Οι αββάδες Μακάριος και Παύλος
Στο ερημικό βουνό της Φέρμης ασκήτευε ο αββάς Παύλος.
Είχε για κανόνα να κάνει κάθε μέρα τριακόσιες ευχές.
Για να μη χάνει τον αριθμό έβαζε στον κόρφο του τριακόσια πετραδάκια και μόλις έλεγε μια ευχή πετούσε ένα.
Έτσι, τελειώνοντας τα πετραδάκια, τελείωναν οι ισάριθμες ευχές.
Ο όσιος αυτός Παύλος πήγε και βρήκε τον όσιο Μακάριο τον Αλεξανδρέα και του λέει:
- Αββά, θλίβομαι.
- Γιατί; Τί σου συμβαίνει;
- Να, έμαθα ότι σε κάποιο χωριό μένει μια μοναχή, που με ξεπερνά στην άσκηση.
Εκτός από Σάββατο και Κυριακή ουδέποτε τρώει. Και κάνει καθημερινά επτακόσιες ευχές.
Όταν το πληροφορήθηκα αυτό, απογοητεύθηκα για τον εαυτό μου, που δεν κάνω περισσότερες από τριακόσιες.
Του αποκρίνεται τότε ο όσιος Μακάριος:
- Εγώ έχω εξήντα χρόνια στην άσκηση και ενώ κάνω εκατό μόνον ευχές,
δεν με κατηγορεί η συνείδησή μου για αμέλεια. Εάν εσύ, κάνοντας τριακόσιες, ελέγχεσαι,
φαίνεται ότι ή δεν προσεύχεσαι καθαρά, ή, ενώ μπορείς να κάνεις περισσότερες προσευχές, δεν τις κάνεις.
(ΛαυσαΪκή Ιστορία)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ. Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ.28-29)
Ήθελε να γίνει μοναχή, αλλά προκαλούσε τη μητέρα της
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συμβουλευτικής του σεπτού Γέροντα είναι και το ακόλουθο.
Προ ετών μια κοπέλα ευσεβής, τελειόφοιτος της Παντείου, τον επισκέφθηκε,
για να τη συμβουλεύσει και να την καθοδηγήσει σε μια κρίσιμη απόφαση για τη ζωή της,
που επρόκειτο την περίοδο εκείνη οριστικά να πάρει.
Η κοπέλα αυτή είχε αποφασίσει να ακολουθήσει το μοναχικό βίο.
Αυτό ήταν έκδηλο την περίοδο εκείνη στη ζωή της.
Ο Γέροντας λοιπόν, παρόλο που δεν είχε πάει ποτέ στο σπίτι της και δε γνώριζε τους δικούς της,
συμβουλεύοντάς την, της είπε:
-" Παιδί μου, να μην προκαλείς τη μητέρα σου με τις πολλές εικόνες που έχεις στο δωμάτιό σου.
Ξεκρέμασε μερικές από τον τοίχο, δεν πειράζει ".
[ Κρ 134π. ]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.258)
746.Ερώτηση.
Αδελφός ερώτησε τον ίδιο γέροντα. Εκείνος που περιφρονεί ένα πράγμα του Θεού, ώστε ή να βλαβεί ή να χαθεί, σε ποιά καταδίκη υπόκειται;
Απόκριση: Ο άνθρωπος αυτός μοιάζει με εκείνον που έκλεψε ή έκανε το πράγμα κακώς παρά το θέλημα του Θεού, και υπομένει την ίδια κατάκριση.
Ερώτηση
Αν κανείς φροντίζει να μη περιφρονήσει και χάνει πράγμα χωρίς να θέλει, άραγε κατακρίνεται;
Απόκριση: Οφείλει να κατακρίνει τον εαυτό του και να ζητήσει συγχώρηση από τον Θεό, διότι αμέλησε.
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σελ.359)
και απάτη
Τίποτε δεν καθαρίζει από βρώμικη ηδονή, όσο η γνήσια αγάπη.
Μη μου ονομάσης αγάπη αυτήν την κοινή και κοσμική, που μάλλον αρρώστια είναι παρά αγάπη.
Ε.Π.Ε. 18α,364
διαβολική
Και η Αιγυπτία έλεγε πώς αγαπούσε τον Ιωσήφ, αλλ’ ήθελε να τον διαφθείρη.
Διότι τον αγαπούσε με διαβολική αγάπη. Ο Ιωσήφ όμως ήθελε όχι αυτή την αγάπη, αλλά την αγάπη του Παύλου.
Ε.Π.Ε. 18α,364
αιρετικών
Δεν τα λέω αυτά εξ’ αίτιας μου, λέγει ο Παύλος, αλλ’ εξ’ αιτίας σας.
Διότι υπάρχει φόβος, μήπως διαφθαρή κάποιος από την αγάπη των αιρετικών.
Αυτό είναι συνολικά, που υπαινίσσεται.
Ε.Π.Ε. 21,390
βλάπτει
Να μη σας παραβλάψη η αγάπη, ώστε να μη γνωρίζετε το αληθινό σας συμφέρον,
ούτε επειδή αγαπάς κάποιον, να χάσης την οντότητα σου.
Θέλω ν’ αυξάνεται η αγάπη σας, όχι όμως κατά τρόπο, που να βλάπτεστε.
Ε.Π.Ε. 21,392
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 56-57)
737.Ερώτηση
Πρέπει κανείς να μιλάει μέσα στην εκκλησία;
Απόκριση: Δεν πρέπει καθόλου να μίλα κανείς μέσα στον οίκο του Θεού όταν γίνεται η θεία λειτουργία, αλλά να ασχολείται με την προσευχή και να ακούει προσεκτικά τις θείες Γραφές, διότι αυτές περιέχουν τα σχετικά με τη σωτηρία των ψυχών μας. Αν παραστεί ανάγκη να μιλήσει, πρέπει να συντομεύει από σεβασμό και φόβο της προκείμενης ώρας, και να το θεωρεί το πράγμα έτσι, σαν κατάκριση.
Ερώτηση
Αν βέβαια εγώ δεν θέλω να μιλήσω, μερικοί όμως από τους πατέρες αρχίσουν την ομιλία πρός έμενα, τι να κάνω για να μη σκανδαλισθούν με τη σιωπή μου, νομίζοντας ότι η στάση μου σημαίνει περιφρόνηση;
Απόκριση: Αν αρχίσουν αυτοί, απάντησε με συντομία, θεωρώντας όμως και έτσι το πράγμα σαν κατάκριση.
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σελ.351)
Ο υπερευαίσθητος χριστιανός μοιάζει με έναν πολεμιστή χωρίς πανοπλία γιατί η πολλή ευαισθησία τον αποδυναμώνει και τον αφήνει εκτεθειμένο στις διαθέσεις του πονηρού! Λογισμοί εξ αριστερών εισχωρούν πιο εύκολα γιατί κάμπτονται οι αντιστάσεις και ο διάβολος βρίσκει χώρο να αλωνίζει αφού πέφτουν οι άμυνες! Ό,τι και να μας πει μας πείθει γιατί η ευαισθησία μάς κάνει μαλακούς, ευκολόπιστους και αγαθούς. Οι αγωνιστές του Χριστού πρέπει να έχουμε θάρρος, γενναίο φρόνημα, αποφασιστικότητα και πυγμή… πνεύμα και όχι συναίσθημα πάντα, και φυσικά πίστη στον Αναστημένο Χριστό! Να αισθανόμαστε, να συναισθανόμαστε, να μην αδιαφορούμε αλλά με διάκριση και με λίγη αναισθησία που κάποιες φορές θα μας γλιτώσει από τις παγίδες στις οποίες εντέχνως πάει να μας ρίξει ο διάβολος!
Άλλωστε ο εχθρός στο ευάλωτο σημείο χτυπάει… θυμήσου και τον Αχιλλέα! Γι’αυτό αν υπάρχει μια τρύπα μέσα μας από την οποία εισβάλλει ο εχθρός μας και αυτή ονομάζεται υπερευαισθησία ας πάμε στο σούπερ μάρκετ να αγοράσουμε λίγη αναισθησία όπως έλεγε ο Άγιος Παίσιος! Αν εγώ τσακώθηκα με τον άνδρα μου και λυπηθώ τόσο πολύ ώστε να μην μπορώ να ξανασηκωθώ είναι σοβαρό πνευματικό ολίσθημα! Αν πάλι απολύθηκα και με πήρε από κάτω από τη στενοχώρια μου και κλείστηκα στον εαυτό μου και έπαθα κατάθλιψη και έχασα την πίστη μου οφείλεται στο ότι παρασύρθηκα από την ευαισθησία μου και δε διαχειρίστηκα πνευματικά αυτή την κρίση!
Χρειάζεται να βάλουμε μέσα μας σωστές προτεραιότητες και να μην αφήνουμε να μας κυβερνούν τα συναισθήματα μας γιατί έτσι σε κρίσιμες ώρες θα βουλιάζουμε και θα κινδυνεύουμε να πνιγούμε! Τίποτα και κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να μας χωρίζει από το Χριστό! Αυτός να είναι το Α και το Ω στη ζωή μας! Έτσι όλα τα κύματα θα σκάνε πάνω Του και εμείς θα μένουμε ασφαλείς και ειρηνικοί! Αν όμως χάσουμε το Χριστό τα χάσαμε όλα! Μια υγιής λοιπόν και συνεπής πνευματική ζωή είναι ο τρόπος να πάψουμε σιγά σιγά να είμαστε συναισθηματικοί και να γίνουμε πνευματικοί άνθρωποι. Έτσι θα οχυρώσουμε καλύτερα την ψυχή μας απέναντι στον αιώνιο εχθρό της και θα πάψουμε να έχουμε πτώσεις τουλάχιστον εξαιτίας της υπερευαισθησίας μας … η οποία σημειωτέον μπορεί να μας οδηγήσει και στην απελπισία! Μέγιστος πνευματικός και ψυχικός κίνδυνος!
Ο χριστιανός φυσικά και θα πέσει αλλά οφείλει να ξανασηκωθεί! Το κλειδί είναι να διαχειριζόμαστε πνευματικά και όχι συναισθηματικά οτιδήποτε μας συμβαίνει. Δηλαδή να προσευχόμαστε, να λειτουργούμαστε, να κοινωνάμε, να εξομολογούμαστε, να συζητάμε με τον πνευματικό μας, να λέμε τον πόνο μας στο Χριστό και στην Παναγία και στους Αγίους με πίστη και ταπείνωση! Και να τους ζητάμε όχι τόσο να μας λύσουν το πρόβλημα αλλά να μας δίνουν δύναμη, κουράγιο, υπομονή, χαρά, ελπίδα και πίστη και έτσι θα βγαίνουμε από τις δοκιμασίες πιο γενναίοι και δυνατοί και το πρόβλημα μας που μας φάνταζε βουνό θα το βλέπουμε πλέον λοφίσκο! Όπλα λοιπόν χρειαζόμαστε πνευματικά και συμμάχους σε αυτόν τον αόρατο πόλεμο γιατί ο εχθρός μας είναι ανελέητος! Όμως μην ξεχνάμε ότι ο Χριστός μας είναι το Μέγα Έλεος και πάντα να καταφεύγουμε σε Αυτόν για να μας ανεφοδιάζει και να μας εμψυχώνει… και μαζί Του οι νίκες μας είναι σίγουρα εγγυημένες! (Α.Κ.Β)
Κάποιος γέροντας από την έρημο του Χοζεβά της Πλαιστίνης, όσο ζούσε στο χωριό του, πήγαινε κρυφά τη νύχτα και έσπερνε με δικά του βόδια και δικό του σπόρο τα χωράφια των φτωχών συγχωριανών του.
Όταν ήρθε στην έρημο και κατοίκησε σ’ένα από τα κελλιά του Χοζεβά, έβγαινε καθημερινά στον ανηφορικό δρόμο που πηγαίνει από την Ιεριχώ στην Ιερουσαλήμ. Και σαν έβλεπε εξαντλημένο οδοιπόρο, έπαιρνε στους ώμους το φορτίο του και ανέβαζε μέχρι το όρος των Ελαιών. Και πάλι ξαναγύριζε από τον ίδιο δρόμο κουβαλώντας τα φορτία των άλλων, αν βέβαια τους συναντούσε, και τα έφερνε μέχρι την Ιεριχώ.
Έβλεπες λοιπόν τoν γέροντα να κουβαλά ιδρωμένος άλλοτε κανένα φορτίο και άλλοτε μικρά παιδιά, που είχαν αποκάμει. Άλλοτε πάλι καθόταν και επιδιόρθωνε τα παπούτσια των οδοιπόρων, αν είχαν φθαρεί, γιατί είχε τα απαραίτητα εργαλεία.
Έχοντας μαζί του επίσης πάντα ψωμί και νερό, άλλους ξεδίψαγε άλλους τους έτρεφε. Εάν συναντούσε κανέναν ρακένδυτο, του έδινε το δικό του ρούχο. Ακόμη κι αν έβρισκε κανένα νεκρό, του διάβαζε τη νεκρόσιμη ακολουθία και τον έθαβε.
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος γ’, σελ. 26-27)
- Γέροντα, μόνον η ευγνωμοσύνη στον Θεό φθάνει για να μας παρακινήση στον αγώνα κατά των παθών;
- Μόνον η ευγνωμοσύνη στον Θεό δεν φθάνει· χρειάζεται και καλή διάθεση, αναγνώριση της αμαρτωλότητός μας και φιλότιμη άσκηση.
- Γέροντα, η μνήμη του θανάτου βοηθάει στην εσωτερική εργασία;
- Ναί, πολύ βοηθάει. Αν έχουμε μνήμη θανάτου με ελπίδα στον Θεό, θα γνωρίσουμε την ματαιότητα αυτού του κόσμου και θα βοηθηθούμε πνευματικά. Γι’ αυτό να φέρνουμε στον νού μας το κριτήριο του Θεού και να μην ξεχνούμε ότι θα κριθούμε για τις αμαρτίες που κάναμε και δεν μετανοήσαμε. «Τί κάνω; Πώς ζώ με τόση αμέλεια; να σκεφθώ. Αν πεθάνω αυτήν την στιγμή, που θα πάω; Μήπως έκανα κανένα συμβόλαιο με τον θάνατο; Πεθαίνουν και μικροί και μεγάλοι». Αν σκέφτωμαι ότι ο Θεός μπορεί σε λίγο να με πάρη, τότε δεν θα αμαρτάνω.
Για να πεθάνουν τα πάθη, πρέπει να σκεφτώμαστε τον θάνατο, την μέλλουσα Κρίση, και να πάθουμε κι εμείς από φιλότιμο για τον Χριστό που πολλά έπαθε, για να μας λυτρώση. Ο αγώνας κατά των παθών είναι ένα διηνεκές γλυκό μαρτύριο για την τήρηση των εντολών, για την αγάπη του Χριστού. Αξίζει να πεθάνουμε ηρωικά, παρά να νικηθούμε από τα πάθη και να πληγώσουμε τον Χριστό.
- Στρυμώχνομαι, Γέροντα, στον αγώνα μου.
- Ένα αγκαθάκι βγάζεις από το δάκτυλό σου και πονάς, πόσο μάλλον να ξερριζώσης από μέσα σου ένα πάθος! Ύστερα να ξέρης ότι, όταν ο άνθρωπος καταβάλλη προσπάθεια να κόψη ένα πάθος του, τότε ο πειρασμός βάζει εμπόδια και στρυμώχνεται ο άνθρωπος, όπως στρυμώχνεται και ο δαιμονισμένος, όταν του διαβάζουν εξορκισμούς, γιατί γίνεται αγώνας, παλεύει με τον διάβολο· έπειτα όμως ελευθερώνεται.
Το καθάρισμα του εαυτού μας δεν γίνεται χωρίς κόπο, πατώντας κουμπιά. Δεν κόβονται αμέσως τα πάθη, όπως και ο κορμός του δένδρου δεν κόβεται αμέσως με μια πριονιά. Το πριόνι κόβει για πολλή ώρα, μέχρι να κοπή πέρα-πέρα ο κορμός. Και δεν τελειώνει εδώ η δουλειά. Για να γίνη ο κορμός έπιπλο, πόσος κόπος χρειάζεται! Πρέπει πρώτα να πελεκηθή, να γίνη σανίδες και μετά να τις πάρη ο επιπλοποιός, για να τις κάνη χρήσιμο έπιπλο.
- Κι άν, Γέροντα, δεν καταλαβαίνω ότι αυτός ο κόπος είναι απαραίτητος;
Τότε θα μείνης κούτσουρο και θα σε ρίξουν στην φωτιά.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ.33-35)
Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΡΑΜΙΟΣ από πολύ νέος είχε αφήσει τον κόσμο κι έκανε κατοικία του την έρημο. Εκεί με τους ασκητικούς αγώνες και με την βοήθεια της Χάριτος έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής.
Ύστερα από πολλά χρόνια που είχε να μάθει νέα από τους δικούς του, πληροφορήθηκε πως ο μοναδικός του αδελφός πέθανε κι άφησε στους δρόμους μια μικρή θυγατέρα, όχι μεγαλύτερη από έξι ή επτά χρόνων. Ένας φίλος του Οσίου περιμάζεψε το ορφανό και μια μέρα του το πήγε στην έρημο.
Ο Ερημίτης, παρ’ όλη την σκληρή ζωή που έκανε, είχε πολύ τρυφερή καρδιά. Συμπόνεσε την πεντάρφανη παιδούλα, που δεν βρισκόταν σπλαχνική ψυχή να την προστατέψει και την κράτησε κοντά του, αψηφώντας όλες τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει, για να την μεγαλώσει σ’ εκείνον τον απρόσιτο τόπο. Αφ’ ότου λοιπόν πήρε την απόφαση να την υιοθετήσει, έγινε για χάρη της τρυφερή μητέρα, πατέρας φιλόστοργος, καλός παιδαγωγός και σοφός διδάσκαλος. Έχτισε γι’ αυτήν ένα μικρό βολικό σπιτάκι δίπλα στο ερημικό κελλί του. Φρόντιζε να μην λείπει τίποτε από εκείνα που χρειάζεται ένα μικρό παιδί για να μεγαλώσει, υγιεινή τροφή και κατάλληλη ενδυμασία. Της μάθαινε γράμματα και την ανέτρεφε χριστιανικά, καλλιεργώντας την άπλαστη ψυχή της με καθημερινή διδασκαλία. Την αγάπησε πολύ με τον καιρό κι επιθυμούσε να την κάνει πρότυπο αρετής και ευσεβείας, για να την δει μια μέρα πραγματική ασκήτρια, δεύτερη Οσία Σάρρα, που ήταν τότε ξακουστή σ’ ολόκληρη την Αίγυπτο για την σοφία και την αγιότητα του βίου της.
Τα χρόνια κυλούσαν γρήγορα και η Μαρία -έτσι έλεγαν την ορφανή παιδούλα- μεγάλωνε και έδειχνε πως θα γινόταν, όπως περίμενε τουλάχιστον ο καλός της θείος, μια συνετή κοπέλα.
Μα ο διάβολος φθόνησε το φιλάνθρωπο έργο του Οσίου Αβραμίου κι έβαλε τα δυνατά του να κάνει την ίδια την προστατευομένη του να τον ποτίσει με το πιο πικρό φαρμάκι, για να μετανοήσει για την καλοσύνη του και να χάσει τον μισθό του.
Ένας νεαρός υποκριτής άρχισε να συχνάζει στο ησυχαστήριο του Οσίου, για να παίρνει δήθεν τις σοφές συμβουλές του. Στην πραγματικότητα όμως σύχναζε γιατί είχε δει κάποτε την όμορφη κόρη και ήταν βέβαιος πώς, απονήρευτη καθώς φαινόταν, δεν ήθελε πολύ να την ξεγελάσει. Και το κακό δεν άργησε να γίνει.
Αμέριμνος ο Όσιος πήγε για λίγες μέρες πολύ βαθιά στην έρημο. Παλαιά συνήθειά του. Εκεί έκανε τις πνευματικές του ασκήσεις. προσευχή και ψυχική ανάταση. Η Μαρία έμεινε ολομόναχη. Το όργανο του σατανά από την άλλη μεριά καιροφυλακτούσε. Βρήκε την πιο κατάλληλη περίσταση και με δόλο, όπως την Εύα ο όφις, την έκανε υποχείριό του. Ύστερα, όπως συμβαίνει πάντα, ο ένοχος φρόντισε να εξαφανιστεί. Τότε η νέα ήρθε στον εαυτό της και είδε πως είχε κυλιστεί στην λάσπη. Μα ήταν πια αργά. Αναλογιζόταν που είχε πέσει και την έπιανε ανατριχίλα. Και αντί να μετανοήσει η δυστυχισμένη και να καταφύγει με ταπείνωση στο θείο έλεος, ρίχτηκε ολόκληρη στην αγκαλιά της μαύρης απελπισίας. Έβλεπε γύρω της την αγιότητα να την κρίνει αμείλικτα, την έρημο να την ελέγχει κι άκουγε τον σατανά να ψιθυρίζει διαρκώς στον ταραγμένο λογισμό της:
- Σωτηρία δεν υπάρχει πια για σένα. Είσαι οριστικά χαμένη.
Ώ, αν μπορούσε να μην άκουγε αυτή την φωνή να της επαναλαμβάνει διαρκώς, μονότονα, χαιρέκακα, χωρίς οίκτο:
- Είσαι οριστικά χαμένη.
Κι η τραγική κοπέλα αναζήτησε την λύτρωση στην φυγή. Χάθηκε μέσα στην μαύρη νύχτα, χωρίς να αφήσει ίχνη πουθενά.
Στο διάστημα αυτό ο Όσιος είχε αποξενωθεί ολωσδιόλου από κάθε γήινη φροντίδα. Το πνεύμα του ανέβηκε στον άυλο κόσμο. Η ψυχή του βρισκόταν σε διαρκή έκσταση.
Την τρίτη ημέρα άρχισε να αισθάνεται κόπωση στο σώμα και στο πνεύμα. Άφησε για λίγο την προσευχή, κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα, ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα κι αποκοιμήθηκε. Πόση ώρα πέρασε δεν κατάλαβε. Ξαφνικά τινάχτηκε όρθιος, κατατρομαγμένος. Ένα παράξενο όνειρο τον συνεκλόνισε. Του φάνηκε πως ήταν στον μικρό κήπο της Μαρίας και την περίμενε κάτω από την αμυγδαλιά να την διαβάσει, όπως έκανε τον καιρό που ήταν μικρή. Λίγο πιο πέρα επάνω
στον φράχτη χοροπηδούσε αμέριμνο ένα κάτασπρο περιστέρι. Φαινόταν να καμαρώνει την ασπράδα του, που φεγγοβολούσε κάτω από τις ολόλαμπρες ακτίνες του μεσημεριανού ήλιου. Μα ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, πετάχτηκε από την τρύπα του ένα μεγάλο φίδι. Μ’ έναν επιδέξιο ελιγμό άρπαξε στο τεράστιο στόμα του το αμέριμνο περιστεράκι, το κατάπιε μεμιάς ολόκληρο κι εξαφανίστηκε πάλι στην φωλιά του.
- Ά, έκανε λυπημένος ο πονετικός Γέροντας.
Και παίρνοντας το ραβδί του στο χέρι ανασκάλεψε την τρύπα του φοβερού ερπετού. Εκείνο τότε, σαν να πιεζόταν από μυστηριώδη δύναμη, πετάχτηκε πάλι έξω κι έβγαλε απ’ τα σπλάχνα του ζωντανό το περιστέρι. Ακέραιο και κάτασπρο σαν πρώτα, μόνο με τις όμορφες φτερούγες του λίγο τσαλακωμένες.
Επηρεασμένος από το όνειρο ο Όσιος, ένιωσε ανησυχία στην ψυχή του. Άθελά του ο λογισμός του έτρεξε στην Μαρία. «Κάτι κακό θα της συμβαίνει», μονολογούσε στενοχωρημένος. Χωρίς να χάσει καιρό, πήρε το ραβδί του και ξεκίνησε για την κατοικία του. Μόλις έφτασε, πήγε κατευθείαν και χτύπησε την πόρτα της Μαρίας. Μέσα στο μικρό σπιτάκι βασίλευε απόλυτη σιωπή. Ανήσυχος έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Το σπιτάκι ήταν έρημο. Πήγε στον κήπο, έψαξε παντού, όπου συνήθιζε να συχνάζει εκείνη. Τίποτε. Παντού ερημιά. Απόλυτη σιγή. Πέρασε η νύχτα εκείνη με αγωνία. Την επομένη περίμενε με βεβαιότητα τον ερχομό της. Το ίδιο και την άλλη. Εκείνη όμως δεν φαινόταν πουθενά. Τώρα πια δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Μαρία είχε φύγει. Η παιδούλα, που με τόση στοργή είχε μεγαλώσει, έπεσε στα δίχτυα του νοητού δράκοντα. Το φίδι και το περιστέρι δεν έφευγαν από τον νου του πονεμένου Γέροντα.
Ήταν απαρηγόρητος. Δυό ολόκληρα χρόνια το δάκρυ δεν στέγνωσε στα μάτια του. Σπάραζε η τρυφερή καρδιά του, καθώς έφερνε στην σκέψη του τους ψυχικούς και σωματικούς κινδύνους, στους οποίους ήταν εκτεθειμένη η απροστάτευτη κόρη. Έστειλε σε πολλούς τόπους γνωστούς του ανθρώπους να την αναζητήσουν. Ο ίδιος κλείστηκε στο κελλί του κι έβρισκε ανακούφιση μόνο στην προσευχή. Τριπλασίασε τους ασκητικούς του αγώνες. Καταπονούσε το γεροντικό του κορμί για να τον λυπηθεί ο Χριστός, να τον ακούσει και να επαναφέρει στην μάνδρα Του το χαμένο πρόβατο.
Ύστερα από δύο χρόνια φάνηκε μια μέρα στο κελλί του ένας φίλος του, από εκείνους που συμμερίζονταν τον πόνο του κι ερευνούσαν για την κόρη. Τα νέα που του έφερε ήταν όσο δεν μπορούσε να φανταστεί ο αγαθός Γέροντας δυσάρεστα. Η Μαρία βρέθηκε στην Αϊσό -πολύ μακρινή πόλη- κλεισμένη σ’ ένα σπίτι αμαρτίας. Είχε γίνει γυναίκα του δρόμου, με αλλα λόγια.
Δίκοπο μαχαίρι αν περνούσε μέσα από την καρδιά του, δεν θα την έκανε τόσα κομμάτια όσο η είδηση αυτή. Προσπάθησε όμως να δώσει κουράγιο στον εαυτό του, για να μην συντρίβει οριστικά.
- Ας είναι, ψιθύρισε. Τουλάχιστον βρέθηκε.
Και πήρε την μεγάλη απόφαση: Θα πήγαινε να την τραβήξει από τον βούρκο, έστω κι αν έπρεπε να μπει κι ο ίδιος μέσα και ν’ αναπνευσει όλη την δυσοσμία του. Έπρεπε να την σώσει, να την φέρει πίσω στο λιμάνι της ησυχίας, στην αγιασμένη έρημο.
- Χριστέ μου, Εσύ που κατέβηκες στην γη για τους παραστρατημένους, βοήθησέ με στην δύσκολη αποδημία μου, προσευχήθηκε με την ψυχή του.
Χωρίς να σπαταλά καιρό σε σχέδια και σκέψεις, δανείστηκε από τον φίλο του λίγα νομίσματα και μια παλιά στρατιωτική φορεσιά, νοίκιασε κι ένα γοργό άλογο και κατέβηκε στην πολη. Εκείνος που για πενήντα ολόκληρα χρόνια δεν είχε βγει από την πόρτα του κελλιού του, παρά για να αποτραβιέται μόνο στην πιο βαθιά έρημο, περιπλανιόταν τώρα μέσα στους δρόμους της άγνωστης πολιτείας και ρωτούσε τους διαβάτες -ώ! πόση είναι η δύναμη της αγάπης!- που ήταν το σπίτι της αμαρτίας! Όταν το βρήκε, πήρε ύφος σαρκολάτρη γέροντα, πήγε κατευθείαν στον διευθυντή, του έδωσε κάμποσα νομίσματα και παρήγγειλε πλούσιο γεύμα με την όμορφη κοπέλα. Εκείνος τον κοίταξε από τα νύχια ως την κορφή με φανερή αηδία.
- Δεν ντρέπεσαι τουλάχιστον τα άσπρα σου μαλλιά; σιγομουρμούρισε.
Για να μην χάσει τον πελάτη όμως, προθυμοποιήθηκε να τον περιποιηθεί. Ο Άγιος είδε στο βλέμμα του παράνομου αυτού ανθρώπου όλη την περιφρόνηση κι η ψυχή του έκλαψε.
- Χριστέ μου, προσευχήθηκε ενδόμυχα, δες την ταπείνωσή μου και κάνε να επιτύχει η δύσκολη αποστολή μου.
Για να μην δώσει καμιά υποψία, κάθισε κι έφαγε το κρέας και τα αλλά φαγητά που του είχαν ετοιμάσει και ήπιε όλο το κρασί. Και να σκεφθεί κανείς πως τόσα χρόνια τώρα στην έρημο τρεφόταν με ξερό ψωμί κι αλάτι κι έπινε το νερό με μέτρο. Τέλος, τον οδήγησαν στο δωμάτιο της αμαρτωλής. Εκείνη τον υποδέχτηκε με όλη την αναίδεια των γυναικών του είδους της και με αρκετή δόση ειρωνείας. Της έκαναν εντύπωση τα κάτασπρα μαλλιά και γένια του. Εκείνος πάλι, βλέποντάς την στην ελεεινή αυτή κατάσταση, αγωνιζόταν να καταπιεί τα δάκρυα του, για να μην φανερωθεί παράκαιρα. Αυτό το πέρασε για δισταγμό η αμαρτωλή και για να τον ενθαρρύνει πήγε να τον αγκαλιάσει. Τότε έμεινε σαν κεραυνόπληκτη από την κατάπληξη. Ο Άγιος είχε διάχυτη επάνω του την αγνή ευωδία της ερήμου, την τόσο γνώριμη στην ίδια. Η ευωδία αυτή σκέπαζε εκείνη την στιγμή όλη την κακοσμία των δικών της τεχνικών αρωμάτων.
Ο Όσιος κατάλαβε ευθύς τι γινόταν μέσα της κι αφήνοντας κατά μέρος την προσποίηση της μίλησε με πολύ πόνο στην ψυχή του:
- Μαρία, παιδί μου, δεν με γνώρισες; Για χάρη σου άφησα την έρημο, την ησυχία, κι ήρθα σ’ αυτό το καταγώγιο, για να σου δείξω τον δρόμο της μετάνοιας και της επιστροφής. Λυπήσου με τον γέροντα και μην πικραίνεις άλλο τα τελευταία χρόνια της ζωής μου. Μην παραβλέψεις τον κόπο και τον εξευτελισμό που πέρασα για σένα.
Η παραστρατημένη κόρη ευχόταν να άνοιγε την ώρα εκείνη η γη να την κατάπινε παρά να στέκει αντικριστά σ’ εκείνον που την είχε διδάξει την αγνότητα και την συστολή. Δεν τολμούσε από την ντροπή της να σηκώσει τα μάτια της να τον δει ούτε και λέξη να αρθρώσει. Έμεινε ακίνητη, αμίλητη, πολλή ώρα. Σωστό ανάγλυφο εκπλήξεως και πόνου. Το τι συντελέστηκε στον εσωτερικό της κόσμο δεν περιγράφεται. Όταν συνήλθε από τον πρώτο κλονισμό, έπεσε στα πόδια του αγίου Γέροντος και, σαν την πόρνη του Ευαγγελίου, τα έβρεχε με τα δάκρυα της. Η καρδιά της συνετρίβη. Ώ, πως ήθελε τον λυτρωμό!
- Υπάρχει για όλους σωτηρία. Κανένα αμάρτημα, καμία πτώση δεν μπορεί να ξεπεράσει την δύναμη της θυσίας Εκείνου που σήκωσε στους ώμους Του την ανθρώπινη αθλιότητα, για να την εξιλεώσει, είπε ο Γέροντας.
Και είχε τόσα πολλά ακόμα να της πει, αλλά δεν είχαν καιρό για χάσιμο. Πριν γίνουν αντιληπτοί από τους ανθρώπους της ασωτίας, βγήκαν κρυφά από μια μικρή μυστική πορτούλα, που ήταν γνωστή στην Μαρία, και πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Η μετάνοια της κόρης ήταν ειλικρινής. Με την χάρη του Θεού και την καθοδήγηση του Άγιου Γέροντος, όχι μόνο στα πρώτα μέτρα της αρετής επανήλθε, αλλά κατά πολύ τα ξεπέρασε. Έτσι, πραγματοποιήθηκε σ’ αυτήν ο παρηγορητικός για όλους τους αμαρτωλούς λόγος του αποστόλου: «Ου δε επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. ε' 20).
Ο Όσιος Αβράμιος πέρασε ήσυχος τα τελευταία χρόνια της ζωής του και ευχαριστημένος για την πρόοδο του πνευματικού του τέκνου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 23-28)
Ένας αδελφός σε κάποια συνάντηση, τούς είπε λόγο για κάποιον άλλο. Ο άλλος τότε από συναρπαγή διαβόλου, επειδή υποψιάσθηκε ότι το είπε γι’ αυτόν, ταράχθηκε πάρα πολύ και ενώ τον διαβεβαίωνε εκείνος γι’ αυτό, αυτός δεν το δεχόταν. Έτσι, αφού εξαιτίας αυτού έγινε ανάμεσα τους μικρή αντιλογία, πήγαν και οι δύο προς τους πατέρες και ανέφεραν το πράγμα στον γέροντα.
Απόκριση: Σαν ομόψυχοι που είστε σας λέγω όλη την αλήθεια ενώπιων του Θεού. Και οι δύο χρωστάτε να βάλετε μετάνοια στον Θεό, όχι επιπόλαια, αλλά με όλη την καρδιά σας, για να σας συγχωρέσει με τις προσευχές των πατέρων σας. Εσύ διότι, όταν συκοφαντήθηκες, δεν βάσταξες την κατάκριση λέγοντας, ‘εγώ αμάρτησα και είμαι όλος αμαρτία, διότι εξαιτίας μου ταράχθηκε ο αδελφός μου’, και αυτός, διότι δεν διευκρίνισε, πριν πει το λόγο, ότι δεν λέχθηκε για σένα, και ότι δεν είχε να πει τίποτε αντίθετο μέχρι θανάτου. Αλλά και αυτός δεν βρέθηκε να έχει υπομονή προς εσένα. Πλην όμως εσείς δεν έχετε ευθύνη, αλλ’ εμείς είμαστε αίτιοι των κακών, διότι δεν έχομε προσευχές. Διότι αν είχαμε, θα μπορούσατε να προστατευθείτε από τον πονηρό που σπείρει ανάμεσα σας ζιζάνια για να σας πειράξει, και αυτό προσευχόμαστε, να προστατευθείτε εσείς.
Δεν φοβάσθε το κρίμα του Θεού, για να μη σκανδαλισθούν με σας οι άνθρωποι, λέγοντας: ‘κοίταξε τα τέκνα των πατέρων πως δεν έχουν υπομονή, άλλα συγκρούονται’. Αν λοιπόν ντρέπεσθε να βάλετε μετάνοια ο ένας στον άλλο με όλη σας την καρδιά, εμείς θα βάλομε για σας, διότι σε μας ταιριάζει αυτή η ντροπή.
Είθε ο Κύριος να σας συγχωρήσει και να σας φυλάξει από τον πονηρό, και είθε να τον συντρίψει κάτω από τα πόδια σας γρήγορα. Γίνετε ομόψυχοι στο όνομα του Κυρίου και ομόδοξοι.
(Βαρσανουφίου Έργα, ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σελ.299)