Γάμος ή παρθενία;
Σ ένα φίλο, που αντιμετώπιζε δίλημμα γάμου ή παρθενίας,
ο Γέροντας πρόσφερε πολλές προοπτικές σωτηρίας και τον απάλλαξε από το άγχος του διλήμματος,
πριν ακόμη διαλέξει οτιδήποτε, λέγοντάς του :
" Μην ταλαιπωρείσαι άδικα, καταπιέζοντας τον εαυτό σου ν' αποφασίσεις τώρα να διαλέξεις.
Άφησέ τον εαυτό σου ελεύθερο από την επίμονη αυτή σκέψη και δώσε όλη την προσοχή σου,
πως να αγαπήσεις το Χριστό, που σε αγαπά.
Όλα του Χριστού είναι, παρελθόν, παρόν και μέλλον μας, όπου φανερώνεται η Πρόνοιά Του,
μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια της ζωής μας. Μπορεί να κάνεις οικογένεια, μπορεί να πας όπου σου αρέσει να αφιερωθείς. Μπορεί όμως και να μην κάνεις τίποτε απ' αυτά, να μείνεις στο σπίτι σου, όπως είσαι τώρα.
Πάλι σώζεσαι, φτάνει ν' αγαπάς το Χριστό. Ο Χριστός θα φέρει τη λύση που σου ταιριάζει περισσότερο,
που θα μιλήσει καθαρά στην ψυχή σου. Μη στεναχωρείσαι. Και τώρα επάνω στο δρόμο του Χριστού είσαι".
[ Γ 367π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.257)
Το κέρδος και η απώλεια.
Όταν βλέπεται από κοντά το κέρδος, φαίνεται ως κέρδος. Όταν βλέπεται από μακριά, φαίνεται ως απώλεια.
Όταν βλέπεται από κοντά η απώλεια, φαίνεται ως απώλεια. Όταν βλέπεται από μακριά η απώλεια, φαίνεται ως κέρδος.
Το κέρδος του Θεού είναι το μοναδικό κέρδος, το οποίο είναι κέρδος και από κοντά και από μακριά.
Εξαφάνιση.
Μέγιστος θα είσαι τότε, όταν τον εαυτό σου με τη σκέψη μεταμορφώσεις σε τίποτα.
Όταν με το πνεύμα υψωθείς έως το Πνεύμα το ατελείωτο και δίχως τέλος, και παρατηρείς τον εαυτό σου απ’ αυτό το ύψος, από μακριά, σαν ένα αντικείμενο, κατά τον ίδιο τρόπο αντικειμενικά όπως τώρα, που από το σώμα παρατηρείς όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα γύρω σου.
Όταν από αυτό το ύψος, την απόσταση, κοιτάξεις τον εαυτό σου ως νεκρό, σαν σκόνη σκορπισμένη, εξαφανισμένο και αισθανθείς όλα τα υπόλοιπα σώματα -όλα και καθενός- ως δικά σου.
Όταν υποδύεσαι την Αθανασία και τη Ζωή, ώστε να γνωρίσεις την ελεεινή και μάταιη δουλειά του θανάτου και γνωρίσεις τον ίδιο τον θάνατο στο παρελθόν• λέω στο παρελθόν, χωρίς όμως παρόν και μέλλον.
Τότε ο θάνατος, που ασταμάτητα απειλεί να σου πάρει το σώμα, δεν θα είναι για εσένα πιο φοβερός από τον άνεμο, που απειλεί να σου πάρει το καπέλο.
Αφού τότε θα ξέρεις, ότι η ψυχή σου μπορεί δίχως σώμα όπως και το κεφάλι δίχως καπέλο.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 23-25).
"Αγάπα όλους"
Η αγάπη του Γέροντα δεν είχε σύνορα, ήταν απεριόριστη.
Επεκτεινόταν σ' όλα τα παιδιά του Θεού, σ' όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς.
Μου έλεγε: "Το στεφάνι της αγάπης μας στους φίλους έχει ξένα σώματα (υπολογισμό, ανταπόδοση, ματαιοδοξία, συναισθηματική αδυναμία, εμπαθή συμπάθεια),
ενώ το στεφάνι της αγάπης μας στους εχθρούς είναι καθαρό".
Μου έλεγε ακόμη: "Η εν Χριστώ αγάπη μας πρέπει να φθάνει παντού, ακόμη και στους χίπηδες στα Μάταλα.
Ήθελα πολύ να πάω εκεί, όχι για να τους κάνω κήρυγμα ή να τους κατηγορήσω, αλλά για να ζήσω μαζί τους "χωρίς αμαρτίες"
και ν' αφήσω να μιλήσει μόνη της η αγάπη του Χριστού, που μεταμορφώνει. Είδα τους χίπηδες και τους λυπήθηκα.
Ήσαν σαν "πρόβατα μή έχοντα ποιμένα".Στο θέμα των κοινωνικών μου σχέσεων,
με συμβούλευε: "Δεν πρέπει να κάνεις τον χριστιανικό σου αγώνα με κηρύγματα και αντιδικίες,
αλλά με πραγματική μυστική αγάπη. Όταν αντιδικούμε, οι άλλοι αντιδρούν.Όταν τους αγαπάμε, συγκινούνται και τους κερδίζουμε.
Όταν αγαπάμε, νομίζουμε ότι προσφέρουμε στους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρουμε στον εαυτό μας.
Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού."
[ Γ 40-1 ]
"Όταν αγαπάς το Χριστό, αγαπάς όλους"
Ο Γέροντας Πορφύριος ζούσε την κοινωνία του με τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού.
Γι' αυτό και ήταν ο κατ' εξοχήν άνθρωπος της Εκκλησίας.
"Ο Χριστός είναι η Εκκλησία και η Εκκλησία είναι ο Χριστός, που μας έχει προσλάβει όλους στον Εαυτό Του.
Όταν αγαπάς τον Χριστό, αγαπάς συγχρόνως όλους τους ανθρώπους, χωρίς να ρωτάς αν οι άνθρωποι είναι άξιοι της αγάπης ή ακόμη αν την αποδεχθούν
ή την απορρίψουν. Όταν θέλεις να συναντήσεις τον Χριστό, θα Τον βρείς στο χώρο της Εκκλησίας, γιατί εδώ είναι ενωμένη
ολόκληρη η ανθρωπότητα με τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού.
Δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με τον Χριστό και να μην τα έχεις καλά με τους άλλους ανθρώπους".
Αυτά και πολλά άλλα συνήθιζε να μας λέγει ο Γέροντας με τον απλό, αλλά χαριτωμένο, χαρούμενο και ευχάριστο τρόπο του.
Με το παράδειγμά του μας δίδασκε, ότι η αγάπη μας στον Χριστό περνάει μέσα από τους άλλους ανθρώπους.
Έλεγε ο Γέροντας:"Η σωτηρία μας, η Βασιλεία του Θεού, ο Παράδεισος είναι ο ίδιος ο Χριστός, δηλ. η Εκκλησία".
[ Όσιος Γρηγόριος, αρ.17 (1992), σ. 84 ]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ. 54-55)
10. «Ναόν σε καθαρόν… ο Παντουργός εύρηκε μόνην εκ του αιώνος» (Π).
Ο Λόγος του Θεού σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της Π. Διαθήκης αναζητάει το πρόσωπο που θα δεχθή να γίνη μητέρα Του· που θα συνεργασθή μαζί του για τη σωτηρία του ανθρώπου και την ανακαίνισι του κόσμου. Ο Θεός αναζητάει άξιο τόπο και έμψυχο ναό για να κατοικήση ο ίδιος στη γη, ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτό που γράφει ο Δαβίδ για τον εαυτό του μπορούμε να πούμε ότι ισχύει κυρίως για τον Λόγο του Θεού: «Ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου, έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω, σκήνωμα τω θεώ Ιακώβ» (Ψαλμ. 131, 4 –5) .
Η νοσταλγική αυτή αναζήτησις του Υιού και Λόγου του Θεού άρχισε από τότε που ο Αδάμ κι η Εύα αρνήθηκαν την κλήσι και έχασαν την εκλογή. Από τότε, όλοι οι δρόμοι και τα μονοπάτια της ιστορίας αντηχούν από τη φωνή του Θεού: «Αδάμ, που ει;» (Γεν. γ' 9). Οι άνθρωποι, καθώς ακούνε τη φωνή του Θεού, φεύγουν και κρύβονται (Γεν. γ' 8), νομίζοντας ότι ο Θεός τους αναζητεί για να τους τιμωρήση... Κι όμως. Εκείνος το μόνο που βαθειά επιθυμεί είναι να βρη ανάμεσά τους τόπο και τρόπο αναστηλώσεως «της σκηνής του Δαβίδ της πεπτωκυίας» (Αμ. θ' 11) για να κατοικήση ξανά ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ο Θεός, τον έμψυχο ναό που αναζητούσε για να κατοικήση σωματικά, τον βρήκε στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Αυτή ήταν η μόνη «εκ του αιώνος» κατάλληλη για να γίνη κατοικία της θεότητος. Διότι αυτή τελικά αποδέχθηκε την κλήσι του Θεού.
Ο καθένας, νοιώθοντας την αμαρτωλότητά του, ντρέπεται και φοβάται τον Θεό. Γι΄ αυτό, όταν, κατά κάποιο τρόπο, ακούη τη φωνή Του, φεύγει, «κρύβεται από προσώπου του Θεού του»... Στην πραγματικότητα όμως ο Θεός τρέχει πίσω μας, αναζητώντας τόπο και τρόπο να ξαναστήση κοντά μας τη σκηνή του. Διότι ο Θεός θέλει να μένη κοντά μας, όπως τον καιρό του Παραδείσου. Η Παναγία ήταν Εκείνη που έγινε ναός και σκηνή του Θεού, κατά μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο. Ο καθένας όμως μπορεί να γίνη «ναός του Θεού» (Α΄ Κορ. γ΄ 16) αρκεί να το θέλη. Διότι Εκείνος οπωσδήποτε το θέλει και βαθειά το επιθυμεί να «ενοικήση και εμπεριπατήση» μέσα στον προσωπικό και κοινωνικό χώρο των ανθρώπων και να γίνη για όλους «Θεός και Πατέρας» τους (Β΄ Κορ στ' 16 –18) .
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 31-32 )
361- ΝΑ ΥΠΟΦΕΡΩ Ή ΝΑ ΑΠΟΘΑΝΩ.
Μπρος σε ένα άρρωστο χωρίς ελπίδα να θεραπευθή, ο κόσμος λέγει: «Καλύτερα να αποθάνη παρά να βασανίζεται». Σκέψις ανθρώπινη. Μπρος στον ίδιο άρρωστο ένας καλός χριστιανός θα πη: «Ο Θεός να του δίνη δύναμι να υπομένη τον πόνο του για το πνευματικό καλό της ψυχής του και των άλλων». Ο άγιος όμως που ξέρει την αξία του πόνου θα πη με την αγία Μαγδαληνή ντε Πάτσις: «Κύριε, ή να υποφέρω ή να αποθάνω».
362- ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ.
Σε μια καλογραία, που παραπονιόταν πως δεν μπορούσε από τους πόνους ούτε να προσευχηθή, ούτε να μελετήση, ένας καλός πνευματικός της είπε: «Παιδί μου, μάθε ότι για σένα τώρα είναι καλύτερα να είσαι σταυρωμένη με το Χριστό, παρά να παρακαλής τον Εσταυρωμένο Χριστό».
367- Η ΩΧΡΑΚΕΡΩΣ.
Στη νήσο Ιάβα υπάρχει ένα είδος αράχνης, που λέγεται «ωχράκερως». Εκπέμπει από το σώμα της κάποιο γευστικό και άοσμο υγρό, το οποίον σαγηνεύει τα μυρμήγκια. Τα έντομα αυτά μόλις ροφήσουν το νέκταρ της δόλιας αράχνης, ζαλίζονται, ναρκώνονται, παραλύουν. Και τότε η ύπουλη «ωχράκερος» αρχίζει με όλη της την άνεσι ν’ απομυζά μέχρι της τελευταίας ρανίδος το αίμα του θύματός των. Κάτι παρόμοιο κάνει και η ασέλγεια στον άνθρωπο.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 162,164)
ΚΑΠΟΙΟΣ φιλόπονος μοναχός, που αγωνιζόταν με όλες του τις δυνάμεις για την αρετή, κάποτε ατόνισε κι έπεσε σε αμέλεια. Γρήγορα όμως συνήλθε κι έλεγε στον εαυτό του:
- Ταλαίπωρε άνθρωπε, μέχρι πότε θα καταφρονείς την σωτηρία σου; Δεν φοβάσαι τον θάνατο και την κρίση;
Με τις σκέψεις αυτές γινόταν προθυμότερος στο έργο του Θεού.
Μια μέρα, ενώ προσευχόταν, μαζεύτηκαν γύρω του τα πονηρά πνεύματα και πάσχιζαν να τον αποσπάσουν από την προσευχή.
- Μέχρι πότε θα με βασανίζετε; είπε με αγανάκτηση ο αδελφός. Δεν σας έφτασε τόσος χρόνος που με είχατε ρίξει σε αμέλεια;
- Όταν ήσουν αμελής, δεν μας έδινες καμιά ενόχληση, αποκρίθηκαν με κακία οι δαίμονες, και σε παραμελούσαμε κι εμεις. Τώρα που μας εναντιώνεσαι, σε πολεμούμε.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο αδελφός, εβίαζε πιο πολύ τον εαυτό του στον πνευματικό αγώνα και με την Χάρη του Θεού πρόκοψε στην αρετή.
ΈΝΑΣ αδελφός, που περνούσε άσκοπα τον καιρό του, παραμελώντας την σωτηρία του, κατέβαινε κάποτε στην πόλη να πουλήσει τα καλάθια του. Βραδιάστηκε όμως στον δρόμο και για να μην κινδυνεύσει στην σκοτεινή νύκτα, βρήκε πρόχειρο κατάλυμα σ’ έναν παλιό τάφο. Ξάπλωσε να ξεκουραστεί κι ενώ έκλειναν πια τα μάτια του από την νύστα, είδε απέναντι του δυό δαίμονες να τον περιεργάζονται.
- Για δες εκεί, τόλμησε ο καλόγερος να ξαπλώσει στο μνημείο, είπε ο ένας. Ας τον πειράξουμε για ν’ αναγκαστεί να φύγει από την κατοικία μας.
- Μην χανουμε μ’ αυτόν τον καιρό μας, αποκρίθηκε με περιφρόνηση ο άλλος. Είναι από τους δικούς μας. Τρώει, πίνει, φλυαρεί, παραμελεί τα καθήκοντά του και κανει σχεδόν ολα μας τα χατήρια. Ας πάμε να πειράξουμε εκείνους που μας πολεμούν νύχτα-μέρα με την προσευχή τους και την άσκηση. Βλέποντας ο αδελφός πως και οι δαίμονες ακόμη τον περιφρονούσαν, έβαλε αρχή κι έγινε καλός μοναχός.
ΑΝ ΠΗΡΕΣ πραγματική απόφαση να ζήσεις στο εξης σύμφωνα με τον θείο Νόμο, θα βρεις βοηθό αυτόν τον Νομοθέτη, λέει ένας Άγιος Πατήρ. Αν πάλι με την θέλησή σου παραβαίνεις τις θείες εντολές, θα έχεις συνεργάτη τον διάβολο.
Δείξε λοιπόν την καλή σου πρόθεση, για να λάβεις δύναμη από τον Θεό.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 35-36 )
Ερώτηση: Εάν Ιουδαίος ή Εθνικός με καλέσει στη γιορτή του για γεύμα ή και μου στείλει δώρα, να τα δεχθώ ή όχι;
Απόκριση: Να μη τα δεχθείς, διότι είναι αντίθετα με τους κανόνες της αγίας Εκκλησίας, και δεν πρέπει να τα πάρεις.
Ερώτηση: Τι πρέπει να γίνει όμως, όταν ο άνθρωπος είναι σπουδαίος και φίλος μου και λυπάται αν δεν τα δεχθώ; Τι να του πω;
Απόκριση: Πες του: "Η αγάπη σου γνωρίζει, ότι όλα όσα έχουν παραγγελθεί από τον ίδιο τον Θεό, πρέπει να τα φυλάγουν εκείνοι που τον φοβούνται και είναι δυνατό να το βεβαιωθείς αυτό από όσα κάνετε και εσείς, διότι και συ ποτέ δεν θα δεχθείς να παραβείς την εντολή της δικής σου παραδόσεως εξαιτίας της αγάπης σου προς εμένα, και δεν θα σκεφθώ από αυτό ότι παραβλέπεις την αγάπη σου προς εμένα. Και εμείς λοιπόν έχομε παράδοση από τον Θεό, μέσω των αγίων πατέρων μας και διδασκάλων, να μη παίρνομε απολύτως τίποτε κατά τη γιορτή κάποιου από τους αλλοεθνείς. Με αυτό λοιπόν δεν λύπησα την αγάπη μου προς εσένα’".
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σ. 393-395)
Ερώτηση. Όταν μιλώ σε κάποιον για τον βίο των πατέρων και για τις απαντήσεις αυτών, μεγαλοφρονεί η καρδιά μου. Πες μου λοιπόν, πώς θα μιλήσω με ταπεινοφροσύνη; και σε ποιόν πρέπει να τα λέγω αυτά, και με ποιό σκοπό;
Απόκριση: Όταν μιλάς για τον βίο των πατέρων και για τις απαντήσεις αυτών, οφείλεις να κατακρίνεις τον εαυτό σου λέγοντας: Αλλοίμονο σε μένα, πώς αναφέρω τις αρετές των πατέρων και τίποτε δεν απόκτησα από αυτές, ούτε έφθασα σε προκοπή. Και κάθομαι και διηγούμαι σε άλλους για να ωφεληθούν, μήπως κάποτε πραγματοποιηθεί σε μένα εκείνο που λέχθηκε από τον Απόστολο "εσύ που διδάσκεις άλλον, δε διδάσκεις τον εαυτό σου;". Όταν λές αυτά, καυτηριάζεται η καρδιά σου και βρίσκεσαι να μιλάς με ταπείνωση. Πρέπει όμως να προσέχεις σε ποιόν μιλάς. Αν γνωρίζεις ότι θέλει να ωφεληθεί, τότε μίλησε, αν όχι, δεν υπάρχει ανάγκη της ομιλίας (διότι έχει γραφεί, «μακάριος είναι εκείνος που μιλά σ’ αυτιά ανθρώπων που ακούουν»), μήπως ποτέ βρεθείς να παρέχεις τα άγια στους σκύλους και να ρίχνεις τα μαργαριτάρια μπροστά στους χοίρους.
Είθε ο Κύριος να σε συνετίσει, αδελφέ, ώστε να μη πλανηθείς από τον δρόμο της ταπεινώσεως.
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σελ.297)
Οι ψυχές μετά το θάνατο.
Κάποτε που ο όσιος Νήφων, ο επίσκοπος Κωνσταντιανής, προσευχόταν κι είχε το βλέμμα στραμμένο στους ουρανούς, έλαμψε μπρος του θεϊκό φως. Ταυτόχρονα παρουσιάσθηκε ένας λευκοντυμένος άγγελος με στολή διακόνου. Κρατούσε χρυσό θυμιατήρι και θυμιάτισε πρώτα προς τον ουρανό και μετά τον όσιο.
Ξαφνικά άνοιξαν οι πύλες του ουρανού και οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν σαν μέλισσες, μεταφέροντας τις ψυχές των ανθρώπων που πέθαιναν. Τα πονηρά πνεύματα αγωνίζονταν να τις αρπάξουν και να τις γκρεμίσουν κάτω, αλλά οι άγγελοι αντιστέκονταν μαστιγώνοντάς τους και σώζοντας τις ψυχές.
Σε μια στιγμή βλέπει ο άγιος ν’ ανεβάζουν μια ψυχή προς τον ουρανό. Μόλις όμως πλησίασαν στο τελώνιο της ανηθικότητας, άρχισε ο άρχοντας του τελωνίου να ταράζεται και ν’ αγριεύει.
-Με ποιο δικαίωμα, φώναζε, παίρνετε σεις αυτή τη ψυχή που μας ανήκει;
Κι οι άγγελοι του αποκρίθηκαν:
-Απόδειξέ μας ποια εξουσία έχεις επάνω στον άνθρωπο αυτό.
- Μέχρι τον θάνατό του είπε το δαιμόνιο, κυλιόταν θεληματικά σ’ όλων των ειδών τις αισχρότητες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κατέκρινε και τους άλλους. Τι φοβερώτερα απ’ αυτά τα εγκλήματα θέλετε;
- Ναι, δικαιολόγησαν οι άγγελοι, ήταν δουλωμένος σ’ αυτά τα πάθη, αλλά τα έκοψε πριν πεθάνη.
- Όχι! Δεν είναι όπως τα λέτε, γρύλλισε ο δαίμονας. Πέθανε αμετανόητος. Μέχρι την τελευταία του πνοή παρανομούσε, χωρίς ποτέ να εξομολογηθή τις αμαρτίες του. Ήταν και είναι δικός μου σε όλα.
Τότε ένας από τους αγγέλους είπε:
-Δεν πρόκειται βέβαια να πιστέψουμε εσένα, που είσαι όλος βουτηγμένος στο ψέμα. Ας καλέσουμε τον άγγελό του. Εκείνος θα μας πη όλη την αλήθεια.
Τον κάλεσαν, γιατί φρουρούσε ακόμα το σώμα του νεκρού μέχρι την ταφή του. Μόλις ήρθε τον ρώτησαν:
- Πες μας αδελφέ, αυτή η ψυχή μετάνοιωσε για τις αμαρτίες της ή πέθανε μαζί τους; Πες μας όλη την αλήθεια.
Τότε ο άγγελος απάντησε:
-Εγώ δεν είμαι άνθρωπος ούτε αισχρό πνεύμα για να λέω ψέματα, αλλά ενώπιον του Θεού σας βεβαιώνω: Από τη στιγμή που τον βρήκε η αρρώστια, πριν ακόμα βαρύνη, συλλογίσθηκε το θάνατο. Άρχισε τότε να κλαίει και να ομολογεί στο Θεό τις αμαρτίες του. Συνέχεια σήκωνε τα χέρια του προς τον Ύψιστο ζητώντας έλεος. Αν ο Θεός θέλει, θα τον συγχωρήσει. Αν όχι, δόξα στη δικαιοκρισία του!
Μόλις τ’ άκουσαν αυτά οι άγγελοι, καταγέλασαν τον διάβολο. Έτσι, η ταπεινωμένη ψυχή ελευθερώθηκε από την παγίδα τον εχθρών της.
Σε λίγο βλέπει ο άγιος ν’ ανεβάζουν άλλη ψυχή. Ανήκε σ’ ένα βλάσφημο και σκληρό άνθρωπο. Οι δαίμονες τον κατηγορούσαν πολύ θυμίζοντας ένα-ένα τα άπρεπα λόγια που έλεγε στους ανθρώπους, όταν ζούσε.
Οι άγγελοι αντέλεγαν ότι είχε μερικά δικαιώματα σωτηρίας. Πολλές φορές π.χ., ενώ σκεφτόταν να κάνη κάτι κακό, αμέσως μετανοούσε κατηγορώντας και εξευτελίζοντας τον εαυτό του. Συχνά αναστέναζε πικρά και καμμιά φορά δάκρυζε. Πότε-πότε έδινε και λίγη ελεημοσύνη στους φτωχούς. Αυτά έχοντας υπ’ όψιν τους οι άγγελοι του φωτός ισχυρίζονταν ότι ο Θεός θα ελεήσει αυτή την ψυχή. Οι δαίμονες αναστατωμένοι είπαν τότε:
-Αυτός από τα νιάτα του έκανε πράγματα που δεν ταίριαζαν σε χριστιανό: Λέρωνε τον εαυτό του με διάφορες αμαρτίες και μάλιστα σοδομιτικές. Που να βάλουμε και τα αισχρόλογα και τους θυμούς του; Και το χειρότερο, ως και φόνους έχει κάνει. Αν λοιπόν αυτός πρέπει να σωθή, τότε πάρτε όλον τον κόσμο και όλους τους αμαρτωλούς της γης και σώστε τους δωρεάν. Γιατί εμείς άδικα κοπιάζουμε και ταραζόμαστε!
-Σκεφθήτε, άθλιοι, απάντησαν οι άγγελοι, ότι όλες αυτές τις αμαρτίες της νεότητός του τις έκοψε, και ο Θεός τον συγχώρησε! Κι αν καμμιά φορά έκανε κάτι κακό, το καθάριζε με τη μετάνοια. Τι γυρεύετε λοιπόν, ανήμερα θηρία; Να καταδικασθή αυτή η ψυχή; Αδύνατον, αφού όσα εξομολογηθούν οι άνθρωποι με δάκρυα και ταπείνωσι, και δεν τα επαναλάβουν, τους τα συγχωρεί ο Θεός. Μόνο όσες αμαρτίες πάρουν μαζί τους τιμωρεί ο δίκαιος Κριτής.
Έτσι, οι άγγελοι κατατρόπωσαν τα πνεύματα της πονηρίας και μπήκαν στην πύλη του ουρανού. Ελευθερώθηκε λοιπόν κι αυτό το πλάσμα του Θεού από τα νύχια των δαιμόνων κι Εκείνος που σώζει τον μετανοημένο, του χάρισε τη σωτηρία.
Βλέπει πάλι ο μακάριος ν’ ανεβάζουν κι άλλη ψυχή, που ήταν πολύ ευλαβής και θεοφοβούμενη. Όλη της τη ζωή την πέρασε με αγνότητα, σεμνότητα και πολλές ελεημοσύνες. Προς όλους έδειχνε αγάπη. Οι δράκοντες του αέρος την απειλούσαν τρίζοντας τα δόντια τους. Κι αυτή η καημένη, φοβισμένη από την αγριότητά τους ζάρωσε στην αγκαλιά των αγγέλων του Θεού, ενώ οι άγγελοι που κατέβαιναν για να πάρουν άλλες ψυχές, της έδιναν θάρρος.
Όταν ανέβηκε στον ουρανό η αγία εκείνη ψυχή, πλήθη αγαθών πνευμάτων συγκεντρώθηκαν γύρω της και χαρούμενα έλεγαν:
-Δόξα τω Θεώ που λύτρωσε την ψυχή αυτή από τον φοβερό δράκοντα!
Πιο κάτω είδε πάλι ο όσιος Νήφων να σέρνουν οι δαίμονες μια ψυχή στα καταχθόνια. Ήταν κάποιου δούλου που είχε κρεμασθή! Πίσω ακολουθούσε ο άγγελος του θρηνώντας πικρά για την απώλειά του. Ανάμεσα στα δάκρυά του έλεγε:
-Αχ, τους παμπόνηρους δαίμονες που βάζουν τους ανθρώπους να κάνουν τόσα κακά! Να, ο κύριος τούτου του δούλου υπακούοντας σε αυτούς ωργιζόταν, τον χτυπούσε άγρια και τον άφηνε να πεθαίνη της πείνας. Κι αυτός ο δυστυχής έπεσε στην απόγνωση, πήρε το σχοινί και κρεμάσθηκε προσφέροντας ολόκληρο τον εαυτό του θυσία στον σατανά. Αχ, αλλοίμονο! Αυτόν που μου ανέθεσε ο Παντοδύναμος να τον φυλάω με το βάπτισμα του, μου τον άρπαξε ξαφνικά ο βρωμερός δράκοντας και τον κατάπιε! Πώς θα εμφανιστώ στον Κύριο μου θλιμμένος και πικραμένος; Αλλά και πώς θα αντικρύσω τον Πλάστη μου λυπημένο για την απώλεια τούτης της ψυχής;
Ενώ έλεγε αυτά με πόνο, φάνηκε ένας άλλος άγγελος από τον ουρανό.
-Ο πατέρας μας Κύριος Σαβαώθ, του είπε, σε προστάζει : «Να πας στη Ρώμη, όπου βαπτίζεται αυτή την ώρα το παιδί ενός στρατιώτη. Ανάλαβέ το και φύλαγέ το. Κι εγώ θα τιμωρήσω τον κύριο του δούλου αυτού και θα τον μάθω να μην οργίζεται ούτε να χτυπά τους δούλους του ή να τους αφήνει να λιμοκτονούν».
Αυτά είπε ο άγγελος εκ μέρους του Θεού και ανέβηκε στον ουρανό, ενώ ο πρώτος κίνησε για τη Ρώμη κατά τη θεία προσταγή.
Ύστερα από λίγο βλέπει ο όσιος να κατεβαίνει ένας άλλος άγγελος. Κρατούσε μια φοβερή ρομφαία! Κάποιος ψυχομαχούσε εκείνη την ώρα και υπέφερε τρομερά. Ήταν τοκογλύφος και άσπλαχνος.
Ήρθε λοιπόν ο άγγελος του πυρός και στάθηκε στο κρεβάτι του ατενίζοντας προς τον ουρανό, σαν κάτι να περίμενε. Πράγματι ακούσθηκε μια φωνή:
-Πάταξε γρήγορα τον αντίχριστο και κόψε σκληρά την άσωτη ψυχή από τον δεσμό του σώματος! Ποτέ δεν έκανε το θέλημά μου αυτός ο αλητήριος, όσο ζούσε. Χτύπα τον για να μην ξαναπνίξη τους φτωχούς τοκίζοντας το χρυσάφι του.
Μόλις άκουσε τη φωνή ο τιμωρός άγγελος, έπληξε κατάκαρδα τον τοκογλύφο, που αμέσως ξεψύχησε τρίζοντας τα δόντια και βογγώντας μέσα απ’ τα βάθη της ψυχής του.
Ο όσιος Νήφων δοκίμασε απέραντη θλίψη για το κατάντημα των αμαρτωλών. Θαύμασε όμως και τη δίκαιη κρίσι του Θεού.
(Ένας ασκητής επίσκοπος)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σελ. 25-30)
Κίνδυνοι και δοκιμασίες.
Ο Αρσένιος πέρασε τα νεανικά του χρονιά με αμεριμνησία και αγώνες ασκητικούς. Έπειτα ήρθαν τα δύσκολα χρόνια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της Κατοχής και του ανταρτοπολέμου. Τότε πέρασε πολλές δυσκολίες και κινδύνους.
Στα χρόνια της Κατοχής πολλοί φτωχοί πήγαιναν στην μητέρα του για να ανταλλάξουν πολύτιμα πράγματα με δυο χούφτες αλεύρι. Εκείνη τους έδινε αλεύρι και ψωμί αλλά δεν έπαιρνε ούτε χρήματα ούτε τα οικογενειακά τους κειμήλια. Ζύμωνε συχνά. Το ψωμί τελείωνε γρήγορα γιατί μοίραζε πολλά ψωμιά στους πεινασμένους. Ο αδελφός του Ραφαήλ έδινε καλαμπόκι, χωρίς να παίρνη χρήματα, ή το αντάλλασσε με λάδι που το έδινε στην Εκκλησία. Ο Γέροντας λυπόταν αργότερα, γιατί λόγω της ηλικίας του δεν μπορούσε να βοηθήση περισσότερο, όπως θα ήθελε, τους ανθρώπους στα δύσκολα χρόνια της κατοχικής πείνας.
Στον ανταρτοπόλεμο τον συνέλαβαν οι κομμουνιστές αιχμάλωτο και τον φυλάκισαν. Κακοπάθησε όσο διάστημα έμεινε στην φυλακή και υπέφερε από τις ψείρες και το πολύ στρύμωγμα. Σε ένα μικρό δωμάτιο έβαλαν πολλούς. Όταν ξάπλωναν, ο τελευταίος έμπαινε σαν σφήνα ανάμεσά τους.
Δοκιμάστηκε και ηθικώς, γιατί τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο μόνο του και ύστερα έβαλαν δύο αντάρτισσες σχεδόν γυμνές. Προσευχήθηκε έντονα επικαλούμενος την Παναγία και αμέσως ένιωσε «δύναμιν εξ ύψους», που τον ενίσχυσε και τις έβλεπε με απάθεια σαν αδελφές του, όπως ο Αδάμ την Εύα στον παράδεισο.
Τις μίλησε με τρόπο καλό. Εκείνες ήρθαν σε συναίσθηση, ντράπηκαν και έφυγαν κλαίγοντας.
Στην ανάκριση τον ρώτησε ο ανακριτής:
—Γιατί σε πιάσανε;
—Επειδή ο αδελφός μου είναι στον Ζέρβα, απάντησε.
—Και γιατί είναι στον Ζέρβα;
—Ο αδελφός μου είναι πιο μεγάλος ή εγώ; Μπορώ εγώ να κάνω κουμάντο στον αδελφό μου;
Αφού εκτίμησαν την ειλικρίνεια του και το θάρρος του τον άφησαν ελεύθερο.
Άλλοτε έδωσε ψωμί σε αντάρτες πεινασμένους και ταλαιπωρημένους, γνωρίζοντας ότι κυνηγούσαν να σκοτώσουν τον αδελφό του. Εκείνοι τον θεώρησαν ύποπτο, μη μπορώντας να καταλάβουν την ανιδιοτελή αγάπη του, και κινδύνευσε να δικασθή. Ακόμη τους προστάτευσε από την εκδικητικότητα αυτών που έχασαν συγγενείς στον πόλεμο.
Μερικά περιστατικά δείχνουν τις αλλεπάλληλες δοκιμασίες και τους κινδύνους που πέρασε. Το πατρικό του σπίτι για μερικούς μήνες το είχαν για καταυλισμό οκτώ αντάρτες και ο Αρσένιος κρυβόταν για δυο μήνες σε τουρκικό σπίτι. Άλλοτε σε περίοδο χειμώνος με χιόνια κρυβόταν στην ύπαιθρο. Κάποτε οι αντάρτες τον πήραν αγγαρεία μέχρι την Μακεδονία.
Άλλους δυο μήνες έμενε με την αδελφή του Χριστίνα στα Γιάννενα. Τότε τους επισκέφθηκε κάποιος φίλος του που είχε γίνει Ευαγγελικός. Άφησε μια βαλίτσα με βιβλία αιρετικά. Όταν τα είδε ο Αρσένιος, είπε στην αδελφή του να τα κάψη διότι έχουν πολύ δηλητήριο.
Στην μάχη της Κόνιτσας βοηθούσε ως εθελοντής στην περιποίηση των τραυματιών και στην ταφή των νεκρών.
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 58-60).