόθηκε την ίδια εκείνη βραδυά...
Η Θεοτόκος απευθύνεται στον Ιησού με τον αέρα της μητέρας. Αλλ’ Εκείνος της απαντάει με το κύρος της νέας Του θέσεως: «τι εμοί και σοι γύναι»; «Δια του γύναι δεικνύει ο Ιησούς ότι παρήλθε πλέον ο καιρός του να ασκή επ’ αυτού η Μαρία οιονδήποτε μητρικόν κύρος» (ΓΙ, 88). Είχαν πια δημιουργηθή δύο κόσμοι: Ο ένας ήταν το «εμοί» του Ιησού, η θεία του δηλαδή υιότης και το θεανδρικό του έργο στη γη. Ο άλλος κόσμος ήταν το «σοι» της Θεοτόκου, η γυναίκα δηλαδή που του έδωσε την ανθρώπινη φύσι: Η σχέσις ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους ήταν πια διαφορετική. Ο Ιησούς και για τη Θεοτόκο θα ήταν ο Διδάσκαλος και ο Λυτρωτής της. Και η Θεοτόκος για τον Ιησού θα ήταν η Κυρία, η πρώτη Γυναίκα του κόσμου και αργότερα η πρώτη θεωμένη ύπαρξις, δίπλα στο θρόνο της δόξας Του.
Ό,τι πιστεύομε για τη θέσι της Θεοτόκου έναντι του Ιησού περιλαμβάνεται μέσα στις λίγες αυτές λέξεις. Και τη θέσι αυτή την καθώρισε ο ίδιος ο Κύριος. Η Θεοτόκος δέχτηκε με απόλυτη ευγνωμοσύνη την καινούργια της θέσι. Έφυγε απ’ το προσκήνιο της ζωής και της δράσεως του Χριστού και δεν εμφανίσθηκε ξανά παρά όταν είχεν έλθη η ώρα του Ιησού που κατά την προφητεία του Συμεών ήταν και δική της ώρα. Πόσο ωραίο είναι όχι μόνο να δεχώμαστε ευχαρίστως τη θέσι που μας καθορίζει ο Χριστός στη ζωή, αλλά και να την διατηρούμε με πιστότητα και αφοσίωσι μέχρι τέλους...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 178-181)

«ήν η μήτηρ του Ιησού εκεί» (Ιωαν. β’ 1).

Η Θεοτόκος εμφανίζεται στο πρώτο και το τελευταίο επεισόδιο της ζωής του Ιησού. Στην Κανά και τον Γολγοθά. Και τις δύο αυτές εμφανίσεις τις περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Στην Κανά, η Θεοτόκος συμμετέχει σ’ ένα χαρμόσυνο γεγονός: στο γάμο φιλικών ή συγγενικών προσώπων. Στο Γολγοθά, συμπαρίσταται στο μαρτύριο, τον εξευτελισμό και τον θάνατο του Μονογενούς της. Από τα δύο αυτά περιστατικά μπορούμε να συμπεράνωμε ότι η Θεοτόκος συμμετείχε στην κοινωνική ζωή και μάλιστα με τον τρόπο που υποδεικνύει ο απόστολος Παύλος: «Χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ' 15) .
Η συμμετοχή της Παρθένου στο μυστήριο της Ενσαρκώσεως και η σχέσις της με τον Ιησού δεν την απέκοψε από την κοινωνική ζωή. Το υπόδειγμα άλλωστε της ευρυτάτης κοινωνικότητος του Ιησού την ενεθάρρυνε να συμμετέχη και αυτή στην κοινωνική ζωή κατά ένα θετικό και ουσιαστικό τρόπο.
Στους κύκλους των ευσεβών ανθρώπων γίνεται ένα λάθος. Την ευσέβεια την συνδυάζουν με κάποια κοινωνική απομόνωσι. Νομίζουν δηλαδή, ότι η συμμετοχή στις εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής δεν συμβιβάζεται με τη συμμετοχή στις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Και αυτό, είναι μεν ορθό, όταν με τον όρο «κοινωνική ζωή» εννοούμε την «κοσμική ζωή». Η κοινωνική όμως ζωή, υπό τη συνήθη έννοια του όρου αναφέρεται στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους, στη συμμετοχή σε κοινωνικές και πολιτιστικές. εκδηλώσεις του τόπου κλπ. Υπό την έννοια αυτή, η ευσέβεια όχι μόνο δεν είναι αντικοινωνική, αλλά κατ’ εξοχήν κοινωνική.
Η ευσέβεια δεν είναι μολυσματική ασθένεια, ώστε να συνεπάγεται κοινωνική «καραντίνα» για να μη μεταδοθή και στους άλλους ανθρώπους. Η ευσέβεια, αντίθετα, είναι η καλή «ζύμη», που πρέπει να μπαίνει μέσα στο κοινωνικό σύνολο, «έως ου ζυμωθή όλον», όπως είπε ο Κύριος (Ματθ. ιγ' 33). Η φυγή εκ του κόσμου (fuga mundi) είναι ιδανικό του Μοναχισμού. Αλλ’ αυτό είναι άλλο θέμα. Είναι κλήσις των ολίγων. Η κλήσις των πολλών είναι η κλήσις του Ιησού και της Θεοτόκου: Κλήσις υγιούς κοινωνικότητας.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.177 )

δ. Εμήνυσε κάποτε ο άγιος Επιφάνιος στον Αββά Ιλαρίωνα, παρακαλώντας τον και λέγοντας : « Ας δούμε λοιπόν ο ένας τον άλλον πριν βγούμε από το σώμα ». Και φτάνοντας εκείνος, χάρηκαν μεταξύ τους. Ενώ δε έτρωγαν, τους έφεραν στο τραπέζι πουλί. Παίρνει ο επίσκοπος και δίνει στον Αββά Ιλαρίωνα. Αλλά ο γέρων του λέγει : « Με συγχωρείς, αλλά από τότε που φόρεσα το μοναχικό σχήμα, δεν έφαγα σφαχτό ». Και του λέγει ο επίσκοπος : « Και εγώ, αφ’ ότου φορώ το σχήμα, δεν άφησα κανέναν να κοίμησή αν είχε τίποτε εναντίον μου, ούτε εγώ κοιμήθηκα έχοντας εναντίον κάποιου κάτι». Και του λέγει ο γέρων : « Συγχώρησέ με, άλλα ο δικός σου τρόπος ζωής είναι ανώτερος του δικού μου ».
ε. Ο ίδιος έλεγε, ότι, αν η προτύπωση του Χριστού, ο Μελχισεδέκ, ευλόγησε τη ρίζα των Ιουδαίων, τον Αβραάμ, πολύ περισσότερο η ίδια η αλήθεια, ο Χριστός, ευλογεί και αγιάζει όλους όσοι τον πιστεύουν.
στ . Ο ίδιος έλεγε : « Η Χαναναία φωνάζει και εισακούεται. Η αιμορροούσα σιωπά και μακαρίζεται. Ο δε Φαρισαίος κράζει και κατακρίνεται. Ενώ ο τελώνης ούτε ανοίγει το στόμα και εισακούεται ».
ζ. Ποιος έλεγε : « Ο Δαυίδ ο προφήτης στη βαθειά νύχτα προσευχόταν, τα μεσάνυχτα σηκωνόταν, πριν από τον όρθρο παρακαλούσε, κατά τον όρθρο στεκόταν μπροστά στον Θεό, το πρωί δεόταν, το βράδυ και το μεσημέρι ικέτευε. Και γι’ αυτό έλεγε : « Επτάκις της ημέρας ήνεσα σε».
η. Είπε πάλι : «Τα χριστιανικά βιβλία είναι αναγκαίο απόχτημα γι’ αυτούς όπου τα έχουν. Γιατί και μόνη της η θέα των βιβλίων αυτών μάς κάνει πιο δυσκίνητους προς την αμαρτία και μάς σπρώχνει να σηκωθούμε προς την αρετή ».
θ. Είπε πάλι : « Μεγάλη ασφάλεια για να μη αμαρτάνουμε είναι η ανάγνωση των Γραφών ».
ι. Είπε πάλι : «Μεγάλος γκρεμνός και βαθύ βάραθρο είναι η άγνοια των Γραφών ».
ια. Είπε πάλι : « Μεγάλη προδοσία τής σωτηρίας είναι το να μη ξέρη τινάς κανέναν από τούς θείους νόμους ».
ιβ. Ο ίδιος έλεγε : « Τα αμαρτήματα των δικαίων βρίσκονται γύρω από τα χείλη. Ενώ εκείνα των άσεβών προέρχονται από όλο το σώμα. Έτσι ο Δαυίδ ψάλλει : «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου» . « Είπα, φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου ».
ιγ. Ο ίδιος ρωτήθηκε γιατί δέκα μεν είναι οι εντολές του μωσαϊκού νόμου, εννέα δε οι μακαρισμοί. Και είπε : « Ο δεκάλογος είναι ισάριθμος των αιγυπτιακών μαστίγων. Ενώ η αρίθμηση των μακαρισμών εικονίζει τρεις φορές την τριάδα ».
ιδ. Ρωτήθηκε ο ίδιος αν αρκή ένας δίκαιος να νικήση σε έλεος τον θεό. Και είπε : « Ναι. Γιατί ο ίδιος είπε :
«Ερευνήσατε ένα ποιούντα κρίμα και δικαιοσύνην και ίλεως έσομαι παντί τω λαώ ».
ιε. Ο ίδιος είπε : « Ο Θεός, στους μεν αμαρτωλούς και το κεφάλαιο παραχωρεί, όταν μετανοούν, όπως έκαμε με την πόρνη και τον ληστή και τον τελώνη. Από τους δικαίους όμως απαιτεί και τόκους. Και αυτό σήμαινε ο λόγος του στους αποστόλους : «Εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλέον των γραμματέων και φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλεία των ουρανών ».
ιστ. Έλεγε δε και τούτο : « Πολύ φθηνά πουλά ο θεός τις αρετές σε όσους ενδιαφέρονται να τις αποχτήσουν : για ένα κομματάκι ψωμί, για ένα πρόχειρο ρούχο, για ένα ποτήρι κρύο νερό, για έναν όβολό ».
ιζ. Πρόσθετε δε και τούτο : « ’Από άνθρωπο σαν δανείζεται άνθρωπος, εξ αιτίας πενίας η από ανάγκη για να ζήση καλά, όταν επιστρέφη το δάνειο, εκφράζει τις ευχαριστίες του, άλλα κρυφά το επιστρέφει, γιατί ντρέπεται. Ενώ ο Κύριος και Θεός κάνει το αντίθετο. Κρυφά δανείζεται, τα επιστρέφει δε ενώπιον Αγγέλων και Αρχαγγέλων και δικαίων ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ. 74-76)

Στις 7 Ιουλίου η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη της αγίας μεγαλομάρτυρος Κυριακής.
Η αγία Κυριακή είναι από τα ιερά θύματα των τελευταίων αρχαίων διωγμών της Εκκλησίας. Μαρτύρησε στα χρόνια του Διοκλητιανού, που βασίλεψε από το 284 ως το 305. Οι αρχαίοι διωγμοί είναι από τις ενδοξότερες ημέρες στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και κάθε διωγμός, γιατί είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία πάντα διώκεται.
Η αγία Κυριακή ήταν θυγατέρα ευσεβών γονέων. Ο πατέρας της Δωρόθεος κι η μητέρα της Ευσεβία δεν είχαν παιδιά. Προσεύχονταν και παρακαλούσαν το Θεό να τους δώσει ένα παιδί και να του το αφιερώσουν. Ο Θεός άκουσε την προσευχή των ευσεβών γονέων, και μια Κυριακή γεννήθηκε ένα ωραίο κοριτσάκι. Ο Δωρόθεος και η Ευσεβία, πιστοί στην υπόσχεση τους, το ονόμασαν Κυριακή και το ανάθρεψαν με κάθε φροντίδα και επιμέλεια, ως αφιερωμένο στο Θεό. Η ατεκνία πάντα είναι μεγάλη λύπη για τους συζύγους και μάλιστα για τούς Χριστιανούς, αλλά και η χαρά τους πάλι πολύ μεγάλη, όταν αποκτήσουν παιδί.
Γι' αυτό με κάθε τρόπο, και πρώτα με το όνομα που δίνουν στο παιδί, δείχνουν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό. Στο διωγμό που κήρυξε ο Διοκλητιανός εναντίον των χριστιανών, η Κυριακή θα ήταν μια παιδούλα ούτε ως είκοσι ακόμα ετών. Τότε και οι γονείς και η θυγατέρα κατηγορήθηκαν και πιάστηκαν ως χριστιανοί. Και το πιο σκληρό ήταν ότι χωρίστηκε το κορίτσι από τους γονείς του· το Δωρόθεο και την Ευσεβία τους πήγαν προς την Αρμενία και την Κυριακή την οδήγησαν στη Νικομήδεια. Εκεί ο ηγεμόνας, ανακρίνοντας την παιδούλα και βλέποντας τη σταθερή της πίστη, έδωκε διαταγή να τη μαστιγώσουν σκληρά. Η Κυριακή σε κάθε ερώτηση απαντούσε- «Είμαι χριστιανή». Και σε κάθε απειλή του ηγεμόνα έλεγε· «Μην πλανιέσαι και μη σε ξεγελάει ο λογισμός σου· με βοηθάει ο Θεός και δεν θα με νικήσεις».
Ύστερα από εξαντλητική ανάκριση, οδήγησαν την αγία Κυριακή στο ναό, για να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνη, μπαίνοντας στο ναό, παρακαλούσε μέσα της το Χριστό να τη βοηθήσει. Ένας δυνατός τότε σεισμός κατατρόμαξε τους δημίους και τα αγάλματα του ναού έπεσαν κι έγιναν κομμάτια. Άναψαν ύστερα φωτιά για να την κάψουν ζωντανή, μα όπως τη βάτο του Μωυσή, την κύκλωσαν οι φλόγες, μα δεν την έκαψαν. Την έρριξαν ύστερα στα θηρία, μα κι εκείνα δεν την πείραξαν, παρόμοια όπως το Δανιήλ, όταν τον έρριξαν στο λάκκο των λεόντων. Θα περίμενε κανένας ο ηγεμόνας να ανοίξει τα μάτια του και να δει το θαύμα του Θεού, μα έξαλλος και τυφλωμένος από οργή έδωκε διαταγή να αποκεφαλίσουν το αθώο κι αγνό κορίτσι.
Η αγία Κυριακή, πριν ο δήμιος εκτελέσει τη διαταγή, ζήτησε να την αφήσουνε να προσευχηθεί. Γονάτισε τότε κι άρχισε να προσεύχεται. Κανένας δεν άκουσε τα λόγια της, γιατί σε τέτοιες στιγμές η καρδιά του ανθρώπου, προσεύχεται «στεναγμοίς αλλαλήτοις». Δεν κινούνται τα χείλη, δεν ακούεται φωνή. Κι όμως ο Θεός ακούει, κι είναι σαν και να ρωτά τον προσευχόμενο, σαν και τότε το Μωυσή στην Ερυθρά θάλασσα· «Τι βοάς προς με;». Η αγία Κυριακή προσευχήθηκε για ώρα πολλή κι ύστερα έγειρε στη γη. Όταν ο δήμιος πλησίασε για να εκτέλεσει τη διαταγή, είδε πως η αγία Κυριακή ήταν νεκρή. Η ψυχή της παιδούλας πέταξε σαν μικρό πουλί, και φωτεινός άγγελος την πήρε, για να τη φέρει στο Νυμφίο Χριστό.
Ας μείνομε στο όνομα της αγίας Κυριακής, στο γεγονός δηλαδή ότι οι ευσεβείς γονείς της την ονόμασαν έτσι, επειδή γεννήθηκε σε ημέρα Κυριακή. Το όνομα συνδέεται στενά με το πρόσωπο και τη συνείδηση του άνθρωπου. Ενώ το όνομα είναι έξω από τον άνθρωπο και προστίθεται σ' αυτόν ύστερα, όμως συνδέεται τόσο μαζί του, που γίνεται ένα μ' αυτόν. Έτσι καταλαβαίνουμε την καλή συνήθεια των ευσεβών χριστιανών να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα Αγίων της πίστης. Με αυτό τον τρόπο και με την ευκαιρία που η Εκκλησία κάθε χρόνο εορτάζει τα ιερά της πρόσωπα, ο κάθε χριστιανός στο όνομά του έχει μια συνεχή υπόμνηση της ευσέβειας. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει πως με το όνομα εισάγει «εις την οικίαν έκαστος την εαυτού τον άγιον». Αμήν.
(+ Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου Δ. Ψαριανού, Εικόνες έμψυχοι, Εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ.93-95)

Πνευματική ζωή
Λες πώς η ανικανότητά σου ν’ αντισταθείς στους πειρασμούς, η καθυστέρηση στην περιστολή των παθών σου και η γενική ψυχική ατονία σου σε καταπιέζουν και σ’ αποθαρρύνουν τρομερά. Όλ’ αυτά όμως αποδεικνύουν ότι λογαριάζεις να σωθείς αποκλειστικά με τις δικές σου δυνάμεις!
Εγώ θέλω να σου πω ένα πράγμα μονάχα, και κράτησέ το: Στην κατάσταση που βρίσκεσαι σήμερα, ίσως θα μπορούσες να περιστείλεις τα πάθη που σε πιέζουν. Αλλά μόνο στο μέτρο που θα πολεμήσεις και θα περικόψεις ένα απ’ αυτά. Ένα μόνο, που αποτελεί όμως τη ρίζα όλων των άλλων. Και φαίνεται πώς αυτό το ένα δεν σ΄έχει απασχολήσει μέχρι τώρα, γιατί ποτέ δεν υποψιάστηκες ότι κρύβεται μέσα σου. Ξέρεις ποιό είναι; Η υπερηφάνεια.
Κοίταξε λοιπόν: Αν έχουμε ταπεινό φρόνημα, ο Θεός μας βοηθάει να πολεμήσουμε την αμαρτία και τα πάθη. Αν είμαστε υπερήφανοι, δεν μας βοηθάει. Και πώς αλλιώς μπορούμε ν’ αποκτήσουμε ταπεινό φρόνημα, αν όχι με την αδιάκοπη αυτομεμψία, με τη συνείδηση ότι είμαστε οι χειρότεροι απ’ όλους τους αμαρτωλούς — όπως πράγματι είμαστε — και με τη συνεχή βίωση της μετάνοιας;
Αν ο καθημερινός μας αγώνας — ο συνεχής πόλεμος εναντίον των παθών και της ραθυμίας — δεν μας κρατούσε σε μόνιμη πνευματική επαγρύπνηση, θα φτάναμε στο σημείο να ζούμε με την πλάνη ότι είμαστε αναμάρτητοι, τροφοδοτώντας έτσι μ’ ευχαρίστηση τη ματαιοδοξία μας. Και μετά από λίγο θα κυλιόμασταν μέσα στο βούρκο της πιο σιχαμερής αμαρτίας, της πιο φρικτής πλάνης: της ψευδαισθήσεως πώς είμαστε άγιοι.
Να είσαι σίγουρη πώς, όταν θα πάς στο μοναστήρι, και ιδιαίτερα μετά την κουρά σου, αυτός ο πόλεμος θα ενταθεί. Είναι παραχώρηση του Θεού, για ν’ αντιληφθείς την απόλυτη μηδαμινότητά σου, και να εργαστείς για το ξερίζωμα της υπερηφάνειάς σου...
Λές πώς ο πατέρας σου έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή του να γίνεις μοναχή. Δόξα τω Θεώ! Έχεις και τη δική μου ευλογία. Αλλά κοίταξε: Τώρα πρέπει να προχωρήσεις με πολύ μεγάλη προσοχή. Μην κόψεις απότομα τους δεσμούς που σε συνδέουν με την οικογένεια και τα φιλικά σου πρόσωπα. Πριν τους κόψεις, χαλάρωσέ τους μαλακά και διακριτικά.
Από δώ και πέρα το πιο σπουδαίο πράγμα για σένα είναι η προσευχή. Να προσεύχεσαι για να γίνει το θέλημα του Θεού. Άφησε ολοκληρωτικά τον εαυτό σου στα χέρια Του.
* * *
Παρόλο που σκέφτηκα την άποψή σου — ότι δηλαδή οι μεγάλες στενοχώριες και συμφορές, που έπεσαν πάνω στις αδελφές σου, είναι συνέπεια της αθετήσεως των πνευματικών τους υποχρεώσεων —, δεν μπορώ ν’ αποφανθώ αν πράγματι έτσι έχει το πράγμα. Εμείς πάντως πρέπει παντα να σκεφτόμαστε πόσο σπλαχνικός είναι ο Κύριός μας. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η πνευματική ζωή δεν είναι ένα πλέγμα υποχρεώσεων, που επιβάλλονται με οποιοδήποτε ηθικό ή ψυχικό καταναγκασμό. Η πνευματική ζωή είναι η φυσική ζωή της ψυχής, η αναπνοή της ψυχής του «κατ’ εικόνα Θεού» πλασμένου ανθρώπου. Γι’ αυτό πρέπει να βιώνεται σαν ανάγκη, όχι σαν υποχρέωση.
Τέλος πάντων, αν είναι αλήθεια ότι έδειξαν ασυνέπεια στην πνευματική τους ζωή εξαιτίας περιστάσεων που δεν μπορούσαν να ελέγξουν, ή εξαιτίας σκληρής δουλειάς για την κάλυψη βιοτικών αναγκών, ας δείξουν τώρα μετάνοια, κι ας ενημερώσουν για το όλο θέμα τον πνευματικό τους με κάθε λεπτομέρεια. Μην αμφιβάλλεις ότι ο Κύριος θα τις συγχωρήσει.
Θα είναι όμως καλύτερο γι’ αυτές να ζητήσουν από τον πνευματικό την τροποποίηση του καθημερινού τους κανόνα πνευματικής ζωής, αφού δεν έχουν τη δυνατότητα να τον εκτελέσουν. Εύκολα, νομίζω, θα μπορέσει να τον αντικαταστήσει μ΄ έναν άλλο, ελαφρότερο, που θα τον εκτελούν χωρίς να πέφτουν σε παρακοή. Αυτή, τελικά, ίσως είναι η καλύτερη λύση.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.117-120)

Πολλοί έχουμε ταυτίσει την προσευχή με λίστα αιτημάτων και προστρέχουμε σ’αυτήν κάθε φορά μόνο που χρειάζεται να αιτηθούμε κάτι, συνήθως υλικό ή γενικότερα βιοτικό! Αγνοούμε ότι η προσευχή είναι μυστική συνάντηση με το Θεό! Το Θεό πρωτίστως πρέπει να Τον ευχαριστούμε για το ότι μας έφερε στη ζωή, δίνοντας μας έτσι το δικαίωμα να γίνουμε συγκληρονόμοι της Βασιλείας των Ουρανών, που είναι το υπέρτατο δώρο!
Ακολούθως να Τον ευχαριστούμε για όλες τις δωρεές και ευλογίες Του, ορατές και αόρατες που δυστυχώς θεωρούνται αυτονόητες και δεδομένες, ενώ δεν είναι! Και ποιο σπουδαιότερο αίτημα υπάρχει από το να ζούμε μέσα στην Παρουσία του Θεού! Όλα τα άλλα θα γίνουν… κατά το συμφέρον της ψυχής μας! ‘Ζητείτε δε τη Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν’. Εμείς να κοιτάμε το Χριστό κι Εκείνος θα φροντίζει για μας!
Όμως για να αναπτυχθεί μια τέτοια προσευχητική διάθεση και στάση ζωής υπάρχει μια βασική προυπόθεση! Να αγαπήσουμε Κύριον τον Θεόν μας! Να Τον βάλουμε πάνω από μας, πάνω από τα θελήματά μας, πάνω από τους εγωισμούς και τα πάθη μας! Να σκιρτήσει η καρδιά μας όταν Τον βλέπουμε καρφωμένο πάνω στο Σταυρό… για μας! Να πονέσει η ψυχή μας όταν διαβάζουμε στην Καινή Διαθήκη τα Πάθη Του! Να φιλοτιμηθούμε να Του δώσουμε κι εμείς κάτι! Τόσα έδωσε Εκείνος για μας!
Τί παραπάνω έκανε ποτέ κάποιος για μας; Έχυσε κάποιος άλλος το αίμα του για μας; Σταυρώθηκε κάποιος άλλος για μας; Μαστιγώθηκε; Υβρίστηκε; Εξευτελίστηκε; Ραπίστηκε κανείς άλλος για μας; Όχι! Μόνο ο Χριστός! Δηλαδή ο μόνος Αναμάρτητος! Δηλαδή ο Θεός που έγινε άνθρωπος για μας! Οποία συγκατάβαση! Κι εμείς;
Πάμε στην προσευχή μόνο για να ζητήσουμε! Κάτι δε νιώθουμε να Του δώσουμε κι εμείς; Ένα ευχαριστώ; Λίγη από την αγάπη μας; Ένα δάκρυ μετανοίας; Λίγη από την παρέα μας; Ένα κομμάτι από την καρδιά μας; Και ξέρεις κάτι; Ένα να Του δώσoυμε, ποταμοί της Αγάπης Του θα μας κατακλύσουν! Γιατί τέτοιος είναι ο Θεός μας!
Όμως γιατί να είμαστε τσιγκούνηδες; Εκείνος είναι τόσο γενναιόδωρος με μας! Άφησε την Ουράνια Δόξα Του για να κατέβει εδώ στη γη! Όχι ένα ευχαριστώ λοιπόν! Όλη μας η ζωή να γίνει ευχαριστηριακή! Όχι ένα δάκρυ μετανοίας!
Όλα μας τα δάκρυα να τα χύσουμε για Εκείνον! Όχι ένα κομμάτι της καρδιάς μας! Όλη μας την καρδιά να Του την αφιερώσουμε! Όλη μας τη ζωή να είμαστε παρέα! Όλη μας η αγάπη Του αξίζει και Του ανήκει! Γιατί με την Αγάπη Του Τον αγαπάμε!
Αχ Χριστέ μου! Όχι μόνο να Σου ζητάμε! Όχι πια να Σου ζητάμε! Μόνο Εσένα να ζητάμε! Και ολόκληρους εμάς να Σου δίνουμε!    (Α.Κ.Β.)

Έγιναν και οι καρδιές σιδερένιες...
Επειδή οι ανθρώπινες ευκολίες ξεπέρασαν τα όρια, έγιναν δυσκολίες. Πλήθυναν οι μηχανές, πλήθυνε ο περισπασμός, έκαναν και τον άνθρωπο μηχανή, και τώρα οι μηχανές και τα σίδερα κάνουν κουμάντο και τον άνθρωπο. Γι' αυτό έγιναν και οι καρδιές των ανθρώπων σιδερένιες. Με όλα αυτά τα μέσα που υπάρχουν, δεν καλλιεργείται η συνείδηση των ανθρώπων. Παλιότερα οι άνθρωποι δούλευαν με τα ζώα και ήταν σπλαγχνικοί. Αν φόρτωνες το ζώο λίγο περισσότερο και το κακόμοιρο γονάτιζε, το λυπόσουν. Αν ήταν νηστικό και κοίταζε με παράπονο, σού ράγιζε την καρδιά. Θυμάμαι, όταν αρρώσταινε η αγελάδα μας, υποφέραμε και εμείς, γιατί την θεωρούσαμε μέλος της οικογενείας μας. Σήμερα οι άνθρωποι έχουν τα σίδερα και έχουν καρδιές σιδερένιες. Έσπασε ένα σίδερο; οξυγονοκόλληση. Χάλασε το αυτοκίνητο; το πάνε στο γκαράζ. Αν δεν γίνεται, το πετάνε, δεν το πονάνε. Σού λέει: «Σίδερο είναι!». Δεν δουλεύει καθόλου η καρδιά. Έτσι όμως καλλιεργείται η φιλαυτία, ο εγωισμός.
Δεν σκέφτεται τον άλλον σήμερα ο άνθρωπος. Παλιά, αν έμενε το φαγητό για την άλλη μέρα, θα χαλούσε, και σκέφτονταν οι άνθρωποι και κανέναν φτωχό. «Προκειμένου να χαλάση, έλεγαν, ας το δώσω στον φτωχό». Ένας που είχε πνευματική κατάσταση έλεγε: «Να φάη πρώτα ο φτωχός και ύστερα εγώ». Τώρα το βάζουν στο ψυγείο και δεν θυμούνται τον άλλον που έχει ανάγκη. Θυμάμαι, όταν είχαμε καλή σοδειά από λαχανικά κ.λπ., δίναμε και στους γείτονές μας, τα μοιράζαμε. Τί να τα κάναμε τόσα; Έπειτα θα χαλούσαν κιόλας. Τώρα έχουν τα ψυγεία. «Γιατί να δώσουμε στους άλλους; σού λέει. Τα βάζουμε στο ψυγείο και τάχουμε για μας». Αφησε που τόννους ολόκληρους πετούν ή θάβουν στην χωματερή και εκατομμύρια άνθρωποι αλλού πεινούν.
Παλάβωσαν οι άνθρωποι με τις μηχανές
Δεν έχουν τελειωμό τα σύγχρονα μέσα. Τρέχουν πιο πολύ από τον νού του ανθρώπου, γιατί βοηθάει και ο διάβολος. Παλιά οι άνθρωποι που δεν είχαν αυτά τα μέσα, τηλέφωνα, φάξ, μηχανήματα ένα σωρό , είχαν την γαλήνη του, την απλότητά τους.
- Χαίρονταν, Γέροντα, την ζωή τους!
- Ναί, τώρα παλάβωσαν οι άνθρωποι με τις μηχανές! Βασανίζονται από τις πολλές ευκολίες, τους πνίγει το άγχος. Θυμάμαι, οι Βεδουΐνοι, τότε που ήμουν στο
Σινά , πόσο χαρούμενοι ήταν. Είχαν μία σκηνή και ζούσαν απλά. Δεν μπορούσαν να ζήσουν στην Αλεξάνδρεια ή στο Κάιρο, αναπαύονταν στην ερημιά μέσα στις σκηνές. Λίγο τσάι αν είχαν, ήταν όλο χαρά και δοξολογούσαν τον Θεό. Αλλά τώρα με τον πολιτισμό άρχισαν και αυτοί να ξεχνούν τον Θεό. Μπήκαν και αυτοί στο ευρωπαϊκό πνεύμα! Τους εφτίαξαν οι Εβραίοι πρώτα καλύβια. Μετά τους πούλησαν όλα τα παλιά αυτοκίνητά του Ισραήλ . Έ, τους Εβραίους! Κάθε Βεδουΐνος είναι τώρα με ένα καλύβι και ένα χαλασμένο αυτοκίνητο απ' έξω, και έχουν και άγχος. Χαλάει το αυτοκίνητο, να παιδεύωνται να το φτιάξουν... Και αν εξετάση κανείς, τί βγάζουν από όλα αυτά; Ίσα-ίσα έχουν πονοκέφαλο.
Παλιά εφτίαχναν τουλάχιστον γερά πράγματα και κρατούσαν. Τώρα δίνεις του κόσμου τα χρήματα να πάρης κάτι και αμέσως χαλάει. Όποτε τα εργοστάσια δωσ' του βγάζουν νέα πράγματα και μαζεύουν τα χρήματα του κόσμου. Σκοτώνονται στην δουλειά οι άλλοι, για να τα βγάλουν πέρα. Τα μηχανήματα είναι επιστήμη των Ευρωπαίων που ασχολούνται με τα κατσαβίδια. Πρώτα φτιάχνουν, ας υποθέσουμε, ένα καπάκι, μετά το κάνουν βιδωτό, μετά με κουμπί, πιο τέλειο, πιο τέλειο... Συνέχεια δηλαδή νέα μηχανήματα τελειότερα και ο καημένος ο κόσμος ζητάει να πάρη το τελειότερο. Δεν προλαβαίνουν να ξεχρεώσουν το πρώτο, παίρνουν δεύτερο και είναι χρεωμένοι και κουρασμένοι. Πάει και ο φτωχός να πάρη ένα αυτοκίνητο από τα πιο φθηνά. Πουλάει ό,τι έχει, τα βόδια, τα άλογα - σε λίγο, όπως πάνε, θα βάζουν τα γαϊδουράκια στην βιτρίνα και θα πληρώνουν, για να βλέπουν γαϊδουράκια! - και αγοράζει το αυτοκίνητο. Μετά του χαλάει. «Δεν υπάρχουν ανταλλακτικά», του λένε. Αναγκάζεται ο καημένος να πάρη άλλο. Να πάρη όμως τέλειο δεν μπορεί. Θα πάρη καλύτερο από το προηγούμενο και εκείνο θα πάη στην άκρη κ.ο.κ. Θέλει προσοχή! Να μην μπούμε και εμείς σ' αυτό το κανάλι, άλλη μόδα πιο τελειοποιημένη.

(Λόγοι τόμος Α, σελ. 143-146)

Λένε πως η αγάπη η χριστιανική, στα μέτρα που δίδαξε ο Χριστός και οι Απόστολοι Του είναι πάρα πολύ δύσκολη, σχεδόν αδύνατη! Γι’αυτό πολλές φορές την αντιμετωπίζουμε σαν ένα άπιαστο όνειρο, δεν προσπαθούμε καν γι’αυτή και για να μην μας ενοχλεί η συνείδηση μας, λέμε ‘ αυτή η αγάπη δεν είναι για μας, είναι για τους αγίους’. Κι έτσι βαπτίζουμε ‘αγάπη’ κάτι άλλο δικό μας, στα μέτρα μας. Και λέμε στον αδερφό μας ‘σ’αγαπάω’ χωρίς να αναρωτιόμαστε για την ποιότητα της αγάπης μας! Γι’αυτό κι όταν έρθουν τα δύσκολα, απομακρυνόμαστε και χανόμαστε, από ‘αγαπημένοι’ γινόμαστε δυο γνωστοί, λέγοντας αστειάκια, περνώντας ‘καλά’ και γενικώς λέγοντας ‘άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε’.
Ο Απόστολος Πέτρος στην α’ επιστολή του [α’ 22] μας παροτρύνει να εξαγνίσουμε και να καθαρίσουμε την ψυχή μας ώστε εν Αγίω Πνεύματι να φτάσουμε ‘εις φιλαδελφίαν ανυπόκριτον’ και με καθαρή καρδιά να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο εκτενώς!
Ναι, δεν είναι εύκολο! Ιδίως αν δεν έχω μάθει να ξεβολεύομαι, να έχω εμπιστοσύνη στο Χριστό, πραγματική υπακοή στις εντολές Του [ και όχι επιλεκτική] και αν πιστεύω πως μπορώ να ζήσω χωρίς την Αγάπη! Παρ’όλα αυτά ζητάμε από τον Κύριο να μας φωτίσει, να μας πάρει τα πάθη και να μας βοηθήσει να προοδεύσουμε στις αρετές! Πώς θα γίνει αυτό αν δεν αφήσουμε τις καρδιές μας να πλημμυρίσουν από την Αγάπη Του; Και πώς μπορούμε να πούμε ‘σ’αγαπώ’ στο Χριστό μας, αν δεν αγαπάμε τα αδέρφια μας με όλη μας την καρδιά; ‘Ο Θεός Αγάπη εστίν’ και αυτή η Αγάπη κινεί την Εκκλησία!
Ο Χριστός μας, μας έβλεπε ‘ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα’, μας κάλεσε στην Εκκλησία Του, μας γνώρισε με τον πνευματικό μας και μεταξύ μας και μας παρέχει τα πάντα… τη Χάρη Του, την Αγάπη του Θεού και Πατρός, την Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, την τεράστια βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου και την ακαταμάχητη δύναμη του Τιμίου Σταυρού, την προστασία των Αγγέλων, τις ικεσίες των Αγίων, τον αγώνα, τα δάκρυα και τις προσευχές του πνευματικού μας και εμείς τί λέμε; ‘Δεν μπορώ να αγαπήσω παραπάνω…ως εδώ’…δηλαδή ‘ δεν θέλω’!
Ναι, έχουμε το δικαίωμα να πούμε ‘ δε θέλω’! Αυτός όμως που επιλέγει το δικαίωμα της Αγάπης και λέει ‘ Χριστέ μου, γέμισε μου την καρδιά με την Αγάπη Σου, και αν η καρδιά μου είναι μικρή μεγάλωσε την για να χωράει όλους τους αδερφούς μου, αυτός θα πάρει αυτό που ζήτησε! Θα βλέπει τον αδερφό του και θα αγαλλιάζει η ψυχή του, όποτε θα σκέφτεται το Χριστό, θα σκέφτεται κι αυτόν μαζί, οι χαρές τους και οι λύπες τους θα είναι κοινές, δε θα περιμένει να ακούσει’ προσευχήσου για μένα’ γιατί θα προσεύχεται συνέχεια γι’ αυτόν, αφού θα τον έχει συνέχεια στην καρδιά του, παρά τους πόδας του Ιησού, δε θα χρειάζεται να του πει ο αδερφός ‘ συγχώρα με’, γιατί είναι αδιανόητο να μην τον συγχωρήσει, αφού τον αγαπάει! Δεν θα περιμένει να πάθει μια ανίατη ασθένεια για να του εκφράσει την αγάπη του, γιατί η μεγαλύτερη ασθένεια είναι η μοναξιά της καρδιάς!
Δεν είναι εύκολα αυτά, ούτε γίνονται από τη μία στιγμή στην άλλη! Ούτε μπορούμε να αγαπήσουμε όλοι όλους αμέσως! Αν πούμε όμως ‘Χριστέ μου Σου ανήκω ολόκληρος, θέλω να με μάθεις να αγαπώ , αξιοποίησε με να αγαπώ τους αδερφούς μου, όπως θες Εσύ’ , τότε μετακομίζουμε απ’την αγάπη του κόσμου, στην Αγάπη της Εκκλησίας του Χριστού! Αυτός θα είναι ο Τοξότης, το Τόξο η Εκκλησία Του, η χορδή του Τόξου, ο πνευματικός και εμείς τα βέλη της Αγάπης Του! Και τα ακατόρθωτα θα κατορθωθούν! Με πολύ αγώνα και πολλές ωδίνες!
Όμως όταν πιάσουμε τον καρπό της Αγάπης στα χέρια μας, θα δούμε ότι άξιζε τον κόπο! Ο Χριστός θα βάλει δίπλα στο φιλάργυρο, τον ελεήμονα, δίπλα στο φιλήδονο, τον αγνό, δίπλα στο ράθυμο, το ζηλωτή, δίπλα σ’αυτόν που έχει δυσκολία να εκφράσει τα συναισθήματά του, κάποιον που είναι δοτικός και εξωστρεφής…και μακάρι το ‘δίπλα’ να γίνει ‘μέσα’! Αν γίνει αυτό φεύγουμε από την επιρροή του διαβόλου, δεν θα μπορεί πια να μας ρίξει χωρίς να σηκωθούμε, ούτε να μας πλανήσει συγχέοντας την Αγάπη του Χριστού με κοσμικούς έρωτες και άλλα φθηνά πράγματα του ύψους του δικού του! Τότε θα ζούμε αρμονικά, όπως το λιοντάρι και το πρόβατο στη Βασιλεία των Ουρανών! Αν αγαπάμε τον αδερφό μας εκτενώς, όλες οι αρετές γίνονται ευκολότερες και τα πάθη σιγολιώνουν απ’τη θέρμη αυτής της αγάπης!
Αυτά τα λέει ένας άνθρωπος, που πριν ένα χρόνο κραύγαζε στο δωμάτιο του ‘ Χριστέ μου, είναι πολύ δύσκολη η Αγάπη! Πολύς πόνος και πολλή απογοήτευση! Καλύτερα να μου ξεριζώσεις την καρδιά! Δεν αντέχω άλλο!’
Δόξα τω Θεώ, δεν με άκουσε!
(K.B)

η. Ο ίδιος Αββάς Δανιήλ διηγήθηκε για κάποιον άλλο γέροντα μεγάλον, οπού καθόταν στα κάτω μέρη της Αιγύπτου, ότι έλεγε με αφελότητα πώς ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού. Και πληροφόρησαν, γι’ αυτόν, τον μακάριο Κύριλλο τον Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας. Και έστειλε ανθρώπους σ’ αυτόν. Ξέροντας δε πώς - θαυματουργός ήταν ο γέρων και ό,τι ζητούσε από τον Θεό, του το φανέρωνε, και ότι από αφελότητα έλεγε εκείνα τα λόγια, χρησιμοποίησε ανάλογο τέχνασμα, λέγοντας : « Αββά, σε παρακαλώ, επειδή ο λογισμός μου λέγει, ότι ο Μελχισεδέκ είναι υιός του Θεού και άλλος λογισμός λέγει ότι όχι, άλλα άνθρωπος είναι αρχιερεύς του Θεού, και εγώ δεν ξέρω τι από τα δυο να διαλέξω, σου παραγγέλλω να δεηθής στον Θεό, για να σου φανέρωση την αλήθεια πάνω σ’ αυτό το ζήτημα». Ο δε γέρων, βασιζόμενος στον τρόπο της ζωής του, είπε θαρρετά : « Δος μου καιρό τριών ημερών και εγώ ρωτώ τον Θεό γι’ αυτό και θα σου ανακοινώσω τί είναι ο Μελχισεδέκ ». Πήγε λοιπόν και δεόταν στον Θεό γι’ αυτό το ζήτημα. Και έρχεται μετά τρεις μέρες και λέγει στον μακάριο Κύριλλο, ότι άνθρωπος είναι ο Μελχισεδέκ. Και του είπε ο Αρχιεπίσκοπος : « Πώς το ξέρεις, Αββά ; ». Και εκείνος του αποκρίνεται : « Ο Θεός μου φανέρωσε όλους τους πατριάρχες, έναν - ένα να περνά μπροστά μου, από τον Αδάμ έως τον Μελχισεδέκ. Και ο Άγγελος Κυρίου μου είπε, ότι αυτός είναι ο Μελχισεδέκ. Έχε λοιπόν τη βεβαιότητα ότι έτσι είναι». Φεύγοντας δε κήρυττε μόνος του ότι άνθρωπος είναι ο Μελχισεδέκ. Και χάρηκε πολύ ο μακάριος Κύριλλος.
Του Αββά Διοσκόρου
α. Διηγήθηκαν για τον Αββά Διόσκορο της Ναχιάστεως, ότι το ψωμί του κριθαρένιο ήταν και από φακή. Και κάθε έτος, έβαζε αρχή ενός τρόπου ζωής, λέγοντας : «Δεν συναντώ κανέναν αυτή τη χρονιά » ή « δεν μιλώ » ή « δεν τρώγω μαγειρευτό φαΐ » ή « δεν τρώγω φρούτο ή λαχανικό ». Και σε κάθε υπόσχεσή του, έτσι έκανε. Και τελειώνοντας το ένα, επιχειρούσε το άλλο. Και αυτό έκανε κάθε έτος.
β. Ένας αδελφός είπε στον Αββά Ποιμένα : « Οι λογισμοί μου με ταράζουν, σπρώχνοντάς με να παραμερίσω τίς αμαρτίες μου και να προσέχω στις ελλείψεις του αδελφού μου ». Και του λέγει ο γέρων για τον Αββά Διόσκορο, ότι έκλαιγε μέσα στο κελλί του, ο δε μαθητής του καθόταν σε άλλο κελλί. Όταν λοιπόν πήγε στον γέροντα, τον βρήκε να κλαίη και του είπε : « Τί κλαις, πάτερ ; ». Και ο γέρων του αποκρίθηκε : «Τίς αμαρτίες μου κλαίω ». Του λέγει λοιπόν ο μαθητής του : « Δεν έχεις αμαρτίες, πάτερ ». Και ο γέρων του άπαντά : «Μάθε, τέκνο μου, ότι, αν αφήσω τον εαυτό μου να δη τις αμαρτίες μου, δεν αρκούν άλλοι τρεις η τέσσερις για να τις κλάψουν ».
γ. Είπε ο Αββάς Διόσκορος : «Αν φορέσουμε το ουράνιο ένδυμά μας, δεν θα βρεθούμε γυμνοί. Άλλα αν βρεθούμε να μη φορούμε το ένδυμα εκείνο, τί θα κάμουμε, αδελφοί ; Θα πρέπει τότε να ακούσουμε και εμείς τη φωνή εκείνη όπου λέγει : Βγάλε τον στο σκότος το εξώτερο• εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. Λοιπόν, αδελφοί, μεγάλη ντροπή για μας θα είναι, ενώ φορούμε τόσο καιρό το σχήμα αυτό, να βρεθούμε κατόπιν, στην ώρα της ανάγκης, χωρίς ένδυμα γάμου. Ω, τί μεταμέλεια θα είναι τότε για μας ! Ω, τι σκοτάδι θα μας κάλυψη μπροστά στους πατέρες και αδελφούς μας, όπου θα μας βλέπουν να μας τιμωρούν οι ’Άγγελοι της τιμωρίας ! ».
Του Αββά Δουλά
α. Είπε ο Αββάς Δούλας : « Αν ο εχθρός μας εξωθή να παρατήσουμε τον ησυχαστικό τρόπο ζωής, ας μη τον ακούσουμε. Γιατί τίποτε δε είναι όμοιο με την ησυχία και τη νηστεία σε βοήθειά μας εναντίον του. Επειδή αυτά τα δυο κάνουν να γίνεται δυνατότερη η εσωτερική όραση ».
β. Είπε πάλι : « Κόβε τις σχέσεις με τους πολλούς, μήπως δοθούν ευκαιρίες στον πειρασμό και σου ταράξη τον νου».
Του αγίου Επιφανίου,
επισκόπου Κύπρου
α. Διηγήθηκε ο άγιος Επιφάνιος, ο επίσκοπος Κύπρου, ότι τον καιρό του μακαρίου Αντωνίου του μεγάλου, κουρούνες πετώντας γύρω από το ιερό του Σέραπη, έκρωζαν ακατάπαυστα : Κράς, κράς. Πήγαν λοιπόν οι ειδωλολάτρες στον μακάριο Αθανάσιο και του φώναξαν : « Κακόγερε, πες μας τί κρώζουν οι κουρούνες; » . Και τους αποκρίθηκε και είπε : « Οι κουρούνες κρώζουν : Κράς, κράς. Και κράς, στη γλώσσα των Αυσωνίων, σημαίνει : Αύριο ». Και πρόσδεσε : « Αύριο θα δήτε τη δόξα του Θεού ». Και κατόπιν αναγγέλθηκε ο θάνατος του βασιλέως Ιουλιανού. Και σαν συνέβη αυτό, έτρεξαν όλοι μαζί και κατηγορούσαν τον Σέραπη, φωνάζοντας : « Αν δεν τον ήθελες αυτόν, γιατί έπαιρνες τα δικά του; ».
β. Ο ίδιος διηγήθηκε, ότι ζούσε στην Αλεξάνδρεια ένας ηνίοχος, όπου τη μητέρα του την έλεγαν Μαρία. Αυτός, σε κάτι ιπποδρομίες, έπεσε χάμω. Ύστερα όμως σηκώθηκε, ξεπέρασε τον αίτιο της πτώσεώς του και νίκησε. Και το πλήθος φώναξε δυνατά : « Ο γυιός της Μαρίας έπεσε, σηκώθηκε και νίκησε ». Αυτή η κραυγή ενώ ακόμη ακουόταν, διαδόθηκε στο πλήθος η είδηση για το ιερό του Σέραπη, ότι ο μεγάλος Θεόφιλος ανέβηκε εκεί, κατέστρεψε το είδωλο του Σέραπη και έγινε κύριος του ναού.
γ. Ανεκοίνωσε στον μακάριο Επιφάνιο, τον επίσκοπο Κύπρου, ο Αββάς της Μονής όπου ο άγιος είχε στην Παλαιστίνη : « Με τις ευχές σου, δεν αμελήσαμε τον κανόνα μας, άλλα με ζήλο και την πρώτη και την τρίτη και την έκτη και την ενάτη ώρα, καθώς και το λυχνικό επιτελούμε». Αλλά αυτός, μη ικανοποιημένος, τους κάκισε, λέγοντας : « Είναι φανερό ότι αμελείτε τις άλλες ώρες της μέρας, σταματώντας την προσευχή. Γιατί ο αληθινός μοναχός πρέπει ακατάπαυστα να έχη την προσευχή και την ψαλμωδία στην καρδιά του ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.70-74)

Στη Σιγκαπούρη άκουσα μια ιστορία που δείχνει τί υπάρχει πίσω από τον [μαντικό] πίνακα Quija. Έδινα διαλέξεις σ’ ένα σχολείο διδασκαλίας της Βίβλου. Στη συζήτησι που ακολούθησε μια ομιλία μου ένα κορίτσι μου είπε την εξής ιστορία:
Έχω λίγους μήνες που έγινα Χριστιανή. Λίγο μετά που έγινα Χριστιανή, προσκλήθηκα από τρία κορίτσια, φίλες μου, να πάρω μέρος σ’ ένα παιχνίδι. Δέχτηκα την πρόσκλησι και είδα να έχουν ένα στρογγυλό πίνακα με γράμματα και αριθμούς. Μια από τις φίλες είπε ότι θα καλούσε το πνεύμα ενός νεκρού που θα απαντούσε στις ερωτήσεις τους. Ένιωσα δυσφορία και άρχισα να προσεύχωμαι. Ένα από τα κορίτσια έβαλε τα δύο δάκτυλα του σε ένα μικρό ποτήρι στη μέση του πίνακα. Κανείς δεν απάντησε στις ερωτήσεις της.
Τότε ρώτησε:
—Υπάρχει κάτι που σε ενοχλεί;
—Ναι, ήλθε η απάντησι.
Δεν μπόρεσα να υποφέρω τα άσχημα αισθήματα και βγήκα από το δωμάτιο. Αργότερα μου είπαν τη συνέχεια. Όταν βγήκα από το δωμάτιο, οι ερωτήσεις συνεχίσθηκαν:
—Ποιος σε ενοχλεί;
Το κορίτσι που βγήκε από το δωμάτιο. Γιατί σε ενοχλεί, ρώτησε το άλλο κορίτσι.
—Γιατί ο Θεός είναι μαζί της, ήλθε η απάντησι.

Βλέπουμε λοιπόν ότι η πίστι στο Χριστό και η χρήσι του πίνακα Quija είναι τελείως αντίθετα μεταξύ τους. Η δύναμι του Θεού κι εδώ νικά τη δύναμι του Σατανά» (ΚΟ, 127)

(αρχ. Ιωάννου Κωστώφ. Λαμπτήρες θρησκευτικου φθορισμού... σελ. 191-192)

 

katafigioti

lifecoaching