3,3 «αποθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ»
Στο βάπτισμα, με τον θάνατο του Χριστού, έχετε πεθάνει για τον κόσμο, έχετε νικήσει τον θάνατο, με τον σωτηριώδη θάνατό του.
Επίσης στο βάπτισμα αναστηθήκατε, με την ένθεη δύναμή του, για την αιώνια ζωή. Και από τότε η ζωή σας «κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (313).
Από τότε, το μυστήριο της ζωής σας είναι σε Αυτόν, όπως είναι και η δύναμη, η αθανασία και η αιωνιότητα. Γιατί ο χριστιανός, γι’ αυτό είναι χριστιανός, επειδή ολόκληρος, με ολόκληρο το μυστήριο της ύπαρξής του, βρίσκεται στον Χριστό.
Ο θάνατος δεν έχει πλέον εξουσία στον άνθρωπο, αλλά αυτός έχει εξουσία «επί του θανάτου», γιατί όλος ο άνθρωπος σαν χριστιανός, βρίσκεται στον μοναδικά Αθάνατο και Αναμάρτητο.
Έχετε πεθάνει για τον κόσμο, όπου υπάρχει ο θάνατος, έχετε πεθάνει για την αμαρτία, για κάθε «σαπρό», για κάθε «πεπερασμένο» και γήινο και έχετε αναστηθεί με τον Χριστό, έχετε ξαναζήσει με Αυτόν, σε ότι είναι ένθεο, αθάνατο και αιώνιο.
Μέχρις ότου ο άνθρωπος, δεν έχει «πεθάνει» για τον Χριστό και δεν έχει αναστηθεί με Αυτόν, η ζωή του όλη, είναι περιτριγυρισμένη και αιχμαλωτισμένη από τον θάνατο.
Όλη η ζωή του ανθρώπου που βαπτίζεται, «καθίσταται» ζωή «εν τω Χριστώ», η ζωή του όλη «κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (3,3), προστατευμένη από κάθε κακό, από κάθε θάνατο, από κάθε διάβολο. Και απ’ αυτήν εδώ την ζωή, αισθάνεται την ουράνια, και ενώ ακόμη βρίσκεται στην γη, ζει την αιώνια ζωή.
Ζωή «συν τω Χριστώ εν τω Θεώ»! Ιδού, τι πρέπει πραγματικά να γίνει η ανθρώπινη ζωή.
Ένεκα «τούτου» ο Θεάνθρωπος «κατήλθε» στον κόσμο και δέχτηκε στον εαυτό του την ζωή μας, για να την οδηγήσει στον δικό του ένθεο προορισμό και σκοπό. Και ο ένθεος προορισμός της ζωής μας, ο ένθεος σκοπός της είναι η Θεοζωή. Τέτοια ήταν η ζωή μας στον παράδεισο: Θεοζωή.
Η αμαρτία όμως, την «διαχώρισε» και την απομάκρυνε από τον Θεό και την συνένωσε με τον διάβολο. Και από τότε η ζωή μας «κατέστη» διαβολοζωή.
Και ο Θεάνθρωπος «κατήλθε» στον κόσμο, για να απελευθερώσει την ζωή μας από την αμαρτία, τον θάνατο και τον διάβολο, και να την μετατρέψει από διαβολοζωή σε Θεοζωή.
Αυτό μπορούσε να το επιτελέσει μόνο ο Θεάνθρωπος, γιατί στον εαυτό του συνένωσε την ζωή μας με τον Θεό, ώστε η ζωή μας να «καταστεί», να γίνει Θεοζωή.
«Καθιστάμενος» άνθρωπος ο Θεός Λόγος, «κατέστη» ζωή μας, και με την ζωή του «κατέδειξε» τι είναι Θεοζωή. BOGOCOVEK = BOGOZIVOT, δηλαδή Θεάνθρωπος = Θεοζωή. Όλη η ζωή είναι από τον Θεό, «εν τω Θεώ», ένεκα του Θεού, με τον Θεό, «δια του Θεού».
Η Θεανθρώπινη ζωή του Χριστού, είναι η μοναδικά δίκαιη, η μοναδικά αληθινή, είναι η μόνη «νορμάλ», φυσιολογική ανθρώπινη ζωή.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία είναι Θεανθρώπινο σώμα, με Θεανθρώπινη ζωή. Σε αυτήν η ζωή μας είναι Θεοζωή. Η ζωή μας «κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ». Σε αυτήν εμείς οι άνθρωποι, οι πιστοί χριστιανοί, διαβιώνουμε την ζωή μας σαν Θεανθρώπινη ζωή. Η δική μας πλέον διαβίωση, είναι διαβίωση στους ουρανούς. «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. 3,20).
("Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου", Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σελ. 112-114)
«γνῶται τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ»
(Εφες. γ΄, 19)
Η αγάπη που είναι υπερφυέστερη της λογικής μας, που ξεπερνά την αντίληψή μας, είναι η αγάπη του Χριστού. Κανείς δεν μπορεί να υποψιαστεί ούτε την ποιότητα, ούτε το μέγεθος αυτής της αγάπης, μέχρι να εγκατασταθεί σ’ αυτόν ο Χριστός. Μπορεί άραγε κάποιος να φανταστεί τη γεύση του μελιού, αν ποτέ το στόμα του δεν γεύτηκε το μέλι; Όταν με την πίστη εγκατασταθεί ο Χριστός στην καρδιά του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος αισθάνεται την απερίγραπτη γεύση της αγάπης του Χριστού, τη γλυκύτητα και το μεθυστικό άρωμά της και την άφθαστη ευρυχωρία της. Όπως ο άνθρωπος που έχει στην καρδιά του τον Χριστό αγγίζει το εύρος, το μήκος, το ύψος και το βάθος στη γνώση της Θείας σοφίας, κατά τον ίδιο τρόπο, έχοντας τον Χριστό στην καρδιά, αγγίζει την απέραντη θάλασσα της Θείας αγάπης του Χριστού.
Αδελφοί μου, πόσο ανεπαρκείς είναι οι λέξεις, όταν πρέπει να μιλήσουμε για την αγάπη του Χριστού – ποτέ και πουθενά δεν είναι τόσο ανεπαρκείς και αδύναμες απ’ όσο εδώ. Πράγματι, τι μπορεί να πει κανείς μπροστά σ’ αυτές τις πρωτάκουστες αποδείξεις της αγάπης Του; Μας δημιούργησε από αγάπη, ενσαρκώθηκε από αγάπη, από αγάπη δέχτηκε το χλευασμό και το θάνατο για χάρη μας, από αγάπη μας άνοιξε τον ουρανό και μας φανερώνει την προετοιμασμένη για μας αθάνατη δόξα! Αλλά κι αυτό που απαριθμήσαμε, είναι μόνο κάτι από τον ανεξάντλητο πλούτο της δόξας, της ομορφιάς και της ζωοδότριας τροφής, που ονομάζεται αγάπη του Χριστού. Ω, και να αξιωνόμασταν μέσω της πίστης ο Κύριος Ιησούς να κατοικήσει στην καρδιά μας, για να μπορέσουμε να γευτούμε την απερίγραπτη αγάπη Του!
Κύριε Ιησού Χριστέ, ζωή μας, σοφία μας και αγάπη μας, καθάρισον ημάς και σκήνωσον εν ημίν! Σοι πρέπει πάσα δόξα και ευχαριστία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς. Γέροντος Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα, Περί αγάπης λόγοι, εκδ. Παρρησία, Αθήνα 2016)
-Γέροντα, μερικές φορές νιώθω την ανάγκη να μείνω στο κελλί και να κάνω πνευματικά παρά να πάω στην Ακολουθία.
-Αυτό που θα γίνη στην Ακολουθία, μπορεί να γίνη άλλη ώρα;
Δεν μπορεί να γίνη. Ενώ αυτό που θα κάνης στο κελλί, μπορεί να γίνη και άλλη ώρα.
-Στην εκκλησία, Γέροντα, δεν νιώθω πάντα την αλλοίωση που νιώθω στο κελλί.
Κοίταξε η κατ’ ιδίαν προσευχή είναι προετοιμασία για την κοινή.
Η κοινή προσευχή από άποψη ποιότητος μπορεί να είναι κατώτερη από την κατ’ ιδίαν, γιατί στον ναό δεν μπορείς να κινηθείς ελεύθερα, όπως όταν είσαι μόνος.
Από άποψη όμως ισχύος είναι ανώτερη, γιατί προσεύχονται όλοι μαζί, και αλλού η προσευχή έχει πιο πολλή δύναμη, αλλού πιο πολλή θέρμη κ.λπ.
Αυτές λοιπόν τις δυο τρεις ώρες που γίνεται η Ακολουθία, πρέπει να είσαι κι εσύ εκεί στην εκκλησία, για να προσευχηθής μαζί με όλους.
Τι είπε ο Χριστός; «Όπου είναι δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί είμι εν μέσω αυτών».
-Γέροντα, με αναπαύει πιο πολύ να μένω στο κελλί, επειδή στην Ακολουθία έχω περίσπαση.
-Η ανάπαυση που νιώθεις εκείνη την ώρα στο κελλί, δεν είναι πραγματική ανάπαυση.
Αν κάνης τον αγώνα σου μέσα στην εκκλησία και προσπαθήσεις να συγκεντρωθείς και να λες την ευχή, τότε θα κάνης σωστή δουλειά και θα βρεις την πραγματική ανάπαυση.
Να κάνης μια προσπάθεια να ξεπεράσεις τις δυσκολίες μέσα στις δυσκολίες αυτό πολύ θα σε βοηθήσει. Είναι σαν να εκπαιδεύεσαι στον στρατό με πραγματικές σφαίρες, πράγμα που σε κρατά σε εγρήγορση.
-Γέροντα, στην Ακολουθία ζορίζομαι, γιατί δεν μπορώ να λέω την ευχή και να παρακολουθώ συγχρόνως τις αναγνώσεις και τα ψαλτικά.
-Γιατί ζορίζεσαι; Βλέπω ότι έχεις αγωνία. Λες: «Θέλω να προχωρήσω στην νοερά προσευχή, θέλω να πλουτήσω...». Αυτό έχει μέσα κρυφό εγωισμό, Υπερηφάνεια. Όχι ότι δεν αγωνίζεσαι, εγώ σου τα λέω και λίγο υπερβολικά. Έχεις καλή διάθεση και ο Χριστός θα σε βοηθήσει.
Στάσου σαν παιδάκι μπροστά στον Θεό και μη σκέφτεσαι τίποτε. Κινήσου απλά, και θα δεις πόση Χάρη θα σου δώση ο Χριστός και η Παναγία. Μπαίνοντας στην εκκλησία να σκέφτεσαι πώς μπήκες μέσα στο καράβι, και άφησε τον εαυτό σου στα χέρια του Θεού να σε πάη όπου θέλει.
-Ο ύπνος, Γέροντα, με κλέβει στις Ακολουθίες και μερικές φορές δεν μπορώ να παρακολουθήσω καθόλου. Ύστερα μου λέει ο λογισμός: «Τι έγινε που πήγες στην Ακολουθία, αφού δεν προσευχήθηκες;».
-Και όταν νυστάζεις, και όταν σε κλέβει ο ύπνος, το καράβι ταξιδεύει.
Μέσα στο καράβι, άλλος χαζεύει, άλλος νυστάζει, άλλος κοιμάται, αλλά το καράβι προχωράει για τον προορισμό του. Εσύ να προσπαθείς να μην κοιμάσαι.
-Γέροντα, αν ο νους στην Ακολουθία δεν ασχοληθεί με την προσευχή, είναι κουραστική Ακολουθία.
-Ναι, γιατί τότε δεν τρέφεται ο άνθρωπος. Όταν ο νους δεν είναι στα θεία νοήματα, η Ακολουθία είναι απλώς μια σωματική άσκηση, ένας κόπος για την αγάπη του Θεού.
Πάντως, και αυτός που νυστάζει στην εκκλησία και αγωνίζεται να μην τον πάρη ο ύπνος, έχει μέγα ο μισθό.
Μήπως δεν είχε κρεβάτι στο κελλί του, να πάει να κοιμηθεί; {…}
-Την Ακολουθία, Γέροντα, δεν την χαίρομαι.
-Όλο χαρά να ζητάμε; Βρίσκεσαι στον ναό για τον Χριστό. Στέκεσαι στο στασίδι, ακουμπάς κιόλας τα χέρια και ξεκουράζεσαι λίγο. Να σκέφτεσαι: «Ο Χριστός έχει απλωμένα τα χέρια στον Σταυρό, ενώ εγώ ξεκουράζομαι κιόλας». Έτσι θα νιώσεις ανάπαυση.
-Γέροντα, στην Ακολουθία μπορούμε να καθόμαστε;
-Όποιος έχει κάποια δυσκολία, μπορεί να καθίσει λίγο. Όποιος όμως έχει κουράγιο, καλό είναι να στέκεται όρθιος. Αλλά αυτό να το αισθάνεστε και να το κάνετε από μέσα σας.
Όχι να λέτε «τώρα θα πάμε στην εκκλησία, θα σταθούμε έτσι, θα έχουμε σκυμμένο το κεφάλι, δεν θα κουνηθούμε». Αυτό είναι ένα πράγμα τυπικό, εξωτερικό.
-Πολλές φορές, Γέροντα, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ μέσα στην εκκλησία, επειδή πονούν τα πόδια μου από την ορθοστασία. Τι να κάνω;
-Να θυμάσαι το τιμωρητικό ξύλο, στο οποίο έβαλαν τα πόδια του Χριστού και να λες «Δόξα τω Θεώ που πονάω». Τότε θα ξεχνάς τον δικό σου πόνο, η καρδιά σου θα γλυκαίνεται και θα λες καρδιακά την ευχή.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.207-210)
-Πολλοί άνθρωποι, Γέροντα, δεν θεωρούν απαραίτητο τον εκκλησιασμό.
-Δεν μπαίνουν στο βαθύτερο νόημα οι άνθρωποι κόβουν το καλώδιο,
την επαφή με τον Θεό, και μετά δεν μπορούν να βοηθηθούν.
Δυστυχώς οι περισσότεροι Χριστιανοί δεν ζουν μυστηριακά,
γι’ αυτό υπάρχει μια επίδραση δαιμονική.
Εγώ πάντοτε λέω στους λαϊκούς να εκκλησιάζονται, για να αγιάζονται.
Και μόνον αν σκεφτεί κανείς ότι μπαίνοντας στον ναό του Θεού μπαίνει
στο σπίτι του Θεού κι εκεί δέχεται την θεία Χάρη και αγιάζεται,
είναι αρκετό για να συγκλονισθεί. Μέσα στον ναό μας παρακολουθούν ο Χριστός,
η Παναγία, οι Άγιοι, ζητούμε την βοήθεια τους, μπορούμε απλά να συνομιλούμε
μαζί τους. Εκεί μας δίνεται η δυνατότητα να ζήσουμε τα Μυστήρια.
Εκεί θυσιάζεται για μας ο Χριστός και μας δίνει το Σώμα και το Αίμα του.
Αυτό δεν πρέπει να μας συγκλονίζει;
-Γέροντα, τώρα με το πρόβλημα της υγείας μου δεν πηγαίνω στην εκκλησία
και μου λείπει η Ακολουθία.
Τώρα χρειάζεται να κάνεις λίγη υπομονή. Εγώ, όταν ήμουν στον στρατό
και ήμασταν στις επιχειρήσεις πάνω στα βουνά, επτά μήνες είχα να δω εκκλησία.
Μια μέρα με έστειλαν κάτω στην Ναύπακτο, για να φτιάξω κάτι ασυρμάτους
και έπρεπε να γυρίσω αμέσως πίσω. Τακτοποίησα τους ασυρμάτους και,
καθώς επέστρεφα, πέρασα έξω από μία εκκλησία που ήταν πάνω στον δρόμο,
ήταν Μεγάλη Σαρακοστή και έψαλλαν τους Χαιρετισμούς. Πώς να μπω μέσα;
Είχα τους ασυρμάτους που δεν μπορούσα να τους αφήσω δεν είχα και χρόνο.
Κάθισα μόνον πέντε λεπτά έξω από την εκκλησία. Με έπιασε ένα παράπονο!
Έκλαιγα σαν μικρό παιδί. «Θεέ μου, έλεγα, πώς κατάντησα! Από μικρός πήγαινα
στην εκκλησία, πριν πάη ο νεωκόρος. Και τώρα επτά μήνες έκανα να δώ εκκλησία!».
-Γέροντα, όταν από την διακονία μου στο αρχονταρίκι πηγαίνω κατ’ ευθείαν στην εκκλησία,
δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.
-Από το αρχονταρίκι πηγαίνεις στον ναό. Από τον ναό να πας στον Ουρανό
και μετά πιο εκεί, στον Θεό.
-Πώς γίνεται αυτό, Γέροντα; Σκέφτεται κανείς την δόξα του Θεού;
-Ο ναός είναι το σπίτι του Θεού εδώ στην γη. Το πραγματικό όμως σπίτι του Θεού
είναι στον Παράδεισο, όπως και το δικό μας πραγματικό σπίτι είναι στον Παράδεισο.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.205-206)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι(1) ἔδει(2),
ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος(3) νεκρὸς ἦν καὶ ανέζησεν,
καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη(4).
32 Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδερφός σου
αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”».
(1) Δεν υπάρχει τώρα ζήτημα αμοιβής αλλά χαράς.
Και το μεν να ευφρανθείς μπαίνει για να δηλώσει την εξωτερική
εκδήλωση της χαράς, ενώ το να χαρείς για να δηλώσει το εσωτερικό συναίσθημα (p).
(2) «Δείχνει ότι είναι αναγκαία η ευφροσύνη και η χαρά.
Διότι ποιος αν δει νεκρό να ξαναζεί δεν ευφραίνεται; Και ποιος βρίσκοντας
το χαμένο, δεν χαίρεται;» (Ζ). Ο παρατατικός αυτός έχει ίσως μ
έσα του μία ευγενική μομφή (p).
(3) Η αντικατάσταση του «ο γιος σου» με το «ο αδελφός σου» και η επανάληψη
του «αυτός» σαφώς εμπερικλείουν μάλωμα.=Αυτός ο αδελφός σου,
για τον οποίο τόσο αυστηρά κρίνεις· εάν εγώ πήρα πίσω έναν γιο και συ πήρες
πίσω έναν αδελφό (p). «Όταν πρέπει να σωθεί ο χαμένος, λέει,
δεν είναι καιρός δικαστηρίων ούτε ακριβούς εξέτασης, αλλά φιλανθρωπίας
και συγγνώμης μόνο… Αλλά και αν έπρεπε και να τιμωρηθεί αυτός,
τιμωρήθηκε αρκετά με την ζωή στην ξένη χώρα» (Χ). Με τη λέξη ο αδελφός σου
εκδηλώνεται αμετάθετη η απόφαση του πατέρα, ο άσωτος που γύρισε να ανακτήσει
πλήρη τα δικαιώματά του στο πατρικό σπίτι (ο).
(4) Όχι λιγότερο επιτυχημένο και τεχνικό το τέλος της παραβολής.
Δεν μας λέει αν ο μεγαλύτερος αδελφός μπήκε τελικά, για να μετέχει στη χαρά,
ούτε πώς ο νεότερος συμπεριφέρθηκε μετά από αυτά.
Και τα δύο αυτά ήταν ζητήματα του μέλλοντος και οι δύο γιοι αφέθηκαν ελεύθεροι,
μόνοι τους να κανονίσουν την συμπεριφορά τους (p).
Προσεγγίσεις στην εορτή
Σαράντα μέρες μετά τα Χριστούγεννα, οι ενορίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας γιορτάζουν την Υπαπαντή του Κυρίου. Όμως επειδή συνήθως η γιορτή πέφτει σε εργάσιμη μέρα, έχει σχεδόν μισοξεχαστεί. Παρ’ όλα αυτά έρχεται όταν η Εκκλησία ολοκληρώνει «το χρόνο των Χριστουγέννων», αποκαλύπτοντας και συγκεφαλαιώνοντας το νόημα των Χριστουγέννων σ’ ένα ρεύμα καθαρής και βαθιάς χαράς. Η εορτή αναφέρεται σ’ ένα γεγονός που καταγράφεται στο ευαγγέλιο του αποστόλου Λουκά. Σαράντα μέρες μετά τη γέννηση του Ιησού Χριστού στη Βηθλεέμ, ο Ιωσήφ και η Μαρία, ακολουθώντας τη θρησκευτική συνήθεια της εποχής, «ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου…» (Λουκ. Β΄ 22-23).
Πόσο εκπληκτική και όμορφη είναι η εικόνα, ο πρεσβύτερος να κρατά στην αγκαλιά του το βρέφος, και πόσο παράξενα τα λόγια του: «ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου…». Συλλογισμένοι αυτά τα λόγια, αρχίζουμε να εκτιμούμε το βάθος αυτού του γεγονότος και τη σχέση που έχει με μας, με μένα, με την πίστη μας. Υπάρχει στον κόσμο κάτι πιο χαρούμενο από μια συνάντηση, μια «υπαπαντή» με κάποιον που αγαπάς; Είναι αλήθεια πως το να ζεις σημαίνει να περιμένεις, να αποβλέπεις σε μια συνάντηση. Δεν είναι άραγε η υπερβολική και όμορφη προσδοκία του Συμεών το σύμβολό της; Δεν είναι η πολύχρονη ζωή του σύμβολο της προσδοκίας, αυτός ο «πρεσβύτης» που περνά ολόκληρη τη ζωή του περιμένοντας το φως που φωτίζει τους πάντες και τη χαρά που πληρώνει τα πάντα; Πόσο δε απροσδόκητο, πόσο άρρητα όμορφο είναι το ότι το πολυαναμενόμενο φως και η χαρά έρχεται στον πρεσβύτη Συμεών με ένα παιδί! Φανταστείτε τα τρεμάμενα χέρια του γέροντα Συμεών καθώς παίρνει στην αγκαλιά του το σαρανταήμερο βρέφος τόσο τρυφερά και προσεκτικά, ατενίζοντας το μικρό πλάσμα, και πλημμυρίζοντας από δοξολογία: «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ∙ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».
Ο Συμεών περίμενε. Περίμενε σε ολόκληρη τη ζωή του, και είναι βέβαιο πως στοχαζόταν, προσευχόταν και βάθαινε καθώς περίμενε έτσι, ώστε στο τέλος ολόκληρη η ζωή του να είναι μια συνεχής «παραμονή» της χαρούμενης συνάντησης.
Δεν είναι καιρός να αναρωτηθούμε τι περιμένουμε; Τι επιμένει η καρδιά μας να μας υπενθυμίζει συνεχώς; Μεταμορφώνεται βαθμιαία η ζωή μας σε μια αναμονή, καθώς περιμένουμε να συναντηθούμε με τα ουσιώδη; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτει η Υπαπαντή. Εδώ, σ’ αυτή τη γιορτή η ζωή του ανθρώπου αποκαλύπτεται ως ανυπέρβλητη ομορφιά μιας ώριμης ψυχής, που έχει απελευθερωθεί, βαθύνει και καθαριστεί από καθετί το μικρόψυχο, το ανόητο και τυχαίο. Ακόμη και τα γηρατειά και ο θάνατος, η γήινη μοίρα που όλοι μας μοιραζόμαστε, παρουσιάζονται εδώ τόσο απλά και πειστικά ως ανάπτυξη και άνοδος προς εκείνη τη στιγμή, όταν με όλη μου την καρδιά, στην πληρότητα της ευχαριστίας, θα πω: «νυν απολύεις». Είδα το φως να διαπερνά τον κόσμο. Είδα το «Παιδίον», που φέρνει στον κόσμο τόση θεϊκή αγάπη, και που παραδίδεται σε μένα. Τίποτε δεν προκαλεί φόβο, τίποτε δεν είναι άγνωστο, όλα τώρα είναι ειρήνη, ευχαριστία, αγάπη.
Αυτά φέρνει η Υπαπαντή του Κυρίου. Εορτάζει τη συνάντηση της ψυχής με την Αγάπη, τη συνάντηση μ’ Αυτόν που μας έδωσε τη ζωή, και που μου έδωσε το κουράγιο να τη μεταμορφώσω σε αναμονή.
(π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, «Εορτολόγιο», σελ. 85-88)
Μόνον η αγιότητα ειναι φωτισμός και αληθινή παιδεία. Μόνον ο Άγιος είναι ο αληθινός Παιδαγωγός και Διδάσκαλος. Ύμνος στους Τρεις Ιεράρχες. Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Άνευ των Αγίων δεν υπάρχουν αληθινοί διδάσκαλοι και παιδαγωγοί, ούτε αληθινή παιδεία άνευ της Αγιότητος. Μόνον ο Άγιος είναι ο αληθινός Παιδαγωγός και Διδάσκαλος. Μόνον η Αγιότης είναι το Αληθινόν Φως. Η αληθινή Παιδεία, ο αληθινός Φωτισμός, δεν είναι άλλο παρά η ακτινοβολία της Αγιότητος. Μόνον οι Άγιοι είναι οι αληθώς φωτισμένοι. Η Αγιότης ζη και αναπνέει δια του Φωτός, ακτινοβολεί και ενεργεί εν τω Φωτί. Αγιάζουσα η Αγιότης, ταυτόχρονα φωτίζει και διδάσκει.
Η παιδεία είναι προβολή της αγιότητος. Μόνον ο αγιασθείς άνθρωπος δύναται να αγιάζη και άλλους· μόνον γενόμενος αυτός φως δύναται να φωτίζη τους άλλους. Το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου συγκεντρώνει τα πάντα εις τον προσωπικόν αγώνα και την άσκησιν τα πάντα αρχίζουν από το ίδιον το πρόσωπον του ανθρώπου: σωζόμενος ο άνθρωπος σώζει απαραιτήτως και τους άλλους γύρω του· φωτιζόμενος φωτίζει και τους άλλους.
Αυτή είναι η ευαγγελική οδός, η εφαρμοζομένη πιστώς εις την Ορθοδοξίαν, φυλασσομένη και διαφυλαχθείσα εις αυτή. Ιδού πώς την χαράσει, ως άλλος υιός της βροντής, ο μέγας άγιος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, ο φωστήρ της οικουμένης, ο αγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι· σοφισθήναι, και είτα σοφίσαι· γενέσθαι φως, και φωτίσαι· εγγίσαι Θεώ, και προσαγαγείν άλλους· αγιασθήναι, και αγιάσθαι».
Κατά το θέλημα της Θείας Πρόνοιας ημείς ζώμεν επί της γεωγραφικής και θρησκευτικής διασταυρώσεως της Ανατολής και της Δύσεως. Δια τούτο, ίσως ευρισκόμεθα συχνά εις βασανιστικόν αδιέξοδον. Έχετε παρατηρήσει πώς εις την ορθόδοξον ψυχήν μας δεν ανταποκρίνεται η ορθολογιστικο-σχολαστική παιδεία της ρωμαιοκαθολικής και προτεσταντικής Ευρώπης;
Τούτο κατοπτρίζεται σαφώς εις την ιδεολογικήν και ηθικήν περιπλάνησιν του μεγαλυτέρου μέρους των διανοουμένων μας. Αυτοί έχουν αποξενωθή από τον ορθόδοξον λαόν μας, από το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και δια τούτο έχουν χάσει την ορθόδοξον αίσθησιν και τον ορθόδοξον προσανατολισμόν εις τα βασικά προβλήματα της ζωής και του θανάτου. Η παιδεία κατά το πρότυπον του ευρωπαϊκού Aufklarung (Διαφωτισμού) ποτέ δεν δύναται να είναι παιδεία δι’ ημάς.
Η ορθόδοξος αίσθησις και η ορθόδοξος συνείδησις παραδέχεται και αναγνωρίζει μόνον τους αγίους ως παιδαγωγούς και διδασκάλους και μόνον την αγιότητα ως φωτισμόν και ως αληθινήν παιδεία. Είναι πολύ βαθειά η πείνα και η δίψα της ψυχής μας, βαθυτέρα από ότι νομίζουν πολλοί από τους διανοουμένους μας, και κανείς δεν δύναται να την ικανοποιήση εκτός του Χριστού και των αγίων Του.
(Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, "Άνθρωπος και Θεάνθρωπος", εκδ. οίκος "Αστήρ", Αθήναι 1987)
Την 30ή Ιανουαρίου εορτάζει η Εκκλησία την μνήμη των τριών μεγάλων Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Δεν πρόκειται περί «μνήμης» με την κυρία έννοια της λέξεως, δηλαδή επετείου του θανάτου των Πατέρων αυτών, αλλά περί κοινής εορτής, «συνάξεως» κατά την λειτουργική ορολογία. Ο Μέγας Βασίλειος απέθανε την 1η Ιανουαρίου του έτους 379 και η μνήμη του εορτάζεται, ως γνωστόν, την 1η Ιανουαρίου. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος την 25η Ιανουαρίου του έτους 389, και την 25η Ιανουαρίου εωρτάσαμε την μνήμη του. Τέλος ο Χρυσόστομος απέθανε στην εξορία την 14η Σεπτεμβρίου του έτους 407, κατά την ημέρα της εορτής της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού, η μνήμη του όμως μετετέθη, λόγω του ύψους της δεσποτικής εορτής της ημέρας αυτής, και εορτάζεται την 13ην Νοεμβρίου.
Η εορτή της 30ής Ιανουαρίου είναι μεταγενεστέρα, γι’ αυτό και δεν την συναντούμε στα παλαιά εορτολόγια. Καθιερώθη κατά τον ΙΑ΄ αιώνα επί της βασιλείας του Αλεξίου Κομνηνού (1081 -1118). Την αιτία της συστάσεως της κοινής και για τους τρεις εορτής μας αφηγείται εκτενώς το συναξάριο της ημέρας. «Στάσις», διένεξις, υπήρχε στην Κωνσταντινούπολι μεταξύ «των ελλογίμων και εναρέτων ανδρών». Από τους τρεις Ιεράρχας άλλοι εθεωρούσαν σπουδαιότερο τον Χρυσόστομο, άλλοι τον Βασίλειο, και άλλοι τον Γρηγόριο, και υποτιμούσαν τους άλλους δύο. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις διαμαχόμενες παρατάξεις: των Ιωαννιτών, των Βασιλειτών και των Γρηγοριτών. Στην έριδα έθεσε τέλος ο μητροπολίτης Ευχαΐτων Ιωάννης ο Μαυρόπους, λόγιος και ευλαβής κληρικός.
Αυτός, κατά την διήγησι του συναξαριστού, είδε σε οπτασία τους τρεις αγίους, πρώτα τον καθένα χωριστά και ύστερα και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν με ένα στόμα: «Ημείς οι τρεις είμεθα ένα, καθώς βλέπεις, κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζη ή να μας κάνη να αντιδικούμε… Πρώτος δεν υπάρχει μεταξύ μας ούτε δεύτερος… Σήκω λοιπόν και ειπέ σ’ εκείνους που μαλώνουν, να μη χωρίζωνται σε παρατάξεις για ημάς. Γιατί ημείς και στην ζωή μας και μετά τον θάνατό μας δεν έχομε άλλη επιθυμία, παρά να ειρηνεύη και να ομονοή όλος ο κόσμος».
Σαν σύμβολο και έκφρασι της ενότητός των του συνέστησαν να συστήση κοινή εορτή και των τριών. Έτσι ο Ευχαΐτων ανέλαβε την συμφιλίωσι των διαμαχομένων μερίδων και συνέστησε την εορτή της 30ής Ιανουαρίου. Έκρινε τον Ιανουάριο ως καταλληλότερο μήνα για τον εορτασμό των, αφού κατ’ αυτόν εώρταζαν και οι τρεις σε διάφορες ημέρες, την 1η ο Βασίλειος, την 25η ο Γρηγόριος και την 27η η ανακομιδή των λειψάνων του Χρυσοστόμου.
Η σύστασις της εορτής επέτυχε του σκοπού της. Απετέλεσε το ορατό σύμβολο της ισότητος και της ενότητος των μεγάλων διδασκάλων και της συμφιλιώσεως των διισταμένων πριν μερίδων. Κοινή ακολουθία και για τους τρεις συνέθεσε ο Ευχαΐτων, ανταξία των τριών μεγάλων Πατέρων. Από τότε σε κοινή εικονογραφική παράστασι περιλαμβάνονται και οι τρεις, ντυμένοι τα αρχιερατικά των άμφια, με το Ιερό Ευαγγέλιο στο ένα χέρι, ευλογούν με το άλλο, σαν να παρευρίσκωνται όχι μόνον εν πνεύματι, αλλά και εν σώματι μεταξύ μας. Και είναι πράγματι οι αιώνιοι και αθάνατοι διδάσκαλοι της Εκκλησίας του Χριστού. Εδίδαξαν με τον άγιο βίο των, με την έξοχο δράσι των, με τα σοφά των συγγράμματα.
Σ’ αυτούς ενεσαρκώθη το τέλειο χριστιανικό ιδεώδες του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» πλασμένου και εν Χριστώ αναγεννημένου ανθρώπου. Και προ πάντων στα πρόσωπα αυτών των τριών Ιεραρχών συνηντήθη η παιδεία, η μόρφωσις και η ελληνική φιλοσοφική κατάρτισις με την χριστιανική αλήθεια. Ήσαν οι σοφοί κατά κόσμον και σοφοί κατά Θεόν. Αρμονικωτέρα σύζευξις ελληνισμού και χριστιανισμού σ’ όλη των την τελειότητα δεν παρουσιάσθηκε ποτέ στον κόσμο. Γι’ αυτό και η εορτή των απέβη εορτή της ελληνοχριστιανικής παιδείας, της οποίας διδάσκαλοι και πρότυπα υπήρξαν οι τρεις Ιεράρχαι.
Και της χριστιανικής όμως λατρείας υπήρξαν δημιουργικά στοιχεία οι τρεις Ιεράρχαι. Όχι μόνο την ετέλεσαν, ως ιερείς και αρχιερείς, αλλά και συνέβαλαν στην διαμόρφωσι και εξέλιξί της. Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός, ότι με τα ονόματα και των τριών η εκκλησιαστική παράδοσις συνέδεσε την συγγραφή τριών λειτουργιών: των δύο γνωστών βυζαντινών λειτουργιών του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και μιας της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας που φέρεται υπό το όνομα του Γρηγορίου. Εξ άλλου και στους τρεις, και ιδιαιτέρως στον Μέγα Βασίλειο, αποδίδονται σειρές ολόκληρες ευχών, που κοσμούν τα λειτουργικά μας βιβλία.
Είναι γνωστή και από τις ιστορικές πηγές η συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου στην διαμόρφωσι των «ευκοσμιών του βήματος» και των διατάξεων των ευχών, καθώς και η προσπάθεια του Χρυσοστόμου για την αναζωογόνησι της λειτουργικής ζωής μεταξύ του ποιμνίου του στην Κωνσταντινούπολι. Ο Γρηγόριος ήταν και ποιητής και οι ύμνοι του, αν και δεν έχουν εισαχθή στην λατρεία μας, μπορούν να καταταγούν μεταξύ των καλλιτέρων και ωραιοτέρων προϊόντων της εκκλησιαστικής μας ποιήσεως.
Μπορείτε να ιδήτε στους βυζαντινούς μας ναούς να εικονίζωνται οι τρεις ιεράρχαι στην κόγχη του αγίου βήματος, με τα ειλητάρια της θείας λειτουργίας στα χέρια, να περιβάλλουν το θυσιαστήριο σαν να λειτουργούν αδιαλείπτως, όχι μόνο στο υπερουράνιο, αλλά και στο επίγειο θυσιαστήριο του Θεού, μαζί με τους ιερείς που τελούν τα μυστήρια σήμερα. Σαν να παρακάθηνται μαζί με ημάς στην ιδία κοινή ιερά τράπεζα και να μετέχουν της ιδίας πνευματικής τροφής.
Και σε μία άλλη εικονογραφική παράστασι θα συναντήσετε τους τρεις Ιεράρχας. Στην μεγάλη εξεικόνησι της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου, που ζωγραφείται από τους βυζαντινούς ζωγράφους στους νάρθηκας των ναών επάνω και γύρω από την κυρία πύλη του ναού. Στην ομάδα των σεσωσμένων, που εισέρχονται στον Παράδεισο του Θεού, θα διακρίνετε εύκολα τις τρεις σεβάσμιες μορφές των, όπως μας τις διέσωσε η εικονογραφική παράδοσις της Εκκλησίας μας και όπως περιγράφονται στο συναξάριο της εορτής των:
«Ήσαν δε την θέσιν του σώματος και την μορφήν οι άγιοι ούτοι, έχοντες ούτως: Ο μεν θείος Χρυσόστομος, την ιδέαν του σώματος ην βραχύς πάνυ την ηλικίαν, μεγάλην κεφαλήν τοις ώμοις αιωρών, ισχνός εις το ακριβέστατον, επίρρινος, ευρύς τους μυκτήρας, ωχρότατος μετά του λευκού, κοίλους τους κόχλους των οφθαλμών έχων και βολβοίς τούτων κεχρημένος μεγάλοις, εφ’ οις και συνέβαινε, χαριέστερον, ταις όψεσιν αποστίλβειν, ει και τω λοιπώ χαρακτήρι τον αχθόμενον παρεδήλου∙ ψιλός και μέγας το μέτωπον και πολλαίς ταις βολίσι κεχαραγμένος∙ ώτα περικείμενος μεγάλα και το γένειον μικρόν και αραιότατον, υποπολιαίς ταις θριξίν εξανθών, τας σιαγόνας πεπιεσμένας είσω έχων τη νηστεία εις τον ακρότατον…
Ο δε μέγας Βασίλειος ην την θέσιν του σώματος εις πολύ μήκος επί του ορθίου σχήματος αναδραμών∙ ξηρός και λιπόσαρκος, μέλας το χρώμα, ωχρότητι το πρόσωπον σύγκρατος∙ επίρρινος, εις κύκλον τας οφρύς περιηγμένος∙ το επισκύνιον συνεσπακώς, φροντιστικώ εοικώς, ολίγαις το πρόσωπον αμαρυγαίς ρυτιδούμενος∙ επιμήκης τας παρειάς∙ κοίλος τους κροτάφους, ηρέμα έχων εν χρω κουρίας∙ την υπήνην αρκούντως καθειμένος και μεσαιπόλιος… Ο δε γε ιερός Γρηγόριος ο Θεολόγος, κατά τον τύπον της ηλικίας του σώματος ετύγχανε μέτριος∙ ύπωχρος βραχύ μετά του χαρίεντος∙ σιμός, επ’ ευθείας τας οφρύς έχων∙ ήμερον βλέπων και προσηνές θάτερον, των οφθαλμών, ος ην δεξιός, στυγνότερον κεκτημένος, ον και ουλή κατά τον κανθόν συνήγε∙ τον πώγωνα ου βαθύς, δασύς δε επ’ ευθείας, ικανώς φαλακρός ταις θριξί, τα άκρα της γενειάδος ως περικεκαπνισμένα υποφαίνων».
Έτσι ακριβώς μας παρουσιάζει η Εκκλησία μας τα τρία μεγάλα αυτά τέκνα της. Σοφούς διδασκάλους και Πατέρας, που μας εδίδαξαν και μας διδάσκουν διαρκώς με την θεία σοφία των λόγων και των παραδειγμάτων των∙ ιερουργούς ενθέους των μυστηρίων της Εκκλησίας μας, συλλειτουργούντας μαζί μας και συνδοξολογούντας τον Θεό∙ πολίτας του ουρανού και οικήτορας του Παραδείσου της τρυφής. Και προς τον σκοπό αυτόν υπηρετούν όλα τα στοιχεία της λατρείας μας. Το εορτολόγιο, που φέρνει στην μνήμη μας τα ιερά αυτά πρόσωπα κατ’ έτος. Η υμνογραφία, που με τους ύμνους της εγκωμιάζει τους αγώνας και την δόξαν των. Τα συναξάρια, που μας περιγράφουν τον βίο και τας αρετάς των. Η εικονογραφία που ανιστορεί τις ιερές μορφές των και μας δίδει την δυνατότητα να βλέπωμε σαν ζωντανά τα πνευματικά αυτά αναστήματα.
Αυτό είναι το νόημα και ο σκοπός της τιμής των αγίων στην Εκκλησία μας. Να δείξη αυτή την αδιάλειπτο και αδιάσπαστο κοινωνία των μελών της Εκκλησίας. Κοινωνία ζώντων εν Χριστώ πιστών, είτε στη γη αυτή είτε στην μακαρία κατάστασι του ουρανού. Κοινωνία για την οποία δεν υπάρχουν νεκροί, αλλά μόνο ζώντες, εφ’ όσον όλοι όσοι αποτελούν μέλη της ηνώθησαν δια των μυστηρίων με τον αιώνιο και αθάνατο χορηγό της ζωής, τον Χριστό. Όλοι μαζί συνδοξολογούν και συνυμνούν τον Θεό και δέονται οι ζώντες για τους κεκοιμημένους και οι κεκοιμημένοι για τους ζώντας. Όλοι είναι πολίται της Βασιλείας, με την σφραγίδα της αθανασίας, με τα ονόματά των γραμμένα στο βιβλίο της ζωής.
Η ακολουθία των τριών Ιεραρχών αποδίδεται από τον συντάκτη του συναξαρίου της εορτής των στον Ιωάννη τον Μαυρόποδα, μητροπολίτη Ευχαΐτων, που «την εορτήν ταύτην παρέδωκε τη Εκκλησία εορτάζειν Θεώ» και συνέταξε γι’ αυτήν κανόνες, τροπάρια και εγκώμια. Εκτός όμως από τον Μαυρόποδα συνέβαλαν και άλλοι υμνογράφοι στην ολοκλήρωσι της υμνογραφίας της εορτής. Τα ιδιόμελα της λιτής και τα στιχηρά των αποστίχων του εσπερινού αποδίδονται στον Νείλο Ξανθόπουλο, το δε ιδιόμελο στο «Και νυν» των αποστίχων είναι ποίημα του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού. Ρητώς στον Ιωάννη αποδίδονται οι τρεις κανόνες. Θα παρατεθούν το πρώτο στιχηρό του εσπερινού του δ΄ ήχου, προσόμιο του «Ως γενναίον εν μάρτυσι», «Τα της χάριτος όργανα…». Το πρώτο των αποστίχων του πλ. α΄ ήχου, προσόμοιο του «Χαίροις ασκητικών», «Χαίροις Ιεραρχών η τριάς…».
Το πρώτο των στιχηρών των αίνων του β΄ ήχου, προσόμοιο του «Ποίοις ευφημιών», «Ποίοις ευφημιών στέμμασι στεφανώσωμεν τους διδασκάλους…» και το δοξαστικό των στιχηρών του εσπερινού, ιδιόμελο του πλ. α΄ ήχου, «Σαλπίσωμεν εν σάλπιγγι ασμάτων…». Είναι από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια της εορτής.
(Ιωάννου Μ. Φουντούλη, "Λογική Λατρεία", Εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σελ. 380 -388)
- Γέροντα, κάποια παιδιά με ρώτησαν γιατί βάφουμε κόκκινα αυγά.
- Τα παιδιά να μην τα αφήνετε να σκαλώνουν σε κάτι τέτοια,
γιατί τα ενδιαφέροντά τους θα στρέφονται συνέχεια εκεί και δεν θα πηγαίνουν
σε κάτι βαθύτερο. Πέστε τους μόνον ότι το κόκκινο αυγό, όπως είναι στρογγυλό,
συμβολίζει την γη που βάφτηκε με το Αίμα του Χριστού και λυτρώθηκε
όλος ο κόσμος από την αμαρτία.
- Γέροντα, μου κάνει εντύπωση το θάρρος των Μυροφόρων.
- Οι Μυροφόρες είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στον Χριστό, είχαν πνευματική κατάσταση,
και γι’ αυτό δεν υπολόγισαν τίποτε. Αν δεν είχαν πνευματική κατάσταση,
θα έκαναν αυτό που έκαναν; Ξεκίνησαν χαράματα, ώρα που απαγορευόταν η κυκλοφορία,
με αρώματα στα χέρια για τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού, από αγάπη προς τον Χριστό.
Γι’ αυτό και αξιώθηκαν να ακούσουν από τον Άγγελο το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως.
- Γέροντα, πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε την χαρά της Αναστάσεως;
- Να καλλιεργήσουμε το χαροποιόν πένθος, για να έρθη η πραγματική χαρά.
Αν ζήσουμε με ευλάβεια και κατάνυξη την Μεγάλη Εβδομάδα, θα ζήσουμε
με πνευματική αγαλλίαση και θεία ευφροσύνη την Αγία Ανάσταση.
- Είναι, Γέροντα, φυσικό να μη νιώθω πολλή χαρά το βράδυ της Αναστάσεως;
- Ναι, είναι φυσικό, γιατί όλη την Μεγάλη Εβδομάδα
ζούσαμε τα λυπηρά γεγονότα του Πάθους κα ιδιαίτερα την προηγούμενη μέρα
που ήταν η Μεγάλη Παρασκευή. Επειδή το συναίσθημα της λύπης είναι βαθύτερο
από το συναίσθημα της χαράς, δεν μπορούμε σε μια μέρα να ξεπεράσουμε
αυτήν την ψυχική κατάσταση. Όχι ότι δεν χαίρεται η ψυχή την Ανάσταση,
αλλά δεν χαίρεται τόσο, όσο το απαιτεί η λαμπρή αυτή ημέρα. Σιγά σιγά όμως,
κατά την Διακαινήσιμο Εβδομάδα, που είναι σαν μια ημέρα πασχαλινή, φεύγει
ο πόνος της Μεγάλης Εβδομάδος και η ψυχή γεμίζει από την αναστάσιμη χαρά.
Την δεύτερη ημέρα του Πάσχα αρχίζει να καταλαβαίνει κανείς την Ανάσταση.
- Γιατί, Γέροντα, σε μερικά μοναστήρια κάνουν λιτανεία την δεύτερη ή τρίτη ημέρα του Πάσχα;
- Για να σκορπίσουν την πασχαλινή χαρά.
- Χτυπούν, Γέροντα, και τις καμπάνες;
- Την Διακαινήσιμο Εβδομάδα χτυπούν όλα μαζί, καμπάνες, σήμαντρα,
χειροσήμαντρα, και η καρδιά χτυπάει δυνατά ζώντας το «Αναστάσεως ημέρα».
Εύχομαι να χαίρεσθε πάντοτε
με αγαλλίαση πνευματική,
με συνεχή πασχαλινή χαρά,
με εσωτερική γλυκειά αναστάτωση.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, "Περί προσευχής", Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σσ. 203-204)