132. Υπάρχουν δύο δικαιώσεις;
Η θεωρία περί δύο δικαιώσεων διατυπώθηκε από προτεστάντες θεολόγους, υιοθετηθείσα και από ορθοδόξους (Αντώνιος, Μακάριος, Δαμαλάς) για να συμβιβασθεί η διδασκαλία της Γραφής, η οποία άλλοτε μεν ομιλεί περί δικαιώσεως και σωτηρίας εκ πίστεως, άλλοτε δε δια πίστεως ενεργουμένης εν αγάπη. Κατά τη θεωρία, η δικαίωση δια πίστεως τελείται εδώ κάτω στη γη, ενώ η δεύτερη δια πίστεως και αγαθών έργων θα γίνει κατά την καθολική κρίση. Ο Χριστός δηλαδή όσους εδικαίωσε κατά το βαπτισμα δια της πίστεως, θα δικαιώσει για δεύτερη φορά κατά την κρίση με βάση την πίστη και τα αγαθά έργα τους. Στη δεύτερη περίπτωση η δικαίωση συμπίπτει με τη σωτηρία.
Σχηματικά η θεωρία αυτή είναι ορθή. Δεδομένου δε, οτι όσοι δικαιώνονται στο βάπτισμα δεν διαπτύσσουν τη δικαίωσή τους σε βίο θεοφιλή και ενάρετο προαγόμενοι με τη βοήθεια της χάριτος στο πεδίο του αγιασμού, είναι λογικό ο Θεός να σώσει μόνο εκείνους που πίστευσαν και συγχρόνως παρήγαγαν έργα αγαθά. Ουσιαστικά όμως φαίνεται περιττή και χωρίς περιεχόμενο η διαίρεση της μίας δικαιώσεως σε δυο, στην επίγεια και την επουράνια. Η δεύτερη δικαίωση δεν είναι τίποτε άλλο από την έσχατη κρίση του Θεού, ο οποίος θα κρίνει και θα σώσει τον κόσμο, σταθμώμενος τη δικαίωση που έφερε ο άνθρωπος κατά τη στιγμή του θανάτου του, αν δηλαδή οικειοποιήθηκε το λυτρωτικό έργο του Χριστού, έζησε με πίστη στο Σωτήρα και παρήγαγε έργα αγαθά και ενάρετα. Η μία δηλαδή πίστη η εν αγάπη ενεργουμένη, η οποία αποτελεί την ουσία της δικαιώσεως, απλά θα επιβραβευθεί από το Θεό ως σωτηρία πλέον και είσοδος στη βασιλεία των ουρανών.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 188-189)
Με τον πόνο μας επισκέπτεται ο Χριστός
Ανθρωπος που δεν περνάει δοκιμασίες, που δεν θέλει να πονάει, να ταλαιπωρήται,
που δεν θέλει να τον στενοχωρούν ή να του κάνουν μια παρατηρήση,
αλλά θέλει να καλοπερνάει, είναι εκτός πραγματικότητος.
«Διήλθομεν δια πυράς και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν», λέει ο Ψαλμωδός.
Βλέπεις, και η Παναγία μας πόνεσε και οι Άγιοι μας πόνεσαν,
γι’ αυτό και εμείς πρέπει να πονέσουμε, μια που τον ίδιο δρόμο ακολουθούμε.
Με την διαφορά ότι εμείς, όταν έχουμε λίγη ταλαιπωρία σ’ αυτήν την ζωή,
ξοφλούμε λογαριασμούς και σωζόμαστε. Αλλά και ο Χριστός με πόνο ήρθε στην γή.
Κατέβηκε από τον Ουρανό, σαρκώθηκε, ταλαιπωρήθηκε, σταυρώθηκε.
Και τώρα ο Χριστιανός την επίσκεψη του Χριστού έτσι την καταλαβαίνει, με τον πόνο.
Όταν επισκέπτεται ο πόνος τον άνθρωπο, τότε του κάνει επίσκεψη ο Χριστός.
Ενώ, όταν δεν περνάει ο άνθρωπος καμιά δοκιμασία, είναι σαν μια εγκατάλειψη του Θεού.
Ούτε ξοφλάει, ούτε αποταμιεύει. Μιλάω βέβαια για έναν ο οποίος δεν θέλει την κακοπάθεια
για την αγάπη του Χριστού. Σου λέει: «Έχω την υγεία μου, έχω την όρεξή μου, τρώω, περνάω μια χαρά, ήσυχα...»,
και δεν λέει ένα «δόξα Σοι ο Θεός». Τουλάχιστον, αν αναγνωρίζει όλες αυτές τις ευλογίες του Θεού,
κάπως τακτοποιείται η υπόθεση. «Δεν μου άξιζαν αυτά, να πει, αλλά, επειδή είμαι αδύνατος,
γι’ αυτό ο Θεός με οικονομάει». Στον βίο του Αγίου Αμβροσίου αναφέρεται ότι κάποτε ο Άγιος
φιλοξενήθηκε με την συνοδεία του στο σπίτι κάποιου πλουσίου.
Βλέποντας ο Άγιος τα αμύθητα πλούτη του τον ρώτησε αν είχε καμμιά φορά δοκιμάσει κάποια θλίψη.
«Όχι, ποτέ, του απάντησε εκείνος. Τα πλούτη μου συνέχεια αυξάνονται, τα κτήματά μου ευφορούν, ούτε πόνο έχω,
ούτε αρρώστια είδα ποτέ». Τότε ο Αγιος δάκρυσε και είπε στην συνοδεία του: «Ετοιμάστε τα αμάξια
να φύγουμε γρήγορα από ’δώ, γιατί αυτόν δεν τον επισκέφθηκε ο Θεός!».
Και μόλις βγήκαν στον δρόμο, το σπίτι του πλουσίου βούλιαξε! Η καλοπέραση που είχε ήταν εγκατάλειψη Θεού.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 194-195)
"Βοήθεια στο στήσιμο γεωργοκτηνοτροφικής μοναδας"
Ο συγγενής μου ήθελε να κάμει μια γεωργοκτηνοτροφική μονάδα στο χωριό του.
Είχε συμβουλευτεί προηγουμένως το Γέροντα, ο οποίος συμφώνησε μαζί του.
Ήθελε λοιπόν να κάνει μια γεώτρηση μέσα στο κτήμα του και πήγε στο Γέροντα,
για να ζητήσει τη συμβουλή του. Τότε ο Γέρων Πορφύριος,
ο οποίος ουδέποτε είχε κάνει στο χωριό του, άρχισε να του κάνει μια πλήρη
και λεπτομερέστατη τοπογραφική περιγραφή του κτήματος, υποδεικνύοντάς του
το συγκεκριμένο σημείο, όπου θα έπρεπε να κάνει τη γεώτρηση, και λέγοντάς του μάλιστα
στα πόσα ακριβώς μέτρα κάτω από τη γη θα έβρισκε νερό.
Πράγματι, όταν ο συγγενής αυτός πήρε ειδικούς γεωλόγους και πήγαν στο κτήμα,
αυτοί εντόπισαν το νερό, όπως ακριβώς του το είχε υποδείξει ο Γέρων Πορφύριος,
μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας.
[Ί 113]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ.Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.182)
Αναβολή
Καμιά για το ύψος του ουρανού
Βλέπεις πόσο είναι το ύψος του ουρανού;
Ξέρεις πόσο λίγος είναι ο χρόνος της παρούσης ζωής;
Γνωρίζεις ότι είναι άγνωστη η στιγμή του θανάτου μας;
Λοιπόν, να μη χρονοτριβείς,
να μην αναβάλλεις, αλλά με μεγάλη φροντίδα
και γρήγορα ασχολήσου με την αποδημία σου,
ώστε σε λίγο χρόνο ν’ ανέβεις και δύο και τρία
και δέκα και είκοσι σκαλοπάτια (αρετής).
Ε.Π.Ε. 6, 614
του Θεού, για μετάνοια
Η αναβολή του Θεού είναι ευκαιρία για μετάνοια.
Τον αμετανόητο όμως χειρότερα τον κολάζει.
Ε.Π.Ε. 7, 268
δεν παίρνει καθόλου
Ο πεινασμένος λειώνει, ο γυμνός παγώνει,
αυτός που ‘χει ανάγκη, πνίγεται, και συ
αναβάλλεις για αύριο την ελεημοσύνη;
Περιφρονείς, λοιπόν τόσες εντολές του Θεού.
Βουλώνεις τ’ αυτιά σου με τη φιλαργυρία σου;
Ε.Π.Ε. 7,342
όχι, προκειμένου για το Χριστό
Πρόσεχε και την πίστη των αποστόλων και την υπακοή τους.
Μόλις άκουσαν να τους καλεί ο Χριστός, δεν ανέβαλαν,
δεν έβαλαν κάτι πάνω απ’ αυτό, δεν είπαν:
Ας πάμε για λίγο στο σπίτι μας, να συζητήσουμε με τους δικούς μας...
Όλα τα άφησαν και ακολούθησαν, όπως ακριβώς κι εκείνος ο Ελισαίος την εποχή του Ηλία.
Τέτοια υπακοή ζητάει ο Χριστός από μας,
ώστε ούτε στιγμή να μην αναβάλουμε,
έστω κι αν κάτι απ’ τα θεωρούμενα αναγκαία
φαίνεται ως κατεπείγον.
Ε.Π.Ε. 9,446
«δεν έχω καιρό»
Υπάρχει τρομερός κίνδυνος και φόβος μεγάλος με την αναβολή.
Αν δεν αναβάλλεις, είναι ολοφάνερη η σωτηρία και η ασφάλεια σου...
Να μη λες, έχω καιρό, όταν πρέπει θα επιστρέψω.
Διότι τέτοια λόγια πολύ παροργίζουν το Θεό.
Ε.Π.Ε. 19,570
του Θεού, για μετάνοια
Σταμάτα. Κάνε μεταβολή και ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο.
Ομολόγησε χάρη στο Θεό,που δεν σε πήρε την ώρα,
που ήσουν βουτηγμένος στις αμαρτίες.
Μη ζητάς και άλλη προθεσμία να κάνεις κακά έργα.
Πολλούς πήρε ο Θεός την ώρα, που τους κυβερνούσε η πλεονεξία και πήγαν σε δίκη αυτόφωρη.
Φοβήσου μήπως το πάθεις και συ και δεν μπορέσεις ούτε ν’ απολογηθείς.
Σε πολλούς βέβαια έδωσε προθεσμία ο Θεός να
εξομολογηθούν στα βαθιά τους γερατειά.
Ε.Π.Ε. 19,572
στα γεράματα
Τόσο χρόνο δίνει ο φιλάνθρωπος Θεός, κι ο άνθρωπος μένει στα ίδια.
Αυτός, κι αν ακόμα γεράσει, θα ‘ναι ράθυμος.
Η σκέψις του λέει: Είμαι ογδόντα. Έχω καιρό μέχρι τα ενενήντα.
Μετά τα ενενήντα λέει "Έχω καιρό μέχρι τα εκατό. Θα ζήσω κι άλλο."
Κι έτσι περνάει όλη η ζωή μάταια. Τώρα είναι ο καιρός της δωρεάς.
Ε.Π.Ε. 19,572
Ας μην απελπίζεται κανένας
Τότε θα είναι ο καιρός της απογνώσεως, όταν θα κλείνεται ο Νυμφώνας,
όταν θα μπει ο Βασιλιάς να δει εκείνους που βρίσκονται μέσα,
όταν θ’ απολαύσουν τη χαρά του παραδείσου εκείνοι που θ’ αξιωθούν.
Δεν εφτασε ακόμα η ώρα. Το θέατρο της παρούσης ζωής ακόμα λειτουργεί.
Ο αγώνας ακόμα συνεχίζεται. Το βραβείο ακόμα είναι αβέβαιο.
Ε.Π.Ε. 24,384
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 169-171)
" Ο πειρασμός στη νοερή προσευχή "
Ένας αδελφός έκανε πολλή και καθαρή προσευχή. Όμως μου παραπονιόταν συνεχώς που ο Παππούλης μας μιά μέρα τον σταμάτησε σ' αυτό το είδος προσευχής που έκανε και του είπε ν' ασχοληθεί με τις τυπικές προσευχές που κάνουμε μέσα από τα βιβλία της Εκκλησίας μας.
Του επέτρεψε όμως να ασχολείται με την νοερή προσευχή μόνο δέκα λεπτά την ημέρα. Μετά από επτά ή οκτώ χρόνια από τότε, καθώς μετέφερε μιά μέρα τον Παππούλη από τα Καλλίσια στην Αθήνα με το αυτοκίνητό του, στο δρόμο καθώς πήγαινε, είδε ο Γέροντας να ανηφορίζει μιά γυναίκα και του είπε να σταματήσει. Τότε ο Παππούλης της έπιασε τη συζήτηση και άρχισε να τη ρωτάει για τον πατέρα της, ο οποίος είχε γίνει μοναχός, πώς τα πάει εκεί και σε τί κατάσταση βρίσκεται. Αφού τελείωσε τη συζήτηση μαζί της, του είπε:
" Ξέρεις, ο πονηρός, από την πολλή προσευχή που έκανε ο πατέρας της, που είναι μοναχός, του έφερνε πολλή ηδονή και του δημιουργούσε άλλες αισθησιακές καταστάσεις.
Θυμάσαι προ ετών σου είχα πει να σταματήσεις την προσευχή ;
Ε ! τότε προσπαθούσε να κάνει και σε σένα το ίδιο ". Ύστερα από αυτό που του είπε ο Παππούλης, ένιωσε ευχαρίστηση ο αδελφός, και σταμάτησε να μου παραπονιέται.
[Τζ 128]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.383-384)
Η δύναμη της νηστείας
Ανέβασαν κάποτε στη σκήτη των πατέρων ένα δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους. Εκείνοι όμως, από ταπείνωση, απέφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος γέροντας τον λυπήθηκε, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό που είχε στη ζώνη του, και έδιωξε το πονηρό πνεύμα.
-Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, του είπε εκείνο, θα μπω μέσα σου.
-Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο γέροντας.
Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο και τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια! Υπέμενε με καρτερία τον πόλεμο, αλλ’ αντιπολεμούσε κι εκείνος τον εχθρό με υπεράνθρωπη νηστεία και ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του μαγειρευμένη τροφή!
Νικημένο τέλος το δαιμόνιο από τον ακατάπαυστο αγώνα, απομακρύνθηκε.
-Γιατί φεύγεις; το ρώτησε ο γέροντας. Εγώ πάντως δεν σε διώχνω.
-Με αφάνισε η νηστεία σου! κραύγασε εκείνο κι έγινε άφαντο.
(Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 112-113)
Ο ελεήμων πατριάρχης
Αν ζητούσε κανείς στην παράδοση της Εκκλησίας μας έναν άγιο που να ενσαρκώνη κατά τον καλύτερο τρόπο τον «ιλαρόν δότην» που « αγαπά ο Θεός», θα σταματούσε σ’ έναν ιεράρχη, που γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα ονομάστηκε Ιωάννης ο Ελεήμων (+ 619). Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε χωρίς υπερβολή πως ολόκληρος ο βίος του ήταν μια διαρκής ελεημοσύνη. Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Κύπρο. Ήταν πολύ ευκατάστατος. Η αγάπη που του ενέπνεε ο Χριστός για τους συνανθρώπους του, έβρισκε την ευκαιρία να εκδηλωθή πλουσιοπάροχα. Και όσο μοίραζε στους φτωχούς, τόσο ο Θεός τού έδινε περισσότερα αγαθά. Τα καλά έργα του τον έκαναν γνωστό σε όλη την Κύπρο. Η φήμη του έφτασε μέχρι την Κωνσταντινούπολη! Και όταν εκοιμήθη ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, η σκέψη όλων στράφηκε στον Ιωάννη. Αλλά εκείνος με κανένα τρόπο δεν ήθελε να δεχτή ν’ αναλάβη την πατριαρχεία. Ο αυτοκράτωρ όμως Ηράκλειος επέμενε. Το ίδιο και ο λαός. Έτσι ο Ιωάννης αναγκάστηκε να υποχωρήση. Μόλις έγινε πατριάρχης, αμέσως κάλεσε στο γραφείο του τους ιερείς της Αλεξανδρείας που είχαν την φροντίδα των φτωχών, και τους είπε: -Πηγαίνετε στην πόλη και μάθετε πόσοι είναι οι κύριοι μου. Εκείνοι τον κοίταξαν έκπληκτοι! Δεν κατάλαβαν τί εννοούσε. Τους εξήγησε λοιπόν: -Εννοώ αυτούς που συνήθως οι άνθρωποι τους ονομάζουν φτωχούς. Αυτοί είναι οι δικοί μου κύριοι. Σε λίγες μέρες οι ιερείς τού έφεραν επτάμιση χιλιάδες ονόματα φτωχών που είχαν απόλυτη ανάγκη βοηθείας. Όλους αυτούς φρόντισε μα κάθε τρόπο να τους βοηθήση. Αγαπούσε τόσο πολύ τους άλλους, ώστε λησμονούσε τον ίδιο τον εαυτό του. Ζούσε φτωχικά. Δεν μπορούσε να ησυχάση όταν σκεφτόταν ότι αυτός τα είχε όλα, ενώ άλλοι ίσως να μην είχαν ένα κομμάτι ψωμί. Γι’ αυτό έδινε, έδινε μέχρι του σημείου να μην έχη τίποτε ο ίδιος. Το ράσο του ήταν παλιό και τριμμένο. Και το δωμάτιό του σχεδόν άδειο. Κάποτε ένας άρχοντας έτυχε να δη σε τί φτωχική στρωμνή αναπαυόταν ο πατριάρχης. Αγόρασε λοιπόν ένα ακριβό πάπλωμα και του το χάρισε. Εκείνος το δέχτηκε. Το βράδυ ξάπλωσε και σκεπάστηκε με το πολυτελές πάπλωμα. Μα του ήταν αδύνατο να κλείση μάτι! Στον νου του ερχόταν η εικόνα τόσων φτωχών ανθρώπων που θα έτρεμαν από το κρύο. Την άλλη μέρα πρωί –πρωί έστειλε και πούλησε το πάπλωμα και με τα χρήματα που πήρε έντυσε πολλούς φτωχούς, όπως γράφει ο βιογράφος του Λεόντιος. Τί συνέβη όμως; Συμπτωματικά το βλέπει ο άρχοντας που του το είχε αγοράσει, το αγοράζει πάλι και το ξαναστέλνει στον πατριάρχη. Αλλά ο άγιος το ξαναπούλησε και έντυσε άλλους φτωχούς! Αυτό έγινε και ξανάγινε, ώσπου κάποτε συναντήθηκαν ο πατριάρχης και ο δωρητής. Ο άγιος χαμογέλασε και του είπε: -Για να δούμε ποιος από τους δύο θα κουραστή πρώτος, εγώ να πουλώ το πάπλωμα ή εσύ να το αγοράζης; Τότε ο άρχοντας αποκρίθηκε: -Υπάρχει κίνδυνος να κρυολογήσετε, και τί θα γίνουν τόσες χιλιάδες φτωχοί; -Σ’ευχαριστώ πολύ για το ειλικρινές σου ενδιαφέρον, απάντησε ο πατριάρχης, αλλά πώς μπορούσα να ησυχάσω εγώ και να κοιμηθώ, όταν γύρω μου τόσα παιδιά μου υποφέρουν; Μπορεί ποτέ να καλοπερνά ο πατέρας, όταν στερούνται και δεινοπαθούν τα παιδιά του; Ο άρχοντας κατάλαβε ότι είχε δίκιο ο άγιος και δεν ξαναμίλησε. Κάποτε ο άγιος έμαθε πως ένας φτωχός ήταν σε πολύ μεγάλη στενοχώρια, μα ντρεπόταν να ζητήση χρήματα εμπρός στους ανθρώπους. Πάει λοιπόν ο πατριάρχης τη νύχτα κρυφά μοναχός του και του δίνει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο φτωχός γονάτισε και του φίλησε τα πόδια κλαίγοντας. -Σταμάτα, του αποκρίνεται εκείνος. Ακόμα δεν σταυρώθηκα, ούτε έχυσα το αίμα μου για σένα, όπως έκανε ο Χριστός για όλους μας.
( Η θύρα του ελέους)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.121-123)
Σήμερα, Χριστέ μου, όλα μού πήγαν στραβά! Άργησα το πρωί να σηκωθώ για τη δουλειά παρόλο που κάθε βράδυ προσεύχομαι στο φύλακα άγγελό μου να με ξυπνάει στην ώρα μου! Ύστερα Σε παρακάλεσα να προλάβω τα μέσα συγκοινωνίας όμως τα έχασα όλα για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα προσευχήθηκα να μη μου φωνάξει πάλι ο διευθυντής αλλά είχε κι αυτός δύσκολο πρωινό και ξέσπασε πάνω μου. Συνέχιζα όμως να προσεύχομαι ακόμα κι όταν έκανα συνέχεια λάθη και ζημιές. Έσπασε το κινητό μου στο δρόμο της επιστροφής, ήθελα λίγο να ηρεμήσω αλλά έκατσαν δίπλα μου κάποιοι άνθρωποι που φώναζαν και έβριζαν. Είπα ‘δεν πειράζει Χριστέ μου, σπίτι θα ηρεμήσω’. Αλλά κι εκεί η σύζυγος μου ήταν θλιμμένη και προβληματισμένη λόγω της υγείας της μητέρας της. Όλα τα αιτήματα που είχα κάνει για τους αδελφούς μου και τους άλλους ανθρώπους διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν εισακούστηκαν αλλά τα πράγματα πήγαιναν χειρότερα!
Γενικά, Χριστέ μου, ψάχνω να βρω κάτι καλό μέσα στη μέρα και δε βρίσκω. Όλα πήγαν ανάποδα. Τί καλό να βρω; Εκεί ήσουν και τα έβλεπες. Όμως ναι! Εκεί ήσουν! Τώρα Χριστέ μου που είμαι στην αγκαλιά Σου, βλέπω τα καλά της ημέρας! Ήταν μια υπέροχη μέρα τελικά! Παλιότερα, πριν Σε γνωρίσω, όταν είχα τέτοιες αναποδιές, μικρές ή μεγάλες, τα έβαζα μαζί Σου, και Σου έλεγα ότι δε με αγαπάς, νευρίαζα, έχανα την ψυχραιμία μου, τσακωνόμουν με όλους και απελπιζόμουν. Θυμάσαι; Τώρα όμως όχι! Ήμουν συνέχεια μαζί Σου εν προσευχή, δεν απογοητεύτηκα, ήμουν όπως κάθε μέρα γαντζωμένος πάνω Σου, χωρίς να σκεφτώ στιγμή πως δε με αγαπάς. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως θα άξιζα να με εγκαταλείψεις με όλα τα άσχημα που διαπράττω και όλα τα ευάρεστα σε Σένα που παραμελώ. Τώρα, Χριστέ μου, μέσα στην Αγάπη Σου συνειδητοποιώ πως ακόμα κι αν δε μου υλοποιήσεις κανένα απ’ τα αιτήματα που Σου ζήτησα, η αγάπη μου για Σένα δεν κλονίζεται! Και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό! Άλλωστε η κύρια μου προσευχή, το σημαντικότερο που Σου ζητάω είναι να Σε αγαπώ κάθε μέρα και πιο πολύ και μέσα από Σένα τους αδελφούς μου, τους ξένους, τους εχθρούς μου και όλη τη δημιουργία Σου. Αυτό το βλέπω να πραγματοποιείται!
Όλα τα άλλα πια μου φαίνονται μακρινά, αδιάφορα και πολύ ασήμαντα για να στενοχωριέμαι. Σκέφτομαι επίσης πως οι άσχημες μέρες θα μπορούσαν να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση και πως φυσικά σε Σένα οφείλεται αυτό. Επίσης Σε δοξολογώ επειδή και σήμερα, χωρίς να το γνωρίζω, με έχεις διαφυλάξει εμένα και όσους αγαπώ, από μυριάδες κακά που ούτε τα φανταζόμαστε! Έτσι, Χριστέ μου, κάνε με να θυμάμαι πως αν και όλα φαίνονται να πηγαίνουν στραβά κι ανάποδα, σημασία έχει να μην είμαι εγώ στραβός κι ανάποδος. Σε θερμοπαρακαλώ, κι αν έρθουν πιο άσχημες μέρες, εγώ να μην ξεκολλήσω από πάνω Σου και να Σ’ αγαπώ πάντα χωρίς να επηρεάζομαι από εξωτερικές καταστάσεις. Να Σ’ αγαπώ με όλο μου το είναι, ό, τι κι αν συμβεί!Σ’ ευχαριστώ!(Κ.Δ.Κ)
…Είναι αλήθεια ότι αυτή η γενιά είναι μπερδεμένη. Το μόνο πρόβλημα με μένα είναι ότι δεν είμαι μπερδεμένος και γνωρίζω πολύ καλά ποιο είναι το καθήκον του ανθρώπου: να λατρεύει το Θεό και τον Υιό Του και να προετοιμάζεται για τη ζωή στον επερχόμενο κόσμο, όχι να ζει άνετα κι ευτυχισμένα σ’ αυτόν τον κόσμο εκμεταλλευόμενος τον συνάνθρωπο του και ξεχνώντας το Θεό και τη Βασιλεία Του.
Αν ο Χριστός ερχόταν σήμερα σ’ αυτόν τον κόσμο, ξέρετε τι θα Του συνέβαινε; Θα Τον έκλειναν σε ψυχιατρείο και θα Τον υπέβαλαν σε ψυχοθεραπεία και το ίδιο θα έκαναν στους αγίους Του. Ο κόσμος θα Τον σταύρωνε σήμερα ακριβώς όπως το έπραξε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, διότι ο κόσμος δεν έχει μάθει τίποτα πέρα από το να κατεργάζεται ακόμη δολιότερες μορφές υποκρισίας.
…. Λέμε ότι ζούμε σε χριστιανική κοινωνία, αλλά αυτό δεν ισχύει. Ζούμε σε μια κοινωνία πιο ειδωλολατρική και πιο εχθρική προς το Χριστό, από εκείνη στην οποία ο Ίδιος γεννήθηκε… οι άνθρωποι μισούν την αλήθεια και γι’ αυτό ευχαρίστως θα ξανασταύρωναν το Χριστό αν ερχόταν ανάμεσα τους.
Είμαι Χριστιανός και θα προσπαθήσω να είμαι ένας έντιμος Χριστιανός… Μπορώ μόνο να ακολουθήσω τη συνείδησή μου. Δεν μπορώ να κοροϊδέψω τον εαυτό μου. Ξέρω ότι κάνω το σωστό. Αν αυτό που κάνω μοιάζει ανόητο στα μάτια του κόσμου, μπορώ μόνο να απαντήσω με τα λόγια του αποστόλου Παύλου: όλη η σοφία αυτού του κόσμου, δεν είναι παρά μωρία στα μάτια του Θεού. Αυτό είναι κάτι που ξεχνάμε πολύ εύκολα.
(απόσπασμα επιστολής του π. Σεραφείμ Ρόουζ προς τους γονείς του, τον Ιούνιο του 1964. Από το βιβλίο “π. Σεραφείμ Ρόουζ: Η ζωή και τα έργα του”, τόμος Α΄)
Γιατί θέλεις να κοινωνήσεις; Σκέψεις ενός Πνευματικού…
Ποιος είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο θέλεις να κοινωνήσεις; Να μερικές απαντήσεις που παίρνουμε… «Για να πάρω δύναμη». «Για να έχω προστασία». «Για να νιώσω γαλήνη, να αισθανθώ καλύτερα, δεν είμαι καλά». «Για να με βοηθήσει ο Θεός». «Για φώτιση». «Για να με έχει καλά στην υγεία μου, θα κάνω χειρουργείο, μια εξέταση…». «Γιατί είναι Πάσχα», «για να είμαι έτοιμος αν πεθάνω» κλπ..
Οπότε η Θ. Κοινωνία εδώ λειτουργεί πρωταρχικά και κυρίως ως φυλαχτό, φάρμακο ή ψυχοφάρμακο, προστασία, βοήθεια, παρηγοριά, έθιμο κλπ. Είναι κακή αυτή η προσέγγιση; Δεν είναι και όλα τα παραπάνω η Θ. Κοινωνία; Ασφαλώς και είναι και τα παραπάνω. Αλλά αυτός είναι ο κυρίως λόγος, ο πρώτος; Γι’ αυτό θέλω να κοινωνήσω;
Σε όλα τα παραπάνω πηγαίνω να κοινωνήσω τελικά μόνο ΓΙΑ ΜΕΝΑ! Για να «πάρω» εγώ, να «νιώσω» εγώ, να «αισθανθώ» εγώ, να «βοηθηθώ» εγώ… Δεν υπάρχει πουθενά Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Είναι σαν να παίρνω ένα παντοδύναμο θαυματουργό χαπάκι που κάνει πολλά καλά, ή, συγγνώμη για την παρομοίωση, κάτι σαν "μαγικό φίλτρο" γνωστού γαλλικού κόμικ. Μία πνευματική πολυβιταμίνη.
Ένα εύλογο υποθετικό ερώτημα λοιπόν είναι το εξής: Αν η Θ. Κοινωνία δεν πρόσφερε ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ από τα παραπάνω, θα πήγαινα να κοινωνήσω; Ούτε προστασία, ούτε προφύλαξη, ούτε δύναμη, ούτε φώτιση, ούτε γαλήνη, ούτε υγεία, ούτε τίποτα! Κανένα κέρδος, καμία ωφέλεια, παρά μόνο ένα πράγμα: σκέτη ένωση με τον Ιησού Χριστό. Θα πήγαινα;
Οπότε ποιος είναι ο ΠΡΩΤΟΣ, ΚΥΡΙΟΣ λόγος για τον οποίο θα έπρεπε να θέλω να κοινωνήσω; Μόνο ΕΝΑΣ. Η ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ! Εφόσον η Θ. Κοινωνία είναι ο ίδιος ο Χριστός ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ, άρα αφού αγαπώ το Χριστό, ΘΕΛΩ ΠΟΛΥ να ΕΝΩΘΩ, ΝΑ ΓΙΝΩ ΕΝΑ με το Χριστό. Ακόμη και τίποτα να μην πάρω από όλα τα παραπάνω, με νοιάζει ότι ενώνομαι μαζί Του. Δεν θέλω να πάρω κάτι από Αυτόν, αλλά Αυτόν τον ίδιο.
Θέλω να κοινωνήσω όχι για να πάρω από Αυτόν, αλλά και να ΔΩΣΩ ΚΑΙ ΕΓΩ σε Αυτόν. Όταν κάποιος αγαπά κάποιον δεν θέλει να παίρνει από αυτόν αλλά να του δίνει. Σκεφτείτε: Ο Χριστός μας αγαπά τόσο πολύ που μας δίνει το Σώμα και το Αίμα Του. Και εμείς λοιπόν όταν θέλουμε την ένωση μαζί Του θέλουμε κάτι να Του δώσουμε, την καρδιά μας, την απόφασή μας, τη μετάνοιά μας, την αφοσίωσή μας.
Γι’ αυτό θέλω να κοινωνήσω· για να πάρω την αγάπη Του και να Του δώσω την αγάπη μου. Ή όπως το είπε Εκείνος: «Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει αυτός μέσα μου και εγώ μέσα του» (Ιω. 6,56). Βλέπετε; Δεν λέει θα τον φωτίσω, βοηθήσω, γαληνέψω, προστατέψω, θα δώσω υγεία, φύλαξη κλπ. Αλλά «θα μείνω μέσα του». Πώς βλέπει ο ίδιος ο Χριστός τη Θεία Του Κοινωνία; Μόνο ως ένωση αγάπης! Τίποτα άλλο. Τα άλλα είναι παρεπόμενα. Απλούστατα λοιπόν θέλω να κοινωνήσω για «να μείνει μέσα μου!». Αυτός είναι ο σκοπός. Και εγώ μέσα Του. Σχέση δηλαδή βαθιά.
Να ο ΠΡΩΤΟΣ-ΚΥΡΙΟΣ λόγος που θέλω να κοινωνήσω. Όταν πηγαίνω με τέτοια διάθεση τότε θα έρθουν και ΟΛΑ τα ΥΠΟΛΟΙΠΑ, γιατί πήγα για τον σωστό λόγο. Αντιθέτως όταν πηγαίνω για τα άλλα και όχι από αγάπη και να Του προσφερθώ, τότε ούτε τα άλλα θα έρθουν, διότι η Θ. Κοινωνία είναι ΠΡΑΞΗ ΑΓΑΠΗΣ και ΘΕΙΟΥ ΕΡΩΤΑ. Ή μπορεί να έρθουν τα άλλα, ως δώρο Θεού, αλλά τίποτα δεν θα μείνει στο τέλος. Μετά τη Θ. Κοινωνία, αν γίνεται με τέτοια κίνητρα, ο Χριστός θα μπει πάλι στο περιθώριο, αγάπη σε Αυτόν δεν θα υπάρχει, ούτε σχέση αληθινή με Αυτόν και την Εκκλησία Του, θα μείνω ο ίδιος άνθρωπος, οι ίδιες αμαρτίες, συνήθειες, συνειδητά μάλιστα, και η Θ. Κοινωνία θα είναι απλά μία εθιμοτυπική εορταστική πράξη χωρίς κανένα αντίκρισμα στην ψυχή και ίσως όχι μόνο δεν θα με φέρει πιο κοντά στο Χριστό, αλλά μπορεί να με απομακρύνει και άλλο αφού δεν πήγα από αγάπη, αλλά για ψυχολογικούς λόγους. Όχι για Εκείνον αλλά για μένα και μόνο για μένα… Όχι για να δώσω, αλλά για να πάρω… Έτσι εξηγείται ότι πολλοί από αυτούς που κοινωνούν τις γιορτές, δεν «πατάνε» μετά στην Εκκλησία, δεν έχουν καν Πνευματικό, παρόλο που είναι Χριστιανοί ή έχουν απόψεις τελείως αντιευαγγελικές. Και όμως κοινώνησαν! Γιατί τελικά θέλω να κοινωνήσω; Για ποιον;…
π. Νικόλαος