681. Ποιος από τους θνητούς είναι άξιος του Κυρίου; Όποιος, εκτός του Κυρίου, βλέπει τα πάντα σαν ένα τίποτε και ο Κύριος είναι γι’ αυτόν το παν. Αδελφέ μου, μη δίνεις την καρδιά σου στα διάφορα τίποτε, αλλά μόνο στον Δημιουργό μας. Αφοσιώσου σ’ Αυτόν με πίστι αδίστακτο. Μη σε ελκύουν ούτε εδέσματα, ούτε ενδυμασίες, ούτε φθαρτά ανθρώπινα κάλλη, ούτε πλούτη, ούτε ανέσεις της ζωής, ούτε η δόξα αυτού του κόσμου, ούτε άλλο οτιδήποτε πάνω στη γη.
682. Φέρω στον Κύριο, τη Δέσποινα μας Θεοτόκο ή σ’ έναν Άγγελο ή σ’ έναν Άγιο, υλικό φως (κερί, λαμπάδα, καντήλι). Γιατί το φέρω; Για να μου δώση ο Κύριος το φως της χάριτός του, μέσω των πρεσβειών αυτών μακαρίων εκείνων πνευμάτων. Για να με βγάλη από το σκοτάδι της αμαρτίας στο φως της θεογνωσίας και της αρετής. Φέρω υλικό πυρ, για να ανάψη το Πνεύμα το Άγιο στην καρδιά μου το δικό του πυρ, μέσα στο οποίο θα την εξαγνίση και θα κάψη τα πάθη της.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 267)
679. «Όστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ιακ. β’ 10). Αυτό ισχύει και ως προς το δόγμα και ως προς την ηθική. Όποιος διδάσκει όλες τις αλήθειες και παραμελεί μία απ’ αυτές, θα είναι ένοχος απέναντι σε όλες, ένοχος μάλλον απέναντι στη μία Αλήθεια, την αδιαίρετο και ακεραία, που είναι ο Κύριος Ιησούς, αφού είπε: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια » (Ιω. ιδ’ 6). Γιατί; Γιατί ο Θεός είναι τέλειο Πνεύμα. Αν ένας αμαρτωλός λογισμός είναι «βδέλυγμα Κυρίω» (Παροιμ. ιε’ 26), όποιος αμαρτάνει στην αλήθεια του δόγματος, αμαρτάνει στον Θεό, την Αυτοαλήθεια.
680. «Ο μὴ συνάγων μετ' ἐμοῦ σκορπίζει» (Λουκ. ια’ 23). Είναι ανάγκη να προχωρούμε ολοένα στην πνευματική ζωή και να ανεβαίνουμε διαρκώς ψηλότερα. Αν μείνουμε στάσιμοι σε ένα από τα βήματα της χριστιανικής προόδου, είναι σαν να γυρίζουμε πίσω. Αν δεν συνάγουμε, σκορπίζουμε.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 266-267)
Προσευχή με τις «περιπτώσεις» του Αγίου Αρσενίου
-Γέροντα, πώς ξεκινήσατε να προσεύχεσθε με το Ψαλτήρι χρησιμοποιώντας τις «περιπτώσεις» του Αγίου Αρσενίου;
-Ο Άγιος Αρσένιος, επειδή δεν εύρισκε στο Ευχολόγιο την ανάλογη ευχή για όλες τις περιπτώσεις που του ζητούσαν βοήθεια οι άνθρωποι, χρησιμοποιούσε και Ψαλμούς σε ένα τετράδιο είχε γράψει για ποια περίπτωση χρησιμοποιούσε τον κάθε Ψαλμό. Όταν λοιπόν ήρθε τα τετράδιό αυτά στα χέρια μου, άρχισα να διαβάζω το Ψαλτήρι, κάνοντας προσευχή για την περίπτωση κάθε Ψαλμού.
Μου λέει ο λογισμός ότι στην προσευχή με το Ψαλτήρι πολύ βοηθάει και ο Άγιος Αρσένιος.
-Γέροντα, ο Άγιος Αρσένιος πρεσβεύει περισσότερο στον Θεό, επειδή βλέπει ότι προσευχόμαστε με τον τρόπο που προσευχόταν εκείνος;
-Ναι, βέβαια. Έχω υπ’ όψιν μου περιστατικά!
-Γέροντα, πώς να διαβάζω τους Ψαλμούς και να προσεύχομαι για κάποιο συγκεκριμένο θέμα;
-Εσύ πώς τους διαβάζεις;
-Διαβάζω πρώτα την περίπτωση και μετά τον Ψαλμό.
-Όχι, στην αρχή πρέπει να κάνεις μια καλή εισήγηση. Ο Άγιος Αρσένιος ήταν Άγιος και έφθανε να διαβάσει μόνον τον Ψαλμό. Εμείς να μην πούμε στην αρχή ένα «Ελέησον με ο Θεός»; Και, αφού διαβάσουμε τον Ψαλμό, να μην πούμε την Δοξολογία; Να μην κάνουμε και μερικές μετάνοιες;
Πρώτα λοιπόν να λες τον 50ο Ψαλμό και να ζητάς ταπεινά το έλεος του Θεού.
Έπειτα να λες το τροπάριο: «Υπό την σην ευσπλαχνίαν καταφεύγομεν,Θεοτόκε» και το απολυτίκιον του Αγίου Αρσενίου, για να επικαλεσθείς την βοήθεια της Παναγίας και του Αγίου. Μετά να διαβάζεις την περίπτωση του Ψαλμού και στην συνέχεια τον Ψαλμό.
Στο τέλος να λες: «Δόξα Πατρί... και νυν», το «Αλληλούια, Αλληλούια, Αλληλούια, Δόξα σοι ο Θεός» τρεις φορές, και στο τέλος την Δοξολογία ως ευχαριστία στον Χριστό και το «Άξιον εστίν» ως ευχαριστία στην Παναγία. Να κάνης και όσες μετάνοιες μπορείς.
-Μερικές φορές, Γέροντα, προσπαθώ να βρω αν ο Ψαλμός έχει σχέση με την περίπτωση για την οποία τον χρησιμοποιούσε ο Άγιος.
-Οι περιπτώσεις λίγο πολύ έχουν σχέση με το νόημα του Ψαλμού. Τον Άγιο Αρσένιο όμως τον ενδιέφερε κυρίως να προσευχηθεί και όχι αν το περιεχόμενο τον Ψαλμού ήταν σχετικό με την περίπτωση για την οποία προσευχόταν.
-Μπορώ, Γέροντα, να διαβάζω πολλές περιπτώσεις αιτημάτων και μετά να διαβάζω όλους μαζί τους αντίστοιχους Ψαλμούς;
-Αν διαβάζεις πολλές περιπτώσεις μαζί, θα τις ξεχνάς. Καλύτερα να διαβάζεις κάθε περίπτωση πριν από τον Ψαλμό, για να κεντρίζεται η καρδιά. Όταν προσεύχεται κανείς για ένα συγκεκριμένο θέμα, αυτό βοηθάει πιο πολύ στην καρδιακή προσευχή.
-Γέροντα, στην Ακολουθία δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω το Ψαλτήρι.
-Μπορείς να βλέπης στο κελλί σου τις περιπτώσεις των Ψαλμών που θα διαβασθούν στην Ακολουθία και, όταν ακούς τους Ψαλμούς, να εύχεσαι γι’ αυτές.
Αν δεν θυμάσαι τις περιπτώσεις, τότε να λες: «Θεέ μου, βοήθησε την περίπτωση στην οποία αναφέρεται ο Ψαλμός» και να κάνης ευχή.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 150-152)
Οι Ψαλμοί του Δαβίδ είναι θεόπνευστοι
- Γέροντα, μου κάνει εντύπωση πώς τα παιδιά καταλαβαίνουν το Ψαλτήρι και θέλουν να το διαβάζουν.
- Το Ψαλτήρι αναπαύει όλες τις ηλικίες. Τα παιδιά μάλιστα μπορεί να τα αναπαύει περισσότερο από ό,τι αναπαύει εσένα κι εμένα. Το Ψαλτήρι είναι θεόπνευστο, είναι γραμμένο με θείο φωτισμό, γι’ αυτό έχει τόσο δυνατά, τόσο βαθιά νοήματα. Όλους τους θεολόγους και τους φιλολόγους να μαζέψεις, έναν Ψαλμό με τέτοια νοήματα δεν μπορούν να φτιάξουν. Κι αν φτιάξουν κάτι, θα είναι σαν ένα χάρτινο λουλούδι.
Αγράμματος ήταν ο Δαβίδ, αλλά με τι βάθος έγραφε! Φαίνεται καθαρά ότι τον οδηγούσε το Πνεύμα του Θεού.
- Γέροντα, δεν προλαβαίνω να διαβάσω το Ψαλτήρι.
- Καλά είναι να εξοικονομείς λίγη ώρα, για να το διαβάζεις μέσα στην ημέρα. Κι αν δεν έχεις πολύ χρόνο, καλύτερα είναι να διαβάσεις μισό Κάθισμα και να προσέχεις τα νοήματα, παρά ολόκληρο και να βιάζεσαι.
Αυτά τα νοήματα να τα έχεις μετά συνέχεια στον νου σου. Τα Ψαλτήρι είναι προσευχή.
Μερικοί παρεξηγούν τον Προφήτη Δαβίδ κα λένε ότι σε κάποιους Ψαλμούς καταριέται. Όταν όμως η Δαβίδ λέει: «Εκλείποιεν αμαρτωλοί από της γης άνομοι, ώστε μη υπάρχειν αυτούς», δεν εννοεί να εξολοθρευθούν οι αμαρτωλοί, αλλά να μετανοήσουν και να μην υπάρχουν αμαρτωλοί πάνω στην γη.
Εγώ, με τα Ψαλτήρι νιώθω μια αγαλλίαση είναι όλο προφητεία, όλο παρηγοριά.
Σε μια δύσκολη κατάσταση, αν διαβάσεις Ψαλτήρι, νιώθεις ανακούφιση, λύτρωση, σιγουριά ότι θα βοηθήσει ο Θεός. «Σωτηρία λέει, των δικαίων παρά Κυρίου, και υπερασπιστής αυτών έστιν εν καιρώ θλίψεώς».
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.149-150)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 15
Στίχ. 11-32. Η παραβολή του ασώτου υιού
15.14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ(1)
κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς(2) ἤρξατο ὑστερεῖσθαι(3).
14 Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη,
και άρχισε κι αυτός να στερείται.
(1) Η ελευθερία της απόλαυσης δεν είναι απεριόριστη,
όπως φαντάζεται ο αμαρτωλός. Έχει 2 ειδών όρια. Τα μεν προέρχονται
από το ίδιο το άτομο και τέτοια είναι η αηδία, οι τύψεις της συνείδησης,
το συναίσθημα της μόνωσης, η κατάπτωση από τα ελαττώματα·
τα άλλα προέρχονται από κάποιες δυσμενείς περιστάσεις εξωτερικές,
τα οποία εδώ εκπροσωπούνται από την πείνα, η οποία ήλθε κατά τη στιγμή αυτή.
Οι δυσμενείς αυτές συνθήκες είναι συμφορές οικιακές ή δημόσιες, ατυχήματα,
ασθένειες κλπ. οι οποίες συντελούν ακόμη περισσότερο στο να πέσει
η ψυχή του αμαρτωλού, ο οποίος δοκιμάζει τώρα την έσχατη αθλιότητα
από την θεία εγκατάλειψη (g). Το έργο της θείας πρόνοιας εκδηλώνεται
με συμπτώσεις. Ακριβώς όταν ο άσωτος τα δαπάνησε όλα, τότε έπεσε η πείνα (p).
Αξιόλογη και η επόμενη ερμηνεία: «όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι
του θείου φόβου, εκεί υπάρχει πείνα ισχυρή, όχι ψωμιού, αλλά αρετής·
όπου υπάρχει ευφορία κάθε κακού, εκεί υπάρχει αφορία κάθε καλού» (Ζ).
«Πείνα ισχυρή γίνεται, όχι πείνα ψωμιού, αλλά πείνα του να ακούσει λόγο Κυρίου» (Θφ).
Παριστάνει αυτό την χειροτέρευση, στην οποία περιέρχεται ο αμαρτωλός,
που απέρριψε το έλεος που του επέδειξε ο Θεός, τις νύξεις του Πνεύματος
και τις προτροπές της συνείδησής του. Όλα αυτά απωθήθηκαν για την απόλαυση
των αισθήσεων με αποτέλεσμα την πλήρη φτώχεια του αμαρτωλού.
Η καρδιά του πλέον γίνεται στείρα και στερημένη από κάθε αγαθό,
και η κατάστασή του είναι όμοια με χώρα, στην οποία κυριαρχεί στέρηση
και πείνα ισχυρή και ξένη με κάθε ανακούφιση.
Διότι ο ουρανός έγινε για αυτόν χάλκινος. Οι δροσιές του Θεού αποσύρθηκαν
και αυτός έγινε σαν γη σιδερένια. Ο αμαρτωλός στερούμενος από κάθε
παρηγοριά και ενίσχυση θεία είναι ελεεινά και άθλια φτωχός. Εκείνο το οποίο
ονειρευόταν ως ευτυχία ο αμαρτωλός απομακρυνόμενος από το Θεό, για να ζει
ελεύθερος από τον έλεγχό του και την επιτήρησή του, αυτό ακριβώς υπήρξε
η δυστυχία του και προκάλεσε την απογοήτευσή του.
(2) Δεν ήταν ανάμεσα στους τελευταίους που καταπιέζονταν από την πείνα (b).
(3) Η λέξη φανερώνει το απόλυτο κενό καρδιάς, η οποία αφού θυσίασε τα πάντα
στην ηδονή, δεν βρίσκει πλέον μέσα της και γύρω της παρά αντικείμενα λύπης
και απογοήτευσης (g). Άρχισε «να είναι φτωχός, αφού του ξεγλίστρησε κάθε αγαθό
και του απέμεινε μόνη η αδυναμία αυτοσυγκράτησης» (Ζ).
...Μετά εν έτος της αφίξεώς μου εις το Άγιον Όρος εκάρην μοναχός υπό του πνευματικού Χριστοφόρου Τσιμαράτου και ωνομάσθην Ιωακείμ.
Επεδόθην δε μετά ζήλου και αυταπαρνήσεως εις τους ασκητικούς κόπους και εις τους της καλύβης. Δεν είχον γνώσιν του «μηδέν υπέρ άγαν» [μην κάνεις κάτι υπερβολικό]. Δεν εβράδυνε δε ένεκα των υπερβολικών κόπων να διαταραχθή η υγεία μου.
Το 1880 ένεκα και μικρού κρυολογήματος ησθανόμην πόνον εις το στήθος. Το δε 1881 ο πόνος ηύξησε και μετά των φλεγμάτων εξήρχετο αίμα. Το δε 1882 έπασχον πολύ· η δε αιμοπτυσία ηύξησεν αρκετά.
Εξετάσας με δε ο ιατρός Χαριτάτος εν Καρυαίς, είπε μοι, ότι είμαι φθισικός. Έπασχον, ως είπον, ουχί μόνον εκ της ασθένειας, αλλά και εκ διαλογισμών, οίτινές με έφερον απελπισίαν, ώστε παρεκάλουν την Δέσποιναν ημών Θεοτόκον να αποθάνω, διά να μη γίνω βάρος ένεκα της ασθενείας και εκ των διαφόρων διαλογισμών.
Η Δέσποινα του κόσμου δεν με εγκατέλειπεν, αλλ’ ήλθε προς βοήθειάν μου.
Εφανερώθη και το σκότος εκείνο της απελπισίας διελύθη· εφανερώθη δε ούτω πως.
Το δεύτερον Σάββατον της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ηγέρθημεν το μεσονύκτιον, κατά το σύνηθες, όπως αναγνώσωμεν την ακουλουθίαν του όρθρου. Και ο μεν γέρων Χριστοφόρος μετά του Ιερομόναχου Συνεσίου εισήλθον εις την μικράν εκκλησίαν της καλύβης και ανεγίνωσκον την ακολουθίαν, εγώ δε έξωθεν της εκκλησίας εζύμωνα το άλευρον, ίνα ποιήσωμεν άρτον.
Ενώ δε εζύμωνα, έπασχον δεινώς εκ των απελπιστικών διαλογισμών. Περί την 4ην του μεσονυκτίου ετελείωσεν η ακολουθία και εξήλθον της εκκλησίας ο Χριστόφορος και ο ιερομόναχος Συνέσιος και εκάθησαν εις τον διάδρομον έξωθι της εκκλησίας, έως να έλθη η ώρα και πορευθώσιν εις το Κοιμητήριον, ίνα λειτουργήση ο Συνέσιος, κοινωνήση δε ο πνευματικός Χριστοφόρος.
Εγώ καλύψας την ζύμην, ίνα γίνη, εισήλθον εις το δωμάτιόν μου, ίνα αναπαυθώ ολίγον.
Εκάθησα επί της κλίνης μου και εστηρίχθην εις τον τοίχον και παρεκάλουν την Κυρίαν ημών Θεοτοκόν ίνα αποθάνω, διότι την στιγμήν εκείνην ευρισκόμην εις δεινήν ψυχικήν οδύνην.
Ενώ δε εστέναζον βαρύθυμος [περίλυπος], αίφνης έλαμψεν ενώπιόν μου άπλετον φως.
Εγώ δε φοβηθείς εβόησα: «Παναγία μου».
Και ατενήσας βλέπω εντός του φωτός την Δέσποιναν του κόσμου, την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, όλην φωτεινήν και ανεδίδοντο εκ τε του προσώπου αυτής και των ιματίων αυτής λάμψεις φωτειναί.
Ενώ δε ητένιζον [κοιτούσα] προς την Θεοτόκον, αίφνης ηρπάγην [αρπάχτηκα] εις τον αέρα και έστην [στάθηκα] εις τα δεξιά της Θεοτόκου.
Τότε η Θεοτόκος εκτείνασα [απλώσας] την χείρα λέγει μοι·
– Βλέπεις;
Ατενίσας δε ένθα εδείκνυεν [κοιτάζοντας εκεί που έδειχνε] η χειρ της Θεοτόκου, βλέπω εις το έδαφος του δωματίου το σώμα μου ύπτιον [ανάσκελα]! Εκ δε του στόματός μου εξήρχοντο δύο κρίνοι έχοντες μόνον φύλλα ξιφοειδή, επιμήκη και καμπύλα· εις έκαστον δε φύλλον ήσαν γεγραμμέναι διά χρυσών γραμμάτων αι λέξεις· «Υπεραγία Θεοτόκε». (Είδον και ανέγνωσα τας λέξεις ταύτας).
Η δε Θεοτόκος λέγει μοι:
– Εις κρίνος της ψυχής και εις του σώματος· όστις έχει την ελπίδα του προς με δεν φοβείται ούτε εδώ, ούτε εις την άλλην ζωήν.
Και συν τω λόγω έγινεν άφαντος, εγώ δε ευρέθην, ένθα εξ αρχής ήμη ακουμβισμένος εις τον τοίχον· πώς δε εγώ ήμην εις τον αέρα και το σώμα μου εις το έδαφος του δωματίου και πώς συγχρόνως ήκουον τας ομιλίας του γέροντος Χριστοφόρου και ιερομόναχου Συνεσίου και τους λόγους της Θεοτόκου δεν γνωρίζω.
Συνέβη άρα εις εμέ; Ως λέγει δ απόστολος Παύλος· «Οίδα άνθρωπον, λέγει, εν Χριστώ προ ετών δεκατεσσάρων… ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 2-4).
Ομολογώ ότι την στιγμήν εκείνη, τι συνέβη εις εμέ δεν δύναμαι να εννοήσω.
Από της στιγμής όμως εκείνης το σκότος εκείνο της ψυχής διελύθη και οι δεινοί διαλογισμοί εξηφανίσθησαν.
Η δε καρδία μου επληρώθη χαράς· εκ δε της συγκινήσεως έχυνεν άφθονα δάκρυα.
(από το βιβλίο, Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη, «Απομνημονεύματα, Άγιον Όρος-Ιεροσόλυμα», έκδοση Ιεράς Καλύβης Σύναξις των Αγίων Αναργύρων, Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος)
Δώσε στον νου σου, λένε οι Πατέρες, σαν εργασία την αδιάλειπτο προσευχή και
ουδέποτε ο νους θα στερηθεί του θείου φωτός.
Η ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει αυτή τη μέθοδο της προσευχής.
Η μονολόγιστος νοερά προσευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
είναι απλή μεν στην ακοή, αλλά στην εφαρμογή είναι δύσκολη και θέλει αγώνα,
όμως παράγει πολλούς πνευματικούς καρπούς.
Επαναλαμβανόμενο το όνομα του Χριστού μέσα στον νου του ανθρώπου τον εξαγιάζει
και του δίνει πνευματική εργασία, ώστε να εκδιώκονται οι ακάθαρτοι και πονηροί λογισμοί.
Η προσευχή ήταν η κύρια εργασία του νου του ανθρώπου μέσα στον Παράδεισο.
(Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος)