"Θεολόγος είσαι; Να μας μιλήσεις"
Επείσθην και εγώ και, πράγματι, την επομένη Κυριακή,
(δε θυμούμαι τώρα ακριβώς την ημερομηνία, ήταν Σεπτέμβριος),
πήγα πρωί πρωί στον Άγιο Γεράσιμο. Ο Γέροντας βρισκόταν στην
Αγία Πρόθεση και έκανε και την προετοιμασία για τη Θεία Λειτουργία
στην Πρόθεση. Εγώ, επειδή συνήθιζα να πηγαίνω στο Ιερό, μπήκα στο Ιερό.
Ο Γέροντας ήταν αφοσιωμένος στην Αγία Πρόθεση.
Περίμενα κάποια στιγμή να τελειώσει, να τον χαιρετίσω, να του ασπασθώ
το χέρι και να έρθω σε μια πρώτη επαφή. Όντως, μετά από κάμποση ώρα,
όταν κάλυψε την Αγία Πρόθεση, στράφηκε προς το μέρος μου
και εγώ του έβαλα μετάνοια και του φίλησα το χέρι.
Ο Γέροντας με καλωσόρισε με τούτα τα λόγια:-Καλώς τονε,
Θεολόγος είσαι;- Ναι, Γέροντα. -Αφού βρέθηκες εδώ, να μας μιλήσεις.
-Άμα έχω την ευλογία σας...
Αφού συλλογίστηκα λίγο, γιατί δεν είχα σκεφτεί και την ευαγγελική
περικοπή, που θα ανεγινώσκετο εκείνη τη μέρα, του λέω:
-Γέροντα, αν είναι δυνατό να δω λίγο την ευαγγελική περικοπή,
αν και δεν πρέπει να γίνεται έτσι πρόχειρα το κήρυγμα.
Θα πρέπει κανείς να προετοιμάζεται, αλλά εφόσον εσείς το προτείνετε,
το δέχομαι. -Μου έδωσε πράγματι το Ευαγγέλιο, διάβασα την περικοπή
και μετά το τέλος, έρχεται ξανά και μου λέει: -Πού θα μιλήσεις;
Μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου ή στο κοινωνικό, πού έρχονται
οι περισσότεροι,
για να ωφελήσουμε περισσότερους ανθρώπους.
[Ί 155π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, ΆγιοςΠορφύριος, εκδ. Ι. Μονή
Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.236-237)
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι η αιώνια αυγή της ψυχής μου και ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς)
Η αγάπη του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο
“Αυτός είναι ο ικέτης μου! Αυτός είναι ο αρεστός μου!”
Ο Άγιος Ιουστίνος (Πόποβιτς) από παιδί ως πηγή θείας εμπνεύσεως, είχε την ανάγνωση του Ευαγγελίου και την ανάγνωση των Συναξαριών και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άγιοι του Θεού, που είναι η ζώσα ομοίωση του Χριστού, ήταν μόνιμοι και καθημερινοί οδηγοί και δάσκαλοί του. Γι’ αυτό και σημείωνε: «Και οι σημερινοί χριστιανοί μπορούν να είναι αληθινοί χριστιανοί μόνο εάν οδηγούνται ημέρα με την ημέρα από τους αγίους του Θεού».
Ο νέος και θεοφιλής Μπλάκογιε, όπως και αργότερα ως μοναχός Ιουστίνος, παρέδωσε ολόκληρο τον εαυτό του σε καθημερινή καθοδήγηση από τους αγίους του Χριστού, ιδιαίτερα και εξαιρετικώτερα από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τον οποίο από παιδί υπερβολικά αγαπούσε και στον οποίο με παιδική ειλικρίνεια και γλυκύτητα διαρκώς προσευχόταν.
Να, μερικά δικά του αισθήματα αγάπης και προσευχών που αναφέρονται στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο:
«Κάποια αίσθηση ελεήμονος εγγύτητας του αγίου Χρυσοστόμου προς εμένα τον παναμαρτωλό. Αρπάζεται η ψυχή μου προς αυτόν με προσευχή: Δυνάμωσέ με στην προσευχή με την δική σου προσευχητικότητα. Αξίωσέ με να ασκηθώ με τους αγώνες σου. Η σιωπή του Ουρανού βαδίζει στην ψυχή μου και η χαρά με συνεπαίρνει επειδή έχω τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο » (σημείωση στο ημερολόγιό του [u Dnevniku],το έτος 1923).
Ακόμη και τούτο:
«Ποθητέ Πάτερ Χρυσόστομε, κάθε σκέψη προς εσένα είναι για μένα γιορτή και χαρά, πνευματική αγαλλίαση, αρωγός, υγεία και ανάσταση. Ο άγιος Χρυσόστομος είναι η αιώνια αυγή της ψυχής μου και ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτός είναι το πρόσωπο του πιο αγαπητού μεσολαβητή. Αυτός είναι η πιο εύγλωττη θεόσδοτη γλώσσα του ουρανού και της γης, με την οποία γη φανερώνει στον ουρανό τους αναστεναγμούς της, τους πόνους της, τις ελπίδες της, τις προσευχές της».
Υπάρχουν αναμφίβολα μερικά «κεκρυμμένα» μυστήρια στην ζωή του αγίου πατρός Ιουστίνου, στην σχέση του προς τον Κύριο, με τις πρεσβείες της Θεοτόκου και του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Και ο ίδιος ο άγιος Σάββας ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας (1169–1236), όταν ήταν ακόμη νέος μετά την Υπεραγία Θεοτόκο, πιο πολύ αγαπούσε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, για τον οποίον έκτισε και εκκλησία, όπως και ο άγιος πατήρ Ιουστίνος έκτισε ναό του αγίου Χρυσοστόμου, ή καλύτερα του Χριστού, ο Οποίος ζούσε σε αυτόν τον άγιο και δια μέσου του οποίου ενεργούσε και ομιλούσε.
Μια αρκετά μεταγενέστερη εμφάνιση του αγίου Ιωάννου μάς φανερώνει ένα μέρος αυτού του οικείου πνευματικού και αγίου μυστηρίου, για το οποίο ο άγιος πατέρας μας Ιουστίνος μάς άφησε περιγραφή ως γραπτή προσωπική μαρτυρία (στο εγχειρίδιό του και μικρό ιερατικό και ευχολόγιο):
«Κατά την παραμονή της εορτής του αγίου Προφήτη Ιερεμία, 1/14 Μαΐου του έτους 1955, στην περιοχή Λέσκοβατς –σημειώνει– βλέπω τα μεσάνυκτα στο όνειρό μου τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, με χρυσόλαμπρο αρχιερατικό φελώνιο και βαρύτιμο χρυσό Ευαγγέλιο στα χέρια του, να έρχεται προς εμένα κι εγώ να τρέχω να τον συναντήσω. Πέφτω μπροστά στα πόδια του και του φιλώ τα άμφια και τα πόδια. Αυτός δε, με αρχιερατική αυστηρότητα, τοποθετεί το άγιο Ευαγγέλιο στο κεφαλι μου και διαβάζει. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, τον ρώτησα με χαρά τι διαβάζει, κι εκείνος μου απάντησε: “Από το δικό μου το Ευχολόγιο”. Αισθάνθηκα τότε μια γλυκύτατη και ανείπωτη χαρά στην ψυχή. Ξύπνησα με την ίδια διάθεση. Για πολύ διαρκούσε μέσα μου αυτή η χαροποιός αγαλλίαση και η απερίγραπτη ηδύτητα». Παρεμφερής με αυτήν την εμπειρία αλλά ταυτόχρονα και ανεξάρτητη είναι και η μαρτυρία ενός πνευματικού παιδιού του Αγίου Ιουστίνου, το οποίο, το φθινόπωρο του έτους 1966, είδε στο όνειρό του το παρακάτω όραμα : Βλέπει τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στο κελλί του αρχιμανδρίτη τότε πατρός Ιουστίνου, τον άγιο Ιουστίνο να κανει μετάνοιες και τον άγιο Χρυσόστομο να τον ευλογεί και να λέγει : “Αυτός είναι ο ικέτης μου! Αυτός είναι ο αρεστός μου!”
Έτσι καθοδηγείτο αυτός ο θεοφιλής και φιλόχριστος ασκητής, ο νεαρός σπουδαστής Μπλάγκογιε, πριν απ’ όλους τους άλλους οδηγούς και διδασκάλους, καθώς χειραγωγείτο με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, ενώ παράλληλα ήταν παραδομένος στον Θεάνθρωπο Χριστό, έχοντας ως ασφαλείς ποδηγέτες τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, τους αγίους δηλαδή του Θεού, προς τους οποίους έτρεφε τέτοια αγάπη, ώστε σε αυτούς είχε αφιερώσει όλη του την ζωή, ερευνώντας και διδάσκοντας την πίστη τους, την εμπειρία τους, αλλά και την χαρμόσυνη αγγελία τους για τον Θεάνθρωπο Χριστό …
(π. Αθανασίου Γιέβτιτς, Βίος του οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς, κεφ. 5, σελ 36-39. εκδ Ν. Παναγόπουλου.
Αλεξίου Παπαγόπουλου, πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς Βίος και Πολιτεία, σελ. 12, 23, 26, 30-31, ‘’Διψώ’’ Ι.Ν. Αναλήψεως Ψαροφάι, Πάτρα 1995)
Ο Θεός βρίσκεται παντού. Και σαν βρει καρδιά που δεν Του εναντιώνεται, καρδιά ταπεινή, μπαίνει μέσα της και τη γεμίζει χαρά. Τόση είναι η χαρά της καρδιάς που έχει μέσα της το Θεό, ώστε κολλάει πάνω Του και δεν θέλει ποτέ να Τον αποχωριστεί.
Σε καρδιά φουσκωμένη από εγωισμό δεν πλησιάζει ο Κύριος. Κι έτσι αυτή καταθλίβεται, μαραζώνει και σιγολιώνει, βυθισμένη στην άγνοια, τη λύπη και το σκοτάδι.
Όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε, μόλις στραφούμε με μετάνοια και πόθο προς τον Κύριο, η θύρα της καρδιάς μας ανοίγει σ’ Εκείνον. Ηεσωτερική ακαθαρσία ξεχύνεται έξω, για να παραχωρήσει τη θέση της στην καθαρότητα, την αρετή, τον ίδιο το Σωτήρα, τον μεγάλο Επισκέπτη της ψυχής, τον κομιστή της χαράς, του φωτός, του ελέους.
Θείο δώρο είναι αυτή η ευλογημένη κατάσταση, όχι δικό μας κατόρθωμα. Και αφού είναι δώρο, πρέπει να ευχαριστούμε το δωρητή με ταπείνωση.
Ταπείνωση! Η βάση κάθε αρετής και η προϋπόθεση της πνευματικής καρποφορίας! Έχετε ταπείνωση; Έχετε το Θεό. Τα έχετε όλα! Δεν έχετε ταπείνωση; Τα χάνετε όλα!
Να συντηρείτε, λοιπόν, στην καρδιά σας το αίσθημα της ταπεινοφροσύνης. Η φυσική και ομαλή σχέση μας με το Θεό προϋποθέτει καρδιά έμπονη, συντριμμένη και ολοκληρωτικά αφοσιωμένη σ’ Αυτόν, καρδιά που μυστικά αναφωνεί κάθε στιγμή: «Κύριε, εσύ τα γνωρίζεις όλα· σώσε με!». Αν παραδοθούμε στα χέρια Του, η σοφή και άγια βουλή Του θα κάνει μ’ εμάς και σ’ εμάς ό,τι είναι πρόσφορο για τη σωτηρία μας…
Το έργο της αδιάλειπτης προσευχής δεν είναι μόνο για τους ησυχαστές, αλλά για όλους τους χριστιανούς, στους οποίους ο Κύριος, μέσω του αγίου αποστόλου, παραγγέλλει: «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Υπάρχουν διάφορες βαθμίδες προσευχής μέχρι την αδιάλειπτη. Όλες είναι έργο του Θεού, που παρακολουθεί τις καρδιές των ανθρώπων εξίσου, ανεξάρτητα από την ιδιότητα τους ως μοναχών ή κοσμικών. Και όταν μια καρδιά, όποια κι αν είναι, στρέφεται σ’ Αυτόν, την πλησιάζει με αγάπη και ενώνεται μαζί της.
Πώς διατηρείται στην καρδιά ο φόβος του Θεού
Ο φόβος του Θεού είναι γέννημα της πίστεως και προϋπόθεση της πνευματικής προκοπής. Όταν εγκατασταθεί στην καρδιά, σαν τον καλό νοικοκύρη τα ταχτοποιεί όλα. Έχουμε φόβο Θεού; Αν ναι, ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο, που μας τον έδωσε, και ας τον φυλάξουμε σαν πολύτιμο θησαυρό. Αν, όμως, δεν τον έχουμε, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τον αποκτήσουμε, γνωρίζοντας ότι για την έλλειψή του ευθύνονται η απροσεξία και η αμέλειά μας.
Από το φόβο του Θεού γεννιέται η μετάνοια, η συντριβή, το πένθος για τις αμαρτίες. Μακάρι το αίσθημα αυτό, ο πρόδρομος της σωτηρίας, να μην απομακρύνεται ποτέ από την καρδιά!
Για να διατηρηθεί μέσα μας ο φόβος του Θεού, πρέπει να κρατάμε αδιάλειπτη τη μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως, ενωμένη με τη συναίσθηση της παρουσίας του Κυρίου: Ο Θεός είναι πάντα κοντά μας και μέσα μας, βλέποντας, ακούοντας και γνωρίζοντας τα πάντα, ακόμα και τους πιο κρυφούς λογισμούς μας.
Όταν αυτή η τριάδα -φόβος Θεού, μνήμη θανάτου, συναίσθηση θείας παρουσίας- εγκατασταθεί μέσα μας, τότε η προσευχή ξεχύνεται από την καρδιά αυθόρμητα· τότε η ελπίδα της σωτηρίας γίνεται στερεή.
Το φόβο του Θεού τίποτα δεν τον διατηρεί τόσο, όσο η μνήμη της φοβερής Κρίσεως. Η μνήμη, όμως, αυτή δεν πρέπει να μας δημιουργεί αθυμία, αλλά να μας εμπνέει αγωνιστικότητα και μετάνοια. Ας προσπαθούμε να μένουμε αμόλυντοι από το ρύπο της αμαρτίας. Κι αν κάποτε-κάποτε αμαρτάνουμε, ας καθαριζόμαστε με την Εξομολόγηση. Έτσι, ελπίζοντας πάντα στο έλεος του Θεού, δεν θα λιποψυχούμε. Ο Κριτής μας, άλλωστε, είναι σπλαχνικός και φιλάνθρωπος. Δεν ψάχνει να βρει κάτι για να μας καταδικάσει. Απεναντίας, ψάχνει κάτι, το παραμικρό, για να μας δικαιώσει.
Θεός και συνείδηση
Αν εγκάρδια αποφασίσετε να υπακούετε πάντοτε στον Κύριο και μ’ ολόκληρη την πολιτεία σας να ευαρεστείτε Εκείνον μόνο, κι αν ύστερα, σε κάθε αδιέξοδο και κάθε ανάγκη σας, στρέφεστε με πίστη και αφοσίωση πάλι σ’ Εκείνον μόνο, τότε να είστε βέβαιος ότι όλα στη ζωή σας, τόσο την πνευματική όσο και την εγκόσμια, θα εξελίσσονται με επιτυχία. Είναι μεγάλο πράγμα να συνειδητοποιήσει κανείς ότι χωρίς το Θεό τίποτα δεν μπορεί να κάνει και, αφού το συνειδητοποιήσει, να καταφεύγει με εμπιστοσύνη στη βοήθειά Του.
Εκείνον μόνο, κι αν υστέρα, σε κάθε αδιέξοδο και κάθε ανάγκη σας, στρέφεστε με πίστη και αφοσίωση πάλι σ’ Εκείνον μόνο, τότε να είστε βέβαιος ότι όλα στη ζωή σας, τόσο την πνευματική όσο και την εγκόσμια, θα εξελίσσονται με επιτυχία. Είναι μεγάλο πράγμα να συνειδητοποιήσει κανείς ότι χωρίς το Θεό τίποτα δεν μπορεί να κάνει και, αφού το συνειδητοποιήσει, να καταφεύγει με εμπιστοσύνη στη βοήθειά Του.
Η συνείδηση πρέπει να κατευθύνει σωστά τη ψυχή και να την πληροφορεί αλάθητα για το αγαθό σε κάθε περίσταση. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να το κάνει, αν δεν είναι καθαρή και φωτισμένη. Ας την καθαρίσουμε, λοιπόν, με την άσκηση και την τήρηση των εντολών του Κυρίου, που απαλλάσσουν την καρδιά από τα πάθη, και ας τη φωτίσουμε με το θείο φως, μελετώντας το Ευαγγέλιο. Από κει θα αντλήσουμε τους σοφούς κανόνες, με τους οποίους θα χειραγωγήσουμε τη συνείδηση μας στο άγιο θέλημα του Θεού.
(πηγή: Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής» -επιλογές-, Ι.Μ.Παρακλήτου)
497. Τι άλλο είναι ο άνθρωπος από την εικόνα του Θεού πάνω στη γη; Ας μην απορούμε λοιπόν αν ο Θεός φανερώνεται μες από υλικές εικόνες και μιλά μες απ’ αυτές, γιατί όλα μπορεί να τα κάνη ο Θεός (πρβλ. Μάρκ. θ’ 23). Όταν χρειάσθηκε, κάποτε, ο Θεός μίλησε και με το στόμα ενός ταπεινού υποζυγίου, της όνου του Βαλαάμ (Αριθμ. κβ’ 28).
498. Για τους ευλαβικούς αγιογράφους: Τόσο ζωντανή και αληθινή είναι, λέμε κάποτε για μια προσωπογραφία, ώστε μόνο η φωνή της λείπει. Αν ο άνθρωπος είναι ικανός, με την τέχνη του, να δίνη ζωή στην άψυχο ύλη, τι μπορεί να είναι αδύνατο για τον Θεό; Γιατί δεν θα μπορούσε να δώση ζωή σε μία εικόνα και να την κάμη να μιλά στις ψυχές; Μονάχα η φωνή λείπει από την εικόνα, που τα χέρια σου έφτιαξαν, άνθρωπε. Άφησε τώρα τον Κύριο να συμπληρώση το έργο του. Θα δώση στην εικόνα και φωνή.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 208-209)