Μια ημέρα έμεινα μακριά σας και σαν να σας αποχωρίσθηκα ένα ολόκληρο χρόνο έτσι στενοχωριόμουν και αδημονούσα. Και ότι είναι αλήθεια αυτά, το γνωρίζετε από αυτά που πάθατε και σεις. Γιατί, όπως το παιδί που θηλάζει, όταν απομακρυνθεί από τη μητρική θηλή, οπουδήποτε και αν μεταφερθεί, στριφογυρίζει συνέχεια αναζητώντας τη μητέρα του, έτσι ακριβώς και εγώ που απομακρύνθηκα από τις μητρικές αγκάλες συχνά παρατηρούσα γύρω μου επιζητώντας παντού την αγία σας σύναξη.
Αλλ΄ όμως είχα αρκετή γι’ αυτά παρηγοριά το ότι πάθαινα αυτά υπακούοντας στο φιλόστοργο πατέρα (τον τοπικό επίσκοπο), και ο μισθός της υπακοής απομάκρυνε την αμεριμνησία που συνέβηκε από το χωρισμό αυτόν. Γιατί αυτό μου είναι πιο λαμπρό από κάθε διάδημα και πιο ένδοξο από κάθε στεφάνι, το να περιφέρομαι δηλαδή παντού μαζί με τον πατέρα μου. Αυτό μου είναι και κόσμημα και ασφάλεια. Κόσμημα, γιατί τόσο τον κατέκτησα και απέσπασα την αγάπη του για μένα, ώστε πουθενά ποτέ να μην ανέχεται να παρουσιάζεται χωρίς το παιδί του, και ασφάλεια, γιατί μένοντας κοντά του και βλέποντας αυτόν ν’ αγωνίζεται οπωσδήποτε θα μου δώσει και τη βοήθεια από τις προσευχές του. Και όπως ένα πλοίο το οδηγούν με ασφάλεια στο λιμάνι τα χέρια των κυβερνητών και το τιμόνι και το φύσημα του ζέφυρου, έτσι ακριβώς και η δική του εύνοια και η αγάπη και η βοήθεια των προσευχών του θα κατευθύνει το λόγο μου καλύτερα από το ζέφυρο και από τον κυβερνήτη και το τιμόνι.
Κοντά σ’ αυτά εμένα με παρηγορούσε και εκείνο, το ότι δηλαδή εσείς απολαύσατε τότε πλούσιο τραπέζι και είχατε οικοδεσπότη γενναιόδωρο και πολυέξοδο (κάποιον άλλον ομιλητή). Και το έμαθα αυτό όχι μόνο από πληροφορίες αλλά και από την ίδια την πείρα μου. Γιατί πραγματικά βρεθήκαν εκείνοι που μετέφεραν σε μένα όσα είχαν λεχθεί και από τα υπολείμματα έβγαλα το συμπέρασμα για ολόκληρη την πνευματική ευωχία. Επαίνεσα λοιπόν εκείνον που σας πρόσφερε το πνευματικό τραπέζι και θαύμασα την πολυτέλεια και τον πλούτο, αλλά μακάρισα και σας για τη διάθεση και την επιμέλειά σας, γιατί με τόση προσοχή κατέχετε τα όσα λέχθηκαν ώστε να τα μεταφέρετε και σε άλλον.
Γι’ αυτό και εγώ με προθυμία μιλώ στην αγάπη σας. Γιατί αυτός που ρίχνει εδώ τα σπέρματα, δεν τα ρίχνει στο δρόμο, ούτε τα σκορπίζει στα αγκάθια, ούτε τα σπέρνει στην πέτρα. Τόσο γόνιμη και εύφορη είναι η δική σας γη και δεχόμενη όλα τα σπέρματα στους κόλπους της τα πολλαπλασιάζει. Αλλ’ αν κάποτε μου δείξατε προθυμία και μεγάλο ενδιαφέρον για την ακρόαση, όπως βέβαια και πάντοτε την έχετε δείξει, αυτή τη χάρη ζητώ και σήμερα να μου δώσετε. Γιατί ο λόγος μας δεν είναι για τυχαία πράγματα, αλλά για μεγάλα. Γι’ αυτό ακριβώς ζητώ μάτια να βλέπουν από παντού καλά, νου προσεκτικό, φρόνημα υψηλό, σκέψη συγκεντρωμένη, ψυχή άγρυπνη και ξύπνια. (ΕΠΕ,27,515-517)
… τότε λοιπόν, τότε εδείξατε την άσβεστον δίψαν της ακροάσεως. Διότι επειδή ο λόγος επεξετάθη εις μήκος πολύ μεγάλο, όσον ουδέποτε, πολλοί εφοβούντο μήπως εκλείψη η προθυμία σας εξ αίτιας του πλήθους των λεγομένων, συνέβαινε όμως το αντίθετον, διότι περισσότερον εθερμαίνετο η καρδία σας και περισσότερον ηύξανεν ο πόθος. Από πού εφάνη αυτό; Τα κατά το τέλος της ομιλίας χειροκροτήματα ήσαν δυνατώτερα και εντονώτεραι αι φωναί σας και συνέβαινε το ίδιον που συμβαίνει με τας καμίνους. Όπως δηλαδή εκεί κατά την αρχήν δεν είναι πολύ φωτεινή η λάμψις της φωτιάς όταν όμως απλωθή εις όλα τα ξύλα που είναι μαζεμένα στη φωτιά, η λάμψις υψώνεται εις μέγα ύψος, έτσι ακριβώς συνέβη και τότε κατά την ημέραν εκείνην.
Εις την αρχήν μου εφαίνετο ότι η συνάθροισις αυτή δεν είχε συγκινηθή πολύ, όταν όμως ο λόγος παρετάθη και ανεφέρθη εις όλα τα θέματα και έγινε η διδασκαλία εκτενεστέρα, τότε λοιπόν, τότε άρχισε να αυξάνη η επιθυμία της ακροάσεως και εγίνοντο τα χειροκροτήματα δυνατώτερα. Δια τούτο, καίτοι είχα προετοιμασθή να ειπώ ολιγώτερα απ’ όσα ανέπτυξα, τότε υπερέβην το μέτρον, μάλλον δε εγώ ουδέποτε υπερέβην το μέτρον. Διότι συνηθίζω να μετρώ την ποσότητα της διδασκαλίας όχι από το πλήθος των λόγων, αλλά από την διάθεσιν των ακροατών.
Όταν κανείς έχη ακροατάς κατεχομένους από ναυτίαν, και αν ακόμα περιορίση την διδασκαλίαν φαίνεται ενοχλητικός, εκείνος όμως που απευθύνεται σε ακροατάς ενθέρμους και που έχει διεγερθή το ενδιαφέρον τους και είναι προσηλωμένοι εις τον ομιλητήν, και αν ακόμη παρατείνη την ομιλίαν ούτε τότε χορταίνει την επιθυμίαν των.
Επειδή όμως συμβαίνει μέσα εις τόσον πλήθος να είναι και μερικοί αδύνατοι, που δεν ημπορούν να παρακολουθούν τον μεγάλον αυτόν λόγον, θέλω να τους συμβουλεύσω το εξής, αφού ακούσουν όσα είναι εις θέσιν να δεχθούν και λάβουν αυτά που δι΄ αυτούς είναι αρκετά να αποχωρήσουν. Κανείς δεν τους εμποδίζει ούτε τους υποχρεώνει κανείς να παραμένουν πέραν της αντοχής των και ας μη μας αναγκάζουν να τελειώνωμεν τον λόγον πριν από την κατάλληλον στιγμήν και τον απαιτούμενον χρόνον. Συ εχόρτασες αλλά ο αδελφός σου πεινά ακόμη. Και συ μεν εμέθυσες από το πλήθος της διδασκαλίας, ο αδελφός σου όμως διψά ακόμη. Ούτε εκείνος να καταπιέζη την αδυναμίαν σου με το να σε αναγκάζη να ακούς περισσότερα από όσα ημπορείς, ούτε συ να επηρεάζης την επιθυμίαν εκείνου, εμποδίζων αυτόν να λάβη όλα όσα ημπορεί να δεχθή.
Το ίδιον συμβαίνει και με τα κοσμικά συμπόσια. Άλλοι χορταίνουν ενωρίτερον και άλλοι αργότερον και ούτε αυτοί κατηγορούν εκείνους ούτε εκείνοι καταδικάζουν τους άλλους, αλλά εις την περίπτωσιν των συμποσίων είναι επαινετόν να αποσυρθή κανείς το ταχύτερον, εις την περίπτωσίν μας όμως το να αποσυρθή κανείς το ταχύτερον δεν είναι επαινετόν αλλά άξιον συγγνώμης. Εκεί το να αποσυρθή κανείς αργότερον επισύρει κατηγορίαν και μομφήν, εδώ το να αποχωρήση κανείς βραδύτερον αποσπά τον έπαινον και την μεγίστην επιδοκιμασίαν. Διατί αυτό; Διότι εκεί μεν η βραδύτης προέρχεται εκ πολυφαγίας, ενώ εδώ η παραμονή και η καρτερία πηγάζει από πνευματικήν επιθυμίαν και θείαν όρεξιν. (ΕΠΕ,31,31-35)
Νομίζω ότι αρκετά σας επροσβάλαμεν προηγουμένως και σας εκάμαμεν βαθυτέραν την πληγήν, δι΄ αυτό λοιπόν είναι ανάγκη σήμερον να την θεραπεύσωμεν και να επιθέσωμεν απαλώτερα τα φάρμακα.
Διότι αυτός είναι ο άριστος τρόπος της θεραπείας, όχι μόνον να κόπτη, αλλά και να επιδένη τας πληγάς. Ομοίως αποτελεσματικός και αξιοθαύμαστος κανόνας διδασκαλίας είναι όχι μόνον το να επιπλήξωμεν κάποιον, αλλά και το να παρηγορήσωμεν και να συμβουλεύσωμεν.
Αυτό διέταξε και ο Παύλος: «έλεγξε, επίπληξε, παρηγόρησε και ενίσχυσε με κάθε κατάλληλον διδασκαλίαν».
Εάν παρηγορή κανείς μόνον, κάμνει τους ακροατάς του αμελεστέρους.
Εάν τους επιπλήττη μόνον, τους κάμει πιο σκληρούς, διότι επειδή δεν ημπορούν να φέρουν το φορτίον των συνεχών ελέγχων, αποσκιρτούν αμέσως.
Δια τούτο πρέπει ο τρόπος της διδασκαλίας να είναι ποικίλος. Επειδή λοιπόν κατά την προηγουμένην ομιλίαν πολύ περισσότερον ελύπησεν ο λόγος την ψυχήν του καθενός, δια τούτο πρέπει να κάμωμεν σήμερον γλυκυτέραν την διδασκαλίαν και τους πόνους που εδημιουργήθησαν από τους ελέγχους, είναι απαραίτητον να στάξωμεν επάνω εις αυτούς την γλυκύτητα του λόγου, ωσάν να είναι λάδι, αφού προηγουμένως σας υπενθυμίσωμεν τους ελέγχους. (ΕΠΕ, 31,135)
εχθρός και πολέμιος
Δεν είναι ευχάριστος ο λόγος για το διάβολο. Είναι όμως πνευματική ασφάλεια η σωστή διδασκαλία περί του διαβόλου. Διότι είναι μεγάλος εχθρός και πολέμιος. Αποτελεί δε μεγάλη ασφάλεια το να ξέρη κανείς καλά τα των εχθρών.
Ε.Π.Ε. 31,76
πώς καλείται;
Ονομάζεται και πονηρός, ονομάζεται και αποστάτης. Μολονότι πολλοί άνθρωποι είναι πονηροί, εν τούτοις κατ’ εξοχήν πονηρός εκείνος είναι και λέγεται.
Ε.Π.Ε. 31,82
δήμιος, θηρίο
Ας αποσπάσουμε τον άνθρωπο από το φάρυγγα του θηρίου. Άλλωστε ο απόστολος (Παύλος) παρουσίασε το διάβολο ως δήμιο.
Ε.Π.Ε. 31,88
ανώτερός του ο Χριστός
Μη φοβάσαι το διάβολο, έστω κι αν είναι ασώματος. Βρίσκεται υπό περιορισμό. Και τίποτε δεν είναι πιο αδύνατο απ’ αυτόν που διατελεί υπό περιορισμούς, κι αν ακόμα δεν έχη σωματική υπόστασι.
Ε.Π.Ε. 31,90
εχθρός και πολέμιος
Ο διάβολος είναι πονηρός, το παραδέχομαι κι εγώ. Αλλά για τον εαυτό του είναι πονηρός, όχι για μας, αν βέβαια προσέχουμε και γρηγορούμε.
Ε.Π.Ε. 31,98
ποιους πολεμάει περισσότερο;
Ο Διάβολος κυρίως επιτίθεται σ’ αυτούς, που έχουν σχέσι στενή με πνευματικές καταστάσεις. Προς τα εκεί εντοπίζονται οι επιθέσεις του, όπου υπάρχει αρετή. Εκείνον φθονεί περισσότερο, αυτόν που κάνει ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 31,616
και... θεϊκά λόγια
Επειδή ο Διάβολος χρησιμοποίησε τις Γραφές, γι’ αυτό αγιάστηκε το στόμα του; Φυσικά όχι. Διάβολος παρέμεινε.
Ε.Π.Ε. 34,320
διαβάλλει τον Θεό
Ο Διάβολος παρασκευάζει θανατηφόρα δηλητήρια, ώστε όλοι οι άνθρωποι να σχηματίσουν πονηρή γνώμη για τον Θεό, όπως τότε στην Εδέμ έκανε με τον Αδάμ, όπου διέβαλε τον Θεό ως φθονερό και ζηλιάρη.
Ε.Π.Ε. 34,560
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ.35-36)
1503. ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΘΕ ΔΟΞΑ. Μια νεαρή πριγκίπισσα περπατούσε μονάχη της σε ένα κτήμα του πατέρα της. Σε μια στιγμή την πλησίασε ένας νεοφερμένος επιστάτης που δεν την ήξερε ακόμα και την ρώτησε: «Ποιά είσαι εσύ;» και κείνη με απλότητα και γλυκύτητα, του απάντησε: «Εγώ δεν είμαι τίποτα! Ο πατέρας μου όμως είναι ο Βασιλιάς». Έτσι και ο κάθε χριστιανός μπορεί να πει: «Εγώ δεν είμαι τίποτα, αλλά ο πατέρας μου είναι ο Θεός». Από το Θεό λοιπόν αντλούμε τη δόξα και το μεγαλείο μας.
1508. Ο ΛΑΚΟΡΤΑΙΡ ΚΑΙ Ο ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΤΟΥ ΑΡΣ. Ο διάσημος ιεροκήρυξ Λακορταίρ κήρυττε στο Άρς και ήταν τόσο συνωστισμός, ώστε ο κόσμος ανέβηκε και στο εξομολογητήριο για να τον ακούσει. Στο τέλος του κηρύγματος ο εφημέριος του Άρς Ιωάννης Βιαννέ του είπε με τον απλό χαρακτηριστικό του τρόπο: - Βλέπεις πόσο τρέχει ο κόσμος στα κηρύγματά σου. Σήμερα ο κόσμος ανέβηκε και στο εξομολογητήριο επάνω. Ο Λακορταίρ απάντησε: - Όταν κηρύττω εγώ ο κόσμος ανεβαίνει επάνω στο εξομολογητήριο, ενώ όταν κηρύττης εσύ ο κόσμος μπαίνει μέσα στο εξομολογητήριο.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ.674-675)
1496. ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΑΠΟ ΤΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ. Ρώτησαν το Σωκράτη: «Διατί ού συγγράφεις;». αυτός που ήταν ο «ανδρών απάντων σοφώτατος», απάντησε: - «Ότι ορώ τα χαρτιά πολύ των γραφησομένων τιμιώτερα». Φοβούμαι μήπως το χαρτί έχει περισσότερη αξία από τα γραφόμενα.
1501. ΝΑ, ΤΙ ΤΗΣ ΕΛΕΙΠΕ. Ζούσε στην Ρώμη μια μοναχή που όλοι τη νόμιζαν αγία. Ο Πάπας έστειλε τότε τον άγιο Φίλιππο Νέρι, να πληροφορηθεί γι’ αυτήν και να του αναφέρει. Μόλις πήγε ο άγιος στο μοναστήρι, ζήτησε να δει την φημισμένη καλόγρια. Είχε βρέξει όμως και οι μπότες του αγίου ήσαν όλο λάσπες. Έρχεται λοιπόν η καλόγρια στο εντευκτήριο και ρωτά τον άγιο σε τι μπορούσε να του φανεί χρήσιμη. - Πρώτα απ΄όλα, θα σας παρακαλούσα να μου καθαρίσετε τις μπότες. Η μοναχή, θυμωμένη με την απαίτηση του ξένου, ξέσπασε σε ύβρεις και απειλές. Χωρίς να πει λέξη, ο άγιος ξαναφόρεσε τις λασπωμένες μπότες του και έφυγε. - Άγιε Πάτερ, η μοναχή εκείνη δεν μπορεί να είναι αγία, γιατί της λείπει η ταπεινοφροσύνη και η υπομονή.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ.672-673)
Σας οφείλω πολλάς ευχαριστίας, διότι μετά προθυμίας ηκούσατε τας ομιλίας περί προσευχής, και διότι με εκάματε ευτυχή, διότι «είναι ευτυχής εκείνος που ομιλεί εις ώτα ακουόντων». Δεν επείσθην δε μόνον από τα χειροκροτήματα και τους επαίνους, αλλά και από όσα είδα να πράττετε.
Διότι όταν σας συμβούλευα να μη προσεύχεσθε εναντίον των εχθρών, και σας έλεγα ότι παροργίζομεν τον Θεόν πράττοντες τούτο, και νομοθετούμεν αντίθετα προς το θέλημα αυτού (διότι ο Θεάς είπε να προσεύχεσθε δια τους εχθρούς σας, εμείς όμως όταν προσευχώμεθα κατά των εχθρών μας αξιούμεν από αυτόν να καταργήση τον νόμον του), όταν λοιπόν σας έλεγα αυτά ή τέτοια πράγματα, είδα πολλούς από εσάς να κτυπούν τα πρόσωπά των και τα στήθη, να αναστενάζουν με θλίψιν, να υψώνουν τα χέρια προς τον ουρανόν και να ζητούν συγγνώμην δια τας τοιούτου είδους προσευχάς των.
Τότε λοιπόν και εγώ αφού ύψωσα τους οφθαλμούς μου προς τον ουρανόν ευχαρίστησα τον Θεόν, διότι τόσον γρήγορα εκαρποφόρησεν ο λόγος της διδασκαλίας.
Διότι τέτοιος είναι ο σπόρος ο πνευματικός δεν έχει ανάγκην ούτε μεγάλων χρονικών περιόδων, ούτε χρόνων, ούτε ημερών, αλλ΄ αν εισέλθη εις ψυχήν αγαθήν εμφανίζει αμέσως τον στάχυν ώριμον και πλήρη.
Αυτό δε έγινε χθες εις εσάς. Έρριψα εις τας καρδίας σας λόγους που διεγείρουν την ψυχήν, και εβλάστησεν επιθυμία και αναστεναγμός εξομολογήσεως, αναστεναγμός τέτοιος που είχε πολύν πλούτον αγαθών. (ΕΠΕ 31,287-289)
...να μη αδιαφορής δια την σωτηρίαν του, αλλά πήγαινε να τον επαναφέρης και να τον πείσης να μη ξαναπέση πλέον εις τα ίδια αμαρτήματα και τότε θα έχωμεν ικανοποιητικήν απολογίαν. Εάν όμως δεν ανέχεται ούτε εμένα να τον συμβουλεύσω, ούτε εσάς να τον νουθετήτε, θα χρησιμοποιήσω λοιπόν την εξουσίαν που μου έδωκεν ο Θεός, όχι βέβαια δια να σας βλάπτω, αλλά δια να σας οικοδομώ.
Δι΄ αυτό σας το προλέγω και το φωνάζω με φωνήν δυνατήν, ότι, αν κανείς μετά την παραίνεσιν αυτήν και την διδασκαλίαν στραφή οικειοθελώς προς την παράνομον φθοράν που προκαλούν τα θέατρα, δεν θα τον δεχθώ εις το εξής εις τον ναόν αυτόν, δεν θα του μεταδώσω τα άγια μυστήρια, δεν θα τον επιτρέψω να εγγίση την ιεράν τράπεζαν, αλλά όπως οι βοσκοί απομακρύνουν από τα υπόλοιπα πρόβατα όσα έχουν προσβληθή από ψώραν, δια να μη μεταδοθή και εις τα άλλα η ασθένεια, έτσι θα ενεργήσω και εγώ εις την προκειμένην περίπτωσιν. Διότι, αν παλαιότερα ο λεπρός ήτο ηναγκασμένος να κάθεται έξω από το στρατόπεδον, ακόμη και αν ήτο βασιλεύς, απεμακρύνετο με το βασιλικόν στέμμα, πολύ περισσότερον ημείς θα εκδιώξωμεν από τον ιερόν αυτόν τόπον, αυτόν που η ψυχή του πάσχει από λέπραν.
Διότι όπως εις την αρχήν εχρησιμοποίησα την παραίνεσιν και την συμβουλήν, έτσι και τώρα ύστερα από τόσην παραίνεσιν και διδασκαλίαν είναι ανάγκη πλέον να επιφέρω και την αποκοπήν. Καθ’ όσον έχω ένα χρόνον που εξελέγην αρχιεπίσκοπος της πόλεώς σας και δεν έπαυσα πολλάς φοράς να σας δίδω αυτάς τας συμβουλάς. Επειδή όμως μερικοί εξακολουθούν να παραμένουν εις την σαπίλαν, ελάτε λοιπόν τώρα να πραγματοποιήσωμεν την εγχείρησιν αυτήν. Βέβαια δεν έχω μαχαίρι, αλλά έχω τον λόγον που είναι πιο κοπτερός και από το μαχαίρι και αν δεν κρατώ φωτιάν, έχω την διδασκαλίαν που είναι θερμοτέρα και από την φωτιάν και ημπορεί να καυτηριάζη πιο αποτελεσματικά από αυτήν. Λοιπόν μη περιφρονής την απόφασίν μας. Διότι αν εγώ είμαι ασήμαντος και ελάχιστος, όμως έχω λάβει από την χάριν του Θεού την αξίαν που ημπορεί να πραγματοποιήση αυτό. Ας απομακρυνθούν λοιπόν από την εκκλησίαν οι αμετανόητοι, δια να γίνουν πιο υγιείς οι υγιείς και να ημπορέσουν οι ασθενείς να αποκτήσουν εκ νέου την υγείαν των απαλλασσόμενοι από την νόσον. Αν όμως εδοκιμάσατε φρίκην, όταν ηκούσατε αυτήν την απομάκρυνσιν (διότι βλέπω ότι όλοι δυσφορείτε και αντιδράτε εντός σας), ας αλλάξουν διαγωγήν και τότε δεν ισχύει η απόφασις. Διότι όπως έχω λάβει την δύναμιν να δεσμεύω, έτσι έχω και την δικαιοδοσίαν να λύω και να επαναφέρω πάλιν εις την εκκλησίαν.
Δεν θέλω να απομακρύνω βέβαια τους αδελφούς από την εκκλησίαν, αλλά να διαφυλάξω την εκκλησίαν από την εντροπήν. Τώρα και οι ειδωλολάτραι θα μας περιγελάσουν και οι Ιουδαίοι θα μας διακωμωδήσουν, όταν αδιαφορούμεν κατ’ αυτόν τον τρόπον κάθε φοράν που αμαρτάνομεν. Αν όμως εκδιώξωμεν τους αμετανοήτους τότε και αυτοί θα μας επαινέσουν και θα θαυμάσουν την εκκλησίαν, επειδή θα εντραπούν τους νόμους που ισχύουν εις ημάς.
Κανείς λοιπόν από αυτούς που επιμένουν εις αυτήν την πορνείαν να μη εισέρχεται εις τον ναόν, αλλά και από σας να δέχεται επιπλήξεις και να θεωρήται κοινός εχθρός μας. Διότι λέγει «αν κανείς δεν υπακούη εις τον λόγον μας, που σας γράφομεν με την επιστολήν αυτήν, σημαδεύτε τούτον και μη τον συναναστρέφεσθε με οικειότητα». Να κάμετε δηλαδή το εξής, ούτε να του ομιλήτε, ούτε να τον δέχεσθε εις τα σπίτια σας, ούτε να συντρώγετε με αυτόν, ούτε να έχετε δοσοληψίας με αυτόν, ούτε εις την αγοράν να επικοινωνήτε με αυτόν και έτσι ευκολότερα θα τους επαναποκτήσωμεν. Και όπως ακριβώς οι κυνηγοί τα θηρία που δύσκολα συλλαμβάνονται όχι μόνον από ένα τόπον, αλλά από παντού τα καταδιώκουν και τα κατευθύνουν προς την παγίδα, έτσι και ημείς αυτούς που έχουν εξαγριωθή ως θηρία, ας τους παρωθήσωμεν ημείς από εδώ και σεις από εκεί και γρήγορα θα τους ρίψωμεν εις τα δίκτυα της σωτηρίας.
Και δια να γίνη αυτό αγανακτήσατε και σεις μαζί μου, ή μάλλον να αισθανθήτε λύπην δια τους νόμους του Θεού που παραβαίνονται, και να αποστραφήτε δι΄ ολίγον χρόνον εκείνους από τους αδελφούς που πάσχουν από την ασθένειαν αυτού του είδους και δεν υπακούουν εις τας θείας εντολάς, δια να τους κερδίσετε παντοτινά. Εξ άλλου δεν θα έχετε μικράν ευθύνην, όταν δείξετε αδιαφορίαν δια την απώλειαν αυτήν των αδελφών, αλλ΄ αντιθέτως θα υποστήτε μεγάλην τιμωρίαν. Αφού, αν εις τα σπίτια των ανθρώπων συλληφθή κάποιος από τους υπηρέτας να κλέπτη κάτι χρυσόν ή ασημένιον αντικείμενον, δεν τιμωρείται μόνον ο κλέπτης, αλλά και όσοι τον εγνώριζαν και δεν τον κατήγγειλαν, πολύ περισσότερον ισχύει αυτό δια την εκκλησίαν. Διότι θα σου ειπή αυτά περίπου ο Θεός: όταν έβλεπες ότι από τον οίκον μου εκλάπη όχι αργυρούν ή χρυσούν αντικείμενον, αλλά η σωφροσύνη, και ότι ο κοινωνών του Τιμίου Σώματος και μετέχων εις την ανάλογον θυσίαν εσύχναζεν εις τους χώρους του διαβόλου και διέπραττε τόσον μεγάλην παρανομίαν, διατί δεν ωμίλησες; Διατί το ηνέχθης; Διατί δεν το κατήγγειλες εις τον ιερέα; Και βέβαια δεν θα σου ζητηθούν δι΄ αυτό ασήμαντοι ευθύναι.
Δι΄ αυτό λοιπόν και εγώ, αν και πρόκειται να σας κάμω να λυπηθήτε, δεν θα αποφύγω τίποτε απ’ όσα σας στενοχωρούν περισσότερον. Είναι πολύ καλύτερα να σας στενοχωρώ εδώ εις την γην και να σας λυτρώσω με τον τρόπον αυτόν από την μελλοντικήν καταδίκην, παρά να σας ευχαριστήσω με τα λόγια μου και να τιμωρηθώ τότε μαζί με εσάς. Διότι δεν είναι καλόν δι’ εμέ, ούτε ακίνδυνον, το να ανέχωμαι αυτά χωρίς διαμαρτυρίαν, καθ’ όσον ο καθένας σας θα λογοδοτήση μόνον δια τον εαυτόν του, ενώ εγώ είμαι υπεύθυνος δια την σωτηρίαν όλων σας.
Δια τούτο λοιπόν δεν θα παύσω να κάμω και να λέγω το κάθε τι, είτε πρέπει να σας λυπήσω, είτε πρέπει να καταστώ βαρετός και φορτικός, ώστε να ημπορέσω να σταθώ εις το φοβερόν εκείνο βήμα, χωρίς να έχω σπίλον ή ρυτίδα ή κάτι από τα παρόμοια ελαττώματα. Μακάρι δε με τας ευχάς των αγίων να επιστρέψουν γρήγορα εις την εκκλησίαν όσοι έχουν διαφθαρή και όσοι έμειναν αγνοί να προοδεύσουν περισσότερον εις την κοσμιότητα και την σωφροσύνην, ώστε και σεις να εξασφαλίζετε την σωτηρίαν και εγώ να ευχαριστούμαι και ο Θεός να δοξάζεται τώρα και πάντοτε και εις τους ατελευτήτους αιώνας των αιώνων. Αμήν.(ΕΠΕ 31,325,331)
Ήθελα εδώ να τελειώσω την ομιλίαν, διότι δεν αρέσκονται να ακούουν μεγάλους λόγους αι ψυχαί των ευρισκομένων εις μεγάλην θλίψιν και όπως όταν ένα μεγάλο σύννεφον ευρεθή εμπρός εις τας ηλιακάς ακτίνας συντελεί ώστε να γυρίσουν οπίσω όλαι, έτσι και το σύννεφον της λύπης, όταν σταθή εμπρός εις την ψυχήν την ιδικήν μας, δεν αφήνει εύκολα να περάση ο λόγος, αλλά τον πνίγει και τον κρατεί μέσα του με πολλήν βίαν.
Και τούτο δεν παρατηρείται μόνον εις τους ομιλούντας, αλλά και εις τους ακούοντας. Διότι όπως δεν αφήνει τον λόγον να εξέλθη εύκολα από την ψυχήν του ομιλητού, έτσι δεν επιτρέπει, με την δύναμιν που έχει, να εισέλθη εις την διάνοιαν των ακροατών. Δια τούτο και οι Ιουδαίοι όταν ηργάζοντο εις την λάσπην και κατεσκεύαζον πλιθιά, δεν εδέχοντο να ακούσουν τον Μωϋσήν όταν τους έλεγε μεγάλα πράγματα δια την σωτηρίαν των από τους Αιγυπτίους, διότι η πολλή λύπη ημπόδιζε τον λόγον να φθάση εις την διάνοιάν των και τους έφραζε την ακοήν.
Ήθελα λοιπόν και εγώ κατόπιν τούτου να σταματήσω εδώ τον λόγον, αλλ΄ έχων υπ’ όψιν ότι το σύννεφον δεν εμποδίζει πάντοτε την διάβασιν των ηλιακών ακτίνων, αλλά συμβαίνει πολλές φορές και το αντίθετον, όταν ο ήλιος έχη περισσοτέραν της συνήθους θερμότητος και πέφτει συνεχώς επάνω εις αυτό, αραιώνει το νέφος και το σπάζει πολλάκις εις το μέσον και αφού χύση άφθονον φώς γίνεται πολύ ευχάριστος εις εκείνους που τον βλέπουν. Αυτό και εγώ αναμένω να συμβή με σας, όταν ο λόγος θα ομιλή συνεχώς εις τας ψυχάς σας, και θα επιμείνη περισσότερον ελπίζω να σπάση το σύννεφον της λύπης και να φωτισθή η διάνοιά σας με την συνηθισμένην διδασκαλίαν. (ΕΠΕ 31,639)
Δεν είναι η εκκλησία θέατρον δια να ακούωμεν όσα λέγονται εκεί προς ευχαρίστησιν.
πρέπει να φεύγωμεν από εδώ ωφελημένοι με κάποιο μεγάλο και πολύ κέρδος.
Διότι εάν ερχώμεθα δια να ψυχαγωγηθώμεν επ’ ολίγον και φεύγομεν χωρίς να αποκομίσωμεν ωφέλειαν από όσα ελέχθησαν,
άδικα ερχόμεθα. Τί με ωφελούν τα χειροκροτήματά σας αυτά;
Τί αι θορυβώδεις επιδοκιμασίαι σας και οι έπαινοι;
Ιδικός μου έπαινος είναι να δείξετε με τα έργα σας ότι εφαρμόζετε τους λόγους μου.
Τότε εγώ θα είμαι ευτυχής, όχι όταν επιδοκιμάζετε τα λόγια μου, αλλά όταν τα εφαρμόζετε με προθυμίαν. (ΕΠΕ 31,645)