436. Το σώμα μας είναι γη και στη γη επιστρέφει, όταν πεθαίνη και διαλύεται. Χώμα είσαι και στο χώμα θα καταλήξης. Αλλά μία ημέρα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία, όλα τα σώματα θα αναστηθούν. Δόξα στη δημιουργό σου δύναμι, Κύριε! Αξίωνέ μας να έχουμε συναίσθησι της χωμάτινης υπάρξεώς μας, της συντομίας της επιγείου ζωής μας και του αθανάτου μέλλοντος που μας επιφυλάσσεις. Όλοι είμαστε έργα των χεριών σου, «πρόβατα της νομής σου».
437. Η ζωή μας συνέχεται από το άφατο έλεος του Θεού. Πρέπει λοιπόν αέναα να ευχαριστούμε και να δοξάζουμε τον Ζωοδότη και Ευεργέτη μας. Η αγάπη μας προς τον Θεό και τον πλησίον μας, εικόνα του Θεού, μέλος μας, πρέπει να είναι πάντοτε μεγάλη και αδιάπτωτος. Αγαπώντας τον πλησίον μας, αγαπάμε τον Θεό. Σεβόμενοι κάθε άνθρωπο, σεβόμαστε την εικόνα του Θεού και τον εαυτό μας. Γιατί ο αδελφός μας είναι ένα άλλο κλήμα στην Άμπελο, η οποία είναι ο Χριστός. Όλοι ζούμε την ίδια ζωή, έχουμε την ίδια προέλευσι, την ίδια εμφάνισι, την ίδια αρχή και το ίδιο τέλος.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 187-188)
434. Ποτέ ας μην ξεχνάμε, ότι όλοι είμαστε ένα σώμα και ότι πρέπει ο ένας να κεντρίζη τον άλλο προς την αγάπη και τα καλά έργα. Ιδιαίτερα εμείς οι ποιμένες οφείλουμε να έχουμε υπ’όψι μας αυτό και να το εφαρμόζουμε. Ναι, πρέπει να έχουμε υπ’ όψι μας, ότι, αν η δική μας ψυχή είναι ειρηνική, αν εμείς πρώτοι είμαστε στερεοί στην πίστι και την ευσέβεια, τότε και το ποίμνιό μας θα είναι πιο στερεωμένο, πιο ειρηνικό, θα έχη πιο αγνή ζωή. Αν η κεφαλή είναι φωτεινή, θα είναι και τα μέλη φωτεινά. Αν όμως οι ψυχές μας είναι σκοτεινιασμένες από τα πάθη, η σκιά θα πέση και στο σώμα της Εκκλησίας, στο ποίμνιό μας. Γιατί υπάρχει στενή συνάφεια ανάμεσα στην κεφαλή και στα μέλη, ανάμεσα στον ποιμένα και στους πιστούς του. Γι’ αυτό ο Κύριος λέγει: «Λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε’ 16). «ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;;» (Ματθ. στ’ 23).
435. Αν δεν ήσαν ο Κύριός μας και η Παναγία Μητέρα του, αν δεν ήσαν οι Φύλακες Άγγελοι και οι Άγιοι, ο Διάβολος και οι δαίμονες θα έκλειναν τα χείλη όλων μας και δεν θα μας άφηναν να υμνούμε το όνομα του Κυρίου. Και αυτό θα συνέβαινε, γιατί έτσι ενεργούν πάντοτε τα πονηρά πνεύματα και, κάποτε, το επιτυγχάνουν, για ωρισμένους από μας. Ο Διάβολος ενδιαφέρεται να στομώνη τη θεία λατρεία.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 186-187)
«Επάλαισε (ο Συμεών) με πολλούς πειρασμούς για την δικαιοσύνη και διαφύλαξε έως το τέλος αήττητο το μαρτύριο της συνειδήσεώς του» (τ.19Α, σ. 105).
«Ο μακάριος λοιπόν Συμεών, που αποδείχθηκε εθελούσιος μάρτυς και χωρίς διωγμό τόσο κατά το μαρτύριο της συνειδήσεως όσο και κατά την υπομονή των πειρασμών που τον ευρήκαν χάριν της εντολής του Θεού, εξήλθε από το πατριαρχείο χαρούμενος» (τ. 19Α, σ. 225).
«Και σεις οι ίδιοι, αν θέλετε, πάσχοντας και τιμωρούμενοι υπέρ του Χριστού, μπορείτε να μαρτυρήσετε σαν εκείνους καθημερινώς, όχι μόνο ημέρα αλλά και νύκτα και κάθε ώρα. Και πώς θα γίνει αυτό; Αν και σεις παραταχθείτε εναντίον των ολεθρίων δαιμόνων, αν αντιστέκεστε πάντοτε κατά της αμαρτίας και του θελήματός σας. Πράγματι εκείνοι αγωνίζονταν προς τυράννους, ενώ εμείς έχουμε αγώνα προς τους δαίμονες και τα ολέθρια πάθη της σάρκας, τα οποία επιτίθενται τυραννικώς στις ψυχές μας κάθε ημέρα και νύκτα και ώρα και μας εκβιάζουν να πράξουμε πράγματα που δεν αρμόζουν στην θεοσέβεια και παροργίζουν τον Θεό. Αν λοιπόν σταθούμε απέναντι σ’ αυτά και δεν γονατίσουμε στη Βάαλ και δεν πεισθούμε στις συστάσεις των πονηρών δαιμόνων ούτε υπηρετήσομε τη σάρκα φροντίζοντας για τις επιθυμίες της, τότε εύλογα κι’ εμείς θα είμαστε μάρτυρες, αγωνιζόμενοι προς την αμαρτία, έχοντας δηλαδή στη μνήμη μας τους μάρτυρες και τα αφόρητα κτυπήματα που υπέστησαν και πολεμώντας γι’ αυτό κατά του διαβόλου· αλλ’ επίσης αποβλέποντας, και προς τους πόνους εκείνων και σκεπτόμενοι πόσο υστερούμε εμείς από την άθληση εκείνων και στενάζοντας από ψυχή, θ’ αξιωθούμε τα ίδια στεφάνια μ’ εκείνους, αν όχι κατά την ποσότητα, τουλάχιστο κατά την ποιότητα, σύμφωνα με την άνωθεν αγαθότητα του Θεού προς εμάς, και θα είμαστε αν όχι ίσοι κατά την παρρησία προς εκείνους, αλλά πάντως ίσοι στην υπομονή και την ευχαριστία για τα δεινά των πόνων. Εκείνοι σώθηκαν από τα έργα και τους πόνους της αθλήσεως, εμείς ελπίζουμε να σωθούμε από έργα και πόνους ασκήσεως και γενικά από τη φιλανθρωπία και χάρη του Δεσπότη· εκείνοι από ιδρώτες και αγώνες μαρτυρικούς, εμείς από δάκρυα και αγώνες ασκητικούς· εκείνοι από τη χύση του αίματός των, εμείς από την εκκοπή του θελήματός μας, με το να επιμένουμε πάντοτε και να έχουμε μέσα μας την θανατική καταδίκη και να δεχόμαστε κάθε ώρα το θάνατο, εκτείνοντας το λαιμό μας πρόθυμα για να πεθάνουμε για κάθε εντολή του Δεσπότη μας Θεού αντί να δεχθούμε να την παραβούμε έστω και μ’ ένα απλό λόγο» (τ. 19Γ, σελ. 151-3).
«Εκείνο που δίδεται για να αγορασθούν αυτά (οι αρετές) δεν είναι χρυσός, ούτε αργύριο, αλλά αίμα. Διότι ο καθένας μας που θέλει τα αγοράζει ένα προς ένα με αίμα. Πράγματι, εάν δεν σφαγιασθεί κάποιος αληθινά σαν πρόβατο για μία οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το αίμα του γι’ αυτήν, δεν θα την αποκτήσει ποτέ διότι ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε την αιώνια ζωή με τον κατά πρόθεση θάνατο. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε είσαι νεκρός. Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι μονές και οικίες των αρετών, για τις οποίες οφείλει κανείς να χύσει το αίμα του για να τις αποκτήσει… Πρώτη λοιπόν οικία είναι η μακάρια ταπείνωση. Διότι λέγει, «μακάριοι είναι οι πτωχοί στο πνεύμα, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών». Αυτός λοιπόν που θέλει να εισέλθει σ’ αυτήν την οικία και ν’ αποκτήσει μαζί μ’ αυτήν την βασιλεία των ουρανών, εάν πρώτα δεν παραδώσει τον εαυτό του για σφαγή δεμένον στα χέρια και στα πόδια του, σαν κριό, προ των πυλών της, για όλους εκείνους που θέλουν και δεν θυσιαστεί και δεν πεθάνει τελείως, θανατώνοντας το δικό του θέλημα, δεν θα εισέλθει ποτέ μέσα σ’ αυτήν, αλλ’ ούτε και θα την αποκτήσει· κι αν όχι αυτήν, τότε ούτε καμμιά από τις άλλες. Διότι δεν είναι δυνατό εκείνος που υπερβαίνει αυτήν να ευρεθεί ποτέ σε άλλη· ο Θεός τις έθεσε με τάξη και βαθμό» (τ. 19Γ, σ. 181).
«Κέρδος καλό για σένα το να κόψεις τα θελήματά σου, μάρτυρα συνειδήσεως σ’ αναδείχνει» (τ. 19Ε, σ. 87, στιχ. 10-11).
«Δόξα σ’ εσένα, βασιλιά, δόξα σ’ εσένα, οικτίρμων, που δίχως τύραννους στη γη, μάρτυρες έχεις δείξει, που μαρτυρούν κάθε στιγμή απ’ τον πόθο σου μονάχα. Πάλι ο Πατέρας μέσω Υιού ‘ναι’ είπε και το Πνεύμα πρόσθεσε· Αλήθεια, όσοι το Θεό με την καρδιά αγαπούνε κι υπομονεύουν μοναχοί με τη δική του αγάπη και με δικό τους θέλημα πεθαίνουνε κάθε ώρα, αυτοί και φίλοι γνήσιοι, αυτοί συγκληρονόμοι, αυτοί είναι και μάρτυρες με την προαίρεση μόνο, χωρίς ξεσμούς και σταυρωμούς και λέβητες κι εσχάρες, χωρίς φωτιά που κατατρώει, ξίφη που κομματιάζουν!» (τ. 19ΣΤ, σελ. 201-203, στιχ. 263-273).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«[ο Συμεών αναφέρει στον Πατριάρχη ότι δεν θα υποχωρήσει διότι για αυτόν ήταν θέμα πίστης η τιμή στον όσιο Συμεών τον Ευλαβή, τον Πνευματικό του]· Θέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγιο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάχτη κάτω από τα άγια πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσουμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξουμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά». «Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ αθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο (τον Πνευματικό του), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, 'όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα, τότε κι εμείς δεν θα πούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους'. Εάν πραγματικά, κάνοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξορίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε 'θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι». Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· «αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κυρ Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη» (τ.19Α, σελ. 221-225).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
στολή της ψυχής
Την ψυχή να ντύσουμε. Να φροντίσουμε να τη στολίσουμε. Και αυτό βέβαια να γίνεται σε όλη τη ζωή μας. Αν όμως δείξαμε σε τούτη τη ζωή αμέλεια, τουλάχιστον ας δείξουμε σύνεσι όταν πεθαίνουμε. Ν’ αφήσουμε παραγγελία στους δικούς μας ανθρώπους, να μας βοηθούν, σαν φύγουμε από τη ζωή αυτή, με την ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 14,694
και κτήρια
Αν έχης κάτι να ξοδέψης για τους φτωχούς, να προτιμήσης εκεί να τα δώσης, παρά εδώ για το Ναό. Να θρέψης διδάσκαλο, να θρέψης διάκονο και το ιερατείο της εκκλησίας. Ό,τι κάνεις όταν παίρνης γυναίκα ή νύφη ή δίνης για γάμο την κόρη σου, έτσι να φέρεσαι και προς την εκκλησία. Δώσε κάποια δωρεά και σ’ αυτήν.
Ε.Π.Ε. 15,528
με καθαρά χρήματα
Τίποτα ισάξιο δεν είναι της ελεημοσύνης, όταν αυτή προέρχεται από καθαρά ταμεία.
Ε.Π.Ε. 15,642-644
δέντρο
Το δέντρο της ελεημοσύνης φυτεύεται στη γη, αλλά φτάνει μέχρι τον ουρανό. Όταν θα πεθάνης, τότε θα σου δώση τον καρπό.
Ε.Π.Ε. 15,646-648
παντοιοτρόπως
Η ελεημοσύνη δεν γίνεται μόνο με χρήματα, αλλά και με πράγματα και με ωφέλιμες ενέργειες. Μπορούμε να προστατεύσουμε κάποιον, μπορούμε να βοηθήσουμε άλλον. Πολλές φορές η προστασία έκανε πιο μεγάλο όφελος από τα χρήματα. Μπορείς με χρήματα να ελεής; Μπορείς με συμπαράστασι; Μπορείς με ιατρική προσφορά; Μπορείς με λόγια αγάπης; Όπως μπορείς!
Ε.Π.Ε. 16α,64
χαρά της
Επιθυμείς την ευφροσύνη; Δώσε ελεημοσύνη. Προσκάλεσε το Χριστό στο τραπέζι σου, ώστε και όταν σηκώσης το τραπέζι, να εξακολουθής να είσαι χαρούμενος. Γιατί προσφέρεις πλούσιο τραπέζι στο σκουλήκι, και αφήνεις νηστικό τον Χριστό που πεινάει; Εκείνος πεινάει και συ καταστρέφεις τον εαυτό σου με τη γαστριμαργία;
Ε.Π.Ε. 16α,124-126
άβατος στο Διάβολο
Ας είναι ο φτωχός φύλακας του σπιτιού. Τείχος και φράχτης. Στο σπίτι της ελεημοσύνης δεν τολμά να πλησιάση ο διάβολος, ούτε κάτι από τα κακά. Τώρα έχουν τα σπίτια χώρο για το όχημα. Ο Χριστός περιπλανιέται γύρω -γύρω από το σπίτι, και Τον αφήνουμε τελικά έξω.
Ε.Π.Ε. 16β,30
ελεεί τον ελεούντα
Ζητάει ο Χριστός να του δίνης, όχι γιατί έχει ανάγκη, αλλά για να καλύψη τη δική σου ανάγκη... Ας περιφρονήσουμε, λοιπόν, τα χρήματα, για να μη καταφρονηθούμε από το Χριστό. Ας σπείρουμε στη γη με την ελεημοσύνη, για να θερίσουμε στον ουρανό.
Ε.Π.Ε. 16β,558-560
ετοιμάζει στεφάνι
Να φτιάξετε το στεφάνι σας με την ελεημοσύνη στο χέρι των φτωχών, ώστε και στην παρούσα ζωή να ζούμε με τις καλύτερες ελπίδες, και όταν θα απέλθουμε, να κερδίσουμε τα μύρια αγαθά.
Ε.Π.Ε. 17,268
μετά θάνατον ή εν ζωή;
Και με τη διαθήκη σου μπορείς να ωφεληθής, όχι βέβαια τόσο όσο ζούσες· είναι όμως δυνατόν. Με ποιο τρόπο; Αν γράψης το φτωχό μαζί με τους δικούς σου κληρονόμους και αφήσης και σ’ αυτόν ισάξιο μερίδιο κληρονομιάς. Δεν τον έθρεψες όσο ζούσες; Τουλάχιστον, όταν πεθάνης, που δεν θα είναι πια τίποτε δικό σου, δώσε με τη διαθήκη σου στο φτωχό τα δικά σου. Φιλάνθρωπος είναι πάντοτε ο Θεός, δεν ζητάει ακριβολογία από σένα. Βέβαια μεγαλύτερη θα είναι η αμοιβή σου, όταν τρέφης τους φτωχούς όσο ζης. Αν όμως κάτι τέτοιο δεν το έκανες, τουλάχιστο κάνε το δεύτερο, δηλαδή, άφησε τους φτωχούς συγκληρονόμους με τα παιδιά σου.
Ε.Π.Ε. 17,384
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 164-167)
«Εν τούτοις όμως, για ν’ αποδείξει (ο Συμεών) ότι είναι αθώος κάθε κατηγορίας και να ξεσκεπάσει όλη την αιτία της εξορίας του, όχι μόνο στους επισκέπτες του, αλλά και στους μακρινούς, τους τωρινούς και τους μεταγενεστέρους ανθρώπους, συντάσσει βιβλιάριο σχετικά με τις περιπέτειές του και το στέλνει μαζί με γράμμα στον πατριάρχη Σέργιο, γραμμένο με απλές και αφελείς λέξεις, και σ’ αυτό διακηρύσσει τρανώς την πίστη του και τις πεποιθήσεις του. Αφού λοιπόν έγραψε αυτά, τα αποστέλλει στον πατρίκιο Γενέσιο και στους άλλους άρχοντες, των οποίων ήταν διδάσκαλος ευσεβείας, για να τα προσκομίσουν στον πατριάρχη και τους αρχιερείς της Εκκλησίας. Οι διακεκριμένοι λοιπόν άρχοντες ανέβηκαν μαζί, συνάντησαν τον πατριάρχη πρώτα, άνοιξαν συζήτηση περί της εξορίας του αγίου και γέμισαν την ψυχή του με δέος δεικνύοντας το παράνομο της ενεργείας· έπειτα του παραδίδουν το βιβλιάριο και την επιστολή. Αυτός δε, παρατηρώντας ότι αυτοί που είχαν έλθει ήσαν πολλοί και επιφανείς και υπολογίζοντας την δύναμή τους, φοβήθηκε μήπως η υπόθεση φθάσει και μέχρι του βασιλέως και αποβεί σε σοβαρή κατάκρισή του· παραγγέλλει λοιπόν ν’ αναγνωσθούν αυτά ενώπιον της συνόδου. Καθώς δε αναγινώσκονταν και οι μητροπολίτες άκουγαν με προσοχή, πολλοί από αυτούς κατέκριναν με στεναγμούς τον αυτουργό των πραγμάτων αυτών σύγκελλο (τον μητροπολίτη συκοφάντη), πολλοί δε υπεστήριξαν το φρόνημα του αγίου και την καθαρότητα του βίου του» (τ. 19Α, σελ. 211-213).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Πρέπει όμως ν’ αποβάλλεις και το ίδιο το φρόνημα της σάρκας, όπως πριν από λίγο τους χιτώνες, και σύμφωνα με τη στολή, που ντύθηκες για τον Χριστό, ν’ αποκτήσεις τους τρόπους της ψυχής και κυρίως το πνευματικό σου φρόνημα. Και ακόμα να ντυθείς τον φωτεινό χιτώνα με τη μετάνοια, ο οποίος είναι το ίδιο το Πνεύμα το άγιο. Και αυτό δεν γίνεται αλλιώς, παρά με την επίμονη εργασία των αρετών και την υπομονή των θλίψεων. Διότι, όταν θλίβεται η ψυχή από τους πειρασμούς κινείται σε δάκρυα, και τα δάκρυα τότε, καθαρίζοντας την καρδιά, την κάμνουν ναό και οικητήριο του αγίου Πνεύματος. Διότι για τη σωτηρία και την τελειότητα δεν αρκεί μόνο η περιβολή του σχήματος και ο εξωτερικός στολισμός του σώματος, αλλ’ είναι ανάγκη να στολίσουμε, όπως τον εξωτερικό, έτσι και τον εσωτερικό μας άνθρωπο με την περιβολή του αγίου Πνεύματος και να θυσιάσουμε τελείως τους εαυτούς μας κατά την ψυχή και το σώμα στον Θεό» (τ. 19Δ, σελ. 55-57).
«Γιατί όσοι από νήπια το βάφτισμά σου πήραν κι ανάξια ζήσανε γι’ αυτό στο μάκρος της ζωής τους, πιότερη απ’ τους αβάπτιστους κατάκριση θε να ’χουν, ως είπες, γιατί πρόσβαλαν την άγια τη στολή σου· και τούτο ξέροντας σωστό, Σωτήρα μου, και βέβαιο μας έδωσες για δεύτερη κάθαρση τη μετάνοια, αλλ’ έβαλες σαν όρο της του Πνεύματος τη χάρη, τη χάρη που στο βάπτισμα είχαμε πρωτοπάρει» (τ. 19Ε, σ. 383, στιχ. 28-35).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Όχι δεν είναι. Ο Κύριος ημών κατά τη σύσταση του μυστηρίου διέταξε ρητώς: «Πίετε εξ αυτού πάντες». Το «πάντες» εδώ σημαίνει όλους. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Η ορθόδοξη Ομολογία γράφει σχετικώς: «Η κοινωνία του μυστηρίου τούτου πρέπει να γίνηται και κατά τα δυο είδη του άρτου και του οίνου τόσον από τους πνευματικούς όσον και από τους κοσμικούς».
Από την πράξη αυτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την οποία συμφωνούν και οι Διαμαρτυρόμενοι, αποκλίνει η Λατινική Εκκλησία, η οποία από τον 12ο αιώνα απαγορεύει την κοινωνία του αίματος του Χρίστου στους λαϊκούς. Υπ΄ άμφότερα τα είδη της ευχαριστίας κοινωνούν μόνο οι λειτουργούντες κληρικοί. Οι επίσκοποι, βέβαια κι ο Πάπας δικαιούνται να επιτρέπουν την κοινωνία του αίματος του Χριστού στους λαϊκούς κυρίως σε όσους προσέρχονται στον Παπισμό, τους Μαρωνίτες και τους Ουνίτες.
Για να δικαιολογήσουν την πράξη τους αυτή οι Λατίνοι προφασίζονται προφάσεις πολλές, κυριότερες των οποίων είναι: Η έλλειψη οίνου σε πολλά μέρη· ο φόβος μήπως κατά την κοινωνία χυθεί το αίμα του Κυρίου· η αδυναμία που έχουν πολλοί να γεύονται του οίνου (της οξύτητας προφανώς)· το αδύνατο να διατηρείται ο οίνος επί μακρό χρονικό διάστημα κ.ά. Ότι οι λόγοι αυτοί είναι ανίσχυροι να δικαιολογήσουν μια τέτοια σημαντική καινοτομία, είναι φανερό για ένα απροκατάληπτο κριτή. Απομένει ως βασικός λόγος η εξύψωση του κλήρου υπέρ τον λαό, πράγμα που ταιριάζει στο πνεύμα και τις τάσεις της Εκκλησίας αυτής.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 259-260)
Όχι, δεν επιτρεπεται. Κατά την ορθόδοξη πίστη για την τέλεση της θείας ευχαριστίας χρησιμοποιούνται ένζυμος άρτος (κοινό ψωμί ζυμωτό) και οίνος «ύδατι κεκραμένος» (να έχει μέσα του ανακατεμένο νερό). Τη θέση αυτή εκφράζει η αγ. Γραφή και η παράδοση της Εκκλησίας. Κατά τη διήγηση του Δ’ Ευαγγελίου το Πάσχα τότε δεν συνέπιπτε την Παρασκευή, 14 του μήνα Νισάν, αλλά το Σάββατο, 15 του ίδιου μήνα. Γιαυτό και οι αρχιερείς και οι γραμματείς δεν εισήλθαν στο πραιτώριο την Παρασκευή, ήμερα του θανάτου του Χριστού, «ίνα μη μιανθώσιν αλλ΄ ίνα φάγωσι το Πάσχα». Ως γνωστόν, η βρώση των άζυμων άρχιζε από την πρώτη ήμερα του Πάσχα, δηλαδή το εσπέρας της Παρασκευής (14 Νισάν) και διαρκούσε επτά ημέρες. Ο Κύριος το τελευταίο Πάσχα της ζωής του το έφαγε το βράδυ της Πέμπτης (13 Νισάν), δηλαδή σε εποχή που δεν ήταν εν χρήσει άζυμος άρτος. Άρα ο Κύριος, συστήνοντας το Πάσχα της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποίησε σαφώς ένζυμο άρτο. Αλλά και οι Χριστιανοί της πρώτης αποστολικής Εκκλησίας, οι προσκαρτερούντες στα Ιεροσόλυμα «τη κλάσει του άρτου», χρησιμοποιούσαν ένζυμο άρτο, εξαιρουμένων των Ιουδαϊζόντων, που χρησιμοποιούσαν άζυμα.
Από την πράξη αυτή της αρχαίας Εκκλησίας παρεξέκλιναν οι Ρωμαιοκαθολικοί (από τον 10 αιώνα) και οι Διαμαρτυρόμενοι (οι Αγγλικανοί χρησιμοποιούν και ένζυμο άρτο), χρησιμοπιούντες άζυμο άρτο για την τέλεση της θείας ευχαριστίας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 258-259)
Η θεία ευχαριστία είναι το μυστήριο του Θεού, των ανθρώπων και της κτίσεως. Σ’ αυτό παρατείνεται και εφαρμόζεται η σωστική περί τον άνθρωπο θεία οικονομία, ο σαρκωμένος Λόγος παρατείνεται στην ιστορία εφαρμόζοντας το λυτρωτικό έργο Του, ανανεώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας, οι άνθρωποι ενώνονται με το Θεό και μεταξύ τους και η φυσική κτίση αγιάζεται, προσφέροντας τα φυσικά στοιχεία της, το ψωμί και το κρασί της, για να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού.
Στην ευχαριστία ο άνθρωπος εισχωρεί βαθιά στο Θεό. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα μένει εν εμοί καγώ εν αυτώ», λέγει ο Σωτήρας· εμφυτεύεται μυστικά στο σώμα του Χριστού: «Εν σώμα οι πολλοί εσμεν οι γαρ παντες εκ του ενός άρτου μετεχομεν». Μετέχοντας στην ευχαριστία ο πιστός γίνεται φοβερός στους δαίμονες, οι οποίοι τρέμουν μπροστά στη θεανθρώπινη συνδρομή (όπως έτρεμαν στη θέαση του χριστολογικού θαύματος), λαμβάνουν μέσα τους τη φωτιά του Θεού που τους δίνει δύναμη να νικήσουν την αμαρτητική της φύσεως ορμή και τα πάθη τους και να λάβουν άφεση των συγγνωστών αμαρτημάτων τους (όχι φυσικά των θανάσιμων, γιατί η άφεση γι΄ αυτά δίνεται μέσα από το μυστήριο της μετάνοιας» που είναι σε σύνδεσμο με το μυστήριο της θείας ευχαριστίας).
Έχοντας μέσα του το Θεό ο πιστός νιώθει άφατη γλυκύτητα και χαρά σ’ έναν κόσμο που συχνά μόνο πίκρα ξέρει να κερνά τον άνθρωπο· γεύεται μέσα του «την αγαλλίασιν του σωτηρίου», την ψυχή του ωραΐζει η ελπίδα της θείας βασιλείας. Όχυρωμένος στο Θεό ο άνθρωπος δεν φοβάται τίποτε, καμιά εχθρότητα, κανένα αντίξοο σύμβαμα στη ζωή. Νιώθει την ψυχή του σαν τον αγρό στον οποίο ήταν κρυμμένος ο ανεκτίμητος θησαυρός, νιώθει ο ευτυχέστερος και πλουσιότερος των ανθρώπων που κατέχει το Θεό και τα σύμπαντα. Νιώθει ότι αξίζει να ζεί τη ζωή του, οτιδήποτε κι αν του συμβαίνει. Είναι αισιόδοξος, ειρηνικός και πράος.
Με τη θεία ευχαριστία ο άνθρωπος υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο, γιατί ο άρτος της ευχαριστίας είναι «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτος του μη αποθανείν». Αυτό φυσικά δεν αναφέρεται στη φυσική αθανασία, γιατί των ανθρώπων, είτε αυτοί κοινωνούν είτε όχι, οι μεν ψυχές δεν πεθαίνουν γιατί είναι φύσει αθάνατες, τα δε σώματα όλα ανεξαίρετα θ’ αναστηθούν εκ των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Η αθανασία που προέρχεται από την κοινωνία των άχραντων μυστηρίων είναι αθανασία ποιοτική, δηλαδή αθανασία πνευματική στους κόλπους της θείας βασιλείας, αθανασία ζωής κοντά στον άφθαρτο Θεό, σε αντίθεση με τον πνευματικό θανατο, τη ζωή δηλαδή την αθάνατη μακριά από το Θεό, στον τόπο της βασάνου. Την αθανασία αυτή προετοιμάζει η θεία κοινωνία που σαν ζύμη θεοποιητική μετατρέπει την ανθρώπινη φύση στη δική της ποιότητα, χαρίζοντάς της την άφθαρτη ζωή στον άπειρο αιώνα του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 257-258)