Είχα πάει επίσκεψη σε σπίτι πνευματικών μου παιδιών,που έχουν
τρία παιδάκια.Μου έλεγαν λοιπόν ότι η Αγγελίνα,που είναι τεσσάρων ετών,
ξύπνησε την προηγούμενη εβδομάδα μέσα στη νύχτα,κατά τις δύο
η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και φώναζε: "...παιδάκια πολλά, παιδάκια....!"
Αφού τους σήκωσε όλους με τις φωνές της, οι γονείς της την ρώτησαν:
"Ποιά παιδάκια Αγγελίνα;Τα είδες στον ύπνο σου;...."
Οχι, έλεγε η μικρή,...νά'τα πάνω κεί! Δείχνοντας ψηλά στο ταβάνι!
Οι γονείς ρώτησαν και πάλι:
-Που είναι τα παιδάκια; Εμείς δεν βλέπουμε τίποτε.
-Είναι!..είπε η Αγγελίνα.Εκεί...κι εκεί, και εκεί πάνω!
Δεν φοράνε ρούχα, και πίσω στη πλάτη τους,έχουν...σαν κι αυτά,που έχουν
τα περιστέρια που έχει ο πατέρας Ιγνάτιος στο μοναστήρι!
(Εχω στη μονή τριάντα λευκά περιστέρια).
-Ποιά έχουν τα περιστέρια; τι έχουν; ρώτησε η μητέρα.
Να,....έκανε με τα χέρια της η μικρή,αυτά που έχουν να πετάνε ψηλά!
(Εννοούσε τις φτερούγες,..δεν ξέρει ακόμα τη λέξη ίσως σωστά,
και τους εξηγούσε με τα χεράκια της την κίνηση που κάνουν τα πουλιά
για να πετάξουν).
-Πόσα είναι Αγγελίνα;πόσα βλέπεις;
Αρχιζε η μικρή και μέτραγε.
-Ενα,δύο,τέσσερα,πέντε,οκτώ,..δέκα!
Μόνον αυτούς τους αριθμούς γνωρίζει μέχρι τώρα.
-Και τι κάνουν όλα αυτά τα παιδάκια Αγγελίνα;
-Ηλθε στο παράθυρο και κοίταζε μέσα ένας ..."κακός"!
Με τα χέρια του έσπασε το τζάμι και γέμισε γυαλιά το σπίτι.
Εγώ τον είδα!Ομως αμέσως έφτασαν όλα αυτά τα παιδάκια
και το ένα από αυτά ...του έριξε φωτιά και τον έκαψε!
Ακόμα τα παιδάκια είναι εδώ και δεν φεύγουν και μου
χαμογελάνε.Πετάνε παντού εδώ μέσα!Είναι πολλά!
Τελικά η μικρή Αγγελίνα για αρκετή ώρα έβλεπε αυτά τα αγγελάκια
να είναι παντού μέσ'το σπίτι.Δεν ήξερε τι ήσαν και γιατί,
όμως από την περιγραφή καταλάβαμε ότι αγγελουδάκια εννοούσε.
Εχουν περάσει επτά-οκτώ ημέρες και ακόμα τα θυμάται.
Ηλθε στο μοναστήρι η Αγγελίνα και όποιος ήταν εδώ του εξηγούσε
για τα παιδάκια..."χωρίς τα ρούχα τους",να έχουν φτερά
στη πλάτη τους...σαν τα περιστέρια,και για τον ...κακό άνθρωπο
που τον έκαψαν!
Μάλιστα! Αυτή είναι η γνησιότητα και η καθαρότητα των μικρών
παιδιών,που δεν έχουμε εμείς οι μεγάλοι.Εκείνα βλέπουν!
Δεν έχουν ακόμα λερωθεί από τα λάθη και τα πάθη.
Οπότε,...κι εμείς βλέπουμε, με τα μάτια των μωρών παιδιών!
Βλέπουμε ότι υπάρχουν γύρω μας τόσα πολλά που εμείς τυφλωμένοι
από την αμαρτία και την ολιγοπιστία ...δεν βλέπουμε!
"Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν"!
π.Ιγνάτιος Καζάκος
Τόνιζε ο π. Επιφάνιος : Αναλογιστήκατε ποτέ τι προσφέρει η ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία στο Έθνος;
Δεν εννοούμε τι πρόσφερε κατά το παρελθόν, και, μάλιστα, κατά τους ζοφερούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, αλλά τι προσφέρει σήμερα. Διατυμπανίστηκε κατά κόρον αυτές τις μέρες ότι το κράτος διαθέτει δεκατρία περίπου δισεκατομμύρια για την Εκκλησία (μισθοδοσία κλήρου και εκκλησιαστική εκπαίδευση). Δεν θα υπενθυμίσουμε ότι αν υπολογίσει η περιουσία της Εκκλησιάς την οποία από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους άρπαξαν οι κατά καιρούς Κυβερνήσεις, τότε τα χρήματα αυτά δεν αποτελούν ούτε μικρό μέρος των οφειλόμενων τόκων.
Δεν θα υπομνήσουμε ούτε την εισφορά 35% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των Ναών. Θα βροντοφωνήσουμε, όμως, ότι τα χρήματα αυτά, τα οποία δίνει το κράτος στην Εκκλησία επιστρέφουν πάλι σ’αυτό και μάλιστα, με τόκο 1000%. Ας συνειδητοποιήσει το κράτος ,ότι το πελώριο ηθοπλαστικό έργο της Εκκλησιάς είναι ο δίαυλος της επιστροφής των χρημάτων αυτών και, μάλιστα, πολλαπλασίως.
Η Εκκλησία πολιτογραφεί, βεβαίως ,ανθρώπους στη βασιλεία των Ουρανών-και αυτό είναι το κύριο έργο της - , αλλά συγχρόνως διαμορφώνει πολίτες κάλους και νομοταγείς. Επειδή υπάρχει και εργάζεται η Εκκλησία , υπάρχουν λιγότεροι κλέπτες, λιγότεροι διαρρηκτές, λιγότεροι ψευδομάρτυρες ,λιγότεροι ναρκομανείς, λιγότεροι φοροφυγάδες, λιγότεροι γενικώς παραβάτες του Ποινικού νομού. Αν δεν υπήρχε η Εκκλησία , το Κράτος θα χρειαζόταν πολλαπλάσιους Αστυνομικούς και Δικαστές, Περισσότερα Νοσοκομεία (για τα ναρκωτικά, τα αφροδίσια νοσήματα κτ.τ.) περισσότερες φυλακές.
Τόσο οι άμβωνες, όσο και τα Εξομολογητήρια , είναι οι πανίσχυρες πνευματικές επάλξεις του αγώνα κατά του ηθικού κακού, που λυμαίνεται τις κοινωνίες. Πάνω σ΄ αυτές τις επάλξεις φρουρεί ανύσταχτα η Εκκλησία και φυλάττει πνευματικές Θερμοπύλες.
Οι Άμβωνες και τα Εξομολογητήρια είναι τα εργαστήρια κοσμογονικών μεταβολών και αλλοιώσεων για κάθε ύπαρξη. Αναρίθμητα πλήθη ανθρώπων πείθονται και αποφασίζουν να μην καταθέσουν μηνύσεις να ανακαλέσουν τυχόν υποβληθείσες, να αποφεύγουν τις έριδες και τα μίση που ενίοτε οδηγούν και σε φόνους, να μην κάνουν έξωση στον πτωχό ενοικιαστή τους ,να μην καταφύγουν σε άμβλωση, να εκτινάξουν την απελπισία και να αποφύγουν την αυτοκτονία ,να συμφιλιωθούν με το σύντροφο τους και να μην φθαρούν στο διαζύγιο, να μην ανταποδίδουν κακό αντί κακού, να βοηθούν τους πτωχούς και αναξιοπαθούντες, να αποκαταστήσουν την υλική ή ηθική ζημία που προξένησαν στον πλησίον τουρνέ εργάζονται ευσυνείδητα και αποδοτικά στην υπηρεσία τουρνέ απαλλαγούν από πάθη, όπως το ποτό ΄΄χαρτι΄΄, και γενικώς τα τυχερά παιχνίδια ,να είναι έντιμοι στις συναλλαγές τους και να μην εξαπατούν τους πελάτες τους, και…και…και… Αυτό το ήρεμο και αθόρυβο και αφάνες, αλλά τόσο εθνωφελές (δεν μιλάμε για το ‘’ψυχωφελές’’) ,έργο, που διεξάγεται καθημερινά με κόπο και μόχθο, σε πόσα δισεκατομμύρια μπορεί να αποτιμηθεί:
Και ακόμη: Αν η Εκκλησία δεν ασκούσε το τεράστιο κοινωνικό έργο ,το όποιο ασκεί, με πόρους τους οποίους βρίσκει η ιδία, τότε το βάρος αυτό θα έπεφτε ολόκληρο στους ώμους του κράτους. Ας καταγράψει λεπτομερώς το Κράτος τον αριθμό των τροφίμων των Ιδρυμάτων της Εκκλησίας (Γηροκομείων, Οικοτροφείων ,Ορφανοτροφείων ,Ασύλων Ανιάτων κ.τ.λ.), τον αριθμό των βοηθουμένων από τα φιλόπτωχα ταμεία της ,τον αριθμό αυτών που συχνάζουν στα πνευματικά της Κέντρα ,των νέων που φιλοξενούνται στις Κατασκηνώσεις της κ.τ.λ ,κ.τ.λ., και ας υπολογίσει ποιο είναι το ποσό το οποίο θα διέθετε το ίδιο αν αναλάμβανε όλα αυτά τα έργα στους ώμους του.
Ας μην διατυμπανίζουμε, λοιπόν ,τα χρήματα που δίνονται για την Εκκλησία ,το υπ’ αριθμόν ένα στήριγμα του Έθνους.
Τα χρήματα αυτά είναι η σπουδαιότερη και αποδοτικότερη ‘’εθνική επένδυση’’. Και το διατεθειμένο χρηματικό ποσό, όσο κι αν διατυμπανίζεται ότι είναι μεγάλο, δεν είναι μεγαλύτερο απ’ το ποσό, το οποίο διατίθεται για τη μισθοδοσία των καθαριστριών των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας μας. Δεν νομίζετε, Κύριοι Βουλευτές, ότι οι Ιερείς προσφέρουν στο Λαό μας- και το λέμε αυτό χωρίς να υποτιμούμε καθόλου ούτε τις έντιμες γυναίκες καθαρίστριες, ούτε το έργο τους-έργο σπουδαιότερο απ’ αυτές;»
(αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ,Η Μητέρα μας η Εκκλησία, σελ. 164-166)
Θέματα: Εκκλησία, κοινωνία, αρετή, ιερέας, Ελλάς
Το σύγχρονο θαύμα του Αγίου Παϊσίου συνέβη σε ένα μικρό χωριό των Σερρών.Το περιέγραψε στον υποδιάκονο Αμφιλόχιο, του Ιερού Καθεδρικού Ναού των Ταξιαρχών Σερρών, ο βιώσας το θαύμα Παντελής Κ.
Ο Παντελής ετών 18, νέος χρήστης ναρκωτικών ουσιών, είχε ένα τρομερό ατύχημα με το μηχανάκι του λίγο πιο έξω από το χωριό του με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι και να πάθει εγκεφαλική διάσειση. Πιθανότατα ήταν υπό την επήρεια ουσιών γιατί παρόλο που ήταν σε προγράμματα αποτοξίνωσης, το δαιμόνιο αυτό της ηρωίνης δεν έλεγε να βγει από μέσα του.
Μπήκε εσπευσμένα στην μονάδα εντατικής θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Σερρών με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Οι γιατροί τον είχαν σε καταστολή και μετά και από ενδονοσοκομειακή μόλυνση ήταν σε κώμα με τελική γνωμάτευση ότι ήταν εγκεφαλικά νεκρός.
Οι γιατροί μην έχοντας άλλα μέσα στη διάθεσή τους, σήκωσαν τα χέρια ψηλά και είπαν στη μητέρα του ότι είναι στα χέρια του θεού.
Η ημερομηνία της τελικής γνωμάτευσης για εγκεφαλικό θάνατο ήταν η 13η Ιουλίου. Σε μία ημέρα ο γιος της θα έκλεινε τα 18 του χρόνια, και αντί να μπει στην ενήλικη ζωή, τον έβλεπε στο κρεβάτι να παλεύει, όχι για τον γνωστό αγώνα κατά της μάστιγας των ναρκωτικών, αλλά τελείως άμεσα για την επιβίωσή του .
Η αξιαγάπητη κυρία Αναστασία δε το έβαλε κάτω. Με την προτροπή του άγιου πνευματικού της , παππούλη Αθανάσιου, πήρε το ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη την επόμενη ημέρα και κατευθύνθηκε προς την ιερά μονή ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ – ΣΟΥΡΩΤΗ.
Γνώριζε για το μεγαλείο του Αγίου Παϊσίου, δε γνώριζε όμως ότι εκείνη την ημέρα 14 Ιουλίου συμπληρωνόντουσαν 18 χρόνια από την κοίμηση του γέροντα.
Όταν έφτασε και είδε τη λαοσύναξη απόρησε, αλλά όταν της είπαν ότι ο γέροντας πέθανε την ίδια μέρα που γέννησε τον μονάκριβο γιο της κόντεψε να λιποθυμήσει. Ένιωσε κάτι που δεν μπορεί ακόμα να περιγράψει. Μια ένωση με το θείο, την αύρα του γέροντα και γενικά ότι κάτι καλό θα βγει.
Παρόλη την κρισιμότητα της κατάστασης του γιού της , δε το χρησιμοποίησε σαν αιτία και περίμενε με ταπείνωση και γονατιστή πάνω από 4 ώρες μέχρι να έρθει η σειρά της να προσκυνήσει το μέρος, όπου κοιμάται ο Άγιος Παΐσιος.
Προσευχήθηκε για το σπλάχνο της και πήρε λίγο χώμα από το μνήμα, το οποίο χώμα το πήγε στον πνευματικό της, και ο οποίος αφού το διάβασε, έφτιαξε ένα αυτοσχέδιο φυλακτό. Η κυρία Αναστασία έτρεξε στο νοσοκομείο και το εναπόθεσε κάτω από το μαξιλάρι του παιδιού της.
Το ίδιο κιόλας βράδυ είδε στον ύπνο της τον Άγιο Παΐσιο να της λέει: «Μη φοβάσαι, θα γίνει καλά ο Παντελής».
Το επόμενο πρωί ο Παντελής συνήλθε υγιέστατος κάτι που οι γιατροί αδυνατούσαν να εξηγήσουν.
Μια έντονη ευωδία είχε κατακλύσει το δωμάτιο και αργότερα διαπίστωσαν ότι αυτή η μυρωδιά, προέρχονταν από το μαξιλάρι του Παντελή, στου οποίου η μητέρα του είχε τοποθετήσει κρυφά το φυλαχτό με το χώμα από τον τάφο του Αγίου.
Το μόνο που θυμάται ο Παντελής από το λήθαργο του, είναι η φιγούρα ενός μαυροφορεμένου γέροντα να του λέει: “άντε σήκω παλικάρι μου να πας στη μαμά σου. Τα κόλλυβα σου δεν τα έχεις στο ζωνάρι. Θα αργήσουμε να τα φάμε”.
Ο Παντελής από εκείνο το πρωινό έχει μια αποστροφή για τα ναρκωτικά και υγιέστατος διαβάζει και προσπαθεί να μπει στο πανεπιστήμιο.
Εξομολογείται στον πνευματικό της μητέρας του και θέλησε να μοιραστεί το θαύμα που βίωσε η οικογένεια του , με τον υποδιάκονο Αμφιλόχιο.
«ο Θεός μερικές φορές, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνει με το καλό, του δίνει μια δοκιμασία, για να συνέρθει. Αν δεν υπήρχε λίγος πόνος, αρρώστιες κ.λπ., θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι· δεν θα πλησίαζαν καθόλου στον Θεό.»
Θέματα: άγιος, θαύμα, προσευχή, πίστη, επιστήμη, μετά θάνατον
Κρίνουμε σκόπιμο να αναγράψουμε εδώ την ηθοπλαστική ενέργεια της Εκκλησίας .Έλεγε κάποιος εκκλησιαζόμενος στον π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο:
«-Πάτερ, να πω ένα παράδειγμα. Σ’ ένα κύκλο επιστημόνων μιλούσαν προ ετών περί Θειας Χάριτος.
Ένας γιατρός μαιευτήρας, είπε:’’ Εσείς μοιάζετε μ΄αυτόν που τρώει κρέας κάθε μέρα και δεν μπορεί να περιγράψει το κρέας. Ζείτε πάντα κοντά στο Χριστό.
Εγώ θα σας πω τι σημαίνει Θεια Χάρι. Ήρθα από τη Γαλλία, όπου ήμουν φοιτητής ,σαν μαιευτήρας καλός ,αλλά ληστής. Τις γυναίκες τις έβλεπα σαν νούμερα. Και κανόνιζα πόσες λίρες θα μαζέψω. Μια λίρα με τραβούσε, πριν τη Θεία Χάρι βέβαια, σαν μαγνήτης.
Κάποτε γνώρισα ένα γιατρό αγγειολόγο της Χριστιανικής Ενώσεως Επιστημόνων, τα άφησα αυτά, μετανόησα, άλλαξα ζωή, εξομολογήθηκα.’’ Και έλεγε προ Χριστού και μετά Χριστόν.
Και συνέχισε : Ήρθε μια γυναίκα και μου είπε :θέλω να κάνω έκτρωση και είμαι διατεθειμένη να σου δώσω τριάντα λίρες.’’ Άνοιξε την τσάντα της και φάνηκαν οι τριάντα λίρες. Δοκίμασα μια αηδία και είπα: σαν τα τριάντα αργύρια του Ιούδα. Την έκλεισα τη τσάντα κλαπ∙ και κάθισα κάτω και της είπα τα ‘’αγαθά’’ της τεχνολογίας και τις ζημιές που γίνονται και στο σώμα και στο πνεύμα από τις αμβλώσεις, μέχρι και τον καρκίνο στη μήτρα. Δεν ξέρω αν την έπεισα , πάντως εγώ έκανα το καθήκον μου, έκανα προληπτική ιατρική. Έφυγε.
Μετά από 4-5 χρόνια ήρθε η ιδία η μητέρα με τρία παιδιά, αγόρια ∙ χαμογελούσε. Εγώ την είχα ξεχάσει. Και όταν της είπα:
’’Κυρία μου, είμαι κατάκοπος τώρα’’, μου λέει:
’ ’Μήπως θυμάσθε’’ ,λέει, ‘’κάποια τσάντα με τριάντα λίρες;’’ Καθίσαμε και μου είπε:
’’ Γιατρέ μου, ήρθα να σας ευχαριστήσω γιατί δεν μου φερθήκατε σαν έμπορος, αλλά σαν πνευματικός αδελφός, σαν Έλληνας και σαν Χριστιανός. Να και τα παιδιά μου . Και μάλιστα δεν έχει πατήσει γιατρός ποτέ στο σπίτι. ‘’
Να πω και τώρα κάτι προσωπικό. Είμαι πρώτος από οκτώ παιδιά. Τα άλογα του πατερά μου καβάλαγαν τους γιατρούς σε σπίτια με ένα και δυο παιδιά. Στου πατέρα μου το σπίτι ήταν οκτώ παιδιά και γιατρός δεν πάτησε ποτέ.
[π. Επιφάνιος:]- Μάλιστα>>.
(αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Η Μητέρα μας η Εκκλησία 2014, σελ. 166-168 όπου αναγράφεται και η πηγή)
Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
«Ελάτε να συλλαβήσουμε εν προσευχή το Ευαγγέλιο της Ορθοδοξίας και την Ορθοδοξία του Ευαγγελίου. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο αγιασμός μας και ο φωτισμός μας, το φως μας και η παιδεία μας (δες Α Κορ. 1,30. Ιωάν. 8,12).
Αυτός έχει οδεύσει όλη την οδό της ανθρώπινης ζωής και κατέστησε δυνατόν το όλο έργο του αγιασμού και φωτισμού του ανθρώπου με την αιώνια αλήθεια και την αιώνια ζωή.
Εάν έλθεις σε απορία μπροστά σε κάποιο πράγμα ή είσαι σε αμηχανία τι να κάνεις, στρέψε το βλέμμα σου προς τον Κύριο Ιησού και ρώτησε τον εαυτό σου:
αυτό το πράγμα θα το έκανε Εκείνος;
Και αν θα το έκανε Εκείνος, κάμε το και συ, διότι θα είναι αυτό άγιο και θα αγιάζει και φωτίζει.
Εάν όμως δεν θα το έκανε Εκείνος, μην το κάνεις και συ, διότι θα είναι ανόσιο, και θα οδηγεί στο σκότος και τον θάνατο»
(αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς. Άνθρωπος και Θεάνθρωπος σ.65)
«Άλλο σύστημα ερμηνείας του πρώτου κεφαλαίου της Γένεσης είναι το ιστορικοθεολογικό, κατά το οποίο ο ιερός συγγραφέας του κεφαλαίου αυτού, χωρίς να ενδιαφέρεται για καθαρά επιστημονικούς σκοπούς και για την εξακρίβωση δευτερευουσών αιτιών, για τις οποίες ασχολείται η σύγχρονη επιστήμη, ζητά με μορφή καθαρά δημώδη (=λαϊκή), ώστε να καθίσταται αντιληπτός στους αναγνώστες του, να παρουσιάσει σε αυτούς την Πρώτη αιτία του παντός για σκοπούς καθαρά θρησκευτικούς, μη εκτρεπόμενος σε συλλήψεις της φαντασίας, αλλά εκθέτοντας γεγονότα της δημιουργίας πραγματικά και μη πλέκοντας μαζί με την έκθεση αυτών οποιουσδήποτε μύθους.
Ο συγγραφέας της Γενέσεως ποιεί έργο, όπως παρατηρούν οι Guibert και Chinchole, όχι επιστήμονα συγχρόνου, που συγγράφει Γεωλογία ή Αστρονομία και εκθέτει υπό το πρίσμα των επιστημών αυτών Κοσμογονία, αλλά το πολύ φιλοσόφου που αναζητά την πρώτη Αιτία του παντός, προ παντός όμως και μάλιστα έργο οικοδομητικό θεολόγου, που σπουδάζει να μας καταστήσει γνωστό, τι ο Θεός, ο αίτιος του παντός, είναι για μας, και τι οφείλουμε να είμαστε για Αυτόν. Μας παρουσιάζει τον Θεό Δημιουργό παντός ό,τι υπάρχει. Επειδή δε στην σύντομη και βραχεία έκθεση της Κοσμογονίας του δεν ήταν δυνατόν να απαριθμήσει όλα όσα δημιουργήθηκαν από αυτόν, εκλέγει μεταξύ τούτων τα σπουδαιότερα και θαυμαστότερα, όσα προκαλούσαν την βαθύτερη εντύπωση σε αυτόν και στους συγχρόνους του και τα οποία περισσότερο από τα υπόλοιπα εμφάνιζαν την παντοδυναμία, την πανσοφία και την άπειρη αγαθότητα του Δημιουργού τους.
Προ παντός η προτίμησή του δείχνεται σε εκείνα τα δημιουργήματα, τα οποία είχαν θεοποιηθεί από διάφορους λαούς, όπως το φως, ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα κλπ., και των οποίων τα είδωλα λατρεύονταν αντί του αληθινού Θεού. Η τάξη, την οποία ακολουθεί στην κατάταξη των επί μέρους έργων της δημιουργίας, είναι λογικότατη για τον ιερό συγγραφέα και τους συγχρόνους του, ενώ οι εκφράσεις, τις οποίες μεταχειρίζεται, και εν γένει η γλώσσα και το ύφος του έχει προσαρμοστεί εξ’ ολοκλήρου προς την γλώσσα και τις γνώσεις της εποχής, έτσι ώστε έχουμε ενώπιόν μας κείμενο θεόπνευστο μεν γενικώς, αλλά δημώδες (=λαϊκό), προσαρμοσμένο προς τις τότε περί φύσεως γνώσεις του λαού και συντεταγμένο έτσι, ώστε να κατανοείται κατά το δυνατόν από όλους.
2. Έτσι βεβαιώνοντας, ότι ο Θεός κατά την πρώτη ημέρα δημιούργησε τον ουρανό και τη γη, θέτει, όπως σωστά παρατηρούν οι δύο μνημονευθέντες συγγραφείς (30), το θεμέλιο κάθε αληθινής θρησκείας, αποδοκιμάζοντας και απαρνούμενος τους μύθους και τις φαντασιώδεις συλλήψεις του εθνικού κόσμου. Παρουσίαζει παρόλ’ αυτά τον Δημιουργό να εργάζεται όπως οι άνθρωποι και τον όρο «ημέρα» εκλαμβάνει με την συνηθισμένη έννοια, είτε με τη σημασία της φυσικής ημέρας, δηλαδή του χρόνου του φωτός σε αντίθεση με το διαδεχόμενο αυτό σκοτάδι, είτε με τη σημασία της πολιτικής ημέρας, δηλαδή του κύκλου των 24 ωρών, που περιλαμβάνει μαζί με την ημέρα και τη νύχτα και εκτείνεται από το ένα πρωί μέχρι τις αρχές του άλλου πρωινού.
Η αναφορά της εσπέρας και του πρωινού («και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωΐ ημέρα μία…») γίνεται, διότι ο συγγραφέας θέλει να εξάρει τον αριθμό των ημερών έξι, στην οποίες ολοκληρώνεται το έργο της δημιουργίας, η όλη δε περιγραφή αποσκοπεί στην διάκριση της εβδόμης ημέρας, ως ημέρας που ευλογήθηκε από το Θεό και ημέρας που καθαγιάστηκε από αυτόν για ανάπαυση και λατρεία του (31). Επακολουθεί δημιουργία του φωτός με την θεία προσταγή Γενηθήτω φως, και το επιφανέν ευθύς μεγαλοπρεπές και λαμπρό έργο, που διασκόρπισε το πάνω στο αρχέγονο χάος απλωμένο πυκνό σκοτάδι, δείχνει με τις δύο λέξεις «και εγένετο φως» την παντοδυναμία του Δημιουργού.
Κατ’ επανάληψιν σχεδόν μετά το πέρας του δημιουργικού έργου κάθε μέρας επαναλαμβάνεται σαν κάποια επωδός «Και είδεν ο Θεός ότι καλόν», και με αυτό κατακρίνεται η πλάνη που επικρατούσε σε κάποιους από τους εθνικούς για ύπαρξη δύο αρχών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους, του αγαθού δηλαδή Θεού και του κακού δημιουργού. Για τον Μωϋσή δεν υπάρχει παρά ένας και μόνος δημιουργός και όλα όσα έκανε, είναι καλά λίαν.
3. Κάνει έπειτα λόγο για την κατά την δεύτερη ημέρα δημιουργία του στερεώματος. Χρησιμοποιεί και πάλι την γλώσσα αυτών που φαίνονται και των παρομοιώσεων. Όπως λοιπόν αλλού στον ρβ ψαλμό παρουσιάζεται ο Θεός «εκτείνων τον ουρανόν ωσεί δέρριν», δηλαδή σαν δερμάτινη σκηνή, έτσι και εδώ το υπεράνω ημων εκτεινόμενο διάστημα, όπου κινούνται ο ήλιος, η σελήνη και τα υπόλοιπα ουράνια σώματα, φαίνεται με κάποια οπτική πλάνη, ως ένας τεράστιος και απειρομεγέθης θόλος, πάνω στον οποίο φαίνονται σαν καρφωμένα τα άστρα. Έτσι κάπως φαντάζονταν οι σύγχρονοι του ιερού συγγραφέα τον ουρανό και με τις ατελείς τους αστρονομικές γνώσεις συμμορφούμενος και την οικεία με την ακίνδυνη αυτή άγνοια γλώσσα χρησιμοποιώντας ο ιερός συγγραφέας της βιβλικής κοσμογονίας μιλά για στερέωμα. Πώς αλλιώς θα γινόταν καταληπτός από αυτούς; Και εδώ πάλι ήθελε να πει σε αυτούς, ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός του μεγαλοπρεπούς αυτού θεάματος, το οποίο εκτείνεται από πάνω μας. Άφηνε δε στους επιστήμονες του μέλλοντος την φροντίδα να ανακαλύψουν την πραγματικότητα του ενάστρου διαστήματος και να διακρίνουν αυτήν από την φαινομενική και επιπόλαιη εικόνα του.
4. Την τρίτη ημέρα της δημιουργίας έχουμε την συγκέντρωση των υδάτων σε θάλασσες και ωκεανούς και την εμφάνιση των ηπείρων. Ενδεικνυόταν ο ιερός συγγραφέας να παρουσιάσει τον μέγα Δημιουργό ποιητή και κύριο των δύο αυτών στοιχείων και τμημάτων του πλανήτη μας, εφόσον ο εθνικός κόσμος είχε θεοποιήσει την γη και τον ωκεανό και οι θεογονίες τόσο οι ασσυροβαβυλωνιακές, όσο και οι της Φοινίκης και αυτών των Ελλήνων, ακόμη και των Ορφικών, από αυτά θεωρούσαν ότι προήλθαν και γενεαλογούνταν οι θεοί τους. Τονίζει ακόμη ο ιερός συγγραφέας, ότι κατά το πρόσταγμα του Θεού η γη εξήγαγε βοτάνη χόρτου και δένδρον κάρπιμον, και κατά το ίδιο θείο πρόσταγμα τα διάφορα αυτά είδη της ποώδους και ξυλώδους βλάστησης παρήγαγαν το καθένα σπέρμα καθ’ ομοιότητα που είχε μέσα του την μυστηριώδη αυτή δύναμη της αναπαραγωγής και αναβλάστησης. Εάν στα διάφορα ειδωλολατρικά μυστήρια θεοποιήθηκε η αναπαραγωγική αυτή δύναμη, που κατά την άνοιξη αφύπνιζε σαν από κάποιο λήθαργο την κατά τον χειμώνα σε πλήρη μαρασμό περιελθούσα φυτική ζωή, και παρουσιάστηκε σαν θεότητα που συνήλθε από κάποιο πάθημα και θριάμβευσε, ο ιερός συγγραφέας παρουσιάζει με περισσή απλότητα, σαφήνεια και ζωηρότητα τον Θεό αίτιο και δημιουργό αυτής. Εάν η φυτική ζωή, και έπειτα και τα πλήθη των ιχθύων και των ερπετών και των πτηνών και των ζώων υφίστανται και διαρκώς ανανεώνονται, αυτό γίνεται, διότι ο Θεός το θέλησε και διότι το παντοδύναμο πρόσταγμα του Θεού διατηρεί ακατάβλητη και ανεξάντλητη την ισχύ του.
5. Έτσι κατά το πρώτο τριήμερο της δημιουργίας ο Θεός προχωρεί σε διαχωρισμούς, οι οποίοι καταλήγουν στη σύσταση μεγάλων τμημάτων του κόσμου, όπως λέει ο Hauret (32)· δηλαδή στο διαχωρισμό του φωτός από το σκότος, από τον οποίο προήλθε η διαδοχή της ημέρας και της νύχτας (Γενεσ. α 3-5), τον μέσω του στερεώματος διαχωρισμό των δύο ωκεανών, των υδάτων δηλαδή των υπεράνω της ατμόσφαιρας και των κάτωθεν αυτής (Γενεσ. α 6-8)· και τον τρίτο διαχωρισμό, χάρις στον οποίο τα ύδατα τα υποκάτω του ουρανού αφού μαζεύτηκαν απετέλεσαν τις θάλασσες, και εμφανίστηκε στη συνέχεια η ξηρά (Γενεσ. α 9-10).
Επακολουθεί ήδη το δεύτερο τριήμερο.
Η τέταρτη λοιπόν ημέρα είναι αντίστοιχη και παράλληλη με την πρώτη. Όπως λοιπόν σε εκείνην δημιούργησε ο Θεός το φως, έτσι και στην παράλληλη με αυτήν τοποθετεί ο Θεός στο στερέωμα τους φωστήρες του ουρανού, τον ήλιο εις εξουσία της ημέρας και την σελήνην εις εξουσίαν της νυκτός (Γενεσ. α 14-19).
Ομοίως και η πέμπτη ημέρα είναι στο δεύτερο τριήμερο της δημιουργίας παράλληλη με την δεύτερη ημέρα του πρώτου τριημέρου. Στα ύδατα της δεύτερης ημέρας και στο στερέωμα αυτής αντιστοιχούν τα ερπετά ψυχών ζωσών και τα κήτη τα μεγάλα και τα πετεινά του ουρανού της πέμπτης ημέρας (Γενεσ. α 20-23).
Τέλος η έκτη ημέρα, κατά την οποία συμπληρώνεται και η δημιουργία των στην ξηρά έμβιων όντων (Γενεσ. Α 24-31), είναι παράλληλη με την τρίτη ημέρα, κατά την οποία προετοιμάστηκαν οι κατάλληλοι όροι για διαβίωση και εύκολη συντήρηση των υπάρξεων που ζουν στην ξηρά.
Η κατάταξη αυτή, παρατηρεί ο Hauret, μαρτυρεί, ότι ο ιερός συγγραφέας διακρινόταν και ως πνεύμα μεθοδικό, ειθισμένο στο να καθορίζει, να διακρίνει και να κατατάσσει. Επιπλέον κάποιες περίεργες συμπτώσεις δηλώνουν προτίμηση στον συμβολισμό των αριθμών. Ο αριθμός ιδιαίτερα τρία επανέρχεται επιμόνως· 3 είδη φυτών (στίχοι 11-12) τρία είδη φωστήρων (στιχ. 16) τρία έργα καθορισμένα για τα άστρα (στιχ. 14-18) τρεις όμιλοι ζώντων όντων που δημιουργήθηκαν την πέμπτη ημέρα (στιχ 21) τρεις κλάσεις ζώων γήινων (στιχ. 24) τρεις ευλογίες (α 22, β 3).
6. Και κατά την πέμπτη και έκτη ημέρα, όπως είπαμε, το ίδιο πρόσταγμα του Δημιουργού δίνει την ύπαρξη στα κήτη τα μεγάλα και στους όφεις και στα κτήνη και στα θηρία. Έτσι η ζωολατρεία των Αιγυπτίων της οποίας οι Ιουδαίοι υπήρξαν μάρτυρες, και η προς τους όφεις θρησκευτική ευλάβεια άλλων ανατολικών λαών, που συναντάται μέχρι σήμερα σποραδικά, αποκηρύττεται ως ανόητη και μωρά ενώ διακηρύττεται, ότι όλων αυτών και των ζώων και των ερπετών και των πετεινών δημιουργός και κύριος υπήρξε και υπάρχει ο ένας και μόνος αληθινός Θεός.
Ως επισφράγιση όμως της δημιουργίας και ως το αριστούργημα αυτής, εικόνα όντως του δημιουργού, προικισμένος με εξαιρετικά πνευματικά προσόντα, που τον καθιστούν ικανό στο να επιγινώσκει μεν τον Δημιουργόν του και τα θαυμαστά έργα του, να άρχει επίσης ως αντιπρόσωπος αυτού σε όλη την ορατή κτίση και σε ολόκληρο το πλήρωμα της οικουμένης, θα δημιουργόνταν ο άνθρωπος.
7. Τονίζοντας ο ιερός συγγραφέας της Γένεσης την υπεροχή του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα δημιουργήματα παρουσιάζει τον Θεό βουλευόμενον και με συμβούλιο να αποφασίζει όχι μόνο το να δημιουργήσει τον άνθρωπο, αλλά και πως θα δημιουργούσε αυτόν. «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόναν ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν». Ο Θεός όντας λογικός και ελέυθερος σε άπειρο και απολύτως τέλειο βαθμό θα προίκιζε και τον πεπερασμένο άνθρωπο με σχετική λογικότητα και ελευθερία. Ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό του. Και ο άνθρωπος ο κατ εικόνα Θεού δημιουργούμενος θα γνώριζε τον εαυτό του. Ο Θεός είναι το ύψιστο αγαθό και το απολύτως Ωραίον και η άκρα μακαριότητα και ο απεριόριστος ωκεανός και η αστείρευτη πηγή της αγάπης. Και ο άνθρωπος προικιζόμενος με καρδιά ικανή να αγαπά και να φλέγεται από τον πόθο του αγαθού, του ωραίου και της ευτυχίας θα έλκεται, εφόσον δεν θα είναι διεστραμμένος από Εκείνον, ο Οποίος και μόνος μπορεί να εκπληρώσει τους πόθους του….
8. Όλα ατά έγιναν σε έξι και μόνο ημέρες. Επακολουθεί η εβδόμη ημέρα, την οποία ο Θεός ευλογεί, διότι σε αυτήν κατέπαυσε από όλα τα δημιουργικά του έργα. Η εβδομαδιαία ανάπαυση, παρατηρούν οι Guibert και Chinchole (33), ανάγεται στην αρχή του κόσμου. Για να εξάρει την σπουδαιότητα αυτής ο Μωϋσής δεν μπορούσε να πράξει κάτι καλύτερο παρά να δείξει τον Θεό τον ίδιο εργαζόμενο έξι ημέρες και αναπαυόμενο την εβδόμη. Χρησιμοποιεί προφανώς ανθρωπομορφισμό, αλλά καθιστά έτσι το περί Σαββάτου παράγγελμα σαφές και ανάγλυφο. Αυτό, εξακολουθούν οι αναφερθέντες συγγραφείς, μάς εξηγεί την διαίρεση της δημιουργίας σε έξι ημέρες.
Ο Μωϋσής δεν εννοεί διόλου, ότι ο Θεός διέθεσε έξι ημέρες 24ωρες για να δημιουργήσει τον κόσμο, αλλά μόνο, ότι δημιούργησε τα πάντα Αυτός και ότι είναι η Πρώτη αιτία των πάντων. Εάν λοιπόν κατένειμε το όλο δημιουργικό έργο σε 6 ημέρες, αποσκοπούσε να εντυπώσει ευκολότερα τη διδασκαλία αυτή στο πνεύμα των συγχρόνων του, καθιερώνοντας συγχρόνως ως ιερό και τον θεσμό του Σαββάτου.
9. «Εν ολίγοις το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως εμπεριέχει δημώδη ιστορική αφήγηση της δημιουργίας, σελίδα θεολογίας που εμπνεύστηκε από το Θεό, που αποσκοπεί να μας καταστήσει γνωστό τον Θεό, τη φύση του, τα ιδιώματά του, τις σχέσεις του και με τον κόσμο, τον οποίο δημιούργησε, και με τον άνθρωπο, τον οποίο έπλασε βασιλιά της δημιουργίας, καθώς και τα καθήκοντα του ανθρώπου προς τον Θεό. Τα πάντα εκτίθενται με μορφή κατανοητή για τους αναγνώστες κάθε εποχής, σε γλώσσα σύμμορφη προς τα φαινόμενα, προσαρμοσμένα στις αντιλήψεις και τις γνώσεις της εποχής, στο πλαίσιο των έξι ημερών της εβδομάδας, εν όψει της αναπαύσεως του σαββάτου, προορισμένου για τη θεία λατρεία…
Έτσι έχει η ερμηνεία του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως σύμφωνα με το ιστορικοθεολογικό συστημα και μορφή δημώδη κατά προσαρμογή προς τις σύγχρονες τότε αντιλήψεις για σκοπούς καθαρά οικοδομητικούς, το οποίο σύστημα ενσωματώνει ανμφίβολα πλείστα στοιχεία αλήθειας, όπως εκθέτουν αυτό άριστα οι Guibert και Chinchole.
(Π.Ν. Τρεμπέλα, Απολογητικαί Μελέται τόμος Β σελ. 26-33 εκδ. ο Σωτήρ. Έγινε μικρή αλλαγή της γλώσσας προς τα νέα Ελληνικά, υπογραμμίσεις δικές μας)
(Του Hans Kung Ομότιμου καθηγητού Οικουμενικής Θεολογίας Πανεπιστημίου Τυβίγγης)
«Διαφορετική είναι η συμπεριφορά μας με «εξω-κοσμικές» εικοτολογίες (=πιθανολογίες), οι οποίες χωρίς κάποια εμπειρικά δεδομένα αξιώνουν να δεχτούμε τελείως χωρισμένες από το δικό μας σύμπαν χωροχρονικές δομές, επομένως άλλα «σύμπαντα», μάλιστα ένα «πολυσύμπαν».
Στην εικοτολογούσα φαντασία οι θεωρίες για τους πολλούς κόσμους δεν θέτουν όρια και έτσι έχει κανείς το βάσανο της εκλογής ή την εκλογή του βασάνου:
- Πρέπει άραγε κανείς, μαζί με τους Adrej Linde και Alexander Vilenkin, να δεχτεί μία απεριόριστη φάση επέκτασης, μέσα στην οποία αναπτύσσονται πολλά σύμπαντα από χωριστές αρχικές εκρήξεις;
- Ή πρέπει κανείς, μαζί με τους Alan Guth,Edward Harrison και Lee Smolin, να υποθέσει ότι σε μια μαύρη τρύπα μπορεί να γεννηθεί ένα νέο σύμπαν, που εκτείνεται σε μια νέα περιοχή χρόνου και χώρου και δεν είναι σε μας προσιτό;
- Ή πρέπει κανείς μαζί με τους Liza Randell & Raman Sandrum, να υποθέσει ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλα σύμπαντα χωρισμένα από μας σε διαστάσεις εκτός του χώρου και να επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο με τη βαρύτητα ή και όχι;…
Είναι αυτονόητο πως δεν θα πρέπει να είναι πάνω από 10% περίπου οι φυσικοί, που εκπροσωπούν τη θεωρία περί πολλών κόσμων. Και ένας τόσο επιφανής φυσικός όπως ο Steven Weinberg κατέστησε γνωστό ότι είναι
«πολύ απασχολημένος και επομένως δεν έχει χρόνο για ασήμαντα πράγματα όπως η διδασκαλία περί πολλών κόσμων»(27).
Φιλικότερα, αλλά όχι λιγότερο απερίφραστα, ο φυσικός της Γοττίγγης Hubert Goenner γράφει για τη «γνωσιοθεωρητικά ύποπτη έρευνα για το πολυσύμπαν»:
«Η διαδικασία της πυρηνοποίησης επιμέρους «κόσμων» σύμφωνα με μια θεωρητική άποψη πρέπει να συνεχίζεται διαρκώς. «Γονείς»-κόσμοι σχηματίζουν «μωρά-σύμπαντα [Baby-Universen]». Βεβαίως δεν θα ήταν δυνατόν να αφήσουν ένα σινιάλο. Φυσικά τέτοια σενάρια είναι δυνατά και γεμάτα από φαντασία· αλλά όταν καταρχήν δεν μπορούν να εξετάζονται με μετρήσεις, δεν ανήκουν στην φυσικοεπιστημονική κοσμολογία» (28)….
Με όλα αυτά διερωτάται κανείς, μήπως δεν θα ήταν κάπως απλούστερο και πλέον αξιόπιστο, αντί της ουτοπίας των «συμπάντων, που αναπαράγουν τον εαυτό τους», να δεχτούμε την άποψη του Fred Hoyle, για να αφήσουμε να προκαλούμεθα από την πανάρχαια αντίληψη περί ενός ακριβώς σύμπαντος, που δεν δημιουργεί το ίδιο τον εαυτό του; (32)…
Κατά ευχάριστο τρόπο έρχεται ο Martin Rees να μιλήσει για το θεμελιώδες ζήτημα και απορρίπτει την «τύχη» ως εξήγηση της «Φυσικής», που όμοια με τη θεία πρόνοια έχει οδηγήσει στους γαλαξίες, στ’ αστέρια, στους πλανήτες και στα 92 χημικά στοιχεία του περιοδικού πίνακα».
Ο ίδιος προσθέτει ότι
«το σύμπαν μας αναπτύχθηκε από μία απλή αρχή –μία πρωταρχική έκρηξη-, για την οποία υπήρξε αποφασιστική μία κατάλληλη σύντομη συνταγή. Αλλά αυτή η συνταγή φαίνεται ότι ήταν πολύ ειδική» (33) –αυτό με λίγα λόγια αφήνει ο Rees να εννοηθεί ως εξήγηση για τη «δημιουργία». Παρά ταύτα δυστυχώς: Αντί αυτός να συζητήσει επιστημονικά για τη μοντέρνα κατανόηση της δημιουργίας, ξεπερνά τη σκέψη περί δημιουργίας χωρίς συζήτηση, για να χαρίσει όλη του την προσοχή στην υπόθεση ενός «ειδικού σύμπαντος, που ανήκει σε ένα σύνολο είτε πολυσύμπαν» (34). Πρόκειται για μια νέα περίπτωση της «ενστικτώδους αντίθεσης»….
Ο Frank Tipler, καθηγητής της Μαθηματικής Φυσικής στη Νέα Ορλεάνη και συγγραφέας του μπεστ σέλερ Μία Φυσική της αθανασίας, στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1960 ως σπουδαστής είχε παρακολουθήσει δύο σεμινάρια στον καθηγητή Steven Weinberg στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασσαχουσέτης (ΜΙΤ). Μετά την ανακάλυψη της «ακτινοβολίας του υποβάθρου» των μικροκυμάτων τα κοσμολογικά μοντέλα βρέθηκαν στο κέντρο της συζήτησης. Κατά τον Tipler ο Weinberg πρέπει να έχει πει στους φοιτητές του:
«Εκ των δύο κοσμολογικών μοντέλων –της θεωρίας της πρωταρχικής έκρηξης και της θεωρίας της σταθερής κατάστασης- προτιμώ την τελευταία, διότι αυτή μοιάζει ελάχιστα προς τη διήγηση [του βιβλίου] της Γενέσεως. Είναι λυπηρό ότι αυτή η θεωρία αντικρούεται με την ανακάλυψη της κοσμικής ακτινοβολίας του υποβάθρου» (36). Προφανώς πρόκειται για μια περίπτωση «ενστικτώδους αντίθεσης».
Ακόμη και 30 χρόνια αργοτερα ο Tipler εκφράζει την έκπληξή του, διότι ένας φυσικός και αργότερα κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, όπως ο Weinberg, ήταν έτοιμος τότε να αμφισβητήσει την ισχύ της καθιερωμένης Πυρηνικής Φυσικής, της Γενικής Θεωρίας της σχετικότητας και της Κβαντομηχανικής, μόνο και μόνο για να μην είναι υποχρεωμένος ως δεδηλωμένος αθεϊστής να δεχτεί τη διήγηση της Γενέσεως για την αρχή του «ουρανού και της γης». Μπορεί βέβαια η ενστικτώδης αντίθεση του Weinberg μπροστά στις διηγήσεις της Γενέσεως να μην έχει να κάνει μόνο με προκατειλημμένη κριτική της Θρησκείας, με προσωπικά βιώματα ή με την ιουδαϊκή του ιδιοτυπία, αλλά περισσότερο ίσως με μια βιαστική χρησιμοποίηση της θεωρίας της πρωταρχικής έκρηξης ως οργάνου από φονταμενταλιστές χριστιανούς στις ΗΠΑ για να αποδείξουν ότι «η Βίβλος έχει δίκιο»……
Εν πάση περιπτώσει είναι αξιοθαύμαστο, πώς κοσμολόγοι, για το ζήτημα των προϋποθέσεων της αρχής του κόσμου, με πολύπλοκες μαθηματικές εργασίες προσπαθούν να άρουν στοιχειώδεις φιλοσοφικές διατυπώσεις, όπως λ.χ. «Ex nihilo nihil fit- Εκ του μηδενός τίποτα δεν γίνεται». Εντούτοις μερικοί προσπαθούν με κάθε σοβαρότητα να παρακάμψουν με κυκλοτερή κίνηση το πρόβλημα της γένεσης του κόσμου κατασκευάζοντας ένα σύμπαν, το οποίο λειτουργεί ως η μητέρα του! Πρόκειται για την αυτοπαραγωγή του σύμπαντος:
«it created itself (=δημιούργησε αυτό το ίδιο τον εαυτό του)(Richard Gott-Li-Xin Li)(44). Θα μπορούσε κανείς εδώ να αναφωνήσει: «Τι ωραία!».
Μπροστά στην αυτοπεποίθηση με την οποία προβάλλονται τέτοιες θεωρίες, θυμάμαι τα λόγια, που πρέπει να έχει πει ο Ρώσος κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για τη Φυσική Λεβ Λαντάου (1908-1968):
«Οι κοσμολόγοι πλανώνται συχνά, αλλά ποτέ δεν αμφιβάλλουν».
Ένα επιφανές μέλος της ήδη αναφερθείσας επιστημονικής συζήτησης φυσικών και θεολόγων, που οργανώθηκε από μένα στο Πανεπιστήμιο της Τυβίγγης, ο θεωρητικός φυσικός Herbert Pfister, την 14η Φεβρουαρίου 2001 έκλεισε το αποχαιρετιστήριο μάθημά του στο Πανεπιστήμιο Τυβίγγης με τη θέση:
«Η Θεωρητική Φυσική πάσχει τώρα από μια υπέρμετρη χρήση μαθηματικών-θεωρητικών δομών και από έλλειψη καινοτόμων πειραμάτων της σκέψης… Σήμερα αντιθέτως ολόκληρες στρατιές λεγομένων φυσικών ασχολούνται ήδη περισσότερο από 10 χρόνια π.χ. με τις θεωρίες των υπερχορδών, που προβάλλουν 11 ή και ακόμη περισσότερες διαστάσεις, με τις θεωρίες Μ ή με τις ομάδες Ε 8 χΕ8 και SO (32) κλπ., χωρίς να έχουν παραγάγει έως τώρα ένα μοναδικό καταρχήν δοκιμαστέο, για να μην πούμε επιτυχώς δοκιμασθέν, δεδομένο» (45)…
Στην αρχή της τρίτης χιλιετίας δεν είναι εκπληκτικό, ότι ο ήδη μνημονευθείς κάτοχος του βραβείου Νόμπελ για τη Φυσική Steven Weinberg ακριβώς αναφέρεται στην Έδδα (αρχαιογερμανικοί μύθοι) αντί στη Βίβλο. Ήθελε, όπως ακούσαμε, σε κάθε περίπτωση να αποφεύγει την πρόκληση των βιβλικών διηγήσεων περί δημιουργίας στο βιβλίο της Γενέσεως.
«Μερικοί κοσμολόγοι από φιλοσοφικές αιτίες βρίσκουν αυτό το μοντέλο ενός ταλαντευόμενου σύμπαντος ελκυστικό, προπάντων φυσικά, επειδή αυτό –όπως το μοντέλο της διαρκούς κατάστασης- αποφεύγει επιδέξια το πρόβλημα της Γένεσης»» (29)
(Hans Kung, Η αρχή των πάντων, αποσπάσματα από σελίδες 136-144 & 216, εκδ. Ουρανός όπου και οι πηγές των παραπομπών, μετάφραση και σχόλια Ευαγγέλου Θεοδώρου, Ομοτίμου καθηγητού Θεολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, επιλογή αποσπασμάτων και υπογραμμίσεις π. Νικόλαος Πουλάδας)
«Είναι δυνατόν ένα βιβλίο τόσο μεγαλειώδες και τόσο απλό, συνάμα, να είναι έργο ανθρώπων;
Είναι δυνατόν εκείνος του οποίου η ιστορία διαλαμβάνεται σε αυτό να μην είναι τίποτα περισσότερο παρά άνθρωπος;…
Οποία ευγένεια και αγνότητα στις πράξεις του, οποία συγκινητική χάρις στην διδασκαλία του!
Πόσο υψηλοί είναι οι λόγοι του, πόσο βαθύτατα σοφές οι ομιλίες του,
πόσο δίκαιες και διακριτικές οι απαντήσεις του!
Ποιος άνθρωπος, ποιος σοφός δύναται να ζήσει, να υποφέρει και να πεθάνει χωρίς να εκδηλώσει αδυναμίες ή να κάνει επίδειξη;…
Αν η ζωή και ο θάνατος του Σωκράτη υπήρξαν η ζωή και ο θάνατος ενός φιλοσόφου,
η ζωή και ο θάνατος του Χριστού υπήρξαν η ζωή και ο θάνατος ενός Θεού»
(Ζαν Ζακ Ρουσσω (1712-1778) στο έργο του «Αιμίλιος» 271-72 στο: Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού Will Durant τομος Ι1 σελ. 263)
Το θαύμα αυτό το διηγήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Vologda Νίκων.
Μας δείχνει, πόσο κοντά μας είναι οι άγιοι και πόσο λάθος κάνουν, όσοι αυτό δεν το πιστεύουν.
"Σε ένα χωριό, κοντά στο Vologda, ζούσε ένας καλός Χριστιανός. Πήγαινε τακτικά στην Εκκλησία. Όπου και αν τύχαινε να είναι, ακούγοντας την καμπάνα έπαιρνε τα παιδιά του και πήγαινε, όσο πιο νωρίς μπορούσε. Και συμβούλευε τη γυναίκα του να μην αργεί, να μην αφήνει να την απορροφούν οι δουλειές του σπιτιού.
Έτσι έτυχε μια μέρα και εκείνη βγαίνοντας βιαστική, για να μην αργήσει, ξέχασε να κλείσει την πόρτα του σπιτιού πίσω της.
Ήταν η μνήμη του αγίου Νικολάου, και το είχε και δική της φιλοτιμία, να πάει έγκαιρα.
Σε λίγο όμως, πέρασε έξω από το σπίτι της ένας κλέφτης. Είδε την πόρτα ανοιχτή. Και μπήκε κι άρχισε να μαζεύει τα τιμαλφή, τα πράγματα με αξία. Και αφού πήρε ό,τι ήθελε, τα έκανε κόμπο, δέμα, τα σήκωσε και ετοιμάστηκε να βγει!
Αλλά δεν πρόφθασε! Είδε ένα όραμα τρομακτικό.
Εκείνη τη στιγμή, από την πόρτα την οποία είχε φροντίσει και την είχε κλείσει πίσω του, είδε να μπαίνει στο σπίτι ο άγιος Νικόλαος, ντυμένος με ολόκληρη την αρχιερατική του στολή! Και ρίχνοντας ένα βλέμμα άγριο στον κλέπτη, του είπε:
- Ώστε έτσι! Οι άνθρωποι που αγαπούν το Θεό, στην Εκκλησία! Και στο σπίτι τους εσύ, για να τους κλέψεις; Αμ, δεν θα σου περάσει!
Και με τα λόγια αυτά ο άγιος άστραψε ένα δυνατό χαστούκι στον κλέπτη, που αυτοστιγμεί τυφλώθηκε. Κι ο άγιος εξαφανίστηκε.
Ο κλέπτης άρχισε να ψάχνει να βρει την πόρτα να φύγει. Αλλά δεν το κατόρθωσε. Και γύρισε ο Ιβάν από την Εκκλησία και τον βρήκε μέσα. Έτσι ο κλέφτης συνελήφθη, παραπέμφθηκε σε δίκη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε εκτόπιση στη Σιβηρία.
Αλλά όλο αυτό το διάστημα, η συνείδησή του δούλευε μέσα του. Κατάλαβε, ότι το λάθος δεν ήταν δικό του. Αυτός καλά και έξυπνα την έκανε τη δουλειά του. Κατάλαβε, ότι για το «πάθημά» του «έφταιγε» ο άγιος Νικόλαος· ότι η εμφάνισή του δεν ήταν φαντασία. Και θυμήθηκε, ότι οι άγιοι δεν είναι μισάνθρωποι. Και ζήτησε να του επιτρέψουν, να πάει στο χωριό του να προσκυνήσει τον άγιο και να του ζητήσει έλεος και συγγνώμη.
Και τον πήγαν. Και γονάτισε μπροστά στην εικόνα του. Και με δάκρυα του ζήτησε συγχώρηση για την αμαρτία του. Προσευχήθηκε ώρα πολλή, με το κεφάλι στη γη. Κι ευχαρίστησε τον άγιο, που του έκλεισε τα μάτια του σώματος και του άνοιξε τα μάτια της ψυχής. Και σηκώθηκε και ασπάστηκε την ιερή εικόνα του αγίου. Και φιλώντας την άνοιξαν και τα μάτια του σώματός του".
(πηγή: "Αγιολογία", αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ. 234-236)
Αναφέρει ο π. Παΐσιος:
«Όταν μόναζα στην Ι. Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στην Κόνιτσα, κάθε Σάββατο ώρα Εσπερινού επισκεπτόταν το μοναστήρι ένας αγροφύλακας κοντινού χωριού ο μπαρμπα- Ανδρέας, που είχε δώδεκα παιδιά, και με παρακαλούσε να του επιτρέψω να ανάψει τα καντήλια του Καθολικού· του το επέτρεπα, αν και γέμιζε τον τόπο λάδια. Μόλις ξεπόρτιζε, κάθε φορά φεύγοντας από το μοναστήρι, έριχνε μια τουφεκιά. Τούτο με παραξένεψε και για αυτό μια μέρα τον παρακολούθησα κρυφά.
Αφού άναψε τα καντήλια, άλειψε την κάνη της καραμπίνας του με λάδι από την καντήλα της Παναγίας και γονατίζοντας δεήθηκε.
«Παναγία μου, λίγο κρέας για τα δώδεκα παιδιά μου».
Βγαίνοντας από το μοναστήρι τον περίμενε με σκυμμένο το κεφάλι ένα αγριοκάτσικο, πολύ σπάνιο κυνήγι.
Έτσι εξηγήθηκε η τουφεκιά που έριχνε κάθε φορά κατά την οποία έφευγε από το μοναστήρι. Με αυτόν τον τρόπο η Παναγία, εισακούοντας την απλή προσευχή του τού χάριζε το πιο νόστιμο κρέας για την πολύτεκνη οικογένειά του»
(αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Τα θαυμάσια του Θεού, σελ. 54-55 όπου και η πηγή)