Κάποια μέρα, στα Κατουνάκια, ένας γείτονας μοναχός, Κρητικός στην καταγωγή, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει άδικα τον Γερο-Εφραίμ (σ. αγιορείτη ασκητή, επιλεγόμενο «Βαρελά», στον οποίο ήταν στην αρχή υποτακτικός ο μετέπειτα γέροντας Ιωσήφ), για κάποιο οροθέσιο κοντά στην καλύβη τους.
-Είσαι παλιόγερος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος…
Του ’λεγε, και ο Γερο- Εφραίμ, επειδή ήταν πολύ πράος και απλός, δεν ήθελε να απαντήσει και γι’ αυτό φώναζε:
-Τι τραβάω απ’ αυτόν τον άνθρωπο! Τι τραβάω απ’ αυτόν τον άνθρωπο!
Ο Φραγκίσκος (σ. έτσι ονομαζόταν ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής ως δόκιμος), νέος τότε με ζωντανά τα πάθη ακόμα μέσα του, μόλις είδε το σκηνικό άναψε από τον θυμό. Σκέφθηκε να βγει έξω αγανακτισμένος και να «τακτοποιήσει» τον αγενή γείτονα, διότι άδικα στενοχωρούσε τον Γέροντά του.
Η καρδιά του νεαρού υποτακτικού άρχισε να κτυπάει γρήγορα, το αίμα να βράζει και ο νους να θολώνει, διότι ήταν εκ φύσεως λίαν θυμώδης. Ο λογισμός του έλεγε: «Βγες έξω και κτύπα τον!»
Κατάλαβε όμως πως, εάν έβγαινε έξω, δεν μπορούσε να προβλέψει πού θα έφθανε. Σαν ανδρείος και ορμητικός που ήταν, θα έκανε μεγάλη ζημιά. Γι’ αυτό μόλις είδε τον κίνδυνο κρατήθηκε και αμέσως έτρεξε μέσα στο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού. Έπεσε ξαπλωτός κάτω στο πάτωμα του ναού και με δάκρυα και λυγμούς άρχισε να επικαλείται την Παναγία μας να τον συγκρατήσει από κάποια ακραία συμπεριφορά.
«Βοήθα με! Βοήθα με, τώρα, Παναγία μου, να μη βγω έξω! Βοήθα με! Χριστέ μου, σώσε με. Διότι αν βγω έξω τώρα, δεν ξέρω τι θα γίνει. Βοήθα με, σώσε με, κατεύνασε το πάθος».
Κλαίγοντας και οδυρόμενος βρέχοντας το έδαφος με την πλημμύρα των δακρύων του, το πάθος του θυμού υποχώρησε και ο νεαρός υποτακτικός ηρέμησε και λογικεύθηκε. Και αφού ειρήνευσε, βγήκε έξω και τακτοποίησε το πράγμα με πολλή αγάπη και γλυκύτητα:
«Ε, δεν είναι και τίποτε σπουδαίο. Δεν ήρθαμε εδώ να κληρονομήσουμε καλύβες και ελιές και βράχια. Εδώ ήρθαμε για την ψυχή μας, ήρθαμε για αγάπη. Αν χάσουμε την αγάπη, χάσαμε τον Θεό. Αυτά θα τ’ αφήσουμε, αλλά την αγάπη θα την πάρουμε και θα πάρουμε και το μίσος. Και τι βγαίνει, Γέροντα, εμείς αφήσαμε γονείς, αφήσαμε τόσα και τόσα και τώρα θα μαλώσουμε γι’ αυτό, θα γίνουμε ρεζίλι «Αγγέλοις και ανθρώποις» και σ’ όλη την κτίση;»
Και έτσι ο άξεστος μοναχός υποχώρησε. Και ο Γέροντας Ιωσήφ εκ των υστέρων ομολογούσε: «Αν δεν κυριαρχούσα στον θυμό μου εκείνη τη μέρα, ίσως και να σκότωνα τον μοναχό, γιατί είχα τόση ανδρεία και δύναμη μέσα μου, που μπορούσα να τα βάλω με δέκα και να τους νικήσω. Έτσι ήταν η πρώτη νίκη που έκανα στο αρχικό μου στάδιο. Από τότε ένιωσα τον θυμό, την οργή να έχει πέσει, να μην έχει αυτή την ένταση. Η πραότης άρχισε να μου θωπεύει την καρδιά».
Πάντως, εκείνος ο αγροίκος γείτονας δημιουργούσε και πολλούς άλλους πειρασμούς στον Φραγκίσκο. Το τι τραβούσε απ’ αυτόν δεν λέγεται! Έκανε όμως μεγάλη υπομονή, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα που έγραψε: «Εάν θελήσω να διηγούμαι τα όσα υπέφερα καθ’ ημέραν από το πάθος της οργής, πρέπει να κάμω βιβλίον! Διότι ο Θεός, θέλων να με ελευθερώσει, μου έφερνε όλα τα επιτήδεια! να με ενοχλούν αδίκως, να με υβρίζουν, να με πειράζουν! Όχι πειράγματα έτσι απλώς, αλλά δυνάμενα να κάμουν φόνον! Και υπομένων και πνίγων μέσα τον Σατανάν με την άκραν υπομονήν έλαβον άφεση του κακού».
(από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτου «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, σ. 72-74)
Η αντοχή της μητέρας
-Γέροντα, ο Αγιος Νεκτάριος σε μια επιστολή του προς τις μοναχές γράφει να μην ξεχνούν πώς είναι γυναίκες
και να προσπαθούν να μιμούνται τις Όσιες και όχι τους Οσίους . Γιατί το λέει αυτό; Μήπως γιατί οι γυναίκες δεν έχουν αντοχή;
-Ποιές; οι γυναίκες δεν έχουν αντοχή; Εγώ τις έχω φοβηθή τις γυναίκες. Έχουν πολλή αντοχή.
Η γυναίκα μπορεί στο σώμα να είναι αδύναμη, να έχη λιγώτερες σωματικές δυνάμεις από τον άνδρα,
αλλά με την καρδιά που έχει, αν την δουλεύη, έχει τέτοια αντοχή, που ξεπερνάει την ανδρική δύναμη.
Ο άνδρας, ναι μεν έχει σωματικές δυνάμεις, αλλά δεν έχει την καρδιά που έχει η γυναίκα.
Νά, πρόσεξα μια γάτα που ήρθε στο Καλύβι με τα γατιά της. Ήταν αδύνατη, η κοιλιά της κολλημένη σαν πλάκα.
Μια μέρα ήρθε ένα μεγάλο σκυλί που ήταν και κυνηγητικό. Ο Κούρδης, ο γάτος, το έβαλε στα πόδια.
Εκείνη σηκώθηκε επάνω, καμπούριασε, αγρίεψε, ήταν έτοιμη να ορμήση επάνω στο σκυλί. Απόρησα, που βρήκε τέτοιο θάρρος!
Βλέπεις, είχε τα γατάκια της.
Η μάνα πονάει, κουράζεται, αλλά δεν αισθάνεται ούτε τον πόνο ούτε την κούραση.
Ζορίζει τον εαυτό της, αλλά, επειδή αγαπάει τα παιδιά της, αγαπάει το σπίτι της, όλα τα κάνει με χαρά.
Πιό πολύ κουράζεται ένας που ξαπλώνει συνέχεια παρά αυτή.
Θυμάμαι, η μάνα μου, όταν ήμασταν μικρά, έπρεπε να κουβαλάη το νερό από την βρύση που ήταν πολύ μακριά από το σπίτι μας,
έπρεπε να μαγειρεύη, να ζυμώνη, να πλένη τα ρούχα, να πηγαίνη και στο χωράφι.
Έκανε δηλαδή όλες τις δουλειές, είχε κι εμάς τα παιδιά να την ζαλίζουμε και να κάνη και το ...δικαστήριο, όταν μαλώναμε.
Έλεγε όμως: «Αυτό είναι το καθήκον μου, είμαι υποχρεωμένη να τα κάνω όλα, χωρίς να γογγύζω».
Το έλεγε με την καλή έννοια. Αγαπούσε το σπίτι, αγαπούσε τα παιδιά της, και δεν κουραζόταν με τις δουλειές,
όλα τα έκανε με την καρδιά της, με χαρά.
Και όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ η μητέρα αγαπά το σπίτι.
Παρόλο που περνά η ηλικία, θυσιάζεται πιο πολύ, για να μεγαλώση και τα εγγονάκια της.
Και ενώ οι δυνάμεις της λιγοστεύουν, επειδή όμως το κάνει με την καρδιά της, έχει περισσότερο κουράγιο και από τον άνδρα,
αλλά και από το κουράγιο που είχε στα νιάτα της.
-Και στην αρρώστια, Γέροντα, η γυναίκα έχει μεγαλύτερη ψυχραιμία από τον άνδρα.
-Ξέρεις τί γίνεται; Η μητέρα με τις αρρώστιες του παιδιού έχει αντιμετωπίσει πολλές φορές την αρρώστια και έχει πολλές εμπειρίες.
Θυμάται πόσες φορές ανέβηκε ο πυρετός και ξανακατέβηκε.
Είδε διάφορες σκηνές, το παιδί να πνίγεται ή να λιποθυμάη και με ένα-δυό χτυπήματα να συνέρχεται κ.λπ.
Ο άνδρας δεν τα βλέπει αυτά και δεν έχει τέτοιες εμπειρίες.
Γ ι’ αυτό, αν δη το παιδί καμμιά φορά με πυρετό ή λίγο χλωμό, πανικοβάλλεται και αρχίζει: «Το παιδί χάνεται!
Τί θα κάνουμε τώρα; Τρέξτε, φωνάξτε τον γιατρό!».
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 82-84)
Κάθε φορά που διαβάζω στην Παλαιά Διαθήκη για την κιβωτό του Νώε και τον κατακλυσμό σκέφτομαι πως κι εμείς το ίδιο πρέπει να πράττουμε. Να φτιάχνουμε δηλαδή κι εμείς σαν το Νώε τη δική μας κιβωτό πριν έρθει ο κατακλυσμός. Για μας η κιβωτός μας είναι η ψυχή μας! Μην περιμένουμε να βρεθούμε πρώτα εκτεθειμένοι στην καταιγίδα για να τρέξουμε στο Χριστό. Τώρα που καθόμαστε στη λιακάδα να πηγαίνουμε σ’ Εκείνον. Ας γίνει η προσευχή μας το καταφύγιο, το ορμητήριο μας, ‘τόπος’ συνάντησης μας με τον Αγαπημένο μας! Να κάνουμε σχέση μαζί Του γιατί αν Τον νιώθουμε κοντά μας στη λιακάδα τότε πώς δεν θα Τον έχουμε μαζί μας και τις δύσκολες ώρες που θα Τον χρειαζόμαστε;
Ετοιμάστηκα και δεν ταράχτηκα μας λέει και ο ψαλμωδός Δαβίδ [ ψαλμ.118,60] και αναλογίζομαι και τους στρατιώτες που σε καιρό ειρήνης προετοιμάζονται για τον πόλεμο! Έτσι λοιπόν αν δε φροντίζουμε σε καιρό ειρηνικό και ηρεμίας να ενισχύουμε τους δεσμούς μας με το Νικητή της φθοράς, της λύπης και του θανάτου την κρίσιμη ώρα θα υποστούμε πανωλεθρία και η ψυχή μας θα νιώσει καταρρακωμένη και ανίσχυρη να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Αν όμως η δοκιμασία τη βρει ούσα με το Χριστό τότε θα νιώθει γενναία, ρωμαλέα και με υπομονή και πίστη θα διαχειριστεί τα προβλήματα και θα βγει αλώβητη και με πιο στενούς δεσμούς πίστης, ευγνωμοσύνης και αγάπης απέναντι σε Εκείνον που τη στήριξε και την προστάτευσε!
Μόνο όταν νιώθουμε ότι έχουμε συνοδοιπόρο και σύμμαχο το Χριστό θα μπορέσουμε να πορευθούμε ακόμα και μέσα από τη σκιά του θανάτου και να μη φοβηθούμε κανένα κακό [ ψαλμ.22]. Μια τέτοια όμως σχέση και δυναμική αναπτύσσεται και καλλιεργείται σε καιρό ειρήνης. Μην αναβάλλουμε λοιπόν και ας μη νομίζουμε ότι η ζωή μας θα είναι πάντα ανέφελη. Ας προετοιμαζόμαστε και είναι σίγουρο πως και πολλά μπορούμε να προλάβουμε και να αποφύγουμε αν είμαστε μαζί με το Χριστό και όπως ο Νώε προσάραξε στη στεριά του Αραράτ μετά τον κατακλυσμό έτσι κι εμείς μετά από τις δικές μας δοκιμασίες θα προσαράζουμε στη στεριά του Χριστού μας που είναι ο πιο ακλόνητος βράχος της ιστορίας! Άρα λοιπόν και σε καιρό ειρήνης και σε καιρό πολέμου μπορούμε να είμαστε με το Χριστό γιατί είναι προς όφελος της ψυχής μας να συναναστρέφεται σε κάθε περίπτωση τον αιώνιο Αγαπημένο της! (Α.Κ.Β)
Ο Ισίδωρος, ένας αγέρωχος άρχοντας από την Αλεξάνδρεια, αποφάσισε να μονάση σ’ ένα κοινόβιο της Αιγύπτου. Ο διακριτώτατος ηγούμενος που τον υποδέχτηκε, διέβλεψε αμέσως ότι ήταν σκληρός και υπερήφανος. Του είπε λοιπόν για να τον διορθώση:
-Αν πραγματικά αποφάσισες να σηκώσης τον ζυγό του Χριστού, εκείνο που πριν απ’ όλα σου ζητώ είναι να ασκής την υπακοή.
-Όπως το σίδερο στον σιδηρουργό, έτσι, αγιώτατε πάτερ, παραδίδομαι στην υπακοή, αποκρίθηκε εκείνος.
Ικανοποιημένος ο ηγούμενος από την απάντηση και την παρομοίωση, προχώρησε αμέσως και έδωσε στον σιδερένιο Ισίδωρο το γύμνασμα του:
-Θέλω, αδελφέ, να στέκεσαι στην πύλη της μονής και στον καθένα που θα μπαίνη ή θα βγαίνη, να βάζης μετάνοια λέγοντας: « Προσευχήσου για μένα, πάτερ, γιατί είμαι επιληπτικός».
Ο Ισίδωρος υπάκουσε στον γέροντα όπως ένας άγγελος υπακούει στον Θεό!
Συμπλήρωσε επτά χρόνια σ’ αυτή την άσκηση και έφθασε σε βαθιά ταπείνωση και κατάνυξη. Τότε ο ηγούμενος, αμείβοντας τη μακρόχρονη καρτερία του, αποφάσισε να τον συγκαταριθμίση στους αδελφούς και επιπλέον να τον χειροτονήση κληρικό! Εκείνος όμως τον ικέτευσε να τον αφήση να τελειώση τον δρόμο του με την ίδια άσκηση. Στην παράκληση του μάλιστα αυτή άφηνε κάπως να εννοηθή ότι έφθανε στο τέλος του, ότι πλησίαζε η ώρα που θα τον καλούσε ο Θεός κοντά Του. Έτσι κι έγινε! Ο ηγούμενος τον άφησε στην ίδια θέση και ύστερα από δέκα μέρες « δι’ αδοξίας ενδόξως εξεδήμησε» προς τον Κύριο. Επτά μέρες μετά την κοίμηση του παρέλαβε κοντά του και τον θυρωρό της μονής. Του είχε πει:
-Εάν βρω παρρησία στον Κύριο, σύντομα θα σ’ έχω κοντά μου, για να είμαστε κι εκεί αχώριστοι.
Έτσι ο Θεός φανέρωσε ότι ευαρεστήθηκε από τη θαυμαστή καρτερία του Ισιδώρου.
Πριν κοιμηθεί ο μεγάλος αυτός αθλητής, ρωτήθηκε από τον όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, τι ένιωθε μέσα του, καθώς βρισκόταν εκεί, εμπρός στην πύλη της μονής, και έβαζε ταπεινά μετάνοια στον καθένα:
-Στην αρχή, αποκρίθηκε εκείνος, συλλογιζόμουν ότι πουλήθηκα για τις αμαρτίες μου. Γι’ αυτό με πολλή πικρία και βία και αιματηρό αγώνα έβαζα τις μετάνοιες. Όταν όμως συμπληρώθηκε ένας χρόνος, δεν ένιωθα λύπη, αλλά περίμενα από τον Θεό τον μισθό της υπομονής μου. Και όταν πέρασε άλλος ένας χρόνος, ένιωθα βαθιά συναίσθηση, πως ήμουν ανάξιος να μένω μέσα στο μοναστήρι, να βλέπω και να συναντώ τους πατέρες, να μεταλαμβάνω τα άχραντα μυστήρια και να αντικρύζω οποιονδήποτε. Ρίχνοντας λοιπόν κάτω το βλέμμα και πιο κάτω την υπόληψη του εαυτού μου ικέτευα τους αδελφούς να προσεύχονται για μένα.
( Κλίμαξ)
( Χαρίσματα και Χαρίσματα, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.141-142)
Εγωισμός, το αναρχικό παιδί της υπερηφάνειας
- Γέροντα, άλλο πάθος είναι η υπερηφάνεια και άλλο ο εγωισμός;
- Η υπερηφάνεια, ο εγωισμός, η κενοδοξία κ.λπ., εκτός από την έπαρση που είναι εωσφορικός βαθμός, είναι το ίδιο πάθος με μικρές διαφορές και διαβαθμίσεις.
Ο εγωισμός είναι το αναρχικό παιδί της υπερηφανείας· δεν το βάζει κάτω, επιμένει. Όπως όμως τα δένδρα που δεν λυγίζουν, σπάζουν τελικά από τον αέρα, έτσικαι ο άνθρωπος που έχει εγωισμό, επειδή δεν κάμπτεται, σπάζει τελικά τα μούτρα του. Μεγάλο κακό ο εγωισμός! Ενώ και ανάπαυση δεν έχει ο εγωιστής, πάλι επιμένει! Δεν βλέπεις, ο Άρειος; Όταν η μητέρα του του είπε: «καλά, τόσοι λένε ότι σφάλλεις· δεν το καταλαβαίνεις;», «ναί, το ξέρω, της απάντησε, αλλά πώς να υποταχθώ σ’ αυτούς;». Ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να παραδεχθή το λάθος του.
- Και δεν τον απασχολούσε, Γέροντα, που είχε παρασύρει τόσον κόσμο στην
αίρεση;
- Όχι, δεν τον απασχολούσε. «Αν παραδεχθώ ότι σφάλλω, έλεγε, θα εξευτελισθώ και στους οπαδούς μου». Και όσο καταλάβαινε ότι κάνει λάθος, άλλο τόσο ζοριζόταν να τους πείση ότι είχε δίκαιο. Φοβερό πράγμα ο εγωισμός!
- Σε τί διαφέρει, Γέροντα, ο εγωιστής από τον υπερήφανο;
- Ο εγωιστής έχει θέλημα, πείσμα, ενώ ο υπερήφανος μπορεί να μην έχη ούτε θέλημα ούτε πείσμα. Ας πούμε ένα παράδειγμα: Στην εκκλησία προσκυνάτε τις εικόνες με μια σειρά· η καθεμιά ξέρει την σειρά της. Μια αδελφή, αν έχη εγωισμό και της πάρη κάποια άλλη την σειρά, θα κατεβάση τα μούτρα και μπορεί να μην πάη ούτε να προσκυνήση. «Αφού προσκύνησε εκείνη πριν από μένα, θα πή, δεν πάω να προσκυνήσω». Ενώ, αν έχη υπερηφάνεια, πάλι θα πειραχθή, αλλά δεν θα αντιδράση έτσι· μπορεί μάλιστα να πη και στις επόμενες, δήθεν με ευγένεια: «Περάστε! πέρνα κι εσύ, πέρνα κι εσύ!».
- Τί να κάνω, Γέροντα, όταν πληγώνεται ο εγωισμός μου;
- Όταν πληγώνεται ο εγωισμός σου, μην τον περιθάλπης· άφησέ τον να πεθάνη. Αν πεθάνη ο εγωισμός σου, θα αναστηθή η ψυχή σου.
- Και πώς πεθαίνει, Γέροντα, ο εγωισμός;
- Πρέπει να θάψουμε το εγώ μας, να σαπίση και να γίνη κοπριά, για να αναπτυχθή η ταπείνωση και η αγάπη.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 66-68)
ΈΝΑΣ νέος μοναχός συμβουλευθηκε τον Αββά Νισθερώ:
- Ποιά αρετή να εξασκήσω περισσότερο, Πάτερ, για να σωθώ;
- Όποια σου ταιριάζει καλύτερα, του αποκρίθηκε ο Γέροντας.
Ο αδελφός τον κοίταξε με απορία. Τότε ο Αββάς εξήγησε:
- Η Αγία Γραφή, παιδί μου, μας πληροφορεί πως ο Αβραάμ ήταν φιλόξενος κι ο Θεός τον σκέπαζε. Ο Δαβίδ αγαπούσε την ταπεινοσύνη κι ο Θεός έδειξε σ' αυτόν την προτίμησή του. Διάλεξε λοιπόν κι εσύ την αρετή που επιθυμεί η ψυχή σου και που νιώθεις πως είσαι
κατάλληλος γι' αυτήν. Ύστερα εργάσου την με όλη σου την προθυμία και θα σωθείς.
Ο ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ Αββάς Σισώης πάλι συμβουλεύει: Προτίμα, αδελφέ, εργασία ελαφριά και διαρκή, παρά κοπιαστική και πολύ σύντομα παρατημένη.
ΜΗΝ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ και μην επιχειρείς πράξεις άσκοπες, που δεν γίνονται κατά Θεόν. Όποιος βαδίζει άσκοπα, ματαιοπονεί. Όταν ο νους λησμονεί τον κατά Θεόν σκοπό, το έργο της αρετής δεν ωφελεί την ψυχή, γράφει ο Αββάς Μάρκος.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 81-82)
102. Όλα τα παρόντα πράγματα δεν είναι παρά σκιά των μελλόντων. Το παρόν φως είναι η σκιά του μέλλοντος φωτός. Η φωτιά, η σκιά του πυρός της Γεέννης, όπου θα ριχθούν οι αμετανόητοι αμαρτωλοί. Η καθαρά γήινη χαρά, η σκιά της ανείπωτης μακαριότητος του Παραδείσου. Τα μεγαλοπρεπή βασιλικά ανάκτορα, η σκιά των υπερπολυτελών «μονών», που προετοιμάσθηκαν στην άνω ζωή για όσους αγαπούν τον θεό και εφαρμόζουν τις εντολές του. Τα χρυσοϋφασμένα και αδαμαντοκόλλητα αμφιάσματα των ισχυρών της γης δεν μπορούν να συγκριθούν ούτε από μακριά με τις στολές που θα φορούν οι εκλεκτές ψυχές, έχοντας ενδυθή τον Χριστό από εδώ κάτω. «Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43), σύμφωνα με τη βεβαία υπόσχεσι του Σωτήρος.
103. Όπως ένα βρέφος είναι αδιάφορο για ό,τι του φορέσουμε, έτσι και ο αληθινός χριστιανός, νήπιος εν Χριστώ, πρέπει να μένη αδιάφορος για την ακριβή, πολυτελή, φανταχτερή ενδυμασία. Αυτός έχει φορέσει τον ίδιο τον Χριστό, κατά το «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (Γαλάτ. γ’ 27). Η προσκόλλησις στην εντυπωσιακή περιβολή είναι γνώρισμα των υιών του κόσμου τούτου και των ειδωλολατρών, όπως λέγει ο Κύριος: «Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ» (Ματθ. στ’ 32), δηλαδή το τι θα τρώνε και πως θα ντύνωνται. Το επιδεικτικό ντύσιμο είναι ένα είδος ειδωλολατρίας, που εμπνέει η κοσμική νοοτροπία.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 61-62)
101. Στο κάθε τι και στην κάθε στιγμή, να προσπαθής να αρέσης στον Θεό, έχοντας στον νου τη σωτηρία σου από την αμαρτία και το ότι σε υιοθέτησε ο Θεός. Όταν σηκώνεσαι από το κρεββάτι, κάνε τον Σταυρό σου και λέγε: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Και επίσης: «Καταξίωσον, Κύριε, ἐν τῆ ημέρᾳ ταύτη ἀναμαρτήτους φυλαχθῆναι ἡμᾶς. Δίδαξόν με του ποιεῖν τὸ θέλημά σου» (από τη Δοξολογία). Όταν πλύνεσαι, λέγε: «Ραντιεῖς μὲ ὑσσώπω, καὶ καθαρισθήσομαι. πλυνεῖς μέ, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. ν’ 9). Όταν φορής τα καθαρά σου εσώρρουχα, θυμήσου την καθαρότητα της καρδιάς και ζήτησέ της από τον Κύριο, λέγοντας: «Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός» (Ψαλμ. ν’ 12). Όταν έφτιαξες καινούργια ενδυμασία και τη φορής, θυμήσου την πνευματική σου ανανέωσι και λέγε: «Καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου» (Ψαλμ. ν’ 12). Αν φορής μια ενδυμασία που πάλιωσε πλέον και δεν σου αρέσει, θυμήσου με μεγαλύτερη αποστροφή τον «παλαιό» άνθρωπο, τον γεμάτο αμαρτία και πάθη, τον σαρκικό άνθρωπο. Όταν τρως το γλυκό ψωμί, αναλογίσου τον «Άρτον τον ζώντα», το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που κοινωνείς στην εκκλησία «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».
Όταν πίνης νερό ή κάποιο άλλο ποτό, σκέψου το θείο νέκταρ, το Τίμιο Αίμα του Σωτήρος, που ξεδιψά την ψυχή στον αιώνα. Όταν κάθεσαι να ξεκουρασθής, συλλογίσου την αιώνια ανάπαυσι, που περιμένει όσους αγωνίσθηκαν ακοίμητα και καταπονήθηκαν στον στίβο των αρετών. Όταν πέφτης στο κρεββάτι για ύπνο, θυμήσου τον ύπνο του θανάτου, που θα έλθη, αργά ή γρήγορα, για όλους μας, ιδιαίτερα δε το σκοτάδι που περιμένει όσους δεν μετανοούν για τις αμαρτίες τους. Όταν αντικρύζης το φως της αυγής, τη νέα ημέρα, θυμίσου την ανέσπερο και λαμπρά ημέρα της βασιλείας του Χριστού, που θα την απολαμβάνουν αιώνια όσοι αγωνίσθηκαν να είναι θεάρεστοι ή μετενόησαν ειλικρινά για τις αμαρτίες τους.
Όταν πηγαίνης κάπου, σκέψου τον ίσιο δρόμο της εν Χριστώ ζωής και λέγε στον θεό: «Τὰ διαβήματά μου κατεύθυνον κατὰ τὸ λόγιόν σου, καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία» (Ψαλμ. ριη’ 133). Όταν φτιάχνης κάτι, φτιάχνε το με τη σκέψι στον Θεό, που δημιούργησε το παν με την άπειρο σοφία, χάρι και δύναμί του, καθώς έφτιαξε και σένα, «κατ’ εικόνα και ομοίωσίν» του. Όταν αποκτάς κάτι υλικά πολύτιμο, συλλογίσου ότι ο ακένωτος Θησαυρός μας, από όπου παίρνουμε όλους τους θησαυρούς της ψυχής και η ανεξάντλητος Πηγή κάθε χαρίσματος είναι ο Θεός. Ευχαρίστησέ τον με όλη σου την ψυχή. Και έχοντας αυτόν τον Θησαυρό μέσα σου, σκόρπιζε στους φτωχούς τα υλικά αγαθά, φανερώνοντας έτσι ότι αγαπάς τον Θεό και τους αδελφούς σου. Όταν βλέπης τη λάμψι του ασημιού, μη εντυπωσιασθής απ’ αυτό, αλλά σκέψου ότι η ψυχή σου πρέπει να γίνη αγνή και καθαρή σαν το χρυσάφι, περνώντας μες από τη φωτιά των δοκιμασιών και των θλίψεων, ότι ο Κύριος θέλει να σε κάμη φωτεινότερο και από τον ήλιο, στη βασιλεία του Πατρός του. Εκεί θα λάμπης από το φως του Ηλίου της Δικαιοσύνης, του Θεού. Θα λάμπης σαν χρυσάφι πεντακάθαρο ανάμεσα στην Παναγία, τις Ασώματες Δυνάμεις και τους Αγίους, που λάμπουν από το ίδιο φως.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 59-61)
«Αν παραμείνετε ενωμένοι μαζί μου και τα λόγια μου μείνουν ριζωμένα μέσα σας, ό,τι κι αν θέλετε ζητήστε το και θα σας δοθεί» (Ιωάννης 15:7)
Ο Γεώργιος Μύλλερ υπήρξε ένας άνθρωπος πίστης και προσευχής. Έχτισε ορφανοτροφείο και φρόντισε για χιλιάδες ορφανά. Μια μέρα τελείωσαν όλα τα εφόδιά τους και δεν είχε μείνει ούτε ένα κομμάτι ψωμί, ούτε ένα κιλό ζάχαρη για το πρωϊνό της επόμενης μέρας για τα 3.000 ορφανά του ορφανοτροφείου. Ήταν μεσάνυχτα. Τα καταστήματα ήταν κλειστά. Το ταμείο ήταν άδειο. «Ας προσευχηθούμε», είπε ο Μύλλερ σ’ ένα φίλο του, που ήταν μαζί του. Κάθισαν, λοιπόν και προσευχήθηκαν οι δυο τους. Μόλις ξημέρωσε έφτασε στο ορφανοτροφείο ένα φορτηγό γεμάτο με τρόφιμα, αρκετά για μια εβδομάδα. Ο οδηγός παρέδωσε στο Μύλλερ ένα σημείωμα που έγραφε: «Αυτό το βράδυ δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Μια φωνή μου έλεγε, σήκω και στείλε τρόφιμα στα ορφανά του Μύλλερ. Σας παρακαλώ να μείνω ανώνυμος»! Ο Θεός ακούει προσευχές!
Σ.Α.Ι.
«Αυτά σας τα είπα, ώστε μένοντας ενωμένοι μαζί μου να έχετε ειρήνη μέσα σας. Μέσα στον κόσμο θα έχετε θλίψη, αλλά να έχετε θάρρος, τον έχω νικήσει εγώ τον κόσμο» (Ιωάννης 16:33)
Η παράδοση λέει πως ένας από τους άνδρες που πρόδωσαν τον απόστολο Ιάκωβο στο βασιλιά Ηρώδη, ο οποίος στη συνέχεια τον σκότωσε (Πράξεις 12:1-4), συγκινήθηκε τόσο πολύ από τη σταθερότητα με την οποία ομολόγησε την πίστη του στο Χριστό, που αποφάσισε να γίνει χριστιανός, ενώ οδηγούσαν τον Ιάκωβο στο μαρτυρικό θάνατο. Καθώς περπατούσαν, ο προδότης ζήτησε από τον Ιάκωβο να τον συγχωρήσει. Εκείνος τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε: «Εύχομαι η ειρήνη του Θεού να είναι μαζί σου». Πέθαναν και οι δύο για τ’ όνομα του Χριστού.
«Εκείνος που απλώνει τα χέρια του προς την ειρήνη τα απλώνει προς Εσένα, που είσαι η μόνη πηγή της ειρήνης, όπου μπορούν να ησυχάσουν οι καρδιές μας»! (Απόσπασμα της προσευχής του Giovanni Papini)
Σ.Ι.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
Ο Θεός θα μας σώσει μέσα από τη συμφορά
"Βαθιά ήταν η λαχτάρα του Γέροντα να σμιλέψει την άμορφη μάζα του λίθινου εαυτού μας και να μορφώσει το Χριστό μέσα μας
κι έτσι να μας μεταμορφώσει. Όλο αυτό γινόταν με ωδίνες τοκετού εκ μέρους του και με ενίσχυση της ελπίδας μας,
ώστε ποτέ να μην απελπιστούμε και νατα παρατήσουμε.
Τόσο στην προσωπική μας ζωή, όσο και στη ζωή του τόπου μας και της ανθρωπότητος, έβλεπε σημάδια ελπίδας.
Ένα βράδυ που του είχαμε εμπιστευθεί τη θλίψη μας και τη στενοχώρια μας για τα όσα συνέβαιναν γύρω μας,
μας εκμυστηρεύθηκε: "Η εποχή μας είναι σαν την εποχή του Χριστού. Και τότε ο κόσμος είχε φθάσει σε μία αθλία κατάσταση.
Ο Θεός όμως, μας λυπήθηκε. Και τώρα δεν πρέπει ν' απελπιζόμαστε.
Βλέπω μέσα από τη συμφορά να εμφανίζεται κάποιος πολύ σπουδαίος άνθρωπος του Θεού,
ο οποίος θα συνεγείρει και θα ενώσει τον κόσμο προς το καλό".
Αμήν Γέροντα, και πότε !
[Ί 233]
"Να φυλαχθείς από το άγχος"
Ανάπηρη κοπέλα, ζήτησε την ευλογία του Γέροντα και τις συμβουλές του, για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε,
ζώντας πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι.Ο Γέροντας την ευλόγησε και της είπε μεταξύ άλλων: "Προ πάντων να φυλαχθείς από το άγχος.
Το άγχος είναι ασθένεια της ψυχής και δεν εξαρτάταιαπό από υλικές ελλείψεις.
Μπορεί ένας υγιής άνθρωπος να έχει πολλά εκατομμύρια στην Τράπεζα και να ζει μέσα στο άγχος.
Το άγχος καταπολεμείται με την εμπιστοσύνη στην Πρόνοιατου Θεού και τον καλόν αγώνα".
[Γ 203π.]
"Πώς να αποφύγει την κατάθλιψη"
Σε νέα χήρα, που ήταν πολύ λυπημένη, ο Γέροντας έδωσε οδηγίες να εργάζεται εντατικά, για να μπορέσει να αποφύγει την κατάθλιψη που την απειλούσε.
Με την εργασιοθεραπεία και την προσευχή, που της συνέστησε ο Γέροντας, είχε εκπληκτικά αποτελέσματα.
Η θλίψη της μεταβλήθηκε σε εσωτερική γαλήνη και χαρά, μέχρι σημείου, που να διερωτάται μήπως παραφρόνησε.
Ο Γέροντας την καθησύχασε και την διαβεβαίωνε, ότι η πνευματική χαρά της προέρχεται από τη χάρη του Χριστού, που έλαβε.
[Γ 202]
"… όλα τα προβλήματα φεύγουν"
Φίλος γιατρός, μου ζήτησε να υποβάλω γραπτή του ερώτηση στο Γέροντα, για προσωπικό του πρόβλημα.
Αντιγράφω το διάλογο, από σημείωμά μου προς ενημέρωση του γιατρού: Ερώτηση, σχετική με το πρόβλημά του.
Απάντηση Γέροντος : " Μωρέ, τί είναι αυτά τα απωθημένα που γράφει, αν έχουν σχέση με το ψυχικό του πρόβλημα;
Τί είναι αυτά τα κληρονομικά ;" - Δηλαδή, Γέροντα, απαντάτε, ότι δε συμβαίνει ούτε το πρώτο, ούτε το δεύτερο ;-"
Δε συμβαίνει τίποτα. Όλα αυτά που γράφει, είναι από τον παλαιό άνθρωπο, που έχουμε μέσα μας.
Όταν όμως αγαπήσουμε τον Χριστό μ' όλη μας την ψυχή, όταν έρθει ο θείος έρωτας μέσα μας,
τότε όλα τα προβλήματα φεύγουν και γεμίζουμε με πνευματική χαρά. Εσύ, μωρέ, τα ξέρεις αυτά, σου τα είπα τόσες φορές.
Να, είναι έτσι, " και έκανε μία χαρακτηριστική κίνηση του χεριού, που αρχικά έρπει και σιγά σιγά ανυψώνεται."
Οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι μιλούνε γιααπωθημένα και κληρονομικά, γιατί δε γνωρίζουν την ανθρώπινη ψυχή,
που μόνο με το θείο έρωτα θεραπεύεται και ζει στην εν Χριστώ χαρά".
[Γ 200]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ. 82-84)