Σημείωση: Βλέποντας μία διάλεξη του σύγχρονου επιστήμονα lawrence krauss που διατυμπανίζει την αθεΐα του, είδαμε ότι χρησιμοποιούσε για να στηρίξει την αθεΐα του ανακαλύψεις μεγάλων επιστημόνων, αλλά χωρίς να αναφέρει ότι αυτοί ΠΙΣΤΕΥΑΝ ΣΤΟ ΘΕΟ!!! Ας δουμε λοιπόν κάποιους από αυτούς που επικαλέστηκε για να στηρίξει την αθεΐα του...
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΩΝ ΣΟΦΩΝ
Εις την χορείαν των ανδρών εκείνων που συνεδύασαν πολλήν φυσικήν και πολλήν μεταφυσικήν συγκαταλέγεται και ο διάσημος Μάξουελλ, ο τρίτος λαμπρός αστήρ εις την πλειάδα των Άγγλων Χριστιανών φυσικών του περασμένου αιώνος. Μίαν αδιάσπαστον συνέχειαν αποτελούν και οι τρεις. Συνέχειαν εις τας φυσικάς έρευνας και τα πειράματα του εργαστηρίου. Συνέχειαν όμως θαυμαστήν και εις τους μεταφυσικούς πόθους και εις την απασχόλησιν με τα πράγματα του ουρανού.
Ο Ιάκωβος Κλέρκ Μάξουελλ (Maxwell) εγεννήθη το 1831 εις το Εδιμβούργον. Νεώτατος ενεγράφη εις το Πανεπιστήμιον της πόλεως του και έπειτα εφοίτησεν εις το Καΐμπριτζ. Η μεγαλοφυΐα του δεν ήργησε να εκδηλωθή. Εις ηλικίαν μόλις 15 ετών παρουσίασε εις την Ακαδημίαν του Εδιμβούργου ενδιαφέρουσαν μαθηματικήν εργασίαν, αργότερα δε εβραβεύθη από την Βασιλικήν Ακαδημίαν του Λονδίνου δια την νέαν περί χρωμάτων θεωρίαν του. Ενωρίς διεκρίθη με τας πολλάς γεωμετρικάς, μαθηματικάς και φυσικάς εργασίας• (σπουδαίαι είναι αι εργασίαι του περί συστάσεως της ύλης και η θεωρία του περί των αερίων). Δι’ αυτό του προσεφέρθη μια έδρα φυσικής εις το Κολλέγιον της Αμπερντήν, αργότερα εις το Βασιλικόν Κολλέγιον του Λονδίνου και τέλος εις το Πανεπιστήμιον του Καΐμπριτζ. Δεν είναι χωρίς σημασίαν το γεγονός ότι μεταξύ των μαθητών του συγκατελέγετο και ο κατόπιν διάσημος Χριστιανός φυσικός Αμβρόσιος Φλέμιγκ. Το μεγαλύτερον μέρος της συντόμου ζωής του - έζησε μόλις 48 χρόνια - το επέρασεν ο Μάξουελλ εις την γαλήνην του πατρικού του κτήματος. Εκεί του εδόθη η ευκαιρία να επιδοθή εξ’ ολοκλήρου εις την επιστημονικήν έρευναν και να φέρη εις φως το μεγάλο έργον του περί των σχέσεων ηλεκτρισμού και μαγνητισμού, το οποίον τον κατέστησε διάσημον.
Ο Μάξουελλ εξεκίνησεν από τας εργασίας του Φαρανταίυ και εθεμελίωσε το τεράστιον έργον του επάνω εις τον αυστηρόν μαθηματικόν λογισμόν. Η πρωτοτυπία του έγκειται εις το ότι εξήτασε παραλλήλως τα θεωρούμενα άσχετα μέχρι τότε φαινόμενα του μαγνητισμού και ηλεκτρισμού και ήνωσε τα δύο αυτά μέρη της Φυσικής δια της επινοήσεως των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Καθώρισε την ταχύτητα της μεταδόσεως των ηλεκτρομαγνητικών αυτών κυμάτων, την οποίαν εύρε ίσην προς την ταχύτητα του φωτός, και τέλος ωδηγήθη εις την περίφημον θεωρίαν του, κατά την οποίαν το φώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά ηλεκτρομαγνητική κύμανσις του αιθέρος. Δια να καταλάβη κανείς την σπουδαιότητα των ανακαλύψεων αυτών του Μάξουελλ, αρκεί να συλλογισθή ότι τα θεωρητικά αυτά συμπεράσματά του επιστοποιήθησαν αργότερα πειραματικώς από τον Χέρτς, ο οποίος ανεκάλυψε τα τόσον γνωστά σήμερον ηλεκτρομαγνητικά ή ερτσιανά κύματα, τα χρησιμοποιούμενα εις τον ασύρματον και το ραδιόφωνον. Επίσης εις τας ηλεκτρομαγνητικάς εργασίας του Μάξουελλ εστηρίχθησαν δια να κάμουν περιφήμους ηλεκτρικάς εφαρμογάς πολλοί μεταγενέστεροι επιστήμονες. Η μεγαλοφυής σύλληψις του Μάξουελλ επί του ηλεκτρομαγνητισμού και αι κατευθύνσεις που αυτός έδωκεν εξακολουθούν να κυβερνούν μέχρι σήμερον την φυσικήν και δεν γνωρίζομεν ακόμη ποίας εφαρμογάς θα έχουν και εις το μέλλον.
Αλλ’ εκείνο που απετέλεσε το αληθινόν μεγαλείον του δεν ήτο ο ηλεκτρομαγνητικός κόσμος, τον οποίον, ανεκάλυψεν. Ήτο ένας άλλος κόσμος, πολύ ανώτερος από τον ηλεκτρομαγνητικόν και από οιονδήποτε άλλον κόσμον, ο πνευματικός κόσμος. Οι πολλοί ακούουν βέβαια ηλεκτρομαγνητικά κύματα και θαυμάζουν τον εφευρέτην των. Αλλ’ εάν εμάντευαν το ψυχικόν μεγαλείον που εκρύπτετο εις την ψυχήν του εφευρέτου των, πολύ περισσότερον θα τον εθαύμαζον. Ο Μάξουελλ ανήκε εις τους ανθρώπους της ζωντανής χριστιανικής πίστεως. Ιδού επί παραδείγματι δύο δείγματα της πίστεως του ή μάλλον της ομολογίας της πίστεως του. Το ένα είναι ένα βιβλίον και το άλλο ένας λόγος του. Μεταξύ των συγγραμμάτων του είναι και το υπό τον τίτλον «Η φυσιογνωσία και η αθανασία της ψυχής», εις το οποίον αποδεικνύει ότι «η ανθρώπινη προσωπικότης και κατά την φύσιν και κατά τον προορισμόν της κείται πολύ πέραν των ορίων της επιστημονικής σφαίρας».
Εις δε το συνέδριον των Άγγλων φυσικών του Μπράδφορτ πάλιν προβάλλει ενώπιον μας ο ομολογητής Μάξουελλ. Εκεί εξεφώνησε λόγον περί ατόμων, εις τον οποίον διεκήρυξε τα εξής: «Εις τας ημέρας μας τα ηλιακά συστήματα είναι τόσον τέλεια κατά τον αριθμόν, τας διαστάσεις και το βάρος, όσον ήσαν και κατά την στιγμήν της δημιουργίας. Αι αναλλοίωτοι ιδιότητες των μας διδάσκουν ότι η ακρίβεια των υπολογισμών μας, η αλήθεια των κρίσεων μας και η εντιμότης των πράξεων μας, τα οποία θεωρούμεν ως τα ευγενέστερα ιδιώματα του ανθρώπου, μας ταιριάζουν, διότι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του Όντος, το οποίον εις την αρχήν εδημιούργησεν όχι μόνον τον ουρανόν και την γήν, αλλά και την ύλην, από την οποίαν έλαβον αυτά υπόστασιν».
Κατόπιν αυτών δεν είναι παράδοξον ότι ο θερμός αυτός Χριστιανός συχνά επανελάμβανε την γεμάτην βεβαιότητα ομολογίαν του Παύλου: «Οίδα ώ πεπίστευκα»! Ήξευρε τι πιστεύει, είχε πλήρη επίγνωσιν της πίστεως του, καθ’ όν χρόνον πολλοί πιστεύουν πολλά και διάφορα πράγματα χωρίς να γνωρίζουν καλά - καλά τι είναι αυτό που πιστεύουν. Και την πίστιν του αυτήν ο Μάξουελλ την εξεδήλωνε και με την προσευχήν. Ανήκε και αυτός εις την σεμνήν φάλαγγα των προνομιούχων της επιστήμης, οι οποίοι κοντά εις τον επιστημονικόν στοχασμόν εγνώρισαν εκ πείρας την αξίαν της μυστικής συνομιλίας με τον Πατέρα του Φωτός. Την φάλαγγα αυτήν των προσευχομένων επιστημόνων την είδαμε και άλλοτε να παρελαύνη ενώπιον μας. Είδαμε τον μέγαν Κέπλερ να δοξολογή τον Δημιουργόν, διότι του επέτρεψε να θαυμάση τα έργα του. Είδαμε τον Φραγκλίνον να ζητή από τον εύσπλαγχνον Πατέρα την αληθινήν σοφίαν, τον Αμπέρ να ευχαριστή με θέρμην τον Θεόν, διότι τον εδημιούργησε, τον ελύτρωσε, τον εφώτισε. Είδαμε τον Πασκάλ να γνωρίζη από στήθους τον 118 ψαλμόν και τον Κωσύ να διδάσκη εμπράκτως την προσευχήν εις τα παιδιά μιας φτωχογειτονιάς των Παρισίων.
Εις την Ιεράν αυτήν φάλαγγα ανήκε και ο πολύς Μάξουελλ. Προσηύχετο τακτικά. Κάθε βράδυ ο ίδιος εδιάβαζε την προσευχήν εις τον οικογενειακόν του κύκλον. Προσηύχετο και εις την εκκλησίαν και συχνά συμμετείχε εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας. Είναι ευτύχημα, ότι άφησε μαζή με την πλουσίαν επιστημονικήν κληρονομίαν και μιαν σελίδα αθανάτου πνευματικής κληρονομίας. Είναι μια προσευχή του, δια την οποίαν ισχύει εκείνο που ελέχθη, ότι αι προσευχαί των μεγάλων επιστημόνων είναι το εκλεκτότερον κομμάτι της παγκοσμίου λογοτεχνίας. Την παραθέτομεν αυτούσιον.
«Θεέ παντοδύναμε, Σύ που εδημιούργησες τον άνθρωπον κατά την ιδικήν σου εικόνα και του έδωσες την ζώσαν και λογικήν ψυχήν, ώστε να Σε αναζητή και να στέκεται υπεράνω των δημιουργημάτων σου, δίδαξε μας να ερευνώμεν τα έργα των χειρών σου κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να υποτάσσωμεν τα επίγεια προς ιδικήν μας χρήσιν και να ενισχύωμεν το λογικόν μας, δια να το θέτωμεν εις την ιδικήν σου υπηρεσίαν. Βοήθησε μας να δεχώμεθα τους λόγους σου και να πιστεύωμεν εις Εκείνον, τον οποίον έστειλες δια να μας δώση την επιστήμην του ελέους και την άφεσιν των αμαρτιών μας»!
Είπαν μερικοί - ποίοι άλλοι φυσικά από τους προπαγανδιστάς του αθεϊστικού ψεύδους; - ότι η προσευχή εξευτελίζει τον άνθρωπον. Εάν χρειάζεται μια επί πλέον απόδειξις ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής, ιδού ο Μάξουελλ. Η προσευχή τον μεγαλύνει, τον εξυψώνει, αλλά και τον ενισχύει εις τας επιστημονικάς του εκζητήσεις. Το αντίθετον θα συνέβαινεν, αν ο Μάξουελλ ήτο ένας τύπος επιστήμονος διπλοκλειδωμένου εις το χημείον του, χωρίς καμμίαν πνευματικήν ανάτασιν και καμμίαν ιδεολογικήν πτήσιν. Ο πνευματικός του όμως ορίζων τώρα είναι ευρύτατος και λαμπρύνεται από θείον φως. Πιστεύει όχι εις την παντοδυναμίαν της επιστήμης, αλλ’ εις τον μόνον Παντοδύναμον, τον Θεόν. Γνωρίζει την αληθινήν σύστασιν και αξίαν του ανθρώπου: ότι είναι υπεράνω των άλλων δημιουργημάτων, κατ’ εικόνα Θεού. Πιστεύει εις την υψηλήν αποστολήν του λογικού και της επιστήμης, η οποία πρέπει να τίθεται εις την υπηρεσίαν των ανθρώπων, προς δόξαν του Θεού. Πιστεύει τέλος εις τον μόνον που χαρίζει την λύτρωσιν και την επιστήμην του ελέους.
Ιδού προσευχή που περιέχει τας υψηλοτέρας πεποιθήσεις δια τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα. Προσευχή που θα ημπορούσε να ονομασθή το «Πιστεύω» του επιστήμονος.
Βιβλιογραφία
Ph. Lenard, Grosse Naturforscher, München 1941.
H. Engel, Die grössten Geister über die höchsten Fragen, Constanz.
W. Freischlag, Glauben Sie an einem Gott? München 1936.
T. Toth, Χριστιανική πίστις και επιστήμη, ελλην. μετάφρασις, Αθήναι 1948.
(βιβλίο: Οι θεμελιωταί των επιστημών, αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, εκδ. Ζωή, 1962, σελ. 160-164)
δ'. Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες, ότι υπήρχε ένας γέρων φιλόπονος στα κελλιά, οπού φορούσε ψαθί. Και, φεύγοντας, φθάνει στον Αββά Αμμωνά. Τον είδε λοιπόν ο γέρων να φορά το ψαθί και του λέγει : « Αυτό σε τίποτε δεν σε ωφελεί ». Και τον ρωτά ο γέρων, λέγοντας : « Τρεις λογισμοί με ενοχλούν. "Η να πάω στις έρημους. ’Η να ξενιτευτώ οπού κάνεις δεν θα με γνωρίση. Η να κλειστώ σε κελλί και με κανέναν να μη συναντηθώ, τρώγοντας κάθε δυο μέρες ». Του λέγει ο Αββάς Αμμωνάς : « Τίποτε από τα τρία δεν σε συμφέρει να κάνης. Καλύτερα είναι να μείνης στο κελλί σου και να τρως λιγάκι κάθε μέρα. Και έχε διαρκώς τα λόγια του τελώνη στην καρδιά σου και μπορείς να σωθής ».
ε'. Σε κάποιους αδελφούς, συνέβη μια στενοχώρια στον τόπο τους και ήθελαν να τον παρατήσουν. Πήγαν λοιπόν να βρουν τον Αββά Αμμωνά. Και να, ο γέρων εκείνη τη ώρα κατέβαινε το ποτάμι με πλοίο. Και σαν τους είδε να βαδίζουν στην όχθη, είπε στους ναυτικούς : « Βγάλτε με στη στεριά». Οπότε, φώναξε τους αδελφούς και τους λέγει : « Εγώ είμαι ο Αμμωνάς, οπού πηγαίνετε να δήτε». Και αφού τους παρηγόρησε την καρδιά, τους έκαμε να γυρίσουν εκεί από οπού είχαν φύγει. Γιατί το ζήτημα δεν ήταν ψυχικά επιζήμιο, αλλά μια ανθρώπινη στενοχώρια.
στ'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς να διαβή αντίπερα στο ποτάμι. Και βρήκε το πέραμα όχι έτοιμο και κάθισε εκεί κοντά. Και να, άλλο σκάφος έφτασε και πήρε όσους βρίσκονταν εκεί για να τους περάση στην άλλη όχθη. Του λέγουν λοιπόν : « Έλα και συ, Αββά, να περάσης μαζί μας ». Και τους αποκρίνεται : « Δεν ανεβαίνω παρά στο δημόσιο πέραμα». Και είχε μια αδραξιά από φοινικόφυλλα και καθόταν φτιάχνοντας πλεξούδα και πάλι λύνοντάς την, ωσότου ετοιμάσθηκε το πέραμα και έτσι βγήκε στην άλλη όχθη. Του έβαλαν λοιπόν οι ά- δελφοί μετάνοια, λέγοντας : « Γιατί το έκαμες αυτό ; ». Και τους λέγει ο γέρων : «Για να μη ακολουθώ πάντα τον λογισμό όταν αυτός τρέχη. Αλλά και αυτό είναι παράδειγμα, για να βαδίζουμε στον δρόμο του θεού με αταραξία ».
ζ΄. Πήγε κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς να συναντήση τον Αββά Αντώνιο και έχασε τον δρόμο του. Κάθισε λοιπόν και κοιμήθηκε για λίγο και σαν σηκώθηκε από τον ύπνο, προσευχήθηκε στον θεό, λέγοντας : « Σε παρακαλώ, Κύριε και θεέ μου, μη αφήσης να χαθή το πλάσμα σου». Και είδε τότε ένα χέρι, σαν ανθρώπου, να απλώνεται από τον ουρανό και να του δείχνη τον δρόμο, ώσπου έφτασε μπροστά στο σπήλαιο του Αββά Αντωνίου.
η'. Στον ίδιο αββά Αμμωνά προφήτευσε ο Αββάς Αντώνιος, λέγοντας : « ‘Εχεις να προκόψης στον φόβο του Θεού ». Και τον έβγαλε από το κελλί και του έδειξε ένα λιθάρι και του είπε : « Βρίσε αυτό το λιθάρι και χτύπησέ το ». Και εκείνος έκαμε έτσι. Του λέγει τότε ο Αββάς Αντώνιος : « Μίλησε το λιθάρι αυτό ; ». Και απαντά εκείνος : «Όχι ». Και του λέγει ο Αββάς Αντώνιος : « ΄Ετσι και συ μέλλεις να φθάσης σ’ αυτό το μέτρο ». Πράγμα όπου και έγινε. Γιατί τόσο πρόκοψε ο Αββάς Αμμωνάς, ώστε από την πολλή του αγαθότητα να μη γνωρίζη πλέον την κακία. ’Ετσι, όταν έγινε επίσκοπος, του έφεραν μια κόρη όπου είχε μείνει έγκυος και του λέγουν : « Ο δείνα το έκαμε αυτό. Τιμώρησέ τους ». Αλλά εκείνος σταύρωσε την κοιλιά της και πρόσταξε να της δώσουν έξη ζευγάρια σεντόνια, λέγοντας : « Μη, σαν πάη να γεννήση, πεθάνη η ίδια ή το παιδί και δεν βρεθή τίποτε για την κηδεία ». Του λέγουν οι κατήγοροί της : « Τι είναι αυτό όπου κάνεις ; Τιμωρησέ τους». Και εκείνος τους απαντά : «Βλέπετε, αδελφοί, ότι κοντά στον θάνατο είναι. Τι άλλο μπορώ λοιπόν να κάμω ; ». Και την άφησε να πάη στο καλό. Και δεν τόλμησε ο γέρων να κατακρίνη κανέναν. θ΄ .Έλεγαν γι’ αυτόν, ότι κάποιοι ήλθαν για να τους λύση μια διαφορά. Ο δε γέρων έκανε τον ξεμωραμένο. Και τότε, μια γυναίκα έλεγε στον διπλανό της : « Αυτός ο γέρων τα έχει χαμένα ». Την άκουσε ο γέρων και τη φώναξε και της λέγει : « Πόσους κόπους έκαμα στις ερήμους για να αποχτήσω αυτή τη μωρία ! Και εξ αιτίας σου, κινδυνεύω να τη χάσω σήμερα ».
ι’. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Αμμωνάς σ’ ένα τόπο για να φάη. Και ήταν εκεί κάποιος όπου είχε φήμη κακή. Κα συνέβη να έλθη η γυναίκα και να μπή στο κελλί του αδελφού όπου είχε την κακή φήμη. Σαν το έμαθαν λοιπόν αυτοί όπου κατοικούσαν εκεί, ταράχθηκαν. Και συνάχτηκαν για να τον διώξουν από το κελλί. Και μαθαίνοντας οτι ο επίσκοπος Αμμωνάς ήταν σ’ εκείνο τον τόπο, πήγαν και τον παρακαλούσαν να έλθη μαζί τους. Μόλις το κατάλαβε ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε σ’ ένα μεγάλο πιθάρι. Ενώ ερχόταν το πλήθος, είδε ο Αββάς Αμμωνάς τι συνέβη και για χάρη του θεού σκέπασε το πράγμα. Μπήκε, κάθισε πάνω στο πιθάρι και πρόσταζε να ερευνηθή το κελλί. Αφού λοιπόν έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, είπε ο Αββάς Αμμωνάς : « Τι έγινε λοιπόν ; Ο θεός να σας συγχώρηση ». Και αφού προσευχήθηκε, τους έβγαλε όλους έξω. Πιάνοντας δε τον αδελφό από το χέρι, του είπε : « Να προσέχης τον εαυτό σου, αδελφέ ». Και λέγοντας αυτό, έφυγε.
ια’. Ρωτήθηκε ο Αββάς Αμμωνάς, ποιά είναι η οδός η «στενή και τεθλιμμένη ». Και αποκρίθηκε και είπε : « Η οδός η στενή και τεθλιμμένη αυτή είναι : το να βιάζη τινάς τους λογισμούς του και να κόβη, για χάρη του θεού, το δικό του θέλημα. Και αυτό σημαίνει η φράση :’Ιδού ημείς άφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.39-42 )
Σημείωση: Βλέποντας μία διάλεξη του σύγχρονου επιστήμονα lawrence krauss που διατυμπανίζει την αθεΐα του, είδαμε ότι χρησιμοποιούσε για να στηρίξει την αθεΐα του ανακαλύψεις μεγάλων επιστημόνων, αλλά χωρίς να αναφέρει ότι αυτοί ΠΙΣΤΕΥΑΝ ΣΤΟ ΘΕΟ!!! Ας δουμε λοιπόν κάποιους από αυτούς που επικαλέστηκε για να στηρίξει την αθεΐα του...
ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΑΟΝ. Μιχαήλ Φαρανταίυ (Faraday)
Όταν το πνευματικώς και το ηθικώς καλόν υπάρχη συνηνωμένον εις ένα όν, ομολογώ ότι το όν αυτό επλάσθη κατ’ εξοχήν δια να εμφανίζη και να δείχνη την δόξαν του Θεού εις την δημιουργίαν».
Τα λόγια αυτά δεν τα είπε κανείς ηθικολόγος φιλόσοφος. Τα είπε ένας που τα έζησε. Και όταν αυτός είναι ο μεγαλύτερος φυσικός επιστήμων από όσους είδε ποτέ ο κόσμος (κατά τον Τύνταλ), τότε αξίζει να μελετήση κανείς την ζωήν του.
Ο Μιχαήλ Φαρανταίυ (Faraday) - περί αυτού πρόκειται - εγεννήθη το 1791 εις το Λονδίνον από ευσεβή οικογένειαν. Αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, εισήλθε ως μαθητευόμενος εις ένα βιβλιοπωλείον και βιβλιοδετείον. Αλλά η τέχνη δεν τον ικανοποιούσε, και αντί να δένη τα βιβλία, επροτιμούσε να τα διαβάζη, ιδίως όσα εσχετίζοντο με τας φυσικάς επιστήμας. Το βράδυ, μόλις ετελείωνε την εργασίαν του, έτρεχε να παρακολουθήση τα εσπερινά μαθήματα του περίφημου τότε χημικού Νταίβυ. Αι φυσικαί επιστήμαι του είχαν ήδη κατακτήσει την ψυχήν και δεν άργησε να πάρη την απόφασιν. Χωρίς χρονοτριβήν γράφει μιαν επιστολήν εις τον Νταίβυ και τον παρακαλεί να τον πάρη εις το εργαστήριον του Βασιλικού Ινστιτούτου. Ο Νταίβυ ερωτά τον αρμόδιον του Ινστιτούτου και εκείνος του απαντά:
«Πάρε τον να πλύνη τις φιάλες• αν αξίζη, θα το δεχθή• αν αρνηθή, θα πη πως δεν αξίζει». Όπως ήτο φυσικόν, έγινε το πρώτον. Ο Φαρανταίυ προσελήφθη εις το εργαστήριον ως βοηθός του Νταίβυ, δια να γίνη κατόπιν ο ένδοξος διάδοχος του. Κοντά εις τον σοφόν φυσικόν εξεπαιδεύθη ο νεαρός βοηθός, τον εβοηθούσε εις τα πειράματα του, τον παρακολουθούσε εις τα μαθήματα του και τα ταξίδια του, χωρίς να παραμελή και την κατ’ ιδίαν εντατικήν μελέτην, ούτε την προς επιστημονικούς σκοπούς συναναστροφήν. Κατά την πρώτην αυτήν περίοδον της δράσεως του ο Φαρανταίυ ειργάσθη από κοινού με τον Νταίβυ εις τας έρευνας δια την υγροποίησιν των αερίων, εις την ανακάλυψιν του βενζολίου και εις την μελέτην των καινοφανών τότε ηλεκτρομαγνητικών εργασιών του Αμπέρ, επάνω εις τας οποίας επρόκειτο τόσα να οικοδομήση. Από την στιγμήν που διεδέχθη τον Νταίβυ, επεδόθη ακόμη περισσότερον, χωρίς καμμίαν διακοπήν, εις τας φυσικάς έρευνας. Και πρώτον ανεκάλυψε τα επαγωγικά ρεύματα, τα οποία απετέλεσαν την βάσιν της μεγαλοπρεπούς αναπτύξεως της νεωτέρας ηλεκτροτεχνικής. Ο ηλεκτρικός νόμος του έπειτα απετέλεσε σπουδαιότατον μέσον προς γνώσιν της ταυτότητος των χημικών και ηλεκτρικών μεθόδων. Μεγάλης σπουδαιότητος είναι και η ανακάλυψις του διαμαγνητισμού, η ανακάλυψις των δύο νόμων χημικής δράσεως του ρεύματος που φέρουν το όνομα του, η ανακάλυψις της γήινης επαγωγής και της αυτεπαγωγής. Οι σημερινοί όροι: ηλεκτρόλυσις, ηλεκτρολύτης, ηλεκτρόδια, άνοδος, κάθοδος, ιόντα, οφείλονται εις αυτόν.
Το έργον του Φαρανταίυ υπήρξε κολοσσιαίον. Ειργάσθη εις όλους τους τομείς της αψύχου φύσεως. Ησχολήθη με τα δυσκολώτερα προβλήματα της χημείας, του μαγνητισμού και του ηλεκτρισμού. Αι τεράστιαι επιτυχίαι του οφείλονται εις την σκληράν και επίμονον εργατικότητα του. Τίποτε δεν τον απεγοήτευε. Ήξευρε πάντοτε να ευρίσκη νέους συνδυασμούς, νέα πειράματα, νέας μεθόδους, μέχρις ότου φθάση εις τον σκοπόν του. Ο διάσημος καθηγητής Lenard λέγει περί αυτού ότι ήτο από τους μεγίστους φυσιοδίφας, όχι μόνον ασύγκριτος εις το είδος του, αλλά και μοναδικός εις τον πλούτον του ιδιάζοντος πνεύματος του, ότι είχε την βαθείαν ερευνητικήν εκείνην τάσιν του αγνώστου που ζητεί παντού να εύρη κάτι νέον χωρίς να αποκάμνη ποτέ.
Ως επιστήμων ο Φαρανταίυ ήτο άψογος. Δεν ημπορεί κανείς να αρνηθή ότι ο ίδιος ενσάρκωσε εκείνο που εζητούσε από κάθε φυσιοδίφην, να είναι δηλαδή «φλογερός, αλλά προσεκτικός, να συνδέη το πείραμα με την αναλογίαν, να είναι δύσπιστος εις τας εκ των προτέρων προκαταλήψεις, να προσέχη ένα γεγονός πολύ περισσότερον από μιαν θεωρίαν, να μη βιάζεται εις τας γενικεύσεις και προ πάντων να είναι έτοιμος εις κάθε βήμα να δοκιμάζη τας σκέψεις του τόσον με τον συλλογισμόν, όσον και με την παρατήρησιν».
Αλλ’ άραγε το μεγάλο αυτό θετικό μυαλό είχε καμμίαν σχέσιν με τα μυστικά προβλήματα της ψυχής και του Θεού; Είναι να ερωτά κανείς; Πώς ημπορούσε αυτός να αποτελέση εξαίρεσιν εις την μεγάλην γραμμήν που είχαν ακολουθήσει όλοι οι προνομιούχοι της επιστήμης; Τον δρόμον αυτόν που ξεύρει να συνδέη τόσον καλά την επιστήμην της αιωνιότητος με την επιστήμην του παρόντος είχαν βαδίσει ιδιαιτέρως οι πρόδρομοι του, ο Αμπέρ και ο Βόλτα και αυτός ο προκάτοχος του Νταίβυ, όλοι αυτοί οι μάρτυρες του Θεού εις το βασίλειον της φύσεως, όπως τους ονομάζει ένας νεώτερος συγγραφεύς. Την απλήν πίστιν που του εδίδαξαν οι γονείς του, την φωτισμένην έπειτα πίστιν που είδεν εις το πρόσωπον του Νταίβυ - ποιός μπορεί να ξεχάση τα αλησμόνητα εκείνα λόγια του: «θα προτιμούσα από όλα τα δώρα την πίστιν ευσεβούς καρδίας» - την πίστιν αυτήν την εκράτησε και την εκαλλιέργησε εις ολόκληρον την ζωήν του• εις τρόπον ώστε ο μεγάλος ομιλητής και δεινός πειραματιστής της «Royal Institution», ο πασίγνωστος ερευνητής τόσων ηλεκτρικών φαινομένων, δεν έπαυσε ποτέ να είναι ένα πιστόν μέλος της μικράς εκκλησιαστικής κοινότητος του. Εις την κοινότητα αυτήν, που είχεν ως ιδανικόν την πιστήν αφοσίωσιν εις την διδασκαλίαν του Χριστού και την διάδοσιν αυτής δια του κηρύγματος, εγεννήθη και εις αυτήν απέθανε εις ηλικίαν 76 ετών ο Φαρανταίυ.
Τα τελευταία μάλιστα 25 έτη της ζωής του βλέπομεν τον διάσημον Φαρανταίυ να είναι και ιεροκήρυξ της εκκλησιαστικής του κοινότητας.
Αναφέρεται και το εξής περιστατικόν. Εις ένα μάθημα του κόσμος πολύς και εκλεκτός παρηκολούθει με συγκρατημένην την αναπνοήν τα περί των ιδιοτήτων του μαγνήτου. Παρατεταμένα χειροκροτήματα κατέκλεισαν το μάθημα του. Ο Εδουάρδος Ζ', τότε πρίγκιψ της Ουαλίας, που ήτο παρών, εσηκώθη να συγχαρή τον ομιλητήν. Αλλ’ αιφνιδίως τα παταγώδη χειροκροτήματα διεδέχθη μια απροσδόκητος γαλήνη. Ο ομιλητής είχεν εξαφανισθή. Μόλις οι στενοί φίλοι του ήξεραν διατί. Ήτο η ώρα της μεσοεβδομαδιαίας ακολουθίας εις την μικράν εκκλησίαν, όπου ο διάσημος φυσικός είχεν εκκλησιαστικόν λειτούργημα. Την ακολουθίαν αυτήν ουδέποτε την παρέλειπε.
Αξιοθαύμαστος ήτο η πίστις του μεγάλου Φαρανταίυ. Κάποια μυστική φωνή του έλεγεν ότι ο κόσμος δεν θα μπορέση ποτέ να σωθή με τον διαμαγνητισμόν ή με τα επαγωγικά ρεύματα, αλλά μόνον με τον «λόγον του Σταυρού». Τα πρώτα είναι, βέβαια, καλά δια την παρούσαν ζωήν, αλλά τα δεύτερα έχουν «επαγγελίαν ζωής της νύν και της μελλούσης». Αυτό το «είχε εννοήσει καλά ο Φαρανταίυ και δι’ αυτό παντού βλέπομεν εις τον φυσικόν ερευνητήν τον θερμόν Χριστιανόν. Το βλέπομεν αυτό εις αλληλογραφίαν του με τον καθηγητήν Schönbein, τον διάσημον εφευρέτην του όζοντος και της βαμβακοπυρίτιδος, και με άλλους μεγάλους άνδρας. Εις την αλληλογραφίαν του αυτήν εσυνήθιζε να στρέφεται από επιστημονικάς εις θρησκευτικάς σκέψεις και τανάπαλιν. Το βλέπομεν ακόμη εις την ιδιωτικήν, την οικογενειακήν και την δημοσίαν ζωήν του. Ο Τύνταλ (Tyndall) διηγείται ένα γεύμα μαζί με τον σοφόν φυσικόν: «Ο Φαρανταίυ είπε την επιτραπέζιον ευχήν. Εντρέπομαι σχεδόν να ονομάσω την προσευχήν αυτήν ομιλίαν. Εις την γλώσσαν της Βίβλου θα ημπορούσε κανείς να την ονομάση δέησιν τέκνου, εις την καρδίαν του οποίου ο Θεός εξέχεε το Πνεύμα του Υιού του, και το οποίον με πλήρη πεποίθησιν ζητεί την ευλογίαν του Πατέρα».
Το αποκορύφωμα της πίστεως του είναι η δημοσία εκείνη ομολογία την οποίαν έκαμε εις την Βασιλικήν Ακαδημίαν και την οποίαν αναφέρει ο επίσης ομολογητής του Χριστιανισμού Παστέρ εις τον λόγον του εις την Γαλλικήν Ακαδημίαν: «Η έννοια και ο σεβασμός του Θεού, είπεν ο Φαρανταίυ, φθάνουν εις το πνεύμα μου δια μέσου οδών τόσον ασφαλών, όσον εκείναι που μας οδηγούν εις αληθείας του φυσικού κόσμου».
Από την θερμήν αυτήν πίστιν εξηγείται η σοβαρά ηθική αντίληψις που τον διέκρινε εις όλα τα πράγματα: η υψηλή χριστιανική ιδέα του περί φιλίας, όταν παιδί ακόμη έγραφε: «φίλος είναι εκείνος τον όποιον υπηρετεί κανείς μετά τον Θεόν του». Η ταπεινοφροσύνη ήτο εκείνη που τον έκαμε να μη δεχθή τον τίτλον ευγενείας που του προσέφεραν, αλλά να προτίμηση «να μείνη απλώς ο Μιχαήλ Φαρανταίυ». Η ιδία αρετή έλαμπε, όταν εξέφραζε την επιθυμίαν του να τον θάψουν «με τον πλέον συνηθισμένον τρόπον εις την πλέον απλήν θέσιν». Ή όταν έλεγε μέσα εις το εργαστήριον του: «Πόσον θαυμαστή και μυστηριώδης είναι η δύναμις του μαγνητισμού, την οποίαν έχομεν εδώ εμπρός μας! Όσον περισσότερον την εξετάζω και την αναλογίζομαι, τόσον ολιγώτερα φαίνομαι ότι γνωρίζω περί αυτής». Και αυτός που τα έλεγε αυτά εγνώριζε περισσότερα από κάθε άλλον.
Κατόπιν αυτών κατανοεί κανείς πλήρως την βαρυσήμαντον μαρτυρίαν του Γάλλου χημικού Dumas: «Το όνομα του Φαρανταίυ πρέπει να προστεθή εις τον κατάλογον εκείνων που ήνωναν ειλικρινή πίστιν με βαθείαν επιστήμην. Εάν αι ανακαλύψεις του τον απηθανάτισαν και εάν υπήρξεν από τα γονιμώτερα επιστημονικά πνεύματα του ΙΘ' αιώνος, έδωκεν ακόμη παράδειγμα καθαράς ζωής και μεγάλης καρδίας. Και ημπορεί κανείς να είπη περί αυτού ότι η ειλικρίνεια και η σταθερότης της θρησκευτικής του πίστεως και η ευσυνείδητος προσήλωσις εις τον ηθικόν νόμον απετέλεσαν τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του». Και άλλου: «Εάν ο Αμπέρ και ο Φαρανταίυ δια τους γνωρίζοντας μόνον τα επιστημονικά έργα των είναι πνεύματα, δια τα οποία ημπορεί να υπερηφανεύεται το ανθρώπινον γένος, εκείνοι που τους εγνώρισαν και ως ανθρώπους τους θέτουν μεταξύ των πλασμάτων εκείνων του Θεού που τηρούν ευλαβέστατα τας θείας εντολάς με πάσαν υποταγήν και ταπεινοφροσύνην».
Ακόμη χαρακτηριστικώτερα ομιλεί δια τον μεγάλον φυσικόν ο βιογράφος του Γλάδστων: «Ήτο πασίγνωστον, γράφει, ότι ο καθηγητής της Albermarle Street ανήκεν εις την μακράν σειράν των ανθρώπων της επιστήμης, οι οποίοι ερχόμενοι μαζή με τους σοφούς της Ανατολής έφεραν εις τον Λυτρωτήν τον χρυσόν και τον λίβανον και την σμύρναν της λατρείας των».
Αλήθεια. Μήπως δεν προσέφερεν εις τον Θεόν ο Φαρανταίυ τας εφευρέσεις και τας ανακαλύψεις και την σοφίαν, την οποίαν Εκείνος του εδώρησεν, όπως έλεγεν ο Κέπλερ; Ελάτρευσε τον Θεόν με την επιστήμην! Θα ημπορούσαμε να πούμε δια τον Φαρανταίυ. Και δεν ομοιάζει αυτή η προσφορά με τα αρχαία εκείνα έθιμα, κατά τα οποία οι πιστοί προσέφεραν ες τον Θεόν τας απαρχάς των καρπών και τα πρωτογεννήματα των αγρών των; Εις τας μυρίας προσφοράς που έκαμαν αι χριστιανικαί γενεαί, προσφοράς ταλάντων και αξιωμάτων, προσφοράς πλούτου και σοφίας, προσφοράς αίματος και ζωής, ήλθε να προστεθή τώρα και η προσφορά της επιστήμης. Μόνον μια τέτοια επιστήμη, η οποία προσφέρεται εις τον Δημιουργόν, δια να εμπνευσθή και να ευλογηθή από αυτόν, ημπορεί να επιτύχη του σκοπού της, του «ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού», και να μη καταντήση «πανουργία και ου σοφία». Μόνον μια επιστήμη που προσεύχεται εις το εργαστήριον της (Παστέρ), που έχει τον Εσταυρωμένον δίπλα εις το τηλεσκόπιον (Λεβεριέ), που χρησιμοποιεί την πρώτην τηλεγραφικήν εφεύρεσιν δια να αναγγείλη «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Μόρς), ημπορεί να γίνη πρόξενος καλού και όχι ολέθρου εις την ανθρωπότητα.
Βιβλιογραφία:
Ph. Lenard, Grosse Naturforscher, München 1941.
H. Engel, Die grössten Geister über die höchsten Fragen, Constanz.
(βιβλίο: Οι θεμελιωταί των επιστημών, αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, εκδ. Ζωή, 1962, σελ. 154-159)
Ο θαυματουργός μοναχός
Ο ελεήμων και φιλάνθρωπος Κύριος μας προσφέρει αφειδώλευτα τα πνευματικά δώρα Του όχι μόνο στον ουρανό αλλά και στη γη. Έτσι, στη μέλλουσα ζωή μας ετοιμάζει την αιώνια μακαριότητα και στην παρούσα ζωή μας χαρίζει, ως πρόγευση της μακαριότητας εκείνης, μερικά ψίχουλα από το γλυκύτατο ψωμί του ουρανού, για να μας ενθαρρύνει στον πνευματικό αγώνα και να ενισχύσει την ελπίδα μας στην απόλαυση των αγαθών του παραδείσου. Ζώντας, λοιπόν, ακόμα μέσα σε τούτη την πολυτάραχη, την πολυμέριμνη, την αμαρτωλή κοιλάδα του κλαυθμού, δεχόμαστε λίγη παρηγοριά σταλμένη από τον ουρανό με μία μόνο προϋπόθεση: Η θέλησή μας να μην εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού. Η ακόλουθη διήγηση είναι χαρακτηριστική και αποκαλυπτική.
Ζούσε κάποτε σ’ ένα μοναστήρι κάποιος μοναχός που τα ρούχα του, όπως άλλοτε τα ρούχα του αποστόλου Παύλου (βλ. Πράξ. 19:11-12), είχαν αποκτήσει θεραπευτικές ιδιότητες: Πολλοί άρρωστοι, μόλις τα έβαζε πάνω τους ο μοναχός, γίνονταν καλά. Οι αδελφοί της μονής παρατηρούσαν το φαινόμενο με θαυμασμό αλλά και με απορία, καθώς ο μοναχός εκείνος δεν έκανε κάποια ξεχωριστή σωματική άσκηση. Ζούσε όπως και οι άλλοι, ακολουθώντας το μοναστηριακό τυπικό, χωρίς να νηστεύει ή να αγρυπνεί ή να κοπιάζει εξαιρετικά.
Μια μέρα, ύστερ’ από μιαν ακόμα θαυματουργική θεραπεία ασθενών, ο ηγούμενος της μονής τον ρώτησε πώς είχε αποκτήσει αυτό το χάρισμα.
- Κι εγώ ο ίδιος απορώ, αποκρίθηκε ο μοναχός, πώς μπορώ να δίνω την υγεία στους ανθρώπους. Νιώθω ντροπή που τα ρούχα μου έχουν τέτοια δύναμη, καθώς ο Θεός με αξίωσε να λάβω αυτό το χάρισμα χωρίς να κάνω αυστηρή άσκηση˙ μόλις που μπορώ να συγκριθώ με τους άλλους αδελφούς της μονής.
- Αυτό είναι αλήθεια, συμφώνησε ο ηγούμενος. Βλέπουμε κι εμείς πώς είσαι ένας συνηθισμένος μοναχός. Αλλά πες μου, παιδί μου, πώς περνάς τη μέρα σου, τι λογισμούς βάζει ο νους σου, τι αισθάνεται η καρδιά σου...
- Στο ξεκίνημα της κάθε μέρας, γέροντα, βάζω στόχο ένα πράγμα: Να μη σκεφθώ τίποτα που θα ήταν αντίθετο στο θείο θέλημα. Ποτέ δεν φοβάμαι τις δυσκολίες που θα μπορούσαν να διαταράξουν τον νου μου και να παραλύσουν την καρδιά μου, ώστε να παραπονεθώ σε κάποιον ή να του αποκαλύψω τον πόνο μου. Όλα τα αντιμετωπίζω με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, τις μέρες που συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα, δεν είμαι πιο χαρούμενος απ’ ότι τις άλλες μέρες. Όλα, τόσο τα ευχάριστα όσο και τα δυσάρεστα, τα δέχομαι με την ίδια διάθεση, αφού είναι σταλμένα από τον Θεό. Και δεν παρακαλώ τον Κύριο να έρχονται τα πράγματα όπως εγώ θέλω, αλλά όπως θέλει Εκείνος.
- Αγαπητέ μου αδελφέ, ρώτησε έκπληκτος ο ηγούμενος, πες μου, δεν λυπήθηκες μαζί μ’ όλους εμάς χθες το βράδυ, όταν ξέσπασε φωτιά στους στάβλους και τις σιταποθήκες της μονής, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα κτίρια και να καούν τα ζώα και τα σιτηρά;
- Πίστεψέ με, γέροντα˙ όλη αυτή η ζημιά της μονής δεν μού προξένησε την παραμικρή λύπη. Γιατί έμαθα να ευγνωμονώ τον Θεό τόσο για τα ευχάριστα όσο και για τα δυσάρεστα. Είμαι πεπεισμένος ότι όλα όσα μας συμβαίνουν στέλνονται ή παραχωρούνται από τη θεία πρόνοια για το καλό μας. Κι ούτε τώρα με απασχολεί αν θα έχουμε λίγο ή πολύ ψωμί. Ο Θεός μπορεί να μας χορτάσει μ’ ένα τόσο δα ψίχουλο όπως μ’ ένα ολόκληρο ψωμί. Αλλά -για ν’ αφήσω τα πρόσκαιρα- κι αν ακόμα γνώριζα ότι ο Θεός αποφάσισε να με στείλει στον άδη, όχι μόνο δεν θα Τον παρακαλούσα ν’ αλλάξει την απόφασή Του, αλλά ακόμα περισσότερο θα προσευχόμουνα να γίνει σ’ εμένα το άγιο και δίκαιο θέλημά Του.
Ο ηγούμενος εντυπωσιάστηκε από την απάντηση του μοναχού και, έπειτα από μια μικρή σιωπή, του είπε:
- Πήγαινε, πάτερ, και συνέχισε την πνευματική σου εργασία. Εσύ βρήκες τον ουρανό στη γη. Τέτοιο χάρισμα σε λίγους δίνεται από τον Θεό.
Ώ, πόσο ψηλά τοποθετεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος τον άνθρωπο που σε όλα ταυτίζει τη θέληση του με το θείο θέλημα! Ο δρόμος, που βάδιζε ο μοναχός εκείνος, δεν είναι ούτε μακρύς ούτε δύσκολος˙ απεναντίας, είναι ο πιο σύντομος και ο πιο εύκολος για την κατάκτηση της κορυφής της μακάριας ψυχικής ειρήνης. Γιατί δεν απαιτεί τις μεγάλες ασκήσεις των ερημιτών, αυστηρές νηστείες, ολονύκτιες αγρυπνίες και μακροχρόνιες κακοπάθειες, αλλά μόνο την ειλικρινή επιθυμία μας να γίνεται το θέλημα του Θεού σ’ όλα τα πράγματα της ζωής μας.
Από τον παραπάνω διάλογο του ηγουμένου με τον θαυματουργό μοναχό βγάζουμε δύο διδακτικά συμπεράσματα:
1. Είναι αναγκαίο να διατηρούμε πάντοτε στη μνήμη μας την ακλόνητη πεποίθηση ότι όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο ολόκληρο και στη ζωή κάθε ανθρώπου προέρχονται από την πρόνοια του Θεού, που οικονομεί τα πάντα για την ωφέλεια και τη σωτηρία μας με μέσα απρόβλεπτα και τρόπους ανεξιχνίαστους. Ας είμαστε, λοιπόν, ανδρείοι και υπομονετικοί, γιατί όλα τα φαινόμενα εξελίσσονται και όλα τα ανθρώπινα έργα επιτελούνται όχι όπως εμείς νομίζουμε ή επιθυμούμε, αλλά όπως ο Θεός θέλει ή παραχωρεί: «Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, αλλά δε Θεός κελεύει».
2. Σε όλα οφείλουμε να πράττουμε πάντοτε ότι μας υπαγορεύει η λογική και αθάνατη ψυχή μας, ό,τι μας υποδεικνύουν ο υγιής νους, η καθαρή καρδιά και η χριστιανική συνείδησή μας, αναθέτοντας όμως τα πάντα στη θεία πρόνοια. Έτσι θα έχουμε αδιατάρακτη εσωτερική ειρήνη, η οποία περιφρουρεί όλες τις αρετές.
(Ηλιοτρόπιο, Ι.Μ.Παρακλητου, σελ. 68-72)
Κεφάλαιο 6 - Η αμαρτία φέρνει τις συμφορές.
- Έρριξες φάρμακο για τις κάμπιες;
- Έρριξα, Γέροντα.
- Τόσες καλόγριες ούτε μία κάμπια δεν μπορείτε να σκοτώσετε! Στην Κατοχή, όταν είχε πέσει ακρίδα, είχαν βγάλει εδώ στην Χαλκιδική την Αγία Ζώνη από την Μονή Βατοπεδίου και η ακρίδα έπεφτε σύννεφα-σύννεφα στην θάλασσα. Στην Ήπειρο, θυμάμαι, ήταν σαν το χιόνι. Κάναμε όλοι προσωπική εργασία, με τα σεντόνια την μαζεύαμε και μετά την πετούσαμε. Ήταν και η πείνα..., μην τα ρωτάς! Τί σιτάρια είχαν ξαναδώσει, αλλά είχαν σακατευθή.
Οι ακρίδες, οι πόλεμοι, η ανομβρία, οι αρρώστιες είναι μάστιγα. Όχι ότι ο Θεός θέλει να παιδαγωγήση έτσι τον άνθρωπο, αλλά είναι συνέπεια της απομακρύνσεως του ανθρώπου από τον Θεό. Όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί ξεφεύγει ο άνθρωπος από τον Θεό. Έρχεται η οργή του Θεού, για να θυμηθή ο άνθρωπος τον Θεό και να ζητήση βοήθεια.. δεν είναι ότι ο Θεός τα κανονίζει έτσι και βγάζει μία διαταγή να έρθη κάποια συμφορά στον άνθρωπο, αλλά ο Θεός βλέπει μέχρι που θα φθάση η κακία των ανθρώπων και ότι δεν θα αλλάξουν, και γι' αυτό επιτρέπει να συμβή μία συμφορά, για να συνετισθούν. Όχι ότι τα κανόνισε έτσι ο Θεός.
Στον Ιησού του Ναυή είχε πει ο Θεός να μην εξαφανίσουν μία φυλή, τους Φιλισταίους, γιατί αυτή θα ήταν μάστιγα για τους Εβραίους, όταν θα ξεχνούσαν τον Θεό. Όταν λοιπόν οι Εβραίοι απομακρύνονταν από τον Θεό, είχε δικαιώματα ο διάβο-λος και έβαζε τα «ξαδέρφιά» του, τους Φιλισταίους, και ορμούσαν στους Εβραίους. Έ-παιρναν τα παιδιά των Εβραίων και τα χτυπούσαν πάνω στην πέτρα, για να τα σκοτώσουν. Κάποτε όμως που οι εχθροί ήρθαν, χωρίς να φταίνε οι Ισραηλίτες, πολέμησε γι' αυτούς ο Θεός. Έρριξε χαλάζι σαν πέτρες και τους εξόντωσε, γιατί τότε οι Ισραηλίτες δικαιούνταν την θεία επέμβαση.
Πόσες υποσχέσεις είχε δώσει ο Θεός για τον Ναό του Σολομώντος, και όμως πόσες φορές κάηκε, ρήμαξε. Όταν ξέφευγε ο λαός του Ισραήλ, οι Προφήτες φώναζαν- φώναζαν, οι Ισραηλίτες τίποτε! Ανέπαυαν τον λογισμό τους: «Αφού, όταν έκτισε ο Σολομών τον Ναό, έδωσε τόσες ευλογίες ο Θεός και είπε ότι από εδώ θα ευλογούνται και θα αγιάζωνται όλοι οι άνθρωποι , άρα θα μείνουν όλα αυτά, και τα τείχη μας και ο Ναός μας. Τέτοια υπόσχεση έδωσε ο Θεός»! Ο Θεός έδωσε τέτοια υπόσχεση, αλλά εφόσον και οι Ισραηλίτες θα ζούσαν σωστά. Είχε δώσει Χάρη στον Ναό του Σολομώ-ντος, αλλά, όταν οι Ισραηλίτες δεν τηρούσαν τις εντολές, επέτρεπε και καιγόταν ή καταστρεφόταν ο Ναός καί, όταν μετανοούσαν, πάλι τον έχτιζαν. Όταν λ.χ. ξέφυγαν επί βασιλέως Σεδεκίου, έρχεται ο Ναβουχοδονόσορ, βάζει φωτιά στον Ναό του Σολομώντος, γκρεμίζει και τα τείχη, τους Δένει και τους πηγαίνει στην Βαβυλώνα αιχμάλωτους . Φυσικά, πήγαν και αυτοί που δεν έφταιγαν, αλλά αυτοί είχαν καθαρό μισθό. Οι άλλοι που έφταιγαν πολύ, ξόφλησαν. Όσοι έφταιγαν λίγο και ταλαιπωρή-θηκαν, είχαν και λιγάκι μισθό. Όταν ένας γίνεται αιτία να έρθη η οργή του Θεού και
να ταλαιπωρηθούν και άλλοι που δεν έφταιγαν, ακόμη και μισθό να έχουν, αυτό είναι εγκληματικό, γιατί οι άλλοι θα κληρονομούσαν την Ουράνια Βασιλεία χωρίς να βασανισθούν, ενώ τώρα βασανίζονται.
Πρέπει να ξέρουμε ότι οι πιστοί που τηρούν τις εντολές του Θεού δέχονται την Χάρη του Θεού, και ο Θεός - πώς να πη κανείς; - είναι υποχρεωμένος να τους βοηθάη μέσα σ' αυτά τα δύσκολα χρόνια. Στην Αμερική είχα ακούσει πώς παρουσιάσθηκε μία νέα αρρώστια . Πολλοί που ζουν μία αφύσικη, αμαρτωλή ζωή, μολύνονται από αυτήν και πεθαίνουν. Τώρα έμαθα ότι παρουσιάσθηκε και εδώ αυτή η αρρώστια. Βλέπετε, δεν καταστρέφει ο Θεός τους ανθρώπους, μόνοι τους εξαφανίζουν το σόι τους και καταστρέφονται. Δεν είναι δηλαδή ότι τους τιμωρεί ο Θεός, αλλά την τιμωρία την δημιουργούν μόνοι τους με την αμαρτωλή ζωή τους. Και βλέπει κανείς να εξαφανίζωνται εκείνοι οι άνθρωποι που δεν έχει νόημα η ζωή τους.
- Γέροντα, γιατί δεν βρίσκεται το φάρμακο του καρκίνου; Δεν επιτρέπει ο Θεός ή οι άνθρωποι δεν επικαλούνται την θεία βοήθεια;
- Το κακό είναι ότι και να βρεθή το φάρμακο για τον καρκίνο, θα βγή άλλη αρρώστια. Ήταν η φυματίωση, βρήκαν το φάρμακο για την φυματίωση, παρουσιάσθηκε τώρα αυτή. Και αν βοηθήση σ' αυτή, θα βγή άλλη αρρώστια. Οι ίδιοι οι άνθρωποι θα γίνουν αιτία να παρουσιασθή κάποια άλλη μετά, και δεν έχει τελειωμό!
(Λόγοι τόμος Α, σελ. 113-116)
Όσο διαρκούσε η συνομιλία με τον Αρχάγγελο, η Παρθένος διατηρούσε την ψυχική της ηρεμία. Όταν όμως «απήλθε ο άγγελος απ’ αυτής», τότε η υπαρξίς της αναστατώνεται. Μέσα στο εσωτερικό της ξεσπά θύελλα εντυπώσεων, σκέψεων και συναισθημάτων. Η καρδιά της χτυπά δυνατά και γρήγορα, μη μπορώντας ακόμα να συνέλθη από το συγκλονισμό του αγγελικού δράματος. Το μυαλό της βουίζει απ’ το περιεχόμενο του θείου μηνύματος. Την αγνή της ύπαρξη είχε πυρπολήσει η φωτιά της κλήσεως και της αγάπης του Θεού: «Α ν α σ τ ά σ α Μαριάμ»!
Η κλήσις του Θεού στον άνθρωπο είναι μια φωτιά που πυρπολεί την καρδιά κι αναστατώνει το νου. Είναι ένας σφοδρός άνεμος που φυσάει ξαφνικά και σπρώχνει το ιστιοφόρο της ανθρωπίνης υπάρξεως βαθειά μέσα στο πέλαγος των μεγάλων περιπετειών. Ένας από τους κλητούς του Θεού, ο προφήτης Ιερεμίας, περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά την κατάσταση αυτή του καλουμένου ανθρώπου: «Και εγένετο πυρ καιόμενον φλέγον εν τοις οστέοις μου, και παρείμαι πάντοθεν και ου δύναμαι φέρειν» (Κ' 9) .
Το ίδιο συναίσθημα νοιώθουν και οι δύο μαθηταί του Ιησού που αξιώθηκαν να τον έχουν συνοδοιπόρο το δειλινό της μεγάλης εκείνης μέρας της Αναστάσεως, πηγαίνοντας προς Εμμαούς: «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και διήνοιγεν ημίν τας γραφάς»; (Λουκ. κδ' 32).
Τα χρόνια πέρασαν, αλλ’ η καρδιά δεν μπορεί να λησμονήση τις μεγάλες εκείνες στιγμές της κλήσεως του Θεού. Την ατμόσφαιρα της ιερής εξάρσεως που ζήσαμε, την αποδίδουν οι πιο κάτω «σκέψεις» του Πασκάλ. Τις έγραψε τη νύχτα που ένοιωσε κι' αυτός την κλήση του Θεού:
«Έτος χάριτος 1654. Δευτέρα 23 Νοεμβρίου...
Από τας 10.30 μ.μ. περίπου μέχρι 12.30 περίπου.
Πυρ! Θεός του Αβραάμ, Θεός του Ισαάκ, Θεός του Ιακώβ.
Όχι φιλόσοφοι και επιστήμονες.
Βεβαιότης, βεβαιότης, συναίσθημα, χαρά, ειρήνη.
Ο Θεός του Ιησού Χριστού.
«Θεόν μου και Θεόν υμών».
Ο Θεός σου Θεός μου.
Λησμοσύνη του κόσμου και των πάντων, εκτός του Θεού.
Δεν ευρίσκεται παρά μόνον με τας οδούς που διδάσκει το Ευαγγέλιον.
Μεγαλείον της ανθρωπίνης ψυχής
«Πάτερ δίκαιε, και ο κόσμος σε ουκ έγων, εγώ δε σε έγνων»...
Χαρά, χαρά, χαρά, δάκρυα χαράς.
Εχωρίσθην απ’ αυτού...
Είθε να μη χωρισθώ απ’ αυτού εις τον αιώνα.
«Αυτή εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γιγνώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν
και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν».
Ιησούς Χριστός, Ιησούς Χριστός...
Αυταπάρνησις ολοκληρωτική και γλυκεία.
Πλήρης υποταγή εις τον Ιησούν Χριστόν• και εις τον πνευματικόν μου.
Αιωνίως εν χαρά διά μίαν ημέραν ασκήσεως επί της γης.
«Τα δικαιώματά σου ουκ επελαθόμην». Αμήν».
(βλ. οι Θεμελιωταί των Επιστημών, 1950, σελ. 24)
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.113-114)
κθ'. Διηγήθηκαν για τον Αββά Αγάθωνα, ότι προθυμοποιόταν να κάνη κάθε εντολή. Και αν επιβιβαζόταν σε πέραμα, ο ίδιος πρώτος κρατούσε το κουπί. Και όταν τον επισκέπτονταν αδελφοί, ευθύς, μετά την προσευχή, με τα χέρια του τους έστρωνε τραπέζι. Γιατί ήταν πλημμυρισμένος από αγάπη θεού. Ενώ δε σίμωνε η κοίμηση του, έμεινε τρεις μέρες έχοντας ανοιχτά τα μάτια και ακίνητα. Και τον σκούντησαν οι αδελφοί, λέγοντας : « Αββά Αγάθων, που είσαι ; ». Τους λέγει : « Μπροστά στο κριτήριο του Θεού στέκομαι ». Του λέγουν : « Και συ φοβάσαι, πάτερ ; ». Τους απαντά : « Βέβαια, έβαλα όλη μου τη δύναμη για να φυλάξω τις εντολές του Θεού. Αλλά άνθρωπος είμαι. Πούθε να ξέρω αν ο κόπος μου υπήρξε θεάρεστος ; ». Του λέγουν οι αδελφοί : « Δεν έχεις πεποίθηση ότι ο κόπος σου ήταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού ; ». Τους άπαντά ο γέρων : « Δεν έχω βεβαιότητα, πριν συναντηθώ με τον Θεό. Γιατί αλλιώς κρίνει ο Θεός και αλλιώς οι άνθρωποι ». Και καθώς ήθελαν να του πάρουν και άλλα λόγια, τους λέγει : « Κάνετέ μου τη χάρη, μη μου μιλάτε πλέον, γιατί είμαι απασχολημένος ». Και παρέδωσε το πνεύμα με χαρά. Και τον έβλεπαν να τους φεύγη, καθώς κάποιος ασπάζεται τους φίλους και αγαπημένους του. Είχε δε προσοχή μεγάλη σε όλα και έλεγε : « Χωρίς μεγάλη προσοχή, δεν προοδεύει ο άνθρωπος ούτε σε μια αρετή ».
λ'. Εισήλθε κάποτε ο , Αββάς Αγάθων στην πόλη, για να πουλήση μικρά αντικείμενα. Και βρίσκει, στην άκρη του δρόμου, έναν άνθρωπο λωβιασμένο. Του λέγει ο λωβιασμένος : «Πού πηγαίνεις ; » Του αποκρίνεται ο Αββάς Αγάθων : « Στην πόλη, για να πουλήσω αυτά » Του λέγει : « Κάμε μου τη χάρη, σηκωσέ με και πηγαινέ με εκεί ». Τον σήκωσε λοιπόν και τον πήγε στην πόλη. Του λέγει ο άρρωστος : « Όπου πουλάς τα αντικείμενα, εκεί βάλε με». Και έκαμε όπως του είπε. Και όταν πούλησε ένα αντικείμενο, του έλεγε ο λωβιασμένος : « Πόσο το πούλησες ; ». Και του απαντούσε : « Τόσο ». Και του ξανάλεγε : « Άγορασέ μου μια μικρή πίττα ». Και την αγόραζε. Και πάλι πουλούσε άλλο αντικείμενο. Και του έλεγε ο άρρωστος : « Και αυτό, πόσο ; ». Και του απαντούσε : « Τόσο ». Και του ξανάλεγε : « Αγόρασέ μου αυτό εδώ ». Και το αγόραζε. Αφού λοιπόν πούλησε όλα τα αντικείμενα και σκόπευε να φύγη, του λέγει ο λωβιασμένος : « Φεύγεις ; ». Του απαντά : « Ναι ». Και λέγει : « Κάμε μου πάλι τη χάρη και πηγαινέ με εκεί όπου με βρήκες ». Τον σήκωσε λοιπόν και τον πήγε στον τόπο του. Και του λέγει : « Ευλογημένος είσαι, Αγάθων, από τον Κύριο στον ουρανό και στη γη ». Και σηκώνει τα μάτια του ο γέρων και δεν βλέπει πια κανέναν. Γιατί ήταν Άγγελος Κυρίου, όπου ήλθε να τον δοκιμάση.
Του Αββά Αμμωνά
α΄. Ένας αδελφός παρακάλεσε τον Αββά Αμμωνά, λέγοντας : « Πες μου κάτι ». Και λέγει ο γέρων : « Πήγαινε, κάνε τον λογισμό σου, όπως κάνουν οι φυλακισμένοι κακοποιοί. Γιατί εκείνοι ρωτούν πάντα τους ανθρώπους : Που είναι ο ηγεμών και πότε έρχεται ; Και περιμέ- νοντας με αγωνία, κλαίνε. ΄Ετσι και ο μοναχός. Πρέπει διαρκώς να προσέχη και να ελέγχη την ψυχή του, λέγοντας : Αλλοίμονο μου, πώς θα παρουσιαστώ μπροστά στο βήμα του Χριστού; Και τι θα του απολογηθώ ; Αν αυτό έχης υπ’ όψη σου διαρκώς, μπορείς να σωθής».
β'. ΄Ελεγαν για τον Αββά Αμμωνά, ότι και βασιλίσκο θανάτωσε. Πηγαίνοντας στην έρημο για να αντλήση νερό από ένα πηγάδι, είδε αυτό το φίδι. Το παίρνει λοιπόν, το φέρνει μπροστά στο πρόσωπό του και είπε : « Κύριε, ή εγώ θα πεθάνω ή ο βασιλίσκος ». Και ευθύς το φίδι, με τη δύναμη του Χριστού, έσκασε.
γ'. Είπε ο Αββάς Αμμωνάς : « Δεκατέσσερα χρόνια πέρασα στην έρημο παρακαλώντας τον θεό νύχτα και μέρα, να με αξιώση να νικήσω την οργή ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996 σελ.37-39)
Με τις τρείς αυτές λέξεις ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εκφράζει υπέροχα και συμβολικά το πάθος του Ιησού. Η νύχτα, το σκοτάδι, είναι το σύμβολο της αντιθέσεως στο φως. (Ολόκληρο το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η περιγραφή της πάλης ανάμεσα στο φώς και το σκοτάδι). Και να, που ήλθε η στιγμή, που το σκοτάδι και η νύχτα επεκράτησε. Είναι η φοβερότερη νύχτα, που επεκράτησε ποτέ στην ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και ο Ευαγγελιστής των μεγάλων γεγονότων την σημειώνει: «Ην δε νυξ».
Ήλθε στιγμή, που το σκοτάδι της απιστίας και της αποδοκιμασίας του Ιησού απλώθηκε. Η φοβερή τύφλωσις, που εμποδίζει τους ανθρώπους να δεχθούν το μήνυμα του Υιού του Θεού έγινε κατάστασις. Οι άνθρωποι, καθισμένοι επί αιώνες «εν χώρα και σκιά θανάτου» έχασαν πια την ικανότητα να διακρίνουν —αλλοίμονο— το φώς. Έτσι δέχθηκαν να παραμείνουν στο σκοτάδι. Και από το σκοτάδι της απιστίας πέρασαν στη νύχτα του εγκλήματος. Διότι δεν τους ήταν αρκετό το ότι αρνήθηκαν το φώς. Απεφάσισαν και να το εξοντώσουν.
Μέσα στην απαίσια αυτή νύχτα έγιναν όλα τα κακά. «Τα έργα του σκότους»: Ήλθε ο προδότης, φάνηκαν οι δειλοί εχθροί του. Τη νύχτα ετούτη έγινε η σκηνοθετημένη διαδικασία της συλλήψεως, της δίκης και της καταδίκης του Ιησού, του Φωτός. Διότι μόνο μέσα στη νύχτα, κάτω από το πέπλο του σκότους μπορούσαν να γίνουν όλες αυτές οι ατιμίες και οι παρανομίες. Οι άνθρωποι του σκότους προσπάθησαν ν’ αξιοποιήσουν όσο μπορούσαν «καλύτερα» την ώρα τους. Διότι η νύχτα εκείνη ήταν η ώρα τους. Όπως το είπεν ο Ιησούς: «η ώρα υμών του σκότους».
«Όταν ήλθε η ώρα, ο Ιησούς παραδίδεται στις παγίδες της νύχτας. Σ’ αυτή τη νύχτα, μέσα στην οποία βυθίσθηκε ο Ιησούς και οι μαθηταί εσκανδαλίσθησαν, θέλησε ο Ιησούς ν’ αντιμετώπιση «την ώρα και την εξουσία του σκότους» (Vocabulaire, 703).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου, «Εκείνος», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2002, σελ. 268-269)
(ένας καταπληκτικὸς διάλογος τοῦ Ἁγ. Πορφυρίου καὶ τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητῆ Ἰατρικῆς Γεωργίου Παπαζάχου).
«...Ἠμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου. Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ χῶμα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σώματος. Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα, «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία». Ἐπάνω σ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ παππούλης μ᾿ ἕνα τηλεφώνημά του.
-Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;
-Ὄχι, γέροντα, τελείωσα.
-Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίον στὸ Ε΄ κεφάλαιο, στίχος 24, εἶναι τὸ Εὐαγγελίο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες καὶ διάβασέ το ἀργά ἀργά.
Ἄρχισα νὰ διαβάζω: «Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».
Μὲ διέκοψε ἀπότομα.
-Τὸ κατάλαβες; Δὲν ὐπάρχει θάνατος! Δὲ θὰ δοκιμάσουμε τὴν «πεθαμενίλα»! «Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός... Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: «Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ». Τὸ σκέφθηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ «ἄξει σὺν αὐτῷ;» Ὁ Θεὸς δὲν θὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καλά σοῦ τὸ εἶπα: δὲ θὰ δοκιμάσουμε «πεθαμενίλα». Τὸ κατάλαβες;
Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Χριστό.
-Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ, ἀενάως. Ναί, ἑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός...
Ἡ φωνή του ἔσβηνε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση.
-Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς δωρίζει ὁ Θεός!».
Μετάνοια
Έχεις απόλυτο δίκιο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κύριος ποθεί να φέρει όλους τους ανθρώπους μέσα στους κόλπους Του. «Πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αλήθειας ελθείν» (Α' Τιμ. 2:4). «Πάντας»! Αλλά ιδιαίτερα τους πιο μεγάλους αμαρτωλούς. Δεν τον κατηγόρησαν άδικα οι Εβραίοι πώς είναι «τελωνών φίλος και αμαρτωλών» (Ματθ. 11:19).
Αυτή η αλήθεια όμως πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί σωστά. Και τούτο σημαίνει:
Ο Κύριος καλεί κοντά Του όλους τους αμαρτωλούς. Ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά Του ακόμα και σ’ εκείνους που έχουν κάνει τις βαρύτερες και φρικτότερες αμαρτίες. Περισσότερο μάλιστα σ’ αυτούς. Και τους δέχεται με χαρά. Αρκεί να Τον αναζητήσουν και να έρθουν. Μ’ ένα λόγο, να μετανοήσουν. Όχι πως απορρίπτει τους αμετανόητους. Εξακολουθεί να τους αγαπάει και να τους καλεί. Εκείνοι όμως είναι που αρνούνται πεισματικά ν’ ανταποκριθούν στην κλήση Του. Καταφρονούν «του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας» (Ρωμ. 2:4). Και τραβούν άλλους δρόμους, «προκόπτοντες επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι» (Β' Τιμ. 3:13).
***
Κάθε φορά που πηγαίνεις για εξομολόγηση, φουντώνεις από ένα τέτοιο φόβο, μια τέτοια δειλία, ώστε χάνεις τη μνήμη σου, αδυνατείς να συγκεντρώσεις τις σκέψεις σου, τραυλίζεις ή και βουβαίνεσαι τελείως.
Με δυο λόγια, όταν αντικρύζεις τον εξομολόγο, κυριεύεσαι από τρομερή ταραχή. Αλλά σε μια τέτοια ψυχική κατάσταση, είναι εντελώς αδύνατο να βιώσεις τη μετάνοια, να συντρίβεις για τις αμαρτίες σου. Πρόσεξε: Ο εχθρός έχει βρει μια αδυναμία σου, που τον εξυπηρετεί πολύ στα σχέδιά του. Σε χτυπάει στο πιο τρωτό σου σημείο: την οίηση...
Πρέπει να πηγαίνουμε στην εξομολόγηση γεμάτοι θείο φόβο, γεμάτοι ταπείνωση, αλλά και γεμάτοι ελπίδα. Θείο φόβο, επειδή λυπήσαμε το Θεό. Ταπείνωση, επειδή έχουμε βαθιά συναίσθηση της αθλιότητάς μας. Αλλά και ελπίδα, επειδή ικετεύουμε τη συγχώρηση από το φιλόστοργο ουράνιο Πατέρα μας, που ο Υιός Του πήρε πάνω Του τις αμαρτίες μας και τις κάρφωσε στον τίμιο Σταυρό Του, ξεπλένοντάς τις με το πανάγιο αίμα Του.
Αν τα σκεφτείς ολ’αυτά, η δειλία σου θα εξαφανιστεί. Σε δειλία μορφοποιείται και συγκεκριμενοποιείται αυτή η αόριστη μεγάλη ταραχή, που γεννιέται μέσα σου από σφαλερή ντροπή, πλεγμένη μαζί με υπερηφάνεια και ματαιοδοξία. Και αυτή η δειλία σε νικάει, όποτε έρχεσαι αντιμέτωπος με την υποχρέωση που σου επιβάλλει να ξεσκεπάσεις και ν’ ακουμπήσεις στα πόδια του πνευματικού «τα άδηλα και τα κρύφια» της καρδιάς σου.
Να σκέφτεσαι τον τελώνη και τον άσωτο γιό. Εσύ είσαι και τα δυο: και τελώνης και άσωτος!
Ο Θεός, πάλι, δεν είναι μόνο ακριβοδίκαιος. Είναι και πολύ εύσπλαχνος. Αυτή η σκέψη, λοιπόν, ας σου δίνει το σθένος που χρειάζεσαι για να διατηρείς κάθε φορά την αυτοκυριαρχία σου. "Αν, παρ’ ολ’ αυτά, εξακολουθείς να μη θυμάσαι όσα πρέπει να εξομολογηθείς, ζήτησε την άδεια από τον πνευματικό σου να τα καταγράφεις συνοπτικά σ’ ένα χαρτί, που θα το συμβουλεύεσαι στη διάρκεια της εξομολογήσεως. Έχουμε παραδείγματα αυτής της πρακτικής στις διδαχές και στους βίους των αγίων Πατέρων.
***
Ένας εύκολος και αβασάνιστος παραμερισμός των αμαρτιών μας — η απόφανση δηλαδή με ελαφριά καρδιά ότι είναι τάχα ασήμαντες — προδίδει έλλειψη αυτογνωσίας και συναισθήσεως, μειωμένη πνευματική όραση, ένα στίγμα θανάτου εκεί που θα ’πρεπε να υπάρχει ζωή.
Όσο γι’ αυτή την αδικαιολόγητη και ανεξήγητη λύπη που λες ότι σε κυριεύει, δέξου την σαν ένα πνευματικό σταυρό. Δέξου την με ταπείνωση, με υπομονή, μ’ ευγνωμοσύνη. Η σθεναρή άρση αυτού του σταυρού ξεπλένει τις αμαρτίες μας και θεραπεύει τις αδυναμίες μας. Μερικές φορές μάλιστα μας βοηθάει να διακρίνουμε και να συναισθανθούμε, επιτέλους, άλλες αμαρτίες και άλλα πάθη μας, για τα οποία ήμασταν πριν ανύποπτοι και ανίδεοι.
(Πνευματικές Νουθεσίες, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελ.85-88)