“Το Πνεύμα εστί το ζωοποιούν"
(Ιω. στ΄ 63)
“Το ζωοποιόν. Λέγεται ζωοποιόν το Άγιο Πνεύμα
διότι μέσα σ’ Αυτό ζούμε και κινούμεθα και υπάρ-
χουμε, αφού δημιουργηθήκαμε και ζούμε από την
Αγία Τριάδα. Διότι με την αυτή θέληση και κίνηση
και ενέργεια της μιας Τριαδικής Θεότητας μένουν
τα πάντα. Από το Πνεύμα, λοιπόν, έχουμε τη ζωή
και την κίνηση. Από το Άγιο Πνεύμα το Οποίο
ζωοποιεί τα πάντα, και οι Άγγελοι και οι ψυχές μας
είναι ζωντανά πνεύματα. Γι’ αυτό και έχει γραφεί ότι
εμφύσησε ο Θεός στο πρόσωπο του Αδάμ πνοή ζωής
και έγινε ο άνθρωπος ζωντανή ψυχή, και έτσι μαρτυρεί
η Γραφή ότι το θείο Πνεύμα είναι ζωοποιό”.
Του Αββά Φήλικος α'. Πήγαν κάποιοι αδελφοί στον Αββά Φήλικα, έχοντας μαζί τους λαϊκούς. Και τον παρακάλεσαν να τους πή κάτι ωφέλιμο. Αλλά ο γέρων σιωπούσε. Αφού δε πολύ ακόμη τον παρακάλεσαν, τους είπε: « Λόγο θέλετε να ακούσετε ; ». Του απαντούν: « Ναι, Αββά ». Είπε λοιπόν ο γέρων: « Τώρα πλέον δεν υπάρχει λόγος. Όταν ρωτούσαν οι αδελφοί τους γέροντες και έχαναν ό,τι εκείνοι τους έλεγαν, ο Θεός έδινε από πάνω τη χάρη πώς να μιλήσουν. Τώρα όμως, επειδή ρωτούν μεν, αλλά δεν κάνουν όσα ακούνε, ο Θεός πήρε τη χάρη του λόγου από τους γέροντες. Και δεν βρίσκουν τί να πουν, μια και δεν υπάρχει εκείνος όπου θα το έκανε ». Και, ακούοντας τα αυτά οι αδελφοί, στέναξαν και είπαν : « Προσευχήσου για μας, Αββά». Του Αββά Φιλαγρίου Ήταν κάποιος από τους αγίους, όπου τον έλεγαν Φιλάγριο και έμενε στην έρημο των Ιεροσολύμων, εργαζόμενος με κόπο για να έχη το ψωμί του. Και καθώς στεκόταν στην αγορά, πουλώντας το εργόχειρο του, ιδού πέφτει από κάποιον ένα πουγγί με χίλια νομίσματα. Το βρήκε ο γέρων και έμεινε εκεί, λέγοντας: « Αυτός όπου το έχασε, θα έλθη οπωσδήποτε». Και ιδού εκείνος έρχεται κλαίοντας. Και παίρνοντας τον παράμερα ο γέρων, του το δίνει. Αλλά εκείνος τον κρατούσε, θέλοντας να του δώση ένα μέρος α πό το ποσό. Ο γέρων όμως δεν ήθελε. Τότε, άρχισε να φωνάζη: « Ελάτε να δήτε πώς συμπεριφέρθηκε ένας άνθρωπος του Θεού ». Αλλά ο γέρων έφυγε κρυφά και βγή κε από την πόλη, για να μη δοξασθή. Του Αββά Φορτά Είπε ο Αββάς Φορτάς: « Αν θέλη ο Θεός να ζω, γνωρίζει πώς θα προνοήση για μένα. Και αν, δεν θέλη, τι να την κάμω τη ζωή ; ». Γιατί δεν δεχόταν από κανέναν κάτι, αν και ήταν κατάκοιτος. Και έλεγε: « Αν μου προσφέρη τινάς κάτι και όχι για τον Θεό, ούτε εγώ έχω τίποτε να του δώσω, ούτε από τον Θεό παίρνει μισθό. Γιατί δεν πρόσφερε για τον Θεό. Και αδικείται αυτός όπου πρόσφερε. Γιατί πρέπει, όσοι βασίζονται στον Θεό και μονάχα σ’ αυτόν αποβλέπουν, τέτοια ευλάβεια να τους διακρίνη, ώστε τίποτε να μη θαρούν ως προσβολή τους, έστω και αν αδικούνται άπειρες φορές ». Του Αββά Χομαί Έλεγαν για τον Αββά Χομαί, ότι, μέλλοντας να τελευτήση, είπε στα τέκνα του: « Μή κατοικήσετε μαζί με αιρετικούς, μήτε να συνάψετε σχέσεις με άρχοντες, μήτε να είναι τα χέρια σας απλωμένα στο να συνάζετε, αλλά μάλλον απλωμένα στο να δίνετε ». Του Αββά Χαιρέμωνος Έλεγαν για τον Αββά Χαιρέμωνα σε Σκήτη, ότι το σπήλαιο του απείχε από την εκκλησία σαράντα μίλια, από δε το έλος και το νερό δώδεκα μίλια. Και έτσι πήγαινε το εργόχειρο του Του Αββά Ψενθαϊσίου Είπαν ο Αββάς Ψενθαΐσιος και ο Αββάς Σούρος και Ψώϊος: « Ακούοντας τα λόγια του πατρός μας, του Αββά Παχωμίου, βρίσκαμε μεγάλη ωφέλεια, κεντρισμένοι στον ζήλο καλών έργων. Αλλά και όταν σιωπούσε, βλέποντας τη ζωή του να είναι λόγος, θαυμάζαμε, μιλώντας μεταξύ μας, γιατί νομίζαμε πως όλοι οι άγιοι έτσι έχουν φτιαχτή από τον Θεό, από τα μητρικά τους σπλάχνα, ά-γιοι και αναλλοίωτοι και όχι αυτεξούσιοι. Και ότι οι αμαρτωλοί δεν μπορούν να ζουν με ευσέβεια, γιατί έτσι δημιουργήθηκαν. Τώρα όμως βλέπουμε την αγαθότητα του Θεού πάνω στον πατέρα μας αυτόν. Γιατί, προερχόμενος από ειδωλολάτρες γονείς, έγινε τόσο θεοσεβής και όλες τις εντολές του Θεού έχει επωμισθή. Λοιπόν και εμείς και όλοι μπορούμε να τον ακολουθήσουμε, όπως και εκείνος ακλουθεί τους αγίους. Άρα εδώ έχει τη θέση του το ρητό: Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι καγώ αναπαύσω υμάς. Μαζί λοιπόν μ’ αυτόν τον άνθρωπο ας πεθάνουμε και ας ζήσουμε, γιατί ορθά μας οδηγεί στον Θεό ». Του Αββά Ώρ α'. Έλεγαν για τον Αββά Ώρ και τον Αββά Θεόδωρο, ότι κάποτε έβαζαν λάσπη σ’ ένα κελλί και είπαν μεταξύ τους: «Αν μας επισκεφθή τώρα ο Θεός, τί θα γίνη μ’ εμάς ; ». Και κλαίοντας, παράτησαν τη λάσπη και πήγε ο καθένας στο κελλί του. β'. Έλεγαν για τον Αββά Ώρ, ότι ούτε είπε ψέμμα ποτέ, ούτε ωρκίσθηκε, ούτε καταράσθηκε άνθρωπο, ούτε μίλησε χωρίς να είναι ανάγκη. γ'. Έλεγε ο Αββάς Ώρ στον μαθητή του Παύλο: « Πρόσεχε, ποτέ να μη φέρης μέσα στο κελλί σου ξένα λόγια ». δ'. Πήγε κάποτε ο Παύλος, ο μαθητής του Αββά Ώρ, να αγοράση φονικοβλαστούς και βρήκε ότι άλλοι πρόλαβαν και έδωσαν προκαταβολή. Ποτέ δέ ο Αββάς Ώρ δεν έδινε προκαταβολή, αλλά όταν ήταν ώρα έστελνε το αντίτιμο και αγόραζε. Πήγε λοιπόν ο μαθητής του και σε άλλο τόπο για βάγια. Και του λέγει ο περιβολάρης: « Κάποιος πριν μου έδωσε προκαταβολή, αλλά δεν φάνηκε ακόμη. Πάρε λοιπόν συ τα βάγια ». Τα πήρε και γύρισε στον γέροντα. Και του ανεκοίνωσε τα σχετικά. Και ακούοντας ο γέρων, χτύπησε τα χέρια του, λέγοντας: « Ο Ώρ δεν εργάζεται εφέτος ». Και δεν άφησε τα βάγια μέσα, ωσότου τα γύρισε πίσω. ε'. Είπε οΑββάς Ώρ: « Αν με βλέπης να έχω λογισμό εναντίον κάποιου, γνώριζε ότι και αυτός τον ίδιο λογισμό έχει για μένα». στ'.Ήταν ένας κόμης στα μέρη του Αββά Ώρ, Λογγίνος λεγόμενος, όπου πολλές ελεημοσύνες έκανε. Και όταν τον επισκέφθηκε κάποιος από τους πατέρες, τον παρακάλεσε να τον πάη στον Αββά Ώρ. Πηγαίνοντας λοιπόν ο μοναχός στον γέροντα, εγκωμίαζε τον κόμητα, ότι καλός είναι και πολλές ελεημοσύνες κάνει. Και καταλαβαίνοντας ο γέρων, λέγει: « Ναι, καλός είναι». Άρχισε λοιπόν ο μοναχός να τον παρακαλή, λέγοντας: «Κάμε του τη χάρη, Αββά, να έλθη και να σε δή ». Και αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: « Σε βεβαιώνω, ότι δεν περνά αυτό το φαράγγι για να με δή ». ζ'. Παρακάλεσε ο Αββάς Σισώης τον Αββά Ώρ, λέγοντας: « Πές μου κάτι ωφέλιμο ». Και του είπε: « Έχεις εμπιστοσύνη σ’ εμένα ; ». Και είπε: « Ναι ». Του λέγει τότε: « Πήγαινε και ό,τι με είδες να κάνω, κάμε το και συ ». Και του είπε: « Τί βλέπω, πάτερ, σε σένα ; ». Και του είπε ο γέρων: « Ο λογισμός μου με θέτει πιο κάτω από όλους τους ανθρώπους ». η'. Έλεγαν για τον Αββά Ώρ και τον Αββά Θεόδωρο, ότι περνούσαν τον καιρό τους με άγιες αποφάσεις και ευχαριστούσαν τον Θεό διαρκώς. θ'. Είπε ο Αββάς Ώρ: « Η ταπεινοφροσύνη είναι στέφανος του μοναχού ». ι'. Είπε πάλι: « Όποιος τιμάται και επαινείται πάνω από ό,τι αξίζει, πολύ ζημιώνεται. Όποιος όμως καθόλου δεν τιμάται από τους ανθρώπους, άνωθεν θα δοξασθή ». ια'. Πάλι είπε: « Όταν τρυπώση μέσα σου λογισμός υψηλοφροσύνης και υπερηφάνειας, ψάξε στη συνείδησή σου, αν όλες τις εντολές τήρησες, αν αγαπάς τους εχθρούς σου και λυπάσαι για την ελάττωση τους και θαρής τον εαυτό σου δούλο άχρηστο και πιο αμαρτωλόν απ’ όλους. Αλλά και τότε μή καυχηθής, ότι όλα τα κατώρθωσες, ξέροντας ότι αυτός ο λογισμός όλα τα καταστρέφει». ιβ'. Είπε πάλι: « Σε κάθε πειρασμό, μή μέμφεσαι άνθρωπο, αλλά μονάχα τον εαυτό σου, λέγοντας, ότι εξ’ αίτιας σου σου συμβαίνουν αυτά». ιγ'. Πάλι είπε: « Μή πής μέσα σου εναντίον του αδελφού σου, ότι είσαι πιο νηφάλιος και πιο ασκητικός. Αλλά να υποτάσσεσαι στη χάρη του Χριστού με πνεύμα πτωχείας και αγάπης ανυπόκριτης, για να μή γλιστρήσης σε πνεύμα καυχήσεως και χάσης τον κόπο σου. Γιατί είναι γραμμένο: Ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μή πέση. Και να είσαι αλάτι ηρτυμένος εν Κυρίω ». ιδ'. Είπε πάλι: « Ή φεύγοντας φεύγε τους ανθρώπους ή ας εμπαίξης τον κόσμο και τους ανθρώπους, κάνοντας τον εαυτό σου στα πολλά να φαίνεται μωρός ». ιε'. Πάλι είπε: « Αν κατακρίνης τον αδελφό σου και διαμαρτυρηθή η συνείδησή σου, πήγαινε βάλε του μετάνοια και πες: Σε κατέκρινα. Και ασφαλίσου, ώστε ποτέ πλέον να μή εμπαιχθής. Γιατί θάνατος της ψυχής είναι η καταλαλιά ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
«Εκείνος την κοίταξε και της είπε: μίλησες σαν μια από τις ανόητες γυναίκες. Αφού δεχόμαστε τα καλά από το Θεό, δεν πρέπει να ανεχτούμε και τα κακά;» (Ιωβ 2:10 O’)
Έγραψε μερικά από τα καλύτερα μουσικά κομμάτια στην ανθρώπινη ιστορία. Αλλ’ η ζωή που έζησε με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί όμορφη. Ήταν γεμάτη τραγωδίες. Σε ηλικία δέκα χρόνων έχασε και τους δύο γονείς του. Υπέφερε τα πάνδεινα από ένα μεγαλύτερο αδελφό του, που θεωρούσε περιττό βάρος την ανατροφή του. Ακόμα κι όταν μεγάλωσε, η ζωή του επιφύλαξε πολλά δυσάρεστα. Η γυναίκα του πέθανε ύστερα από 13 χρόνια γάμου και αυτός παντρεύτηκε άλλη. Από τα 20 παιδιά που απέκτησε από τους δύο γάμους του, τα 10 πέθαναν σε νηπιακή ηλικία, ένα σε ηλικία 20 χρόνων και ένα ήταν διανοητικά ανάπηρο. Τελικά έχασε το φως του και έμεινε παράλυτος από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κι όμως συνέχισε να γράφει μουσική. Μουσική υπέροχη, μουσική δοξολογίας, αίνου, ευχαριστίας και λατρείας. Ποιος ήταν αυτός; Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο μεγαλύτερος ίσως εκκλησιαστικός μουσικός όλων των εποχών. Κι ακριβώς επειδή γνώρισε σε όλο τους το βάθος τον πόνο και τη δυστυχία, μπόρεσε να φτάσει στα ύψη της πίστης και της δοξολογίας.
«Διπλή αμαρτία έκανε ο λαός μου. Εμένα εγκατέλειψαν, πηγή τρεχούμενου νερού, και σκάψαν να ‘χουνε δεξαμενές ρωγμές γεμάτες που δεν μπορούν να συγκρατήσουν το νερό» (Ιερεμίας 2:13)
Ο ιστορικός Γίβων γράφει, πως τα αίτια της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν πέντε:
1) Η διάλυση του θεσμού της οικογένειας.
2) Οι μεγάλες φορολογίες που το κράτος έβαλε στους πολίτες, για να αντιμετωπίζει τις αυξημένες κρατικές δαπάνες.
3) Η τάση των πολιτών για ζωή απολαύσεων και προσκόλλησή τους στα αθλητικά παιχνίδια και σπορ με μεγάλη μανία.
4) Οι εξοπλισμοί για την άμυνα της χώρας.
5) Η θρησκευτική διαφθορά και εμπορία.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται και στις μέρες μας. Είναι σχεδόν ίδια τα χαρακτηριστικά, τα οποία οδηγούν την ανθρωπότητα σε μια πτώση μεγάλη. Κοινωνίες και πολιτισμοί που έδιωξαν το Θεό και περιφρόνησαν το σωτήριο δώρο Του που λέγεται Ιησούς Χριστός, αλήθεια, που αλλού μπορούν να καταλήξουν;
Θεέ, κράτα με κοντά στην πηγή του ζωντανού τρεχούμενου νερού, που είσαι Εσύ Κύριε μου Ιησού Χριστέ!
(Α.Π.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
318. Να αγαπάς τη γήινη πατρίδα σου και τους άρχοντές της. Προ πάντος όμως να αγαπάς την ουράνια πατρίδα σου και τον Βασιλέα της. Αυτή η πατρίδα είναι ασύγκριτα πιο αξιαγάπητη από οιαδήποτε άλλη, γιατί σ’ αυτή βασιλεύουν η αγιότης, η άπειρος ωραιότης, η ίδια η αθανασία. Σου παρέχει αγαθά ασυγκρίτως πιο πολύτιμα από τα επίγεια αγαθά. Ο Βασιλεύς αυτής της πατρίδος δεν είναι θνητός άρχων, αλλά ο Αιώνιος Θεός. Αυτός σε έπλασε, εσένα και το κάθε τι στον κόσμο. Σε τίμησε με την αναγνώρισί σου ως τέκνου του. Σου ετοίμασε κληρονομία απερίγραπτο. Σου ετοίμασε αγαθά «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α’ Κορ. β’ 9). Αυτή η πατρίδα κατακτήθηκε για σένα με το πολύτιμο Αίμα του Υιού του Θεού. Αλλά για να πολιτογραφηθής σ’ αυτή, πρέπει να σέβεσαι και να αγαπάς τους νόμους της, όπως είσαι υποχρεωμένος να σέβεσαι τους νόμους της γήινης πατρίδος σου. Αλλοιώς δεν μπορείς να εισέλθης και να μένης σ’ εκείνη την ουράνια βασιλεία. Αγάπα επίσης και το πνευματικό σχολείο (την Εκκλησία), που σε προετοιμάζει για πολίτη εκείνης της πατρίδος.
319. Στην Εκκλησία έγκειται η πιο γλυκειά μας ελπίδα και προοπτική, η ειρήνη μας, η χαρά μας. Εκεί απαλασσόμαστε από την αμαρτία και αγιαζόμαστε. Εκεί μας αναγγέλλεται συχνά η αλήθεια της κοινής αναστάσεως, η νίκη κατά του θανάτου. Όποιος αγαπά τη ζωή, είναι επόμενο να αγαπά την Εκκλησία με όλη του την καρδιά. Στην Εκκλησία βρίσκεται ό,τι το καλύτερο, ό,τι το υψηλότερο, ό,τι το πολυτιμότερο, ό,τι το σοφώτερο, ό,τι το αγιώτερο. Η Εκκλησία είναι ο ουρανός επί γης.
320. Η Εκκλησία μας σώζει από το ξεπλάνεμα του κόσμου, από τη δυσωδία των παθών. Μας φωτίζει, μας αγιάζει, μας ενώνει με τον Θεό. Ας την αγαπήσουμε με την αγάπη που της έτρεφαν οι Άγιοι.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 136-137)
316. Αν όλοι οι ποιμένες ή λειρουργοί του Θεού και τα ποίμνιά τους προσεύχονταν άδολα και ομόθυμα, σαν με μία ψυχή, τι θα επιτυγχάναμε από τον Θεό! Τι ευλογίες και δωρεές άνωθεν θα κατέκλυζαν τη ζωή μας! Αυτές οι προσευχές είναι οι πιο θεάρεστες, οι πιο ικανές να κινήσουν το έλεος του Κυρίου. Ας μας αξιώση ο Κύριος να προσευχόμαστε όλοι με τέτοια ομοθυμία, που κινεί τον ουρανό.
317. Όσοι απορρίπτουν τις νηστείες, λησμονούν από τι προήλθε η πτώσις των πρωτοπλάστων στην αμαρτία: την ακράτεια. Λησμονούν και τι όπλο μας έδωσε ο ίδιος ο Χριστός εναντίον του πειρασμού και της πτώσεως, όταν πειράσθηκε στην έρημο και νήστευσε εκεί επί σαράντα ημέρες και νύκτες. Δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι η έλλειψις εγκρατείας ανοίγει στον άνθρωπο τους δρόμους της απομακρύνσεώς του από τον Θεό, όπως είναι η περίπτωσις των κατοίκων των Σοδόμων και της Γομόρρας και η άλλη εκείνη των συγχρόνων του Νώε. Πράγματι, η ακράτεια είναι η αιτία κάθε αμαρτίας. Όσοι αρνούνται τις νηστείες, αφαιρούν από τον εαυτό τους και από τους άλλους τα όπλα εναντίον της σαρκός, του Διαβόλου και του κόσμου. Δεν είναι στρατιώται του Χριστού, αλλά ριψάσπιδες, που τους αιχμαλωτίζει εύκολα η αμαρτία. Είναι επίσης τυφλοί, που δεν βλέπουν τη συνάφεια μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 135-136)
109. «Ιωσήφ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου» (Ματθ. α' 20)
Ο Άγγελος καλεί τον Ιωσήφ με το όνομά του. Οι πιστοί είναι γνωστοί «κατ’ όνομα» στον ουράνιο κόσμο. Οι άγιοι Άγγελοι γνωρίζουν τα ονόματά μας, άρα γνωρίζουν καλά ολόκληρη την ύπαρξί μας.
Ο Αρχάγγελος εν συνεχεία, προχωρεί στην ουσία του προβλήματος του Ιωσήφ: απαντά στους λογισμούς του. Εκείνος αμφιβάλλει για την πιστότητα της Παρθένου και ο Αγγελιοφόρος του ουρανού του δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και γι’ αυτό «να μη φοβηθή να δεχθή στο σπίτι του την Μαριάμ σαν μνηστή του».
Ο Θεός, απαντώντας στο πρόβλημα του Ιωσήφ δίνει ταυτόχρονα λύσι και στο πρόβλημα της Παρθένου.
Δεν υπάρχει καλύτερος συνήγορος για τις υποθέσεις μας από τον Θεό. Αρκεί να τις αναθέτωμε σ’ Αυτόν. Τότε Εκείνος θα τις φροντίζη και θα τις διεκπεραιώνη κατά τον καλύτερο τρόπο, θα χρησιμοποιή κάθε μέσο φυσικό ή υπερφυσικό, θα εργάζεται νύχτα και μέρα προκειμένου να φέρη σε πέρας την υπόθεσί μας: «Ή πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» μας εβεβαίωσε ο Κύριος (Ιω. ε’ 17). Ο Θεός μας είναι ο μόνος που δεν έχει ωράριο εργασίας — ώρες γραφείου, ώρες αναπαύσεως κλπ. Εργάζεται συνεχώς για τον άνθρωπο· για τον καθένα· για την κάθε υπόθεσί του και μάλιστα δωρεάν, χωρίς καμμιά αμοιβή... Τις περισσότερες φορές η αμοιβή του είναι η αχαριστία και η αγνωμοσύνη του ανθρώπου.
Ας μάθωμε να εμπιστευώμαστε όλες τις υποθέσεις και τα προβλήματά μας σ' Εκείνον!
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Η Πρώτη", εκδ. Γρηγόρη, σ. 135-136)
ΒΑΣΑΝΙΖΑΝ καποτε, για πολύ καιρό, οι λογισμοί του τον Αββά Γελάσιο να φύγει από το κελλί του και να πάει να μείνει πολύ βαθιά στην έρημο. Αφού είδε πως, μ’ όλη την γενναία αντίσταση, δεν υποχωρούσαν, είπε ένα βράδυ στον μαθητή του:
- Ό,τι κι αν με δεις να κανω αύριο, μην παραξενευτείς, ούτε να μου μιλήσεις καθολου.
Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, πήρε το ραβδί του κι άρχισε να πηγαίνει πέρα-δώθε μέσα στην μικρή αυλή του. Όταν κουραζόταν, καθόταν λίγο και πάλι άρχιζε το περπάτημα. Αυτό έγινε ολόκληρη την ημέρα. Όταν βράδιασε, είπε στον λογισμό του:
- Όποιος περπατά στην έρημο, δεν τρώει ψωμί, χορταίνει με αγριόχορτα. Εσύ όμως, που είσαι γέρος και ασθενικός, φάε λίγα λάχανα.
Έκοψε μερικά λαχανόφυλλα, που είχε στο μικρό του περιβολι, κι αφού τα έφαγε, είπε πάλι στον εαυτό του:
- Βαθιά στην έρημο δεν βρίσκεις στέγη.
Έτσι ξάπλωσε καταγής, έξω από το κελλί του και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, καθώς και την τρίτη, έκανε τα ίδια. Μα τόσο πολύ κουράστηκε, που έχασε τελείως τις δυνάμεις του. Τότε είπε αυστηρά στον εαυτό του, επιτιμώντας τον λογισμό που τον βασανιζε:
- Αφού δεν έχεις δύναμη να κάνεις τα έργα της ερήμου, τί ζητάς αναχώρηση; Κάθισε υπομονετικά στο κελλί σου και κλαίγε τις αμαρτίες σου, για να σωθείς.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 170)
131. Είναι τα αγαθά έργα αξιόμισθα;
Σε αντίθεση με την προτεσταντική αρχή η οποία αποκλείει τα αγαθά έργα εκ της δικαιώσεως και σωτηρίας, δεχόμενη ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνο από τη χάρη του Θεού δια της πίστεως, η ορθόδοξη πίστη αναγνωρίζει τη θέση των αγαθών έργων στη δικαίωση, όχι βέβαια εκείνων που γίνονται κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως (γιατί η ψυχή του ανθρώπου είναι ακόμα μολυσμένη), αλλά των έργων που γίνονται με την πνοή της χάριτος στις αναγεννημένες ψυχές, απονέμοντας σ’ αυτά σχετική αξιομισθία. Τα αγαθά έργα, ως καρποί και ένδειξη της ζωντανής πίστεως, αποτελούν απαραίτητη υποκειμενική συνθήκη για τη σωτηρία του ανθρώπου. Σώζονται μόνο οι άξιοι πιστοί, αυτοί που με τη χάρη του Θεού αξιοποιούν στη ζωή τους το αγαθό της δικαιώσεως. Λέγουμε δε σχετική αξιομισθία, για να την αντιδιαστείλουμε από την απόλυτη, η οποία δεν ταιριάζει στα πλάσματα.
Και είναι βέβαια αλήθεια —όπως είδαμε στα προηγούμενα— ότι σε αρκετά χωρία της Αγίας Γραφής η δικαίωση και σωτηρία του ανθρώπου είναι έργο της θείας χάριτος. Στα χωρία όμως αυτά δεν αποκλείεται ρητά η σχετική αξιομισθία των αγαθών έργων. Έτσι στο κλασικό χωρίο, στο οποίο επιμένουν πολύ οι Διαμαρτυρόμενοι: «τη χάριτι εστε σεσωσμένοι δια της πίστεως και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον· ουκ εξ έργων ίνα μη τις καυχήσηται», τίποτε δεν λέγεται περί δικαιώσεως χωρίς έργα, ή ότι η ηθική ζωή δεν ασκεί ροπή επί της σωτηρίας των χριστιανών. Ο Απόστολος λέγει γενικά στους Εφεσίους, ότι εσείς που ζούσατε στα σκοτάδια της ειδωλολατρίας, σωθήκατε με τη δωρεά της χάριτος του Θεού, μη μπορώντας έτσι να καυχηθείτε για τα όποια καλά έργα σας.
Η γενικώτερη όμως διδασκαλία της Γραφής συνηγορεί υπέρ της σχετικής αξιομισθίας των αγαθών έργων. Σε πλήθος χωρίων της η αιώνια ζωή παρουσιάζεται ως αμοιβή, η δε σωτηρία τίθεται σε ουσιώδη συνάφεια με τ αγαθά έργα. Θα μνημονεύσουμε απλά τη Β' προς Κορινθ. επιστολής (5,10), όπου λέγεται: «Τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος, προς ά έπραξεν είτε αγαθόν είτε κακόν» και της περικοπής Ματθ 25,31-46, όπου οι άνθρωποι θα συναχθούν ενώπιον του κριτηρίου του Χριστού για να κριθεί έκαστος ανάλογα με τα έργα του, αγαθά η κακά, κληρονομώντας αντίστοιχα είτε την αιώνια ζωή είτε την αιώνια κόλαση.
Οι αιτιάσεις των Διαμαρτυρομένων, ότι η ορθόδοξη περί αγαθών έργων αντίληψη αίρει το απόλυτο της θείας χάριτος, μειώνει την αξιομισθία του έργου του Χριστού και εκτρέφει τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση στις ψυχές των ανθρώπων, μπορεί μεν να έχουν βάση σε περιπτώσεις εκτροπής από το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα σε αστήρικτες ψυχές, όχι όμως και σ’ εκείνες που με φόβο και τρόμο κατεργάζονται τη σωτηρία τους. Τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση εκτρέφουν τα έργα του παλαιού νόμου, τα οποία τόσο έντονα καυτηρίασε ο Παύλος. Άλλωστε τα αγαθά έργα, ως ήδη σημειώσαμε, είναι σχετικώς αξιόμισθα. Δεν είναι αυτοδύναμα, αλλά προϊόντα της χάριτος του Θεού, ο οποίος αμείβοντας αυτά στεφανώνει τα ίδια τα έργα του.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 187-188)
130. Ποιοι είναι οι όροι της δικαιώσεως κατά τους Διαμαρτυρομένους;
Κατά την προτεσταντική εκδοχή κύριος και αποκλειστικός όρος της δικαιώσεως είναι η πίστη. Σ’ αυτή δεν έχουν θέση τα όποια έργα του ανθρώπου είτε κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως είτε μεταταύτα. Ο αποκλεισμός των αγαθών έργων από τη δικαίως και σωτηρία είναι φυσική ακολουθία των περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως του ανθρώπου διδαγμάτων τού Προτεσταντισμού. Εφόσον κατά τη βασική προτεσταντική αρχή δια της πτώσεως καταστράφηκε ολοσχερώς το «κατ’ εικόνα» με συνέπεια να νεκρωθεί η πνευματική φύση τού ανθρώπου, ό,τι καλό κι αν κάνει αυτός φέρει το χαρακτήρα της αμαρτίας και είναι αδύνατο να συμβάλει στη σωτηρία του. Επομένως μόνο δια της χάριτος και της αγάπης του Θεού μπορεί να δικαιωθεί και να σωθεί ο αμαρτωλός. Σ’ αυτήν ανάγεται ο άνθρωπος αποκλειστικά δια της πίστεως, η οποία είναι η αρχή, το μέσον και το τέλος της σωτηρίας. Η σώζουσα πίστη δεν είναι φυσικά η απλή αποδοχή των αληθειών της θείας αποκαλύψεως, έργο δηλαδή νοητικό, Αλλά η πεποίθηση στη χάρη του Θεού και η αφοσίωση στην αξιομισθία του Χριστού, με τη δύναμη της οποίας συγχωρούνται οι Αμαρτίες.
Η πίστη φυσικά θα έχει σαν φυσική ακολουθία της καλούς καρπούς, την αγάπη και τα αγαθά έργα. Όπως όμως αυτά παρόντα τίποτε δεν συνεισφέρουν στη δικαίωση του ανθρώπου, έτσι και απόντα δεν μπορούν να την παραβλάψουν. Τα αγαθά έργα είναι φυσικά αναγκαία· η αναγκαιότητα όμως αυτή οφείλεται στο ότι είτε είναι εντάλματα του Θεού είτε ότι είναι καρποί της πίστεως. Προς τη σωτηρία όμως δεν έχουν καμία σχέση ούτε συμβάλλονται στη δικαίωση ή στην αύξηση της δικαιώσεως ή και στην παραμονή στη χάρη, καθόσον οι πιστοί φρουρούνται «εν δυνάμει Θεού δια πίστεως εις σωτηρίαν ετοίμην αποκαλυφθήναι εν καιρώ εσχάτω».
Ηπιότερη είναι η περί αγαθών έργων διδασκαλία της Αγγλικανικής Εκκλησίας (χωρίς βέβαια να εξομαλύνονται πλήρως οι διαφορές της με την ορθόδοξη αντίληψη), η οποία στο 12ο άρθρο της λέγει, ότι τα αγαθά έργα αν και είναι ο καρπός της πίστεως και ακολουθούν στη δικαίωση, δεν μπορούν μεν να εκπλύνουν τις αμαρτίες μας και να αντέξουν στην αυστηρότητα της κρίσεως του Θεού, όμως είναι αρεστά στο Θεό εν Χριστώ, εκπηγάζοντα αναγκαίως από την αληθινή και ζωντανή πίστη, της οποίας εκφράζουν τη ζωτικότητα και δια των οποίων αυτή γνωρίζεται, όπως γνωρίζονται τα δένδρα από τους καρπούς τους.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 185-187)
129. Ποια είναι η περί δικαιώσεως διδασκαλία των Διαμαρτυρομένων;
Η περί δικαιώσεως του ανθρώπου προτεσταντική εκδοχή δεν είναι όμοια με την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική. Δεν είναι εσωτερική αναγέννηση της ψυχής δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος, όπως δέχονται αυτές, αλλά εξωτερική από το Θεό ανακήρυξη του ανθρώπου ως δικαίου, χωρίς να καταλογίζονται σ’ αυτόν οι αμαρτίες του, ένεκα της δικαιοσύνης του Χριστού. Είναι απλά μια δικαστική απόφαση του Θεού, χωρίς το εσωτερικό περιεχόμενο του πράγματος. Η Αυγουσταία Ομολογία λέγει: «Δικαιούν κατά την δικανικήν συνήθειαν σημαίνει απολύειν τον ένοχον και κηρύττειν δίκαιον, αλλά δια ξένην δικαιοσύνην, την μεταδιδομένην εις η μας δια της πίστεως», ο δε τύπος της Συμφωνίας: «Το ρήμα δικαιούν εν τω έργω τούτω σημαίνει απλώς κηρύττειν τινά δίκαιον, απολύειν απλώς από των αμαρτημάτων και των αιωνίων δι’ αυτά ποινών δια την δικαιοσύνην του Χριστού, την από του Θεού τη πίστει καταλογιζομένην».
Τα διδάγματα αυτά του Προτεσταντισμού, επηρεαζόμενα από την περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως του ανθρώπου διδασκαλία τους, δεν είναι σωστά. Η εξωτερική δικαστική απόφαση και η κήρυξη ενός ως δικαίου ισχύει μόνο για τους ανθρώπους, οι οποίοι κρίνοντες εξωτερικά και επί τη βάσει αποδείξεων, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν το εσωτερικό βάθος της ψυχής του ανθρώπου και μπορούν καμιά φορά ελλείψει μαρτυριών και τεκμηρίων ν’ ανακηρύξουν ένοχο τον αθώο και αντίστροφα αθώο τον ένοχο. Στον πάνσοφο όμως και δίκαιο Θεό δεν ισχύουν τέτοιες κρίσεις. Παρόλο ότι υπάρχουν χωρία στη Γραφή με την έννοια της δικαστικής αποφάσεως, όμως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ανακήρυξη από το Θεό κάποιου ως δικαίου δεν μπορεί να είναι άσχετη προς την εσωτερική του δικαίωση που δημιουργεί η χάρη του Θεού.
Αν δεν συμβαίνει αυτό, ο Θεός κρίνει ψευδώς ανακηρύσσοντας δίκαιο τον άδικο, πράγμα που φθείρει βάναυσα την έννοια της θείας αγιότητας και δικαιοσύνης. Το χωρίο της Γραφής «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου... δικαιωθήσονται», εντάσσεται στη σειρά της πιο πάνω σκέψεως. Στη μέλλουσα ζωή ο Θεός θ’ αναγνωρίσει ως δίκαιους όχι τους ακροατές αλλά τους ποιητές του νόμου. Η αναγνώριση όμως αυτή — για να είναι αληθινή— προϋποθέτει την εσωτερική δικαιοσύνη του ανθρώπου, στην οποία έφτασε αυτός με τη βοήθεια του Θεού. Αλλά και όλες οι άλλες θέσεις της Γραφής, όπου η έννοια της δικαιώσεως περιγράφεται ως έκπλυση των αμαρτιών δια του αίματος του Χριστού, ως εσωτερική ανακαίνιση και αγιασμός, αντίκεινται προς την έννοια της δικαιώσεως ως εξωτερικής πράξεως του Θεού. Δεν πρέπει, λοιπόν, να χωρίζονται οι έννοιες «δικαίωσις» και «αγιασμός», Αλλά να βρίσκονται σε οργανικό σύνδεσμο σαν δύο σκέλη της αυτής πραγματικότητας. Ο αγιασμός βέβαια ακολουθεί στη δικαίωση, επιτυγχανόμενος με τη συνέργεια Θεού και ανθρώπου όμως δεν πρέπει ν’ αποχωρίζεται εκείνης, αποτελώντας τη δυναμική αξιοποίηση της δικαιώσεως.
Αλλά και η έννοια της αμαρτίας ως πραγματικής καταστάσεως στον άνθρωπο, η οποία τον αποξενώνει από τον Θεό, φθείροντας την υπόστασή του, κρατύνει την αντίληψη της δικαιώσεως ως θετικής καταστάσεως, ως πραγματικής αναγεννήσεως της φύσεώς του. Ότι, τέλος, και το λυτρωτικό έργο του Χριστού ως ανακαίνιση και θέωση της φύσεως του ανθρώπου, χάνει με την προτεσταντική εκδοχή το αληθινό νόημά του, δεν είναι δύσκολο να καταδειχθεί.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 184-185)