ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 22-30. Πόσοι θα σωθούν. Η στενή πύλη.
13.26 τότε ἄρξεσθε λέγειν, ᾽Εφάγομεν ἐνώπιόν σου καὶ ἐπίομεν,
καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας(1)·
26 Τότε θ’ αρχίσετε να λέτε: “εμείς φάγαμε και ήπιαμε μαζί σου,
και μας δίδαξες στις πλατείες μας”.
(1) Τα πρόσωπα αυτά υποτίθεται ότι υπήρξαν φίλοι και γείτονες του οικοδεσπότη.
Για αυτό και υπενθυμίζουν σε αυτόν τις σχέσεις οικειότητας,
στις οποίες κατά το παρελθόν βρισκόντουσαν μαζί του.
Έφαγαν και ήπιαν μαζί του και άκουσαν την δημόσια διδασκαλία του (ο).
«Ποιοι θα μπορούσαν να εννοηθούν ότι είναι αυτοί που λένε στο Χριστό το:
Φάγαμε και ήπιαμε μπροστά σου; Αυτός ο λόγος θα άρμοζε κατ’ εξοχήν στους Ισραηλίτες,
στους οποίους βεβαίως είπε ο Χριστός, ότι: Θα δείτε τον Αβραάμ και τους συντρόφους του
και τους προφήτες στη βασιλεία του Θεού, ενώ τους εαυτούς σας να σας βγάζουν έξω» (Κ).
«Διότι πράγματι, από αυτούς καταγόταν σωματικά ο Χριστός και με αυτούς
μαζί έτρωγε και έπινε» (Θφ). Τα λόγια αυτά που μπαίνουν στο στόμα των Ιουδαίων
που απορρίφθηκαν, χαρακτηρίζουν με τρόπο ζωηρό την τάση του λαού αυτού να στηρίζει
την σωτηρία του σε κάποια θρησκευτικά πλεονεκτήματα τελείως εξωτερικά=Υπήρξες συμπατριώτης μας·
πώς θα αφήσεις να χαθούμε εμείς που ζήσαμε μαζί σου; (g).
«Αλλά μπορούμε να εννοήσουμε και με πιο υψηλό τρόπο το «μπροστά σου φάγαμε και ήπιαμε»» (Θφ).
«Διότι όταν τελούσαν την νομική λατρεία και πρόσφεραν στο Θεό τις αιματηρές θυσίες,
έτρωγαν και ευφραίνονταν και άκουγαν επιπλέον και στις συναγωγές τα βιβλία του Μωϋσή» (Κ).
«Αυτά όμως θα μπορούσαν να αρμόζουν και σε αυτούς που είναι Χριστιανοί, από τη μία,
αλλά με αμέλεια στη ζωή τους, από την άλλη» (Θφ). «Διότι πολλοί έχουν πιστέψει στο Χριστό
και τελούν τις άγιες γιορτές σχετικά με αυτόν και συχνάζοντας στις εκκλησίες,
ακούνε τα ευαγγελικά μαθήματα· αλλά δεν αποθηκεύουν στο νου τίποτα από τα γραμμένα,
αλλά και την καρδιά τους την έχουν γυμνή από πνευματική καρποφορία» (Κ).
Το να έχει γνωρίσει κάποιος το Χριστό σωματικά και τελείως εξωτερικά, δεν παρέχει κανένα
δικαίωμα για είσοδο στην βασιλεία (p). Δεν αρκεί απλώς να τρώμε και να πίνουμε
μπροστά στο Χριστό και με την παρουσία του, αλλά πρέπει να είμαστε και συμμέτοχοι του Χριστού.
Και όχι απλώς να ανοίγουμε τους δρόμους μας στη σωτήρια διδασκαλία του,
αλλά σε αυτές τις καρδιές μας να κλείνουμε αυτήν (b). Δεν ψεύδονται αυτοί λέγοντας αυτά.
Ίσως μάλιστα κάποιοι από αυτούς να συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών που πήραν χαρίσματα.
Αλλά ο Χριστός τους αγνοεί. «Όχι επειδή είπαν ψέματα, αλλά διότι την χάρη του Θεού
την χρησιμοποίησαν για τα δικά τους θελήματα… Το ότι όμως παίρνει χάρισμα Θεού
και ο ανάξιος, δεν είναι καθόλου παράδοξο. Διότι ο Θεός στον καιρό της αγαθότητας
και της μακροθυμίας του ανατέλλει τον ήλιο του σε πονηρούς και αγαθούς·
πολλές φορές επίσης, το κάνει και για ωφέλεια ή εκείνου του ίδιου που υποδέχεται το χάρισμα,
μήπως άραγε, αφού ντραπεί από την αγαθότητα του Θεού, αισθανθεί την προτροπή
να φροντίσει να τον ευαρεστήσει, ή το κάνει και για την ωφέλεια και άλλων» (Β).
13.27 καὶ ἐρεῖ· λέγω ὑμῖν, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ(1)· ἀπόστητε(2) ἀπ᾽ ἐμοῦ,
πάντες οι ἐργάται της ἀδικίας(3).
27 Κι εκείνος θα σας πει: “σας λέω, δε σας ξέρω από πού είστε·
φύγετε από κοντά μου όλοι εσείς οι εργάτες του κακού”.
(1) Υπαινίσσεται την ψευδή εμπιστοσύνη των Ιουδαίων στην καταγωγή τους από τον
Αβραάμ=Δεν σας ξέρω από πού κατάγεστε (g). «Δεν σας ξέρω.
Όπως ακριβώς ξέρει αυτούς που τον ξέρουν, έτσι πάλι με τη θέλησή του αγνοεί αυτούς
που με τη θέλησή τους τον αγνοούν… Τον αγνοούν όμως θεληματικά, όχι μόνο οι άπιστοι Ιουδαίοι,
αλλά και οι αμελείς πιστοί· οι μεν με το να είναι θεληματικά τυφλοί και κουφοί
στα θαύματα και τις διδασκαλίες του· οι δε, με το να παραβαίνουν από ραθυμία τις εντολές του,
παρόλο που ξέρουν ότι αυτός που αθετεί αυτές, αθετεί αυτόν» (Ζ).
(2) Παράθεση από το Ψαλμ. στ 9 όπου γράφεται «πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν» (p).
(3) «Χωρίς αγάπη και αν εφαρμοστούν τα προστάγματα και οι δίκαιες απαιτήσεις του Θεού
και φυλαχθούν οι εντολές του Κυρίου και ενεργοποιηθούν τα μεγάλα χαρίσματα,
θα θεωρηθούν έργα ανομίας, όχι εξαιτίας αυτών καθ’ εαυτών των χαρισμάτων
και των δίκαιων απαιτήσεων του Θεού, αλλά λόγω του σκοπού αυτών που χρησιμοποιούν
αυτά για τα δικά τους θελήματα» (Β). Εργάτες της αδικίας δεν είναι αναγκαστικά
μόνο οι κακοποιοί. Τέτοιος είναι κάθε άνθρωπος, ο οποίος παρά την κλήση του Θεού
παραμένει αμετανόητος και δεν προσπαθεί να πετύχει την συμφιλίωση και αναγέννηση,
χωρίς τα οποία γίνεται αδύνατη η είσοδος στην βασιλεία (g).
Οι εργάτες της δικαιοσύνης λοιπόν θα μπουν στη βασιλεία (b).
και Πνεύμα Άγιο
Να μη σβήνουμε το Πνεύμα. Διότι πολλές φορές και χωρίς πειρασμούς είναι δυνατόν να σβηστή η φλόγα· όταν, δηλαδή, τελειώση το λάδι, όταν δεν κάνουμε ελεημοσύνη, τότε σβήνει το Πνεύμα. Άλλωστε η ελεημοσύνη του Θεού έφερε σε σένα το Πνεύμα το Άγιο. Όταν όμως συ δεν έχης τον καρπό της ελεημοσύνης, φεύγει το Πνεύμα από την ενελεήμονα ψυχή.
Ε.Π.Ε. 22,570
σε ποιούς;
Οπωσδήποτε ο αργόσχολος, αυτός που ενώ μπορεί, δεν δουλεύει, αναγκαστικά είναι περίεργος. Η ελεημοσύνη προσφέρεται μόνο σ’ εκείνους που δεν τους φτάνουν τα χρήματα από την εργασία τους να ζήσουν, ή στους εργάτες της Εκκλησίας, που είναι εξ’ ολοκλήρου αφωσιωμένοι στο λόγο του κηρύγματος.
Ε.Π.Ε. 23,94
καλωσύνη, μη πληγώνης το φτωχό
Ήρθε σε σένα ο φτωχός να τον ελεήσης. Κι αφού τον πλήγωσες καίρια με τα λόγια σου, έφυγε πιο πολύ δακρυσμένος. Όταν αναγκάζεται απ τη φτώχεια του να ζητιανεύη, και βρίζεται επειδή ζητιανεύει, σκέψου πόση η τιμωρία αυτών που βρίζουν. «Εκείνος που ευτελίζει φτωχό, παροργίζει εκείνον, που τον δημιούργησε» (Παροιμ. ιδ' 21).
Ε.Π.Ε. 23,98
σπορά
Σπέρνεις στον ουρανό, όπου δεν υπάρχει ούτε παγωνιά ούτε κακοκαιρία ούτε άλλο τίποτε. Σπέρνεις σε ψυχές με την αγάπη, όπου κανένας δεν σου κλέβει ότι έσπειρες, αλλά διατηρείται καλά, με φροντίδα και σπουδή. Εσύ να σπέρνης. Γιατί να στερής από τον εαυτό σου υπέροχο μισθό; Είναι μεγάλος ο μισθός εκείνου, που τακτοποιεί τις ανάγκες και των άλλων.
Ε.Π.Ε. 23,362
κρυφή
Να δίνουμε στους φτωχούς τα χρήματα, φροντίζοντας να είναι κρυφή η πράξις μας. Λέει ο Κύριος: «Να μη γνωρίζη το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί». Εσύ τι κουβαλάς μύριους μάρτυρες της ελεημοσύνης σου; Ούτε ο υπηρέτης σου να ξέρη, ει δυνατόν, ούτε η γυναίκα σου.
Ε.Π.Ε. 23,376
κατασκευάζει οικία στον ουρανό
Βλέπεις μεγαλοπρεπείς εδώ οικοδομές και σε θαμπώνει η θέα τους; Αλλ’ αμέσως να στρέψης στον ουρανό το βλέμμα. Από τις πέτρες και τις κολώνες να κοιτάξης εκείνη την ομορφιά. Εκεί έχουν τα μόνιμα σπίτια τους και τις κατασκηνώσεις τους οι εργάτες της ελεημοσύνης.
Ε.Π.Ε. 23,400
και προσευχή
Μπαίνεις στην εκκλησία για να ελεηθής. Προηγουμένως να ελεήσης. Κάνε με την ελεημοσύνη σου οφειλέτη σε σένα τον Θεό, και υστέρα ζήτησέ Του. Δάνεισέ Τον, και τότε ζήτα Του, ώστε οπωσδήποτε να πάρης το ζητούμενο. Αυτό το θέλει ο Θεός, δεν το αποφεύγει. Αν παρακαλής, μαζί με την ελεημοσύνη, τότε θα πάρης τη χάρι. Αν μαζί με την ελεημοσύνη ζητάς, τότε δανείζεις τον Θεό και παίρνεις τους τόκους. Ναι, σε παρακαλώ. Δεν σε ακούει ο Θεός, όταν απλώς σηκώνης τα χέρια σου στην προσευχή. Άπλωσε τα χέρια όχι μόνο στον ουρανό (προσευχή), αλλά και στα χέρια των φτωχών (ελεημοσύνη). Αν απλώνης το χέρι σου στα χέρια των φτωχών, τότε ακουμπάς την κορυφή του ουρανού. Διότι ο καθήμενος στον ουρανό, δέχεται την ελεημοσύνη. Αν όμως σηκώνης τα χέρια στην προσευχή και είναι άκαρπα, σε τίποτε δεν ωφελήθηκες.
Ε.Π.Ε. 23,476
εξομοιώνει με το Θεό
Δεν είπε ο Χριστός: Αν νηστεύετε, θα είστε όμοιοι με τον Πατέρα σας». Ούτε είπε: «Αν ζήσετε με παρθενία». Ούτε πάλι: «Αν προσεύχεστε, θα είστε όμοιοι με τον Πατέρα». Διότι κανένα από αυτά δεν έχει σχέσι με έργο του Θεού· τίποτε από αυτά δεν πράττει. Αλλά τι είπε ο Χριστός; «Να είστε σπλαχνικοί και ελεήμονες, όπως είναι ο Πατέρας σας ο ουράνιος». Αυτό είναι το έργο του Θεού, η αγάπη.
Ε.Π.Ε. 23,574
με καθαρά χέρια
Το λάδι παράγεται όχι από ρίζα αγκαθιάς, αλλά από ρίζα ελιάς. Ούτε, λοιπόν, η ρίζα της πλεονεξίας μπορεί να γεννήση ελεημοσύνη, ούτε η ρίζα της αδικίας ή της κλοπής. Μην ευτελίζης την ελεημοσύνη. Διότι αν κλέβης για να ελεήσης, να ξέρης ότι δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από μια τέτοια ελεημοσύνη. Ελεημοσύνη με κλεμμένα χρήματα είναι ύβρις προς το Θεό. Ας είναι τα χέρια καθαρά.
Ε.Π.Ε. 23,576
και ταπεινοφροσύνη
Να τους προτρέπης σε ελεημοσύνη. Τα λόγια περί καλών έργων δεν είναι κατάλληλα μόνο για ταπεινοφροσύνη, για να μη φουσκώνουν από υπερηφάνεια και να μην ευτελίζουν τους άλλους, αλλά και για κάθε αρετή.
Ε.Π.Ε. 24,118
ελεεί τον ελεούντα
«Να εξάλειψης τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες και τις αδικίες σου με φιλανθρωπία προς τους φτωχούς». Να αδειάζης τα λεφτά σου όχι μόνο για να τρέφωνται άλλοι, αλλά κυρίως για να απαλλαγής ο ίδιος από την τιμωρία.
Ε.Π.Ε. 24,126
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 178-181)
σπορά
Έσπειρες σ’ αυτή τη ζωή ελεημοσύνη; Σε περιμένουν οι θησαυροί του ουρανού και η αιώνια δόξα. Έζησες με σωφροσύνη; Σε περιμένουν τιμή, βραβείο, οι έπαινοι των αγγέλων και το στεφάνι από τον αγωνοθέτη Θεό.
Ε.Π.Ε. 20,394
όλα κοινά
Ακόμα λες: «Τα δικά μου»; Καταραμένος λόγος και βρωμερός. Ο Διάβολος μας τον σερβίρισε. Ο Θεός έδωσε κοινά για όλους πολύ πιο σπουδαία και αναγκαία, και δεν έκανε κοινά τα χρήματα; Δεν είναι δυνατόν να πης: Δικό μου το φως, δικός μου ο ήλιος, δικό μου το νερό. Αν τα μεγαλύτερα όλα είναι κοινά για όλους, γιατί τα χρήματα να μην είναι κοινά;
Ε.Π.Ε. 21,240
διδασκαλία της
Όποιος ελεεί, όπως πρέπει να ελεή, μαθαίνει να περιφρονή τα χρήματα. Όποιος μαθαίνει να περιφρονή τα χρήματα, αυτός έχει κόψει τη ρίζα των κακών... Όποιος δίνει ελεημοσύνη, αυτός εκπαιδεύεται να μη θαυμάζη τα χρήματα, ούτε το χρυσάφι. Και όταν εκπαιδευθή στη διάνοια, έχει κάνει την αρχή ν’ ανεβαίνη προς τον ουρανό, και ξεκόβεται από τις προφάσεις για τσακωμούς, για φιλονικίες και για μύριες στενοχώριες.
Ε.Π.Ε. 21,358
ανεβάζει στον ουρανό
Η ελεημοσύνη είναι γνωστή στους θυρωρούς του ουρανού, σε όσους βρίσκονται στις πόρτες του θείου Νυμφώνος... Αν η ελεημοσύνη κατέβασε τον Θεό από τον ουρανό και τον έπεισε να γίνη άνθρωπος, Ιησούς Χριστός, πολύ περισσότερο θα μπορέση ν’ ανεβάση τον άνθρωπο στον ουρανό.
Ε.Π.Ε. 21,358-360
θρέψε φτωχούς, όχι την κόλασι
Να θρέψης αυτόν που πεινάει, για να μη θρέψης τη φωτιά της κολάσεως... Τι όμορφο πράγμα είναι να κάνης το καλό με απλότητα, και να μη πολυπραγμονής με το ποιος είναι αυτός που τον ελέησες.
Ε.Π.Ε. 21,384
ελεημοσύνες υπέρ των ψυχών τους
Ας βοηθούμε τους νεκρούς όσο μπορούμε. Ας σκεφτούμε γι’ αυτούς κάποια βοήθεια, μικρή μεν, αλλ’ αρκετή να τους βοηθήση. Πώς; Και εμείς να προσευχώμαστε, αλλά και άλλους να προτρέπουμε να προσεύχωνται γι’ αυτούς. Και να δίνουμε συνεχώς στους φτωχούς ελεημοσύνη προς ωφέλεια των κεκοιμημένων. Επιφυλάσσει το πράγμα κάποια παρηγοριά.
Ε.Π.Ε. 21,438
ελεούμε, διότι ελεούμεθα
Πολλές φορές είπα, ότι η ελεημοσύνη δεν υπάρχει στη ζωή για εκείνους, που λαμβάνουν, αλλά κυρίως για εκείνους που δίνουν. Διότι πραγματικά εκείνοι είναι, που ωφελούνται.
Ε.Π.Ε. 22,44
και τρυφηλή ζωή;
Θα χαθούν εκείνοι, που δεν έθρεψαν το Χριστό. Όμως τι κι αν τρέφης τον Χριστό, εφ’ όσον κάνεις τέτοιες σπατάλες και ζης με τρυφηλότητα; Όλα τότε είναι περιττά.
Ε.Π.Ε. 22,232
προσκλητήριο στο Χριστό
Τους καλούς, που γνωρίζεις, αυτούς να προσκαλής στο γάμο. Και να τους προτρέπης ν’ αρκούνται σε όσα υπάρχουν. Κανένας από τους χορευτές και τις χορεύτριες να μη προσκαλήται, διότι αυτοί είναι έξοδα περιττά και άσχημα. Και πριν από όλους να καλέσης τον Χριστό. Και ξέρεις το πως. Ξέρεις δια μέσου τίνος θα Τον καλέσης. Ο ίδιος μας είπε, πως όποιος κάνει κάτι γι’ Αυτόν, είναι σαν να το έκανε σ’ Εκείνον. Να μη θεωρήσης δυσάρεστο και υποτιμητικό το να προσκαλής τους φτωχούς για το Χριστό. Δυσάρεστο είναι να προσκαλής πόρνες.
Ε.Π.Ε. 22,350
και από πολυτέκνους
Δεν είναι η φροντίδα των παιδιών που κάνει τον άνθρωπο να μαζεύη χρήματα. Πρόκειται για αρρώστια της ψυχής. Εξ’ αίτιας της και πολλοί άτεκνοι συλλέγουν χρήματα. Και αντίθετα, άλλοι, ενώ είναι πολύτεκνοι, περιφρονούν και όσα έχουν και είναι έτοιμοι να τα προσφέρουν.
E.Π.E. 22,560
ψευτοελεημοσύνη
Άκουσε τι λέει εκείνος ο Ζακχαίος του Ευαγγελίου: «Και σ’ αυτούς που έκλεψα, επιστρέφω τετραπλάσια τα κλεμμένα». Ενώ εσύ αρπάζεις μύρια τάλαντα. Και αν τυχόν συμβή και δώσης λίγες δραχμές, νομίζεις πως έχεις αποδώσει το παν και καμαρώνεις σαν να έχης δώσει περισσότερα.
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 172-178)
138. «ότε εγένετο ετών δώδεκα, αναβάντων αυτών εις Ιεροσόλυμα» (Λουκ. β’ 41).
Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ, σαν καλοί Ιουδαίοι, ανέβαιναν να προσκυνήσουν στα Ιεροσόλυμα, μια φορά το χρόνο. Για τις μέρες που έλειπαν άφηναν τον μικρό Ιησού στους συγγενείς, όπως φαίνεται έκαναν και όλοι οι άλλοι Ιουδαίοι. Τη χρονιά όμως που ο Ιησούς συμπλήρωσε τα δώδεκα, τον πήραν μαζί τους, σύμφωνα με τα Ιουδαϊκά έθιμα. «Κατά την ηλικίαν των δώδεκα ετών πάς Ισραηλίτης παίς καθίστατο υιός του νόμου και ήρχιζε να υποτάσσηται εις τας περί εορτών, νηστείας και των τούτοις ομοίων διατάξεις αυτού» (ΥΛ, 116).
Οι χριστιανοί γονείς, κατά το υπόδειγμα της Θεοτόκου και του Ιωσήφ, έχουν χρέος να εκκλησιάζωνται και όταν τα παιδιά τους είναι μικρά και όταν αυτά μεγαλώσουν. Όταν μάλιστα κάθε παιδί συμπληρώνη τα δώδεκα, πρέπει να αρχίζη την ευσυνείδητη και υπεύθυνη συμμετοχή του στην πνευματική και εκκλησιαστική ζωή, της οποίας οι βασικές εκδηλώσεις είναι ο εκκλησιασμός και η θ. Κοινωνία.
Γενικά, οι χριστιανοί γονείς πρέπει να έχουν υπ’ όψιν τους τις τρεις βασικές μεθόδους εισαγωγής των παιδιών τους στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας.
Η πρώτη είναι η μύησις που αρχίζει από τη βρεφική ακόμα ηλικία του παιδιού, όπως είπαμε. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, πολύ σοφά καθιέρωσε το νηπιοβαπτισμό, σαν βασικό θεμέλιο της μετέπειτα μυήσεως των παιδιών στην «εν Χριστώ ζωή».
Η δεύτερη βασική μέθοδος της χριστιανικής ζωής είναι η έμπνευσις και όχι η επιβολή. Και έμπνευσις σημαίνει, ότι το παιδί πρέπει να βοηθηθή για ν’ αγαπήση τις εκδηλώσεις της χριστιανικής ζωής. Τα πρόσωπα, τα αντικείμενα, οι χώροι, ο χρόνος κλπ. όλα όσα θα χρησιμοποιηθούν για τη χριστιανική αγωγή του παιδιού πρέπει να είναι στοιχεία έλξεως και όχι απωθήσεως των παιδιών.
Και η τρίτη μέθοδος είναι η συνήθεια (το έθος). Η συμμετοχή δηλαδή στις εκδηλώσεις της χριστιανικής ζωής πρέπει να γίνη καλή συνήθεια για το παιδί. Ακόμη και στον Ιησού είχε γίνει «έθος» να πορεύεται στο Ναό των Ιεροσολύμων «κατ’ έτος» από την ηλικία των 12 ετών. Αυτός, που ήταν ο έμψυχος Ναός του Θεού, είχε συνηθίσει σαν άνθρωπος να πηγαίνη «κατ' έτος» και στον επίγειο ναό του Θεού.
Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου μ’ έπαιρνε μαζί του κάθε Κυριακή στην Εκκλησία. Ο κυριακάτικος εκκλησιασμός ήταν καθιερωμένη τακτική για όλη την οικογένεια. Πολύ αργότερα έμαθα το μυστικό της τακτικής αυτής: Όταν ο πατέρας μου, σε ηλικία 11 ετών, έφευγε από τα βουνά των Τζουμέρκων για να εργασθή στις πολιτείες του κάμπου, η μητέρα του —η γιαγιά μου— μαζί με την ευχή της του συνέστησε «να πηγαίνη κάθε Κυριακή στην Εκκλησία»... Ευλογημένες μητέρες!
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)
Παρηγοριά στους πενθούντες
-Πόση δύναμη χρειάζονται, Γέροντα, οι άνθρωποι, για να αντιμετωπίσουν τον αιφνίδιο θάνατο!
-Άμα έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής, βρίσκουν την δύναμη να αντιμετωπίσουν τον θάνατο, γιατί τον αντιμετωπίζουν πνευματικά. Με τα μηχανάκια πόσα παιδιά καταστρέφονται! Πόσα παλληκάρια σκοτώνονται με τις μοτοσυκλέτες! Σηκώνουν την μοτοσυκλέτα πίσω στην μία ρόδα, οπότε εύκολα τουμπάρουν και σπάζουν το κεφάλι τους. Το θεωρούν κατόρθωμα ποιος θα σηκώση την μοτοσυκλέτα περισσότερο!
«Κρατούσα, λέει, σούζα την μοτοσυκλέτα στην πίσω ρόδα και τουμπάρισα».
Ο διάβολος, βλέπεις, τι τους βάζει να κάνουν, για να χτυπήσουν στο κεφάλι; Γιατί αλλιώς, ακόμη κι αν είχαν κάποιο ατύχημα, μπορεί να χτυπούσαν αλλού και να μη σακατεύονταν. Για να επιτρέψη όμως ο Θεός την κακία
του διαβόλου ή την απροσεξία του άλλου, σημαίνει ότι θα βγή κάτι καλό.
-Τότε, Γέροντα, γιατί η Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ του διαφυλαχθήναι» από αιφνίδιο θάνατο;
-Εκείνο είναι άλλο. Ζητά από τον Θεό να μη μας βρη ο θάνατος ανέτοιμους.
-Γέροντα, μια μητέρα είναι απαρηγόρητη, γιατί το παιδί της πηγαίνοντας στην δουλειά σκοτώθηκε σε τροχαίο.
-Πες της: «Από κακότητα χτύπησε ο οδηγός το παιδί σου; Όχι. Εσύ, για να σκοτωθή το έστειλες στην δουλειά; Όχι. Να πης λοιπόν "δόξα Σοι ο Θεός", γιατί μπορεί να γινόταν ένα αλητάκι και ο Θεός το πήρε στην κατάλληλη ώρα. Τώρα είναι ασφαλισμένο στον Ουρανό. Τι κλαίς; Ξέρεις ότι βασανίζεις το παιδί με το κλάμα; Θέλεις να βασανίζεται το παιδί σου ή να χαίρεται; Φρόντισε να βοηθήσης τα άλλα παιδιά που έχεις και είναι μακριά από τον Θεό. Γι’ αυτά να κλαίς». [...]
Πόσες μητέρες προσεύχονται και ζητούν να είναι τα παιδιά τους κοντά στον Θεό!
«Δεν ξέρω, λένε, τι θα κάνης, Θεέ μου, θέλω να σωθή το παιδί μου· να είναι κοντά Σου». Αν τυχόν όμως ο Θεός δη ότι το παιδί θα παραστρατήση, ότι πηγαίνει στην καταστροφή και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθή, το παίρνει με αυτόν τον τρόπο. Επιτρέπει λ.χ. έναν μεθυσμένο να το χτυπήση με το αυτοκίνητο και να το σκοτώση, και έτσι το παίρνει κοντά Του. Αν υπήρχε περίπτωση να γίνη καλύτερο, θα έφερνε ένα εμπόδιο να αποφύγη το ατύχημα. Μετά ξεμεθάει και αυτός που χτύπησε το παιδί, έρχεται σε συναίσθηση και σε όλη του την ζωή τον πειράζει η συνείδησή του. «Εγκλημάτησα», λέει, και παρακαλεί συνέχεια τον Θεό να τον συγχωρήση. Σώζεται και αυτός. Η μάνα πάλι με τον πόνο της συμμαζεύεται, σκέφτεται τον θάνατο και ετοιμάζεται για την άλλη ζωή, οπότε σώζεται και αυτή. Βλέπετε πώς οικονομάει ο Θεός από την προσευχή της μάνας να σώζωνται ψυχές; Αν όμως οι μητέρες δεν το καταλαβαίνουν αυτό, τα βάζουν με τον Θεό! Τι τραβάει και ο Θεός με εμάς!
Όταν κανείς παύη να αντιμετωπίζη τα πράγματα κοσμικά, βρίσκει ανάπαυση.
Γιατί, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να παρηγορηθή αληθινά, αν δεν πιστέψη στον Θεό και στην αληθινή ζωή, την μετά θάνατον, την αιώνια; [...]
-Γέροντα, άκουσα ότι, όταν κάποιος δολοφονήται, εξιλεώνεται, γιατί παίρνει τις αμαρτίες του ο δολοφόνος.
-Έχει ελαφρυντικά κατά κάποιον τρόπο. Μπορεί να πη στον Θεό: «Εγώ θα μετανοούσα, αλλά αυτός με σκότωσε». Έτσι θα πέση το βάρος στον δολοφόνο. Μερικοί που δεν τους κόβει λένε: «Αν υπήρχε Θεός, δεν θα άφηνε να γίνωνται συνέχεια εγκλήματα· θα τιμωρούσε τους εγκληματίες». Δεν καταλαβαίνουν ότι ο Θεός αφήνει τους εγκληματίες να ζήσουν, για να είναι αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως, που δεν μετανόησαν, παρόλο που τους έδωσε χρόνια, για να μετανοήσουν, ενώ εκείνους που σκοτώνονται θα τους τακτοποιήση.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, "Οικογενειακή Ζωή", Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σ. 265-267)
"Το χέρι του ιερέα"
Ένα απογευματινό ανοιξιάτικο βρίσκουμε τον π. Πορφύριο
να φροντίζει τις φράουλες ξαπλωμένος σχεδόν στη γη.
Διαλέγει φράουλες και μας προσφέρει να γευτούμε τους
καρπούς της γης. Και εκεί κουβεντιάζουμε. Χωρίς πολλές συμβουλές
και ηθικολογίες τέμνει βαθιά την ψυχή και ρίχνει το βάλσαμο
της χάρης του Θεού. Ακτινοβολεί τέτοιες ώρες και λάμπει
και χαίρεται σαν παιδί. Μας μιλάει ασταμάτητα για την ευχή.
Για την νοερά προσευχή. Άλλοτε μας λέει και μας εξηγεί τη σημασία
της ευλογίας από τον ιερέα για το χειροφίλημα.
"Το χέρι του ιερέα!" λέει με θαυμασμό και έκσταση.
"Τι σπουδαίο πράγμα, ε; Τι μυστήριο!" Μιλάει απλά και ταπεινά,
τονίζοντας κι επαναλαμβάνοντας πως ξέρει πολύ λίγα γράμματα: "Δημοτικού!"[Ί 237].
("Ανθολόγιο Συμβουλών", Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σ.226)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 22-30. Πόσοι θα σωθούν. Η στενή πύλη.
13.25 ἀφ᾽ οὗ(1) ἂν ἐγερθῇ(2) ὁ οἰκοδεσπότης(3) καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν(4),
καὶ ἄρξησθε(5) ἔξω ἑστάναι καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες,
Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ ἀποκριθεὶς ἐρεῖ ὑμῖν, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς(6) πόθεν ἐστέ(7).
25 Όταν έρθει η ώρα, θα σηκωθεί ο οικοδεσπότης και θα μανταλώσει την πόρτα·
κι εσείς θα σταθείτε απ’ έξω και θ’ αρχίσετε να χτυπάτε λέγοντας “Κύριε, άνοιξέ μας”.
Τότε εκείνος θα σας απαντήσει: “δε σας ξέρω από πού είστε”.
(1) Με διάφορους τρόπους συνέδεσαν αυτήν την πρόταση.
Ή, την εξάρτησαν από τα προηγούμενα, αφού χώρισαν με απλό κόμμα το «ουκ ισχύσουσιν»
από το «ἀφ᾽ οὗ ἂν ἐγερθῇ»=Δεν θα μπορέσουν να μπουν, όταν σηκωθεί ο οικοδεσπότης
και κλείσει την πόρτα» (L.p). Ή, εξάρτησαν από το ἀποκριθεὶς ἐρεῖ.
Ή, πιο σωστά, από το άρξεσθε του σ. 26, όπου το «τότε» σημειώνει σαφώς την έναρξη
της τραγικής αυτής σκηνής, την οποία ο Κύριος είχε υπ’ όψη εξ’ αρχής (g).
Το ἀφ᾽ οὗ που συνενώνεται απότομα, παρουσιάζεται πολύ έντονο. Η απόδοση της πρότασης
είναι στο «τότε» του σ. 26 (b).
(2) Να σηκωθεί από το τραπέζι, για να κλείσει την πόρτα (b).
Η θύρα του ελέους και της χάρης παρέμεινε για πολύ ανοιχτή σε αυτούς,
αλλά δεν αγωνίστηκαν για να μπουν από αυτήν. Έγινε τώρα θύρα άρνησης και αποκλεισμού.
Έτσι συνέβη και όταν ο Νώε βρισκόταν ασφαλής στην κιβωτό και ο Θεός έκλεισε την πόρτα της,
για να αποκλείσει την είσοδο σε αυτήν όλων εκείνων, οι οποίοι κατά την προσέγγιση
του κατακλυσμού εξαρτούσαν από το χέρι τους την σωτηρία τους.
(3) «Αναφέρει παραβολή που κρεμάει τον φόβο πάνω σε αυτούς που αμελούν την σωτηρία τους.
Διότι επινοεί έναν οικοδεσπότη που κάθεται και υποδέχεται τους φίλους του
και έπειτα σηκώνεται και κλείνει την πόρτα του σπιτιού του και δεν επιτρέπει στους άλλους να μπουν.
Εννοείται βεβαίως ότι οικοδεσπότης είναι ο ίδιος, ενώ σπίτι είναι η βασιλεία των ουρανών» (Ζ).
(4) Κλείνει την πόρτα έτσι ώστε όλοι εκείνοι, οι οποίοι δεν βίασαν τους εαυτούς τους
και δεν αγωνίστηκαν για να μπουν, παραμένουν ακόμη έξω. Ποια θα είναι η στιγμή αυτή; (g).
«Με το ότι κάθεται μεν και υποδέχεται τους φίλους του, φανερώνεται το ότι αναμένει
μέχρι τη συντέλεια του κόσμου και υποδέχεται τους άξιους· ενώ με το ότι σηκώνεται
και κλείνει την πόρτα, δηλώνεται το τέλος του κόσμου» (Ζ), ή και το τέλος του παρόντος βίου
για τον καθένα από εμάς, «διότι όσο είμαστε στη ζωή, βαδίζεται ο δρόμος της αρετής,
μετά όμως την αποβίωση από εδώ, δεν βαδίζεται» (Θφ).
(5) Το άρξησθε μπήκε σε β΄ πρόσωπο, διότι ο Σωτήρας μιλά στους σαρκικούς και χλιαρούς ακροατές
μεταξύ των παρόντων, οι οποίοι είναι από αυτούς που δεν μπορούν να μπουν=Και
όταν αρχίσετε να στέκεστε έξω από την πόρτα και να την χτυπάτε (δ).
(6) «Γνώση εδώ δεν εννοεί απλώς το ότι τους ξέρει, αλλά την οικειότητα από την μεταξύ
τους κοινωνία, που έχει χάρη και τιμή. Διότι αν ακριβώς η γνώση φανερώνει σε μας
μόνο το ότι ξέρει απλώς, πώς αγνόησε κάποιους από αυτούς που υπάρχουν…
αυτός που ξέρει τα πάντα και πριν δημιουργηθούν;… Δεν ξέρω, λέει, να γίνατε εραστές της αρετής·
δεν ξέρω να τιμήσατε τον λόγο μου, αλλά ούτε να ενωθήκατε με μένα με πράξεις αγαθές» (Κ).
Δες Ματθ. ζ 22,23 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις.
(7) Δεν σας ξέρω. Δεν συγκαταλέγεστε στους οικείους μου. Δεν σας ξέρω από πού είστε.
Δεν κατάγεστε από εμένα· δεν είστε από αυτούς που γεννήθηκαν από ψηλά·
δεν είστε κλαδιά του σπιτιού μου και του αμπελιού μου.
Έλαβα, παιδί μου, την επιστολή σου, και είδα σ’ αυτή την ανησυχία σου.
Όμως μη λυπάσαι, παιδί μου. Μην ανησυχείς τόσο. Και αν πάλι έπεσες, πάλι σήκω. Ονομάσθηκες ουρανοδρόμος. Δεν είναι, παράξενο να σκοντάφτει εκείνος που τρέχει. Μόνον χρειάζεται να έχει υπομονή και μετάνοια κάθε στιγμή.
Βάζε λοιπόν μετάνοια συνεχώς, όταν σφάλεις, και μη χάνεις καιρό. Γιατί, όσον αργείς να ζητήσεις συγχώρηση, τόσον δίνεις άδεια στον πονηρό να απλώνει μέσα σου ρίζες. Μην τον αφήνεις να αποκτά δικαιώματα εις βάρος σου.
Λοιπόν μην απελπίζεσαι όταν πέφτεις, αλλά αφού σηκωθείς πρόθυμα βάζε μετάνοια λέγοντας· – Συγχώρησέ με, Χριστέ μου, άνθρωπος είμαι και ασθενής.
Δεν είναι εγκατάλειψη αυτό. Αλλά, επειδή έχεις ακόμα μεγάλη υπερηφάνεια κοσμική, κενοδοξία πολλή, σε αφήνει ο Χριστός μας να σφάλλεις, να πέφτεις. Να μαθαίνεις κάθε μέρα αισθητά την αδυναμία σου και να υπομένεις τους φταίχτες. Να μην κατακρίνεις τους αδελφούς, εάν σφάλλουν, αλλά να τους υπομένεις.
Ώστε, όσες φορές πέφτεις, πάλι να σηκώνεσαι, και αμέσως να ζητάς τη συγχώρηση.
Μην αφήνεις λύπη στην καρδιά σου. Διότι η χαρά του πονηρού είναι η λύπη, η αθυμία, από την οποία γεννιούνται πολλά και με τα οποία γεμίζει πικρία η ψυχή αυτού που τα έχει. Ενώ η διάθεση του μετανοούντος λέει: «Ήμαρτον, συγχώρησον, Πάτερ»! Και διώχνει τη λύπη. «Μήπως, λέει, δεν είμαι άνθρωπος ασθενής; Λοιπόν, τι πρέπει να κάνω»; Πράγματι, παιδί μου, έτσι είναι. Έχε θάρρος.
Μόνον όταν έλθει η χάρις του Θεού, τότε στέκει στα πόδια του ο άνθρωπος. Αλλιώς, χωρίς χάρη, πάντοτε παρασύρεται και πάντοτε πέφτει. Να έχεις ανδρεία λοιπόν και μη φοβάσαι καθόλου.
Είδες πώς υπέμεινε τον πειρασμόν ο αδελφός που γράφεις; Το ίδιο κάνε και συ. Απόκτησε γενναίο φρόνημα στους πειρασμούς που έρχονται εναντίον σου. Πάντως θα έλθουν. Έχεις ανάγκη απ’ αυτούς. Γιατί αλλιώς δεν καθαρίζεσαι. Άφησε τι λέει η ακηδία και η ραθυμία σου. Μην τους φοβάσαι. Καθώς με τη χάρη του Θεού πέρασαν οι προηγούμενοι, έτσι θα περάσουν και αυτοί, αφού κάνουν το έργο τους.
Φάρμακα είναι οι πειρασμοί και βότανα ιατρικά, που θεραπεύουν τα πάθη τα φανερά και τις αόρατες πληγές μας.
Έχε λοιπόν υπομονή για να κερδίζεις καθημερινά, να αποταμιεύεις μισθό, ανάπαυση και χαρά στην ουράνια Βασιλεία. Γιατί έρχεται νύχτα, δηλ. ο θάνατος, που τότε κανείς πλέον δεν μπορεί να εργασθεί. Γι’ αυτό τρέξε. Είναι λίγος ο καιρός.
Γνώριζε δε και αυτό· ότι καλλίτερα είναι μια ημέρα ζωής γεμάτη νίκες με βραβεία και στεφάνια, παρά χρόνια πολλά και να ζεις με αμέλεια. Γιατί μιας ημέρας αγώνας με γνώση και αίσθηση ψυχής, ισχύει για πενήντα χρόνια κάποιου άλλου, χωρίς γνώση αλλά που αγωνίζεται με αμέλεια.
Χωρίς αγώνα και χωρίς να χύσεις αίμα μη περιμένεις να ελευθερωθείς από τα πάθη. Αγκάθια και τριβόλια φυτρώνει η γη μας μετά την παράβαση. Πήραμε εντολή για κάθαρση· αλλά με πόνο πολύ, με ματωμένα χέρια, και με πολλούς αναστεναγμούς ξεριζώνονται. Κλάψε λοιπόν, χύσε δάκρυα ποταμούς, και μαλακώνει η γη της καρδιάς σου. Και, αφού το χώμα βραχεί, εύκολα ξεριζώνεις τα αγκάθια.
("Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας", εκδ, Ι.Μ. Φιλοθέου, Άγ. Όρος, σελ. 127-129)
«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίχτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχει ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε «ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον. Και ο άγιος "ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσεις με την βοήθεια του Θεού θα το πάρω εγώ και συ θα λάβης από εμέ αργυρό νόμισμα για την τιμή του ψαριού". Ο αλιεύς λοιπόν πετά το αγκίστρι όσο γρηγορότερα μπορούσε προς το μέσο του ποταμού, και — ω Χριστέ, τι θαύματα και τι δύναμη έχουν οι άγιοί σου! — χωρίς να περιμένη καθόλου, το σήκωσε με το χέρι και ανέσυρε από εκεί μεγάλο ψάρι. Μόλις δε ο αλιεύς ανελπίστως είδε το μεγάλο ψάρι που ψάρεψε, το λαμβάνει και το φυλάγει κάτω από το ένδυμά του. Λέγει ο άγιος "πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε και δώσε μου το ψάρι που αλίευσες στ’ όνομά μου". Αυτός όμως απαντά: "το χρεωστώ στον τάδε πατρίκιο και δεν το πωλώ". Ο δε άγιος αντιλαμβανόμενος από αυτό την κακία και την αδικία της ψυχής του, τον εγκατέλειψε και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα καταράσθηκε την αδικία και αμέσως το ψάρι ξέφυγε από το ένδυμα και πηδώντας ψηλά εξακοντίσθηκε στη μέση του ποταμού και αφήνει τον αγνώμονα όπως πρώτα αδειανό» (τ. 19Α, σελ. 253-255).
«Και εάν κάποιος σου αφαιρέσει χρυσό ή κάτι άλλο λαθραία ή φανερά, δανειζόμενος τυχόν ή αρπάζοντάς το, έπειτα δεν θελήσει να σου το δώσει, κακοπραγώντας ή εξ αιτίας φτώχειας, κι εσύ δεν το υποφέρεις με ευχαρίστηση και αμνησικακία, αλλά σύρεις εκείνον που το άρπαξε στα δικαστήρια και μισθώσεις συνηγόρους, ζητώντας βοήθεια από τους ανθρώπους, και παρουσιάζεσαι στο δικαστήριο στενοχωρούμενος, λυπούμενος, οδηγώντας και σύροντας τον αδελφό σε δίκη, χρησιμοποιώντας όρκους και ψευδορκίες και αναγκάζοντάς τον να ορκίζεται και να επιορκεί και να ψεύδεται, πράγμα που είναι χειρότερο όλων των άλλων, και μαζί μ’ αυτά τον παραδώσεις στις φυλακές και ενεργείς και πράττεις τα πάντα, ώστε να λάβεις όσα σου χρωστάει, πώς δεν είσαι φανερώς πολέμιος και του εαυτού σου;» (τ. 19Γ, σ. 219).
«και σ’ εκείνον που θέλει να δικασθεί με σένα και να λάβει τον χιτώνα σου να του αφήνεις και το ιμάτιο, κι όχι μόνο αυτό, αλλά να προσφέρεις και την ίδια σου την ζωή στο θάνατο για την εντολή του Θεού, όταν δικάζεις για χαμένα χρήματα, παραβαίνοντας την προσταγή του Θεού, λυπούμενος, στενοχωρούμενος, και ρίχνοντας τον αδελφό σου στις φυλακές, δεν είσαι ολοφάνερα μανιακός, παροργίζοντας και πολεμώντας τον Θεό και αποστερώντας τον εαυτό σου από την αιώνια ζωή;» (τ. 19Γ, σ. 221).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Αποκείρεται (κάμει την κουρά ο Συμεών) από αυτόν όχι μόνο τον εξωτερικό αλλά και τον εσωτερικό άνθρωπο, και ονομάσθηκε Αρσένιος» (τ. 19Α, σ. 107).
«Εσύ που φεύγεις τον κόσμο, κύτταξε να μη δώσης από την αρχή την ψυχή σου σε παράκληση να εγκατασταθής σ’ αυτόν, έστω και αν όλοι οι συγγενείς και φίλοι σε αναγκάζουν να το πράξης. Τούτο το υποβάλλουν οι δαίμονες, για να σβήσουν την θέρμη της καρδιάς σου· διότι και αν δεν μπορέσουν να εμποδίσουν τελείως την πρόθεσί σου, οπωσδήποτε θα την καταστήσουν χαυνότερη και ασθενέστερη. Όταν ευρεθής ανδρείος και ασυγκίνητος απέναντι σε όλα τα ευχάριστα του βίου, τότε οι δαίμονες, μεταστρέφοντας δήθεν σε συμπάθεια τους συγγενείς, τους κάνουν να κλαίουν και να θρηνούν για σένα ενώπιόν σου. Θα καταλάβεις ότι τούτο είναι αληθινό, όταν εσύ μεν μείνης αμετάστροφος και σ’ αυτήν την επίθεση, τους δε συγγενείς δεις να εξάπτονται ξαφνικά σε μανία και μίσος εναντίον σου, να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν να σε βλέπουν. Βλέποντας την θλίψι που δοκιμάζουν για σένα οι γονείς και οι αδελφοί και οι φίλοι, να γελάς για τον δαίμονα που ποικιλοτρόπως υποκινεί να γίνονται αυτά εναντίον σου» (τ. 19Α, σ. 401).
«Πολλοί μακάρισαν τον ερημικό βίο, άλλοι τον μικτό, δηλαδή τον κοινοβιακό, άλλοι δε το να κυβερνούν λαό, να νουθετούν, να διδάσκουν και να διοικούν εκκλησίες· από αυτά τα λειτουργήματα πολλοί διατρέφονται ποικιλοτρόπως, σωματικώς και ψυχικώς. Εγώ όμως δεν προέκρινα των άλλων κανένα από αυτούς ούτε θα θεωρούσα τον ένα άξιο επαίνου και τον άλλον άξιο ψόγου, αλλά σε κάθε περίπτωση και σε όλα τα έργα και τις πράξεις παμμακάριστος είναι ο βίος για τον Θεό και κατά τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 515).
«Όσο οι ζώντες ανάμεσα στον κόσμο και καθαρεύοντες στις αισθήσεις και στις καρδιές από κάθε πονηρή επιθυμία, είναι επαινετοί και μακάριοι, τόσο οι διάγοντες στα όρη και τα σπήλαια, αν ποθούν τους επαίνους και μακαρισμούς και την δόξα των ανθρώπων, είναι ψεκτοί και καταφρονητέοι· διότι για τον Θεό που ερευνά τις καρδιές μας θα είναι σαν μοιχοί. Πραγματικά όποιος επιθυμεί ν’ ακουστεί ο βίος του και το όνομα και η πολιτεία του στον κόσμο, απομακρύνεται από τον Θεό και πορνεύει, όπως λέγει ο Δαβίδ, κατά το παλαιό παράδειγμα του λαού των Ιουδαίων» (τ. 19α, σ. 517).
«Εάν, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, ήρθες να καρείς και να γίνεις μοναχός, επειδή σκέφθηκες μόνον να τρώγεις και να πίνεις μαζί με τους εδώ αδελφούς, ευρίσκοντάς τα όλα έτοιμα δήθεν από μόνα τους, άκουσε, και εγώ θα σου ειπώ όσα πρόκειται να συναντήσεις. Πρώτα, που είναι και το πιο σημαντικό, γνώριζε ότι δεν συμφιλιώθηκες με τον Θεό ούτε έγινες οικείος του, αλλ’ έχεις θεωρηθεί εχθρός και επίβουλος αυτού. Και πώς δεν είσαι επίβουλος αυτού, όταν άλλα σκέφτεσαι στην καρδιά σου και άλλα υπόσχεσαι μπροστά σ’ όλους, και πιστεύεις ότι θα διαφύγεις την προσοχή του αλάθητου Θεού; Εκείνος χωρίς εξαίρεση δίνει προς όλους την εντολή λέγοντας, «μη μεριμνήσετε για την αυριανή ημέρα, τι θα φάτε, ή τι θα πιείτε ή τι θα φορέσετε», ενώ εσύ γι’ αυτόν τον λόγο εκάρης μοναχός, δηλαδή μόνο για να είσαι αδελφός και να μετέχεις στα αποκτήματα και στα πράγματα, τα οποία ίσως, αν ήσουν στον κόσμο, δεν θα αποκτούσες. Ο απόστολος συμβουλεύει λέγοντας, «όταν έχομε τροφές και σκεπάσματα σ’ αυτά ν’ αρκούμαστε», εσύ αντίθετα, επειδή ούτε στην κάλυψη αυτής της ανάγκης δεν αρκείσαι, κλέβεις και οικειοποιείσαι τα πράγματα της μονής» (τ. 19Γ, σ. 347).
«(τι θα απολογηθώ στην Κρίση;) Ότι εγκαταλείψαμε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου; Αλλ’ αυτά δεν τα μισήσαμε με όλη την ψυχή μας. Διότι αυτό είναι η αληθινή αναχώρηση από τον κόσμο και από τα πράγματα του κόσμου, το να μισήσεις δηλαδή μετά την φυγή σου από τον κόσμο και ν’ αποστραφείς τα του κόσμου» (τ. 19Γ, σ. 465).
«Αδελφέ, να θεωρείς ότι αυτή λέγεται τέλεια αναχώρηση από τον κόσμο, η ολοκληρωτική δηλαδή απονέκρωση του θελήματός σου» (Συμεών Ευλαβής), (τ. 19Γ, σ. 509).
«Πρέπει όμως ν’ αποβάλλεις και το ίδιο το φρόνημα της σάρκας, όπως πριν από λίγο τους χιτώνες, και σύμφωνα με τη στολή, που ντύθηκες για τον Χριστό, ν’ αποκτήσεις τους τρόπους της ψυχής και κυρίως το πνευματικό σου φρόνημα. Και ακόμα να ντυθείς τον φωτεινό χιτώνα με τη μετάνοια, ο οποίος είναι το ίδιο το Πνεύμα το άγιο. Και αυτό δεν γίνεται αλλιώς, παρά με την επίμονη εργασία των αρετών και την υπομονή των θλίψεων. Διότι, όταν θλίβεται η ψυχή από τους πειρασμούς κινείται σε δάκρυα, και τα δάκρυα τότε, καθαρίζοντας την καρδιά, την κάμνουν ναό και οικητήριο του αγίου Πνεύματος. Διότι για τη σωτηρία και την τελειότητα δεν αρκεί μόνο η περιβολή του σχήματος και ο εξωτερικός στολισμός του σώματος, αλλ’ είναι ανάγκη να στολίσουμε, όπως τον εξωτερικό, έτσι και τον εσωτερικό μας άνθρωπο με την περιβολή του αγίου Πνεύματος και να θυσιάσουμε τελείως τους εαυτούς μας κατά την ψυχή και το σώμα στον Θεό» (τ. 19Δ, σελ. 55-57).
«Κάποιος με το όνομα Γεώργιος (ο Συμεών), όντας νέος στην ηλικία (περίπου είκοσι ετών) και κατοικώντας στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια τα δικά μας, … γνωρίσθηκε με κάποιον άγιο μοναχό, που ζούσε σε ένα από τα μοναστήρια της πόλεως. Αφού απέθεσε σ’ αυτόν τα της ψυχής του, έλαβε απ’ αυτόν μικρή εντολή μόνο για υπόμνηση. Ο νέος αυτός ζήτησε να λάβει βιβλίο απ’ αυτόν, που να περιέχει διηγήματα για την πολιτεία των μοναχών και για την πρακτική τους άσκηση, και ο γέροντας του δίνει το βιβλίο του Μάρκου του μοναχού, που διδάσκει για τον πνευματικό νόμο. Αφού το έλαβε ο νέος αυτό σαν σταλμένο από τον ίδιο τον Θεό και ελπίζοντας ότι θα κερδίσει απ’ αυτό κάτι το μεγάλο, το διάβασε ολόκληρο με πόθο και προσοχή. … Αφού λοιπόν πληγώθηκε με την αγάπη αυτού και την επιθυμία, ζητούσε με ελπίδα το πρώτο και μη φαινόμενο κάλλος. Όπως με βεβαίωσε με όρκους, δεν έκαμε τίποτε άλλο, παρά μόνο εκτελούσε κάθε βράδυ τη μικρή εντολή που του δόθηκε από τον άγιο εκείνο γέροντα και έπειτα κοιμόταν επάνω στην κλίνη. Όταν λοιπόν η συνείδηση του έλεγε, ‘Κάνε οπωσδήποτε και άλλες μετάνοιες και πρόσθεσε και άλλους ψαλμούς, και λέγε περισσότερο το "Κύριε, ελέησον", διότι μπορείς’, υπάκουε σ’ αυτήν με προθυμία και χωρίς δισταγμό, σαν να λεγόταν αυτό από τον ίδιο τον Θεό έτσι τα έκαμνε όλα. Και από τότε δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να του λέγει ‘Γιατί δεν το έκανες αυτό;’. Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν χωρίς παράλειψη και ενώ εκείνη ημέρα με την ημέρα πρόσθετε και άλλα λόγια, σε λίγες ημέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή ακολουθία. Την ημέρα βέβαια φρόντιζε την οικία κάποιου πατρικίου και μετέβαινε καθημερινά στο παλάτι, μεριμνώντας για όσα αρμόζουν στον βίο, και για το λόγο αυτό δεν γίνονταν φανερά τα πραττόμενα σε κανένα άνθρωπο. Γι’ αυτό κάθε εσπέρα χύνονταν δάκρυα από τα μάτια του και έκαμνε συχνότερα γονυκλισίες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, έχοντας κολλημένα και αμετακίνητα τα πόδια του μεταξύ τους σε στάση, και διάβαζε ευχές προς την Θεοτόκο με πόνο, με δάκρυα και στεναγμούς και, σαν να ήταν παρών ο Κύριος σωματικώς, έτσι έπεφτε στα άχραντα πόδια του και ζητούσε ως τυφλός να ελεηθεί και ν’ αναβλέψει ψυχικά. Και ενώ η προσευχή αυξανόταν κάθε εσπέρα, διαρκούσε μέχρι το μεσονύκτιο, χωρίς καθόλου να κυριεύεται από χαύνωση ή αδιαφορία κατά την ώρα της προσευχής …χωρίς να έκανε ο νέος εκείνος περισσότερα, παρά μόνο εκείνα που άκουσε, με ορθή πίστη και αδίστακτη ελπίδα. … Αλλά, αφού ο νεανίας εκείνος απέρριψε κάθε άλλη εμπαθή και φιλήδονη σκέψη, τόσο πολύ φρόντιζε, όπως ορκιζόταν, για τα λεγόμενα από την συνείδησή του, ώστε να συμπεριφέρεται με αναισθησία προς όλα τα άλλα αισθητά πράγματα του βίου χωρίς να παίρνει ούτε και τη βρώση και την πόση με ηδονή ή συχνότερα. Ακούσατε, αδελφοί μου, πόσα κατορθώνει η πίστη στο Θεό που βεβαιώνεται με έργα; Αντιληφθήκατε ότι ούτε η νεότητα είναι απόβλητη ούτε τα γηρατειά ωφέλιμα, εάν δεν υπάρχει σύνεση και φόβος Θεού; Μάθατε ότι δεν μας εμποδίζει το κέντρο της πόλεως να εκτελούμε τις εντολές του Θεού, εάν είμαστε δραστήριοι και επάγρυπνοι, ούτε ωφελεί η ησυχία ή η αναχώρηση από τον κόσμο, εάν δείχνουμε ραθυμία και αδιαφορία; …Ενώ ήταν προσκολλημένος μόνο στα του κόσμου και έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και ο νους του ποτέ δεν φαντάσθηκε κάτι υψηλότερο από τα γήινα …μόνο άκουσε γι’ αυτά και αμέσως πίστεψε, και τόσο πολύ, ώστε να επιδείξει και έργα που αρμόζουν στην πίστη, με τα οποία, αφού έλαβε φτερά η διάνοιά του, έφθασε στους ουρανούς και τη Μητέρα του Χριστού προσείλκυσε σε συμπάθεια και εξιλέωσε το θείο με την πρεσβεία εκείνης και κατέβασε μέχρι τον εαυτό του τη χάρη του Πνεύματος, και αυτή τον ενίσχυσε να φθάσει μέχρι τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι επιθυμούν και πολύ λίγοι το κατορθώνουν.… Διότι η αγάπη του ζητουμένου τον οδήγησε έξω από τον κόσμο και τη φύση και από όλα τα πράγματα, και τον κατεργάσθηκε όλον του Πνεύματος και φως. Και όλα αυτά αν και κατοικούσε μέσα στην πόλη και διαχειριζόταν οίκο και φρόντιζε για ελεύθερους και δούλους και έκαμνε και ενεργούσε όλα όσα αρμόζουν στον βίο» (τ. 19Δ, σελ. 251-259).
«Όποιος άρχισε να πράττει τα καλά με αδίστακτη πίστη και ολόψυχη πρόθεση και να αισθάνεται την ωφέλεια που απορρέει από αυτά, αυτός θα γνωρίσει από μόνος του, ότι μέγα εμπόδιο, σε όσους προτιμούν να ζουν κατά Θεό, είναι η μέριμνα του κόσμου και η διαβίωση μέσα σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 265).
«Πρόσεχε μόνο τον εαυτό σου και το εργόχειρό σου, όποιο και αν είναι αυτό» (τ. 19Δ, σ. 319).
«Μη λοιπόν καθίσεις, αγαπητέ, μαζί με αργόλογους ούτε να πεις, ‘Ας ακούσω κι εγώ τι λέτε’, αλλά, όπως λέχθηκε, κάνε μετάνοια και φύγε. Φύλαξε τη σιωπή και την ξενιτειά· την σιωπή λέγοντας στον εαυτό σου, ‘Τι καλό έχω εγώ για να πω, όντας ολόκληρος βόρβορος και μωρός, και όχι μόνο αυτό, αλλά και ξένος και ανάξιος να μιλώ και να ακούω ή να συναριθμούμαι με τους ανθρώπους;’· την ξενιτειά πάλι και την αποχή από όλους με το να σκέπτεσαι αυτά και να λες στον εαυτό σου, ‘Ποιος είμαι εγώ ο απορριμμένος και ευτελής, ο άσημος και φτωχός, που θα εισέλθω στο κελλί κάποιου; δεν θα με αποστραφεί μόλις με δει ως βδέλυγμα; άραγε δεν θα πει, Γιατί ήλθε σε μένα αυτός ο μιαρός για να μολύνει το κελλί μου;’. Τοποθέτησε μπροστά στους οφθαλμούς σου τις αμαρτίες σου, και πες τα αυτά όχι με τα άκρα των χειλέων, αλλά από την ψυχή» (τ. 19Δ, σ. 321).
«Εάν διατάχθηκες να διακονείς, παραστάσου σαν στον Χριστό και όχι σε ανθρώπους, διακονώντας τους όλους με ειλικρινή διάθεση και αγάπη, σαν να διακονείς αγίους, ή καλύτερα όπως είπαμε, τον ίδιο τον Χριστό, αγκαλιάζοντας τον καθένα τους με την ψυχή και παρέχοντάς τους με την αγάπη όλον σου τον εαυτό εκ προθέσεως, έχοντας τη βεβαιότητα ότι με τη διακονία σου προς αυτούς θα καρπωθείς αγιασμό» (τ. 19Δ, σελ. 321-3).
«Ο μοναχός που αποχωρίστηκε τον κόσμο κι αδιάκοπα συνομιλεί με μόνο το Θεό, βλέπει το Θεό κι ο Θεός τον βλέπει, τότε αγαπά κι ανταγαπιέται κι όπως φωτίζεται άρρητα γίνεται φως» (τ. 19Ε, σ. 77, στιχ. 1-4).
«Ποιος δε θα με κλάψει και σφοδρά δε θα πενθήσει, που ενώ απ’ τον κόσμο έφυγα και τα δικά του, τα αισθήματα δεν εγκατέλειψα του κόσμου; Έχω περιβληθεί των μοναχών το σχήμα κι ως κοσμικός τα κοσμικά αγαπώ, δόξα και πλούτο και ηδονές και τέρψεις. Το σταυρό του Χριστού πάνω στους ώμους μου σηκώνω μα να υποφέρω του σταυρού τις ταπεινώσεις αρνιέμαι ολότελα, καθόλου δεν τις θέλω, αλλά με τους επιφανείς θέλω ν’ ανακατεύομαι και να συνδοξαστώ μ’ αυτούς επιθυμώ» (τ. 19Ε, σ. 371, στιχ. 344-355).
«Μα σαν ενώθης με το Θεό και βασιλιά, δεν είσαι μόνος, αλλά στον αριθμό μετριέσαι των αγίων, αγγέλων ομοδίαιτος, συγκάτοικος δικαίων κι όλων στον ουρανό όσοι ζουν συγκληρονόμος γνήσιος. Πώς είναι μοναχός λοιπόν αυτός που ζει εκεί πάνω, όπου των οσίων ο χορός είναι και των μαρτύρων, όπου ο χορός των προφητών, των θείων αποστόλων, όπου είναι το αναρίθμητο το πλήθος των δικαίων, των ιεραρχών, των πατριαρχών, και των λοιπών αγίων; Μα όποιος φτάσει το Χριστό να ’χει ένοικό του μέσα, πέστε, πώς είναι δυνατόν να πούμε ότι είναι μόνος; Με το Χριστό μου είναι μαζί, ο Πατέρας και το Πνεύμα κι όποιος σαν με ένα με τους τρεις δεθεί, πώς είναι μόνος; Μόνος δεν είναι ο μοναχός με το Θεό ενωμένος, στην έρημο κι ας κάθεται κι ας ζει μέσα σε σπήλαιο» (τ. 19Ε, σ. 393, στιχ. 9-23).
«Αυτοί είναι οι γνήσιοι μοναχοί, που ζουν στη μοναξιά τους, που μόνοι είναι με το Θεό κι ο Θεός μ’ εκείνους μόνος» (τ. 19Ε, σ. 397, στιχ. 76-77).
«Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).
«Το μοναστήρι σαν νησί στη μέση της θαλάσσης οφείλουνε να κατοικούν κι ολόκληρος ο κόσμος να θεωρούν απάτητος γι’ αυτούς πώς έχει γίνει, σαν ένα χάσμα απέραντο που κυκλοτριγυρίζει όλο το μοναστήρι τους, ώστε μήτε απ’ τον κόσμο να ’ρχεται κάποιος στη μονή μήτε απ’ τη μονή-νήσο εκεί στον κόσμο να περνά και να κοιτά όλος πάθη ούτε και στην καρδιά ή στο νου τη μνήμη να ’χει τούτην, αλλά οφείλουν σαν νεκροί μπρος σε νεκρούς να στέκουν κι αναίσθητες τις αισθήσεις τους να ’χουν μπροστά σ’ εκείνους» (τ. 19ΣΤ, σ. 201, στιχ. 249-258).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)