Η υπομονή χαριτώνει τον άνθρωπο
-Γέροντα, πώς μπορείς να αντιμετωπίσης τον άλλον, όταν είναι νευριασμένος;
-Με την υπομονή!
-Και αν δεν έχης;
-Να πάς να αγοράσης! Πουλάνε στα σούπερ-μάρκετ!... Κοίταξε, όταν ο άλλος είναι μπουρινιασμένος, ό,τι και να του πής, δεν γίνεται τίποτε.
Καλύτερα εκείνη την στιγμή να σιωπήσης και να λες την ευχή.
Με την ευχή θα καλμάρη ο άλλος, θα ηρεμήση και θα μπορέσης μετά να συνεννοηθής μαζί του.
Βλέπεις, και οι ψαράδες δεν πάνε να ψαρέψουν, αν δεν έχη μπουνάτσα• κάνουν υπομονή, ώσπου να καλωσυνέψη ο καιρός.
-Που οφείλεται, Γέροντα, η ανυπομονησία των ανθρώπων;
-Στην πολλή... εσωτερική τους ειρήνη! Ο Θεός την σωτηρία των ανθρώπων την κρέμασε στην υπομονή.
«Ο υπομείνας εις τέλος, σωθήσεται», λέει το Ευαγγέλιο. Γι’ αυτό δίνει δυσκολίες, διάφορες δοκιμασίες, για να ασκηθούν στην υπομονή οι άνθρωποι.
Η υπομονή ξεκινά από την αγάπη. Για να υπομείνης τον άλλον, πρέπει να τον πονέσης. Και βλέπω πώς με την υπομονή σώζεται η οικογένεια.
Είδα θηρία να γίνωνται αρνιά. Με την εμπιστοσύνη στον Θεό τα πράγματα εξελίσσονται ομαλά και πνευματικά.
Μια φορά, όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, είχα δει στην Κόνιτσα μια γυναίκα που έλαμπε το πρόσωπό της. Ήταν μητέρα πέντε παιδιών.
Μετά θυμήθηκα ποιά ήταν. Ο άνδρας της ήταν μαραγκός και έπαιρνε πολλές φορές δουλειές μαζί με τον μάστορά μου.
Μια κουβέντα να του έλεγαν οι νοικοκυραίοι, λ.χ. «μαστρο-Γιάννη, μήπως αυτό να το κάνουμε έτσι;», γινόταν θηρίο.
«Εμένα θα μου κάνης τον δάσκαλο;», τους έλεγε. Έσπαζε τα εργαλεία του, τα πετούσε και έφευγε.
Αφού παρατούσε την δουλειά του και τα έσπαζε όλα σε ξένα σπίτια, καταλαβαίνεις στο σπίτι του τί έκανε!
Αυτή λοιπόν ήταν του μαστρο-Γιάννη η γυναίκα. Με αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούσες μία μέρα να καθήσης, και αυτή χρόνια ζούσε μαζί του.
Κάθε μέρα περνούσε μαρτύριο, και όμως όλα τα αντιμετώπιζε με πολλή καλωσύνη και έκανε υπομονή.
Επειδή ήξερα την κατάσταση στο σπίτι, όταν την συναντούσα, την ρωτούσα: «Τί κάνει ο κυρ-Γιάννης; Δουλεύει;».
«Έ, πότε δουλεύει, πότε κάθεται λιγάκι!». «Πώς τα περνάτε;». «Πολύ καλά, Πάτερ!», μου έλεγε.
Και το έλεγε με την καρδιά της. Δεν υπολόγιζε που έσπαζε τα εργαλεία του - και αξίας εργαλεία - ούτε που αναγκαζόταν η καημένη να ξενοδουλεύη, για να τα βγάλουν πέρα.
Βλέπετε με πόση υπομονή, με πόση καλωσύνη και με πόση αρχοντιά τα αντιμετώπιζε όλα! Ούτε τον κατηγορούσε καθόλου!
Γ ι’ αυτό ο Θεός την χαρίτωσε και έλαμπε το πρόσωπό της. Μεγάλωσε και τα πέντε παιδιά της και έγιναν πολύ καλά παιδιά.
Μπόρεσε και κράτησε και τα παιδιά της.
-Γέροντα, πώς μπορούσε να δικαιολογή τον άνδρα της;
-Με έναν καλό λογισμό: «Ανδρας μου είναι, έλεγε, θα πη και καμμιά κουβέντα. Και εγώ, αν ήμουν στην θέση του, μπορεί να έκανα τα ίδια».
Εφήρμοζε το Ευαγγέλιο, γι’ αυτό ο Θεός έστελνε την θεία Χάρη Του. Και αν κοσμικοί άνθρωποι κάνουν υπομονή και χαριτώνωνται, πόσο μάλλον πρέπει να κάνουμε υπομονή εμείς οι μοναχοί,
που έχουμε όλες τις προϋποθέσεις, όλες τις δυνατότητες για πνευματική ζωή!
Όπως έχω καταλάβει, τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, όχι μόνο στις οικογένειες αλλά και στα κράτη, γίνονται από τιποτένια πράγματα.
Στην οικογένεια πρέπει ο ένας να ταπεινώνεται στον άλλον, να μιμήται τις αρετές του, αλλά και να ανέχεται τις ιδιοτροπίες του.
Για μια τέτοια αντιμετώπιση πολύ βοηθάει να σκέφτεται κανείς ότι ο Χριστός θυσιάσθηκε για τις αμαρτίες μας και μας ανέχεται όλους,
δισεκατομμύρια ανθρώπους, αν και είναι αναμάρτητος - ενώ εμείς, όταν ταλαιπωρούμαστε από τις ιδιοτροπίες των άλλων, εξοφλούμε αμαρτίες.
Τα οικονομάει έτσι ο Καλός Θεός, ώστε ο ένας, με το χάρισμα που έχει, να βοηθάη τον άλλον, καί, με το κουσούρι που έχει, να ταπεινώνεται στον άλλον.
Γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει τα χαρίσματά του, αλλά έχει και μερικά κουσούρια και πρέπει να αγωνίζεται να τα κόψη.
Έδωσα ένα ξεσκόνισμα σε κάποιον! Να δήτε υπακοή που του κάνει η γυναίκα του, αν και έχει πολλές ικανότητες!
Μπροστά της εκείνος είναι ένα παιδί. Αυτή, με την υπακοή που κάνει, συνέχεια δέχεται, αποθηκεύει, θεία Χάρη, ενώ εκείνος με τον εγωισμό του συνέχεια διώχνει την θεία Χάρη και αδειάζει.
Τελικά ποιός είναι κερδισμένος; Βλέπεις, το μυστικό είναι η ταπείνωση. Όλη η βάση εκεί είναι.
Υπακοή, ταπείνωση.
Αν εκείνος αναγνώριζε την αδυναμία του και ζητούσε βοήθεια από τον Θεό, θα ερχόταν και σ’ αυτόν η θεία Χάρις.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 49-51)
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ"
Σε βλέπω που υποφέρεις!
"Ένα πνευματικοπαίδι του Γέροντα, που τον βοηθούσε πάντα, με μεγάλη προθυμία, στις εργασίες του Μοναστηριού,
είχε μία αδυναμία, που δεν κατάφερε να τη χαλιναγωγήσει.
Αγαπούσε το καλό φαΐ και το καλό κρασί. Μου διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό: "Κάποιο βράδυ, βρέθηκε σε φιλικό σπίτι, με οικογενειακή συντροφιά.
Στο τραπέζι που μας έκαναν, είχε νόστιμο κουνέλι, άλλα ωραία φαγητά και πολύ καλό κρασί.
Φάγαμε, ήπιαμε με το παραπάνω, και αργά, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, φύγαμε.
Φθάσαμε στο σπίτι, έπεσα να κοιμηθώ. Πού να κλείσω μάτι! Γύριζα στο στρώμα από εδώ, γύριζα από εκεί, τίποτα.
Το στομάχι ήταν βαρύ, το κεφάλι βούιζε. Παιδευόμουν έτσι αρκετές ώρες και στεναχωριόμουν.
Κατά τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα, ακούω να χτυπάει το τηλέφωνο. Ποιος να είναι τέτοια ώρα;
Κάποιο λάθος θα κάνανε, σκέφθηκα. Σηκώνω το ακουστικό και τί ακούω !
Τη φωνή του Γέροντα. "Ευλογημένε, μου λέει, δεν σου είπα εγώ, μωρέ, τόσες φορές, να μην παρασύρεσαι από το καλό φαΐ και το κρασί;
Να, τώρα τί έπαθες. Και σε βλέπω να υποφέρεις και υποφέρω κι εγώ μαζί σου. Κάνω προσευχή να σου περάσει.
Κάνε κι εσύ προσευχή κι άλλη φορά να προσέχεις περισσότερο" .
Από τότε, κάθε φορά που βρίσκομαι σε τραπέζι, θυμάμαι εκείνο το μεταμεσονύχτιο τηλέφωνο του Γέροντα και συγκρατώ τον εαυτό μου,
για να μην γαστριμαργήσω πάλι και προπάντων για να μην σε ξαναστεναχωρήσω το Γέροντα.
[ Γ 289 π ]
"Τρεις ημέρες προσευχή και νηστεία"
Ο Γέροντας δεν περιοριζόταν να δίνει μόνο συμβουλές αγάπης, αλλά θυσιαζόταν ο ίδιος για την αγάπη που δίδασκε.
Κάποτε ανέλαβε προσωπικά, με τη συνεργασία εκλεκτού φίλου, την αντιμετώπιση δύσκολου προσωπικού μου προβλήματος.
Σε μία κρίσιμη φάση του, που έπρεπε να μιλήσει καθαρά ο Θεός μέσα από γεγονότα, σήμανε συναγερμό προσευχής και νηστείας.
Ειδοποίησε το φίλο κι εμένα, ότι σε συγκεκριμένες τρεις ημέρες θα προσευχηθούμε θερμά και θα κρατήσουμε αυστηρά νηστεία.
Αυτό και έγινε και ο Θεός μίλησε, με τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Θαύμασα το πνεύμα αυτοθυσίας του Γέροντα και αισθάνθηκα ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη απέναντί του, διότι, προς χάριν μου,
προσευχήθηκε ειδικά ένα τριήμερο, και νήστεψε αυστηρά, παρά την εύθραυστη υγεία του.
Την ίδια ευγνωμοσύνη ένιωσα απέναντι στον εκλεκτό φίλο και πνευματικό τέκνο του Γέροντα.
[ Γ 268 π ]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, Σελ. 60 - 62 )
Η αλήθεια είναι ον.
Η αλήθεια δεν είναι σκέψη, δεν είναι λέξη, δεν είναι σχέση των αντικειμένων, δεν είναι νόμος. Η αλήθεια είναι ον.
Η αλήθεια είναι η ζωοδόχος δύναμη, που δίνει ζωή σ’ όλα, η αλήθεια είναι ον, που διαπερνά όλα τα όντα.
Η αλήθεια είναι σαν αέρας -όμως δεν είναι αέρας- στον οποίο κολυμπούν όλα τα όντα σαν φως -όμως, δεν είναι φως- με το οποίο λάμπουν όλα τα όντα στον ουρανό και στη γη.
Η αλήθεια είναι ον. Λίγες είναι οι γλώσσες στον κόσμο που έχουν τόσο καλή και εκφραστική λέξη όπως η σημασία της λεξής «ιάο»* στη σερβική γλώσσα. Η αλήθεια είναι εκείνο, που πάντα είναι ίδιο. Τίποτα δεν είναι πάντα ίδιο και αμετάλλακτο και εφάμιλλο του εαυτού του, πλην της αλήθειας.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 31-32).
*Επιφώνημα ανάλογο του αλί, ουαί, άχου.
Κάποιος φιλομόναχος χριστιανός επισκεπτόταν τακτικά στους ασκητές και έβρισκε ωφέλεια από τη διδασκαλία τους. Μια φορά ανακάλυψε έναν πολύ ηλικιωμένο και άρρωστο ερημίτη. Τον λυπήθηκε και θέλησε να του αφήσει όσα χρήματα είχε μαζί του, για τις ανάγκες του.
- Κράτησέ τα, αββά, τον παρακάλεσε, είσαι γέρος και άρρωστος. Δεν μπορείς να εργάζεσαι πια. Θα σου χρειαστούν.
- Εξήντα ολόκληρα χρόνια υποφέρω από αυτή την αρρώστεια ,του απάντησε, και με τη βοήθεια του Θεού δεν μου έλειψε τίποτα. Εκείνος που έχει τη φροντίδα μου, αδιάκοπα μου στέλνει όλα τα αναγκαία! Θέλεις λοιπόν τώρα και εσύ, αδελφέ, να διώξεις τον Τροφέα μου;
Έτσι απέφυγε να δεχτεί τα χρήματα.
(Γεροντικό)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ. Παρακλήτου, τόμος γ’, σελ.62)
- Γέροντα, με δυσκολεύει μια αδελφή.
- Ξέρεις τί γίνεται; Πολλοί βλέπουν σε τί τους δυσκολεύουν οι άλλοι, και όχι σε τί δυσκολεύουν εκείνοι τους άλλους. Απαιτήσεις έχουν μόνον από τους άλλους, όχι από τον εαυτό τους. Η λογική όμως της πνευματικής ζωής είναι να εξετάζης σε τί δυσκολεύεις εσύ τους άλλους και όχι σε τί σε δυσκολεύουν οι άλλοι· να βλέπης τί αναπαύει τον άλλον και όχι τί αναπαύει εσένα. Για ανάπαυση ήρθαμε σε αυτήν την ζωή; για βόλεμα; Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν ήρθαμε για να καλοπεράσουμε· ήρθαμε να ξεσκονισθούμε και να ετοιμασθούμε για την άλλη ζωή.
Αν σκεφτώμαστε μόνον τον εαυτό μας και κάνουμε μόνον αυτό που αναπαύει εμάς, θέλουμε μετά να μας σκέφτωνται οι άλλοι, θέλουμε όλοι να μας εξυπηρετούν, θέλουμε όλοι να μας βοηθούν..., συνέχεια δηλαδή θέλουμε, και καταλήγουμε στο βόλεμα του εαυτού μας. «Εμένα έτσι με βολεύει» ο ένας, «εμένα αλλιώς με βολεύει» ο άλλος, και τελικά ο καθένας αναπαύεται σ’ αυτό που τον βολεύει, αλλά ανάπαυση δεν βρίσκει, γιατί η πραγματική ανάπαυση έρχεται από την ανάπαυση του άλλου.
Στην Κατοχή, το 1941, επειδή οι Γερμανοί έμπαιναν στα χωριά, έβαζαν φωτιές και σκότωναν, είχαμε φύγει από την Κόνιτσα και είχαμε ανεβή στο βουνό. Την ημέρα που οι Γερμανοί μπήκαν στην Κόνιτσα, τα δύο αδέλφια μου είχαν πάει νωρίς το πρωί κάτω στον κάμπο, στο χωράφι που είχαμε καλαμπόκια, να σκαλίσουν. Μόλις άκουσα ότι έφθασαν οι Γερμανοί, λέω στην μητέρα μου: «Θα πάω στο χωράφι να τους ειδοποιήσω». Εκείνη δεν μ’ άφηνε, γιατί όλοι της έλεγαν: «Οι άλλοι έτσι κι αλλιώς είναι χαμένοι. Μήν το αφήνης κι αυτό να πάη, γιατί θα χαθή κι αυτό». Που να ακούσω εγώ! Φοράω τα άρβυλα και τρέχω κάτω στον κάμπο. Από την βία μου όμως δεν τα έδεσα καλά καί, καθώς περνούσα μέσα από ένα ποτισμένο χωράφι, κόλλησαν τα άρβυλα στην λάσπη. Τα αφήνω και τρέχω ξυπόλυτος μέσα από την ποταμιά που ήταν γεμάτη τριβόλια. Περίπου μία ώρα, καλοκαίρι μέσα στην ζέστη, έτρεχα ξυπόλυτος πάνω στα τριβόλια, αλλά ούτε καν καταλάβαινα πόνο. Φθάνω στο χωράφι μας, πάω κοντά στα αδέλφια μου εκεί που σκάλιζαν. «Ήρθαν οι Γερμανοί, τους λέω, πάμε να κρυφτούμε». Οπότε βλέπουμε τους Γερμανούς να έρχωνται με τα όπλα. «Συνεχίστε, τους λέω, να σκαλίζετε με τις τσάπες κι εγώ θα κάνω πώς αραιώνω τα καλαμπόκια και ξεβοτανίζω». Πέρασαν λοιπόν οι Γερμανοί και δεν μας πείραξαν· δεν μας είπαν τίποτε. Ύστερα είδα ότι τα πόδια μου από τα τριβόλια είχαν γίνει όλο πληγές· μέχρι τότε δεν είχα καταλάβει τίποτε. Εκείνο το τρέξιμο είχε χαρά! Είχε την χαρά της θυσίας. Να άφηνα τα αδέλφια μου; Αν δεν έτρεχα και πάθαιναν κάτι, μετά θα ήταν για μένα βάσανο. Και ασυνείδητος να ήμουν, θα είχα μετά το βάσανο του βολέματος.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 45-47)
ΈΝΑΣ πλούσιος ειδωλολάτρης οδηγήθηκε στον Χριστό από ένα Χριστιανό Ιερέα. Λίγο πριν λάβει το άγιο Βάπτισμα, είπε στον Ιερέα πως επιθυμούσε να μοιράσει ελεημοσύνη στους φτωχούς. Ο Ιερέας τον πήρε μαζί του να επισκεφθούν τις πιο φτωχικές συνοικίες της πόλεως, για να δει ο πλούσιος με τα μάτια του την δυστυχία. Χτύπησαν την πόρτα μιας ετοιμόρροπης καλύβας. Βρήκαν έναν νέο παράλυτο κι από τα δυό του πόδια, καθισμένο πάνω σ’ ένα αχυρένιο στρώμα, να πλέκει με πολύ κόπο ψαθί. Το πρόσωπό του όμως έλαμπε από μια εσωτερική χαρά, που του προξενούσε η εγκαρτέρηση στην βασανιστική αρρώστια. Στην καλύβα δεν βρισκόταν άλλο τίποτε από το αχυρένιο στρώμα.
Ανατρίχιασε ο πλούσιος από την φτώχεια που απλωνόταν μπροστά του, κι άνοιξε το πουγγί του να δώσει γενναίο φιλοδώρημα στον άρρωστο, ικανό να του εξασφαλίσει για πολύ καιρό μια ανετη ζωή. Εκείνος όμως με πολλή ευγένεια αρνήθηκε:
- Ο Θεός να σε ανταμείβει για την αγάπη σου, αδελφέ, του είπε, αλλά όπως βλέπεις έχω όσα μου χρειάζονται. Ας είναι δοξασμένο το όνομά Του που μου στέλνει τούτα τα βάγια να βγάζω με τον κόπο μου το καθημερινό μου ψωμί. Τα παραπανίσια, δίχως άλλο, θα με βλάψουνε.
Γεμάτος θαυμασμό για την αρετή του νέου ο άρχοντας κι ο Ιερέας, δεν θεώρησαν σωστό να επιμείνουν. Έφυγαν μακριά. Βρήκαν ένα μικρό κορίτσι ως δέκα χρόνων, ντυμένο με κουρέλια που μόλις μπορούσαν να κρύψουν την γύμνια του.
Τους είπε πώς ήταν ορφανή από πατέρα και ζούσε με την μητέρα της. Ο πλούσιος έβγαλε να της δώσει ελεημοσύνη, μα η μικρή κόρη αρνήθηκε:
- Η μητέρα βρήκε σήμερα δουλειά και θα φέρει ψωμί να φάμε.
Την ρώτησαν για την εργασία της μητέρας της και είπε πως ξενόπλενε. Δεν άργησε ωστόσο να φανεί κι η βασανισμένη χήρα, κατάκοπη από την σκληρή δουλειά.
Ο άρχοντας την παρακάλεσε να δεχτεί την προσφορά του. Η χήρα όμως δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει:
- Ο Θεός φροντίζει κάθε μέρα για μας, άρχοντά μου, του είπε. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να Τον αντικαταστήσεις τώρα εσύ;
Έφυγε κι από κει ο πλούσιος, παίρνοντας μεγάλο δίδαγμα από την αφιλοχρηματία των φτωχών και την απόλυτη εμπιστοσύνη τους στον Θεό.
ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε στην Ραϊθώ ένας πλούσιος Χριστιανός και μοίρασε στους ασκητές από ένα χρυσό νόμισμα. Την ίδια νύχτα, ένας απ’ αυτούς είδε στον ύπνο του πως βρέθηκε σ’ ένα απέραντο χωράφι γεμάτο αγκάθια. Κάποιος αξιωματικός, που στεκόταν παράμερα, τον πρόσταζε:
- Πάρε τούτο το δρεπάνι, Αββά, και θέρισε το χωράφι του πλουσίου που σε πλήρωσε σήμερα.
Μόλις ξημέρωσε, πήρε το νόμισμα ο ασκητής και το πήγε στον δωρητή:
- Πάρε τα λεφτά σου, αδελφέ, του είπε, γιατί δεν ευκαιρώ να θερίζω ξένα αγκάθια. Είθε να προλάβω να ξεριζώσω τα δικά μου.
ΟΙ ΤΕΛΕΙΟΙ μοναχοί, λέει ένας από τους Γέροντες, δεν δέχονται πράγμα από κανένα.
Οι μέσοι δεν ζητούν μόνοι τους, αλλά αν τους δώσει κανείς από δική του προαίρεση, δεν αρνούνται.
Οι ασθενείς όμως, που δεν μπορούν να εργάζονται, ας ζητούν τα πολύ αναγκαία, με μεγάλη ταπείνωση, κατηγορώντας διαρκώς γι’ αυτό τον εαυτό τους.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 47-48)
Στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ ζούσε κάποτε μια μοναχή. Αγωνιζόταν στην πνευματική ζωή και ευαρεστούσε τον Θεό με την άσκηση και την καθαρότητα της ζωής της.
Ο διάβολος όμως τη φθόνησε και ενέπνευσε σε κάποιο νέο έρωτα γι’ αυτή. Η μοναχή βλέποντας ότι σκανδαλίζεται εξαιτίας της ο νέος και κινδυνεύει να χαθεί , παίρνει σε ένα μαντήλι λίγα βρεγμένα όσπρια και φεύγει για την έρημο του Ιορδάνη. Εκεί ασκήτεψε πολλά χρόνια χωρίς να την αντιληφθεί κανείς .
Κάποτε όμως τη συνάντησε ένας διορατικός αναχωρητής και της είπε:
- Αμμά, τι κάνεις σε αυτή την έρημο;
Εκείνη θέλοντας να κρυφτεί, απάντησε:
- Βρίσκομαι εδώ γιατί έχασα το δρόμο. Για την αγάπη του Χριστού, βοήθησέ με να τον βρω.
Ο ερημίτης της λέει:
- Είμαι βέβαιος ότι ούτε τον δρόμο έχασες ούτε δρόμο αναζητάς. Μια και γνωρίζεις λοιπόν ότι το ψέμμα είναι από τον διάβολο, πες μου αληθινά, για ποιά αιτία ήρθες εδώ;
Η μοναχή τότε του απαντά:
- Συμπάθησέ με, αββά. Ένας νέος σκανδαλίστηκε με εμένα και γι’αυτό ήρθα στην έρημο, προτιμώντας να πεθάνω εδώ, παρά να γίνω πρόσκομμα στη σωτηρία του.
- Πόσο καιρό έχεις εδώ;
- Με την χάρη του Θεού δεκαεπτά χρόνια.
- Και τί τρως;
- Να πήρα σ’αυτό το μαντήλι που βλέπεις μερικά βρεγμένα όσπρια, και με την οικονομία του Θεού για μενα τη φτωχή , ενώ τρώω από αυτά τόσα χρόνια, δεν λιγοστεύουν! Αλλά και κάτι άλλο μου συνέβη: Με σκέπαζε η αγαθότητα του Θεού και σ’αυτά τα δεκαεπτά χρόνια δεν με είδε άνθρωπος άλλος εκτός από εσένα σήμερα. Εγώ τους έβλεπα όλους . Eκείνοι όμως όχι!
Μαθαίνοντας αυτά ο αναχωρητής, έφυγε δοξάζοντας τον Θεό για την αρετή της μοναχής.
(Λειμωνάριον)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ.Παρακλήτου, τόμος γ΄, σελ.44-45)
Τσιμέντο να γίνουν οι άλλοι!
- Γέροντα, σήμερα, ενώ πολύς κόσμος περίμενε να σάς δή, κάποιος νεαρός δεν περίμενε στην σειρά του· τους προσπέρασε όλους.
- Ναί, ήρθε και μου είπε: «Είναι ανάγκη να σε δώ. Πήγα στο Αγιον Όρος και δεν σε βρήκα και ήρθα εδώ». «Καλά, του λέω, δεν βλέπεις τί κόσμος περιμένει; να σταματήσουν όλοι, για να ασχοληθώ τώρα μ’ εσένα;». «Ναί, Πάτερ», μου λέει. Ακούς κουβέντα; Και να είναι οι άλλοι στις σκάλες όρθιοι, στρυμωγμένοι, μεγάλοι, άρρωστοι, γυναίκες με μικρά παιδιά..., κι εκείνος να επιμένη. Και δεν ήταν ότι είχε κανένα σοβαρό θέμα· χαζομάρες ήταν αυτά που ήθελε να μου πή. Κατάλαβες; Τσιμέντο να γίνουν οι άλλοι!
Να σκεφθήτε, έρχονται μερικοί και μου λένε: «Πάτερ, σήμερα να κάνης προσευχή μόνο για μένα, για κανέναν άλλον». Τέτοια απαίτηση! Είναι σαν να λένε: «Μ’ αυτήν την αμαξοστοιχία θα ταξιδέψω μόνον εγώ· να μην μπή μέσα κανένας άλλος». Αφού πάει και πάει το τραίνο, γιατί να μην μπούν και άλλοι μέσα;
- Γέροντα, ποιό νόημα έχει αυτό που είπε ο Χριστός: «Ός αν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν»6;
- Εννοεί να «απολέση» ο άνθρωπος την ζωή του, με την καλή έννοια. Να μην υπολογίζη την ζωή του, να θυσιάζη την ζωή του για τον άλλον. «Μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου έκαστος»7, λέει ο Απόστολος Παύλος. Όλη η βάση στην πνευματική ζωή εδώ είναι: να ξεχνάω τον εαυτό μου με την καλή έννοια και να σκέφτωμαι τον άλλον, να συμμετέχω στον πόνο, στην δυσκολία του άλλου. Να μην κοιτάζω πώς να ξεφύγω την δυσκολία, αλλά πώς να βοηθήσω τον άλλον, πώς να τον αναπαύσω.
- Πώς θα καταλαβαίνω, Γέροντα, τί αναπαύει τον άλλον, για να το κάνω;
- Αν έρχεσαι στην θέση του άλλου, τότε θα καταλαβαίνης τί αναπαύει τον άλλον. Αν όμως μένης κλεισμένη στο καβούκι σου, πώς θα καταλάβης τί αναπαύει τον άλλον;
Στην εποχή μας οι πιο πολλοί κοιτάζουν πώς να πάρουν την θέση του άλλου και όχι πώς να έρθουν στην θέση του άλλου, για να τον καταλάβουν. Παρατηρώ καμμιά φορά πώς μερικοί, ακόμη και όταν πάνε να κοινωνήσουν, δεν περιμένουν στην σειρά τους. Καθένας λέει: «εγώ έχω δουλειά και βιάζομαι» και δεν σκέφτεται: «άραγε είμαι άξιος να κοινωνήσω;» ή «μήπως ο άλλος είναι πιο βιαστικός από μένα;». Τίποτε! κοινωνούν και φεύγουν. Εδώ, ακόμη και να στερηθής την Θεία Κοινωνία για χάρη του άλλου, πρέπει να χαίρεσαι. Κι αν ο ιερεύς έχη μία μόνο μερίδα, μόνον έναν μαργαρίτη, και βρεθή κάποιος άρρωστος που είναι ετοιμοθάνατος και χρειάζεται να κοινωνήση, τότε πρέπει να χαρής που δεν θα κοινωνήσης εσύ, για να κοινωνήση ο άρρωστος. Αυτό θέλει ο Χριστός. Έτσι έρχεται ο Χριστός μέσα στην καρδιά και πλημμυρίζει κανείς από χαρά.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 43-45)
Μἰα φορά ο Ζαχαρίας, ο μαθητής του Αββά Σιλουανού, χωρίς να ρωτήσει τον Γέροντα, πήρε τους άλλους αδελφούς κι έριξαν κάτω τον φράχτη για να μεγαλώσουν τον μικρό τους κήπο. Όταν το είδε ο Αββάς Σιλουανός, χωρίς να τους πει λέξη, φόρεσε τον μανδύα του και τους αποχαιρέτησε:
- Εύχεσθε για μένα, αδελφοί, ήταν τα μοναδικά λόγια που έβγαλε από το στόμα του καθώς έφευγε.
Εκείνοι σάστισαν που τον είδαν τόσο ξαφνικά να φευγει.
- Πού πας, Αββά; τον ρώτησαν. Τί σου συμβαίνει;
- Δεν μπαίνω μέσα σε τούτο το κελλί ούτε τον μανδύα βγάζω από πάνω μου, τους είπε τότε ο Γέροντας, αν δεν φέρετε τον φράχτη στην πρωτινή του θεση.
ΈΝΑΣ πλούσιος άρχοντας πήγε να επισκεφθεί την σκήτη των Πατέρων. Μαζί του είχε πολλά χρήματα για να τους φιλοδωρήσει και ήθελε να τα δώσει στον Πρεσβύτερο, να τα μοιράσει ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός.
- Οι Γέροντες δεν χρειάζονται χρήματα, του είπε ο Πρεσβύτερος. Επειδή όμως επέμενε ο άρχοντας, τα έβαλε σ’ ένα σακκούλι και το κρέμασε στην πόρτα της εκκλησίας. Την Κυριακή, που πηγαν οι Πατέρες να λειτουργηθούν, ο Πρεσβύτερος τους είπε:
- Όποιος χρειάζεται χρήματα, ας πάρει από κείνο το σακκούλι.
Κανένας όμως δεν πλησίασε να πάρει. Οι πιο πολλοί μάλιστα δεν γύρισαν καν να κοιτάξουν προς τα εκεί. Γύρισε τότε ο Πρεσβύτερος και είπε στον άρχοντα, που στεκόταν παράμερα και παρακολουθούσε:
- Βλέπεις πως οι μοναχοί αποστρέφονται τα χρήματα. Πάρ’ τα λοιπόν και μοίρασέ τα στους φτωχούς. Ο Θεός δεχτηκε την καλή σου προαίρεση.
Ο άρχοντας έφυγε, θαυμάζοντας την αφιλοχρηματία των Πατέρων.
ΈΝΑΣ αδελφός πήγε να συμβουλευτεί κάποιο Γέροντα:
- Είναι σωστό, Αββά, να φυλάξω δυο χρυσά νομίσματα, που μου περίσσεψαν από το εργόχειρό μου, για να τα έχω στα γεράματά μου ή όταν μου συμβεί αρρώστια;
Ο ΑΜΕΡΙΜΝΟΣ μοναχός, που έχει γευθεί την γλύκα της ακτημοσύνης, λέει κάποιος Πατήρ,
νιώθει σαν βάρος περιττό και το ράσο ακόμη που φορά και το λαγήνι του νερού που έχει στο κελλί του, γιατί κι αυτά καμιά φορά του απασχολούν τον νου του.
ΑΛΛΟΣ Γέροντας πνευματικός δίνει τις παρακάτω συμβουλές στους μοναχούς:
Μην θέλεις να έχεις κρεμασμένο στην πόρτα του κελλιού σου άλλο ρούχο από κείνο που φοράς. Πολλοί καλύτεροί σου τρέμουν από το κρύο. Πώς εσύ ο αμαρτωλός τολμάς να έχεις περιττά;
Μην γυρεύεις να κρύβεις παράμερα σκεύος αμεταχείριστο, γιατί θα πάψει να έχει την φροντίδα σου ο Θεός. Ούτε χρήματα μην συνηθίζεις να κρατάς. Αγόρασε μ’ αυτά τα απολύτως αναγκαία και τα υπόλοιπα δώσε τα ελεημοσύνη, προτού βραδιάσει, γιατί δεν ξέρεις αν ξημερωθείς.
Αν το κελλί σου χωρά μόνο την κεφαλή σου, μην θέλεις ν’ αποκτήσεις πιο ευρύχωρο.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 45-47)
Η εμφάνιση του φωτός
Η δεύτερη θεωρία του φωτός που αξιώθηκε να δεχθεί ο νεαρός τότε δόκιμος όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, σε ηλικία 28 ετών, συνέβη το 977 σ’ ένα κελλί της μονής του Στουδίου, στην Κωνσταντινούπολι.
Το βράδυ μιας κοπιαστικής μέρας ο γέροντας του όσιος Συμεών ο Ευλαβής, βλέποντάς τον να μην τρώη και να μην πίνη τίποτε, του είπε
- Γνώριζε, τέκνο μου, ότι ούτε με την νηστεία, ούτε με την αγρυπνία, ούτε με την κακοπάθεια, ούτε με καμμιά άλλη αρετή ευχαριστείται τόσο ο Θεός, όσο με την ταπεινή και απλοϊκή και καλοπροαίρετη ψυχή.
Ο υποτακτικός έπεσε με πολλή ταπείνωση στα πόδια του και συντετριμμένος παρακάλεσε:
- Ευχήσου για εμένα, άγιε του Θεού, για να βρω έλεος με τη μεσιτεία σου. Εγώ δεν έχω κανένα από τα καλά που είπες, παρά μόνο πλήθη αμαρτιών, τις οποίες και συ γνωρίζεις.
Συγκινημένος ο γέροντας τον διέταξε να σηκωθή από το έδαφος και να πάη να κοιμηθή λέγοντας μόνο το Τρισάγιο.
«Μόλις άρχισα το Τρισάγιο, περιγράφει ο όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος, θυμήθηκα τα λόγια του αγίου και άρχισα να δακρύζω και να νιώθω χαρά και ευφροσύνη. Και τότε ένα δυνατό φως έλαμψε και μ’ άφησε εκστατικό! Έχασα την αίσθησι του τόπου και του χρόνου. Λησμόνησα ποιος ήμουν. Όταν συνήλθα κατάλαβα ότι φώναζα το «Κύριε, ελέησον». Ποιος όμως στην κατάσταση αυτή κινούσε τη γλώσσα μου σε επίκλησι, δεν γνωρίζω. Ο Θεός το γνωρίζει. Δεν γνωρίζω ακόμη εάν με το σώμα είτε χωρίς το σώμα βρέθηκα σ’ αυτό το φως. Ο Θεός το γνωρίζει… Ένιωσα να ελευθερώνομαι από το ψυχικό μου σκοτάδι και το γήινο φρόνημα, τη ραθυμία, τη νάρκωσι, τον κόπο και το βάρος του φθαρτού σώματος. Ένιωσα γλυκύτητα και πνευματική ηδονή που ξεπερνά κάθε απόλαυσι των αισθητών… Σε λίγο όμως άρχισε σιγά-σιγά να μετριάζεται το άπλετο εκείνο φως, κατά κάποιο τρόπο να περιορίζεται και να συστέλλεται και να σβήνη… Καθώς εγώ συνειδητοποιούσα την απομάκρυνσί του, άρχισα να κυριεύομαι από μια θλίψι. Σφοδρή οδύνη άναψε σαν φωτιά στην καρδιά μου με την απώλεια της γλυκύτατης θέας του ακτίστου φωτός».
(Όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι , Ι.Μ.Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ. 59-60).