Το βλέμμα.
Τα μάτια είναι σημείο συνάντησης των ψυχών, είπε ένας σοφός. Με το βλέμμα η μια ψυχή απορροφάται από την άλλη. Το βλέμμα είναι σαν λάμπα, η οποία μας επιτρέπει να μπαίνουμε στην ψυχή του άλλου, για να την εξερευνήσουμε και να την γνωρίσουμε.
Όταν κοιτάξουμε έναν τυφλό στο πρόσωπο, μάταια ψάχνουμε το σημείο της συνάντησης, και αισθανόμαστε ταυτόχρονα κάποιο μυστήριο, το οποίο μας βασανίζει, όπως όταν ακούσουμε τη ροή του υπόγειου ποταμού κάτω από τα πόδια μας, ή όπως όταν βλέπουμε ένα σπίτι χωρίς παράθυρα.
Το βλέμμα είναι πολύ δυνατό σχοινί, με το οποίο η φύση δένει τον άνθρωπο με τον εαυτό της. Στον άνθρωπο των αισθήσεων ολόκληρη η φύση παρουσιάζεται μόνο σε μορφές. Σε καθετί που σταματά το βλέμμα του θαυμάζει. Ο πνευματικός άνθρωπος όμως, λιώνει με τη φωτιά του νου του όλες τις μορφές σε κάποιο πρωταρχικό στοιχείο και θαυμάζει αυτό το μοναδικό στοιχείο. Όμως και αυτό είναι μόνο η αρχή της πνευματικότητας.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 33-34).
Θαυμαστό γεγονός του Αγίου Νικηφόρου του Λεπρού
Ο πατήρ Ευμένιος έλεγε ότι, κάποιο βράδυ, αφού ετοίμασε τον πατέρα Νικηφόρο και τον έβαλε να κοιμηθή, πήγε κι αυτός στο κελλάκι του να αναπαυθή. Δεν τον έπαιρνε, όμως, ο ύπνος. Είχε μια έντονη ανησυχία, μήπως κάτι δεν έκανε καλά, μήπως δεν έκλεισε καλά τη σόμπα. Αυτά και αλλά πολλά περνούσαν απ’ τον λογισμό του. Σηκώνεται, λοιπόν, και πηγαίνει στο κελλάκι του Παππούλη.
Για να μη τον ενοχλήση, αν τον είχε πάρει ο ύπνος, θεώρησε καλό να μη κτυπήση την πόρτα, ούτε να πη το “Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός, ελέησον ημάς” και να περιμένη την απάντηση από μέσα του “Αμήν”, όπως γίνεται μεταξύ μοναχών. Ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα και, τι να δη; Βλέπει τον πατέρα Νικηφόρο να αιωρήται ως ένα μέτρο από το έδαφος με τα χέρια υψωμένα και να προσεύχεται.
Το πρόσωπό του έλαμπε υπέρ τον ήλιο. Μόλις αντίκρυσε αυτό το όντως φοβερό θέαμα ο πατήρ Ευμένιος, χωρίς να μιλήση καθόλου έκλεισε πολύ προσεκτικά την πόρτα και έτρεξε στο κελλάκι του. Εκεί έπεσε με το πρόσωπο στο έδαφος και άρχισε να κλαίη με στεναγμούς, μήπως στενοχώρησε τον Παππούλη του που δεν κτύπησε την πόρτα και τον είδε σε αυτή την θαυμαστή στάση.
Αλλά έκλαιγε και από χαρά, διότι είδε ιδίοις όμμασι πόσο μεγάλος και ενάρετος ήτο ο πνευματικός του Πατέρας, ο πατήρ Νικηφόρος. Το πρωί, που πήγε ως συνήθως για να τον διακονήση, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του ζήτησε να τον συγχωρήση για το παράπτωμά του. Εκείνος, με ένα ελαφρό μειδίαμα, τον συγχώρησε αμέσως και του είπε να μην φανερώση σε κανένα ό,τι είδε, όσο ο ίδιος θα ζούσε ακόμη.
(Σίμωνος Μοναχού, "Νικηφόρος ο Λεπρός της καρτερίας αθλητής λαμπρός", Β΄ Έκδοσις, Εκδόσεις «Ο Άγιος Στέφανος», Αθήναι)
Βίος Αγίου Νικηφόρου
Ο Όσιος Πατήρ ημών Νικηφόρος, κατά κόσμον Νικόλαος Τζανακάκης, εγεννήθη στο χωριό Σηρικάρι του Νομού Χανίων Κρήτης. Σε πολύ μικρή ηλικία στερήθηκε και τους δύο γονείς του. Όταν έγινε δεκατριών ετών, ο παππούς του τον έστειλε να εργαστή σ’ ένα κουρείο στα Χανιά. Στην εργασία αυτή τον αγαπούσαν όλοι, επειδή ήταν όμορφος, έξυπνος και κοινωνικός.
Όμως η ζωή του επεφύλασσε ένα πολύ δύσκολο και οδυνηρό άθλημα, που άρχισε τότε, με την εμφάνιση των πρώτων σημαδιών της νόσου του Χάνσεν, της γνωστής Λέπρας.
Για να μη τον αντιληφθούν οι αρχές και τον κλείσουν στο άνυδρο νησί της Σπιναλόγκας, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών έφυγε για την Αλεξάνδρεια.
Εκεί γνωρίστηκε με την ανθούσα τότε Ελληνική παροικία και με αρχιερείς του Πατριαρχικού θρόνου και όλοι αυτοί αγάπησαν πολύ τον καλό Νικόλαο.
Μετά από λίγα χρόνια, που τα σημάδια της νόσου έγιναν πολύ εμφανή, έπρεπε και από εκεί να φύγει. Να πάη, όμως, που; Κανένα δεν γνώριζε πουθενά. Τότε ένας Αρχιερεύς, που ο Νικόλαος του εμπιστεύθηκε το πρόβλημά του, τον έστειλε στο λωβοκομείο της Χίου, κοντά στον Πατέρα Άνθιμο, τον μετέπειτα Άγιο Άνθιμο. Μετά τρία χρόνια, ο Άγιος Άνθιμος τον έκειρε μοναχό, με το όνομα Νικηφόρος. Κοντά στον Πατέρα Άνθιμο, ο Πατήρ Νικηφόρος έφθασε σε μεγάλα μέτρα αρετής.
Όταν έκλεισε το λωβοκομείο της Χίου, ο Πατήρ Άνθιμος τον έστειλε στον Αντιλεπρικό Σταθμό των Αθηνών με συστατική επιστολή, στην οποία έγραφε στον Πατέρα Ευμένιο, που υπηρετούσε εκεί, να προσέξη «τον θησαυρό που του στέλνει η Παναγία», διότι έχει πολλά να ωφεληθή από αυτόν.
Εκεί ο Πατήρ Νικηφόρος πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ο Πατήρ Ευμένιος τον φρόντισε με πολλή αγάπη και τον είχε ως πνευματικό του πατέρα.
Ο Όσιος πατήρ ημών Νικηφόρος εκοιμήθη στις 4 Ιανουαρίου 1964, προπαραμονή των Θεοφανείων.
Θαύματα επετέλεσε ήδη κατά τη διάρκεια της ζωής του, και επιτελεί πολύ περισσότερα μετά θάνατον, όπως το ομολογούν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι ευεργετήθηκαν από αυτόν.
(Σίμωνος Μοναχού, «Άγιος ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ, ΤΗΣ ΚΑΡΤΕΡΙΑΣ ΑΘΛΗΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ»)
60. Πόσο ζωντανά οι Άγιοι ένοιωθαν τον Κύριο! Στέκονταν και προσεύχονταν μπροστά του με φόβο και τρόμο, αλλά επίσης με αγάπη και ελπίδα. Ήσαν βέβαιοι ότι ο Θεός άκουε τα λόγια τους, έβλεπε τους λογισμούς τους, ανταποκρινόταν στους πόθους της καρδιάς τους.
61. Αν βιάσουμε τον εσωτερικό μας άνθρωπο να στραφή προς τον Θεό, κατά την ώρα της προσευχής, τότε η προσευχή γίνεται θερμή και καρποφορεί. Ειρήνη, φως, κατάνυξις, συντριβή για τις αμαρτίες μας, με τις οποίες λυπήσαμε τον Κύριο, κατακλύζουν όλο μας το είναι. Γιατί, ψυχή μου, να μην στρέφεσαι έτσι στον Κύριο πιο συχνά; Τι στήριξι θα είχες τότε, τι ειρήνη γλυκειά θα απελάμβανες! «Η ψυχή ημών υπομενεί τω Κυρίω, ότι βοηθός και υπερασπιστής ημών έστιν· ότι εν αυτώ ευφρανθήσεται η καρδία ημών» (Ψαλμ. λβ’ 20, 21).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 43)
58. Ένας φτωχός σου ζητεί να τον βοηθήσης. Ο Αρχέκακος προσπαθεί τότε να στρέψη την καρδιά σου προς την αδιαφορία. Πρόσεξε, μην παρασυρθής. Διώξε από μέσα σου τα απάνθρωπα αισθήματα. Ατένισε τον αδελφό σου με αγάπη και οικτιρμούς και βοήθησέ τον πρόθυμα. Είναι μέλος του Χριστού και δικό σου - «αλλήλων μέλη εσμέν» (Εφεσ. δ’ 25) -, είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Ο Θεός τον αγαπά και τον υπολήπτεται όπως και σένα.
59. «Πτωχός τω πνεύματι» ποιος είναι; Όποιος θεωρεί τον εαυτό του ένα τίποτε και τον Θεό το παν. Όποιος τιμά τα λόγια του θεού πάνω από κάθε τι στον κόσμο και ανταποκρίνεται με έργα σ’ αυτά, θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή του. Όποιος ακολουθεί το θείο θέλημα και απαρνείται εξ ολοκλήρου το δικό του.
Για τον «πτωχόν των πνεύματι», ολόκληρος ο κόσμος είναι ένα τίποτε. Παντού, βλέπει μόνο τον Θεό, να δίνη ζωή στα πάντα, να δεσπόζη σε όλα. Γι’ αυτόν, δεν υπάρχει τόπος χωρίς τον Θεό, χρονικό διάστημα χωρίς τον Θεό.
Ο «πτωχός τω πνεύματι» δεν πασχίζει να εννοήση τα ανερμήνευτα, να αποκαλύψη τα μυστήρια του θεού. Πιστεύει απλά στον λόγο του θεού, γνωρίζοντας ότι κάθε λέξις θεία είναι αλήθεια, πνεύμα και αιώνια ζωή. Πιστεύει και στα λόγια της Εκκλησίας, που το Πνεύμα την οδηγεί σε όλη την αλήθεια (Ιω. ιστ’ 13). Πιστεύει όπως το μικρό παιδί τον πατέρα του και τη μητέρα του, χωρίς να ζητή αποδείξεις.
Ο «πτωχός τω πνεύματι» θεωρεί τον εαυτό του πραγματικά έσχατο όλων των ανθρώπων και πρώτον ανάμεσα στους αμαρτωλούς, άξιο να καταπατήται από όλους.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 42-43)
«…Κένωσε τον εαυτό Του παίρνοντας μορφή δούλου»
(Φιλ. 2:7)
Ένας διευθυντής Υπουργείου, που ήταν χριστιανός, πολλές φορές συνομιλούσε με οικειότητα με την καθαρίστρια του γραφείου του. Φίλοι και συνάδελφοι του συχνά του έκαναν παρατήρηση γι’ αυτό, λέγοντάς του: «Πρέπει να κρατάς τη θέση σου. Δε σου ταιριάζει να συζητάς με καθαρίστριες». Στην παρατήρηση αυτή εκείνος συνήθιζε να απαντά: «Για σκεφτείτε αν ο Κύριος Ιησούς Χριστός κρατούσε τη θέση Του!».
Σκέφτηκες ποτέ τι θα ήταν η ζωή του ανθρώπου αν ο Θεός κρατούσε τη θέση Του και δε συγκατέβαινε να μας πλησιάσει και να σχετιστεί μαζί μας; Η ζωή θα ήταν ένα αίνιγμα, ένας κατασκότεινος δρόμος και μια περιπέτεια χωρίς τελικό αποτέλεσμα. Αλλά χειρότερο κι απ’ αυτό, η ζωή μας θα ήταν χαμένη και καταδικασμένη σε αιώνιο θάνατο, χωρίς ελπίδα λυτρωμού. Ο Ιησούς Χριστός, που πέθανε στο σταυρό για λογαριασμό μας, είναι η συγκατάβαση του Θεού προς εμάς. Αλίμονό μας, λοιπόν, αν ο Θεός κρατούσε τη θέση Του!
«Να υπάρχει μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα που υπήρχε στον Ιησού Χριστό, ο οποίος, παρόλο που από τη φύση Του είχε τη μορφή του Θεού, εντούτοις δε θεώρησε την ισότητά Του με το Θεό σαν κάτι από το οποίο θα μπορούσε να αρπαχθεί, αλλά κένωσε τον εαυτό Του και πήρε τη μορφή δούλου»
(Φιλ.2:5-7)
Λίγο καιρό πριν φύγει απ΄ αυτόν τον κόσμο, ο Κύριος Ιησούς, πήρε την περιφρονημένη θέση του δούλου, και έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του. «Πόσο με βοήθησε αυτό το παράδειγμα!», έλεγε ο αρχηγός του Στρατού της Σωτηρίας Μπρένγλ, «όταν στη Στρατιωτική Σχολή, μου ζήτησαν από τη δεύτερη μέρα να καθαρίσω και να γυαλίσω ένα ολόκληρο φορτίο με λασπωμένες μπότες, μέσα σ’ ένα μικρό υπόγειο… Ο Σατανάς μου έφερε στο μυαλό, ότι πριν από λίγα χρόνια είχα πάρει το δίπλωμα μου από το Πανεπιστήμιο, έπειτα είχα περάσει άλλα δύο χρόνια στη Θεολογική Σχολή, και κατόπιν είχα εργαστεί στον αγρό του Κυρίου, όπου εκατοντάδες άνθρωποι είχαν ζητήσει και βρει τη σωτηρία τους. Και τώρα βρισκόμουν μέσα στο μικρό υπόγειο, ασχολούμενος με το ξελάσπωμα των παπουτσιών των αγράμματων συστρατιωτών μου! Ο παλιός άνθρωπος, ο διάβολος, μου τα ψιθύριζε όλ’ αυτά. Με τη σειρά μου όμως κι εγώ του θύμισα το παράδειγμα του Κυρίου μου, και τότε ησύχασα και ήμουν χαρούμενος. Εκείνο το μικρό υπόγειο έγινε για μένα ο προθάλαμος τ’ ουρανού».
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
453- ΠΩΣ ΒΡΗΚΕ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.
Ένας στρατιωτικός ιερεύς μοίραζε στους στρατιώτες την Αγία Γραφή. Έδωσε και σε ένα αδιάφορο στρατιώτη, που μόλις την πήρε είπε σαρκαστικά: Να και κάτι που θα χρησιμεύση για να καθαρίζω την πίπα μου! Πραγματικά ξέσχισε 8-10 φύλλα, αλλά στο τέλος το κείμενο του κίνησε την περιέργεια κι άρχισε να την διαβάζη. Σε λίγο διάστημα βρήκε το δρόμο της ζωής.
455- ΑΠΟΣΤΟΜΩΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ.
Ένας ορθολογιστής και ένας ευσεβής κληρικός που ταξίδευαν με το ίδιο πλοίο βρέθηκαν στο ίδιο τραπέζι την ώρα του φαγητού. Ενώ τους εσερβίριζαν ένα θαυμάσιο ψάρι ο ορθολογιστής κοίταξε τον κληρικό και του είπε:
-Τι κάνετε αιδεσιμώτατε;
-Καθώς βλέπεις, παιδί μου, είμαι στην υπηρεσία του Κυρίου.
-Ασφαλώς θα κάνετε κηρύγματα.
-Φυσικά!
-Και το πιο φυσικό είναι πως θα βρίσκετε μέσα στο παλιό αυτό βιβλίο – το Ευαγγέλιο – και πράγματα που δεν τα καταλαβαίνετε.
-Καμιά φορά βρίσκω.
-Και δεν μου λέτε, είπε θριαμβευτικά ο ορθολογιστής, τι κάνετε τότε;
-Απλούστατα, κάνω αυτό που κάνουμε αυτή τη στιγμή με το ψάρι. Αν βρω κανένα κόκκαλο το παραμερίζω και εξακολουθώ να απολαμβάνω τρώγοντας το ψάρι, αφήνοντας μερικούς ανόητους να επιμένουν να πνιγούν με τα κόκκαλα!
456- Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΓΡΑΦΗΣ.
Ένα μικρό παιδί ξεφύλλιζε μια αχρησιμοποίητη σκονισμένη Αγία Γραφή. Όταν σε μια στιγμή γεμάτο απορία ρώτησε:
-Μαμά, δεν είναι αυτό το βιβλίο του Θεού;
-Ναι, απάντησε η μητέρα, αλλά γιατί ρωτάς;
-Μαμά, συμπλήρωσε ο μικρός με αφέλεια, δε θα ήταν καλύτερα να το στείλωμε πάλι στο Θεό, αφού δε μας χρειάζεται; Ίσως να θέλη να το στείλη κάπου αλλού.
458- ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.
Ένας Ολλανδός μεγαλοκτηματίας, στη Νότιο Αφρική, είδε κάποτε ένα φτωχό γεωργό να διαβάζη το Ευαγγέλιο και του είπε περιπαικτικά:
-Αυτό το βιβλίο δεν είναι για τα μούτρα σου!
-Πως δεν είναι; Απήντησε εκείνος. Για μένα είναι · αφού έχει και το όνομά μου!
-Το όνομά σου; Τι είναι αυτά που λες;…
-Ναι. Άκου τι γράφει εδώ: «Ο Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώση τους αμαρτωλούς» (Α΄ Τιμ. α΄ 15). Άκουσες; «Αμαρτωλούς»! Ένας απ’ αυτούς είμαι κι εγώ.
461- ΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΤΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ.
–Διάβασα, αιδεσιμώτατε, το βιβλιαράκι που μου δώσατε χθες και πραγματικά με εξέπληξαν τα όσα γράφει σχετικά με την τεράστια κυκλοφορία της Αγίας Γραφής σ’ όλο τον κόσμο. Ακριβώς όμως γι’ αυτό ήθελα να σας ρωτήσω, γιατί παρ’ όλη την καταπληκτική διάδοσι αυτού του βιβλίου εξακολουθούμε να βλέπουμε τόσα πράγματα εντελώς ασυμβίβαστα με το Χριστιανισμό; Αυτά έλεγε κάποιος νεαρός φοιτητής στον εφημέριο της ενορίας του.
Ο καλός ιερεύς απάντησε:
-Πόσοι σωλήνες της Εταιρίας Υδάτων δεν διακλαδώνουν ολόκληρη την πόλι μας και φέρνουν άφθονο νερό σ’ όλα τα σπίτια. Κι όμως γιατί υπάρχουν βρώμικοι άνθρωποι;
-Γιατί δεν το χρησιμοποιούν για να καθαρισθούν, απάντησε ο νέος.
-Ακριβώς, προσέθεσε ο ιερεύς, η Αγία Γραφή κυκλοφορεί σήμερα κατά εκατομμύρια αντίτυπα μέσα στον κόσμο. Πόσοι όμως κάνουν τον κόπο να καθαρισθούν και να εξαγνισθούν εφαρμόζοντας τα διδάγματά της;
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 204-207)
ΈΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ που αδικήθηκε πήγε στον Αββά Σισώη και του εξομολογήθηκε:
- Πάτερ, ο τάδε αδελφός με αδίκησε κι ο λογισμός μου με βασανίζει να τον εκδικηθώ.
- Όχι, παιδί μου, άρχισε να τον συμβουλεύει ο Όσιος. Άφησε την εκδίκηση στα χέρια του Θεού.
- Δεν Θα ησυχάσω, αν δεν τον κάνω να πονέσει, όπως πόνεσα κι εγώ, εξακολουθούσε να λέει συνεπαρμένος από το πάθος του ο νέος.
Αφού δεν έπαιρνε από λόγια, ο Όσιος τον φώναξε να κάνουν προσευχή μαζί, για να τον φωτίσει ο Θεός να καταλάβει ποιό ήταν το ψυχικό του συμφέρον. Γονάτισαν ο ένας δίπλα στον άλλον και ο Αββάς Σισώης, σηκώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό, είπε αυτή την προσευχή:
- Κύριε και Θεέ μας, εμείς τα παιδιά Σου Σου δηλώνουμε σήμερα με τις πράξεις μας ότι δεν έχουμε πια ανάγκη να έχεις Συ την φροντίδα μας, γιατί μάθαμε μόνοι να φροντίζουμε για τον εαυτό μας και αυτοπροσώπως να εκδικούμαστε για λογαριασμό μας.
Ταράχτηκε ο αδελφός ακούγοντας τα λόγια της προσευχής, έστω και αν ήταν απολύτως σύμφωνα με την ψυχική του κατάσταση.
- Συγχώρεσέ με, Πάτερ, είπε μετανοημένος στον Άγιο Γέροντα. Δεν επιθυμώ πια να εκδικηθώ τον αδελφό μου.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ πήγε να συμβουλευθεί τον Αββά Σιλουανό.
- Έχω έναν θανάσιμο εχθρό, Πάτερ, του εξομολογήθηκε. Τα κακά που μου έχει προξενήσει αυτός ο άνθρωπος είναι αναρίθμητα. Προ καιρού κέρδισε με απάτη ένα μεγάλο κομμάτι από το χωράφι μου. Με συκοφαντεί όπου βρεθεί, κακολογεί κι εμένα και την οικογένειά μου. Μου έχει κάνει τον βίο αβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα επιβουλευεται και την ζωή μου. Πριν λίγες ημέρες έμαθα πως αποπειράθηκε να με δηλητηριάσει. Δεν παίρνει άλλο, λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος να τον παραδώσω στην δικαιοσύνη.
- Κάνε όπως θέλεις, του είπε με αδιαφορία ο Αββάς Σιλουανός.
- Δεν νομίζεις, Πάτερ, πως όταν τιμωρηθεί και μάλιστα αυστηρά, όπως του πρέπει, θα σωθεί η ψυχή του; ρώτησε ο άνθρωπος, που τώρα άρχισε να ενδιαφέρεται και για την ψυχική ώφέλεια του εχθρού του.
- Κάνε ό,τι σε αναπαύει, εξακολουθούσε να λέει με το ίδιο ύφος ο Όσιος.
- Πηγαίνω λοιπόν στον δικαστή κατευθείαν, είπε ο χριστιανός και σηκώθηκε να φύγει.
- Μην βιάζεσαι τόσο, του είπε με ηρεμία ο Όσιος. Ας προσευχηθούμε πρώτα να κατευοδώσει ο Θεός την πράξη σου. Και άρχισε το «Πάτερ ημών».
«Και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών», ακούστηκε να λέει μεγαλοφώνως ο Όσιος σαν έφτασε σ’ αυτόν τον στίχο.
- Λάθος, Αββά, δεν λέει έτσι η Κυριακή Προσευχή, έσπευσε vα διορθώσει ο Χριστιανός.
- Έτσι όμως είναι, αποκρίθηκε με όλη του την απάθεια ο Γέροντας. αφού αποφάσισες να παραδώσεις τον αδελφό σου στον δικαστή, ο Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή για σένα.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 57-58 )
18. «Σε την Κιβωτόν, την Παναγίαν, την επισκιαζομένην Θείω Πνεύματι» (Π).
Η Κιβωτός της Διαθήκης είναι μια προτύπωσις της Θεοτόκου που πολύ συχνά χρησιμοποιεί η Εκκλησία. Σύμφωνα με τη βιβλική περιγραφή (Έξοδ. κε' 9 –21. Εβρ. θ' 4 – 5), η Κιβωτός ήταν ολόχρυση, μέσα δε σ’ αυτή βρισκόταν η «χρυσή στάμνος» (Έξοδ. ιστ' 33), η Ράβδος του Ααρών που βλάστησε (Αρ. ιζ' 16 – 23) και οι δύο Πλάκες του Δεκαλόγου (Έξοδ. λδ' 1 εξ.). Επάνω δε από την Κιβωτό υπήρχαν δύο ολόχρυσα Χερουβίμ που με τα απλωμένα φτερά τους αγκάλιαζαν και σκέπαζαν την Κιβωτό.
Η Παναγία υπήρξε «Κιβωτός» διότι έφερε όχι τις δύο πλάκες του αρχαίου Νόμου, αλλά τον ίδιο το Νομοθέτη (Π) και διότι την σκέπασε αυτό το Άγιο Πνεύμα. Η Παρθένος που ανατράφηκε μέσα στα Άγια των Αγίων, κοντά στην Κιβωτό της Διαθήκης, έγινε τελικά η ίδια έμψυχος «Κιβωτός» και «Άγια Αγίων». Προ του Ευαγγελισμού, τα σύμβολα αυτά την προτύπωναν και την προεικόνιζαν. Μετά τον Ευαγγελισμό τα σύμβολα αντικαταστάθηκαν από το πρόσωπό της. «Τα αρχαία παρήλθε, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β' Κορ. ε' 17)
Η Π. Διαθήκη ήταν, εκτός των άλλων, και μία περίοδος προτυπώσεων και συμβολισμών. Ήταν το αλφαβητάριο της ανθρωπότητος, γεμάτο ωραίες, έγχρωμες εικόνες και σύμβολα για τα «παιδία ταις φρεσί» (Α' Κορ. ιδ' 20), που βρίσκονταν ακόμη «υπό παιδαγωγόν» (Γαλ. γ' 25), στις πρώτες τάξεις του Σχολείου της ιστορίας και της σωτηρίας.
Όταν όμως το Άγιον Πνεύμα επεσκίασε την Παρθένο, τότε άρχισε μια καινούργια παιδευτική περίοδος για τους ανθρώπους. Για την περίοδο αυτή τα αλφαβητάρια ήταν πια απηρχαιωμένα και οι παιδαγωγοί άχρηστοι, αφού τα μαθήματα θα τα έκανε πια ο ίδιος «Ο Διδάσκαλος ημών και καθηγητής, ο Χριστός» (Ματθ.κγ' 8,10) .
19. «Αθανασίας μάννα Χριστόν φέρουσα, Στάμνε λογική» (Π).
Οι προτυπώσεις της Θεοτόκου προχωρούν και στα επί μέρους ιερά αντικείμενα που περιείχε η Κιβωτός. Έτσι, η Παρθένος παρομοιάζεται με τη χρυσή Στάμνα, μέσα στην οποία διατηρούσαν λίγο από το μάννα, την ουρανόσταλτη εκείνη γλυκειά τροφή, που έτρεφε τους Εβραίους στη σαραντάχρονη οδοιπορεία τους μέσα στην Έρημο (Έξοδ. ιστ') .
Ο Κύριος έκανε ευρύτατο λόγο για τον άρτο που κατέβηκε απ’ τον ουρανό και διακύρηξε ότι Αυτός είναι «ο άρτος της ζωής» (Ιω. στ' 26 – 59) . Γι΄ αυτό και η Θεοτόκος που έφερε μέσα της το «αθανασίας μάννα», τον ουράνιο άρτο, τον Κύριο Ιησού έγινε η «λογική Στάμνα». Η Χρυσή Στάμνα ήταν τοποθετημένη μέσα στην Κιβωτό και διατηρούσε απλώς το μάννα για ανάμνησι. Η λογική Στάμνα, η Θεοτόκος είναι τοποθετημένη μέσα στην Εκκλησία, την Κιβωτό αυτή της σωτηρίας και το ουρανόπλαστο μάννα (τον Χριστό) δεν το κρατάει για τον εαυτό της, αλλά το προσφέρει στους πιστούς «εις βρώσιν».
Οι Εβραίοι έζησαν μέσα στις κακουχίες της Ερήμου και έφθασαν στην υποσχημένη Πατρίδα χάρις στην ουράνια τροφή, το καθημερινό μάννα. Το ίδιο και οι χριστιανοί·θα ζήσουν και θα φθάσουν σώοι στην ουράνια Πατρίδα, τρώγοντας «τον ουράνιον άρτον, την τροφήν του παντός κόσμου, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» (I). Εκείνος άλλωστε δήλωσε κατηγορηματικά: «Εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγει εκ τούτου του άρτου ζήσεται εις τον αιώνα... ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. στ' 51, 54).
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 40-41)
"Η εμπειρία του Βασιλείου είναι προσωπική· δεν την είδε, δεν την άκουσε, την έπαθε ο ίδιος, όπως βεβαιώνει ο Γρηγόριος Νύσσης. Από την πρώτη εποχή της αναχωρήσεώς του ο Βασίλειος εργάστηκε σκληρά και για αυτό καρποφόρα. Μελέτη των γραφών, σπουδή της Παραδόσεως και άσκηση τον απορροφούσαν ολοκληρωτικά. Οι ώρες του ύπνου έμειναν ελάχιστες, η άσκηση τον απάλλασσε από τα πάθη, ο νους έμαθε να προσηλώνεται στις θείες αλήθειες και όλα να καθαρίζονται από τις εξωτερικές επιδράσεις. Έτσι γινόταν ικανότερος να εισέρχεται όλο και πιο βαθιά στην αλήθεια.
Την κατεξοχήν καθαρή και υψηλή προσευχή την έκανε τα βράδια και τις νύχτες για πολλές ώρες. Συνήθως μετά την ανάγνωση της Γραφής. Στην εργασία τούτη δεν ήταν πολλά χρόνια. Ίσως μόνο ένα χρόνο. Εν τούτοις η έντονη άσκηση και η πολύωρη προσευχή έφεραν γρήγορα τη θεία χάρη. Ο αρχάριος μοναχός τυλίγεται τη νύχτα με φως. Το πνεύμα του, ολόκληρος, κατακλύζεται από άπλετο και γλυκύτατο φως. Έτσι απρόσμενα, ξαφνικά.
… Αφέθηκε να ζει σε άφατη αγαλλίαση. Ζούσε στο Θεό και ο Θεός ήταν στο πνεύμα του! Οι στιγμές γλυκύτατες. Το πνεύμα του σκληρού αγωνιστή Βασιλείου ήταν τώρα μακάριο, αισθανόταν και είχε μόνο την εμπειρία του Θεού. Τίποτα γύρω του δεν τον ενοχλούσε. Δεν πεινούσε, δεν διψούσε.
Η εξαίσια τούτη κατάσταση της θείας έλλαμψης ήταν οπωσδήποτε σπάνια. Μα συνέβη μερικές φορές ώστε να την αντιληφθούν και αυτοί που περνούσαν κοντά στο σπιτάκι του Βασιλείου. Έτσι μία νύχτα που ο Άγιος είχε δοθεί στη νοερή προσευχή χαριτώθηκε πάλι με το θείο φως. Πάλι στο νου του άστραψε το φως. Πάλι καταλήφθηκε από μακαριότητα. Τούτη όμως τη φορά το φως που άστραψε ήταν αλλιώτικο, δεν φώτιζε μόνο το πνεύμα του, έγινε λάμψη και δυνατό πυρ που φώτιζε ολόκληρο το σπίτι. Έπρεπε να το δουν και άλλοι.
Αν δεν ήξερε κανείς ότι μέσα εκεί λιώνει στην προσευχή ένας μοναχός, θα νόμιζε ότι το σπίτι πήρε φωτιά. Έλαμπε ολόκληρο χωρίς να καίγεται· καιγόταν χωρίς να καταστρέφεται. Πόσο θαυμαστός είσαι Κύριε! Πόσο μεγάλη χάρη δίνεις στον άνθρωπο! Πόσο μεγάλος γίνεται ο άνθρωπος κοντά σου!"
(Η ζωή ενός Μεγάλου, Στυλιανού Παπαδόπουλου, σ. 138-139)
«Εγκατέλειψε και ο Βασίλειος τους θορύβους της πόλης και το βροντοκόπημα από τα υλικά πράγματά της και ζούσε στην εσχατιά φιλοσοφώντας για το Θεό. Καταφώτισε τον Μωυσή το φως της βάτου. Μπορούμε να πούμε και για αυτόν κάτι συγγενικό με αυτήν την οπτασία. Ήταν νύχτα και γίνεται μία λάμψη από φως ενώ προσευχόταν στο σπίτι. Το φως εκείνο είχε άυλη φύση και καταφώτιζε το σπίτι με τη θεία δύναμη, χωρίς να το ανάβει κάποιο καύσιμο υλικό… Πολλές φορές καταλάβαμε ότι εισερχόταν και μέσα στον γνόφο, όπου ήταν ο Θεός. Ό,τι οι άλλοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν, σε εκείνον το έκανε κατανοητό η διδασκαλία του Πνεύματος, ώστε να φαίνεται πως βρίσκεται μέσα στην περιοχή του γνόφου, όπου μέσα κρύβεται ο Θεός».
(Γρηγορίου Νύσσης, ΕΠΕ, τόμος 11, σ. 305,309)