ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ο Μέγας(+ τελευταίες ημέρες του 378)
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ Εισαγωγή
Ο Μέγας Βασίλειος ανήκει στα ρηξικέλευθα πνεύματα της ιστορίας, που κυριολεκτικά δημιουργούν την Ιστορία και την ορίζουν. Θεμελίωσε την καππαδοκική θεολογία, που ήταν συνέχεια της νικαϊκής-αθανασιανής και που ολοκληρώθηκε από τον Γρηγόριο Θεολόγο και τον Γρηγόριο Νύσσης. Ο Β. την δράση του στην θεολογία και την Εκκλησία εγκαινίασε ακριβώς όταν άρχισε να οδεύει προς το τέλος του ο Μέγας Αθανάσιος. Όταν ο «στύλος» αυτός της καθόλου Εκκλησίας έδινε τις τελευταίες του αναλαμπές και λύγιζε από τον χρόνο, τους διωγμούς και τους αδιάκοπους αγώνες, αναλάμβανε δράση ο Β., στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, περί το 364. Το κέντρο της θεολογίας μεταφέρθηκε από την Αλεξάνδρεια στην Καισαρεία, μολονότι ακόμα ζούσε ο Αθανάσιος ( + 373). Και από το 370 ο χριστιανισμός ολόκληρος θα είναι στραμμένος στην Καισαρεία, μέχρι την κοίμηση του Β., και στην Καππαδοκία γενικότερα μέχρι να μετατοπιστεί το βάρος προς την Κωνσταντινούπολη, μάλιστα όταν θα γίνει το 398 αρχιεπίσκοπος της ο ιερός Χρυσόστομος.
Ο Β. υπήρξε πολυτάλαντη φυσιογνωμία. Απέβη ο πιο διακεκριμένος ρήτορας της εποχής του με παντοδαπή μόρφωση, στέρεη φιλοσοφική παιδεία και θαυμαστά οργανωτικά προσόντα. Ήταν θεληματικός άνδρας και πειθαρχημένος, με βαθιά αίσθηση του μέτρου, πολύ ευαίσθητος, κοινωνικός και ασκητικός παράλληλα, έτοιμος να θυσιαστεί για την αλήθεια, αυστηρός κι ευέλικτος, εφόσον δεν τραυματιζόταν η αλήθεια.
Τρεις παράγοντες προσανατόλισαν κυρίως την σκέψη και την δράση του: α΄. Το οικογενειακό του περιβάλλον, όπου έζησε και γνώρισε εμπειρικά την Παράδοση της Εκκλησίας. Η Παράδοση του έγινε βίωμα και νόρμα, κανόνας, με τρόπο αβίαστο. Στην παράδοση της γιαγιάς του Μακρίνας πρέπει να ζητήσουμε την αγάπη και τον σεβασμό που είχε ο Β. για τον Ωριγένη. Ο λόγος είναι απλός: η Μακρίνα μαθήτευσε στον Γρηγόριο Θαυματουργό, ο οποίος για πολλά χρόνια σπούδασε στην Σχολή του Ωριγένη, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. β΄. Η παιδεία, την οποία ο Β. απέκτησε στην Καισάρεια, την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα, αντιπροσώπευε ότι καλύτερο μπορούσε τότε να δώσει το ανθρώπινο πνεύμα. Την ελληνική παιδεία την αγάπησε με πάθος και της δόθηκε τόσο πολύ, ώστε την έμαθε πλατιά και την σπούδασε βαθιά όσο σπάνια κατορθώνουν οι άνθρωποι. Οι έλληνες ποιητές, οι τραγικοί και οι φιλόσοφοι τον σαγήνευαν. Έτσι, έγινε και η παιδεία ποταμός που πότισε και την τελευταία ίνα του είναι του. Τον έθελγε και τον αιχμαλώτιζε. Ας σημειωθεί ότι σπούδασε ακόμα και αστρονομία, μαθηματικά και ιατρική. Εκείνο που μόνο παρέλειψε να σπουδάσει ήταν η μουσική, γ΄. Ο μοναχισμός και η χριστιανική άσκηση έγιναν το συγκλονιστικότερο σχολείο για τον Β. Στην Αίγυπτο, κυρίως, γνώρισε, θαύμασε και άρχισε να μιμείται τον τρόπο ζωής των αναχωρητών και των θεοπτών της ερήμου. Ότι αγαπούσε ο Β. το έκανε πάντοτε ζωή του. Το μέγεθος της χριστιανικής ασκήσεως έγινε μέτρο, με το οποίο έκρινε και μετρούσε ότι άλλο είχε στο πνεύμα του: χριστιανική πίστη και θύραθεν παιδεία. Γι’ αυτό κι ενώ πολλά σχέδιά του θ’ αλλάξουν από τις συνθήκες και τις απαιτήσεις των καιρών, η άσκηση και η θεωρία της αλήθειας (η θεολογία) θα είναι το μόνιμο στοιχείο της υπάρξεως του, το στημόνι του πνευματικού του βίου.
Η εποχή και τα προβλήματα της
Η εποχή που ο Β. σπούδαζε ήταν απελπιστική για την Εκκλησία. Στην Ανατολή αυτοκράτορας ο Κωνστάντιος (337-361), υποστηρικτής των αρειανών και διώκτης των ορθοδόξων, που διασώζονταν ως νησίδες. Τον διαδέχτηκε ο σαγηνευτικός πρίγκιπας του παγανισμού Ιουλιανός (361-363), που αναζωπύρωσε την εθνική θρησκεία και κήρυξε επιφανειακή ανεξιθρησκία. Ο Ουάλης (364-378) μετά κορύφωσε το δράμα των ορθοδόξων. Έκανε ότι μπορούσε για να επιβάλει με συνοδούς και παρασυναγωγές τον αρειανισμό, έστω και ήπιο, διώκοντας τους ορθόδοξους. Οι κακόδοξοι αυλικοί τον είχαν πείσει ότι κατανοούσε τα θεολογικά πράγματα και ότι ο αρειανισμός μπορούσε να γίνει συνεκτικός παράγοντας για ένα ισχυρό κι ενωμένο κράτος. Από το 330 και μετά ευνοηθήκαν από την εξουσία κι επικράτησαν οι διάφορες αρειανικές και ημιαρειανικές ομάδες: όμοιοι, ανόμοιοι, ομοιουσιανοί. Οι λίγοι ορθόδοξοι εξαντλούνταν στην άχαρη αλλά αναγκαία προσπάθεια να δείξουν το γιατί εμμένουν στην πίστη που κύρωσε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, το 325, γιατί δεν είναι αυτοί που αναστατώνουν το κράτος και προκαλούν διαρκώς νέες συνόδους. Οι κεφαλές των ορθοδόξων με κορυφαίο τον Αθανάσιο ήταν συνήθως εξόριστοι, αλλά δεν έπαυαν τον αγώνα. Μέχρι τα μέσα σχεδόν της δεκαετίας του 360 το βάρος εκπροσωπήσεως και υπερασπίσεως της ορθοδοξίας είχε ο Αθανάσιος, ακόμη και όταν βρισκόταν σ’ εξορία. Με την δράση του και τα εκκλησιολογικά του κείμενα, έδειξε πόσο αδικαίωτες ήταν οι αρειανικές σύνοδοι μετά το 330. Με τα θεολογικά του κείμενα θεμελίωσε την ορθόδοξη τριαδολογία και ανέτρεψε όλα τα επιχειρήματα του αρειανισμού. Έτσι ο αρειανισμός φάνηκε θεολογικά εξαντλημένος. Ήταν εξασφαλισμένος πολιτικά κι αισθανόταν αδύνατος θεωρητικά. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Ευνόμιος, που έδωσε νέα επιχειρήματα, νέο αίμα στον αρειανισμό. Η αίρεση από το 360 απέκτησε νέα αίγλη, έγινε και πάλι πειστική με την επιφανειακή διαλεκτικότητα της σκέψεως του Ευνομίου. Νέα λοιπόν απειλή για την Εκκλησία και ο Αθανάσιος, που γερνούσε, θα έδινε την σκυτάλη στον Βασίλειο να εκθεμελιώσει τον νεοαρειανισμό του Ευνομίου και να υψώσει το ορθόδοξο ανάστημά του στον αυτοκράτορα και στους αυλικούς, που κατευθύνονταν από τους αρειανόφρονες. Και όπως παλαιοτέρα με τον Αθανάσιο, έτσι και τώρα• όσο οι ορθόδοξοι όλου του κόσμου έβλεπαν όρθιο τον Β., αναθαρρούσαν• όσο οι κακόδοξοι σκέπτονταν τον μικρόσωμο «ανυπότακτο» της Καισάρειας, αποθαρρύνονταν.
Η διαρκής ενασχόληση των κορυφαίων θεολόγων με τον αρειανισμό είχε και άλλες αρνητικές συνέπειες. Οι θεολόγοι ποιμένες δεν ήταν απερίσπαστοι να κατηχήσουν και να οικοδομήσουν τους πιστούς, που αυξάνονταν τότε με καταπληκτικό ρυθμό σε όλα τα διαμερίσματα του ανατολικού και του δυτικού κράτους. Τα πλήθη των μοναστικών ομάδων και οι αναχωρητές, ιδιαίτερα στην Μικρασία, την Αρμενία και την Συρία, χρειάζονταν καθοδήγηση. Οι μορφωμένοι χριστιανοί έπρεπε να αισθάνονται δικαιωμένοι έναντι της φιλοσοφικής σκέψεως. Η θεολογία έπρεπε να μιλάει την γλώσσα του πνευματικού κλίματος της εποχής για να είναι κατανοητή. Ο λειτουργικός βίος χρειαζόταν εμπλουτισμό και η εκκλησιαστική ζωή ευταξία. Οι τοπικές Εκκλησίες έπρεπε να «κοινωνούν» μεταξύ τους και να έχουν ενότητα πίστεως. Σε όλες αυτές τις επείγουσες ανάγκες, στις προκλήσεις της εποχής, προσπάθησε ν’ απαντήσει ο Β. Το έκανε με επιτυχία και το έργο του συνέχισαν συμπληρώνοντας το οι Γρηγόριος Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης.
Η δόμηση της αληθείας
Την πρώτη δραστηριότητα του ο Β. εμφανίζει περί το 359, οπότε είχε αποσυρθεί να μονάσει πρώτα στα Άννησα κι έπειτα στο ασκητήριο του, στον Ίρι ποταμό. Εκεί, μέχρι το 364, έγραψε τα πρώτα έργα του, που γενικά είναι οικοδομητικά (Τα Ηθικά), συμβουλευτικά για τους νέους και καθοδηγητικά-κανονιστικά για τους μοναχούς.
Ο ασκητικός βίος και η αναχώρηση από τον κόσμο δεν σήμαινε για τον Β. αγνόηση των προβλημάτων, που γεννιούνται στο στήθος του πιστού που ζει στον κόσμο. Αντίθετα μάλιστα, οι Επιστολές του αποτελούν απόδειξη της προσωπικής συμμετοχής του σ’ αυτά. Ακόμη περισσότερο, δεχόταν στην έρημο του παιδιά φίλων του, τα φιλοξενούσε μερικές ημέρες, τα νουθετούσε και τα δίδασκε.
Το γεγονός αυτό ακριβώς έγινε η πρώτη αφορμή να δει σε όλη την έκταση του ένα τεράστιο πρόβλημα που σιγόκαιγε στους κόλπους της Εκκλησίας, χωρίς ακόμα να δίδεται γνήσια λύση. Το ίδιο πρόβλημα θα αντιμετωπίσει ο Βασίλειος σε όλη την ευρύτητα και σε όλη την οξύτητα του λίγο μετά το 365, στην Καισάρεια, όταν σκεπτόταν να υπομνηματίσει την «Εξαήμερον» στους πιστούς.
Ποιο ήταν το πρόβλημα; Το πώς η αλήθεια της Εκκλησίας θα δοθεί, πώς θα εκφραστεί, πώς θα δομηθεί και με τι μέσα. Η γλωσσολαλία της Εκκλησίας είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Οι εποχές και οι λαοί έχουν την γλώσσα τους, το πνευματικό τους κλίμα, που το εκφράζουν συγκεκριμένες δομές.
Οι μορφωμένοι νέοι και το μορφωμένο ακροατήριο της Καισάρειας στο θέμα αυτό ζούσαν μία σύγχυση, η οποία και ανάγκασε τον Β. να προχωρήσει. Από τα μέσα δηλαδή του Δ΄ αι. διαμορφώθηκαν σχετικά δύο τάσεις στην Εκκλησία. Η μία περιφρονούσε και απέρριπτε την θύραθεν παιδεία, σχεδόν την απεχθανόταν. Η άλλη την υπερτιμούσε (η πιο ασθενική τάση). Όταν ήρθε ο Ιουλιανός (361-363) και απαγόρευσε στους χριστιανούς δασκάλους να διδάσκουν στις εθνικές σχολές και στα παιδιά των χριστιανών να σπουδάζουν σ’ αυτές, η σύγχυση επιτάθηκε αφόρητα.
Προσέχοντας κανείς τα πρώτα κείμενα του Β. και μάλιστα την ομιλία του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», την ερμηνεία του στην «Εξαήμερον», την ομιλία του «Εις το πρόσεχε σεαυτώ» και το «Κατά Ευνομίου», πείθεται ότι έμμεσα έχουμε απάντηση στο πρόβλημα του πώς θα δομηθεί η αλήθεια και προσπάθεια διαλύσεως της σχετικής συγχύσεως που αναφέραμε. Στα τρία πρώτα από τα παραπάνω έργα του αγωνίζεται με ποικίλους τρόπους να διακρίνει την αλήθεια από την ανθρώπινη σοφία και να καταδικάσει άμεσα η έμμεσα όσους αποστρέφονταν την δεύτερη, την οποία θεωρεί χρήσιμη. Συγχρόνως τα πρώτα του έργα συνιστούν την πρακτική, το Sitz im Leben της θεωρίας του.
Δεν εχθρεύεται κανέναν φιλοσοφικό χώρο. Προσέχει τους έλληνες ποιητές και τους τραγικούς. Όλα στα χέρια του αποτελούν σχήματα, καλούπια, εικόνες, μορφές, που είναι πολύ ωραία. Δεν έχει απόλυτες προτιμήσεις. Με τόση άνεση χρησιμοποιεί την γλώσσα και τις δομές της εποχής, ώστε να πείθεται κανείς ότι ο Β. δεν μπορεί ούτε στιγμή να εκφραστεί έξω από αυτές. Η πραγματικότητα αυτή αποτελεί επίτευγμά του, δεν είναι μειονέκτημα ενός θεολόγου, όπως θα νόμιζε κανείς.
Ο Β. προϋποθέτει μια θεμελιώδη και ορθή διαπίστωση. Η αλήθεια του Θεού δεν έχει δική της γλώσσα για να εκφραστεί. Γλώσσα και δομικό υλικό για την αλήθεια είναι η γλώσσα του ανθρώπου, στον οποίο απευθύνεται, η δομή κάθε εποχής, στην οποία κηρύσσεται η αλήθεια. Ο Θεός δεν αποκαλύπτει γλώσσα και δομές, αλλά την αλήθεια. Και όσο πιο καθολικές, όσο πιο καλλιεργημένες, είναι οι χρησιμοποιούμενες δομές, τόσο μεγαλύτερος κύκλος πιστών δέχεται μέσω αυτών την διδασκαλία της Εκκλησίας. Η επιλογή των λέξεων και των δομών είναι έργο του θεολόγου.
Το εγχείρημα του Β. για την δόμηση της αλήθειας, για την μορφοποίηση της χριστιανικής υπάρξεως, ήταν το μεγαλύτερο σε βάθος και το πρώτο εκτεταμένο που κυρώθηκε ως γνήσιο στην Εκκλησία. Ο θεολόγος που διακρίνει στην ορολογία μορφή και περιεχόμενο είναι ορθόδοξος. Αντίθετα, εκείνος που δεν έχει την αρετή της διακρίσεως γίνεται κακόδοξος. Η διάκριση αυτή δεν υπήρξε ευχερής ούτε για τον Β.
Η πλατωνική και στωική ανθρωπολογία και ηθική βρίσκεται πληθωρική στο «Προς τους νέους» και «Εις το "πρόσεχε σεαυτώ"». Και με την επίδραση της το σώμα π.χ. θεωρείται δεσμωτήριο της ψυχής, όπως υποστήριξε ο Πλάτωνας. Ο άνθρωπος στην ουσία είναι ψυχή και νους, δεν είναι κ α ι σώμα, το οποίο είναι απλώς δικό του (Εις το "πρόσεχε σεαυτώ" 3). Στα έργα αυτά, όπως και σε άλλα, η περιφρόνηση στο σώμα είναι διάχυτη, σε αντίθεση προς την βιβλική θεώρηση του ανθρώπου ως ενιαίου όλου, ως απόλυτης ενότητας. Γρήγορα όμως ο Β. ξεπέρασε την επήρεια της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψεως και θεμελιώθηκε στέρεα στην ανθρωπολογία και την κτισιολογία της Εκκλησίας. Έτσι, το έργο του και η μέθοδος του κατακυρώθηκαν στην Εκκλησία. Στο έξης, όσο πιο μεγάλοι και πιο γνήσιοι θα είναι οι θεολόγοι της, τόσο περισσότερο θα τον ακολουθούν, με τρόπο βέβαια προσωπικό. Θα επιχειρούν δηλαδή την δόμηση της αλήθειας με τις δομές της εποχής τους.
Η θεολογία τον κάλλους
Ιδιαίτερη σημασία ακόμη στο θέμα αυτό έχει και ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο επιμένει ο Β. να χρησιμοποιεί την θύραθεν σοφία. Εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες εκφράζει την απογοήτευση του για την θύραθεν σοφία, τις άλλες φορές την θεωρεί χρήσιμη και ως ένα βαθμό ωφέλιμη. Μάταια θα ζητήσει κανείς να επισημάνει στα σχετικά κείμενα μία έστω ιδέα της θύραθεν σοφίας, που καθεαυτή να είναι κυριολεκτικά ταυτόσημη με την θεία αλήθεια. Ο Β. δηλαδή μιλάει αόριστα για την χρησιμότητα της θύραθεν σοφίας και αυτό δημιουργεί αμηχανία, που δεν ξεπερνούν οι ερευνητές.
Υπάρχει όμως ένα χωρίο στο πρώιμο έργο του «Προς τους νέους» (3), που συνιστά το κλειδί για το θέμα μας:
«Ήπου καθάπερ φυτού οικεία μεν αρετή τω καρπώ βρύειν ωραίω, φέρει δε τινα κόσμον και τα φύλλα τοις κλάδοις περισειόμενα. Ούτω δη και ψυχή προηγουμένης μεν καρπός η αλήθεια, ουκ άχαρι γε μην ουδέ την θύραθεν σοφίαν περιβεβλήσθαι, οιόν τινα φύλλα, σκέπην τε τω καρπώ και όψιν ουκ άωρον παρεχόμενα». ( = Πραγματικά για ένα φυτό [δέντρο] φυσική αρετή είναι να δίνει καρπό στην ώρα του, μα του δίνουν κάποια ομορφιά και τα φύλλα που κουνιούνται στα κλαδιά. Έτσι λοιπόν και η ψυχή, έχει πρώτα για καρπό την αλήθεια, αλλά είναι ωραίο να φοράει και την κοσμική σοφία, σαν φύλλα δηλαδή που προστατεύουν τον καρπό και δίνουν καλή θέα).
Και όχι μόνο η σκέψη και η ποίηση, αλλά και η δημιουργία ολόκληρη έχει «κάλλος» (Εις την Εξαήμερον Α΄ 11 και Β΄ 1), διότι αποτελεί κτίση του Θεού, που είναι το κατ’ εξοχήν κάλλος (Όροι κατά πλάτος 2).
Η δόμηση του μοναχικού βίου-τροφοδοσία των μοναχών
Η αναστροφή του Β. με τις μοναστικές ομάδες του Ευσταθίου Σεβαστείας έδωκε αφορμή να ασχοληθεί σοβαρά με τα πνευματικά τους προβλήματα. Και αυτά ήταν πολλά, διότι ο Ευστάθιος, ενώ είχε θαυμαστή ικανότητα να διεγείρει την αγάπη πολλών για το μοναχικό βίο, δεν είχε το χάρισμα να καθοδηγεί ορθά και επαρκώς στον βίο τούτο. Πολύ περισσότερο, διότι ο Ευστάθιος δεν υπήρξε φορέας της γνήσιας παραδόσεως και της ορθής πίστεως (στην νεότητα του ήταν οπαδός του Αρείου) και είχε άστατο χαρακτήρα. Έτσι λοιπόν οι πολυπληθείς ομάδες μοναχών του, στις περιοχές της Μικρής Αρμενίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας και αλλού, παρουσίαζαν πνευματική ατονία και πολλές παρεκκλίσεις, ηθελημένες ή αθέλητες. Και αυτά, σε συνδυασμό με το κύμα των άτακτων ενθουσιαστών μεσσαλιανών μοναχών, που ερχόταν από την Μεσοποταμία, έδειχναν ότι ο μοναχισμός, την ώρα της μεγάλης του αριθμητικής αναπτύξεως, ήταν άρρυθμος πνευματικά και γι’ αυτό επικίνδυνος για τους ίδιους τους μοναχούς και την όλη Εκκλησία.
Την κρίσιμη αυτή κατάσταση διαπίστωσε ο Β. και ήδη μεταξύ 359 και 362 έγραφε «Όρους» και «Κανόνες», τους οποίους εξέδωκε πάλι και πάλι. Τα κείμενα όμως αυτά δεν ήσαν κανονιστικά με την απόλυτη έννοια της λέξεως. Ο τριακονταετής Β., με την βοήθεια της θεολογικής του παιδείας και τις εμπειρίες που απέκτησε, κυρίως όταν επισκέφτηκε τους μοναχούς της Αίγυπτου πριν δύο-τρία χρόνια, έγραψε τα «Ασκητικά» του ως πνευματικό «πα στω» των μοναχών, ως οδηγό κοινοβιασμού και προσανατολισμού στην άσκηση και ως διασάφηση του σκοπού, των μέσων, των ορίων, των δυσχερειών και του πλαισίου, στο οποίο πρέπει ο μοναχισμός να κινείται. Πρόκειται συγχρόνως για κατήχηση και ασκητικό οδηγό με πληθωρική χρήση βιβλικών χωρίων. Το πρακτικό τους πνεύμα είναι εμφανές. Πρώτο του μέλημα είναι να πείσει ότι ως «κοινωνικόν ζώον» ο άνθρωπος (Όροι κατά πλάτος 3) πρέπει να ζει κοινοβιακά, σε μονή-μοναστήριον, που ονομάζεται «αδελφότης» και που τότε δεν αποτελούσε σπουδαίο κτιριακό συγκρότημα. Οι διασκορπισμένοι μοναχοί έπρεπε να συναχτούν και οι ομάδες με χαλαρή συνοχή να γίνουν συνειδητή αδελφότητα, να γίνουν «κοινωνία», όπως την είχε δει ο Β. στις μονές του Παχωμίου, στην Αίγυπτο. Πρέπει να υπάρχει ο «προεστώς» της αδελφότητας, με πνευματική ευθύνη για τους αδελφούς, οι οποίοι πάλι οφείλουν να υπακούουν στον προεστώτα και να αισθάνονται ευθύνη για τους συμμοναστές. Για πρώτη φορά η εξομολόγηση υψώνεται σε κανόνα απαραίτητο της πνευματικής ζωής (Όροι κατ' επιτομήν 229 και Όροι κατά πλάτος 26 ). Η καθημερινή ζωή τους αφιερώνεται απαραίτητα και ισόρροπα στην προσευχή, την εργασία και την μελέτη. Επιμένει, όσο κανείς άλλος ασκητικός συγγραφέας, στην μελέτη της Γραφής και γενικότερα στην παιδεία των μοναχών, που μπορούν να έχουν για τον σκοπό αυτό στην μονή και δασκάλους (Όροι κατ’ επιτομήν 292).
Ο Β. προσπαθεί να συνάξει τους μοναχούς στους κόλπους των επισκοπών και των μητροπόλεων, ενώ στην Αίγυπτο ο Παχώμιος κατανοούσε την «κοινωνία» του κάτι σαν ενορία η επισκοπή, αν και συνδεόταν με τους επισκόπους. Η πρακτικότητα και η αερολογία των ασκητικών έργων τα κάνει χρήσιμα και για όλους τους πιστούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτά λείπουν εκτενείς καταγραφές κατανυκτικών καταστάσεων και προχωρημένων θεοπτικών εμπειριών, όπως λείπουν και ακριβείς προσδιορισμοί σταδίων του πνευματικού βίου. Ότι κυρίως απασχολεί τον Β. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τα πάθη και την επήρεια του Σατανά, για να φθάσει στον τελικό σκοπό του ανθρώπου, δηλαδή στην «δόξα» του Θεού. Η αγάπη προς τον Θεό αποτελεί το θεμέλιο και το ασφαλές κίνητρο για την απελευθέρωση αυτή, που εκφράζεται στην καθαρή προσευχή. Το ύψιστο επίτευγμα, καθαρή κατάσταση προσευχής, φθάνει ο μοναχός, όταν αποκτά «αμετεώριστον νουν» (Όροι κατά πλάτος 5-6. Όροι κατ' επιτομήν 201-202• 306), δηλαδή όταν φθάνει σε απάθεια για όλα και ζει απόλυτα προσκολλημένος στον Θεό.
Οι μεγάλοι πνευματικοί κίνδυνοι του αναχωρητικού βίου και η εκτροπή του σε ενθουσιαστικές καταστάσεις οδήγησαν τον Β. μέχρι του να αποτρέπει από το είδος αυτό της ασκήσεως. Συνιστούσε όμως ένα είδος συνδυασμού του κοινοβιακού και του αναχωρητικού βίου. Οι αναχωρητές να ασκούνται σε μικρή απόσταση από την κοινοβιακή μονή. Έτσι οι κοινοβιάτες (οι «κοινωνικοί») θα ωφελούνταν από τον θεωρητικό βίο και τα επιτεύγματα των αναχωρητών. Αλλά και οι αναχωρητές θα διδάσκονταν από την αγάπη που καλλιεργούσαν οι κοινοβιάτες (βλ. και Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 43, 62: PG 36, 577).
Η προσπάθεια του Β. να προσανατολίσει τους μοναχούς ορθά και να δομήσει γενικά τον μοναχισμό βρήκε τεράστια απήχηση, διότι το έργο αυτό ήταν βιβλικά θεμελιωμένο, είχε πρακτικό χαρακτήρα, δίδασκε μετριοπαθή ασκητικό βίο και παρουσίαζε θαυμάσια ισορροπία θεωρίας και πράξεως. Από τον Δ΄ αι. και μετά τα «Ασκητικά» διαδόθηκαν ευρύτατα και μελετήθηκαν όσο κανένα άλλο σχετικό κείμενο. Ιδιαίτερα στην Ανατολή τα έργα αυτά έγιναν το κατ’ εξοχήν εγχειρίδιο των μοναχών. Ο Θεόδωρος Στουδίτης ( + 826) μάλιστα, που επιμελήθηκε έκδοση τους, στήριξε τον μοναχισμό του απόλυτα σ’ αυτά. Και στην Δύση όμως, όπου ο Ρουφίνος (+ 410) μετέφρασε την πρώτη μορφή των «Ασκητικών», βρήκε θαυμαστές κι επηρέασε όσους έγραψαν ασκητικά έργα και δη όσους συνέταξαν μοναστικά Τυπικά η Κανόνες, όπως οι Αυγουστίνος, Βενέδικτος Νουρσίας, Columban κ.ά.
Συμβολή στην ανάπτυξη του λειτουργικού βίου
Σπουδαία υπήρξε η προσφορά του Β. και στην ανάπτυξη του λειτουργικού βίου της Εκκλησίας. Η δραστηριότητα του αυτή συνδέεται με την προσπάθειά του πρώτα να δώσει στους μοναχούς πληρέστερες ακολουθίες, για την καθημερινή τους προσευχή, και κατόπιν με το έργο του στην Καισαρεία ως πρεσβυτέρου, από το 364. Ο Γρηγόριος Θεολόγος προσγράφει στον Β. «ευχών διατάξεις» και «ευκοσμίας βήματος» (Λόγος 43, 34). Και ο ίδιος ο Β. αναφέρεται στην ακολουθία του Όρθρου και των Ωρών (Επιστ. 207, 3. Όροι κατά πλάτος ΛΖ΄ 3-4), για να δηλώσει ότι και οι δύο ακολουθίες υπήρχαν ήδη (ως γνωστόν από τον Γ΄ αι.) και αυτός τις εμπλούτισε μόνο, τις αύξησε και οργάνωσε αντιφωνική ψαλμωδία. Έχει μάλιστα ιδιαίτερη σημασία ότι, μετά την ψαλμωδία του ενός ψάλτη, οι παρόντες η κάποιοι από τους παρόντες «υπηχούσι», δηλαδή ψέλνουν κάποιο εφύμνιο. Στην σημερινή μορφή της ακολουθίας των Ωρών πέντε ευχές προσγράφονται στον Β. (2 στο Μεσώριον της Α΄ Ώρας, 1 στο Μεσώριον της Γ΄ Ώρας, 1 στην ΣΤ΄ Ώρα και η αυτή στο Μεσώριον της και 1 στο Μεσώριον της Θ΄ Ώρας). Επίσης και δύο Ευχές στην ακολουθία του Μεσονυκτικού. Χαρακτηριστικό της αυτενέργειας του Β. στον χώρο τούτο είναι ότι η ερμηνεία-δικαιολογία που δίνει για κάθε Ώρα είναι διαφορετική, από εκείνη που έχουμε στην «Αποστολική παράδοση» (41) του Ιππολύτου, ενώ Ψαλμοί τους οποίους αναφέρει στο πλαίσιο των Ωρών υπάρχουν και στην σημερινή ακολουθία των Ωρών Α΄, Γ΄ και ΣΤ΄.
Δυσχερέστερο είναι το πρόβλημα της σχέσεως του Β. με την θεία Λειτουργία, που φέρει το όνομα του. Ήταν σε χρήση ευρύτατη (π.χ. στην Μικρασία και την Νότια Ιταλία), αλλά σήμερα τελείται μόνο δέκα φορές τον χρόνο, διότι γενικεύτηκε η χρήση της Λειτουργίας του Ιωάννου Χρυσοστόμου. Βέβαιο θεωρείται μόνο ότι ο Β. πρόσθεσε ευχές με δογματικό μάλιστα περιεχόμενο κι επενέβη στην ρυθμικότερη τέλεση Λειτουργίας, που αναμφίβολα υπήρχε ήδη. Ο Β. είναι μάρτυρας και της αρχαίας συνήθειας να διατηρούν στο σπίτι τους οι πιστοί θεία Ευχαριστία και μάλιστα να μεταλαμβάνουν, εφόσον είναι άξιοι, καθημερινά (Επιστ. 93).
Ο Βασίλειος εκκινά ως ομοουσιανός
Την πρώτη έντονη και πικρή γεύση των θεολογικών συζητήσεων και διαφωνιών δοκίμασε ο Β. το 360, στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου πρωταγωνιστούσαν οι όμοιοι και οι ανόμοιοι, ήπιοι και ακραίοι αρειανόφρονες. Εκεί συνόδευε τον Καισαρείας Διάνιο. Δεν έλαβε μέρος στις συζητήσεις, μολονότι εκεί βρισκόταν και ο πολύς Ευνόμιος, συνηλικιώτης αλλά μακροβιότερος του Βασιλείου. Ο Ευνόμιος εκπροσωπούσε ακραίο αρειανισμό με νέα όμως μέθοδο και επιχειρήματα που διατύπωσε το ίδιο έτος στον «Απολογητικόν» του. Ο Β. ζούσε σε περιοχή όπου επιπόλαζαν οι ομοιουσιανοί, μεταξύ των οποίων ο Ευστάθιος Σεβάστειας, σεβαστός και στον Βασίλειο, τον οποίο ιστορικοί και πατρολόγοι τοποθετούν στην ομάδα των ομοιουσιανών. Αυτοί είχαν επικεφαλής τον Βασίλειο Αγκύρας και τον Γεώργιο Λαοδικείας, που δίδασκαν ότι ο Υιός έχει όμοια ουσία με τον Πατέρα. Με καλυμμένο όμως τρόπο αρνούνταν την ιδιότητα-αιωνιότητα του Υιού (βλ. το σχετικό κεφάλαιο). Οι ερευνητές λησμονούν δύο γεγονότα, που είναι αποκαλυπτικά των θεολογικών φρονημάτων του Β. στην κρίσιμη και συγκεχυμένη αυτή εποχή. Το πρώτο αφορά στην ατυχία του Διανίου να υπογράψει το 360 ομολογιακό κείμενο, που με ανθρώπους του έστειλε ο ομοιουσιανός Γεώργιος σε πολλούς επισκόπους. Τότε ο Βασίλειος λυπήθηκε τόσο πολύ, που αναγκάστηκε να διακόψει την επικοινωνία με τον Διάνιο, τον οποίο επανείδε μόνο στην επιθανάτια κλίνη, όταν ο τελευταίος κάλεσε κοντά του τον Β. και του εξομολογήθηκε την μετάνοια του για την υπογραφή του κειμένου εκείνου (βλ. Επιστ. 51,2). Το δεύτερο γεγονός είναι η Επιστολή 9 του Β. γραμμένη το 361/2. Εδώ λοιπόν, απαντώντας σε ερωτήσεις κάποιου «φιλοσόφου» Μαξίμου, γράφει:
«Εγώ δε, ει χρη τουμόν ίδιον ειπείν, το όμοιον κατ’ ούσίαν, ει μεν προσκείμενον έχει το απαραλλάκτως, δέχομαι την φωνήν ως εις ταυτόν τω ομοουσίω, φέρουσαν, κατά την υγιά δηλονότι του ομοουσίου διάνοιαν... Ει δε τις του ομοίου το απαράλλακτον αποτέμνοι, όπερ οι κατά την Κωνσταντινούπολιν πεποιήκασιν, υποπτεύω το ρήμα ως του Μονογενούς την δόξαν κατασμικρύνον» (Επιστ. 9,3).
Είναι άρα σαφές ότι ο Β. Ήταν απόλυτα νικαϊκός και ομολογούσε το ομοούσιον του Υιού. Το ίδιο σαφές όμως είναι και ότι κατανοούσε την προσπάθεια της Εκκλησίας να δημιουργήσει γέφυρα επανόδου των ομοιουσιανών στην ορθοδοξία, κάτι που κατακυρώθηκε συνοδικά το 362 στην σύνοδο της Αλεξάνδρειας. Εκεί πρωτοστάτησε ο Αθανάσιος και επέτρεψε την χρήση του όρου «φύσει Υιός» ως ισοδύναμου προς το «ομοούσιος». Εδώ ο Βασίλειος, πριν ίσως από την σύνοδο αυτή, δέχεται ως ορθοδόξους εκείνους, που θα ομολογούσαν τον Υιό «όμοιον κατ’ ουσίαν... απαραλλάκτως», διότι το «απαραλλάκτως» σημαίνει ότι ακριβώς και το ομοούσιον, δηλαδή ταυτότητα ουσίας, όπως ήθελε η Νίκαια. Προτάσεις ως αυτές του Β. έκαναν μόνο οι ακραιφνείς ομοουσιανοί. Η παρουσία του Β. μεταξύ ομοιουσιανών και η για πολλά ακόμη χρόνια επικοινωνία του με τον Ευστάθιο Σεβαστείας εντάσσεται στην προσπάθεια του Β. να τους προσελκύσει, άσχετα αν οι ελπίδες δεν επαληθεύτηκαν.
Τα ονόματα (χαρακτηρισμοί) του Θεού επινοούνται από τον άνθρωπο
Ως αυστηρός ομοουσιανός ο Β. αντέδρασε με κάποια καθυστέρηση στην νέα θεολογία του Ευνομίου, που είχε την εξής απλή κοσμολογική βάση: Το «ποιούν» (ο Πατήρ) υπάρχει αναγκαστικά πριν από το «γινόμενον» (τον Υιό) και άρα «το ποιούμενον» (Υιός) είναι χρονικά μετά «το ποιούν» (Απολογητικός 7). Τώρα όμως η διαφορά μεταξύ Πατέρα και Υιού θεμελιώνεται στην διαφορά των «ονομάτων» (λέξεων) που χρησιμοποιούμε: αγέννητον για τον Πατέρα, γεννητόν για τον Υιό. Οι λέξεις αυτές παριστάνουν την ουσία του Πατέρα και του Υιού κι επειδή είναι διαφορετικές μεταξύ τους, έπεται ότι διαφορετικές είναι και οι ουσίες του Πατέρα και του Υιού (αυτόθι, 8 και 18). Το άγιο Πνεύμα προέρχεται από τον γεννητό Υιό διά κτίσεως. Έτσι έχουμε τρία όντα με διαφορετικές ουσίες: Τον αγέννητο άκτιστο Πατέρα, τον γεννητό από τον άκτιστο (Πατέρα) Υιό και το κτιστό από τον γεννητό (Υιό) άγιο Πνεύμα. Και τα τρία όντα προήλθαν με διαφορετική ενέργεια (αυτόθι, 20 και 24), η οποία και παράγει τρεις διαφορετικές ουσίες, η μία κατώτερη από την άλλη. Έτσι, νόμιζε ο Ευνόμιος, διασαφηνίζεται και το πρόβλημα των τριών διακεκριμένων θείων υποστάσεων, που ταυτίζονται τελικά με την ουσία τους.
Την ορθότητα των τριών οντολογικών διακρίσεων και μάλιστα την βεβαιότητα για την γνώση της φύσεως των τριών όντων (Πατέρα, Υιού και Πνεύματος) στηρίζει ο Ευνόμιος στο ότι δήθεν τα ονόματα, ανταποκρινόμενα στην φύση των θείων και μη πραγμάτων, δόθηκαν-τέθηκαν από τον ίδιο τον Θεό (Απολογία υπέρ Απολογίας εις Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου II 411-414 [Jaeger]: PG 45, 1048D-1049A και II 403: PG 45, 1045C) και γι’ αυτό είναι αληθή και σταθερά. Τα ονόματα-χαρακτηρισμοί δεν αποτελούν επινόηση («επίνοια») των ανθρώπων. Η αντίληψη αυτή αποτελεί το θεμέλιο της γνωσιολογίας του Ευνομίου, που έτσι αφαιρούσε από τον άνθρωπο κάθε δυνατότητα ορθής γνώσεως ακόμη και της φυσικής πραγματικότητας.
«παρά του δημιουργήσαντος την φύσιν δεδωρήσθαι τοις ανθρώποις των τε ονομαζομένων και των ονομάτων την χρήσιν και την γε των δεδομένων κλήσιν ανωτέραν είναι της των χρωμένων γενέσεως» (II 262 [Jaeger]: PG 45, 1000).
Ο Β. όφειλε ν’ ανατρέψει τα δύο θεμελιώδη στηρίγματα του Ευνομίου, δηλαδή ότι τα ονόματα αγέννητον και γεννητόν αποκαλύπτονται από τον Θεό και ότι αυτά χαρακτηρίζουν-φανερώνουν την ουσία του Θεού (την φύση).
Βέβαια την παραπάνω θέση του ο Ευνόμιος, ότι τα ονόματα τέθηκαν από τον Θεό, γενίκευσε και συστηματοποίησε το 378 στην «Απολογία υπέρ Απολογίας», αλλά βρίσκεται και στην «Απολογία» του (του 360/1), εφόσον εκεί απέρριπτε την επίνοια-επινόηση των ονομάτων, διότι τα θεωρούσε κενά, κι επέμενε ότι ορισμένα ονόματα, όπως το «αγέννητον», είναι πράγματι χαρακτηριστικά της ουσίας του Θεού και φανερώνονται από τον Θεό.
Την απάντηση του ο Β. αρχίζει με την αξιολόγηση της επινοίας- επινοήσεως των ονομάτων του Θεού και των πραγμάτων. Η επίνοια είναι διαδικασία νοητική του ανθρώπου, ο οποίος επινοεί φανταστικά πράγματα, αλλά επινοεί και υπαρκτά, των οποίων επιπλέον αναλύει ιδιότητες, όψεις κ.λπ. (Κατά Ευνομίου 6 και 7). Επομένως τα επινοούμενα ονόματα για τον Θεό έχουν πραγματικό αντίκρισμα (είδος nominalismus που ομοιάζει κάπως με αυτόν του W. Ockham). Ακόμη δεν ήταν δύσκολο στον Β. να δείξει πόσο τεχνητό και σοφιστικό ήταν το θεμέλιο του Ευνομίου, παρατηρώντας ότι τα ονόματα αγέννητον και γεννητόν δεν ήσαν τα μόνα για τον Πατέρα και τον Υιό. Αν, λοιπόν, αλήθευε η θεωρία του Ευνομίου, τότε τα ονόματα αγέννητος, άναρχος κ.λπ. του Πατέρα θα δήλωναν και διαφορετική το καθένα ουσία, πράγμα αδύνατο.
Τα ονόματα δηλώνουν τις ιδιότητες και όχι την ουσία του Θεού
Ο Β., αφού γίνει πειστικός για την άποψη του αυτή, προχωρεί στο καίριο πρόβλημα: σε τι αφορούν τα ονόματα; στην ουσία του Θεού ή σε κάτι άλλο;
Κατ’ αρχήν στην ουσία του Θεού δεν μπορεί ν’ αφορούν, αφού σε όλη την Παράδοση της Εκκλησίας η θεία ουσία η φύση μένει άγνωστη και απρόσιτη και αποτελεί ματαιότητα και ύβρη η αναζήτηση της (Κατά Ευνομίου Α΄ 12-13 και Β΄ 31). Εδώ ο Β. κάνει την ριζική οντολογική τομή και διακρίνει σαφώς δύο πραγματικότητες όλως άλλες μεταξύ τους, την άκτιστη και την κτιστή:
«Δύο γαρ όντων πραγμάτων, κτίσεως τε και θεότητος. Και της μεν κτίσεως εν δουλεία και υπακοή τεταγμένης, αρχικής δε ούσης και δεσποτικής της θεότητος» (Κατά Ευνομίου Β΄ 31).
Η κτιστή φύση, ως όλως άλλη, δεν μπορεί να αναχθεί στην άκτιστη. Αλλά παρά ταύτα έχουμε και στην Γραφή και την μετέπειτα Παράδοση ονόματα-χαρακτηρισμούς της άκτιστης θεότητας. Ισχύει, λοιπόν, και για την άκτιστη θεότητα η ανθρώπινη επίνοια, η επινόηση ονομάτων; Η απάντηση είναι καταφατική βάσει της εμπειρίας και της ζωής της Εκκλησίας. Τα ονόματα αγαθός, Πατήρ, Υιός, άγιο Πνεύμα κ.λπ. αφορούν ασφαλώς στην άκτιστη θεότητα και δεν είναι κενά, εφόσον η σχέση του κτιστού π.χ. με τον Υιό και το άγιο Πνεύμα είναι πραγματική.
Αφού όμως τα ονόματα δεν αφορούν στην θεία ουσία, σε τι αφορούν; Η απάντηση στο ερώτημα συνιστά την πρώτιστη θεολογική συμβολή του Β.: τα ονόματα είναι μόνο «δηλωτικά» ή «σημαντικά» των ιδιοτήτων (ή των προσόντων ή των ιδιωμάτων) του είναι της άκτιστης θεότητας, δηλαδή του Πατέρα, του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Δηλώνουν όχι την ουσία, αλλά τις ιδιότητες των διακρινόμενων μεταξύ τους θείων υποστάσεων, των οποίων όμως η ουσία είναι κοινή. Δηλώνουν ακόμη την σχέση των θείων υποστάσεων και την δράση τους προς τα έξω:
«αι προσηγορίαι (= τα ονόματα) ουχί των ουσιών εισί σημαντικαί, αλλά των ιδιοτήτων, αι τον καθ’ ένα χαρακτηρίζουσιν» (αυτόθι, Β΄ 4). Και• «επί Πατρός και Υιού ουχί ουσίαν παρίστησι τα ονόματα, αλλά των ιδιωμάτων εστί δηλωτικά• ώστε μηδεμίαν είναι χώραν τω λόγω, εκ της των ονομάτων παραλλαγής την των ουσιών εναντίωσιν παρεισάγοντα» (αυτόθι, Β΄ 5).
Επομένως η διαφορά των ονομάτων αγέννητος και γεννητός για τον Πατέρα και τον Υιό δεν προϋποθέτουν δύο διαφορετικές ουσίες (όπως υποστήριζε ο Ευνόμιος), διότι τα ονόματα δεν αφορούν στην ουσία του Πατέρα και του Υιού, αλλά μόνο στις ιδιότητες και τις σχέσεις τους. Το όνομα Πατήρ π.χ. δηλώνει την σχέση πατρότητας προς τον Υιό και το όνομα Υιός δηλώνει την σχέση υιότητας προς τον Πατέρα. Το ίδιο τα αγέννητος και γεννητός. Και τα δύο, λοιπόν, ονόματα δηλώνουν όχι το «τι εστί» (= ουσία), αλλά μόνο «ότι εστίν» ή «όπως εστίν», δηλαδή ότι υπάρχουν και με ποιο τρόπο υπάρχουν ο Πατήρ και ο Υιός (αυτόθι, Α΄ 14-15). Εάν γενικά τα ονόματα δήλωναν την ουσία, τότε και τα διάφορα ονόματα ανθρώπων, όπως Πέτρος, Παύλος, θα δήλωναν διαφορετικές ουσίες, δηλαδή μία ουσία του Πέτρου και άλλη του Παύλου. Είναι φυσικά παράλογο, διότι και οι δύο αυτοί άνθρωποι έχουν την ίδια ουσία, φύση, αλλά υπάρχουν με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Το ίδιο και η άγια Τριάδα. Όντα με διαφορετικές ιδιότητες, όπως ο Πατήρ, ο Υιός και το άγιο Πνεύμα, μπορούν να έχουν κοινή ουσία. Επομένως η προσπάθεια του Ευνομίου να δείξει ότι ο Υιός και το Πνεύμα έχουν διαφορετική ουσία από τον Πατέρα, επειδή έχουν διαφορετικά ονόματα, όπως αγέννητος και γεννητός, είναι τελείως εσφαλμένη.
Η διάκριση που είδαμε προηγουμένως μεταξύ του «ότι εστί» και του «τι εστί», γνωστή και στον Αθανάσιο, αποκτά εδώ ευρύτερη σημασία και προετοιμάζει την διάκριση ουσίας και υποστάσεων. Το «ότι (ή όπως) εστί» σχετίζεται με τις θείες υποστάσεις και ειδικότερα με τις θείες ενέργειες, τις οποίες μπορεί να γνωρίζει ο άνθρωπος. Αντίθετα το «τι εστί» προϋποθέτει την θεία ουσία που μένει άγνωστη και άρρητη. Με τον τρόπο αυτό προχωρεί ο Β. στην πολυσήμαντη υπέρβαση του φιλοσοφικού κλίματος, που δεν διακρίνει μεταξύ όντος και ουσίας του ή είναι και φύσεώς του. Άρα το θεμέλιο της υπαρξιακής φιλοσοφίας, που είναι η πρόταξη της υπάρξεως, ήταν επίτευγμα του Β. Στο εξής η θεολογία της Εκκλησίας θα στηριχτεί στην υπέρβαση αυτή που πραγμάτωσε, όπως θα φανεί και πιο κάτω, ο Β. και ολοκλήρωσαν οι άλλοι Καππαδόκες.
Στην θεολογία γίνεται χρήση και αποφατικών ονομάτων, δηλ. αρνητικών. Δηλώνονται κυρίως αυτά που είναι ιδιώματα του Θεού, αλλά δηλώνονται και μερικά που δεν αποτελούν ιδιώματα του Θεού, όπως: άφθαρτον, αόρατον, άρρητον, αθάνατον κ.λπ. Με τα αρνητικά ονόματα δεν επιτυγχάνεται κάποια γνώση του Θεού, αλλά «διδασκόμεθα» με αυτά να αποφεύγουμε εσφαλμένες απόψεις: «μη εις απρεπείς εννοίας εν ταις περί Θεού υπολήψεσι καταπίπτειν» (αυτόθι, Α΄ 10). Με τους αποφατικούς όρους απαγορεύουμε στον νου μας να πηγαίνει όπου δεν πρέπει: «μη καταφέρειν τας διανοίας εις α μη δει» (αυτόθι). Επομένως κάθε αποφατική διατύπωση στην θεολογία είναι για τον Β. μόνο αποτρεπτική• θετικά δεν βοηθά σε τίποτα, εφόσον αποτελεί επισήμανση μη όντος κι εφόσον ως μη ον δεν έχει πραγματική σχέση με την αλήθεια, με την οποία κοινωνεί ο άνθρωπος για να σωθεί.
Με όσα ο Β. διατύπωσε για το τι δηλώνουν τα ονόματα, που χρησιμοποιούν Γραφή και Θεολογία, έγινε μια πολυσήμαντη διάκριση στην θεολογία: διακρίθηκαν οι θείες ιδιότητες από την θεία ουσία (η φύση). Έτσι, μπόρεσε να λύσει και το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού (τι γνωρίζουμε από τον Θεό; τα ιδιώματα του) και να προχωρήσει ακίνδυνα στην επίσης πολυσήμαντη διάκριση των τριών θείων υποστάσεων και της κοινής ουσίας τους. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα ότι με αφορμή το πρόβλημα των ονομάτων ο Β. έκανε σπουδαίες, αλλά σήμερα λησμονημένες, διατυπώσεις για την γλώσσα της θεολογίας• η γλώσσα επινοείται από τον άνθρωπο• η γλώσσα είναι σημαντική και δηλωτική των θείων και ανθρώπινων πραγμάτων, δηλαδή δηλώνει και σημαίνει χωρίς να περιέχει τα δηλούμενα και σημαινόμενα• ως δηλωτική η γλώσσα δεν είναι απόλυτο μέγεθος.
Μένει όμως ανοικτό ένα σοβαρό θέμα: πόθεν η δυνατότητα να δηλώνουμε με ονόματα τα ιδιώματα του Θεού; Το θέμα της επόμενης παραγράφου.
Οι θείες ενέργειες ως πηγή των ονομάτων και της γνώσεως του Θεού
Η δυνατότητα του ανθρώπου να επινοεί ονόματα για το Θεό προσκρούει από πρώτη άποψη στην αγεφύρωτη απόσταση-τομή, που έδειξε ο Β., μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Την τομή-απόσταση αυτή δεχόταν και ο Ευνόμιος, αλλά την χρησιμοποιούσε για πολύπλοκους συνδυασμούς. Ο Β. που δεν κατασκεύαζε θεωρίες, αλλά προσπαθούσε να εξηγήσει ότι βίωνε από την αλήθεια, έδειξε αφοπλιστικά το πώς, μολονότι δεν καταλύεται η τομή κτιστού-ακτίστου, ο άνθρωπος μπορεί να επινοεί ονόματα για τον Θεό. Και το σημαντικότερο, έδειξε τον λόγο για τον οποίο τα ονόματα αυτά έχουν εγκυρότητα. Πρόκειται για την αποτίμηση της θείας οικονομίας, δηλαδή για την δράση και τις ενέργειες του Θεού προς τον άνθρωπο. Εφόσον ο Θεός δεν είναι η φιλοσοφική Ενάς, που μένει ξένη προς τον κόσμο, δρα κι ενεργεί, δημιουργώντας, προνοώντας και φανερώνοντας τον εαυτό του στον κόσμο. Πηγή λοιπόν όσων γνωρίζουμε για τον Θεό και όσων δηλώνουμε με τα ονόματα είναι η δράση του, οι θείες ενέργειες:
«Αλλ’ αι μεν ενέργειαι ποικίλαι η δε ουσία απλή. Ημείς δε εκ μεν των ενεργειών γνωρίζειν λέγομεν τον Θεόν ημών, τη δε ουσία αυτή προσεγγίζειν ουχ υπισχνούμεθα. Αι μεν γάρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος» (Επιστ. 234, 1). Και• «Ουκούν, από μεν των ενεργειών η γνώσις, από δε της γνώσεως η προσκύνησις... Γινώσκομεν δε εκ της δυνάμεως ( = του) τον Θεόν» (Αυτόθι, 3).
Ο Κύριος π.χ., γνωρίζοντας ότι μόνος του ο άνθρωπος δεν μπορεί ως κτιστή φύση να κατανοήσει την άκτιστη θεότητα, μίλησε για την τελευταία με όρους-ονόματα που την χαρακτηρίζουν:
«Ο Κύριος. ..εν τοις περί εαυτού λόγοις, την φιλανθρωπίαν της θεότητος και την εξ οικονομίας χάριν τοις ανθρώποις παραδηλών, ιδιώμασι τισι τοις περί αυτόν θεωρουμένοις απεσήμανε ταύτην, θύραν εαυτόν λέγων και οδόν και άμπελον... και φως, ου πολυώνυμος τις ων... άλλοτε άλλως εαυτόν ονομάζων, ταις επινοίαις διαφερούσας αλλήλων τας προσηγορίας μεθαρμοζόμενος» (Κατά Ευνομίου Α΄ 7).
Οι θείες ενέργειες, κοινές για τα τρία θεία πρόσωπα, ορίζουν ότι και όσα γνωρίζουμε για τον Θεό. Η διαφορά των ονομάτων για τον Θεό οφείλεται στην ποικιλία των θείων ενεργειών, δηλαδή στην ποικίλη δράση του ίδιου του Θεού, διά της οποίας από αγάπη μας φανερώνει κάτι από το είναι του, κάτι από τις σχέσεις των τριών θείων προσώπων και το γεγονός της ίδιας της δράσεώς του, δηλαδή της θείας οικονομίας. Όταν μιλάμε για ένα ιδίωμα-γνώρισμα του Θεού, αμέσως προϋποθέτουμε ανάλογη ενέργεια του Θεού, που φθάνει στην ψυχή του ανθρώπου, φανερώνοντας το ανάλογο ιδίωμα του Θεού:
«Κατά γάρ την των ενεργειών διαφοράν και την προς τα ευεργετούμενα σχέσιν, διάφορα εαυτώ και τα ονόματα τίθεται» (αυτόθι), «...τη ενεργεία δε των γνωρισμάτων, ώσπερ τι φως ταις ψυχαίς ημών εντιθέντα, προς την εφικτήν ταις διανοίαις σύνεσιν οδηγεί» (αυτόθι, Β΄ 28 και Α΄ 14).
Τα ονόματα, βέβαια, για τον Θεό, πέρα εκείνων που ο Κύριος χρησιμοποίησε, επινοούνται από τον άνθρωπο και με δική του ευθύνη, αλλά πάντοτε για να δηλώσουν τις ενέργειες του Θεού στο ανθρώπινο πνεύμα και στον κόσμο γενικά. Εκείνο που προηγείται είναι οι ενέργειες και το γεγονός ότι ο άνθρωπος τις βιώνει. Αυτό που ακολουθεί είναι η επινόηση των κατάλληλων ονομάτων, που χαρακτηρίζουν τα θεία πρόσωπα καθαυτά ή τις σχέσεις τους:
«Ου γάρ τοις ονόμασιν η των πραγμάτων φύσις ακολουθεί, αλλ’ ύστερα των πραγμάτων εύρηται τα ονόματα» (αυτόθι, Β΄ 4).
Το γεγονός των θείων ενεργειών στον άνθρωπο είναι καθαρά εμπειρικό και γι’ αυτό η βεβαιότητα εκείνου που έχει την εμπειρία γίνεται απόλυτη, αλλά και δυσπερίγραπτη, διότι πρόκειται για κατάσταση, που υπερβαίνει τα γνωστικά όρια του ανθρώπου, για κατάσταση ανακράσεως του Θεού (κατά τις ενέργειες του) με το πνεύμα του ανθρώπου:
«Εάν δε (= ο άνθρωπος) προς την θειοτέραν απονεύση μερίδα και τας του Πνεύματος υποδέξηται χάριτας ( = ενερ-γείας), τότε γίνεται των θειοτέρων καταληπτικός, όσον αυτού τη φύσει σύμμετρον... Ο μέντοι τη θεοτήτι του Πνεύματος ανακραθείς νους, ούτος ήδη των μεγάλων εστί θεωρημά- των εποπτικός και καθορά τα θεία κάλλη, τοσούτον μέντοι όσον η χάρις ενδίδωσι και η κατασκευή αυτού υποδέχεται» (Επιστ, 233, 1).
Οι ενέργειες είναι κοινές και για τα τρία θεία πρόσωπα, τα οποία είναι παρόντα σε κάθε είδος δράσεως, αλλά παρά ταύτα διαδραματίζουν ειδικό το καθένα ρόλο: ο Πατήρ ως «προκαταρκτική αιτία», ο Υιός ως «δημιουργική» και το Πνεύμα ως «τελειωτική». Και αυτά χωρίς να σημαίνει ότι έχει ατελή ενέργεια ο Πατήρ ή ο Υιός (Περί του αγ. Πνεύματος 16, 38). Από τα θεία πρόσωπα εκπέμπεται τρόπον τινά «δύναμις φωτιστική». Έτσι ο άνθρωπος γνωρίζει, όσο είναι δυνατό, την υπόσταση του Πατέρα με την φωτιστική δύναμη του Υιού και γνωρίζει την υπόσταση του Υιού με την φωτιστική δύναμη του Πνεύματος και γνωρίζει την υπόσταση του Πνεύματος με την φωτιστική δύναμη του ίδιου του Πνεύματος (αυτόθι, 18, 47).
Τι γνωρίζουμε από τον Θεό. Διάκριση ουσίας και ενεργειών
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά την σύνταξη του έργου του «Κατά Ευνομίου» ο Β., περί το 374/5, προκλήθηκε ν’ απαντήσει στο ερώτημα του τι γνωρίζουμε από τον Θεό. Οι ευνομιανοί, που νόμιζαν ότι με τον όρο «αγεννησία» γνωρίζουν την ουσία του Θεού, προκαλούσαν ειρωνικά τους ορθοδόξους: γιατί προσκυνάτε τον Θεό, αφού τον αγνοείτε; (Επιστ. 234). O Β. είχε δώσει αρκετές εξηγήσεις. Η διάκριση, την οποία έκανε μεταξύ φύσεως και ιδιοτήτων στον Θεό, ήταν ήδη αρκετή. Και η διασάφηση του ρόλου των θείων ενεργειών που αφορούν στις ιδιότητες και τις σχέσεις των θείων προσώπων συνιστούσαν το θεμέλιο, στο οποίο έπρεπε να στηριχτεί η λύση του ερωτήματος, για το εάν γνωρίζουμε και τι γνωρίζουμε από τον Θεό. Τα ειρωνικά ερωτήματα των ευνομιανών, αλλά και τις αμφιβολίες των ορθοδόξων, μετέφερε στον Β. ο μαθητής και φίλος του Αμφιλόχιος, επίσκοπος Ικονίου. Τότε ο Β. έγραψε τις περίφημες Επιστολές του 233-235, στις οποίες για πρώτη φορά στην ζωή της Εκκλησίας έκανε με απόλυτη σαφήνεια την διάκριση ουσίας του Θεού και θείων ενεργειών. Η διάκριση αυτή θ’ αποτελέσει έκτοτε σπουδαίο θεμέλιο αντιμετωπίσεως χριστολογικών, πνευματολογικών και άλλων θεολογικών προβλημάτων, όπως το πώς της ενότητας του ανθρώπου με τον Θεό, το πώς της θεώσεως, το πώς της δημιουργίας του κόσμου κ.λπ.
Στην διαδικασία, λοιπόν, της γνώσεως του Θεού προηγείται η «επίγνωσις» ως πρωτοβουλία του αγίου Πνεύματος και συγκατάθεση του ανθρώπου (Επιστ. 233, 2 και 235, 3). Ο νους, που δημιουργήθηκε «καλός λίαν», μπορεί μετά να φωτιστεί, να ελλαμφθεί. Όσο βαθύτερα ο Β. εισέρχεται στο θέμα τούτο, τόσο περισσότερο αφήνει το ρήμα «γνωρίζω» και χρησιμοποιεί εκφράσεις με τις λέξεις «εποπτικός», «καθορώ». Αυτό δείχνει ότι η γνώση της αλήθειας δεν είναι νοητική ενέργεια όπως όλες οι άλλες. Πρόκειται για κατάσταση του νου, κατά την οποία δεν ενεργείται γνώση αλλά «γίνεται εποπτικός», βλέπει και ζει θεία πράγματα, έχει θεωρία, γίνεται, δηλαδή μεταστοιχειώνεται, σε κάτι άλλο. Δεν δρα γνωστικά, αλλά «καθορά τα θεία κάλλη», την θεία πραγματικότητα, την αλήθεια, με δύο περιοριστικούς παράγοντες: την θεία χάρη, που του παρέχεται όσο αυτή θέλει, και την δική του φύση, που δεν μπορεί να χωρέσει το παν. Σε τέτοιες περιπτώσεις αντικαθιστά συχνά τον όρο νους με τον όρο καρδία, η οποία περιαυγάζεται από το άγιο Πνεύμα και μεταμορφώνεται (βλ. Περί του αγ. Πνεύματος ΚΑ΄-ΚΒ΄). Η θεοπτική όμως αυτή κατάσταση, που συνιστά την κατ’ εξοχήν προχωρημένη γνώση του Θεού, δεν σημαίνει και γνώση της θείας ουσίας, για την οποία ο πιστός έχει απλώς την αίσθηση ότι είναι ακατάληπτη. Μόνο την θεία ενέργεια γνωρίζει στην έξοχη αυτή κατάσταση:
«Αι μεν γάρ ενέργειαι αυτού προς ημάς καταβαίνουσιν, η δε ουσία αυτού μένει απρόσιτος» (Επιστ. 234, 1). «Είδησις άρα της θείας ουσίας η αίσθησις αυτού της ακαταληψίας και σεπτόν ου το καταλειφθέν τις η ουσία, αλλ’ ότι εστίν η ουσία» (αυτόθι, 2).
Η εμπειρία των θείων ενεργειών αποτελεί την φωτιστική εκείνη κατάσταση, στην οποία ο άνθρωπος, διότι κοινωνεί με τον Θεό, βεβαιώνεται για την δράση του Θεού στον κόσμο και τον άνθρωπο και συγχρόνως αναγνωρίζει την δράση αυτήν όντως ως θεία, δηλαδή ως δημιουργική και προνοητική, ως αγαθή και δίκαιη. Ακόμη βεβαιώνεται και αναγνωρίζει την αποκαλυπτική δράση του Θεού, π.χ. ότι αυτός υπάρχει (είναι) ως τρία πρόσωπα που έχουν ορισμένες σχέσεις, ότι κάθε πρόσωπο της Τριάδας έχει χαρακτηριστικά ή ιδιώματα ή ιδιότητες ή προσόντα. Επίσης βεβαιώνεται και αναγνωρίζει την αγιαστική δράση του Θεού στον άνθρωπο, βάσει της οποίας αυτός έχει την δυνατότητα να κοινωνεί με τον Θεό στο πλαίσιο της θείας οικονομίας. Ολ’ αυτά, ελάχιστο μέρος εκείνου που είναι ο Θεός και η δράση του, αποτελούν την θεογνωσία και συγχρόνως την σωτηρία του ανθρώπου:
«Και γάρ την μεγαλειότητα του Θεού ειδέναι λέγομεν και την δύναμιν και την σοφίαν και την αγαθότητα και την πρόνοιαν, η επιμελείται ημών, και το δίκαιον αυτού της κρίσεως, ουκ αυτήν την ουσίαν... Εγώ δε ότι μεν εστίν οίδα, τι δε η ουσία υπέρ διάνοιαν τίθεμαι... πίστις δε αυτάρκης ειδέναι ότι εστίν ο Θεός, ουχί τι εστί...» (Επιστ. 234, 1-2).
Όπως οποιουδήποτε ανθρώπου γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά και αγνοούμε την ουσία, έτσι και για τον Θεό:
«οίδα μεν γάρ αυτόν κατά τον χαρακτήρα και τα λοιπά ιδιώματα, αγνοώ δε αυτού την ουσίαν» (Επιστ. 235, 2).
Το πρόβλημα, εάν οι θείες ενέργειες είναι άκτιστες ή κτιστές δεν απασχόλησε τον Β. και εκφράσεις όπως «δόξα φυσική» (σε αντίθεση προς την «έξωθεν» δόξα) (Περί του αγ. Πνεύματος ΙΗ΄) και «το Πνεύμα φυσικήν έχει την αγιότητα» (Επιστ. 159, 2) δηλώνουν την φυσική σχέση των προσώπων της αγίας Τριάδας.
Διάκριση της μιας ουσίας και των τριών υποστάσεων
Αν κανείς παρακολουθήσει και ιστορικά την θεολογική προβληματική, θα διαπιστώσει ότι έχουμε εσωτερική ανελικτική πορεία από το γενικότερο προς το ειδικότερο. Έτσι, αφού βρέθηκε η απάντηση στο πρόβλημα της φυσικής σχέσεως Πατέρα και Υιού, άρχισε να εμφανίζεται το ερώτημα του πώς υπάρχουν το καθένα από τα δύο πρόσωπα ιδιαιτέρως, ενώ έχουν κοινή φύση. Το πρόβλημα εντάθηκε με την συμπερίληψη και του αγίου Πνεύματος στην κοινή θεία φύση από το τέλος της δεκαετίας του350 και μετά. Παλαιοτέρα, στην Α' Οικουμενική Σύνοδο (325), αναθεματίστηκαν όσοι δέχονταν ότι ο Υιός είναι «εξ ετέρας υποστάσεως ή ουσίας». Η Σύνοδος φάνηκε να ταυτίζει τους όρους ουσία και υπόσταση, αλλά ο Β. δίνει ενδιαφέρουσα εξήγηση στο φαινόμενο, δεδομένου ότι ο όρος υπόσταση είχε προϊστορία. O Σαβέλλιος ταύτιζε ουσία και υπόσταση και κατέλυε την πραγματικότητα των θείων υποστάσεων. Οι αρειανοί υποστήριζαν ότι ο Υιός δεν είναι «εκ της ουσίας» του Πατέρα, αλλ’ από άλλη ουσία και υπόσταση (Επιστ. 125, 1). Σε καμία δηλαδή περίπτωση δεν γινόταν ορθή χρήση του όρου υπόσταση. Και η Σύνοδος δεν ταύτισε τους δύο όρους, αλλά καταδίκασε την κακή τους χρήση. Η εξήγηση φαίνεται περίεργη, αλλά είναι πολύ ορθή. Πρέπει να προσέξουμε ότι η Σύνοδος της Νίκαιας δεν αποφάνθηκε περί της σχέσεως ουσίας και υποστάσεων, αλλά καταδίκασε τους ισχυρισμούς των αρειανών ότι ο Υιός είναι «εξ ετέρας υποστάσεως» και εξ ετέρας «ουσίας». Και οι δύο ισχυρισμοί ήταν εσφαλμένοι, εφόσον, λέγοντας «εξ ετέρας υποστάσεως», εννοούσαν και άλλη ουσία.
Γενικά όμως παρατηρούμε ότι στην Νίκαια, το 325, δεν είχε κινηθεί το πρόβλημα του πώς υπάρχουν τα ομοούσια πρόσωπα και δεν υπήρχε συνείδηση της διακρίσεως. Το κλίμα τούτο εκφράζει, το 362, και ο Μ. Αθανάσιος (Προς Αντιοχείς 6), αλλά πληροφορημένος για τις σχετικές συζητήσεις μεταξύ των ορθοδόξων, δέχτηκε ότι όσοι χρησιμοποιούν τον όρο «τρεις υποστάσεις» δεν είναι κακόδοξοι, εφόσον δεν εννοούν τον Υιό «αλλοτριούσιον», δηλαδή από άλλη ουσία (αυτόθι, 5). Ο Ευνόμιος, ακολουθώντας τους παλαιούς αρειανούς, ταύτιζε φιλοσοφικά το είναι και την φύση, την υπόσταση και την ουσία (π.χ. Απολογητικός 12), χωρίς να επιμένει σ’ αυτό, μολονότι αυτό ήταν το κύριο θέμα για την θεολογία. Όπως παλαιοτέρα ο Άρειος έφερε στην επιφάνεια το θέμα της σχέσεως Πατέρα και Υιού, λέγοντας ότι ο Υιός είναι κτίσμα, έτσι και τώρα ο Ευνόμιος έφερνε στην επιφάνεια το θέμα των υποστάσεων, λέγοντας ότι οι ιδιότητες των υποστάσεων (η προσώπων) ταυτίζονται με την ουσία. Ο Β., όταν απάντησε στον Ευνόμιο, έκανε μια ρεαλιστική διαπίστωση: καθένα από τα πρόσωπα της Τριάδας έχουν ιδιότητες ή προσόντα, που χαρακτηρίζουν αποκλειστικά το κάθε θείο πρόσωπο, κάτι που δεν αμφισβητείται. Αφού όμως τα πρόσωπα έχουν αποκλειστικές ιδιότητες, οι οποίες, όπως έδειξε, δεν ταυτίζονται με την ουσία, έπεται ότι υπάρχουν ως διακεκριμένες υποστάσεις.
Θεολογικά η διάκριση υποστάσεων ήταν συνέπεια των αναμφισβήτητων ιδιοτήτων. Γι’ αυτό και στο «Κατά Ευνομίου» έργο του δεν ασχολείται ευθέως με το πρόβλημα των υποστάσεων. Αναφέρει όμως τον όρο, τον οποίο δύο τρεις φορές εναλλάσσει με την λέξη «υποκείμενον» (Κατά Ευνομίου Α΄ 7• Β΄ 9. Επιστ. 9, 1. Περί του αγ. Πνεύματος ΙΖ΄), και μάλιστα φαίνεται να μη διερωτάται καθόλου για την ορθότητα του, ήδη από το 361/2, όταν έγραψε την Επιστολή του 9. Είναι πολύ σημαντικό μάλιστα ότι, από την εποχή αυτή, το σφάλμα του Διονυσίου Αλεξανδρείας, των αρειανών και του Μαρκέλλου Αγκύρας συνέδεε πρώτιστα με την μη αναγνώριση των υποστάσεων των θείων προσώπων (βλ. και Επιστ. 125, 1). Ο Β., λοιπόν, δεχόμενος διακεκριμένες και ομοούσιες τις θείες υποστάσεις, θεμελίωνε τώρα για πρώτη φορά την ιδιαίτερη τους ύπαρξη στις αποκλειστικές ιδιότητες (ή προσόντα) τους. Έτσι, η Εκκλησία βρήκε πειστικό λόγο για την διδασκαλία της ότι το κάθε πρόσωπο της αγίας Τριάδας αποτελεί ιδιαίτερη υπόσταση, ενώ συγχρόνως και τα τρία έχουν μία κοινή φύση.
Το «κοινόν» και το «ίδιον»
Με την αρχική του θεολογία έδειξε γιατί έχουν ιδιαιτερότητα οι τρεις υποστάσεις. Οι συζητήσεις όμως και τα ερωτήματα δεν σταμάτησαν. Και το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στο πώς πρέπει να νοηθεί συγχρόνως και η ομοουσιότητα και η ιδιαιτερότητα των υποστάσεων. Η απάντηση ήταν η εξής: η ουσία νοείται ως το κοινόν και οι υποστάσεις ως το ίδιον (ή ιδιάζον). Την σχέση που έχει π.χ. η κοινή ανθρώπινη φύση προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συγκεκριμένων ανθρώπων, έχει και η κοινή θεία ουσία προς τις τρεις θείες υποστάσεις. Οι άνθρωποι όλοι έχουν κοινή ουσία, αλλά ο καθένας έχει δικά του χαρακτηριστικά, ώστε να είναι ο άλφα, ο βήτα κ.λπ.:
«ον έχει λόγον το κοινόν προς το ίδιον, τούτο έχει η ουσία προς την υπόστασιν. Έκαστος γάρ ημών και τω κοινώ της ουσίας λόγω του είναι μετέχει και τοις περί αυτόν ιδιώμασιν ο δείνα εστί και ο δείνα. Ούτω κακεί, ο μεν της ουσίας λόγος κοινός, οίον η αγαθότης, η θεότης... η δε υπόστασις εν τω ιδιώματι της πατρότητος ή της υιότητος ή της αγιαστικής δυνάμεως θεωρείται» (Επιστ. 214, 4).
Έτσι έχουμε την θεμελιώδη θεολογία της φράσεως μία ουσία σε τρεις υποστάσεις, στην οποία και η ιδιαιτερότητα των υποστάσεων σώζεται και η κοινή φύση των τριών ομολογείται. Την έκφραση «τρεις υποστάσεις» μεμονωμένη χρησιμοποίησε ο Ωριγένης (Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον II,X), αλλά αυτός κατανοούσε τον Υιό και το Πνεύμα κατώτερα του Πατέρα. Ασαφείς είναι οι χρήσεις της εκφράσεως στους Ευσέβιο Καισαρείας και Μάριο Βικτωρίνο. Την οριστική θεολογία των υποστάσεων εισάγει πρώτος ο Β., που όσα θ’ αναπτύσσει καθημερινά από το 371/2 τα είχε διατυπώσει επιγραμματικά ήδη το 364:
«γνωριστικάς τινας ιδιότητας επιθεωρουμένας τη ουσία δέχοιτό τις είναι το γεννητόν και το αγέννητον... Αι γάρ τοι ιδιότητες, οιονεί χαρακτήρες τινες και μορφαί επιθεωρούμεναι τη ουσία, διαιρούσι μεν το κ ο ι ν ό ν τοις ι δ ι ά ζ ο υ σ ι χαρακτήρσι, το δε ομοφυές της ουσίας ου διακόπτουσιν. Οίον, κοινή μεν η θεότης, ιδιώματα δε τινα πατρότης και υιότης• εκ δε της εκατέρου συμπλοκής, του τε κ ο ι ν ο ύ και του ι δ ί ο υ, η κατάληψις ημίν της αληθείας εγγίνεται... Αύτη γάρ των ιδιωμάτων η φύσις, εν τη της ουσίας ταυτότητι δεικνύναι την ετερότητα... Μιας γάρ ουσίας τοις πάσιν υποκείμενης, τα ιδιώματα ταύτα ουκ αλλοτριοί την ουσίαν, ουδέ οιονεί συστασιάζειν εαυτοίς αναπείθει• τη ενεργεία δε των γνωρισμάτων, ώσπερ τι φως ταις ψυχαίς ημών εντιθέντα, προς την εφικτήν ταις διανοίαις σύνεσιν οδηγεί» (Κατά Ευνομίου Β΄ 28).
Με την θεολογία μία ουσία τρεις υποστάσεις επιτυγχάνεται ισορροπία στέρεη. Διότι αν η ουσία δεν ήταν κοινή, θα επρόκειτο για πολυθεΐα. Και αν οι ομοούσιες υποστάσεις δεν διακρίνονταν, θα επρόκειτο για φιλοσοφική η ιουδαϊκή μονοθεΐα χωρίς πρόσωπο και χωρίς δυνατότητα προσωπικής σχέσεως με τον άνθρωπο:
«ο το κοινόν της ουσίας μη ομολογών εις πολυθεΐαν εκπίπτει• ούτως ο το ιδιάζον των υποστάσεων μη διδούς εις τον ιουδαϊσμόν υποφέρεται... Ου γάρ εξαρκεί διαφοράς προσώπων (= όπως τα κατανοούσε ο Σαβέλλιος) απαριθμήσασθαι, αλλά χρη έκαστον πρόσωπον εν υποστάσει αληθινή υπάρχον ομολογείν» (Επιστ. 210, 5).
Η αληθινή πίστη και η ομολογία της πρέπει να περιλαμβάνει απαραίτητα και το «κοινόν», που δηλώνεται με το «θεότης», και το «ίδιον», που σημαίνουν η «πατρότης» και η «υιότης». Αυτό μάλιστα συνέβαινε ήδη στο Σύμβολο της πίστεως, στο οποίο ομολογείται πίστη «εις τον Θεόν Πατέρα» και εις «Θεόν Υιόν». Το ίδιο πρέπει να γίνεται και για το άγιο Πνεύμα, να ομολογείται δηλαδή πίστη «εις θείον Πνεύμα το άγιον». Η προσθήκη έγινε όντως στην Β΄ Οικουμ. Σύνοδο, το 381, αλλά προστέθηκε η λέξη «κύριον» για το αγ. Πνεύμα και όχι «θείον»:
«Χρη ούν τω κοινώ το ιδιάζον προστιθέντας... κοινόν η θεότης, ίδιον η πατρότης• συνάπτοντας λέγειν: πιστεύω εις Θεόν Πατέρα. Και πάλιν εν τη του Υιού ομολογία το παραπλήσιον ποιείν, τω κοινώ συνάπτειν το ίδιον και λέγειν: εις Θεόν Υιόν. Ομοίως και επί του Πνεύματος του αγίου... λέγειν: πιστεύω και εις το θείον Πνεύμα, ώστε δι’ όλου και την ενότητα σώζεσθαι και εν τη της μιας θεότητος ομολογία• και το των προσώπων ιδιάζον ομολογείσθαι εν τω αφορισμώ των περί έκαστον νοουμένων ιδιωμάτων» (Επιστ. 236, 6).
Το άγιο Πνεύμα είναι «συνδοξαζόμενον»
Με τα τελευταία χωρία του ο Β. υπογράμμισε την κοινότητα (ταυτότητα) της ουσίας των τριών υποστάσεων και άρα την ομοτιμία και την ισότητα τους, ώστε ν’ αποκλείεται κάθε είδος φυσικής ή χρονικής μεταξύ τους ιεραρχήσεως. Όσο βέβαιη είναι η διάκριση των τριών υποστάσεων, τόσο βέβαιη και η κοινότητα (ταυτότητα) της ουσίας τους. Η θεολογία αυτή δηλώθηκε ήδη από τα πρώτα κείμενα του Β. Όταν εξηγούσε την σημασία των θείων ιδιοτήτων, δεν διέκρινε ως ανώτερες τις ιδιότητες του Πατέρα (πατρότης), και κατώτερες του Υιού (υιότης) και του Πνεύματος (αγιαστική δύναμις). Γι’ αυτό και, όταν τον κατηγόρησαν έντονα το 372 ότι δεν πιστεύει ορθά περί αγ. Πνεύματος (Γρηγορίου Θεολόγου, Επιστ. 48), επειδή δεν το αποκαλούσε ρητά «Θεόν», εκείνος βεβαίωσε με όρκο φρικτό τον Γρηγόριο Θεολόγο (Λόγος 43, 68-69) ότι ασφαλώς πιστεύει ως Θεόν το άγιο Πνεύμα, κάτι που ομολόγησε και ενώπιον άλλων (αυτόθι). Επειδή όμως βρισκόταν σ’ εξέλιξη η προσπάθειά του να προσελκύσει τους πνευματομάχους, που είχαν την δυνατότητα ν’ αναταράξουν την Καισάρεια, έκρινε σκόπιμο να εφαρμόζει «οικονομία», ευέλικτη τακτική, και να δηλώνει την θεότητα και ομοουσιότητα του Πνεύματος με άλλους όρους και βιβλικές λέξεις (αυτόθι). Την τακτική αυτή μάλιστα επιδοκίμασε και ο ίδιος ο Μ. Αθανάσιος, που με την ευκαιρία επέπληξε όσους τον υποπτεύονταν και αποκάλεσε τον Βασίλειο «καύχημα της Εκκλησίας» (Επιστολαί: προς Ιωάννην και Αντίοχον και Προς Παλλάδιον: PG 26, 1165-1168).
Γενικά όμως την πνευματολογία του ο Β. ανέπτυξε με αφορμή τις εναντίον του υποψίες η κατηγορίες και δη με γραπτή αίτηση του Αμφιλοχίου Ικονίου, που χρειαζόταν επιχειρήματα προς αντιμετώπιση των πολλών πνευματομάχων. Θεολογούσε ελπίζοντας ότι θα διευκόλυνε την επάνοδο των πνευματομάχων, εάν δεν χρησιμοποιούσε ρητά τους όρους «Θεός» και «ομοούσιον» για το Πνεύμα. Με τα δεδομένα, λοιπόν, αυτά προχώρησε στην πνευματολογία και ήταν πολύ εύκολο να συναγάγει τις συνέπειες της θεολογίας του περί των θείων ιδιοτήτων και των κοινών θείων, ενεργειών, της διδασκαλίας δηλαδή ότι και τα τρία πρόσωπα είναι «ομότιμα», «συνδοξάζονται» από κοινού, «προσκυνούνται» ισότιμα και «συναριθμούνται», χωρίς κάποιο να «υπαριθμείται» ( = να θεωρείται κατώτερο). (Βλ. π.χ. στο έργο του «Περί του αγ. Πνεύματος» τα κεφ. ΙΖ΄ και 1Η΄). Άλλωστε το έργο τούτο έγραψε ο Β. και για να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο στην δοξολογία εισήγαγε τον τύπο «δόξα τω Πατρί και τω Υιό συν (αντί εν) τω αγίω Πνεύματι». Με την πρόθεση συν επιθυμούσε ακριβώς να τονίσει την ομοτιμία και ταυτότητα φύσεως των τριών προσώπων. Και συχνά είναι σαφέστατος για την ταυτότητα της ουσίας των θείων προσώπων. Έτσι π.χ. στο κεφ. ΚΔ΄ του ίδιου βιβλίου υπογραμμίζει ότι το άγιο Πνεύμα είναι «φύσει αγαθόν», όπως είναι φύσει «αγαθός ο Πατήρ και αγαθός ο Υιός». Η αξία της διατυπώσεως αυτής κατανοείται ορθότερα, όταν σκεφθεί κανείς ότι για τον Β. οι λέξεις «θεότης» και «αγαθότης» δηλώνουν την ουσία φύση του Θεού (Επιστ. 214, 4).
«το Πνεύμα φυσικήν έχει την Αγιότητα ου κατά χάριν λαβόν, αλλά συνουσιωμένην αυτώ... "Ο τοίνυν φύσει άγιον, ως φύσει άγιος ο Πατήρ και φύσει άγιος ο Υιός, ούτε αυτοί της θείας και μακαρίας Τριάδος χωρίσαι και διατεμείν ανεχόμεθα» (Επιστ. 159, 2).
Ο Β. είναι σαφής για την ιδιότητα του Πνεύματος και για το ότι «πηγή» του και «αίτια» του είναι ο Πατέρας (Περί του Πνεύματος 2), από τον οποίον «εκπορεύεται» (Ομιλίαι εις τους Ψαλμούς ΚΒ΄ 4). Έτσι, λοιπόν, δεν υπήρξε αμφιταλάντευση του Β. για την ομοουσιότητα του αγ. Πνεύματος. Το αν καρποφόρησε η τακτική του (η οικονομία) είναι άλλο θέμα. Πάντως και στην Β΄ Οικουμ. Σύνοδο, το 381, η τακτική του υιοθετήθηκε: το άγιο Πνεύμα χαρακτηρίστηκε «κύριον», «συνδοξαζόμενον» και «συμπροσκυνούμενον», όροι που όντως προϋποθέτουν και σημαίνουν το «ομοούσιον» του Πνεύματος.
Από την όλη θεολογική πορεία του Β., που διήρκεσε μόλις 16-18 χρόνια, γίνεται φανερό ότι ο ιερός άνδρας, βιώνοντας την θεολογία της Νίκαιας και του Αθανασίου, που είχαν ήδη γίνει Παράδοση, συνέχισε και αύξησε ότι παρέλαβε, χωρίς να επιχειρήσει τροποποίηση, όπως υποθέτουν οι πολλοί ερευνητές, που τον χαρακτηρίζουν ως «νεονικαιανό», διότι ανήκε δήθεν αρχικά στην ομάδα των ομοιουσιανών. Αντίθετα, είδαμε ότι ξεκίνησε ως ομοουσιανός και ως προς τη σχέση ουσίας και υποστάσεως προχώρησε στην διάκριση, την οποία δεν είχε συνειδητοποιήσει ο Αθανάσιος.
Μέριμνα για την ενότητα των Εκκλησιών
Η βαθιά αίσθηση της αλήθειας και της ευθύνης, δηλαδή το πρωτείο αληθείας, που είχε ο Β., τον ώθησε στις πολλές του ενωτικές προσπάθειες. Ποτέ η Εκκλησία δεν βρέθηκε τόσο διηρημένη, όσο από το 360 μέχρι το 381. Και ποτέ μέχρι τότε άνδρας εκκλησιαστικός δεν ταξίδεψε και δεν έγραψε τόσο για την ενότητα όσο ο Β., που της έδινε μυστηριακό και εκκλησιολογικό βάθος. Την ονόμαζε «κοινωνίαν» (Επιστ. 69 και 70) και την κατανοούσε ως κοινωνία στην αλήθεια, που εκφραζόταν με αμοιβαία αναγνώριση των τοπικών Εκκλησιών και μυστηριακή διακοινωνία. Το σχίσμα της Αντιόχειας είχε διαιρέσει όχι απλώς τους χριστιανούς, αλλά και τους ορθοδόξους ή όσους είχαν μικρές παρεκκλίσεις από την ορθοδοξία και δίσταζαν στην αποδοχή της θεολογίας του Β. Η ανατολική αυτή υπόθεση εντάθηκε περισσότερο με την ανάμιξη και της Ρώμης, που στήριζε στην Αντιόχεια τον Παυλίνο σε βάρος του κανονικού επισκόπου της πόλεως Μελετίου. Οι ενωτικές προσπάθειες του Β. προϋπέθεταν ρητά την ομολογία της ορθής πίστεως, όριο ελάχιστο της οποίας θεωρούσε τότε το Σύμβολο της Νίκαιας με την προσθήκη ότι το άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα:
«Μηδέν τοίνυν πλέον επιζητώμεν, αλλά προτεινώμεθα τοις βουλομένοις ημίν συνάπτεσθαι αδελφοίς την εν Νικαία πίστιν. Καν εκείνη συνθώνται, επερωτώμεν και το μη δείν λέγεσθαι κτίσμα το Πνεύμα το Άγιον, μηδέ κοινωνικούς αυτών είναι τους λέγοντας. Πέρα δε τούτων αξιώ μηδέν επιζητείσθαι παρ’ ημών. Πέπεισμαι γάρ ότι τη χρονιωτέρα συνδιαγωγή και τη αφιλονείκω συγγυμνασία και ει τι δέοι πλέον προστεθήναι εις τράνωσιν, δώσει ο Κύριος ο πάντα συνεργών εις αγαθόν τοις αγαπώσιν αυτόν» (Επιστ. 113. Βλ. και Επιστ. 258, 2).
Εάν βέβαια πρόκειται για κακόδοξους η ομάδα κακοδόξων, που έχουν ρητά καταδικαστεί από την Εκκλησία, τότε η αποδοχή τους σε κοινωνία απαιτεί συναίνεση της όλης Εκκλησίας και όχι απλώς μιας τοπικής Εκκλησίας (Επιστ. 265, 3). Με τις προϋποθέσεις αυτές επιδίωξε την ενότητα σε όλη την Ανατολή και προς το τέλος της ζωής του αναγνωρίστηκε από τους ορθοδοξούντες ως κεφαλή της όλης Εκκλησίας, από την Αίγυπτο και την Λιβύη μέχρι την Αρμενία και από την Συρία και την Μικρασία μέχρι την Ελλάδα και το Ιλλυρικό (Επιστ. 204, 7).
Τα πράγματα όμως ήταν διαφορετικά με την Δύση για δογματικούς λόγους. Ο Ρώμης Δάμασος μέχρι το 375 επέμενε στην διατύπωση «μία ουσία, μία υπόστασις» (βλ. π.χ. συνοδικό κείμενο του Δαμάσου εις Θεοδωρήτου, Εκκλ. ιστορία Β΄ 21 και απόσπασμα Επιστολής του 374: Denzinger, Enchiridion Symbolorum..., 146). Η διατύπωση εκπροσωπούσε γενικά την δυτική θεολογία, όπως δείχνει και η προσπάθεια του Ιερωνύμου να πείσει (το 376) τον Δάμασο, ότι η φράση «τρεις υποστάσεις» φανερώνει αρειανισμό (Epistola 15, 3-4). Ο Β. είχε ήδη παρουσιάσει την θεολογία «μία ουσία, τρεις υποστάσεις» και είχε δείξει ότι, αν δεν συνειδητοποιηθεί η αλήθεια των τριών υποστάσεων, αποβαίνει αδύνατη κάθε ορθόδοξη τριαδολογία.
Ο Μ. Αθανάσιος (+ 373) έδειξε κατανόηση στην θεολογία του Β., αλλά δεν τον βοήθησε στα σχέδιά του για το ζήτημα της Αντιόχειας. Όλες οι αποστολές εκπροσώπων του Β. στην Ρώμη ανέλυαν δύο στοιχεία: την θεολογία των υποστάσεων και την ανάγκη να συνδράμουν οι δυτικοί την διηρημένη και διωκόμενη ανατολική Εκκλησία, που ζούσε, το δράμα τούτο ένεκα της μέριμνας για την ορθή πίστη (Επιστ. 243, 4). Η διαίρεση θα έπαυε με την αποδοχή της θεολογίας του Β. και αν λυνόταν το αντιοχειανό σχίσμα και δη αν καταδικάζονταν ο Παυλίνος (που δεν υιοθετούσε την θεολογία των υποστάσεων και ομοφρονούσε μερικώς με τον ήδη καταδικασμένο Μάρκελλο Αγκύρας), ο Απολινάριος και ο πνευματομάχος Ευστάθιος Σεβάστειας (βλ. Επιστ. 265, 3-5). Σε παλαιότερη όμως αποστολή του πρεσβυτέρου Ευαγρίου στην Ρώμη (372/3), ο Δάμασος είχε την αφροσύνη ν’ αρνηθεί την θεολογία του Βασιλείου και να του ζητήσει να υπογράψει αναλλοίωτο δικό του κείμενο (Επιστ. 138, 2), φυσικά με την θεολογία της «μιας υποστάσεως». Όσο αυτό δεν γινόταν από τον Β. και όσο επέμενε ο Δάμασος, η κοινωνία Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας γινόταν προβληματική. Υπέφωσκε σχίσμα, που ευτυχώς δεν εκδηλώθηκε, διότι ο Δάμασος από το 376 κατανόησε την θεολογία του Β., παρέλειπε στα κείμενα του τον όρο «μία υπόσταση» και μιλούσε για «τρία πρόσωπα αληθινά», που είναι «ίσα» και «αεί όντα» (βλ. Δαμάσου Επιστολή Per filium meum του έτους 375/6: PL 13, 356• και κείμενα του ίδιου εις Θεοδώρητου, Εκκλησ. ιστορία Ε΄ 10 και 11• PL 13, 558 και 369). Η αλλαγή στάσεως του Δαμάσου άνοιγε τον δρόμο για την πραγματική κοινωνία Ανατολής και Δύσεως και μάλιστα για σύγκληση γενικής συνόδου, όπως προγραμμάτιζε ο Β. η σύνοδος δεν έγινε όσο ζούσε ο Β., διότι παρά ταύτα ο Δάμασος, ενώ καταδίκασε τους Απολινάριο και Ευστάθιο, δεν απέσυρε από την Αντιόχεια τον Παυλίνο, κάτι που θα σήμαινε και αναγνώριση του Μελετίου. Η σύνοδος αυτή έγινε λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Β., στην Αντιόχεια, στην οποία υιοθετήθηκε η τακτική του και η θεολογία του, γεγονός που επισφραγίστηκε πανηγυρικά στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 381.
Προϋποθέτει «πρωτείο εξουσίας» του επισκόπου Ρώμης;
Η μέριμνα του Β. για την κοινωνία των Εκκλησιών ερμηνεύτηκε και ως αναγνώριση πρωτείου εξουσίας στον επίσκοπο Ρώμης. Και είναι αλήθεια ότι ο Δάμασος είχε κάποιες αξιώσεις εξουσίας και ονόμασε τον θρόνο του «αποστολική καθέδρα» (Θεοδωρήτου, Εκκλησ. ιστορία Ε΄ 10, 2), αλλά προσεκτική ανάγνωση των κείμενων του Β. οδηγεί σε διαφορετική εκτίμηση. Ο Β. απευθύνεται στον Ρώμης για τους εξής λόγους: α) ο Ρώμης ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την διαίρεση των ορθοδοξούντων στην Αντιόχεια• β) στην Ανατολή όσο ζούσε ο Ουάλης ήταν αδύνατο να συγκληθεί ανεπηρέαστη σύνοδος επισκόπων και οι ορθόδοξοι ήταν λίγοι και αδύνατοι, αλλά μπορούσαν με την συμπαράταξη των δυτικών να γίνουν ισχυροί, ώστε να τους υπολογίζει ο Ουάλης και να τους αφήνει να λύνουν μόνοι τα προβλήματα τους• γ) ο Β. είχε κατηγορηθεί για μεροληψία υπέρ του Μελετίου και γι’ αυτό, στην λύση που πρότεινε, ήθελε να έχει την σύμφωνη γνώμη των δυτικών, επειδή ζούσαν μακριά από τα γεγονότα και θα φαίνονταν πιο αξιόπιστοι στους αντιμαχόμενους• δ) όσοι αποτελούσαν «κοινωνία» εκκλησιαστική (άρα οι ορθοδοξούντες και όσοι θα μπορούσαν να ορθοδοξήσουν) σε Ανατολή και Δύση όφειλαν να συμμετέχουν στην καταδίκη ή την αθώωση ομάδων, που έχουν μονομερώς καταδικαστεί στην Δύση η στην Ανατολή.
Και πράγματι, μολονότι δεν μπορούσε να γίνει σύνοδος, ο Β. είχε καταδικάσει τους Παυλίνο, Απολινάριο και Ευστάθιο για τις κακοδοξίες τους. Αυτό έπρεπε να γίνει και από τους δυτικούς. Μάλιστα δεν τους παρακαλεί ν’ αποφανθούν για τους κακόδοξους αυτούς, δεν ζητάει την γνώμη των δυτικών δηλαδή, αλλά, βέβαιος για την αλήθεια του, γράφει: «αξιούμεν» την καταδίκη τους (Επιστ. 263, 2). Φυσικά, εάν φρονούσε ότι ο Δάμασος Ρώμης έχει πρωτείο εξουσίας, δεν θα «αξιούσε» από αυτόν, αλλά θα έθετε απλώς το θέμα στην κρίση του. Η έλλειψη αξιώσεως πρωτείου από τον Ρώμης (τουλάχιστον σε απόλυτο βαθμό) φαίνεται και από το ότι ο Β. στέλνει αντιπροσώπους του με γράμματα ιδιαίτερα, για τα ίδια θέματα, στους επισκόπους Γαλλίας και Ιταλίας, μολονότι αυτοί σαφώς ανήκαν στην περιοχή της Δύσεως. Έχει μεγάλη σημασία το γεγονός ότι πολύ άνετα παρακάμπτει τον Ρώμης, κάτι που σημαίνει ότι θεωρούσε τους άλλους επισκόπους της Δύσεως μη εξαρτημένους από αυτόν.
Χαρακτηριστικό ελλείψεως συνειδήσεως πρωτείου εξουσίας αποτελεί και η δυσχέρεια του Ρώμης να «επισκέπτεται» αυτοδικαίως άλλες τοπικές Εκκλησίες. Αυτό φαίνεται από το ότι ο Δάμασος επιζητούσε αποστολή εκπροσώπων της Ανατολής, που θα του ζητούσαν την «επίσκεψιν» (να επισκεφτεί την Ανατολή), ώστε να έχει νόμιμη «αφορμήν» (Επιστ. 138). Ότι ζητάει ο Β. από τον Δάμασο και τους δυτικούς επισκόπους είναι η «επίσκεψις» τους στην Ανατολή (Επιστ. 70, 242 και 243) και αυτό όχι για να ανακρίνουν ή να επανεκτιμήσουν, αλλά να παρηγορήσουν (εις «παράκλησιν»), να διαπιστώσουν όσα τους πληροφορούσε ο Β. (αυτόθι) και να βοηθήσουν στην συμφιλίωση. Και αν θα γινόταν σύνοδος, θα την συγκροτούσαν ομότιμα ανατολικοί και δυτικοί επίσκοποι, κάτι που τελικά δεν έγινε στην Β΄ Οικουμ. Σύνοδο (381), στην οποία ήρκεσε η συμμετοχή των ανατολικών, διότι και τα ορθά αποφάσισαν και οι δυτικοί συμφώνησαν αργότερα. Τέλος, θα ήταν ασυνεπής πράξη η αναγνώριση πρωτείου εξουσίας στον Ρώμης από τον Β., από τον μεγάλο αυτό θεολόγο, που είχε τόση βεβαιότητα για την αλήθεια του, ώστε να λέει και να γράφει ότι όποιος δεν έχει «κοινωνία» μαζί του, δεν έχει κοινωνία με την Εκκλησία (Επιστ. 204, 7).
Προϋποθέσεις της θεολογίας και θεοπτία
Η κατανόηση του δημιουργικού έργου του Β., μάλιστα του αυστηρά θεολογικού, απαιτεί να εισέλθουμε στην εσώτατη διαδικασία της βασιλειανής θεολογίας, στην μέθοδο της. Σε θεολογία προβαίνει ο Β. από ανάγκη (Κατά Ευνομίου A΄ 1). Τα προβλήματα είναι η αφορμή και ο Θεός η αιτία, η πηγή της αλήθειας. Ο φόβος του ήταν τόσο μεγάλος ενώπιον της θεολογίας, ώστε συχνά απέφευγε να απαντάει σε θεολογικές ερωτήσεις και συχνότερα παρακαλούσε επίμονα να μην κινούν οι πιστοί ζητήματα πίστεως. Όλοι πρέπει να αρκούνται σε ότι έχει διατυπωθεί στην Εκκλησία, στον απλό λόγο της Γραφής και της αρχαίας Παραδόσεως (Επιστ. 258).
Όταν όμως ο ίδιος ο πιστός και συχνά κάποιος δηλωμένος κακόδοξος δημιουργεί προβλήματα και αμφιβολίες, που δεν αντιμετωπίζονται με την απλή βιβλική διατύπωση και την όσο αναπτυγμένη Παράδοση της Εκκλησίας, τότε ο Β. σκύβει στο πρόβλημα και θεολογεί. Τότε διακονεί την σωτηρία των πιστών. Και η διακονία- θεολογία του θέλει να προϋποθέτει - και όντως προϋποθέτει - τα εξής:
α) Χρόνο. Πρέπει κανείς να διαθέτει χρόνο για την θεωρία της αλήθειας, για την θεολογία, και να είναι απαλλαγμένος από εξωτερικούς περισπασμούς:
«Δει γάρ πάσαν σχολήν άγειν από θορύβων των έξωθεν και πάσαν ησυχίαν εν τω κρυπτώ της καρδίας βουλευτηρίω ποιήσαντα, ούτως επιβάλλειν τη θεωρία της αλήθειας» (Εις τους Ψαλμούς 33, 3).
β) Κάθαρση: Ο αγώνας για την κάθαρση αποτελεί το πρώτιστο έργο του θεολόγου. Η κάθαρση επαναφέρει τον άνθρωπο στο αρχαίο φυσικό του κάλλος, στην αρχική αδαμική κατάσταση. Ο πτωτικός άνθρωπος έχει γίνει σάρκινος, έχει φρόνημα σαρκικό και γι’ αυτό ο «νους» του δεν μπορεί να θεωρήσει, να δει, την αλήθεια:
«Ο μεν γάρ σάρκινος άνθρωπος, αγύμναστον έχων προς θεωρίαν τον νουν... αδυνατεί προς το πνευματικόν φως της αληθείας αναβλέψαι» (Περί του αγ. Πνεύματος ΚΒ΄).
γ) Φωτισμό: Το γεγονός του φωτισμού παίρνει για πρώτη φορά τις μεγάλες διαστάσεις του. Μίλησαν σχετικά ο Ιγνάτιος, ο Ειρηναίος και ο Αθανάσιος. Αλλά τώρα, περί το 374/5, έχουμε πλέον βαθιά ανθρωπολογική και συγχρόνως θεολογική ανάλυση του φωτισμού, με την βοήθεια μάλιστα των πλατωνικών παραστάσεων. Έχουμε δηλαδή εσώτατη θεώρηση του ανθρώπου και διαπίστωση της σχέσεώς του - ως δυνατότητας αλλά και ως πραγματικότητας - με το Άγιο Πνεύμα. Φυσικά, ο φωτισμός παριστάνεται με εικόνες και σημειώνεται με λέξεις, που επισημαίνουν απλώς το γεγονός, χωρίς να το εξαντλούν. Έτσι, με την κάθαρση ο νους, η καρδιά, ο άνθρωπος λοιπόν γενικά, μοιάζει με καθαρό μάτι, μέσα στο οποίο σαν ήλιος ο Παράκλητος δείχνει, την θεία πραγματικότητα. Ή, ο φωτισμός μοιάζει με το γεγονός εκείνο, κατά το οποίο σ’ ένα λαμπερό διαφανές σώμα πέφτει φωτεινή ακτίνα και το κάνει «περιλαμπές», καταφώτεινο δηλαδή από παντού. Τότε και το σώμα αυτό εκπέμπει φως. Αυτό σημαίνει έλλαμψη του αγίου Πνεύματος σ’ έναν πιστό. H πνευματοφόρος ψυχή ελλάμπεται και τότε φωτίζει και άλλες. Πιο συγκεκριμένα, για το θεολογικό έργο, η κατάσταση αυτή ταυτίζεται με την διανομή των χαρισμάτων του Πνεύματος. Τα χαρίσματα που ο Β. αναφέρει είναι «η πρόγνωσις» των μελλόντων, «η σύνεσις» των μυστηρίων, η «κατάληψις των κεκρυμμένων» κ.ά. Από την «κατάληψη» αυτή των «κεκρυμμένων» (αληθειών) γεννιέται η θεολογία στην πρωταρχική της έννοια:
«Οικείωσις δε Πνεύματος προς ψυχήν ουχ ο διά τόπου προσεγγισμός... αλλ’ ο χωρισμός των παθών άπερ από της προς την σάρκα φιλίας ύστερον επιγενόμενα τη ψυχή, της από του Θεού οικειότητος ηλλοτρίωσε. Καθαρθέντα δη ουν από του αίσχους, ο ανεμάξατο διά της κακίας, και προς το εκ φύσεως κάλλος επανελθόντα και οίον εικόνι βασιλική την αρχαίαν μορφήν διά καθαρότητος αποδόντα, ούτως εστί μονως προσεγγίσαι τω Παρακλήτω. Ο δε, ώσπερ ήλιος, κεκαθαρμένον όμμα παραλαβών, δείξει σοι εν εαυτώ την εικόνα του αοράτου. Εν δε τω μακαρίω της εικόνος θεάματι το άρρητον όψει του αρχετύπου κάλλος. Τούτο τοις από πάσης κηλίδος κεκαθαρμένοις ελλάμπον, τη προς εαυτώ κοινωνία πνευματικούς αποδείκνυσι. Και ώσπερ τα λαμπρά και διαφανή των σωμάτων, ακτίνος εαυτοίς εμπεσούσης, αυτά τε γίνεται περιλαμπή και ετέραν αυγήν αφ’ εαυτών αποστίλβει. Ούτως αι πνευματοφόροι ψυχαί, ελλαμφθείσαι παρά του Πνεύματος, αυταί τε αποτελούνται πνευματικαί και εις ετέρους την χάριν εξαποστέλλουσιν. Εντεύθεν μελλόντων πρόγνωσις, μυστηρίων σύνεσις, κεκρυμμένων κατάληψις, χαρισμάτων διανομαί... η ατελεύτητος ευφροσύνη, η εν Θεώ διαμονή, η προς Θεόν ομοίωσις, το ακρότατον των ορεκτών, Θεόν γενέσθαι... εκείνοις μάλιστα φανερούσθαι αυτής (= της αληθείας) το ακατάληπτον, οις Θεού χάριτι περισσοτέρως προσγέγονεν η γνώσις» (Περί του αγ. Πνεύματος Θ΄).
Η φωτιστική δύναμη ικανώνει τον άνθρωπο να ατενίζει την αόρατη θεία εικόνα, τις θείες επομένως ενέργειες και το Πνεύμα της «γνώσεως». Σε τελευταία όμως ανάλυση συμβαίνει αυτό το παράδοξο: το άγιο Πνεύμα δίνει εντός του την εποπτική δύναμη στον άνθρωπο. Η επίγνωση, η γνώση της αλήθειας στον άνθρωπο, συντελείται με την είσοδο του ανθρώπου στην ενεργούσα και ακτινοβολούσα πραγματικότητα του αγίου Πνεύματος. Αυτό ακριβώς, κατά τον Β., σημαίνει το ψαλμικό «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. 35, 10). Αυτό είχε υπογραμμίσει άλλοτε και ο Ειρηναίος στο τέλος του Β΄ αι. Η γνώση, τονίζει ο Β., γίνεται «εν Πνεύματι». Πρέπει να εισέλθει κανείς μέσα στο άγιο Πνεύμα, μέσα στην θεία πραγματικότητα και άρα μέσα στην αλήθεια, για να έχει πράγματι αλήθεια και να μπορεί να την εκφράζει γνησίως.
Την αλήθεια, στην οποία πρέπει να εισέλθει ο θεολόγος, χαρακτηρίζει «άδυτα» και «απόρρητα», των οποίων «η θέα» είναι «απρόσιτος». Παρά ταύτα ο Θεός δεν αφήνει ανελέητο τον άνθρωπο. Όταν ζητάει αλήθεια, δηλαδή κάτι από τα «άδυτα», από την άπειρη αλήθεια, τον βοηθάει, του χαρίζει την παραπάνω κατάσταση (αυτόθι, ΙΗ΄).
Ο Β. ποτέ δεν θα γράψει καθαρά ότι έζησε ο ίδιος τέτοια κατάσταση και τέτοια διαδικασία φωτισμού. Μόνο έμμεσες νύξεις έχουμε από τον ίδιο. Αντίθετα, οι βιογράφοι του, ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο Γρηγόριος Νύσσης, είναι κατηγορηματικοί στο σημείο αυτό και βεβαιώνουν ότι ο Β. είχε ελλάμψεις και ότι θεολόγησε ήταν αποτέλεσμα θεωρίας της αλήθειας και εντρυφήσεως, κατοικήσεως, στο ίδιο το άγιο Πνεύμα (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 43, 65 και 76. Γρηγορίου Νύσσης, Επιτάφιος εις Βασίλειον: PG 46, 809C, 812C),
Διαδικασία - «μέθοδος» της θεολογίας. Αύξηση και όχι βελτίωση της εμπειρίας της αλήθειας
Με αφορμή την τριαδολογία και την πνευματολογία του ο Β. κατηγορήθηκε ότι νεωτερίζει και περιφρονεί την Παράδοση. Για να πείσει ότι παραταύτα είναι ορθόδοξος, έπρεπε να δείξει την σχέση που έχει το νέο, το οποίο με φωτισμό του αγίου Πνεύματος διατυπώνει, προς την Γραφή και την Παράδοση. Πρώτος δηλαδή ο Β. αντιμετώπισε το πρόβλημα της σχέσεως, που υπάρχει μεταξύ της θεολογικής προσφοράς ενός μεγάλου θεολόγου και της Παραδόσεως. Το γεγονός έχει εξαιρετική σημασία, διότι έτσι ο Β. έδειξε πώς εναρμονίζεται ο εκάστοτε φωτισμός με την παραδοσιακότητα και τι αποτελεί (εξωτερικά τουλάχιστον) εγγύηση γνησιότητας της αυξημένης εμπειρίας της αλήθειας. Έτσι φθάνουμε στην εσώτατη διαδικασία του θεολογικού γίγνεσθαι, στην «μέθοδο» της θεολογίας, που θα την ακολουθήσουν όλοι όσοι έγιναν μεγάλοι θεολόγοι.
Η προς την Γραφή σχέση της καίριας και κατ’ εξοχήν θεολογίας του Β. (τριαδολογία, πνευματολογία) περιγράφεται σαν είσοδος από το γράμμα στο πνεύμα της Γραφής. Το γράμμα, η μορφή της Γραφής, δηλώνει βέβαια την αλήθεια, αλλά όχι στην απειρότητα της την αλήθεια, όχι δηλαδή όλες τις πλευρές της, όλο το βάθος της. Όταν ο Β. προκαλείται από την Εκκλησία να δώσει απάντηση σ’ ένα πρόβλημα, για το οποίο δεν έχει σαφή απάντηση η Γραφή, πρέπει να εισέλθει στα «άδυτα» και «απόρρητα» της Γραφής, κάτω, πίσω και πέρα από το γράμμα της, για να χαριτωθεί με ευρύτερη εμπειρία- γνώση της αλήθειας, να ελλαμφθεί από το ίδιο το Πνεύμα της γνώσεως, ώστε να μπορεί να δώσει γνήσια και σωτήρια απάντηση.
Συχνά μιλάει για το «κεκρυμμένον βάθος» της Γραφής και την «διάνοιαν» της, που σημαίνει ότι το γράμμα της δεν εξαντλεί ποτέ το βάθος της, την αλήθεια της. Από το βάθος όμως αυτό της Γραφής εκάστοτε δίνεται κάτι στον άνθρωπο με την θεία χάρη. Όχι σε όλους τους ανθρώπους. Η χάρη της περισσότερης γνώσεως παρέχεται σε ορισμένους, οι οποίοι κατόπιν κηρύττουν την γνώση αυτήν:
«Ο μέντοι δυνηθείς επί το βάθος διακύψαι της νομικής έννοιας και την εκ του γράμματος ασάφειαν, οιόν τι καταπέτασμα, διασχών, είσω γενέσθαι των απορρήτων, ούτος εμιμήσατο τον Μωυσήν εν τω διαλέγεσθαι τω Θεώ, περιαιρούντα το κάλυμμα, επιστρέφων και αυτός από του γράμματος προς το πνεύμα... ( = δηλ. προς) την πνευματικήν θεωρίαν... Ως γάρ τα τοις ανθηροίς χρώμασι παρακείμενα εκ της περιρρεούσης αυγής και αυτά καταχρώννυται, ούτως ο εναργώς ενατενίσας τω Πνεύματι εκ της εκείνου δόξης μεταμορφούται πως προς το φανότερον, οιόν τινι φωτί, τη εκ του Πνεύματος αληθεία την καρδίαν καταλαμπόμενος. Και τούτο εστί το μεταμορφούσθαι από της δόξης του Πνεύματος εις την οικείαν δόξαν... τοσούτον εφ’ όσον εστίν εικός τον από του Πνεύματος φωτιζόμενον» (Περί του αγ. Πνεύματος ΚΑ΄. Βλ. και Εις την Εξαήμερον Β΄ 1).
«μανθάνομεν ότι τοσούτον μεν οίδεν η θεόπνευστος Γραφή το της επιγνώσεως απέραντον, τοσούτον δε της ανθρωπίνης φύσεως το των θείων μυστηρίων εν τω παρόντι ανέφικτον, αεί μεν κατά προκοπήν εκάστω προστιθεμένου του πλείονος» (Περί πίστεως 3).
Η γνήσια διαδικασία της εισόδου στο βάθος της Γραφής προϋποθέτει για τον Β. αποτέλεσμα σύμφωνο με ότι σαφώς εκφράζει το γράμμα της. Στο σημείο αυτό είναι πολύ σαφής. Γνωρίζει πολύ καλά ότι το θεολογικό αποτέλεσμα του φωτισμού άρα της κατ’ εξοχήν θεολογίας δεν υπάρχει στο γράμμα της Γραφής. Άλλωστε, αν το αποτέλεσμα αυτό υπήρχε ρητά expressis verbis στην Γραφή, δεν θα το ζητούσε κάτω και πέρα από το γράμμα της. Γνωρίζει όμως ακόμη και είναι απόλυτα βέβαιος ότι το αποτέλεσμα πρέπει να είναι - και είναι στην περίπτωση του - «ακόλουθο», σύμφωνο δηλαδή με την «έννοια» της Γραφής (και όχι με το γράμμα της), με το πνεύμα της (Επιστ. 159, 2).
Στις εναντίον του κατηγορίες για νεωτερισμό αναγκάστηκε να δηλώσει ότι φρονεί ότι παρέλαβε από την Παράδοση. Αλλ’ αυτό που παρέλαβε το αύξησε και το συμπλήρωσε χωρίς να το μεταβάλει. Έγινε συντελεστής της εξής διαδικασίας: το στέλεχος («γένος») από μικρό γίνεται μεγαλύτερο, διατηρώντας την ταυτότητα του. Εφόσον η αλήθεια καθεαυτήν δεν αλλάζει, δεν αυξομειώνεται, εκείνο που μπορεί να συμβεί μόνο είναι η αύξηση, η προκοπή του ανθρώπου στην εμπειρία της αλήθειας, γεγονός που αποβαίνει και αύξηση της Παραδόσεως. Ομολογεί όμως ότι κάθε αύξηση της Παραδόσεως αποκλείεται, παρεκτός αν αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα «προκοπής γνώσεως» της αλήθειας. Και στην περίπτωση αυτή πάλι, η αύξηση στην γνώση της αλήθειας και η «προσθήκη» στην Παράδοση δεν σημαίνει καθόλου «βελτίωσιν» της Παραδόσεως από το χειρότερο στο καλύτερο. Η Παράδοση ήταν και θα είναι γνήσια, εφόσον αποτελεί δήλωση και καταγραφή της εμπειρίας της αλήθειας. Επομένως, εκείνο που συμβαίνει στην Παράδοση, όταν έχουμε θεολογική προσφορά κάποιου μεγάλου Πατέρα και Διδασκάλου, είναι η αύξηση της και πιο συγκεκριμένα η «συμπλήρωση» της με κάτι που «έλειπε» από αυτήν. Η αύξηση εμπειρίας αφορά σε κάτι που έλειπε στην Παράδοση. Και όταν το κάτι αυτό βιώνεται με φωτισμό (εμπειρία) «προστίθεται» στην Παράδοση, όπως π.χ. έγινε διαδοχικά και ανελικτικά με την προσθήκη του «ομοούσιος» στην Α΄ Οικουμ. Σύνοδο, με την συμπλήρωση του άρθρου περί αγ. Πνεύματος στην Β΄ Οικουμ. Σύνοδο και με τις προσθήκες όλων των Οικουμ. Συνόδων.
«ουδέποτε ( = καυχάται ο Β.) πεπλανημένας έσχον τας περί Θεού υπολήψεις ή, ετέρως φρονών, μετέμαθον ύστερον. Αλλ’ ην εκ παιδός έλαβον έννοιαν περί Θεού παρά της μακαρίας μητρός μου και της μάμμης Μακρίνης ταύτην αυξηθείσαν έσχον εν εμαυτώ. Ου γάρ άλλα εξ άλλων μετέλαβον εν τη του λόγου συμπληρώσει, αλλά τας παραδοθείσας μοι παρ’ αυτών αρχάς ετελείωσα. Ώσπερ γάρ το αυξανόμενον μείζον μεν από μικρού γίνεται, ταυτό δε εστίν εαυτώ, ου κατά γένος μεταβαλλόμενον, αλλά κατ’ αύξησιν τελειούμενον• ούτω λογίζομαι εμοί τον αυτόν λόγον διά προκοπής αυξήσθαι» (Επιστ. 223, 3).
(κάθε προσθήκη στην διδασκαλία-Παράδοση Απαγορεύεται) «εκτός του όπερ είπον, εκ προκοπής τινα αύξησιν επιθεωρείσθαι τοις λεγομένοις, όπερ ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως» (αυτόθι, 5).
Ότι αδυνατούσαν να καταλάβουν οι αντίπαλοι του Β. είναι το έξης: το πρόσωπο που είναι φορέας της Παραδόσεως σε κάποια εξαιρετική περίπτωση προκόπτει στην γνώση της αλήθειας. Προκόπτει, προοδεύει στην εμπειρία της αλήθειας, και απόκτα το πλέον. Τούτο, που ως τότε έλειπε, τώρα προστίθεται, ενσωματώνεται, φυσιολογικά και άρρηκτα στην ήδη υφισταμένη εμπειρία μέσα του, αλλά και γενικά στην Παράδοση της Εκκλησίας.
Η πορεία της θεολογικής αυτής διεργασίας, που την βρίσκουμε στον Ιγνάτιο, τον Ειρηναίο και τον Αθανάσιο, αναλύεται τώρα από τον Β. και μορφοποιείται ως γνήσια θεολογική μέθοδος. Βάσει αυτής ο Β. αισθάνεται βέβαιος για την γνησιότητα του αυξημένου που εκφράζει και βρίσκει την τόλμη να ζητάει διεύρυνση, αύξηση ακόμα και του Συμβόλου της πίστεως. Ζήτησε πριν από την Β΄ Οικουμ. Σύνοδο (381) να προστεθεί στο Σύμβολο της Νίκαιας η αυξημένη διδασκαλία περί αγίου Πνεύματος. Και μάλιστα είναι ο πρώτος, όσο γνωρίζουμε, μεγάλος θεολόγος της Εκκλησίας που τόλμησε να προτείνει προσθήκη στο ίδιο το Σύμβολο.
Ηθική του κοινωνικού βίου
Τέσσερες κυρίως αφορμές ανάγκασαν τον Β. να μιλήσει για προβλήματα που συμβατικά ονομάζουμε κοινωνικά. Πρώτον, η ακαταστασία των μοναχών, τους οποίους προσπάθησε να συνάξει σε οργανωμένες κοινοβιακές κοινωνίες. Δεύτερον, ο φοβερός λιμός του 367/8, που δημιούργησε τεράστια προβλήματα και μεγάλο αριθμό θανάτων μεταξύ κυρίως των πτωχών αστών και των δούλων, χάριν των οποίων ο Β. οργάνωσε μεγάλης εκτάσεως εκστρατεία με συσσίτια και ομάδες περιθάλψεως. Για τον σκοπό αυτό χρειάστηκε να κάνει συνεχείς εράνους και προπαντός να παρακαλέσει, να πείσει και ν’ απειλήσει τους πλούσιους εμπόρους και γαιοκτήμονες της Καισάρειας, ώστε να του εμπιστευτούν μέρος των αγαθών, που φύλαγαν στις αποθήκες και πωλούσαν σε υψηλές τιμές, απρόσιτες για τους πτωχούς. Τρίτον, η μεγάλη απόσταση βιοτικού επιπέδου μεταξύ των Καισαρέων, οι περισσότεροι των οποίων (από τις 200 σχεδόν χιλιάδες) ήταν μικροαστοί και παντός είδους εργάτες. Των τελευταίων ο Β. ήταν καθημερινός υπερασπιστής, διότι αυτοί αποτελούσαν θύματα πείνας και δυστυχίας, ιδιαίτερα στην διάρκεια οικονομικών και άλλων κρίσεων. Και τέταρτον, το κτίσιμο και η λειτουργία της Βασιλειάδας, του συγκροτήματος ευαγών ιδρυμάτων που εμπνεύστηκε και εξετέλεσε ο Βασίλειος (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 43, 63. Βασιλείου, Επιστ. 94 και 142-144). Το συγκρότημα τούτο, που είναι το πρώτο ανάλογο έργο στην αρχαιότητα, χρειαζόταν μεγάλα χρηματικά ποσά, τα οποία είχαν μόνο οι πλούσιοι, τεράστιους όγκους οικοδομικών υλικών, που μεταφέρονταν από διάφορα μέρη της Καππαδοκίας με καραβάνια, είδη εξοπλισμού και διατροφής και σημαντικό αριθμό πτωχών εθελοντών, που έτσι και αυτοί γίνονταν στην Βασιλειάδα χρήσιμοι όσο οι πλούσιοι.
Η κοινωνία, για την οποία ασκούσε το πολυσχιδές έργο του, κυμαινόταν μεταξύ τριών προτύπων: της κοινωνίας των αγγέλων, της κοινωνίας της εποχής του και της κοινωνίας των μοναχών. Το πρώτο «κοινωνικό» έργο του Β. αποτελεί η κοινοβιακή οργάνωση των μοναχών, η οποία είχε πρότυπο την κοινωνία των αγγέλων, βασιζόταν στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι «κοινωνικόν ζώον» (Όροι κατά πλάτος 3, 1) και λειτουργούσε όσο επικρατούσε μεταξύ των μελών της η αγάπη. Στο πλαίσιο της κοινωνίας των μοναχών, στην οποία δεν υπήρχε ιδιοκτησία, τα υλικά αγαθά είχαν αξία μόνο όσο θεράπευαν τις ελάχιστες υλικές ανάγκες τους. Τα προβλήματα της ισότητας και της δουλείας έχαναν την σημασία τους, ένεκα της αγάπης που όφειλε να κυριαρχεί μεταξύ των μοναχών. Η αποστροφή από τα πολιτικά και κοσμικά γενικώς πράγματα ήταν δεδομένη και αυτονόητη για τους μοναχούς. Η πραγματικότητα αυτή επέδρασε αποφασιστικά στον Β. που και με την επήρεια των ελληνιστικών ουτοπικών «κοινωνιολογικών» αντιλήψεων δεν θέλησε να οργανώσει κάποια «θεωρία» κοινωνιολογική, ανατρεπτική της επικρατούσας.
Αναγκαστικά όμως αντιτάχτηκε στην επικρατούσα κατάσταση, διότι την θεωρούσε υπεύθυνη για την αθλιότητα των πτωχών (βλ. τις ομιλίες του: Εις το «καθελώ μου τας αποθήκας», Προς τους πλουτούντας, Εν λιμώ και αυχμώ). Και για να του εμπιστευτούν οι πλούσιοι αγαθά υλικά, έπρεπε να τους εξηγήσει, περιστασιακά οπωσδήποτε, την σημασία του πλούτου, της εργασίας και της δουλείας. Οι παράγοντες αυτοί του κοινωνικού βίου αποκτούσαν τελείως νέες διαστάσεις στο πλαίσιο της Εκκλησίας.
Έτσι, το πρόβλημα του πλούτου συνδεόταν με τον ίδιο τον Θεό, που δημιούργησε τα αγαθά, και με τον άνθρωπο, για την εξυπηρέτηση του οποίου έγιναν αυτά. Δεν αποτελεί επομένως αυτοαξία ο πλούτος. Αντίθετα, έγινε η αιτία ανατροπής της εγκόσμιας τάξεως με την άνιση κατανομή του, καθώς δίδασκαν και πολλοί κοινωνιολογούντες Έλληνες (Εις την Εξαήμερον Ζ΄ 3-5), και συνεχώς γίνεται η αιτία ηθικής εξαχρειώσεως των ανθρώπων. Και το πρόβλημα του πλουσίου οριζόταν ανάλογα. Εφόσον τα αγαθά του πλουσίου προέρχονταν από τον Θεό, ο πλούσιος οφείλει να μην αισθάνεται κάτοχος τους αλλά μόνο κατάλληλος διαχειριστής, «οικονόμος» (βλ. π.χ. Περί φθόνου 5), ώστε να επωφελούνται οι άνθρωποι καλύτερα. Τελικός τότε σκοπός του πλούτου γίνεται η πνευματική ωφέλεια του πλούσιου διαχειριστή, ο οποίος ως «ελεών πτωχόν δανείζει Θεώ» (Εις τον ΙΔ΄ Ψαλμόν 5). Με τα δεδομένα αυτά ο πλούσιος οφείλει να κάνει κάτι περισσότερο από ελεημοσύνη και κάτι λιγότερο από απόλυτη άρνηση των αγαθών (που εφαρμόζουν οι μοναχοί).
Επειδή όμως το ενδιαφέρον του Β. επικεντρώνεται πρώτιστα στην πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, στηλιτεύει έντονα τον πλούσιο, που είναι άρπαγας, πλεονέκτης, εκμεταλλευτής συνανθρώπων του, τοκογλύφος ή προσκολλημένος στον πλούτο (αυτόθι 1. Προς πλουτούντας 2 κ.ά.). Αλλά βέβαια, πλούτο κατά κανόνα συνάγει οποίος διαπράττει τις παραπάνω αμαρτίες, οποίος εκλαμβάνει τον πλούτο ως αυτοαξία, όποιος αγωνιωδώς τον συγκεντρώνει και τον αυξάνει. Η επέμβαση του Β. φθάνει μόνο μέχρι του σημείου να συμβουλεύει τον πλούσιο τι πρέπει να κάνει για να κερδίσει και αυτός την βασιλεία των ουρανών: να κάνει αγαθή χρήση του πλούτου.
Πολύ μεγαλύτερη και όντως πρωτότυπη είναι η συμβολή του Β. στο πρόβλημα της εργασίας, την οποία ο ελληνικός αλλά και ο ρωμαϊκός κόσμος υποτιμούσε και την συνέδεε πάντα με τους δούλους. Σε αντίθεση με τις κρατούσες αντιλήψεις ο Β. υψώνει την εργασία σε παράγοντα χαράς, υγείας και ισορροπίας βιολογικής και πνευματικής του ανθρώπου. Η κοινοβιακή ζωή των μοναχών γίνεται κι εδώ το πρότυπο του. Η αρμονία της κοινωνίας είναι αποτέλεσμα ισόρροπης κατανομής της εργασίας, κάτι που πραγματώνεται μόνο εάν τα μέλη της την κατανοούν ως εντολή του Θεού, έχουν αγάπη και εάν πράγματι επιθυμούν ν’ αγωνιστούν για την σωτηρία τους (βλ. Όρους κατά πλάτος 37• 39• 42 κ.ά. Όρους κατ’ επιτομήν 121• 143• 144• 145• 146 κ.ά.). Συνδέει σαφώς την ευημερία της κοινωνίας με τον τρόπο κατανομής της εργασίας και φθάνει έτσι σ’ ένα είδος ηθικής του οικονομικού βίου.
Το πρόβλημα των δούλων αντιμετώπισε ο Β. με θεολογικά κριτήρια και κήρυξε με σαφήνεια:
«παρά μεν ανθρώποις τη φύσει δούλος ουδείς» (Περί του αγ. Πνεύματος Κ΄).
Προχώρησε μάλιστα και σε θετική εκτίμηση, χαρακτηρίζοντας τους ανθρώπους «ομοτίμους». Αυτό έχει απόλυτη σημασία, διότι τον όρο «ομότιμος» χρησιμοποιεί για την ισοτιμία των προσώπων της άγιας Τριάδας (αυτόθι). Η εκτίμηση του αυτή διευκολυνόταν στην πράξη και από τις απόψεις του περί εργασίας. Ο ίδιος ο Β. απελευθέρωσε τους δούλους της οικογένειας του, αλλά την πράξη του δεν την συνέστησε ως γενικό μέτρο.
ΒΙΟΣ
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 329 ή 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας σε οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων ως δεύτερο τέκνο, το οποίο ακολούθησαν επτά, από τα οποία δύο έγιναν επίσκοποι, δηλαδή ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβαστείας. Ο πατέρας του, Βασίλειος και αυτός, ήταν αξιόλογος ρητοροδιδάσκαλος στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και η μητέρα του, Εμμέλεια, προερχόταν από σπουδαία οικογένεια Καισαρέων, που διέπρεπε στα γράμματα και τα πολιτικοστρατιωτικά αξιώματα. Αμέσως μετά την γέννηση του ο Β. μεταφέρθηκε στα Άννησα του Πόντου, όπου μεγάλωσε με την επίβλεψη της μητέρας του και της γιαγιάς του Μακρίνας, η οποία τον μύησε στην ευσέβεια και την Παράδοση της Εκκλησίας.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε (335/7) από τον πατέρα του στην Νεοκαισάρεια. Το 341/3 ήρθε στην Καισάρεια για την εγκύκλια μόρφωση, όπου γνώρισε τον Γρηγόριο Θεολόγο, και περί το 346/7 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για συμπλήρωση των σπουδών του. Ίσως μάλιστα έμεινε λίγο και στην Νικομήδεια, για ν’ ακούσει τον περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο.
Η αγάπη του για την παιδεία τον οδήγησε στην Αθήνα (350), όπου έμεινε μέχρι το 355/6 σπουδάζοντας ότι καλύτερο μπορούσε να δώσει ο Δ΄ αι. σ’ έναν νέο με βαθιά δίψα για γνώση και τεράστια ικανότητα προς αφομοίωση. Μεταξύ άλλων άκουσε τους περίφημους Ιμέριο και Προαιρέσιο, ο τελευταίος των οποίων υπήρξε χριστιανός-Καππαδόκης. Οι σπουδές του είχαν μεγάλο εύρος, περιλάμβαναν ακόμη και ιατρική. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα, βρέθηκε μεταξύ των προτροπών της αδελφής του Μακρίνας να γίνει μοναχός και των πιέσεων φίλων του να εργαστεί ως ρήτορας και δάσκαλος της ρητορικής. Ικανοποίησε στην Καισάρεια τους φίλους του, διδάσκοντας ρητορική και συνηγορώντας ίσως στα δικαστήρια, για το διάστημα μέχρι την άνοιξη του 357. Τότε ταξίδεψε στην Ανατολή (Συρία, Μεσοποταμία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη), για να πραγματώσει και την δεύτερη του μαθητεία και σπουδή, στους ασκητές και στους ερημίτες αυτή την φορά. Λίγο πριν το 358 επανήλθε στην Καισάρεια. Βαπτίστηκε, γνώρισε καλύτερα τις μοναστικές κοινότητες του Ευσταθίου Σεβαστείας και συνέταξε την πρώτη γνωστή Επιστολή του (Προς Ευστάθιον), ενώ άρχισε σιγά-σιγά να γράφει τα ασκητικά του κείμενα. Στο τέλος ακριβώς του 359 η αρχές Ιανουαρίου του 360 συνόδεψε τον Διάνιο Καισαρείας στην σύνοδο, που έγινε στις αρχές του έτους στην Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκε και με τον Ευνόμιο. Επέστρεψε απογοητευμένος. Την άνοιξη επέλεξε ασκητήριο στον Πόντο, κοντά στον Ίρι ποταμό, όπου εγκαταστάθηκε το καλοκαίρι, αφού είχε ήδη χαρίσει και τυπικά την απέραντη κτηματική περιουσία του. Στο ασκητήριο τον επισκέφτηκε ο Γρηγόριος Θεολόγος και έμεινε μαζί του σχεδόν ένα χρόνο.
Το 362 πήγε στην Καισαρεία για τον θάνατο του Διανίου. Τότε ο νέος επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος τον χειροτόνησε, παρά την θέληση του, πρεσβύτερο, λίγο μετά το Πάσχα. Γρήγορα όμως (τέλος 362 ή αρχές 363) ο Β. παρεξηγήθηκε από τον Ευσέβιο και επανήλθε στο ασκητήριο, μη συμφωνήσας με τους μοναχούς, που τον προέτρεπαν να προχωρήσει σε σχίσμα. Εκεί εργάστηκε για την οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων, για την καθοδήγηση νέων που τον επισκέπτονταν, για την σύνταξη επιστολών, για τον εμπλουτισμό των «Ασκητικών» του και προπαντός για την σύνθεση (364) του σπουδαίου θεολογικού του έργου «Κατά Ευνομίου», με το οποίο κυριολεκτικά έθετε τις βάσεις της καππαδοκικής θεολογίας.
Προς το τέλος του 364 ο Β. επέστρεψε στην Καισάρεια με πρόσκληση του Ευσεβίου, που του ανέθεσε την διεύθυνση των πραγμάτων της μητροπόλεως και την άμυνα της ορθοδοξίας. Το έργο ήταν εξαιρετικά δύσκολο, σε μία εποχή μάλιστα κατά την οποία η Αλεξάνδρεια και η Καισάρεια ήταν οι μοναδικές δυναμικές νησίδες ορθοδοξίας. Η φήμη του Β. ξεπέρασε γρήγορα τα σύνορα της Καππαδοκίας και της Μικρασίας. Σ’ αυτό συνετέλεσε όχι μόνο το θεολογικό-κηρυκτικό του έργο («Ομιλίαι εις την Εξαήμερον» κ.ά.), η συμβολή του στην διαμόρφωση της Θ. Λειτουργίας, της ακολουθίας του Όρθρου και η διοργάνωση του μοναχισμού, αλλά και η τεράστια επιτυχία του στο κοινωνικό έργο που ανέλαβε, όταν ο φοβερός λιμός του 368/9 σκόρπιζε τον θάνατο στους περισσότερο πτωχούς της Καισάρειας. Οργάνωσε την περίθαλψη των άρρωστων και των πτωχών, λειτούργησε συσσίτια για τους παραπάνω και μάλιστα για τα παιδιά.
H αυστηρή άσκηση, η υπερβολική και αδιάκοπη εργασία και το προσβλημένο συκώτι του θα τον φέρουν έκτοτε πολλές φορές στο χείλος του θανάτου.
Το 370 πέθανε ο Ευσέβιος Καισαρείας. Ο Β. ήταν πάλι άρρωστος, αλλά έκρινε ότι όφειλε να εργαστεί για να εκλεγεί μητροπολίτης Καισαρείας. Ο Γρηγόριος Θεολόγος τον απέτρεψε, αλλά εκείνος επίμενε και με την βοήθεια του γερο-Γρηγορίου Ναζιανζού, του Ευσεβίου Σαμοσάτων και λίγων ακόμη ορθοδόξων εκλέχτηκε μητροπολίτης, κατά τον Σεπτέμβριο μάλλον, παρά το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί γι’ αυτόν. Την άσκηση των καθηκόντων του ως μητροπολίτης άρχισε με δυσμενείς συνθήκες. Στην αρχή, οι αντίπαλοι του χωρεπίσκοποι και όσοι λίγο-πολύ αρειάνιζαν δεν τον αναγνώριζαν, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν ο Ευσέβιος Σαμοσάτων και ο Γρηγόριος Ναζιανζού.
Μόλις τακτοποίησε κάπως τα της μητροπόλεως του, στράφηκε το 371 στην αντιμετώπιση των γενικότερων θεμάτων της Εκκλησίας και μάλιστα προσπάθησε να λύσει το περίφημο αντιοχειανό σχίσμα, που κρατούσε διηρημένους τους ορθοδόξους. Απευθύνθηκε, λοιπόν, στην Αντιόχεια και στους δυτικούς με γράμματα και απεσταλμένους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το έτος αυτό, κι ενώ προσπαθούσε ν’ απαντήσει στους αδίστακτους συκοφάντες του, δέχτηκε τις πιο φοβερές πιέσεις και απειλές από τον αυτοκράτορα Ουάλη, ο οποίος επιδίωκε αναγνώριση της φιλοαρειανικής πολιτικής του. Μετά τα μέσα Δεκεμβρίου, μάλιστα, έφτασε στην Καισάρεια ο έπαρχος Μόδεστος (που είχε υποτάξει σχεδόν όλες τις μικρασιατικές Εκκλησίες στον αρειανισμό) και κάλεσε με σκαιότητα τον Β. να αλλάξει τακτική, απειλώντας τον με δήμευση της περιουσίας του (που δεν είχε) και με θάνατο. Από την συνάντηση Μοδέστου και Β. διασώθηκε ο περίφημος και μνημειώδης για την ιστορία της Εκκλησίας διάλογος τους, τον οποίο γνωρίζουμε από τον Γρηγόριο Θεολόγο.
Ο Β. τότε φανέρωσε όλο το μεγαλείο του, αλλά οι εχθροί του δεν απογοητεύτηκαν. Τα Θεοφάνεια του 372 ο Ουάλης μπήκε στον ναό στον οποίο λειτουργούσε ο Β. με δώρα, που ο Β. δέχτηκε, όπως δέχτηκε στο ιερό και τον ίδιο τον κακόδοξο αυτοκράτορα. Λίγο μετά όμως ο Ουάλης θέλησε να εξορίσει τον Β. Η απόφαση δεν εκτελέστηκε, γιατί στο μεταξύ ο Β. προσευχήθηκε για την σωτηρία του μικρού Γαλάτη, γιού του Ουάλη. Όταν αργότερα ο Γαλάτης πέθανε, ο Ουάλης πάλι πείστηκε από τους αρειανόφρονες αυλικούς του να υπογράψει την εξορία του Β., αλλά στο χέρι του έσπασαν διαδοχικά τρεις «κάλαμοι», με τους οποίους θα υπέγραφε το διάταγμα. Τότε ο Ουάλης, αντί να εξορίσει τον Β., έθεσε στην διάθεση του κτήματα χάριν των λεπρών που φρόντιζε ο Β.
Την άνοιξη του 372 αύξησε την πολύπλευρη δραστηριότητα του. Έτσι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, άρχισε την ανοικοδόμηση της περίφημης Βασιλειάδας, συγκροτήματος ευαγών ιδρυμάτων. Ο ίδιος βρισκόταν πολύ συχνά στο εργοτάξιο. Το ενδιαφέρον του για τα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα του λαού αποδεικνύεται από επιστολές του της εποχής (π.χ. Επιστολές 104, 110, 84, 86, 107-109), σύμφωνα με τις οποίες προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου, Ιερέων, ορφανών, αδικημένων, συγγενών και συμπατριωτών του.
Παράλληλα, εργάστηκε για τα γενικότερα προβλήματα της Εκκλησίας. Συνέχισε τις προσπάθειές του για την ενότητα της Εκκλησίας και της μητροπόλεως του. Τότε πρότεινε και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν οι εγγύς της Ορθοδοξίας να ενώνονται με τους ορθοδόξους: να ομολογούν το Σύμβολο Νίκαιας με την προσθήκη ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα (Επιστολές 103-104).
Τέλος Μαΐου (πιθανότατα) ο Ουάλης ανέθεσε στον Β. την λύση εκκλησιαστικών προβλημάτων στην Μικρή Αρμενία, που ανέκαθεν είχε κάποια εξάρτηση εκκλησιαστική από την Καισάρεια. Ο Β. ξεκίνησε για την Σεβάστεια, υπολογίζοντας στην βοήθεια του μητροπολίτη Νικοπόλεως Θεόδοτου και στην ηθική συμπαράσταση του εξόριστου στα Γήτασα Μελετίου Αντιοχείας. Ο Θεόδοτος όμως από την μια μεριά και ο Ευστάθιος Σεβαστείας από την άλλη μετέτρεψαν την αποστολή του σε μαρτύριο.
Το φθινόπωρο κατηγορήθηκε από ένα μοναχό ότι δεν φρονεί ορθά περί του αγίου Πνεύματος. Η κατηγορία κυκλοφόρησε πολύ στην Ναζιανζό. Ο Γρηγόριος Θεολόγος ήλθε στην Καισάρεια και, καθώς πληροφορεί, άκουσε από το στόμα του Β. ότι το άγιο Πνεύμα είναι Θεός. Συμφώνησαν όμως, για λόγους τακτικής, να εφαρμοστεί «οικονομία» και να μη διαδηλώνει ο Β. την αλήθεια αυτή, αποβλέποντας στην προσέλκυση των ομοιουσιανών. Και πράγματι την ίδια εποχή ή στις αρχές του 373, προς στιγμή, έπεισε τον ομοιουσιανό Ευστάθιο Σεβαστείας να υπογράψει ορθόδοξη ομολογία, την οποία όμως αργότερα ο τελευταίος αρνήθηκε, υπακούοντας στους πολλούς και κακόβουλους οπαδούς του.
Στις αρχές του373 έπεισαν πάλι τον Ουάλη να εξορίσει τον Β. Την εκτέλεση όμως της αποφάσεως ματαίωσε πρόσωπο της αυλής. Περιμένοντας την εξορία του, ο Β. εργαζόταν για την ενότητα της όλης Εκκλησίας και τη συνεννόηση με τους ευσταθιανούς-ομοιουσιανούς. Τότε οι τελευταίοι κυκλοφόρησαν ευρύτατα δύο κείμενα. Το ένα επιγραφόταν «Ρήματα αιρετικών» και περιείχε κακοδοξίες του Απολιναρίου και του Σαβελλίου. Το άλλο επιχειρούσε την αναίρεση του Απολιναρίου. Το πρώτο κυκλοφορούσε ανώνυμα και άφηναν να νοηθεί ότι άνηκε στον Β. Στο δεύτερο κατηγορούσαν τον Β. ότι συμμεριζόταν τις απόψεις του Απολιναρίου, με τον οποίο τάχα βρισκόταν σε αλληλογραφία, ενώ αλήθεια ήταν μόνο ότι ο Β. είχε γράψει πριν 17 χρόνια ένα μη θεολογικό γράμμα στον Απολινάριο, όταν ακόμα και οι δύο ήταν λαϊκοί.
Τον Ιούνιο του 373 αρρώστησε τόσο βαριά, που κυριολεκτικά έζησε για κάμποσο διάστημα μεταξύ ζωής και θανάτου. Τέλος Ιουλίου τον μετέφεραν κάπου για θερμά λουτρά, όπου έμεινε ολόκληρο μήνα. Τον Σεπτέμβριο είχε συνέλθει κάπως και μπορούσε να συζητήσει με τον απεσταλμένο από την Δύση Ευάγριο, που όμως δεν έφερνε ευχάριστα νέα. Οι δυτικοί δεν βρήκαν ικανοποιητικά τα προς αυτούς γράμματα του Β. και ζητούσαν να τους δώσει και άλλες εξηγήσεις, οι οποίες να τεθούν ως βάση προς άρση του αντιοχειανού σχίσματος.
Μετά από την κοίμηση του Αθανασίου (2.5.373) όλες πλέον οι τοπικές Εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως, είτε συμφωνούσαν είτε διαφωνούσαν με τον Β., ένιωθαν ότι χωρίς αυτόν δεν μπορούσε να γίνει κάτι μόνιμο και σοβαρό. Γι αυτό και όλες είχαν θετικά η αρνητικά στραμμένη την προσοχή τους στην Καισάρεια, από τον επίσκοπο της οποίας πολλές ζητούσαν βοήθεια η και επέμβαση στα εσωτερικά τους, όπως π.χ. συνέβαινε με διάφορες μικρασιατικές Εκκλησίες. Ήδη ο Β. είχε γίνει η κατ’ εξοχήν κεφαλή της Εκκλησίας (όπως παλαιοτέρα ο Αθανάσιος), ο γνησιότερος εκφραστής της Παραδόσεως της.
Το 374 συνέχισε όλες τις δραστηριότητες του. Χειροτόνησε μάλιστα επίσκοπο Ικονίου τον μαθητή του Αμφιλόχιο, με ερωτήσεις του οποίου άρχισε την σύνταξη κανόνων, λίγους μήνες μετά. Το Πάσχα αρρώστησε πάλι βαριά. Πυρετοί υψηλοί, συκώτι, νεφρά, κοιλιακές διαταραχές κ.ά. του αφαιρούσαν κάθε δύναμη. Μια παρηγοριά ήταν τότε οι επιστολές του Ασχολίου Θεσσαλονίκης, μέσω του οποίου διηύρυνε την επιρροή του στον ελλαδικό χώρο. Στις 5 Σεπτεμβρίου έγινε ο εγκαινιασμός του συγκροτήματος της Βασιλειάδας. Όσο αυξάνει το κύρος του Β., τόσο οι εχθροί του τον πολεμούν. Οργάνωσαν μάλιστα τόση τρομοκρατία στους πιστούς, ώστε και οι συμπατριώτες του Νεοκαισαρείς να αποφεύγουν να τον χαιρετίσουν, για να μην υποστούν συνέπειες από τους κρατούντες, που επηρεάζονταν από επισκόπους αρειανόφρονες και μάλιστα ευσταθιανούς. Όλο το φθινόπωρο προσπάθησε με συνάξεις επισκόπων και συμμετοχή σε συνόδους ν’ αντιδράσει στην κατάσταση αυτή.
Παράλληλα ο νέος βικάριος Πόντου, ο Δημοσθένης, δυσχέραινε πολύ το έργο του Β. ως μητροπολίτη. Παρ’ όλα αυτά ο Β. την άνοιξη τελείωσε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του κι ένα από τα σημαντικότερα της εκκλησιαστικής γραμματείας, το «Περί του Αγίου Πνεύματος».
Την ίδια εποχή ή το καλοκαίρι (375) ανανέωσε το εγχείρημα να πείσει τους Δυτικούς γενικά και τους Ιταλούς και γάλλους επισκόπους ειδικά. Ζητούσε από αυτούς να κατανοήσουν την εκκλησιαστική κατάσταση της Ανατολής, να δουν ποιοι ορθοδοξούν και να συμβάλουν στην λύση των προβλημάτων, αφ’ ενός με σύγκληση συνόδου και αφ’ ετέρου με επέμβαση στην Αντιόχεια υπέρ του Μελετίου. Το καλοκαίρι πέρασε κρίση της πολύπλευρης αρρώστιας του. Επικοινωνούσε όμως με τις Εκκλησίες, στέλνοντας και παίρνοντας γράμματα. Τότε έγραψε μία έξοχη Επιστολή (204) προς τους συμπατριώτες του Νεοκαισαρείς, προς τους οποίους, μεταξύ άλλων, εξέφρασε με ιερή τόλμη την βαθιά του αυτοσυνειδησία, ότι όποιος δεν επικοινωνεί μαζί του αποκόπτει τον εαυτό του από την Εκκλησία.
Τέλος 375 ή αρχές 376, όταν ο Ουάλης βρισκόταν στην Αντιόχεια, οι κακόδοξοι κινήθηκαν δραστήρια κατά του Β., τον οποίο ειδοποίησαν ότι έπρεπε να περιμένει να κληθεί σε απολογία ενώπιον του αυτοκράτορα. Φίλοι του συνέστησαν να ζητήσει μόνος του να δώσει εξηγήσεις στον Ουάλη. Δεν το έκανε και ο Ουάλης υποχώρησε.
Τον Ιανουάριο του 376 άφησε την τελευταία του αναλαμπή ως μεγάλος θεολόγος: αντιμετώπισε το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού, υπογραμμίζοντας, για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια, ότι ο άνθρωπος γνωρίζει τις ενέργειες και όχι την ουσία του Θεού.
Λίγο πριν από το Πάσχα φάνηκαν οι καρποί της τακτικής και της Θεολογίας του. Από την Ρώμη επέστρεψαν οι απεσταλμένοι του Δωρόθεος και Σαγκτήσιμος, φέρνοντας επιτέλους κείμενο του Ρώμης Δαμάσου, στο οποίο έλειπε η παλιά του κακόδοξη διατύπωση (ταύτιση φύσεως και υποστάσεων των θείων προσώπων). Από την στιγμή αυτή όλα εξομαλύνονται.
Μετά το Πάσχα εφοδιάζει τον Σαγκτήσιμο με γράμματα και τον αποστέλλει με οδηγίες στην Αντιόχεια και άλλες πόλεις της Ανατολής, από τους επισκόπους των οποίων ζητούσε σύμφωνη γνώμη, για να προωθήσει τα σχέδιά του προς σύγκληση μεγάλης συνόδου, η οποία όμως συνήλθε 10 περίπου μήνες μετά την κοίμηση του. Παράλληλα, ο βικάριος Δημοσθένης είχε εκτραχυνθεί. Κατέφυγε σε διωγμούς και βιαιοπραγίες σε βάρος κληρικών που ακολουθούσαν τον Β., συγκαλούσε παράνομες συνόδους και προέβαινε σε κάθε είδους πράξη, που θα ταπείνωνε και θα εξασθενούσε τον Β., ελπίζοντας έτσι ότι θα τον κάμψει.
Ο χειμώνας του 376/7 και η μεγάλη σωματική του αδυναμία τον ανάγκασαν να μείνει έγκλειστος. Μπορούσε όμως να θεολογεί. Έτσι, μολονότι προσπάθησε να το αποφύγει, απάντησε στα χριστολογικά προβλήματα που έθεταν οι κακοδοξίες του Απολλιναρίου, έγραψε στον Διόδωρο Ταρσού περί του πώς πρέπει να συντάσσει ο χριστιανός ένα βιβλίο, μεσολάβησε στην ειρήνευση μοναχών στην Παλαιστίνη, με παράκληση του Επιφανίου Σαλαμίνας Κύπρου.
Αρχές της ανοίξεως έγραψε την περίφημη Επιστολή 263 προς τους Δυτικούς, στην οποία πρότεινε μεταξύ άλλων την καταδίκη των Απολλιναρίου, Ευσταθίου Σεβαστείας και Παυλίνου (του τελευταίου ως οπαδού του Μαρκέλλου Άγκυρας), των οποίων ανέλυε τις κακοδοξίες. Η Δύση όμως δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ο Δάμασος μάλιστα Ρώμης, πριν λήξει το 377, κάλεσε σύνοδο και αναγνώρισε την πέτρα σκανδάλου της Ανατολής, τον Παυλίνο, ως κανονικό επίσκοπο Αντιοχείας. Αυτό αποτέλεσε φοβερό πλήγμα για τον Β. κι επιδείνωσε την ήδη κακή κατάσταση της υγείας του. Τον χειμώνα του 377/8 ήταν πάλι άρρωστος και γι’ αυτό έγκλειστος. Επικοινωνούσε μόνο με επιστολές, τις οποίες τώρα έγραφε κυρίως για να πείσει τους διστάζοντες και τους αντιτιθέμενους να δεχτούν τις θεολογικές του θέσεις και την εκκλησιαστική του τακτική, με σκοπό να ομονοήσουν οι ορθοφρονούντες.
Οι εχθροί του, κρατικοί κι εκκλησιαστικοί, συνέχισαν εντονότερα τον εναντίον του πόλεμο, ενώ εκείνος εξασθενούσε όλο και περισσότερο σωματικά. Μπορούσε να κινείται λίγο, στην πόλη της Καισάρειας μόνο. Τον Αύγουστο πέθανε ο Ουάλης. Αλλά και το τέλος του Β. πλησίαζε. Τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο έμεινε κλινήρης. Στο τέλος ακριβώς του Δεκεμβρίου, αφού χειροθέτησε τους συνεχιστές του ποιμαντικού του έργου, ψέλλισε τους λόγους «εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου» και αναπαύτηκε. Το γεγονός συγκλόνισε τον χριστιανικό κόσμο. Την 1η Ιανουαρίου 379 κηδεύτηκε με πρωτοφανείς εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής από εχθρούς και φίλους. Την ίδια ημέρα η Εκκλησία τιμά την μνήμη του.
(Στεφανίδου Εκκλησιαστικη Ιστορία, εκδ.Παπαδημητρίου σελ. 630-631)
Εν Γερμανία οι άκροι οπαδοί του Λουθήρου απεμακρύνθησαν αυτού, ως συντηρητικού. Έφθασαν εις ενθουσιαστικάς τάσεις (ψυχικήν και νευρικήν διέγερσιν), δια τας οποίας κυρίως διεκρίθησαν οι προφήται της πόλεως Τσβίκαου και ο αρχηγός αυτών Θωμάς Μύντσερ. Όμοιαι τάσεις παρουσιάσθησαν και εν Ελβετία (εν Ζυρίχη) εις τους οπαδούς του Ζβιγγλίου. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι κατεπολέμουν τον νηπιοβαπτισμόν, διότι αντέβαινεν εις την εκ πίστεως σωτηρίαν (τα νήπια δεν είναι δυνατόν να έχωσι πίστιν), αλλ’ οι δεύτεροι εισήγαγον τον αναβαπτισμόν (από του 1524), ο οποίος βαθμηδόν επεκράτησεν εις όλους τους οπαδούς της τάσεως ταύτης. Ωνομάσθησαν «Αναβαπτισταί». Απετέλεσαν αυτοτελείς κοινότητας άνευ αρχηγών, της κοινότητος εχούσης την εξουσίαν. Προσέβαλλον τους άλλους Προτεστάντας εις δύο θεμελιώδεις αυτών διδασκαλίας, την περί της Αγίας Γραφής και την περί της εκ πίστεως σωτηρίαν. Οι άλλοι Προτεστάνται, αν και εφρόνουν, ότι ο άνθρωπος πρέπει να επικοινωνή απ’ ευθείας μετά του Θεού («προσωπική θρησκευτικότης»), εν τούτοις εδέχοντο, ότι ο Θεός απεκάλυψεν εαυτόν και το θέλημα αυτού εν τη Αγία Γραφή και ότι αύτη αποτελεί την ανωτάτην αυθεντίαν.
Οι Αναβαπτισταί ενέμενον αυστηρότερον εις την «προσωπικήν θρησκευτικότητα», εδέχοντο ότι ο Θεός αποκαλύπτει εαυτόν και την θέλησιν αυτού απ’ ευθείας εις έκαστον πιστόν δια της «θείας ελλάμψεως» (έκαστος θεόπνευστος), η δε Αγία Γραφή είναι απλώς η εις άλλους αρχαιοτέρους πιστούς γενομένη θεία αποκάλυψις. Η «θεία έλλαμψις», ως άμεσος μετά του Θεού επικοινωνία, είναι ανωτέρα και αύτη αποτελεί την ανωτάτην αυθεντίαν εν τοις θρησκευτικοίς, η δε Αγία Γραφή έχει δευτερεύουσαν και βοηθητικήν μόνον σημασίαν. Η Αγία Γραφή εν συγκρίσει προς την άμεσον αποκάλυψιν είναι τι εξωτερικόν και ξένον προς ημάς, είναι τι υλικόν, το να εκλαμβάνη δε τις αυτήν ως την ανωτάτην αυθεντίαν, καταστρέφει τον άμεσον και εσωτερικόν χαρακτήρα, τον οποίον πρέπει να φέρη η θρησκευτικότης, και είναι οιονεί εις άλλος νέος πάπας τεθείς εις την θέσιν του παλαιού. Όπως οι Προτεστάνται αφήρεσαν τον πάπαν και εις την θέσιν αυτού έθεσαν την Αγίαν Γραφήν, ούτως οι Αναβαπτισταί αφήρεσαν και την Αγίαν Γ ραφήν και εις την θέσιν αυτής έθεσαν την άμεσον αποκάλυψιν. Όσον αφορά την εκ πίστεως σωτηρίαν, οι Αναβαπτισταί εφρόνουν, ότι είναι μεν κατ’ αρχήν ορθή, αλλ’ οι Προτεστάνται δεν είχον την πρέπουσαν περί ταύτης αντίληψιν. Κατά τους Αναβαπτιστάς, η απλή πίστις δεν είναι αρκετή προς σωτηρίαν, αλλά χρήζει συμπληρώσεως. Απαιτείται να συναισθανθή τις την δυσκολίαν της σωτηρίας, τον κίνδυνον, τον οποίον διατρέχει να καταδικασθή εις αιώνιον τιμωρίαν, και να δοκιμάση ένεκα τούτου την αγωνίαν. Την αγωνίαν ταύτην ωνόμαζον «σταυρόν», ως αντιστοιχούσαν προς την επί του σταυρού αγωνίαν του Χριστού. Πρέπει τις να διέλθη δια του σταυρού και τότε η πίστις λαμβάνει τον πρέποντα χαρακτήρα και καθίσταται πράγματι σώζουσα. Το να αφίνη τις να υπονοηθή, ότι δι’ απλής και συνήθους πίστεως επιτυγχάνεται η σωτηρία, καθιστά την σωτηρίαν παιδαριώδη, φέρει εις κίνδυνον την σοβαρότητα αυτής και επομένως αυτήν ταύτην την σωτηρίαν.
Εν Γερμανία η πόλις Μύνστερ απέβη η ακρόπολις του αναβαπτισμού (1534]35). Η πόλις περιήλθεν εις την εξουσίαν των Αναβαπτιστών, οι οποίοι εζήτουν να μεταβάλωσιν αυτήν εις την «ουράνιον Ιερουσαλήμ», δια της εκδιώξεως των αντιφρονούντων και κατακαύσεως όλων των βιβλίων, πλην της Αγίας Γραφής. Εισήγαγον την κοινοκτημοσύνην, το μεν ένεκα της πολιορκίας, εις την οποίαν ευρέθησαν υπό των αντιπάλων, το δε εκ λόγων θρησκευτικών. Εφρόνουν, ότι η αποστολική κοινότης είχεν όλα ανεξαιρέτως κοινά (Πράξεων 2,44. 4,32) και ότι η ίδρυσις της βασιλείας του Θεού θα επανέφερε την παραδείσιον εκείνην εποχήν των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Έφθασαν και εις αντινομιστικάς ιδέας και πράξεις (το κακόν είναι αγαθόν). Μετ’ ολίγον οι Αναβαπτισταί απώλεσαν την πόλιν και ετιμωρήθησαν αυστηρώς. Οι αρχηγοί υπέστησαν βασανιστήρια, ημιθανείς ετέθησαν εν σιδηροίς καλαθίοις και εκρεμάσθησαν εκ του κωδωνοστασίου της εκκλησίας, όπου τα οστά αυτών έμειναν μέχρι του δευτέρου ημίσεως της ιθ' εκατονταετηρίδος (1881). Κατά των Αναβαπτιστών διεξήχθησαν γενικώτεροι διωγμοί εν προτεσταντικαίς και μάλιστα εν καθολικαίς χώραις. Παρά τινι μερίδι των Αναβαπτιστών υπεχώρησαν αι ενθουσιαστικαί τάσεις. Την μερίδα ταύτην υπεστήριξε ο εξ Ολλανδίας πρώην καθολικός ιερεύς Μέννων (+1559), οι οπαδοί του οποίου εκλήθησαν Μεννωνίται. Διεδόθησαν εν Ολλανδία και τη Βορείω Γερμανία. Διετήρησαν την απόρριψιν του νηπιοβαπτισμού και επομένως τον αναβαπτισμόν. Εξ επιδράσεως αυτών προέκυψαν οι «Βαπτισταί» της Αγγλίας (αρχάς ιζ' εκατονταετηρίδος). Δέχονται την «θείαν έλλαμψιν» (την άμεσον εις έκαστον θείαν αποκάλυψιν), επικειμένην την δευτέραν παρουσίαν και χιλιαστικάς ιδέας. Οι Μεννωνίται και οι Βαπτισταί υφίστανται μέχρι σήμερον.
Durant (Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού, τόμος ΣΤ, σελ.461-469)
ΙΙI. OI ΑΝΑΒΑΠΤΙΣΤΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΝ:1534 - 1536
Μόνον όταν παρατηρήσωμεν με ποίον ευλαβή ενθουσιασμόν μερικοί από τους συγχρόνους μας υιοθετούν οικονομικάς αιρέσεις, δυνάμεθα να κατανοήσωμεν την ζέσιν με την οποίαν ευλαβείς επαναστατικαί μειονότητες ηκολούθησαν, ακόμη και μέχρι της πυράς, την μίαν ή την άλλην τροπήν της θρησκευτικής επαναστάσεως κατα τον δέκατον έκτον αιώνα.
Οι πλέον ριζοσπαστικοί από τους νέους αιρετικούς έλαβον το όνομα Αναβαπτισταί (Wiedertaufer) από την επιμονήν των ότι το βάπτισμα, εαν δίδεται εις βρεφικήν ηλικίαν, πρέπει να επαναλαμβάνεται όταν θα ωριμάση ο άνθρωπος και ότι ακόμη καλύτερον θα ήτο να αναβάλλεται, όπως υπό του Ιωάννου του Βαπτιστού, μέχρις ότου ο ώριμος λαμβάνων αυτό, δυνηθή με επίγνωσιν και οικειοθελώς να ομολογήση την χριστιανικήν πίστιν.Υπήρχον και άλλαι αιρέσεις προκύψασαι από αυτήν την αίρεσιν. Εκείνοι οι όποιοι ηκολούθησαν τον Χάνς Ντένκ και τον Λουδοβίκον Χαϊτσερ, ηρνούντο την θεότητα του Χριστού: ήτο μόνον ο θειότερος των ανθρώπων, ο όποιος μας ελύτρωσεν όχι με την αγωνίαν του επί του σταυρού αλλά με το παράδειγμα της ζωής του. Ο Ντένκ ύψωνε την ατομικήν συνείδησιν υπεράνω της Εκκλησίας, του κράτους και αυτής της Βίβλου.
Οι πλείστοι των Αναβαπτιστών υιοθέτησαν μιαν πουριτανικήν αυστηρότητα ηθών και άπλοτητα τροπών και ενδυμασίας. Αναπτύσσοντες με τολμηράν λογικήν την ιδέαν του Λουθήρου περί χριστιανικής ελευθερίας, κατεδίκαζον πάσαν κυβέρνησιν δια της βίας και πάσαν αντίστασιν προς αυτήν δια της βίας. Απέρριπτον την στρατιωτικήν υπηρεσίαν με την δικαιολογίαν ότι είναι οπωσδήποτε αμαρτία η αφαίρεσις της ανθρωπίνης ζωής. Όπως οι πρώτοι χριστιανοί, ηρνούντο να δώσουν όρκους, χωρίς να εξαιρούν τους όρκους πίστεως προς ηγεμόνα ή αυτοκράτορα. Ο συνήθης χαιρετισμός των ήτο «Η ειρήνη του Κυρίου να είναι μετα σου»: απήχησις του Ιουδαϊκού και του μουσουλμανικού χαιρετισμού και πρόδρομος του χαιρετισμού των Κουακέρων. Ενώ ο Λούθηρος, ο Ζβίγγλιος, ο Καλβίνος και ο Κνόξ συνεφώνουν με τους πάπας ότι η Θρησκευτική ανοχή ήτο παραλογισμός, οι Αναβαπτισταί την εκήρυττον και την εφήρμοζον· ένας εξ αυτών, ο Βαλτάσαρ Χούμπμαϊερ, έγραψε την πρώτην σαφή υπεράσπισίν της (1524). Απέφευγον τα δημόσια αξιώματα και πάσης φύσεως έριδας. Ήσαν τολστοϊκοί αναρχικοί τρεις αιώνας προ του Τολστόι και ενα αιώνα μετά τον Πέτρον Τσελτίσκυ, από τον οποίον πιθανόν να παρέλαβον την πίστιν των. Εν γνώσει των ή ασυναισθήτως κληρονομήσαντες την θεωρίαν των Βοημών Θαβωριτών ή των Μοραβών Αδελφών, μερικοί Αναβαπτισταί διεκήρυξαν την κοινοκτημοσύνην των αγαθών. Μερικοί, αν θα πρέπει να πιστεύσωμεν χρονογράφους, διακειμένους εχθρικώς προς αυτούς, επρότειναν κοινοκτημοσύνην των συζύγων. Κατά γενικόν κανόνα, εν τούτοις, η αίρεσις απέρριπτεν οιανδήποτε υποχρεωτικήν διανομήν των αγαθών, υπεστήριξεν εθελοντικήν αμοιβαίαν βοήθειαν και επίστευεν ότι εις την βασιλείαν των ουρανών ο κομμουνισμός θα ήτο οικουμενικός.
Όλαι αι ομάδες των Αναβαπτιστών ενεπνέοντο από την Αποκάλυψιν και την μετ’ εμπιστοσύνης αναμονήν της ταχείας επανόδου του Χριστού επί της γης. Πολλοί πιστοί ισχυρίζοντο ότι εγνώριζον την ημέραν και την ώραν της αφίξεως Του. Κατόπιν, όλοι οι ασεβείς — εις την περίπτωσιν αυτήν όλοι οι μη Αναβαπτισταί — θα εξωλοθρεύοντο από το ξίφος του Κυρίου και οι εκλεκτοί θα έζων με δόξαν εις ένα επίγειον παράδεισον χωρίς νόμους και γάμον και με αφθονίαν όλων των καλών πραγμάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον άνθρωποι πλήρεις ελπίδος εστρέφοντο σταθερώς εναντίον του μόχθου και της μονογαμίας.
Οι Αναβαπτισταί ενεφανίσθησαν κατ’ αρχάς εις την Ελβετίαν. ΄Ισως ένας ειρηνικός χριστιανισμός είχεν εισδύσει εκεί από τους Βαλδίους της Νοτίου Γαλλίας και τους Βεγκάρδους των Κάτω Χωρών. Εδώ και εκεί, όπως εις την Βασιλείαν, μερικοί διανοούμενοι υπέθαλψαν την ιδέαν μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Μερικά κομμουνιστικά χωρία εις την «Ουτοπίαν» του Μώρ πιθανόν να παρεκίνησαν τους λογίους, οι οποίοι συνηθροίζοντο περί τον Έρασμον. Τρία μέλη του κύκλου αυτού έγιναν ηγέται των Αναβαπτιστών: ο Κόνδαρ Γκρέμπελ και ο Φέλιξ Μάντζ από την Ζυρίχην και ο Βαλτάσαρ Χούμπμαϊερ από το Βάλντσχουτ, ακριβώς πέραν των αυστριακών συνόρων. Το 1524, ο Μύντζερ επεσκέφθη το Βάλντσχουτ, ο Κάρλστατ ήλθεν εις την Ζυρίχην και μια αναβαπτιστική αίρεσις εσχηματίσθη εις την Ζυρίχην υπό το όνομα «Πνευματικοί» ή «Αδελφοί». Εκήρυττε το βάπτισμα των ενηλίκων και την έλευσιν του Χριστού, απέρριπτε την Εκκλησίαν και το κράτος και επρότεινε να τεθή τέρμα εις τους τόκους, τους φόρους, την στρατιωτικήν υπηρεσίαν, τας δεκάτας και τους όρκους.
Κατά την εποχήν εκείνην, ο Ούλριχ Ζβίγγλιος εκέρδιζε το Μέγα Συμβούλιον της Ζυρίχης εις τας προτεσταντικάς του απόψεις, αι οποίαι περιελάμβανον και τον έλεγχον της θρησκείας υπό των κοσμικών εξουσιών. Συνηγόρησεν εις τους «Αδελφούς» να μετριάσουν την αντιπάθειαν των δια το κράτος και να εφαρμόζουν το βάπτισμα των βρεφών· αυτοί ηρνήθησαν. Το συμβούλιον τους εκάλεσεν εις μιαν δημοσίαν συζήτησιν (17 Ιανουαρίου 1525)· αποτυχόν να τους προσηλυτίση, εθέσπισεν ότι οι γονείς μη βαπτισμένων παιδιών πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλιν.
Οι Aναβαπτισταί κατήγγειλαν το συμβούλιον, απεκάλεσαν τον Ζβίγγλιον γέρο - δράκοντα και παρήλασαν εις τας οδούς κραυγάζοντες, «Αίσχος εις την Ζυρίχην!». Οι αρχηγοί των συνελήφθησαν και εξωρίσθησαν, πράγμα το οποίον τους επέτρεψε να διαδώσουν τα δογματά των. Η Σαίν - Γκάλ και η Άππεντσελ εδέχθησαν το κίνημα· η Βέρνη και η Βασιλεία ανεταράχθησαν υπ’ αυτού. Ο Χούμπμαϊερ εκέρδισε σχεδόν ολόκληρον το Βάλντσχουτ εις τας απόψεις του. Εις το Άππεντσελ 1200 άνδρες και γυναίκες, δεχόμενοι κατά γράμμα τους λόγους του Χριστού — «Μη μεριμνάτε τι φάγητε» — εκάθησαν κάτω και ανέμενον τον Θεόν να έλθη και να τους θρέψη.
Η φαινομενική επιτυχία του πολέμου των χωρικών κατά την άνοιξιν του 1525 προήγαγεν αυτούς τους προσηλυτισμούς αλλά η αποτυχία του ενεθάρρυνε τας τάξεις των ιδιοκτητών εις τας ελβετικάς πόλεις να προβούν εις κατασταλτικά μέτρα. Το Συμβούλιον της Ζυρίχης συνέλαβε τον Μάντς (Ιούλιος), κατόπιν τον Γκρέμπελ, έπειτα τον Χούμπμαϊερ και διέταξεν, όλοι οι φανατικοί Αναβαπτισταί «να φυλακισθούν εις τον πύργον», να διατρέφωνται μόνον με άρτον και ύδωρ και «να αφεθούν να αποθάνουν και να σαπίσουν». Ο Γκρέμπελ το έκαμεν, ο Μάντς επνίγη· ο Χούμπμαϊερ απηρνήθη, απηλευθερώθη, απηρνήθη την απάρνησίν του και ανέλαβε να προσηλυτίση το Άουγκσμπουργκ και την Μοραβίαν. Ο Χαϊτσερ απεκεφαλίσθη εις την Κωνσταντίαν δι’ αναβαπτισμόν και μοιχείαν. Προτεσταντικά και ρωμαιοαθολικά καντόνια επέδειξαν την αυτήν ενεργητικότητα δια να υποτάξουν την αίρεσιν και περί το 1530 δεν είχεν απομείνη τίποτε εξ αυτής εις την Ελβετίαν εκτός μερικών μυστικών και αμελητέων ομάδων.
Έν τω μεταξύ το κίνημα εξηπλώθη, όπως εξαπλώνεται η φήμη, εις την Νότιον Γερμανίαν. Οι προσήλυτοι κατελήφθησαν από ένα ζήλον δι’ ευαγγελικήν προπαγάνδαν, ο οποίος τους μετέβαλεν εις ένθερμους ιεραποστόλους της νέας πίστεως. Εις το Άουγκσμπουργκ, ο Ντένκ και ο Χούμπμαϊερ έκαμαν ταχείας προόδους μεταξύ των εργατών των υφαντουργιών και της κατωτέρας μέσης τάξεως. Εις το Τυρόλον πολλοί μεταλλωρύχοι, αντιπαραβάλλοντες την πενίαν των προς τον πλούτον των Φούγκερ και των Χοχσταΐτερ οι οποίοι ήσαν ιδιοκτήται των μεταλλείων, ησπάσθησαν τον Αναβαπτισμόν όταν κατέρρευσεν η επανάστασις των χωρικών. Εις το Στρασβούργον, η πάλη μεταξύ καθολικών και προτεσταντών επέτρεψεν εις την αίρεσιν να πολλαπλασιασθή χωρίς να γίνη αντιληπτή επί τινα χρόνον. Αλλά ένα φυλλάδιον του 1528 συνέστησεν εις τας αρχάς ότι «εκείνος ο οποίος διδάσκει ότι όλα τα πράγματα πρόκειται να γίνουν κοινά, δεν έχει τίποτε άλλο κατα νούν παρα να εξεγείρη· τους πτωχούς εναντίον των πλουσίων, τους υπηκόους εναντίον των κυβερνητών, οι οποίοι έχουν καθορισθή από τον Θεόν».
Κατά το ίδιον έτος ο Κάρολος Ε' εξέδωσε διάταγμα, δια του οποίου καθίστα τον αναβαπτισμόν μέγα έγκλημα. Η δίαιτα της Σπέγιερ (1529) επεκύρωσε το διάταγμα του αυτοκράτορος και διέταξεν όπως οι Αναβαπτισταί φονεύωνται παντού ως άγρια θηρία, μόλις συλλαμβάνονται χωρίς δίκην ή δικαστήν. Ένας Αναβαπτιστής χρονικογράφος, ίσως υπερβάλλων, αναφέρει το αποτέλεσμα εις το ύφος των πρώτων χριστιανών συγγραφέων των βίων των άγιων:
«Μερικοί εβασανίσθησαν εις τον τροχόν και ετεμαχίσθησαν· άλλοι εκάησαν μέχρι ότου έγιναν στάκτη· μερικοί εψήθησαν επί στύλων η απεσπάσθησαν οι σάρκες των με πυρακτωμένος τσιμπίδας... ΄Αλλοι εκρεμάσθησαν επί δέντρων, απεκεφαλίσθησαν δια του ξίφους ή ερρίφθησαν εις το ύδωρ... Μερικοί απέθανον εκ πείνης ή εσάπισαν εις υπογείους φυλακάς... μερικοί οι οποίοι εθεωρήθησαν πολύ νέοι δια να εκτελεσθούν, εδάρησαν με ράβδους και πολλοί παρέμειναν επί έτη εις ανήλια πηγάδια... Πολλοί υπέστησαν διάτρησιν των παρειών των με πυρακτωμένα σιδηρά.... Οι υπόλοιποι κατεδιώκοντο από την μιαν χώραν εις την άλλην ή από το ένα μέρος εις το άλλο. Όπως οι κόρακες και οι κουκουβάγιες δεν πετούν την ημέραν, ήσαν συχνά υποχρεωμένοι να κρύπτωνται και να ζούν εις τους βράχους και τα σπήλαια, εις άγρια δάση η εις υπόγεια και πηγάδια».
Περί το 1530, λέγει ο σύγχρονος Σεβαστιανός Φράνκ, 2.000 Αναβαπτισταί εθανατώθησαν. Εις μίαν αλσατικήν πόλιν, την Ενσισχαίμ, εξετελέσθησαν 600. Εις το Σάλτσμπουργκ, εκείνοι οι όποιοι απηρνήθησαν την πίστιν των, έτυχον της χάριτος να αποκεφαλισθούν πριν τοποθετηθούν επί της πυράς. Οι αμετανόητοι εψήθησαν εις χαμηλόν πυρ μέχρις ότου απέθανον (1528). Οι Αναβαπτισταί συνέθεσαν συγκινητικούς ύμνους δια να αποθανατίσουν τα μαρτύρια αυτά. Πολλοί από τους συνθέτας των ύμνων έγιναν και αυτοί μάρτυρες με την σειράν των.
Παρ’ όλας αυτάς τας θανατώσεις, η αιρέσις ηύξανε και μετεκινήθη εις την Βόρειον Γερμανίαν. Εις την Πρωσσίαν και την Βυρτεμβέργην, μερικοί ευγενείς υπεδέχθησαν καλώς τους Αναβαπτιστάς ως φιλειρηνικούς και εργατικούς γεωργούς. Εις την Σαξονίαν, λέγει ένας εκ των παλαιοτέρων λουθηρανών ιστορικών, η κοιλάς της Βέρρα εγέμισεν από αυτούς και εις την Ερφούρτην ισχυρίσθησαν ότι απέστειλαν 300 ιεραποστόλους δια να προσηλυτίσουν τον αποθνήσκοντα κόσμον. Εις την Λυμπέκ, ο Γύργκεν Βούλλενβεφερ, ο οποίος κατηγορήθη δι’ αναβαπτισμόν, εντος συντόμου χρονικού διαστήματος επέτυχε τον έλεγχον επί της πόλεως (1533—34). Εις την Μοραβίαν, ο Χούμπμαϊερ εσημείωσε πρόοδον με την μετριοπαθή θεωρίαν του, η οποία ηρμήνευσε τον κομμουνισμόν όχι ως «κοινήν ιδιοκτησίαν» αλλ’ ως υποστηρίζοντα ότι «πρέπει κανείς να τρέφη τον πεινώντα, να δίδη ποτόν εις τον διψώντα, να ενδύη τον γυμνόν διότι εις την πραγματικότητα δεν είμεθα κύριοι των υπαρχόντων μας αλλά μόνον διαχειρισταί και διανομείς των». Ο Χάνς Χούτ, εμπνεόμενος από τας διδασκαλίας του Μύντζερ, απέσπασε τους Αναβαπτιστάς της Μοραβίας από τον Χούμπμαϊερ, κηρύττων πλήρη κοινοκτημοσύνην των αγαθών. Ο Χούμπμαϊερ απεσύρθη εις την Βιέννην όπου εκάη εις την πυράν η δε σύζυγός του ερρίφθη δέσμια εις τον Δούναβιν (1528).
Ο Χούτ και οι οπαδοί του εγκατέστησαν ένα κουμμουνιστικόν κέντρον εις το Αούστερλιτς, όπου, ως εάν προέβλεπον τον Ναπολέοντα, ηρνήθησαν πάσαν στρατιωτικήν υπηρεσίαν και κατήγγειλαν παν είδος πολέμου. Περιοριζόμενοι εις την καλλιέργειαν και εις την μικράν βιομηχανίαν, οι Αναβαπτισταί αυτοί διετήρησαν τον κομμουνισμόν των επί ένα σχεδόν αιώνα. Οι ευγενείς οι οποίοι κατείχον την γην τους επροστάτευον ως πλουτίζοντας τα κτήματα με την ευσυνείδητον εργασίαν των. Η καλλιέργεια της γης ήτο κοινή· τα υλικά δια την γεωργίαν και την χειροτεχνίαν ηγοράζοντο και διετίθεντο από τους κοινοτικούς άρχοντας μέρος έκ των προϊόντων κατεβάλλετο εις τον ιδιοκτήτην ως ενοίκιον και το υπόλοιπον διενέμετο αναλόγως των αναγκών. Κοινωνική μονάς δεν ήτο η οικογένεια αλλά ο οίκος (Hausbabe) περιλαμβάνων περί τα 400 έως 2000 πρόσωπα με κοινόν μαγειρείον, κοινόν πλυντήριον, σχολείον, νοσοκομείον και ζυθοποιείον. Τα παιδία, μετα τον απογαλακτισμόν, ανετρέφοντο από κοινού αλλά η μονογαμία παρέμεινε. Κατά τον Τριακονταετή Πόλεμον, δι’ ενός αυτοκρατορικού διατάγματος του 1622, κατηργήθη η κομμουνιστική αυτή κοινωνία. Τα μέλη της ησπάσθησαν τον καθολικισμόν ή εξωρίσθησαν. Μερικοί εκ των εξορίστων μετέβησαν εις την Ρωσίαν, άλλοι εις την Ουγγαρίαν. Θα είπωμεν και πάλιν περί αυτών.
Εις τας Κάτω Χώρας, ο Μελχιόρ Χόφμαν, ένας Σουηβός βυρσοδέψης, εκήρυξε το Ευαγγέλιον των Αναβαπτιστών με πολλήν επιτυχίαν. Εις το Λέυδεν, ο μαθητής του Γιάν Ματθύς κατέληξεν εις το συμπέρασμα ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να αναμένεται υπομονητικώς η Νέα Ιερουσαλήμ, αλλά θα έπρεπε να επιτευχθή αμέσως και εν ανάγκη, δια της βίας. Απέστειλεν ανα την Ολλανδίαν δώδεκα Αποστόλους δια να αναγγείλουν τα ευχάριστα νέα. Ο ικανώτερος εξ αυτών ήτο ένας νεαρός ράπτης, ο Γιάν Μπόυκελστσοον, γνωστός εις την ιστορίαν ως Ιωάννης εκ Λέυδεν και εις την όπεραν του Μάγιερμπεερ ως ο «Προφήτης». Χωρίς τυπικήν παιδείαν, είχεν οξύ πνεύμα, ζωηράν φαντασίαν, ωραίαν έμφανισιν, φυσικήν ευφράδειαν και αποφασιστικήν θέλησιν. Έγραψε και ανεβίβασεν επί σκηνής δράματα και συνέθεσε ποιήματα. ΄Οταν ανέγνωσε τα συγγράμματα του Θωμά Μύντζερ, ησθάνθη ότι όλαι αι άλλαι μορφαί του χριστιανισμού εκτός εκείνης η οποία είχε κερδίσει και χάσει την Μυλχάουζεν, ήσαν μικρόψυχοι και ανειλικρινείς. Ήκουσε τον Γιάν Ματθύς και προσεχώρησεν εις τον Αναβαπτισμόν (1533). Ήτο τότε 24 ετών. Κατά το αυτό έτος απεδέχθη μίαν μοιραίαν πρόσκλησιν να μεταβή και να κηρύξη εις το Μύνστερ, την πλουσίαν και πολυάνθρωπον πρωτεύουσαν της Βεστφαλίας.
Ονομασθέν από το μοναστήριον, πέριξ του οποίου ανεπτύχθη, το Μύνστερ ήτο φεουδαρχικώς υποτελές εις τον επίσκοπόν του και εις το μητροπολιτικόν συμβούλιον. Εν τούτοις η αύξησις της βιομηχανίας και του εμπορίου, είχε γεννήσει ενα βαθμόν δημοκρατίας. Οι συνερχόμενοι πολίται, αντιπροσωπεύοντες δέκα επτά συντεχνίας, εξέλεγον κατ’ έτος δέκα εκλέκτορας, οι όποιοι εξέλεγον το δημοτικόν συμβούλιον. Αλλ’ η μειονότης των εύπορων διέθετε την περισσοτέραν πολιτικήν ικανότητα και κατά φυσικόν λόγον εκυριαρχεί εις το συμβούλιον. Το 1525, ενθουσιασθείσαι από τας εξεγέρσεις των χωρικών, αι κατώτεροι τάξεις παρουσίασαν εις το συμβούλιον τριάντα εξ «αιτήματα». Ολίγα εξ αυτών έγιναν δεκτά, τα υπόλοιπα παρεπέμφθησαν εις τας καλένδας. Ένας λουθηρανός ιεροκήρυξ, ο Βερνάρδος Ρόττμαν, έγινεν ο συνήγορος των δυσηρεστημένων και εζήτησεν από τον Γιάν Ματθύς να αποστείλη μερικούς Ολλανδούς Αναβαπτιστάς εις βοηθειάν του. Ο Ιωάννης εκ Λέυδεν εφθασε την 13ην Ιανουαρίου 1534 και μετ’ολίγον και ο ίδιος ο Γιάν Ματθύς. Το «κόμμα της τάξεως», φοβούμενον ταραχάς, εκανόνισεν όπως ο επίσκοπος Φράντς φόν Βαλδέκ εισέλθη εις την πόλιν με τους 2.000 στρατιώτας του. Ο όχλος, υπό την ηγεσίαν του Γιάν Ματθύς και του Ιωάννου εκ Λέυδεν, τους επολέμησεν εις τας οδούς, τους εξέβαλεν εκ της πόλεως και κατέλαβε στρατιωτικώς το Μύνστερ (10 Φεβρουάριου 1534). ΄Εγιναν νέαι εκλογαί οι Αναβαπτισταί εκέρδισαν το συμβούλιον· δυο εξ αυτών, ο Κνίππερντολλινγκ και ο Κίππενμπροϊκ, εξελέγησαν δήμαρχοι. Το συναρπαστικόν πείραμα ήρχισε.
Το Μύνστερ ευρέθη αμέσως εις κατάστασιν πολέμου, πολιορκούμενον από τον επίσκοπον και τον ενισχυθέντα στρατόν του και φοβούμενον ότι εντός ολίγου όλαι αι δυνάμεις της ισχυούσης τάξεως εις την Γερμανίαν θα συνηνούντο εναντίον του. Δια να προστατευθή εναντίον εσωτερικής αντιδράσεως, το νέον συμβούλιον εθέσπισεν, ότι όλοι οι μη Αναβαπτισταί πρέπει να δεχθούν να βαπτισθούν εκ νέου ή να εγκαταλείψουν την πόλιν. Το μέτρον ήτο σκληρόν διότι εσήμαινεν ότι γέροντες, γυναίκες φέρουσαι βρέφη και γυμνόποδα παιδία θα έπρεπε να αναχωρήσουν από την πόλιν εις την καρδίαν του γερμανικού χειμώνος. Κατά την διάρκειαν της πολιορκίας και τα δύο μέρη εξετέλουν αμειλίκτως όσους ανεκάλυπτον ότι ειργάζοντο υπερ του εχθρού. Υπό την πίεσιν του πολέμου, υπεράνω του συμβουλίου ετέθη μια λαϊκή συνέλευσις και μία επιτροπή δημοσίας ασφαλείας, εις τας οποίας εκυριάρχουν οι θρησκευτικοί ηγέται. Ο Ματθύς έπεσε μαχόμενος εις μίαν ανεπιτυχή έξοδον (5 Απριλίου 1534) και μετά τούτα ο Ιωάννης εκ Λέυδεν εκυβέρνα την πόλιν ως βασιλεύς αυτής.
Ο «κομμουνισμός» ο οποίος καθιερώθη τώρα, ήτο μία πολεμική οικονομία, όπως πρέπει ίσως να είναι κάθε αυστηρός κομμουνισμός· διότι οι άνθρωποι είναι εκ «φύσεως άνισοι και δύνανται να πεισθούν να μοιράσουν τα αγαθά και τας τύχας των μόνον από ένα κοινόν και ζωτικόν κίνδυνον. Η εσωτερική ελευθερία ποικίλλει αναλόγως της εξωτερικής ασφαλείας και ο κομμουνισμός εκπηδά από τας πιέσεις της ειρήνης. Βλέποντες την ζωήν των εις κίνδυνον εαν θα έχανον την ενότητά των, εμπνεόμενοι από θρησκευτικήν πίστιν και γοητεύουσαν ευγλωττίαν, οι πολιορκούμενοι εδέχθησαν μίαν «σοσιαλιστικήν θεοκρατίαν» με την απεγνωσμένην ελπίδα ότι επραγματοποίουν την Νέαν Ιερουσαλήμ, την οποίαν είχεν οραματισθή η Αποκάλυψις. Τα μέλη της επιτροπής της δημοσίας ασφαλείας ωνομάσθησαν «οι πρεσβύτεροι των δώδεκα φυλών του Ισραήλ» και ο Ιωάννης εκ Λέυδεν έγινε «βασιλεύς του Ισραήλ». ΄Ισως δια να δώσουν εις τα μάτια των απλοϊκών κάποιαν αξιοπρέπειαν εις το αβέβαιον αξιωμά των, ο Ιωάννης και οι υπασπισταί του περιεβλήθησαν τας λαμπράς ενδυμασίας, τας οποίας είχον εγκαταλείψει οι πλούσιοι εξόριστοι. Διάφοροι εχθροί των κατηγόρουν τους ριζοσπάστας αρχηγούς ότι έτρωγον αφθόνως καθ’ ον χρόνον ο πολιορκούμενος πληθυσμός εκινδύνευε να αποθάνη εκ πείνης. Η μαρτυρία δεν είναι πειστική οι δε ηγέται αισθάνονται πάντοτε μίαν επιτακτικήν υποχρέωσιν να διατηρούνται καλώς. Τα πλείστα των κατασχεθέντων ειδών πολυτελείας είχον διανεμηθή εις τον λαόν· «οι πτωχότεροι εξ ημών», έγραφεν ένας εξ αυτών, «περιφέρονται πλουσίως ενδεδυμένοι»· επείνων με μεγαλοπρέπειαν.
Κατά τα άλλα, ο κομμουνισμός του Μύνστερ ήτο περιωρισμένος και προσωρινός. Οι κυβερνώντες, συμφώνως προς ένα εχθρικώς διακείμενον μάρτυρα, εθέσπισαν ότι «όλα τα υπάρχοντα πρέπει να είναι κοινά», αλλά εις την πραγματικότητα η ατομική ιδιοκτησία εξηκολούθει να υφίσταται εις όλα· πλήν των κοσμημάτων, των πολυτίμων μετάλλων και της πολεμικής λείας. Τα γεύματα ελαμβάνοντο από κοινού αλλά μόνον από εκείνους οι όποιοι μετείχον εις την άμυναν της πόλεως. Κατά τα γεύματα αυτά ανεγιγνώσκετο ένα κεφάλαιον από την Αγίαν Γραφήν και εψάλλοντο θρησκευτικοί ύμνοι. Τρεις «διάκονοι» είχον διορισθή δια να φροντίζουν δια τας ανάγκας των πτωχών και δια να εξασφαλίζωνται τα υλικά δια τας ελεημοσύνας αυτάς, οι υπολειπόμενοι εύποροι επείθοντο ή εξηναγκάζοντο να διαθέσουν τα περισσεύματά των. Καλλιεργήσιμον έδαφος εντός της πόλεως διετέθει εις εκάστην οικογένειαν αναλόγως του αριθμού των μελών της. Ένα διάταγμα επεκύρωσε την πατροπαράδοτον κυριαρχίαν του ανδρός επί της συζύγου του.
Η δημοσία ηθική εκανονίζετο με αυστηρούς νόμους. Χοροί, παιγνίδια και θρησκευτικά δράματα ενεθαρρύνοντο, υπό επίβλεψιν, αλλά η μέθη και η χαρτοπαιξία ετιμωρούντο αυστηρώς, η πορνεία απηγορεύετο, αι εξώγαμοι σεξουαλικαί σχέσεις και η μοιχεία ήσαν μεγάλα εγκλήματα. Η ύπαρξις υπεραρίθμων γυναικών, οφειλομένη εις την φυγήν πολλών ανδρών, ηνάγκασε τους ηγέτας να θεσπίσουν, βάσει βιβλικών προηγουμένων, ότι γυναίκες μη έχουσαι δεσμόν, θα εγίνοντο «σύντροφοι των συζύγων», εις την πραγματικότητα παλλακίδες. Αι προστιθέμεναι αυταί γυναίκες φαίνεται ότι επροτίμων την κατάστασιν αυτήν από την μονήρη στειρότητα. Μερικοί συντηρητικοί εις την πόλιν διεμαρτυρήθησαν, ωργάνωσαν μίαν εξέγερσιν και εφυλάκισαν τον βασιλέα· αλλά οι στρατιώται των, μεθυσθέντες μετ’ ολίγον με οίνον, κατεσφάγησαν από τους Αναβαπτιστάς στρατιώτας· εις την νίκην αυτήν της Νέας Ιερουσαλήμ, αι γυναίκες έπαιξαν ανδρικόν ρόλον. Ο Ιωάννης, απελευθερωθείς και επανενθρονισθείς, έλαβε πολλάς συζύγους και (όπως λέγει ο εχθρικός χρονογράφος) εκυβέρνησε με βίαν και τυραννίαν. Πρέπει να είχε θελκτικάς ιδιότητας διότι πολλοί ηνείχοντο ευχαρίστως την κυριαρχίαν του και προσέφερον την ζωήν των εις την υπηρεσίαν του. ΄Οταν εζήτησεν εθελοντάς να τον ακολουθήσουν εις μίαν έξοδον εναντίον του στρατοπέδου του επισκόπου, παρουσιάσθησαν περισσότεραι γυναίκες από όσας εθεώρει φρόνιμον να χρησιμοποιήση. ΄Οταν εζήτησεν «αποστόλους» να διακινδυνεύσουν διερχόμενοι δια μέσου των πολιορκητών δια να ζητήσουν βοήθειαν από άλλας ομάδας Αναβαπτιστών, δώδεκα άνδρες επεχείρησαν να διέλθουν δια των εχθρικών γραμμών, συνελήφθησαν όλοι και εφονεύθησαν. Μια ενθουσιώδης γυνή, εμπνεομένη από την ιστορίαν της Ιουδείθ, εξήλθε δια να δολοφονήση τον επίσκοπον αλλ’ ανεκαλύφθη και εθανατώθη.
Αν και πολλοί Αναβαπτισταί εις την Γερμανίαν και την Ολλανδίαν απέκλειον την καταφυγήν εις την βίαν, την όποιαν μετεχειρίζοντο οι αδελφοί των του Μύνστερ, πολύ περισσότεροι επεκρότησαν την επανάστασιν. Η Κολωνία, η Τρίερ, το ΄Αμστερνταμ και το Λέυδεν εψιθύριζον αναβαπτιστικάς προσευχάς δια την επιτυχίαν της. Από το Άμστερνταμ απέπλευσαν πενήντα πλοία (22 και 25 Μαρτίου 1535) δια να μεταφέρουν ενισχύσεις εις την πολιορκουμένην πόλιν αλλά όλα διεσκορπίσθησαν υπό των ολλανδικών αρχών. Την 28 Μαρτίου, απηχούσα την εξέγερσιν του Μύνστερ, μία συμμορία Αναβαπτιστών κατέλαβε και ωχύρωσεν ένα μοναστήριον εις την Δυτικήν Φρισλανδίαν· τούτο κατεβλήθη με απώλειαν 800 ψυχών.
Αντιμετωπίζουσαι την επεκτεινομένην αυτήν ανταρσίαν, όλαι αι συντηρητικαί δυνάμεις της αυτοκρατορίας, προτεστάνται και καθολικοί, επεστρατεύθησαν δια να καταβάλουν τους Αναβαπτιστάς οπουδήποτε ευρίσκοντο. Ο Λούθηρος, ο όποιος το 1528 είχε συστήσει επείκειαν προς τους νέους αιρετικούς, συνέστησε το 1530 «την χρήσιν του ξίφους» εναντίον των ως «όχι μόνον βλάσφημων αλλά εξαιρετικώς στασιαστικών» και ο Μελάγχθων συνήργησε με αυτόν. Η μία πόλις μετά την άλλην απέστελλεν άνδρας ή χρήματα εις τον επίσκοπον· μία δίαιτα εις την Βόρμς (4 Απριλίου 1535) ώρισεν ένα φόρον εις ολόκληρον την Γερμανίαν δια να χρηματοδοτηθή η πολιορκία. Ο επίσκοπος κατώρθωσε τώρα να περικλείση την πόλιν και να αποκόψη αποτελεσματικώς τους ανεφοδιασμούς της.
Αντιμετωπίζων την πείναν και την πτώσιν του ηθικού, ο βασιλεύς Ιωάννης εξήγγειλεν ότι όλοι όσοι επεθύμουν, ηδύναντο να εγκαταλείψουν την πόλιν. Πολλαί γυναίκες και παιδία και μερικοί άνδρες επωφελήθησαν της ευκαιρίας. Οι άνδρες εφυλακίσθησαν ή εφονεύθησαν από τους στρατιώτας του επισκόπου, οι οποίοι ελυπήθησαν τάς γυναίκας και τας εχρησιμοποίησαν εις διαφόρους υπηρεσίας. Ένας από τους «πρόσφυγας» έσωσε την ζωήν του προσφερθείς να δείξη εις τους πολιορκητάς ενα μη υπερασπιζόμενον μέρος των τειχών. Υπό την οδηγίαν του, μία δύναμις από Λάντσκνεχτς ανήλθεν επ’ αυτών και ήνοιξε μίαν πύλην (24 Ιουνίου)· εντός ολίγου, πολλαί χιλιάδες στρατιωτών εισέδυσαν εις την πόλιν. Η πείνα είχε κάμει το έργον της και μόνον 800 από τους πολιορκουμένους ηδύναντο να φέρουν ακόμη όπλα. Ωχυρώθησαν προχείρως εις την αγοράν· κατόπιν παρεδόθησαν με την υπόσχεσιν ότι θα τους εδίδετο η άδεια να αναχωρήσουν από το Μύνστερ. ΄Οταν παρέδωσαν τα όπλα των, κατεσφάγησαν ομαδικώς. Αι οικίαι ηρευνήθησαν και 400 κρυμμένοι επιζώντες εσφάγησαν. Ο Ιωάννης εκ Λέυδεν και δύο από τους υπασπιστάς του εδέθησαν επί πασσάλων ·όλα τα μέρη του σώματός των εκάησαν με πυρακτωμένας τσιμπίδας μέχρις ότου «όλοι σχεδόν όσοι ίσταντο εις την αγοράν ησθάνθησαν αηδίαν από την κακοσμίαν». Αι γλώσσαι των απεσπάσθησαν από τα στόματά των και τέλος τους εκάρφωσαν μίαν μάχαιραν εις την καρδίαν.
Ο επίσκοπος ανέκτησε την πόλιν του και ηύξησε την προηγουμένην ισχύν του. Εις το εξής όλαι αι πράξεις των πολιτικών αρχών υπέκειντο εις το επισκοπικόν βέτο. Ο ρωμαιοκαθολικισμός αποκατεστάθη θριαμβευτικώς. Εις ολόκληρον την αυτοκρατορίαν, οι Αναβαπτισταί, φοβούμενοι δια την ζωήν των, απηρνούντο παν μέλος της αιρέσεως των το οποίον ήτο ένοχον διαπράξεως βίας. Εν τούτοις πολλοί από τους φιλησύχους αυτούς αιρετικούς εξετελέσθησαν. Ο Μελάγχθων και ο Λούθηρος συνέστησαν εις τον Φίλιππον της Έσσης να θανατώση όλους όσοι ανήκον εις την αίρεσιν. Οι συντηρητικοί ηγέται ησθάνοντο οτι μια τόσον σοβαρά απειλή κατά της υφισταμένης οικονομικής και πολιτικής τάξεως έπρεπε να τιμωρηθή με αυστηρότητα η οποία θα παρέμενεν αλησμόνητος.
Οι Αναβαπτισταί εδέχθησαν το μάθημα, ανέβαλον τον κομμουνισμόν δια το τέλος της χιλιετηρίδος και περιωρίσθησαν εις την άσκησιν εκείνων εκ των αρχών των -εγκρατούς, απλής, ευλαβούς και ειρηνικής ζωής- αι οποίαι δεν προσέβαλλον το κράτος. Ο Μέννον Σίμονς, ένας καθολικός ιερεύς προσηλυτισθείς εις τον Αναβαπτισμόν (1531), έδωσεν εις τους Γερμανούς και Ολλανδούς οπαδούς του τοιαύτην σοφήν καθοδήγησιν ώστε οι Μεννονίται επέζησαν από όλας τας περιπετείας και συνεκρότησαν επιτυχείς αγροτικάς κοινότητας εις την Ολλανδίαν, την Ρωσίαν και την Αμερικήν. Δεν υπάρχει σαφής συγγένεια μεταξύ των Ευρωπαίων Αναβαπτιστών και των Άγγλων Κουακέρων και των Αμερικανών Βαπτιστών, αλλά η υπό των Κουακέρων καταδίκη του πολέμου και των όρκων και επιμονή των Βαπτιστών εις το βάπτισμα των ενηλίκων, προφανώς κατάγονται από τας ιδίας παραδόσεις πίστεως και συμπεριφοράς, αι οποίαι εις την Ελβετίαν, την Γερμανίαν και την Ολλανδίαν έλαβον αναβαπτιστικάς μορφάς. Όλαι σχεδόν αυταί αι ομάδες είχον κοινήν μιαν αρετήν, την διάθεσιν των να ανέχωνται ειρηνικώς πίστεις διαφορετικάς από την ιδικήν των. Η θεολογία, η οποία τους εστήριξε δια μέσου ταλαιπωριών, πτωχείας και μαρτυρίων, δέν συνταυτίζεται με την πρόσκαιρον φιλοσοφίαν μας αλλα και αυτοί επίσης, με την ειλικρίνειαν, την ευσέβειάν των και ευπροσηγορίαν των, επλούτισαν την κληρονομίαν μας και ελύτρωσαν την κηλιδωμένην μας ανθρωπότητα.
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥ
Ο θυμός είναι μια σύντομη τρέλα. Αυτοί που θυμώνουν βάζουν πολλές φορές μόνοι τους τον εαυτό τους σε ολοφάνερο κίνδυνο, γιατί η μανία τους για εκδίκηση τους κάνει να ξεχνούν το συμφέρον τους. Όταν σκέφτονται αυτούς που τους στενοχώρησαν, είναι σαν να τους τσιμπάει μύγα και, από μέσα τους, τους κάνει ο θυμός να χτυπιούνται και να τινάζονται. Και δεν ησυχάζουν, αν δεν κάνουν κάτι κακό σε αυτόν που τους θύμωσε ή αν δεν πάθουν οι ίδιοι κάτι κακό. Κι αυτό το τελευταίο είναι πιθανό, όπως ακριβώς συμβαίνει με κάτι που σκάει κι εκρήγνυται: μπορεί να σπάσει σε κομμάτια και να πάθει συχνά μεγαλύτερο κακό από το κακό που προκάλεσε. (Μ. Βασίλειος)
«...[από τότε] ούτε μια φορά δεν οργίστηκα εναντίον κάποιου, γιατί η ψυχή μου θυμάται την αγάπη του Κυρίου και τη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος και ξεχνάει την προσβολή».
(όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης)
ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΝΤΡΟΠΗ
Ποιος, πες μου, είναι άξιος αποδοχής; Εκείνος που ταράζεται, που συγχύζεται, που γίνεται θηρίο και σαν θηρίο φέρεται στους συνανθρώπους του ή εκείνος που έχει γαλήνη, αταραξία και πνευματική αντιμετώπιση; Δεν μοιάζουν ο ένας με άγγελο και ο άλλος ούτε καν με άνθρωπο; Ο ένας δεν μπορεί ούτε τα δικά του προβλήματα να αντέξει ενώ ο άλλος καταφέρνει να σηκώνει και τα ξένα. Αυτός που θυμώνει δεν μπορεί ούτε τον εαυτό του να υποφέρει ενώ ο πράος ανέχεται και τον άλλον. Ο πρώτος είναι ναυαγός ενώ ο δεύτερος πλέει με ασφάλεια μέσα σε πλοίο που το οδηγεί ούριος άνεμος. Γιατί δεν άφησε τον αέρα του θυμού να πέσει στα πανιά και να ανατρέψει το σκάφος της ψυχής του. Αντίθετα, για χάρη του, φύσηξε λεπτή και γλυκιά αύρα, το αεράκι της ανεξικακίας, και τον οδήγησε πολύ ήσυχα στο λιμάνι της φιλοσοφημένης στάσης.
Όσοι θυμώνουν κάνουν σαν τους ναύτες σε πλοίο που βουλιάζει: ρίχνουν στη θάλασσα ό, τι βρουν μπροστά τους, χωρίς να ξέρουν αν είναι πράγματα δικά τους ή είναι ξένα, που τους τα έδωσαν να τα φυλάξουν, ούτε αν είναι πολύτιμα ή δεν είναι. Όταν όμως σταματήσει η κακοκαιρία, τότε αναλογίζονται όσα πέταξαν και κλαίνε, και η ζημιά που πάθανε δεν τους αφήνει να χαρούν το γαλήνεμα της θάλασσας. Έτσι και αυτοί που θυμώνουν. Όταν τους πιάσει ο θυμός και ξεσπάσει η καταιγίδα, πετάνε ό,τι δεν πρέπει, κι όταν τους περάσει ο θυμός, τότε αναλογίζονται τι έβγαλαν προς τα έξω και καταλαβαίνουν τη ζημιά και δεν έχουν ανάπαυση, γιατί θυμούνται τα λόγια που είπαν και ντρόπιασαν τον ίδιο τους τον εαυτό. Με τα λόγια αυτά έπαθαν τη χειρότερη ζημιά, όχι σε χρήμα αλλά στην εκτίμηση που τους είχαν οι άλλοι, ότι είναι καλοί και πράοι άνθρωποι. (Ιωάννης Χρυσόστομος)
«Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο εφόσον έχουμε τον Θεό πατέρα και τον συνάνθρωπο αδελφό μας». (Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης)
(Ελένη Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδ. Ατέρμονον, σελ. 77-79)
Εάν μέσα του βεβαιωθεί ότι μπροστά του είναι ο Θεός. Διότι εάν κάποιος που βλέπει έναν άρχοντα ή προϊστάμενο και συζητεί μαζί του έχει το βλέμμα προσηλωμένο σ’ αυτόν, πόσο μάλλον αυτός που προσεύχεται στο Θεό θα έχει το νου προσηλωμένο σ’ Αυτόν που ελέγχει καρδίες και νεφρούς -«ετάζων καρδίας και νεφρούς ό Θεός» (Ψαλμ. 10)- εφαρμόζοντας αυτό που λέγει η Γραφή: «…και τα χέρια που υψώνουν στον ουρανό να είναι καθαρά, χωρίς οργή και εριστικότητα» (Α’ Τιμόθ. 2, 8),
Όταν ο Κύριος είπε στην προσευχή του: «Πάτερα μου, αν είναι δυνατόν, ας μην πιω αυτό το ποτήρι» (Ματθ. 26′, 39), ύστερα συμπλήρωσε: «αλλά ας μη γίνει το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Συνεπώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν μας έχει επιτραπεί να ζητούμε ό,τι θέλουμε, αφού δεν γνωρίζουμε ούτε καν το συμφέρον μας: «…εμείς δεν ξέρουμε ούτε τι ούτε πως να προσευχηθούμε…» (Ρωμ. 8′ 26). Ώστε τα αιτήματα πρέπει να τα υποβάλλουμε στο Θεό με πολλή περίσκεψη, σύμφωνα με το θέλημά του· κι εάν δεν εισακουσθούμε πρέπει να γνωρίζουμε ότι χρειάζεται επίμονη και καρτερία, σύμφωνα με την παραβολή του Κυρίου για το ότι «πρέπει πάντοτε να προσευχόμαστε και να μην αποκάμουμε» (Λουκ. 18, 1) και με τον άλλο λόγο του Κυρίου που είπε σε άλλη περίσταση ότι: «… για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει ό,τι χρειάζεται» (Λουκ. 11′ 8)· ή χρειάζεσαι διόρθωση και επιμέλεια, σύμφωνα με αυτό που είπε ο Θεός σε κάποιους ανθρώπους διά μέσου του Προφήτη: «όταν εκτείνετε τα χέρια σας, θα αποστρέψω τα μάτια μου από σας. Και εάν αυξήσετε τις δεήσεις σας, δεν θα εισακουστείτε, γιατί τα χέρια σας είναι γεμάτα αίματα. Λουσθείτε, και γίνετε καθαροί…» κ.λπ. (Ησ. Α’ 15-16). Ότι δε και τώρα γίνονται και είναι τα χέρια των πολλών γεμάτα αίματα, δεν πρέπει καθόλου ν’ αμφιβάλλουν αυτοί που πιστεύουν σ’ εκείνη την κρίση του Θεού…
– Ποιο είναι το «ταμιείον», στο οποίο προστάζει ο Κύριος να εισέλθει ο προσευχόμενος;
Ταμείο συνήθως ονομάζουμε ένα χώρο κενό και απόμερο, που βάζουμε ό,τι θέλουμε να αποθηκεύσουμε, ή που είναι δυνατόν να κρυφτούμε, όπως αναφέρεται από τον Προφήτη: «Βάδιζε, λαέ μου, μπες μέσα στο ταμείο σου, κλείσε τη πόρτα σου, κρύψου…» (Ησ. 26′ 20). Η δύναμη της εντολής γίνεται σαφής από τα συμφραζόμενα, διότι ο λόγος απευθύνεται σ’ αυτούς που πάσχουν από ανθρωπαρέσκεια. Ώστε αν κάποιος ενοχλείται από αυτό το πάθος, καλά κάνει που αποσύρεται στην προσευχή και απομονώνεται, μέχρι να μπορέσει ν’ αποκτήσει τη διάθεση να μην προσέχει τους επαίνους των ανθρώπων, αλλά να αποβλέπει μόνο στο Θεό, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα στα χέρια του Κυρίου τους, και τα μάτια της δούλης στα χέρια της Κυρίας της, έτσι και τα δικά μας μάτια να είναι στραμμένα προς τον Κύριο και Θεό μας…» (Ψαλμ. 122′ 2). Εάν όμως κάποιος με τη χάρη του Θεού είναι καθαρός από εκείνο το πάθος, δεν έχει ανάγκη να κρύβει το καλό.
Όταν ο διάβολος επιχειρεί να μας επιβουλευθεί και προσπαθεί να εκτοξεύσει τους λογισμούς του σαν πυρακτωμένα βέλη με πολλή σφοδρότητα μέσα στην αμέριμνη και ήσυχη ψυχή και ξαφνικά να την πυρπολήσει και να υπενθυμίζει μακροχρόνια και επίμονα εκείνα που έσπειρε μία φορά, τότε πρέπει αυτές τις επιβουλές να τις αντιμετωπίσουμε με εγρήγορση και εντατική προσοχή, όπως ο αθλητής που αποτρέπει τις λαβές των αντιπάλων με την ακριβέστατη επιφυλακή και την ταχύτητα του σώματος, και να αναθέσουμε στην προσευχή και την πρόσκληση της συμμαχίας του Θεού τη διεξαγωγή του πολέμου και την αποφυγή των βελών. Διότι αυτό μας δίδαξε ο Παύλος, λέγοντας: «… εκτός από όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού…» (Εφ. 6, 16). Και αν λοιπόν υποβάλλει τις πονηρές φαντασίες του κατά την ώρα της προσευχής, να μη σταματήσει η ψυχή να προσεύχεται, ούτε να νομίζει ότι αυτή είναι υπεύθυνη για την σπορά του εχθρού στον αγρό της και για τις ποικίλες φαντασίες του πονηρού, αλλά σκεπτόμενη ότι η φαντασία των άτοπων σκέψεων οφείλεται στην αναίδεια του εφευρέτη της πονηρίας, ας εντείνει τη γονυκλισία και ας ικετεύει το Θεό να διαλυθεί το πονηρό τείχος της μνήμης των άτοπων λογισμών, ώστε ανεμπόδιστα, με τη δύναμη του νου να διαβεί στη στιγμή ακάθεκτη προς το Θεό, χωρίς να διακόπτεται σε κανένα σημείο από τις εφόδους των πονηρών ενθυμήσεων.
Εάν στέκεσαι ενώπιον του Θεού όπως πρέπει και προσφέρεις όλες σου τις δυνάμεις, μην απομακρυνθείς μέχρι να λάβεις το αίτημά σου· εάν όμως σε κατακρίνει η συνείδησή σου ότι καταφρονείς και εάν, ενώ μπορείς, δεν προσεύχεσαι συγκεντρωμένος, μην τολμήσεις να σταθείς ενώπιον του Θεού, για να μη γίνει η προσευχή σου αφορμή αμαρτίας. Εάν όμως, επειδή εξαντλήθηκες από την αμαρτία, δεν μπορείς να προσεύχεσαι απερίσπαστα, να βιάζεις όσο μπορείς τον εαυτό σου και να στέκεσαι επίμονα ενώπιον του Θεού, έχοντας το νου σου σ’ Αυτόν και συμμαζεύοντάς τον στον εαυτό του· και ο Θεός συγχωρεί, επειδή αδυνατείς να σταθείς όπως πρέπει ενώπιόν Του, όχι από καταφρόνηση, αλλά από αδυναμία. Εάν βιάζεις τον εαυτό σου μ’ αυτό τον τρόπο σε κάθε καλό έργο, μην αποκάμεις μέχρι να λάβεις το αίτημά σου, αλλά κτύπα την πόρτα Του ζητώντας το αίτημά σου. Διότι λέγει: «όποιος ζητάει παίρνει, όποιος ψάχνει βρίσκει και όποιος χτυπάει του ανοίγεται» (Λουκ. 11′, 10). Διότι τι άλλο θέλεις να επιτύχεις παρά μόνο την κατά Θεό σωτηρία;
(Από το βιβλίο «Ο κόσμος της Προσευχής», εκδ. Κάλαμος)
Ά ρχιζε πάντα απ’ το Θεό και πάντα τελείωνε μαζί του
Β ίου το κέρδος είν’ αυτό: τη μέρα σου καλά να τελειώνεις
Γ νώριζε όλα τα καλά έργα των δικαίων
Δ εινόν το να πεινάει κανείς, μα φοβερότερος ο πλούτος ο παράνομος
Ε υεργετείς; Μάθε λοιπόν πως το Θεό μιμείσαι.
Ζ ήτα απ’ το Θεό να σου είναι σπλαχνικός, σαν όμως εύσπλαχνος είσαι και εσύ
Η σάρκα η ανθρώπινη να συγκρατείται πρέπει και να δαμάζεται γερά
Θ υμό χαλίνωνε, μη πέσεις έξω από τη λογική
Ί σια ψηλά το βλέμμα σου, στη γλώσσα να ‘χεις μέτρο
Κ λειδί στ’ αυτιά να βρίσκεται, το γέλιο σου να ‘ναι σεμνό
Λ υχνάρι να πορεύεται η λογική μπροστά από κάθε σου έργο
Μ η σου γλυστράει κάτω απ’ ότι φαίνεται, εκείνο που υπάρχει
Ν α ερευνάς τα πάντα με το νου, όμως να πράττεις όσα επιτρέπονται
Ξ ένος πως είσαι, μάθε το καλά. Γι’ αυτό τίμα τους ξένους
Ό ταν στη γαλήνη ταξιδεύεις, τότε να θυμάσαι τη φουρτούνα
Π άντα να δέχεσαι ευχάριστα, όσα από το Θεό προέρχονται
Ρ αβδί να σε χτυπά του δίκαιου καλύτερα, παρά ο κακός να σε τιμά
Σ τις θύρες των σοφών να πηγαινοέρχεσαι, μακρυά απ’ τις θύρες των πλουσίων
Τ ο μικρό, μικρό δεν είναι όταν σε κάτι μέγα οδηγεί
Ύ βριν χαλίνωνε, μακρυά απ’ την έπαρση μέγας σοφός να γίνεις
Φ υλάξου συ απ’ το πέσιμο, σαν όμως άλλος πέσει, μη γελάς
Χ άρισμα το να σε φθονούν, αίσχος και μέγα, να φθονείς εσύ
Ψ υχή που στο Θεό προσφέρεται, είναι η καλύτερη θυσία
Ω, ποιος θα τα φυλάξει όλα αυτά; Αυτός και θα σωθεί!
Θα συμφωνήσω μαζί σου ότι το να αμύνεται κανείς δεν είναι άδικο, αλλά πρέπει και συ να συμφωνήσεις ότι δεν είναι και φιλοσοφημένο.
Αυτό που λες θα ήταν λογικό, αν ήταν εύκολο και χωρίς πολλές περιπλοκές. Αν όμως, πριν να δικαιωθεί κανείς, αδικείται χίλιες φορές, τότε είναι καλύτερα να μην προσθέτει στην αδικία που του έγινε κι άλλο κακό. Σου φαίνεται ότι μιλάω με αινίγματα; Θα προσπαθήσω λοιπόν να σου εξηγήσω.
Σκέψου, αν θελήσει κανείς να αμυνθεί, τι χρειάζεται να πάθει.
Πρώτα τον πλημμυρίζει ο θυμός και μετά τον διαλύει η οργή. Γιατί πρώτα φέρνει στο μυαλό του αυτό που έπαθε και μετά οργίζεται και επιθυμεί την ανταπόδοση.
Τρίτο, προκαλεί ταραχή γύρω του.
Τέταρτο, κάνει χίλιους δυο λογισμούς. Πέμπτο, τον πιάνει δέος και τρόμος και αγωνία, γιατί τον τρώει ο θυμός και τον συγκλονίζει ο φόβος για το πώς θα πετύχει την αντεπίθεσή του. Δεν σου φαίνεται λοιπόν πως τιμωρείται αυτός ο ίδιος, πριν τιμωρήσει τον άλλον;
Αντίθετα, αυτός που φιλοσοφεί απαλλάσσεται από όλα αυτά. Φυσικά. Είναι κύριος της κατάστασης και εκεί τελειώνει το πράγμα. Με τον άλλο δεν είναι έτσι, χρειάζεται να βρει κατάλληλο χρόνο, τόπο, πονηριά και κακία, όπλα και μεθόδους, κολακεία και δουλικότητα και υποκρισία. Βλέπεις πόσο δύσκολη είναι η κακία ενώ η αρετή είναι εύκολη; Πόσο η μια είναι γεμάτη φασαρίες ενώ η άλλη ατάραχη; Κι όσο ο πονηρός άνθρωπος τα παθαίνει αυτά, άλλο τόσο απολαμβάνει γαλήνη αυτός που επιλέγει την αρετή.
Επιπλέον, αυτός που αντεπιτίθεται ανοίγει έναν φαύλο κύκλο έχθρας, ενώ αυτός που φιλοσοφεί βάζει γρήγορα στην έχθρα ένα τέλος. Γι' αυτόν τον λόγο ημερεύει και τον άλλο, που είναι ανόητος, και τον προκαλεί να γίνουν φίλοι.
Ισίδωρος Πηλουσιώτης
«Επειδή η αμαρτία στο βάθος της δεν είναι παρά κακία και υπερηφάνεια, πρέπει να θεραπεύουμε κάθε αμαρτωλό με την αγαθότητα και την αγάπη. Είναι αυτό μια μεγάλη αλήθεια που συχνά τη λησμονούμε. Πράγματι συχνά, πολύ συχνά, ενεργούμε αντίθετα προς αυτή την αλήθεια. Προσθέτουμε κακία στην κακία, αντιθέτουμε υπερηφάνεια στην υπερηφάνεια. Έτσι η αρρώστια μεγαλώνει εξαιτίας μας και δεν υποχωρεί. Αντί να τη θεραπεύουμε την επιδεινώνουμε. Κύριε, ελέησε μας, απάλυνε την καρδιά μας».
Ιωάννης της Κρονστάνδης
(Ελένη Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδ. Ατέρμονον, σελ. 74-75)
...Σήμερα με την παρούσα επιστολή μου σας γράφω περιληπτικώς την ομιλία που έκανα στον ιερό ναό της μητροπόλεως την εορτή του Αγίου Νικολάου. Έλαβα αφορμή από την περικοπή της ανάγνωσης του Αποστόλου: «...πεποίθαμεν γαρ, ότι καλήν συνείδησιν έχωμεν, εν πάσι καλώς θέλοντες αναστρέφεσθαι» και μίλησα «περί αγαθής συνειδήσεως».
Είπα, λοιπόν, ότι η αγαθή συνείδηση είναι το μεγαλύτερο από όλα τα αγαθά, γιατί της δίνεται ως βραβείο η ειρήνη της ψυχής, η γαλήνη της καρδιάς, η αταραξία της συνειδήσεως, η ηρεμία του πνεύματος. Αυτή πλημμυρίζει την καρδιά μας με χαρά, αυτή μας κάνει να στεκόμαστε με θάρρος μπροστά στον θεό, αυτή καθιστά ευπρόσδεκτες τις αιτήσεις μας, αυτή μας ανοίγει τις πύλες του ουρανού όταν της κτυπούμε, γίνεται φορέας των θείων δωρεών, προσφέρει άφθονους τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, αυτή δωρίζει τα Χαρίσματα Του, αυτή εκπληρώνει τους πόθους μας για τα υψηλά αγαθά, αυτή οδηγεί στην ευδαιμονία και την μακαριότητα. Αυτή, λοιπόν, η αγαθή συνείδηση – στις ψυχές που την φέρουν μέσα τους – προαναγγέλλει την βασιλεία των ουρανών. Αυτά τα διδασκόμαστε από τις ίδιες τις άγιες γραφές, από τον ίδιο το στόμα του σωτήρα και των ίδιων των Αγίων Αποστόλων του. Ο σωτήρας δίνει εντολή: «αιτείται και δοθήσεται, ζητείτε και ευρήσητε, κρούεται και ανοιγήσεται υμίν, πας γαρ ο αιτών λαμβάνει, ο ζητώντας ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται!» (Ματθ. 7,7).
Πράγματι, χριστιανοί αδελφοί μου, μας την ανοίγει γιατί ο Θεός μας έχει υιοθετήσει, έχουμε γίνει παιδιά του και σαν καλός πατέρας είναι έτοιμος να μας δώσει οτιδήποτε του ζητήσουμε για την σωτηρία μας, δηλαδή ζωή αιώνια· γιατί ο γιος του ο μονογενής «εξαγόρασεν ημάς εκ της κατάρας του Νόμου, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν». Γι’ αυτό και ο Παύλος, γράφοντας την επιστολή προς Γαλατάς λέει: «ότι είστε υιοί, φανερώνεται από το ότι έστειλε ο Θεός το πνεύμα του Υιού Του στις καρδιές σας κράζοντας Αββά, δηλαδή πατέρα· ώστε δεν είστε πλέον δούλοι, αλλά υιοί του Θεού επομένως και κληρονόμοι Του, δια μέσου του Ιησού Χριστού» (κεφ. δ’, 4). Τα ίδια γράφει και ο επιστήθιος φίλος Του, ο τόσο αγνός και αγαπημένος Ευαγγελιστής Ιωάννης, στην Α’ καθολική επιστολή του λέγοντας: "Εάν η συνείδησή μας δεν μας κατηγορεί, τότε έχουμε θάρρος προς τον Θεό και αυτό το οποίο ζητούμε το λαμβάνουμε από Αυτόν, διότι ακολουθούμε τις εντολές Του και ενώπιον Του πράττουμε τα σωστά" (γ’, 21-22). Ώστε από τα λόγια του αγαπημένου Ευαγγελιστού, μαθαίνουμε ότι αυτοί που έχουν αγαθή συνείδηση, έχουν θάρρος προς τον Θεό, γιατί τηρούν τις εντολές Του και πράττουν τα σωστά. Αυτοί που έχουν αγαθή συνείδηση δεν αισθάνονται μέσα τους οτιδήποτε να τους κατηγορεί για αμαρτία και παράβαση των θείων εντολών, γιατί έχουμε καθαρή καρδιά και πνεύμα ευθές και γι’ αυτό μιλάει εδώ ο Ευαγγελιστής.
Από αυτά διδασκόμαστε, ότι αυτός που έχει καθαρή καρδιά, αυτός που η καρδιά του δεν τον κατηγορεί, αυτός που πράττει ενώπιον του Θεού το αγαθό, το ευάρεστο και το τέλειο, ο ακριβής τηρητής των εντολών του Κυρίου, αυτός έχει παρρησία στον Θεό, και ότι ζητήσει το λαμβάνει από Εκείνον. Έτσι, λοιπόν, αυτός που έχει αγαθή καρδιά θεωρείται αγαπητός υιός του Θεού, καθώς το Πνεύμα του Υιού Του κατοικεί στην καρδιά του, και γι’ αυτό έχει παρρησία προς τον Θεό. Ό,τι αιτήσει θα το λάβει, ό,τι ζητήσει θα το βρει, όταν κρούσει την πόρτα ο Θεός θα τον δεχθεί. Ποιος μπορεί να θεωρηθεί ευτυχέστερος από έναν τέτοιο άνθρωπο; Όλα τα αγαθά, όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δεν έρχονται να προσφερθούν σε αυτήν την μακάρια ψυχή; Από τι λοιπόν μπορεί να έχει ανάγκη; Από τίποτα.
Ναι, αδελφοί μου Χριστιανοί, από τίποτα. Και αυτό επειδή έχει αγαθή συνείδηση, επειδή κατοικεί μέσα του το άκρον αγαθό. Πράγματι, η αγαθή συνείδηση είναι το ισχυρότερο από όλα τα αγαθά, γιατί σε αυτήν υπάρχει η μακαριότητα. Μακάριος και τρισευτυχισμένος ο άνθρωπος που απέκτησε αγαθή συνείδηση.
Πόσο απατώνται οι άνθρωποι που αναζητούν την ευτυχία, την ευδαιμονία, την μακαριότητα τους, έξω από τον εαυτό τους. Τα αναζητούν στην δόξα, στα πολλά πλούτη, στις απολαύσεις, στις διασκεδάσεις, στις ηδονές, στις πολυτέλειες και σε καθετί μάταιο, των οποίων το μόνο αποτέλεσμα είναι η πίκρα! Πόσο πλανώνται όσοι οικοδομούν την ευτυχία τους πάνω σε φθαρτά και αλλοιούμενα πράγματα, που δεν έχουν μέσα τους καμμία ηθική αξία ή ηθική ευχαρίστηση, γιατί η αληθινή ευτυχία, η αληθινή ευδαιμονία, η αληθινή μακαριότητα εστιάζεται πάνω στην ηθική απόλαυση. Κάθε άλλη απόλαυση μόνο τα χείλη γλυκαίνει· αντίθετα, την καρδιά την γεμίζει πίκρα. Η ύλη που οικοδομείται έξω από την καρδιά για την ανέγερση πύργου ευτυχίας, οικοδομείται σε έδαφος που το ταρακουνούν συνεχώς σεισμοί, στο οποίο είναι αδύνατο να παραμείνει πέτρα πάνω στην πέτρα για μακρύ χρονικό διάστημα· ώστε οι οικοδομούντες αποδεικνύονται κατά αυτόν τον τρόπο ματαιόφρονες και άθλιοι.
Χριστιανοί! Η ευτυχία βρίσκεται σε εμάς τους ίδιους· ευτυχής δε και τρισμακάριος είναι ο άνθρωπος που το κατανόησε. Εξετάστε την καρδιά σας και μάθετε την ηθική της κατάσταση. Προσέξτε, μήπως έχασε το θάρρος της απέναντι στον Θεό, μήπως σας κατηγορεί για παράβαση ηθικών νόμων, μήπως σας ελέγχει ότι αθετήσατε θείες εντολές· μήπως διαμαρτύρεται η συνείδηση σας ότι την καταπιέζετε, μήπως σας καταγγέλλει για αδικία, για ψεύδος, για παραμέληση των θείων καθηκόντων, για αμέλεια των καθηκόντων σας προς τον συνάνθρωπο. Ερευνήστε μήπως γέμισαν την καρδιά σας κακίες και πάθη, μήπως αγαπήσατε την αμαρτία, μήπως συναινείτε εργαζόμενοι τα πονηρά. Ας προσέξουμε να μην ξεμακρύνει η καρδιά μας από το αγαθό και ακολουθήσουμε δρόμους μπερδεμένους και μονοπάτια δύσβατα, στα οποία παραμονεύουν οι φίλοι της απωλείας.
Δυστυχισμένοι είναι αυτοί που αμελούν αυτό που θέλει η καρδιά τους και ονειρεύονται τα πλούτη του Κροίσου για να κατακτήσουν την μακαριότητα, την ευδαιμονία ή την ευτυχία, την στιγμή που όλος ο πλούτος, είτε αυτός που κρύβεται κάτω από τη γη είτε αυτός που βρίσκεται πάνω στην γη, δεν είναι ικανός να προσφέρει κάποια ευτυχία. Τι λέω ευτυχία, ούτε από την κακοδαιμονία δεν έχουν την δύναμη να τους απαλλάξουν, ούτε καν να μετριάσουν την ταραχή της ψυχής τους, που την προκαλούν πλήθη παθών, όπως ταράζουν την θάλασσα όταν πνέουν πολύ σφοδροί άνεμοι.
Δυστυχώς, χριστιανοί αδελφοί μου, αυτός που αμέλησε την καρδιά του και δεν φρόντισε γρήγορα να την θεραπεύσει, όχι μόνο στερήθηκε από όλα τα αγαθά, αλλά ενέπεσε σε παντός είδους συμφορές κακών, από τις οποίες δεν υπάρχει σωτηρία. Απομάκρυνε την χαρά και την θέση της κατέλαβε η λύπη, η πικρία, η θλίψη και η στενοχώρια. Έδιωξε την ειρήνη και εφόρμησε στην καρδιά η ταραχή και ο πόλεμος, ο φόβος και ο τρόμος. Απέβαλε την αγάπη και μέσα της πέρασε το μίσος, καθιστώντας αυτήν έρημη από κάθε αρετή που θα μπορούσε να παρηγορήσει την άρρωστη ψυχή του. Τελικά αποτίναξε όλα τα χαρίσματα και τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος τα οποία έλαβε στο βάπτισμα, αυτά που καθιστούν τον άνθρωπο μακάριο και εγκατέστησε όλα τα πάθη που τον κάνουν δυστυχή, άθλιο και ελεεινό. Η κόλαση και ο Άδης ήδη καταλαμβάνουν την ψυχή του.
Χριστιανοί αδελφοί μου! Ο Θεός που είναι πλούσιος κατα το μέγα Του έλεος, αφού μας έπλασε κατ´εικόνα Του για να μας καταστήσει κοινωνούς της δικής Του αγαθότητας, θέλει όλοι να αξιωθούμε την συμμετοχή στην μακάρια ζωή, ήδη από τώρα αλλά και στην μελλοντική βασιλεία. Η ίδρυση της αγίας Εκκλησίας, η οποία εγκαταστάθηκε στην γη ανάμεσα μας από τον Τριαδικό Θεό, έγινε με σκοπό να μας ξεπλένει, να μας καθαρίζει από τις αμαρτίες μας, να μας αγιάζει και να μας συμφιλιώνει με τον Θεό, χαρίζοντάς μας την παρρησία απέναντι Του. Μας ανοίγει τις πύλες του Ουρανού για να μας εισάγει σε Αυτόν χαρίζοντας μας τις ευλογίες του παραδείσου και κατεβάζοντας σε εμάς τα θεία Του Δώρα. Η εκκλησία ιδρύθηκε για να αγιάζει τους αμαρτωλούς. Έχει την αγκαλιά της ανοικτή με σκοπό να μας υποδέχεται. Ελάτε λοιπόν, ας βιαστούμε όσοι έχουμε βαριά την συνείδησή μας. Ας βιαστούμε! Είναι έτοιμη να σηκώσει το βαρύ φορτίο που βαραίνει την συνείδησή μας και να μας χαρίσει το θάρρος προς τον Θεό ώστε να πλημμυρίζει η καρδιά μας ευτυχία, αλλά και να αξιωθούμε να απολαύσουμε την θεία μακαριότητα. Αμήν....
(«Γράμματα από έναν άγιο», Πνευματικές νουθεσίες και συμβουλές Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, σελ. 27-33)
ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΠΟΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΣΚΗΤΗ...
Υπήρχε κάποιος γέροντας στη Σκήτη, δυνατός στα χέρια αλλά αδύναμος στους λογισμούς. Πήγε λοιπόν στον αββά Ιωάννη να τον ρωτήσει για την απώλεια της μνήμης. Άκουσε τα λόγια του, γύρισε στο κελί του και ξέχασε τι του είχε πει ο αββάς. Και πάλι πήγε να τον ρωτήσει. Και πάλι άκουσε τι του είπε, και γύρισε. Μόλις όμως έφτασε στο κελί του, πάλι το ξέχασε. Έτσι πήγαινε πολλές φορές και, γυρίζοντας, ξεχνούσε. Όταν αργότερα συνάντησε τον γέροντα, του είπε: Ξέρεις, αββά, ότι πάλι ξέχασα αυτό που μου είπες; Αλλά δεν ήρθα, για να μη σε ενοχλήσω. Του λέει ο αββάς Ιωάννης: Πήγαινε και άναψε ένα λυχνάρι. Κι εκείνος το άναψε. Και του ξαναλέει: Φέρε κι άλλα λυχνάρια και άναψέ τα από αυτό. Κι εκείνος έκανε ό,τι του είπε. Και είπε ο αββάς Ιωάννης στον γέροντα: Έπαθε τίποτα το λυχνάρι σου, που άναψες τα άλλα λυχνάρια από αυτό; Όχι, του απαντάει ο άλλος. Λέει τότε και ο αββάς Ιωάννης: Ούτε κι ο Ιωάννης παθαίνει τίποτα. Κι αν ολόκληρη η Σκήτη έρθει να με βρει, δεν θα με εμποδίσει από τη Χάρη του Χριστού. Να έρχεσαι λοιπόν όποτε θέλεις, χωρίς να το σκέφτεσαι. Έτσι, με την υπομονή και των δυο τους, πήρε ο Θεός τη λήθη από τον γέροντα. Στη Σκήτη αυτό το έργο είχαν, να δίνουν βοήθεια σε όσους αντιμετώπιζαν πειρασμούς. Και να ξεπερνάνε τον εαυτό τους για να κάνουν καλό ο ένας στον άλλο. (Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός)
«Ελεήμων αληθινά είναι όποιος δίνει από την καρδιά του, από μία καρδιά γεμάτη αγάπη. Αληθινά ελεήμων είναι όποιος μιλά με τους άλλους εγκάρδια και όχι απλώς με τον νου και τα χείλη. Όποιος σέβεται την αξία Άνθρωπος στον καθένα. Όποιος σπέρνει τον λόγο του Θεού απλόχερα και διακονεί τον Θεό με αληθινή καρδιά, όχι υποκριτικά. Με άλλα λόγια, αληθινά ελεήμων είναι όποιος όλα τα εναγκαλίζεται και δεν αφήνει κανέναν άνθρωπο έξω από την καρδιά του».
Ιωάννης της Κρονστάνδης
ΠΟΣΟ ΚΟΣΤΙΖΕΙ ΜΙΑ ΚΑΛΟΣΥΝΗ;
Φτηνά πουλάει τις καλοσύνες ο Θεός για όποιον νοιάζεται να αγοράσει: για ένα μικρό κομμάτι ψωμί που έδωσες, για ένα ρουχαλάκι, για ένα ποτήρι κρύο νερό, για μια δραχμή.
Επιφάνιος Επίσκοπος Κύπρου
ΠΟΣΟ ΠΟΥΛΙΕΤΑΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ
Όσο έχεις, τόσο κάνει. Έχεις ένα οβολό [μόνο να δώσεις στο φτωχό]; αγοράζεις τον ουρανό τον ίδιο. Όχι γιατί είναι φτηνός ο ουρανός αλλά γιατί ο Θεός είναι φιλάνθρωπος. Δεν έχεις χρήματα; Δώσε ένα ποτήρι κρύο νερό.« Όποιος δώσει ένα ποτήρι κρύο νερό για χάρη μου σ’ αυτούς τους καταφρονεμένους θα λάβει την αμοιβή του», μας λέει ο Κύριος. Ο ουρανός πουλιέται κι αγοράζεται κι εμείς αδιαφορούμε. Δώσε ψωμί και πάρε παράδεισο. Δώσε μικρά και πάρε μεγάλα. Δώσε θνητά και πάρε αθάνατα. Δώσε φθαρτά και πάρε άφθαρτα.
Ιωάννης Χρυσόστομος
(Ελένη Κονδύλη, Μικρή Φιλοκαλία της καρδιάς, εκδ. Ατέρμονον, σελ. 55-57)
Οι απομακρυσμένοι άνθρωποι από τον Θεό πάντα απαρηγόρητοι βρίσκονται και διπλά βασανίζονται. Όποιος δεν πιστεύει στον Θεό και στην μέλλουσα ζωη, εκτός που μένει απαρηγόρητος, καταδικάζει και την ψυχη του αιώνια. Σε όποιο αφεντικό δουλεύεις, από ατό θα πληρωθης. Αν δουλεύης στο μαύρο αφεντικό, σού κάνει την ζωη μαύρη από εδώ. Αν δουλεύης στην αμαρτία, θα πληρωθης από τον διάβολο. Αν εργάζεσαι την αρετη, θα πληρωθείς από τον Χριστό. Και όσο εργάζεσαι στον Χριστό, τόσο θα λαμπικάρεσαι, θα αγάλλεσαι. Αλλά εμείς λέμε: «Χαμένο τό' χούμε να εργασθούμε στον Χριστό;». Μά είναι φοβερό! Να μην αναγνωρίζουμε την θυσία του Χριστού για τον άνθρωπο! Σταυρώθηκε ο Χριστός, για να μας λυτρώση από την αμαρτία, για να εξαγνισθη όλο το ανθρώπινο γένος. Τί έκανε ο Χριστός για μας; τί κάνουμε εμείς για τον Χριστό;
Ο κόσμος θέλει να αμαρτάνη και θέλει τον Θεό καλό. Αυτός να μας συγχωράη και εμείς να αμαρτάνουμε. Εμείς δηλαδή να κάνουμε ό,τι θέλουμε και Εκείνος να μας συγχωράη. Να μας συγχωράη συνέχεια και εμείς το βιολί μας. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν, γι' αυτό ορμούν στην αμαρτία. Όλο το κακό από 'κει ξεκινάει, από την απιστία. Δεν πιστεύουν στην άλλη ζωη, όποτε δεν υπολογίζουν τίποτε. Αδικούν, εγκαταλείπουν τα παιδιά τους... Γίνονται πράγματα..., σοβαρές αμαρτίες. Ούτε οι Αγιοι Πατέρες έχουν προβλέψει τέτοιες αμαρτίες στους Ιερούς Κανόνες - όπως για τα Σόδομα και Γόμορρα είχε πει ο Θεός: «Δεν πιτεύω να γίνωνται τέτοιες αμαρτίες, να πάω να δώ!» .
Αν δεν μετανοησουν οι άνθρωποι, αν δεν επιστρέψουν στον Θεό, χάνουν την αιώνια ζωη. Πρέπει να βοηθηθη ο άνθρωπος να νιώση το βαθύτερο νόημα της ζωης, να συνέλθη, για να νιώση την θεία παρηγοριά. Σκοπός είναι να ανεβη πνευματικά ο άνθρωπος, όχι απλώς να μην αμαρτάνη.
Στις μέρες μας ο διάβολος αλωνίζει
Με την αμαρτία δίνουμε δικαιώματα στον πειρασμό
Πολύς δαιμονισμός υπάρχει σήμερα στον κόσμο. Ο διάβολος αλωνίζει, γιατί οι σημερινοί άνθρωποι του έχουν δώσει πολλά δικαιώματα και δέχονται δαιμονικές επιδράσεις φοβερές. Έλεγε ένας πολύ σωστά: «Ο διάβολος παλιά ασχολείτο με τους ανθρώπους, τώρα δεν ασχολείται! Τους έβαλε στον δρόμο και τους λέει: «Ώρα καλή!». και τραβάνε οι άνθρωποι!». Είναι φοβερό! Βλέπετε, τα δαιμόνια στην χώρα των Γαδαρηνών , για να πάνε στα γουρούνια, ζήτησαν άδεια από τον Χριστό, γιατί τα γουρούνια δεν είχαν δώσει δικαίωμα στον διάβολο και αυτός δεν είχε δικαίωμα να μπή σ' αυτά. Ο Χριστός επέτρεψε να μπή, για να τιμωρηθούν οι Ισραηλίτες, επειδή απαγορευόταν να τρώνε χοιρινό κρέας.
- Γέροντα, είναι μερικοί που λένε ότι δεν υπάρχει διάβολος.
- Ναί, κι εμένα μου είπε κάποιος: «Να βγάλης από την γαλλική μετάφραση του βιβλίου «Ο Αγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» αυτά που αναφέρονται στους δαιμονισμένους, γιατί οι Ευρωπαίοι δεν θα τα καταλάβουν. Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει διαβολος»! Τα εξηγούν, βλέπεις, όλα με την ψυχολογία. Αν πήγαιναν εκείνους τους δαιμονισμένους του Ευαγγελίου στους ψυχιάτρους, θα τους τάραζαν στα ηλεκτροσόκ! Ο Χριστός έχει αφαιρέσει από τον διάβολο το δικαίωμα να κάνη κακό. Μόνον αν του δώση ο άνθρωπος δικαιώματα, μπορεί να κάνη κακό. Όταν δεν συμμετέχη κανείς στα Μυστήρια της Εκκλησίας, δίνει δικαιώματα στον πειρασμό και δέχεται μία επίδραση δαιμονική.
- Γέροντα, πώς αλλιώς δίνει κανείς δικαιώματα;
- Η λογική , η αντιλογία, το πείσμα, το θέλημα, η ανυπακοή, η αναίδεια είναι ιδιότητες του διαβόλου. Ανάλογα με τον βαθμό που τα έχει ο άνθρωπος, δέχεται μία εξοτερική επίδραση. Όταν όμως η ψυχή εξαγνισθή, κατοικεί στον άνθρωπο το Αγιο Πνεύμα και χαριτώνεται ο άνθρωπος. Ενώ, όταν μολυνθή με θανάσιμα αμαρτήματα, κατοικεί το ακάθαρτο πνεύμα. Όταν πάλι δεν είναι θανάσιμα μολυσμένη, τότε βρίσκεται υπό την επίδραση του πονηρού πνεύματος.
Στην εποχή μας, δυστυχώς, δεν θέλουν οι άνθρωποι να κόψουν τα πάθη τους, το θέλημά τους, δεν δέχονται συμβουλές. Από εκεί και πέρα, μιλούν με αναίδεια και διώχνουν την Χάρη του Θεού. Όπου να σταθή μετά ο άνθρωπος, δεν μπορεί να κάνη προκοπή, γιατί δέχεται επιδράσεις δαιμονικές. Είναι εκτός εαυτού πιά, γιατί τον κάνει κουμάντο απ' έξω ο διάβολος. Δεν είναι μέσα -Θεός φυλάξοι! - αλλά και απ' έξω ακόμη μπορεί και τον κάνει κουμάντο.
Ο άνθρωπος, όταν εγκαταλείπεται από την Χάρη, γίνεται χειρότερος από τον διάβολο. Γιατί μερικά πράγματα ο διάβολος δεν τα κάνει, αλλά βάζει ανθρώπους να τα κάνουν. Δεν κάνει λ.χ. Εγκλήματα, αλλά βάζει τον άνθρωπο να κάνη εγκλήματα. Έτσι δαιμονίζονται μετά οι άνθρωποι.
(Λόγοι Α σελ. 49-53)