616. Το Πανάγιο Πνεύμα με τη χάρι του Πατρός, ζωογονεί όλη την κτίσι.
617. Κατά τη νύκτα, η ψυχή μας κινείται πιο ελεύθερα. Έτσι, ο πνευματικός κόσμος μπορεί να επιδρά πάνω της πιο ελεύθερα. Αν κάποιος είναι ενάρετος, οι λογισμοί και οι κλίσεις της καρδιάς του είναι οι λογισμοί και οι κλίσεις του Ιδίου του Κυρίου ή των Αγγέλων και των Αγίων. Ενώ αν είναι αμετανόητος αμαρτωλός, είναι λογισμοί και κλίσεις του ιδίου του Αρχεκάκου.
618. Η θαυματουργός εικών του Σωτήρος είναι ο Ίδιος ο Κύριος, ο ζωγραφημένος επάνω της. Κλαίω πικρά για τη χάρι που πηγάζει εκείθεν για μένα τον ανάξιο. Και τα δάκρυά μου αυτά καθαρίζουν την ψυχή μου από την αμαρτία και με πλημμυρίζουν με ειρήνη και χαρά.
619. Οι χριστιανοί, αποβλέποντας στην αιωνία ειρήνη και χαρά, που τους περιμένει στον ουρανό, πρέπει γενναία και αισιόδοξα να αντιμετωπίζουν εδώ κάτω όλες τις θλίψεις, όλα τα δυσάρεστα. Αλλοιώς, τι νόημα θα είχαν εκείνη η ανάπαυσις και εκείνη η ειρήνη; Τι ειρήνη και ανάπαυσις θα υπήρχε για όποιον εδώ κάτω πέρασε άνετα τη ζωή του, χωρίς να δοκιμασθή; «Διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. ιδ’ 22).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 246-247)
613. Ελπίζουμε ότι θα αμειφθούμε για τα καλά μας έργα. «Ο μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε’ 12). «το δε καλόν ποιούντες μη εκκακώμεν (δηλαδή: ας μην αποκάμνουμε)· καιρώ γαρ ιδίω θερίσομεν» (Γαλ. στ’ 9). «Λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος,» (Β’ Τιμ. δ’ 8). «Γένοιτο, Κύριε, τὸ ἔλεός σου ἐφ᾿ ἡμᾶς, καθάπερ ἠλπίσαμεν ἐπὶ σέ» (Ψαλμ. λβ’ 22).
614. Να υπολήπτεσαι τον εαυτό σου σαν εικόνα του Θεού. Θυμήσου ότι αυτή η εικών είναι πνευματική και έχε ζήλο για την εκπλήρωσι των εντολών του Θεού, που αποκαθιστούν μέσα σου το «καθ’ ομοίωσιν Θεού». Φρόντιζε να μην παραβής καμμία από τις θείες εντολές. Κάθε παραβίασίς τους καταστρέφει την ομοιότητά σου με τον Θεό και σε κάνει όμοιο με το Κακοποιό Πνεύμα. Όσο πιο πολύ κανείς παραβαίνει το θέλημα του Κυρίου, τόσο περισσότερο μοιάζει με τον Διάβολο.
615. Έχω ένα Διδάσκαλο. Τον Χριστό. Κάθε λέξις της διδαχής του είναι λόγος ζωής και αληθείας. Τον πιστεύω σε όλα. Και ό,τι είναι αντίθετο προς τον λόγο του –στον νου μου, στην καρδιά μου, στα λόγια των άλλων προς εμένα- δεν το πιστεύω. Το βλέπω σαν ψεύδος θανάσιμο για την ψυχή μου.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 245-246)
610. Ο πνευματικός άνθρωπος επιδίδεται με όλη του τη διάνοια και όλη του την καρδιά στη θεωρία του Θεού. Βρίσκει στον Κύριο ένα θησαυρό γνώσεως και σοφίας, «δικαιοσύνης και ειρήνης και χαράς εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμ. ιδ’ 17). Αντίθετα, ο σαρκικός άνθρωπος ακολουθεί τη μοιχαλίδα και αμαρτωλό γενεά, αναγνωρίζει μόνο την υλική φύσι. Δεν βλέπει σ’ αυτή τον Θεό, αλλά μόνο τα μέσα συντηρήσεως της βραχύπνυης υλικής του ζωής. Αλλά «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» (Ματθ. ε’ 8). Καθάρισε την καρδιά σου και έλπιζε να ενωθής με τον Θεό στη μέλλουσα ζωή.
611. Ο ιερεύς είναι όργανο του Θεού, διαχειρίζεται τη θεία αυθεντία και δύναμι. Η ευλογία του ιερέως είναι η δύναμις του Σταυρού.
612. Η με πνεύμα συντετριμμένο προσευχή είναι διαρκές καθήκον, γιατί, κάθε ημέρα και κάθε στιγμή, απολαμβάνουμε νέα ελέη από τον Θεό, επί πλέον των παλαιών που είναι αναρίθμητα. Η δοξολογία επίσης είναι εξακολουθητική, γιατι εξακολουθητικά βλέπουμε τη δόξα των θεάρεστων έργων μας στον ίδιο τον εαυτό μας και στον κόσμο, ιδίως δε τη δόξα της απείρου αγάπης του Θεού προς εμάς.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 245)
Είναι αλήθεια πως το σώμα μας, μετά την ανάσταση των νεκρών, θα είναι διαφορετικό από το σώμα που έχουμε τώρα;
Οπωσδήποτε, ναι! Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής και κατηγορηματικός. Ο Ιησούς Χριστός, μας λέει, «θα μεταμορφώσει το φθαρτό μας σώμα και θα το κάνει όμοιο με το δικό Του ένδοξο σώμα, με τη δύναμη και την εξουσία που έχει να υποτάξει στον εαυτό Του τα πάντα» (Φιλιπ. 3:21).
Το φθαρτό σώμα είναι αυτό που φοράμε τώρα, αυτό που αποτελείται από σάρκα και κόκαλα, αυτό που, όταν χωριστεί από την ψυχή, θάβεται στη γη και γίνεται χώμα. Ο Χριστός, λοιπόν, που έχει τη δύναμη και την εξουσία να υποτάσσει στον εαυτό Του τα πάντα, θα μεταμορφώσει το φθαρτό τούτο σώμα και θα το κάνει όμοιο με το δικό Του ένδοξο σώμα.
Για το ανθρώπινο σώμα γράφει και αλλού ο ίδιος απόστολος: «Πρέπει, αλήθεια, αυτό που είναι φθαρτό να μεταμορφωθεί σε άφθαρτο, και αυτό που είναι θνητό να γίνει αθάνατο. Όταν αυτό το φθαρτό μεταμορφωθεί σε άφθαρτο και αυτό το θνητό μεταμορφωθεί σε αθάνατο, τότε θα πραγματοποιηθεί ο λόγος της Γραφής: Ο θάνατος αφανίστηκε, νικήθηκε τελειωτικά!» (Α’ Κορ. 15:53-54).
Πώς θα γίνει η ανάσταση των νεκρών;
Όταν μιλάμε για ανάσταση των νεκρών, εννοούμε την ανάσταση όχι ολόκληρης της ψυχοσωματικής φύσεως των ανθρώπων αφού οι ψυχές, ως ουσίες πνευματικές και άυλες, δεν πεθαίνουν, επομένως δεν έχουν ανάγκη αναστάσεως, αλλά μόνο των σωμάτων, που πέθαναν και διαλύθηκαν στα μνήματα. Αυτά θα αναστηθούν, όταν θα έρθει πάλι ο Χριστός για να κρίνει τους ανθρώπους, και θα δώσουν λόγο μαζί με τις ψυχές για ό,τι καλό ή κακό έκαναν στη ζωή αυτή. Όπως γράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «θα ‘ρθει καιρός που όλοι οι νεκροί θ’ ακούσουν τη φωνή Του· και όσοι έχουν πράξει δίκαια έργα στη ζωή τους, θ’ αναστηθούν για να λάβουν μέρος στη νέα ζωή, ενώ όσοι έπραξαν φαύλα έργα, θ’ αναστηθούν για ν’ αντιμετωπίσουν την καταδίκη» (Ιω. 5:28-29).
Τα σώματά μας, όταν αναστηθούμε, θα είναι τα ίδια που έχουμε τώρα, αλλά πνευματοποιημένα, δηλαδή απαλλαγμένα από το βάρος της ύλης και από κάθε φυσική ανάγκη, και άφθαρτα, όπως λέει ο απόστολος Παύλος: «Πρέπει αυτό που είναι φθαρτό να μεταμορφωθεί σε άφθαρτο, κι αυτό που είναι θνητό να γίνει αθάνατο» (Α’ Κορ, 15:53).
Μετά την ανάσταση των σωμάτων, κάθε ψυχή θα επιστρέψει στο σώμα της. Ψυχή και σώμα μαζί θα λάβουν την ανταμοιβή των επίγειων έργων τους και είτε θα αξιωθούν να απολαύσουν την αιώνια μακαριότητα είτε θα καταδικαστούν στην αιώνια κόλαση.
Πώς είναι δυνατό να αναστηθούν τα νεκρά σώματα, που σάπισαν και διαλύθηκαν στά μνήματα;
«Για τον Θεό τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο», είπε ο αρχάγγελος Γαβριήλ στην Παρθένο Μαριάμ, προαγγέλλοντάς της τη γέννηση του Κυρίου (Λουκ. 1:37). Πραγματικά, «αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για τον Θεό είναι δυνατά», όπως και ο ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε (Λουκ. 18:27) αλλά και έμπρακτα απέδειξε με τα θαυμαστά Του έργα.
Ο παντοδύναμος Θεός δεν έπλασε το ανθρώπινο σώμα από το χώμα της γης; (Γεν. 2:7). Δεν μπορεί, λοιπόν, να αναστήσει πάλι το σώμα που διαλύθηκε στη γη; Ας σκεφτούμε τι γίνεται με το σιτάρι ή οποιοδήποτε άλλο σπαρτό. Ο σπόρος πέφτει στη γη και σαπίζει. Ο σαπισμένος σπόρος, όμως, ανασταίνεται χλοερός, ξαναζωντανεύει σ’ ένα φυτό θαλερό. Το παράδειγμα αυτό αναφέρει ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους χριστιανούς της Κορίνθου για την ανάσταση των σωμάτων: «Ίσως», λέει, «κάποιος να ρωτήσει: “Πώς ξαναζωντανεύουν οι νεκροί; Και με τι σώμα έρχονται ξανά στη ζωή;” Ανόητε! Ο σπόρος, που ρίχνεις εσύ στο χωράφι, δεν παίρνει ζωή, αν πρώτα δεν πεθάνει. Και με τη σπορά σου δεν σπέρνεις το σώμα του φυτού που θα φυτρώσει, αλλά γυμνό κόκκο είτε σιταριού είτε κάποιου άλλου είδους. Και ο Θεός δίνει σε κάθε σπόρο το σώμα του φυτού που έχει ορίσει. Κάθε είδος σπόρου έχει το δικό του είδος σώματος… Το ίδιο θα συμβεί και με την ανάσταση των νεκρών: Όταν το σώμα σαν το σπόρο μπαίνει στη γη, είναι φθαρτό· θα αναστηθεί, όμως, άφθαρτο. Θάβεται άδοξο· θα αναστηθεί, όμως, ένδοξο. Θάβεται ανίσχυρο· θα αναστηθεί, όμως, δυνατό. Θάβεται σώμα που ήταν εμψυχωμένο από ζωική φυσική δύναμη· θα αναστηθεί, όμως, ζωοποιημένο από το Πνεύμα του Θεού (Α’ Κορ. 15:35-38, 42-44).
Όλα τα σώματα των νεκρών θα αναστηθούν;
Απάντηση: Όλα, τόσο των δικαίων όσο και των αμαρτωλών, και θα είναι άφθαρτα, πνευματοποιημένα, ελεύθερα από το βάρος της ύλης και από κάθε φυσική ανάγκη. Γιατί, όπως γράφει ο απόστολος, «άνθρωποι από σάρκα και αίμα δεν μπορούν να πάρουν μέρος στη βασιλεία του Θεού, ούτε αυτό που είναι φθαρτό μπορεί να κληρονομήσει την αφθαρσία» (Α’ Κορ. 15:50).
Βέβαια, μολονότι όλα τα σώματα θα αναστηθούν, δεν θα έχουν όλα την ίδια κατάληξη: «Όσοι έπραξαν στο βίο τους δίκαια έργα, θα αναστηθούν για να λάβουν μέρος στην καινούρια ζωή· και όσοι έπραξαν φαύλα έργα, θα αναστηθούν για ν’ αντιμετωπίσουν την καταδίκη» (Ιω- 5:29). Των πρώτων τα σώματα θα είναι δοξασμένα, θεωμένα, λουσμένα στο άκτιστο φως του Χριστού (πρβλ. Ματθ. 13:43), ενώ των δεύτερων σκοτεινά και ελεεινά.
Μετά την ανάσταση των σωμάτων των νεκρών, θα μεταμορφωθούν και των ζωντανών τα σώματα από το Πνεύμα του Θεού, θα απαλλαγούν δηλαδή κι αυτά από την ύλη όπως τα αναστημένα σώματα των νεκρών. Καθώς γράφει πάλι ο απόστολος, «δεν θα πεθάνουμε όλοι, όλοι όμως θα μεταμορφωθούμε μέσα σε μια στιγμή, όσο θέλει το μάτι ν’ ανοιγοκλείσει, όταν ηχήσει η σάλπιγγα των έσχατων καιρών. Θ’ ακουστεί ο ήχος της σάλπιγγας, κι αμέσως οι νεκροί θα επιστρέψουν στη ζωή άφθαρτοι, ενώ εμείς οι ζωντανοί θ’ αλλάξουμε το παλιό μ’ ένα νέο σώμα» (Α Κορ. 15:51-52).
(Από το βιλίο: Γέροντος Ευστρατίου (Γκολοβάνσκι), "Απαντήσεις σε ερωτήματα χριστιανών", Ιερά Μονή Παρακλήτου, 2012, ερωτήσεις 14, 89, 156, 157)
Περί φιλίας (Αγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως)
Φιλία είναι αγάπη υγιούς ψυχής προς ψυχή επίσης υγιή. Η φιλία ως απόρροια υγιούς ψυχής είναι ιερή, αγνή, ακέραιη, πιστή, σταθερή, ειλικρινής, θαρραλέα, αληθινή, αιώνια. Η φιλία είναι αρετή, γιατί θεμελιώνεται στο ήθος και την καλή διαγωγή της υγιούς ψυχής γι’ αυτό και μόνο με την αρετή συνάπτεται και αυτής γίνεται εραστής και αυτήν αγκαλιάζει, μένοντας μαζί της πάντοτε. Η φιλία σαν αρετή, έλκεται από το όμοιο και αναπαύεται με τις συγγενείς αρετές. Είναι σύνδεσμος δύο όμοιων ψυχών.
Είναι πάθος συνετής ψυχής και συνδέει τους φίλους με σφοδρή αγάπη. Συνδέει δε με πόθο τους ανθρώπους που έχουν από τη φύση τους την τάση να διασπώνται. Η φιλία έχει σταθερό και ασυμβίβαστο ήθος. Είναι η φιλία ένα είδος ηθικής ευχαρίστησης, που κατευχαριστεί την ψυχή. Η φιλία υπομένει πάντα, συμπάσχουσα και συμπαραστεκόμενη. Ο Αριστοτέλης έχει πει: «Φιλία είναι μία ψυχή που κατοικεί σε δύο σώματα».
Η φιλία είναι πιο δυνατή από τη συγγενική αγάπη, διότι η μεν συγγενική αγάπη είναι έργο ανάγκης, η φιλία όμως βασίζεται στη θέληση. Η φιλία υπαγορεύει ευλάβεια προς τα ιερά των φίλων, αγνότητα στη συμπεριφορά, ακεραιότητα στα ήθη, πίστη στον χαρακτήρα, σταθερότητα στις αποφάσεις, ειλικρίνεια στους λόγους, θάρρος στο να ειπωθούν τα ορθά και ωφέλιμα και στο να λέγεται η αλήθεια. Η φιλία είναι το στήριγμα για την ευτυχία δύο αγαθών ανθρώπων, γιατί μόνο μεταξύ αγαθών ανθρώπων μπορεί να αναπτυχθεί η αληθινή φιλία. Ο Πλάτων λέει: «Φιλία είναι η ομόνοια υπέρ των καλών και δικαίων΄ η θέληση για κοινό τρόπο ζωής, ίδιος τρόπος σκέψης και πράξης, ζωή με αρμονία και καλή διάθεση ώστε να υπάρχει ομόνοια, συνοδοιπορία τόσο στα ευχάριστα, όσο και στα δυσάρεστα».
Τρία είναι τα είδη της φιλίας΄ αυτή που βασίζεται στην αρετή, αυτή που θεμελιώνεται στο συμφέρον και αυτή που υπάρχει από συνήθεια. Άριστη όμως είναι η χάριν της αρετής φιλία, γιατί τη στερεώνει η αρετή της αγάπης.
(Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, "ΤΟ ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ. Κείμενα αυτογνωσίας")
Οι Άγιοι καταργούν τις αποστάσεις
Γέροντα, ο Άγιος Γεώργιος, ο ηγούμενος του Σινά,
πώς από το Σινά βρέθηκε στα Ιεροσόλυμα και κοινώνησε;
-Πήγε και ήρθε εν ριπή οφθαλμού. Αρπαγή ήταν.
-Γέροντα, εκείνη την ώρα ήταν και στο κελλί του;
-Δεν ήταν στο κελλί του μέσα σε δευτερόλεπτα πήγε στα Ιεροσόλυμα,
κοινώνησε και με ταχύτητα μεγάλη ξαναγύρισε στο Σινά.
-Πετούσε, Γέροντα;
-Σούπερ βενζίνη είχε! Ταξίδεψε με πνευματικό εισιτήριο.
-Πώς γίνεται, Γέροντα, την ίδια ώρα ο ίδιος Άγιος
να βρίσκεται σε δύο μέρη;
-Μόνον ο Θεός είναι πανταχού παρών οι Άγιοι πηγαίνουν
από το ένα μέρος στο άλλο με τέτοια ταχύτητα, που οι αποστάσεις
καταργούνται, δεν υπάρχουν γι’ αυτούς κοντινές ή μακρινές αποστάσεις.
Όταν ήμουν στο Σανατόριο, ήταν ένας, ο καημένος,
χρόνια άρρωστος Χαράλαμπο τον έλεγαν. Είχε αρραβωνιασθεί
και μια νοσοκόμα από το Σανατόριο. Τότε οι γιατροί δεν είχαν
τα μέσα για την θεραπεία της φυματίωσης, και κινδύνευε να πεθάνει.
Η μάνα του, πάνω στον πόνο της πήγε σε ένα Μοναστήρι
της Αγίας Παρασκευής, για να προσευχηθεί.
Εν τω μεταξύ αυτόν τον είχαν στην εντατική και δεν άφηναν
ούτε την αρραβωνιαστικιά του να μπει μέσα. Κάποια στιγμή
την παίρνει τηλέφωνο η μάνα του και της λέει: «Μη στενοχωριέσαι.
Η Αγία Παρασκευή μου είπε ότι ο Χαράλαμπος θα γίνη καλά.
Μου είπε ακόμη:"Τώρα πάω και στο Σανατόριο της Λαμίας,
κινδυνεύει κι εκεί κάποιος”». Εκείνη την ώρα ο άρρωστος έγινε καλά.
Τηλεφωνεί μετά η νοσοκόμα στο Σανατόριο της Λαμίας
και ακριβώς εκείνη την ώρα κάποιος που κινδύνευε εκεί έγινε
καλά ως εκ θαύματος. Με τι ταχύτητα πήγε η Αγία!
Αν έτρεχε ένα αυτοκίνητο με τέτοια ταχύτητα, θα είχε διαλυθεί.
Εκείνη ούτε βενζίνη σούπερ έκαψε, ούτε τα λάστιχα χάλασαν!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.105-106)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 1-7. Η παραβολή του χαμένου προβάτου.
15.3 εἶπεν δὲ(1) πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν(2) ταύτην(3) λέγων,
3 Εκείνος τότε τους είπε την ακόλουθη παραβολή:
(1) Μάλλον αντιθετικός σύνδεσμος. Εκείνοι μεν γόγγυζαν,
αυτός όμως για απάντηση είπε προς αυτούς (p).
(2) «Με παραβολή τους αποστομώνει διδάσκοντας ότι έγινε
άνθρωπος όχι για τους δίκαιους, αλλά για τους αμαρτωλούς» (Ζ).
Με τις παραβολές που ακολουθούν ο Κύριος δείχνει, ότι όσο
χειρότεροι είναι οι άνθρωποι, στους οποίους κήρυττε,
τόσο μεγαλύτερη δόξα ανεβαίνει στο Θεό και τόσο μεγαλύτερη χαρά
γίνεται στον ουρανό, εάν οι αμαρτωλοί αυτοί επιστρέψουν
με τη μετάνοια. Θα ήταν περισσότερο χαρμόσυνο θέαμα για τους
ουρανούς να βλέπουν τους εθνικούς να οδηγούνται στη λατρεία του
αληθινού Θεού παρά να βλέπουν τους Ιουδαίους να συρρέουν σε αυτήν·
να βλέπουν τελώνες και αμαρτωλούς να επιστρέφουν σε ζωή σωστή
και θεάρεστη, παρά τους γραμματείς και φαρισαίους να ζουν
με αυτόν τον τρόπο ζωής.
(3) Δες και Ματθ. ιη 12-14 (και τις εκεί σημειώσεις),
όπου η ακόλουθη παραβολή λέγεται σε τελείως διαφορετική συσχέτιση
και με κάποιες διαφορές στις λεπτομέρειες. Δες και Ιω. ι 1-18.
Ο Κύριος φαίνεται ότι συχνά χρησιμοποίησε την παρομοίωση του καλού
Ποιμένα στη διδασκαλία του. Καμία άλλη εικόνα δεν τυπώθηκε
τόσο βαθιά στη διάνοια της χριστιανοσύνης, όσο αυτή (p).
Στον Ματθαίο αποσκοπείται με την παραβολή να δειχτεί η μεγάλη αξία,
την οποία έχει για το Θεό ο πιο ταπεινός ακόλουθος του Χριστού
και ο κίνδυνος της αμαρτίας και ενοχής, στην οποία είναι εκτεθειμένος
καθένας που περιφρονεί αυτόν τον μικρό.
Εδώ τονίζεται η χαρά η οποία γίνεται στον ουρανό για την επιστροφή
αυτού που αποπλανήθηκε από δική του ολιγωρία (ο).
Η θέση του ανθρώπου (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)
Ο άνθρωπος είναι τοποθετημένος στο δρόμο ανάμεσα στον παράδεισο και στην κόλαση, ανάμεσα στον Θεό και στο διάβολο. Κάθε σκέψη και λογισμός του ανθρώπου και κάθε αίσθησή του φέρνει λίγο την ψυχή ή στον παράδεισο ή στην κόλαση. Εάν είναι έλλογος (δηλ. κατά Θεόν) η σκέψη και ο λογισμός συνδέει τον άνθρωπο με τον Θεό Λόγο, τον Απερινόητο και Ακατάληπτο και αυτό για τον άνθρωπο ήδη είναι παράδεισος. Εάν όμως η σκέψη είναι χωρίς και κατά του Θεού Λόγου, τότε αναπόφευκτα συνδέει τον άνθρωπο με το παράλογο και το ανόητο, με το Διάβολο, και αυτό είναι ήδη κόλαση. Ό,τι ισχύει για τη σκέψη ισχύει και για την αίσθηση. Όλα λοιπόν αρχίζουν εδώ στη γη, και ο παράδεισος και η κόλαση του ανθρώπου. Η ζωή του ανθρώπου σ’ αυτό τον πλανήτη είναι ένα τεράστιο δράμα: εδώ συνεχώς συγκρούονται το εφήμερο και το αιώνιο, το θνητό και το αθάνατο, το καλό και το κακό, τα του διαβόλου και τα του Θεού.
Είναι κατάρα η ανθρώπινη σκέψη, όταν δεν θέλει να μεταμορφωθεί σε προσευχή και να τελειωθεί με την προσευχή. Είναι αδιανόητο να υπάρχει σκέψη η οποία εμπρός στο μυστήριο των κόσμων δεν μεταβάλλεται σε προσευχητική ανάταση και διάθεση. Τίποτε δεν είναι πιο θαυμάσιο από τη σκέψη, η οποία εμπρός στη θέα των κόσμων του Θεού ασυναίσθητα εκχέεται σε προσευχή.
Σε κάθε γήινο υπάρχει κάτι το ουράνιο, σε κάθε φυσικό υπάρχει κάτι το υπερφυσικό. Στον κόκκο του σίτου υπάρχει ένα μέρος του ουρανού, γιατί ώσπου να γεννηθεί απορρόφησε μέσα του πολύ φως του ουρανού και θερμότητα και ανέμους. Κάτι από τ’ αστέρια υπάρχει σε κάθε φυτικό, σε κάθε ορυκτό, σε κάθε ζωντανό οργανισμό αλλά ιδιαίτερα σε κάθε ανθρώπινο ον. Τα πάντα σ’ αυτόν το γήινο κόσμο είναι στενά δεμένα με τον επουράνιο κόσμο. Είναι αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η γη συγκρατείται από τον ουρανό και υπάρχει διά του ουρανού, η γη και όλα όσα υπάρχουν πάνω της. Η δίοδος του φυσικού στο υπερφυσικό και του υπερφυσικού στο φυσικό είναι πολύ μυστική και ανεξιχνίαστη και δεν υπόκειται σε κανένα έλεγχο ανθρώπινου ερευνητικού πνεύματος. Διαμέσου των αοράτων πρωτονίων και φωτονίων τελείται η μυστηριώδης διάχυση του υπερφυσικού στο φυσικό, του αόρατου στο ορατό. Και μέσα από τα μυστικά φωτόνια της ψυχής οι φωτεινές έλλογες ενέργειες του Θεού Λόγου διαχέονται στην ανθρώπινη ύπαρξη. Έτσι πράγματι δεν υπάρχουν στεγανά όρια μεταξύ υπερφυσικού και φυσικού, μεταξύ ορατών και αοράτων. Σε κάθε γήινο υπάρχει πολύς ουρανός.
Εκείνο που εξαρτάται από μας είναι να οικοδομήσουμε και να καλλιεργήσουμε μέσα μας ό,τι είναι αιώνιο και θεανθρώπινο, να αναπτύξουμε ως το άπειρο την αίσθηση και την επίγνωση της αιώνιας ζωής. Γι’ αυτό εξάλλου και ο Θεός Λόγος «ενηνθρώπησεν», για να μας διδάξει πώς μπορούν να αποκτήσουν οι άνθρωποι την αιώνια ζωή σ’ αυτό τον εφήμερο κόσμο. Η πίστη μας δεν είναι παρά αδιάλειπτος αγώνας για την αιώνια ζωή, αδιάλειπτο μαρτύριο για την αιώνια ζωή (Α’ Τιμ. 6, 12). Και η γη είναι πεδίο μάχης και μαρτυρίου για την αιώνια ζωή. Αυτή είναι η κλήση μας. Όποιος σκέπτεται διαφορετικά δεν είναι του Χριστού.
Γνώση και Πίστη! Ανάμεσά τους συνωθούνται αναρίθμητα βάσανα και κόποι του ανθρώπινου πνεύματος. Αν κάτι αποτελεί μόχθο για το ανθρώπινο πνεύμα, αυτό είναι η γνώση· μήπως άραγε όχι και η πίστη; Βεβαίως και αυτή. Εδώ ακριβώς βρίσκονται αναρίθμητοι ναυαγοί· αλλά και σωσμένοι. Και η γνώση και η πίστη έχουν φυσικά και λογικά την ίδια ισχύ. Στην ουσία της ολόκληρη η γνώση είναι βασισμένη πάνω στην πίστη. Στην πίστη ότι η συνείδησή μας είναι κάτι το υγιές, λογικό, φυσιολογικό και άξιο εμπιστοσύνης. Δεχόμαστε τον κόσμο έτσι, όπως μας τον παριστούν και παρουσιάζουν τα δικά μας όργανα της γνώσεως, και αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη γνώση μας, που κατά τη φύση της είναι και αόρατη και αψηλάφητη. Η πίστη, ως όργανο της γνώσεως, συλλαμβάνει ό,τι είναι για την αισθητή ανθρώπινη γνώση πάνω από τη νόηση και σύλληψη. Διαθέτει το δικό της οφθαλμό, ο οποίος βλέπει τα αόρατα. Βέβαια και το οπτικό πεδίο της πίστεως και η γνώση της πίστεως κινούνται μέσα σε περιορισμένα όρια. Και τότε αυτό που είναι υπερσύλληψιν καθίσταται ασύλληπτο. Εν τούτοις είναι προσφιλές, μαρτυρικά προσφιλές, στην ψυχή που πιστεύει και με χαρά ασπάζεται την επιταγή της φλογερής πίστεως του Τερτυλλιανού: Credo quia absurdum est, πιστεύω γιατί είναι παράλογο, ή μάλλον υπέρλογο και ασύλληπτο. Η γνώση για το Θεό είναι τόσο υπερλογική, ώστε συχνά φαίνεται παράλογη.
Μόνο ο νους που έχει καθαρθεί από τα πάθη και το σκοτάδι της αμαρτίας και έχει αγιασθεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι σε θέση να αισθανθεί και να συλλάβει και να αγαπήσει αυτό που είναι άγιο, και να ζήσει δι’ αυτού και χάρη σ’ αυτό. Μόνο οι καθαροί μπορούν να γνωρίσουν τον Μόνο – Καθαρό. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Πρώτα θα Τον δουν στο πρόσωπο των αγίων Του, γιατί ο Θεός «εν αγίοις επαναπαύεται». Και εκεί θα δουν και κάθε θείο δώρο, το οποίο έχει δοθεί σε κάθε πλάσμα του Θεού.
Έξω από τον Θεάνθρωπο Χριστό είμαι όλος θνητός, αισθάνομαι όλος «μηδέν ων». Πράγματι ο νους μου είναι στείρος και άγονος σαν ένα άπειρο «μηδέν» και όλος εγώ, με όλη μου την ψυχή και το σώμα και τη συνείδηση, ακατάπαυστα είμαι υπερφυσικά αλλά και φυσικά ένα ατελείωτο «μηδέν». Είμαι και φυσικά όλος «μηδέν», αφού κατά τη φυσική πλευρά της υπάρξεώς μου είμαι υποταγμένος στην εξουσία του θανάτου και της φθοράς. Εφόσον ο νους και η σκέψη η ανθρώπινη δεν λογοποιηθεί και χριστοποιηθεί, παραμένει οριστικά φανταστική «φρεναπάτη», και πρώτα γι’ αυτή την ίδια.
Η ανθρώπινη σκέψη είναι ανόητη, άφρων ώσπου να σωφρονισθεί, να λογοποιηθεί διά του Θεού Λόγου —του Κυρίου Ιησού Χριστού μέσα στην Εκκλησία Του—, ώσπου να καταστεί εκκλησιαστική, καθολική, αγία, κεχαριτωμένη, θεανθρώπινη.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο «άλγημα» (Εκκλ. 1, 18) και βάσανο από τη σκέψη, αυτή καθεαυτήν! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κόλαση από τη σκέψη μόνη στον εαυτό της και για τον εαυτό της, τελείως αποκομμένη από το Δημιουργό και Θεό της σκέψεως, τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον Θεό Λόγο. Η ανθρώπινη σκέψη χωρίς τον Θεάνθρωπο Χριστό δεν μπορεί να αναγνωρίσει ούτε να επιγνώσει τον εαυτό της και τον κόσμο γύρω της. Και όταν φαντάζεται η σκέψη «ειδέναι τι, ουδέπω ουδέν έγνωκε καθώς δει γνώναι» (Α’ Κορ. 8, 2). Πράγματι όλη η ικανότητα της σκέψεως δεν βρίσκεται σ’ αυτή καθεαυτήν, αλλά στον Θεό Λόγο και προέρχεται από τον Θεό Λόγο, όπως λέει ο Απόστολος: «ουχ’ ότι ικανοί εσμεν αφ’ εαυτών λογίσασθαί τι ως εξ εαυτών, αλλ’ η ικανότης ημών εκ του Θεού» (Β ‘ Κορ. 3, 5). Σ ’ αυτό έγκειται η λογικότητα και η λογική της σκέψεως, η θεία φρόνηση και το νόημά της. Χωρίς Αυτόν είναι πάντοτε άλογη φαντασία, άλογο κατασκεύασμα και τέρας, που συνεχώς περιστρέφεται μόνο του στις ερήμους της υπάρξεως, ώσπου τελικά να καταντήσει στα πέρατα του μη – είναι.
(Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, “Οδός Θεογνωσίας”, εκδ. “Γρηγόρη”, Αθήνα 1985, σελ. 264-265, 268- 270, 283- 284)