122. Τί εννοούμε λέγοντας δικαίωση;
Την απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία και την οφειλόμενη σ’ αυτήν ενοχή, την αναγέννηση, ανακαίνιση και θέωση της φύσεώς του που είναι όλα καρποί του λυτρωτικού έργου του Χριστού. Όπως η αμαρτία με την εισήγηση του πλάνου επέφερε αχρείωση της πνευματικής φύσεως του ανθρώπου και εξασθένηση των πνευματικών του δυνάμεων σταθερώς αποκλινουσών από το Θεό και φερομένων προς το κακό, έτσι και η χάρη του Θεού που πλούσια απέρρευσε από το πάθος και την ίλαστική θυσία του Χριστού, αποκατέστησε το «κατ’ εικόνα» στην αρχέγονή του εύκλεια, ενισχύοντας τις ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου στο αγαθό και την αρετή. Παρόλο ότι η δικαίωση είναι έργο καθαρό της αγάπης και της χρηστότητας του Θεού, όμως για την πραγμάτωσή της απαιτείται από μέρους του ανθρώπου η ελεύθερη σύμπραξη και συνέργειά του με τη χάρη του Χριστού. Τη δυνατότητα αυτή την έχει ο άνθρωπος, του οποίου η φύση δεν καταστράφηκε ολοσχερώς δια της αμαρτίας, αλλά διασώζει, έστω και τραυματισμένη, την ελευθερία της και τον πόθο προς τα πνευματικά και τα επουράνια. Η δικαίωση με αλλά λόγια δεν είναι έργο παθητικό. Και προέρχεται μεν από το Θεό, όμως για την ενεργό αξιοποίησή της απαιτείται από τον άνθρωπο, ως απαραίτητη υποκειμενική συνθήκη, η ελεύθερη συνέργειά του.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 177)
121. Τι είναι ο απόλυτος προορισμός;
Είναι δόγμα φοβερό (horribile decretum), στο οποίο καταλήγει κανείς διαπτύσσοντας λογικά τα περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως ανθρωπολογικά διδάγματα του Προτεσταντισμού. Φυσικά το δόγμα αυτό δεν γίνεται αποδεκτό από όλους τους Διαμαρτυρομένους θεολόγους, αλλά μόνον από τον Καλβίνο και τους οπαδούς του. Αυτοί με βάση χωρία της Γραφής (Ρωμ. 9. Πράξ. 13,48 κ.α.) είπαν, ότι ο Θεός σύμφωνα με την αιώνια βουλή του (προαιωνίως) άλλους μεν από ευσπλαχνία προόρισε να κληρονομήσουν την αιώνια ζωή, γιαυτό και η χάρη που τους χορηγείται δεν μπορεί να τους εγκαταλείψει (είναι αναντίρρητη και αναπόβλητη: irresistibilis και inamissibilis), άλλους δε, στους οποίους δεν προσφέρεται η χάρη, προόρισε σε αιώνια κατάκριση. Η καταδίκη αυτή δεν είναι άδικη —λένε— γιατί ο φυσικός άνθρωπος δεν μπορεί να περιμένει από το Θεό τίποτε άλλο παρά αιώνιες ποινές. Όσο τα βώδια και οι κύνες (τα σκυλιά) δεν μπορούν να αιτιώνται το Θεό γιατί τους έκανε ζώα και όχι ανθρώπους, άλλο τόσο και οι αμαρτωλοί δεν μπορούν να τον αιτιώνται γιατί δεν τους δέχεται στη θεία βασιλεία του. Η πτώση του Αδάμ διατάχθηκε προαιωνίως από το Θεό για το καλό των εκλεκτών, οι οποίοι κληρονομούν την αιώνια ζωή. Η βουλή αυτή εξαίρει το μεγαλείο του Θεού, ο οποίος άλλους μεν προσλαμβάνει στη βασιλεία του, άλλους δε απορρίπτει, χωρίς κανείς να μπορεί να αντείπει στην αιώνια βούλησή του.
Οι λόγοι που ώθησαν τον Καλβίνο στη διατύπωση των διδαγμάτων αυτών είναι από τη μια μεριά η διασφάλιση της απολυτότητας των ενεργειών του Θεού, οι οποίες δεν εξαρτώνται από ανθρώπινους παράγοντες· από την άλλη δε, η ασφαλής βεβαιότητα περί σωτηρίας στις ψυχές των εκλεκτών. Αυτοί, έχοντας στις ψυχές τους τη μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος ότι είναι οι εκλεκτοί του Θεού, είναι βέβαιοι για τη σωτηρία τους, πεποίθηση που τους χαρίζει εσωτερική χαρά και ηρεμία και γεμίζει τις καρδιές τους από ευγνωμοσύνη και ταπείνωση, νιώθοντας ότι ο Θεός όρισε αυτούς ως εκλεκτούς ανάμεσα στο πλήθος των άλλων ανθρώπων.
Οι αντιλήψεις όμως αυτές του Καλβίνου δεν είναι σωστές. Και αληθεύει μεν ότι «Θεός γαρ εστιν ο ένεργών εν υμίν και το θέλειν και το ένεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλιππ. 2,13)· όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει τον ανθρώπινο παράγοντα στο έργο της σωτηρίας (σχετικός προορισμός). Ο Θεός είναι βέβαιο ότι θέλει τη σωτηρία όλων των ανθρώπων· για να γίνει όμως αυτό πρέπει να θέλουν ελεύθερα και οι άνθρωποι. Άσχετα με το ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η θεία βούληση άπτεται της ανθρώπινης και η τελευταία καθιστά ανενεργό την πρώτη (όλοι οι άνθρωποι δεν σώζονται), όμως ο παράγοντας της ανθρώπινης συνέργειας στο έργο της σωτηρίας είναι κάτι που πρακτικά ικανοποιεί το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου. Αν όλα εξηρτώντο από την απόλυτη βουλή του Θεού, ο δε άνθρωπος ήταν απόλυτα βέβαιος περί της σωτηρίας του, η Γραφή δεν θα παραινούσε τους πιστούς να κατεργάζονται με φόβο και τρόμο τη σωτηρία τους και ο Παύλος δεν θα πολεμούσε την βεβαιότητα περί σωτηρίας, τονίζοντας «ο δοκών εστάναι βλεπέτω μη πέση».
Ο απόλυτος όμως προορισμός οδηγεί και σε αλλά τερατώδη ατοπήματα. Αν η σωτηρία και η κατάκριση των ανθρώπων είναι απόρροια της αιώνιας βουλής του Θεού, η δε πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία προδιατάχθηκε από το Θεό, ο Θεός στο πλέγμα των αντιλήψεων αυτών παρουσιάζεται ως η πηγή του κακού, μεταποιούμενος σε τυφλό και αυθαίρετο δυνάστη, το δε κακό ανάγεται σε στοιχείο του αγαθού στην προαιώνια βουλή του Θεού. Ο άνθρωπος χάνει την όποια ηθική και πνευματική αυτοτέλειά του και ουσιαστικά είναι ανεύθυνος για τις πράξεις του. Πώς όμως θα τον κρίνει ο Θεός για τις ηθικές ενέργειές του; Είναι αγαθός και δίκαιος ο Θεός όταν τυφλά και αυθαίρετα καταδικάζει τους πολλούς σε κόλαση αιώνια;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 171-173)
«Η πίστη είναι το στήριγμα των πραγμάτων εκείνων που αποτελούν αντικείμενο ελπίδας, είναι το μέσο εσωτερικής πληροφόρησης για πράγματα που δε βλέπουμε» - Εβραίους 11:1
Σε μια αγροτική περιοχή υπήρχε μεγάλη ξηρασία. Οι αγρότες ήταν απελπισμένοι γιατί τα χωράφια τους ήταν κατάξερα και το χώμα είχε γίνει σκόνη. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι για επικείμενη βροχή κι ο κόσμος άρχισε να πανικοβάλλεται. Χριστιανοί μιας μικρής εκκλησίας αποφάσισαν να συναχτούν και να προσευχηθούν, ώστε ο Θεός να τους στείλει βροχή. Τη συγκεκριμένη μέρα άρχισαν να φτάνουν ο ένας μετά τον άλλο στην εκκλησία. Μια μικρή κοπελίτσα αποφάσισε να πάει κι αυτή και πριν φύγει από το σπίτι της πήρε και την ομπρέλα της. «Γιατί πήρες την ομπρέλα σου;» τη ρώτησαν οι φίλες της. «Μα δεν πάμε στην εκκλησία να προσευχηθούμε για να μας στείλει ο Θεός βροχή;», απάντησε εκείνη. Πίστευε με όλη της την καρδιά πως ο Θεός θα άκουγε την προσευχή τους και θα έστελνε βροχή στο χωριό της.
Πόσο συχνά δεν προσευχόμαστε μόνο με λόγια χωρίς να πιστεύουμε μέσα στην καρδιά μας στην παντοδυναμία του Θεού να κάνει αυτό που μας φαίνεται αδύνατο!
(Σ.Ι.)
«Να μην ταράζεται η καρδιά σας. Πιστεύετε στο Θεό, και σ’ εμένα πιστεύετε» (Ιωάννης 14:1)
«Ξαφνικά ξύπνησα τα μεσάνυχτα. Πριν τρεις μέρες πέθανε η γυναίκα μου από καρκίνο. Ύστερα από 47 χρόνια μιας όμορφης συζυγικής ζωής, ξαφνικά αυτή η απουσία! Προσεύχομαι: «Θεέ μου, βοήθησέ με! Έχασα το πρόσωπο που αγαπούσα περισσότερο από κάθε άλλο». Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα μια απερίγραπτη ειρήνη να κυλά μέσα μου, μια γλυκύτητα που ποτέ πριν δεν είχα αισθανθεί. Ήταν σαν δροσερό νερό που έλουζε όλο μου το σώμα και τη θύελλα των σκέψεών μου. Είμαι βέβαιος πως ήταν η απάντηση στην κραυγή μου. Ο Θεός μου ήρθε κοντά μου».
Όλοι χρειαζόμαστε την παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Η παρουσία Του μας δίνει ασφάλεια, μας παρηγορεί και μας φανερώνει την αγάπη Του που τόσο έχουμε ανάγκη. Ο Ιησούς Χριστός ζούσε στην παρουσία του Πατέρα κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής Του. Ένα θαυμάσιο παράδειγμα για μας. Ήταν η δύναμη που τον βοήθησε ν’ αντιμετωπίσει το σταυρό.
Κύριε, δώσε μου τη δική Σου ειρήνη στην ταραγμένη καρδιά μου. Σε εμπιστεύομαι μέσα στις θύελλες της ζωής.
(Σ.Ι.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
309. «Οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου» (Ιω. ιζ’ 16). Αυτά τα λόγια του Ιησού Χριστού αφορούν τους Αποστόλους. Τι σημαίνουν; Ότι οι Απόστολοι, ενώ ζούσαν μέσα στον κόσμο, ήσαν ξένοι προς αυτόν, δεν απέβλεπαν στα αγαθά του, στη δόξα του, στις απολαύσεις του. Ήσαν άνθρωποι που ανήκαν σε έναν άλλο κόσμο, τον ουράνιο. Φρόντιζαν για τα ουράνια αγαθά, επεδίωκαν την άφθαρτο, ουράνια δόξα, αφθάρτους θησαυρούς, ουράνιες χαρές και ουράνια ανάπαυσι, στους κόλπους του Θεού. Ενώ εμείς οι αμαρτωλοί ανήκουμε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, τη δική του δόξα επιδιώκουμε, ζητούμε υλικά πλούτη, υγεία, καλοπέρασι, γήινες χαρές. Το αποτέλεσμα όμως είναι πικρό. Μας κλυδωνίζουν πάθη, μας νικούν πειρασμοί, μας κλείνεται ο δρόμος προς τον Παράδεισο. Και σε όλα αυτά αιτία είναι η προσκόλλησίς μας προς τα γήινα αγαθά.
310. Σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, αμαρτάνουμε συνεχώς. Αλλά ο εγωισμός δεν μας αφήνει να δεχθούμε επιτίμησι για τα σφάλματά μας, ιδίως επί παρουσία άλλων. Στην άλλη ζωή όμως, οι αμαρτίες μας θα ελεγχθούν ενώπιον όλου του κόσμου. Ενθυμούμενοι αυτή τη φοβερή Κρίσι, ας ταπεινωθούμε εδώ, ας μετανοήσουμε, ας διορθωθούμε.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 132-133)
307. Μεγάλη είναι η αγάπη σου, Κύριε! Από αγάπη για μας, έγινες άνθρωπος και πέθανες πάνω στον Σταυρό. Ατενίζω το Τίμιο Ξύλο και θαυμάζω πάνω σ’ αυτό την αγάπη σου προς εμένα και τον κόσμο, γιατί ο Σταυρός είναι η τρανή απόδειξις του πόσο μας αγάπησες. «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιω. ιε’ 13). Τα ζωοποιά σου Μυστήρια, Κύριε, μαρτυρούν στο διηνεκές την ένδοξό σου αγάπη για μας. Το θείο σου Σώμα τεμαχίζεται πάνω στην Αγία Τράπεζα για μένα και για όλους μας. Το Τίμιο Αίμα σου χύνεται για μένα και για όλους μας. Κύριε, δοξάζω τα θαύματα που έγιναν με τα Άγια Μυστήριά σου στους πιστούς, όταν τους κοινώνησα σαν λειτουργός σου. Δοξάζω τις άπειρες θαυμαστές θεραπείες, που έγινα αυτόπτης μάρτυς τους. Δοξάζω τα αποτελέσματα που είχε και σ’ εμένα τον ίδιο η θεία Μετάληψις, Θεέ μου, πώς να σου ανταποδώσω τόση ευεργεσία; Αξίωνέ με να σε αγαπώ με όλη μου την καρδιά, καθώς και τον πλησίον μου σαν τον εαυτό μου. Αξίωνέ με να αγαπώ επίσης και τους εχθρούς μου και όχι μονάχα εκείνους που με αγαπούν.
308. Κύριε, δίδαξέ μας να ζούμε με αμοιβαία αγάπη και ενίσχυσε αυτή την αγάπη μέσα μας με το Άγιό σου Πνεύμα. Υπόταξε τα πάθη μας, που μάχονται την ουράνια αγάπη του Ευαγγελείου και νέκρωσε το σαρκικό μας φρόνημα. Αξίωνέ με, Κύριε, να προτιμώ πάτοντε τη χάρι σου, την ειρήνη σου, τη δικαιοσύνη σου, την αγιότητά σου από τα γήινα αγαθά και να είμαι αφωσιωμένος σε σένα έως την ύστερη πνοή μου.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 132-133)
Αμήν
πώς να το πει ο λαός;
Ιδιώτη (απλοϊκό) ονομάζει ο Παύλος το λαϊκό,
δείχνοντας, ότι και αυτός δέχεται όχι μικρή ζημιά,
όταν δεν μπορεί να πη το Αμήν...
Διότι, αφού δεν θ’ ακούσει το «εις τους αιώνας των αιώνων»,
που είναι το τέλος της εκφωνήσεως,
δεν μπορεί να λέει το Αμήν.
Ε.Π.Ε. 18α,466
όλοι μαζί στη λατρεία
Παραγγέλλουμε να σκύβουμε τα κεφάλια μας,
ως δείγμα το ότι ακούστηκαν οι προσευχές μας
έχοντας την ευλογία του Θεού.
Διότι δεν ευλογεί άνθρωπος, αλλά με το χέρι του Ιερέως
και τη γλώσσα του οδηγούμε τους παρευρισκόμενους
στον ίδιο το Βασιλιά Θεό. Και αναφωνούν όλοι μαζί το Αμήν.
Ε.Π.Ε. 19,78
Αμήν Αμήν λέγω υμίν
Όπως, λοιπόν, ορκίστηκε ο Πατέρας,
έτσι ορκίζεται και ο Υιός στον εαυτό του, λέγοντας:
Αλήθεια, αλήθεια σας λέω!
Εδώ τους υπενθυμίζει τους όρκους εκείνους του Χριστού,
τους οποίους έλεγε συνέχεια: Αλήθεια σας λέω όποιος πιστεύει σε μένα,
δεν θα πεθάνει ποτέ (Ιωάν. ια' 26).
Ε.Π.Ε. 24,472
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 166)
Η ευχαρίστηση του ελαφρού στομαχιού
Όταν δεν κάνει κανείς εγκράτεια, έχει επάνω του αποθήκες ολόκληρες.
Ενώ, όταν κάνει εγκράτεια και τρώει αυτό που του χρειάζεται,
το καίει ο οργανισμός του και δεν αποθηκεύει.
Η ποικιλία των φαγητών τεντώνει το στομάχι και φέρνει όρεξη,
αλλά και δημιουργεί χαύνωση και πυρώσεις. Αν στο τραπέζι υπάρχη
μόνον ένα φαγητό και δεν είναι πολύ νόστιμο, ίσως να μην το φάη κανείς
όλο ή, αν είναι νόστιμο και λαιμαργήσει, ίσως φάει λίγο παραπάνω.
Όταν όμως υπάρχει ψάρι, σούπα, πατάτες, τυρί, αυγό, σαλάτα, φρούτο,
γλυκό, θέλει όλα να τα φάει και ζητάει και άλλα. Όλα τα τραβάει η όρεξη,
γιατί το ένα παρακινεί στο άλλο. Και βλέπεις, ο άνθρωπος έναν λόγο δεν σηκώνει,
τον έναν δεν τον χωνεύει, τον άλλον δεν τον χωνεύει, ενώ το καημένο το στομάχι,
ό,τι του ρίχνουμε, το υπομένει. Το ρωτήσαμε αν τα χωνεύει;
Το στομάχι δηλαδή που δεν έχει λογική, μας περνάει στην αρετή και αγωνίζεται όλα να τα χωνέψει.
Και αν δεν ταιριάζει το ένα είδος με το άλλο, όταν μπούν μέσα, μαλώνουν,
και τί να κάνη τότε και εκείνο; Αρχίζει μετά η βαρυστομαχιά.
-Και πώς μπορείς, Γέροντα, να κόψεις την συνήθεια να τρώς πολύ;
-Χρειάζεται λίγο φρένο. Ας μη φάς κάτι που σου αρέσει, για να μην ανοίγεις δουλειά,
γιατί σιγά-σιγά μεγαλώνει η αχυρώνα. Το στομάχι, ο κακός «τελώνης» που λέει ο Αββάς Μακάριος,
μετά συνέχεια ζητάει. Την ώρα του φαγητού ευχαριστιέσαι, ύστερα όμως θέλεις να κοιμηθής,
ούτε να δουλέψης μπορείς. Αν τρώς ένα είδος φαγητού, αυτό βοηθάει να κόψης την όρεξη.
-Αν, Γέροντα, υπάρχει ποικιλία φαγητών, αλλά σε μικρές ποσότητες, υπάρχει πάλι η ίδια δυσκολία;
-Έ, πάλι η ίδια δυσκολία είναι, αλλά είναι μικρά τα ...κόμματα και δεν μπορούν να κάνουν κυβέρνηση!...
Όταν υπάρχει μεγάλη ποικιλία, είναι σαν να μαζεύωνται πολλά ...κόμματα στο στομάχι
και το ένα κόμμα ερεθίζει το άλλο, πιάνονται μεταξύ τους, χτυπιούνται και αρχίζει βαρυστομαχιά...
Η ευχαρίστηση από το λιτό φαγητό είναι μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση που δίνουν τα καλύτερα φαγητά.
Όταν μικρός έφευγα στο δάσος και έτρωγα μόνον ένα κομμάτι κουλούρα, ώ, δεν ήθελα τίποτε άλλο!
Τα καλύτερα φαγητά δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν εκείνη την πνευματική ευχαρίστηση που ένιωθα.
Αλλά το έκανα με χαρά. Πολλοί άνθρωποι όμως δεν έχουν αισθανθει την ευχαρίστηση του ελαφρού στομαχιού.
Στην αρχή, όταν τρώνε κάτι νόστιμο, αισθάνονται μια ευχαρίστηση και μετά μπαίνει η λαιμαργία,
η γαστριμαργία, τρώνε πολύ καί, ιδίως όταν είναι ηλικιωμένοι, νιώθουν βάρος,
και έτσι στερούνται την ευχαρίστηση του ελαφρού στομαχιού.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 181)
Ήρθαν στο Γέροντα με άσεμνη εμφάνιση μία ημέρα,
που πήγα στο Γέροντα, συνάντησα εκεί κάποιες κοπέλες,
που είχαν πάει κι αυτές να τον δούν. Ήταν, όμως, άσεμνα ντυμένες.
Κουβέντιαζε, λοιπόν, μαζί τους ο Γέρων Πορφύριος για διάφορα πνευματικά θέματα,
αλλά δεν τους έκανε καμιά παρατήρηση για την εμφάνισή τους.
Εγώ, ομολογουμένως, αγανάκτησα εσωτερικά μ' αυτές τις κοπέλες,
που πήγαν σ' ένα τέτοιο άγιο Γέροντα ντυμένες κατ' αυτόν τον τρόπο,
αλλά σκανδαλίσθηκα και από τογεγονός ότι ο Γέρων Πορφύριος δεν τους έκανε παρατήρηση.
Όταν έφυγαν οι κοπέλες, χαμογελώντας μου είπε:"Κύριε τάδε, εγώ δεν είμαι αυστηρός,
όπως είσαι εσύ". Βέβαια, αμέσως κατάλαβα ότι είχε συλλάβει τη σκέψη μου
και τον σκανδαλισμό μου. Όμως, τον ρώτησα: "Γιατί το λέτε αυτό, Γέροντα";
Μου είπε τότε: "Ήρθαν αυτές οι κοπέλες εδώ μ' αυτή την άσεμνη εμφάνιση
και δεν τους έκανα παρατήρηση. Εγώ έχω μια άλλη τακτική, διότι, ακόμη κι αν
τους μιλούσα για την εμφάνισή τους, αφού δεν έχουν πίστη στο Χριστό,
δε θα συμμορφώνονταν. Προσπαθώ πρώτα να τις φέρω στην πίστη του Χριστού
και, τότε, μόνες τους θα καταλάβουν το λάθος τους και θα διορθωθούν".
[Ί 129]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.168)
Θυμάμαι, τη δεκαετία του ’70 οι πλατείες ήταν γεμάτες από παιδιά, απ’ τις χαρές τους και τα γέλια τους! Παίζαμε χωρίς σταματημό εκτός κι αν περνούσε ιερέας. Τότε ο πρώτος που τον έβλεπε φώναζε ‘ περνάει ο παππούλης!’ Και καθόμαστε στη σειρά όλοι μας για να ασπαστούμε το χέρι του. Κι αυτός καθόταν υπομονετικά και με χαμόγελο και μας έδινε την ευλογία του. Τώρα, περίπου 50 χρόνια μετά, αυτό δε γίνεται φυσικά! Τα παιδιά είναι κλεισμένα στο σπίτι μπροστά από μια οθόνη. Σε μια οθόνη που δείχνει σίριαλ που παρουσιάζουν τους ιερείς, μέθυσους, να ευλογούν την καύση των νεκρών, να ερωτεύονται και να φιλιούνται με τις πρωταγωνίστριες, ιερείς που η μόνη διαφορά με τους άλλους ανθρώπους είναι η ενδυμασία τους! Γιατί άραγε; Είναι αλήθεια αυτό; Είναι τυχαίο; Δε νομίζω! Η τηλεόραση πάντα ασκούσε πολιτική. Μέσα από αυτήν οι ηγέτες των εθνών διαμορφώνουν συνειδήσεις. Μια λειτουργία που ο Χριστός ανέθεσε στην Εκκλησία Του, τώρα ασκείται από την τηλεόραση. Όχι για όλους, για όσους την επιλέγουν.
Και είναι φανερό πως οι άνθρωποι στην εποχή μας δε θέλουν κανένα έλεγχο. Δε θέλουν να αλλάξουν. Γι’ αυτό αποφεύγουν την Εκκλησία και την Εξομολόγηση. Και πώς θα κοιμίσουν τη συνείδηση τους, την ψυχή τους που τους φωνάζει ότι κάνουν λάθος; Θα τα φέρουν όλα στο ύψος τους! Όταν η μέριμνα μου είναι πώς θα βγάλω περισσότερα λεφτά, κλέβοντας και εξαπατώντας, όταν μοιχεύω και το μυαλό μου και τα μάτια μου είναι μονίμως στη σάρκα, όταν έχω βουλιάξει μέσα στην αμαρτία, μακριά από το Χριστό, τότε ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στο Χριστό, απέχοντας από τις ηδονές του κόσμου, είναι για μένα έλεγχος ακόμα κι αν δεν μου πει τίποτα. Όπως φυσικά είναι έλεγχος και ο ίδιος ο Χριστός! Μπροστά Του είμαστε όλοι αμαρτωλοί. Όσοι είμαστε μέσα στην Εκκλησία το έχουμε συνειδητοποιήσει και πασχίζουμε με τη βοήθεια του Θεού να σώσουμε την ψυχή μας. Οι άλλοι που Τον αρνούνται προβάλλουν στο Χριστό και τους λειτουργούς Του τις αδυναμίες τους. Έτσι ‘ ο Χριστός είχε σχέση με τη Μαρία Μαγδαληνή και είχε και παιδιά, η Παναγία μετά το Χριστό έκανε κι άλλα παιδιά και οι ιερείς κλέβουν τα παγκάρια, είναι μπεκρήδες και ερωτεύονται’ και άλλα πολλά τέτοια και ακόμη χειρότερα! Προσθέτοντας έτσι στις αμαρτίες τους την αμαρτία της ιεροκατάκρισης.
Πριν μπω στην Εκκλησία τα πίστευα κι εγώ αυτά. Όλοι οι φίλοι μου από την εφηβεία και μετά αυτά έλεγαν. Όμως μέσα στην Εκκλησία γνώρισα κάτι που ο κόσμος αγνοεί. Τη Θεία Χάρη, το μεγαλείο του Θεού που δίνει δύναμη τεράστια στους αδύνατους, χαριτώνει και ενισχύει καθημερινά όλους μας και ειδικά τους ιερείς μας! Αυτοί που ζουν μακριά από την Εκκλησία δε ζουν τους ιερείς από κοντά. Είναι μεν άνθρωποι αλλά είναι Χριστοκίνητοι. Δε βασιλεύει μέσα τους το κοσμικό φρόνημα αλλά ο Χριστός. Ζουν το Χριστό, τον απόλυτο έρωτα που ο κόσμος δυστυχώς δε γνωρίζει, και όλοι οι έρωτες του κόσμου τους αφήνουν παντελώς αδιάφορους. Ναι, άνθρωποι είναι κι αυτοί, αλλά άνθρωποι που δίνουν καθημερινά λόγο στο Θεό. Το ότι ένα εξαιρετικά ελάχιστο ποσοστό νικιέται από το διάβολο, αυτό είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο Απόστολος Παύλος λέει ‘οι άγιοι κρινούσιν τον κόσμο’( Α΄ Κορ. στ΄,2). Αλίμονο αν οι χριστιανοί και ειδικά οι ιερείς ευλογούσαν την αμαρτία και τη διέπρατταν συστηματικά κιόλας! Η Εκκλησία αγκαλιάζει τους αμαρτωλούς αλλά καυτηριάζει την αμαρτία. Όπως είπε και ο Χριστός στην πόρνη ‘Μηκέτι αμάρτανε’(Ιω. η΄,11). Ο κόσμος όμως θέλει τους ιερείς στα μέτρα του όπως έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες με τους Θεούς τους. Και τί θα κερδίσει μ’ αυτό; Θα κουκουλώνει τα αίσχη του όπως κάνει χρόνια τώρα, νομίζοντας ότι θα μείνουν για πάντα κρυφά. Έλα όμως που βγαίνουν στην επιφάνεια! Γιατί όπως και στο σώμα έτσι και στην ψυχή η σαπίλα μυρίζει πολύ έντονα.
Αντί λοιπόν να είμαστε πονηροί και να πετροβολούμε τους ανθρώπους του Θεού, όπως έκαναν και οι Ιουδαίοι με τους Προφήτες, ας προσευχόμαστε ένθερμα γι’ αυτούς και ας ευχαριστούμε το Θεό που υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που Του αφιερώνουν τη ζωή τους! Ας προσευχόμαστε να μην πηγαίνουν με τα νερά μας αλλά μαζί με την αγάπη τους να έχουν και την αλήθεια, τον έλεγχο, τη διάκριση και την αυστηρότητα όπου χρειάζεται. Και αν η κατάντια μας δεν μας επιτρέπει να τους φιλήσουμε το χέρι, τουλάχιστον ας έχουμε λίγο φόβο Θεού κι ας μην τους το δαγκώνουμε! Γιατί οι ιερείς μας είναι τα κατεξοχήν χέρια του Θεού στη γη! Και δεν είναι καθόλου συνετό να δαγκώνουμε τα χέρια του Θεού!(Κ.Δ.Κ)
Δέκα αγιορείτες
Μεταξύ της Ι. Μονής Ιβήρων και του Μυλοποτάμου, λίγο ψηλότερα από το δάσος, βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ένα κελλί με εκκλησία της Αγίας Τριάδος.
Ο γέροντας και εννέα μοναχοί αποτελούσαν τη συνοδεία του κελλιού αυτού, που ήταν σαν ένα μικρό κοινόβιο μοναστηράκι, με ελαιόδενδρα, αμπέλι, οπωροφόρα δένδρα και λαχανικά.
Οι αδελφοί ζούσαν πολύ ειρηνικά και αγαπημένα, σαν μια ψυχή σε πολλά σώματα, και από το αποτέλεσμα φαίνεται πως παρακαλούσαν τον Θεό να πεθάνουν όλοι μαζί.
Κάποτε οι γείτονές τους, επειδή δεν έβλεπαν καμμιά κίνησι, τους αναζήτησαν. Πλησίασαν στο κελλί, χτύπησαν την πόρτα, είπαν κατά την τάξι το « Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…» και περίμεναν ν’ ακούσουν από μέσα το «Αμήν» και να τους ανοίξουν την πόρτα. Αλλά τίποτε! «Ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις…» Τότε τρεις απ’ αυτούς, έκαναν τον σταυρό τους, προχώρησαν και μπήκαν στο σπίτι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μίλησαν, φώναξαν. Κανείς δεν αποκρίθηκε.
Περίμεναν λίγο και ύστερα αισθάνθηκαν να έρχεται ευωδία από την εκκλησία! Κατευθύνθηκαν προς αυτήν και τι να δουν: Στη μέση της εκκλησίας, γύρω-γύρω από τον γέροντα του κελλιού βρίσκονταν τα σώματά τους στη στάσι που μετά το απόδειπνο, έβαζαν μετάνοια και ζητούσαν συγχώρησι! Θα τους είχε πη ο γέροντας: «Πατέρες και αδελφοί, ευλογείτε, συγχωρέστε με και ο Θεός συγχωρέση σας».
Στη στάσι αυτή που παρέδωκαν οι μακάριοι εκείνοι μοναχοί την ψυχή τους στα χέρια του Θεού, θα είχαν περισσότερες από δεκαπέντε μέρες. Και όμως δεν είχαν κοκκαλώσει, όπως συνήθως γίνεται με όλους τους νεκρούς! Δεν είχαν ακόμη αλλοιωθή. Απεναντίας εξέπεμπαν άρρητη ευωδία.
Τους ενταφίασαν κατά την τάξι της Εκκλησίας όπως τους βρήκαν, γιατί φορούσαν τα σχήματά τους, τα κουκούλια τους και είχαν τα κομποσχοίνια στα χέρια. Έτσι πάνοπλοι και πανέτοιμοι αναχώρησαν για την άλλη, την αιώνια ζωή.
(Γεροντικόν Αγίου Όρους)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 231-232)