478. Να είσαι ζηλωτής της αγάπης. Όλα θα παρέλθουν, η αγάπη όμως θα μείνη στον αιώνα, όπως και ο Θεός, που είναι Αγάπη.
479. Ο λόγος στα στόματα μερικών είναι πνεύμα και ζωή, ενώ στα στόματα άλλων είναι γράμμα νεκρό (κατά την προσευχή και το κήρυγμα). «Τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν» (Ιω. στ’ 63). Έτσι πρέπει να είναι και τα δικά μας λόγια, εφ’ όσον είμαστε εικόνες του Θεού και Λόγου.
480. Ο πατέρας και η μητέρα θεωρούν ως φυσικό και αναγκαίο να δίνουν στα παιδιά τους την καθημερινή τροφή. Δεν τους δίνουν αντί ψωμιού λιθάρι και αντί ψαριού φίδι. Ό,τι κάνουν λοιπόν οι θνητοί και αμαρτωλοί άνθρωποι, κάνει –και πολύ περισσότερο- ο αθάνατος και πανάγιος Θεός, ο Ουράνιος Πατήρ μας. «Οὖν εἰ ὑμεῖς ὄντες πονηροὶ (δηλαδή αμαρτωλοί) ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;» (Ματθ. ζ’ 11).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 202)
"Μην κατακρίνεις ακόμη κι αν βλέπεις"
Να προσέχεις την κατάκριση, μου λέει μια άλλη μέρα ο Γέροντας,
και μου είπε το εξής περιστατικό για να αποφεύγω κάθε συζήτηση
γι' αυτή, όσο δίκαιο κι αν νομίζω πώς έχω.
"Είχε πάει μια μέρα μια γυναίκα σε έναν Παπά για να εξομολογηθεί.
Ήταν από κάποιο χωριό που φορούν και μεσοφόρια. Τα ξέρεις;
Τα ξέρω, του λέω. Λοιπόν, αφού εξομολογήθηκε, σηκώθηκε να φύγει.
Όμως δεν έκανε πέρα, αν δεν του άφηνε κάτι για να τον ευχαριστήσει
και επειδή έτσι αισθανόταν καλύτερα. Προσπάθησε λοιπόν να σηκώσει
το πάνω φόρεμα για να βγάλει από το μεσοφόρεμα κάτι χρήματα που είχε,
αλλά μαζί με το πανωφόρεμα πιάνει και το μεσοφόρεμα μαζί κατά λάθος,
το σηκώνει ψηλά, και της φανήκαν τα πόδια της.
Τη στιγμή αυτή μπήκε κάποιος μέσα και είδε τη στάση της γυναίκας
και πήγε και κατήγγειλε τον Παπά για άσεμνες στάσεις και τον τιμώρησαν
μάλιστα με τρεις μήνες αργία. Σε όλο αυτό το διάστημα της αργίας του ο
παπάς αυτός ευχαριστούσε και δοξολογούσε το Θεό γι' αυτή τη δοκιμασία
που του έδωσε. Το χάρηκε πάρα πολύ. Είδες όμως τί έπαθε ο αδελφός μας,
παιδί μου; Ενώ είδε κάτι το άσεμνο, και κατέκρινε τον παπά,
δεν ήταν έτσι όπως του το παρουσίασε ο πονηρός.
Γι' αυτό σου λέω, πρόσεχε πολύ, πρόσεχε".
Ναι, Παππούλη μου, του είπα, θα προσέχω.
[Τζ 110π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.231-232)
Μακάριοι όσοι έπιασαν επαφή με τον Ουράνιο Σταθμό
-Γέροντα, τι σημαίνει για σας η προσευχή;
Στέλνω σήμα, ζητώ βοήθεια. Ζητώ συνεχώς βοήθεια από τον Χριστό
από την Παναγία, από τους Αγίους, για τον εαυτό μου και για τους άλλους.
Αν δεν ζητήσω, δεν θα μου δώσουν. Θυμάμαι στον ανταρτοπόλεμο
μας είχαν κυκλώσει σφιχτά χίλιοι εξακόσιοι αντάρτες.
Εμείς ήμασταν όλοι κι όλοι εκατόν ογδόντα στρατιώτες οχυρωμένοι
πίσω από έναν βράχο. Αν μας έπιαναν, θα μας σκότωναν.
Προσπάθησα να στήσω κεραία, για να πιάσω επαφή με το Κέντρο.
Δεν μπόρεσα, κοβόταν η κεραία από τα πυρά. Ο λοχαγός φώναζε:
«Άφησε τα αυτά έλα εδώ, βοήθησε να σβαρνίσουμε κανένα κιβώτιο χειροβομβίδες».
Γυρνούσε εν τω μεταξύ στα πολυβολεία και έκανε Επιθεώρηση.
Μόλις έφευγε, έτρεχα πάλι στον ασύρματο. Μέχρι να δώσει αυτός εντολές,
προσπαθούσα να στήσω κεραία και ξαναπήγαινα να βοηθήσω, για να μη φωνάζει.
Τελικά με ένα φτυάρι και ένα ξύλο έστησα την κεραία και κατάφερα να πιάσω επαφή.
Είπα δύο λέξεις. Εκείνο ήταν! Το πρωί ήρθε η αεροπορία και μας έσωσε.
Μικρό πράγμα είναι εκατόν ογδόντα άνδρες να είναι περικυκλωμένοι
από χίλιους εξακόσιους, και τελικά να σωθούν;
Από εκεί κατάλαβα την μεγάλη αποστολή του μοναχού, να βοηθάει με την προσευχή.
Λένε οι κοσμικοί: «Τι κάνουν οι καλόγεροι; Γιατί δεν βγαίνουν στον κόσμο,
να βοηθήσουν την κοινωνία;». Είναι σαν να λένε σε έναν ασυρματιστή:
«Τι κάνεις εκεί με τον ασύρματο; Άφησε τον ασύρματο,
πάρε ένα τουφέκι και έλα να πολεμήσεις».
Σε τίποτε δεν μας ωφελεί η επικοινωνία με όλους τους σταθμούς όλου του κόσμου,
εάν δεν έχουμε την ουράνια επικοινωνία και επαφή με τον Θεό,
για να ζητάμε και να παίρνουμε βοήθεια από Αυτόν.
Είναι μακάριοι όσοι έπιασαν επαφή με τον Ουράνιο Σταθμό και είναι δικτυωμένοι
με ευλάβεια με τον Θεό.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος ς΄, Περί προσευχής, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου
"Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ.21-22)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα
μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 14
Στίχ. 1-6. Η θεραπεία του υδρωπικού.
14.1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς οἶκόν
τινος τῶν ἀρχόντων(1) τῶν Φαρισαίων(2) σαββάτῳ(3)
φαγεῖν ἄρτον καὶ αὐτοὶ(4) ἦσαν παρατηρούμενοι(5) αὐτόν.
1 Ένα Σάββατο ο Ιησούς πήγε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου άρχοντα
για να φάει, και οι Φαρισαίοι τον παρακολουθούσαν.
(1) Δεν έχουμε ενδείξεις ότι υπήρχε κάποια ιεραρχία στη μερίδα των Φαρισαίων.
Διακρίνονταν όμως μεταξύ τους αυτοί που υπερείχαν στις γνώσεις,
τα τάλαντα και τον πλούτο (g).
(2) Μετά από αυτά που αναφέρθηκαν στο κεφ. ια (37-54), θα φαινόταν
ίσως εκπληκτικό πώς ο Κύριος δέχεται πάλι πρόσκληση Φαρισαίου για φαγητό (p).
Παρ’ όλα αυτά «υπήρχαν και στους φαρισαίους κάποιοι που ήταν
σε μισό βαθμό πονηροί και διαφορετικοί από τους άλλους.
Ακολουθούσε λοιπόν ο Χριστός, κάνοντας και εδώ το γεύμα αφορμή
για ωφέλεια του Φαρισαίου και όσων ήταν στο σπίτι του» (Ζ).
«Διότι φρόντιζε για την ωφέλεια των ψυχών
και για αυτό το λόγο έμπαινε στο σπίτι» (Θφ).
(3) Ήταν συνηθισμένο να γίνονται συμπόσια το Σάββατο και είχε αποβεί
παροιμιώδης η πολυτέλεια των συμποσίων κατά τα σάββατα (p).
(4) Οι οποίοι κατονομάζονται και στο σ. 3.
(5) «Οι υπόλοιποι Φαρισαίοι τον παρατηρούσαν εάν θα κάνει κάτι
σε αντίθεση με το νόμο την ημέρα του σαββάτου» (Ζ).
Πέρα από κάθε νόμο φιλοξενίας.
Είναι καθήκον αυτού που φιλοξενεί να αναλαμβάνει υπό την προστασία του
τον φιλοξενούμενο και να προλαβαίνει κάθε επιβουλή εναντίον του.
Οι Φαρισαίοι όμως και οι νομικοί, με την ανοχή αυτού που φιλοξενούσε,
παραμόνευαν όπως οι κυνηγοί πουλιών,
οι οποίοι περιμένουν για να παγιδέψουν πουλιά.
14.2 καὶ ἰδοὺ(1) ἄνθρωπός τις ἦν ὑδρωπικὸς(2) ἔμπροσθεν αὐτοῦ(3).
2 Τότε στάθηκε μπροστά του ένας άνθρωπος που έπασχε από υδρωπικία.
(1) Το «ιδού» υποδηλώνει ότι η παρουσία του υδρωπικού ήταν απροσδόκητη
από τους καλεσμένους, ίσως μάλιστα και από αυτόν τον ίδιο που φιλοξενούσε.
Δεν ήταν πάντως από τους καλεσμένους, όπως φαίνεται και από το απέλυσε στο σ. 4 (p).
(2) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά, συνηθισμένη όμως στους γιατρούς συγγραφείς (p).
Εδώ είναι επίθετο, οι γιατροί όμως, παρόλο που χρησιμοποιούν αυτό και ως επίθετο,
συχνότερα το παίρνουν ως ουσιαστικό (L).
(3) «Επειδή φοβήθηκε τους Φαρισαίους, δεν πλησίασε να ζητήσει να θεραπευτεί,
επειδή ήταν Σάββατο, αλλά μόνο στάθηκε μπροστά του, έτσι ώστε αφού τον δει
και τον σπλαχνιστεί, να τον θεραπεύσει» (Κ).
Έλεγε ο Γέροντας:
“Η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική είναι διδασκαλία.. μαλακώνει την ψυχή του ανθρώπου και σιγά – σιγά τη μεταρσιώνει σε άλλους κόσμους πνευματικούς, με τους φθόγγους αυτούς που σπέρνει ηδονή και τέρψη και ευχαρίστηση, ταξιδεύοντας σε άλλο κόσμο πνευματικό… Πράγματι έτσι είναι παιδιά, μην κοιτάζετε που τους ακούς να κάνουνε… Όταν κανείς σιγά – σιγά μπει σε μια τέτοια φόρμα πνευματική, έτσι αισθάνεται κι έτσι πρέπει να κάνει.
Μπορεί να γίνεις κι ένας εγωιστής ψάλτης και να κουνιέσαι και να αυτώνεσαι και να είσαι κούφιος· μπορεί να έχεις τη φωνή, να συγκινείς με τη φωνή σου, αλλά αυτός ο όντως άγιος που ψάλλει, αυτός έχει και κάτι άλλο, δεν έχει μόνο τη φωνή· μαζί με τη φωνή που εκπέμπεται με τα ηχητικά κύματα, εκπέμπεται και κάποια χάρη με άλλα κύματα, μυστικά, που αγγίζουν τις ψυχές των ανθρώπων και τις συγκινούν βαθύτατα.
Ο κούφιος, ας πούμε, μουσικός, ο εγωιστής, έχει αυτό. Κι ευχαριστεί έτσι. Ο άγιος μουσικός στέλνει και κύματα κύματα μαζί με τη φωνή του. Γίνεται ένα πολύ μεγάλο μυστήριο. Γι’ αυτό, εάν θα πάτε στο Άγιον Όρος και ακούσετε τους μοναχούς που ψάλλουν, και παγωμένη και πέτρινη καρδιά να έχεις, άμα ακούσεις… Να! το παράδειγμα: Αυτός ο μουσικός μπορεί να συγκινεί…”
(από το βιβλίο ‘Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου’)
O Ιωάννης Πάλλιος, μονάκριβος γιος του Σπυρίδωνος και της Αικατερίνης Ζ. Βρίκου, ορθοδόξων Ελλήνων εγκατεστημένων από χρόνια στην πόλη της μεσημβρινής Ιταλίας Βαρλέττα, στις αρχές Νοεμβρίου του 1861 και σε ηλικία οκτώ χρόνων, προσεβλήθη από βαρύτατο τυφοειδή πυρετό και πήγαινε διαρκώς στο χειρότερο επί δεκαεπτά ήμερες παρ’ όλα τα μέσα της ιατρικής. Το πρωί της 17ης μέρας το παιδί ήταν πολύ βαριά.
Η όψη του έδειχνε «ιπποκρατική» σύμφωνα με την ιατρική ορολογία, οι σφυγμοί νηματώδεις και σχεδόν σβησμένοι, τα άκρα ακίνητα και παγωμένα, η φωνή ανύπαρκτη και η αναπνοή ρογχώδης. Γενικά η κατάσταση του παρουσίαζε όλα τα σημάδια του ετοιμοθάνατου.
Γι’ αυτό η μητέρα του, που σ’ όλο το διάστημα της αρρώστιας δεν έπαψε να κλαίει και να ικετεύει γονατιστή τον άγιο Σπυρίδωνα, την τρομερή εκείνη στιγμή πολλαπλασίασε τους θρήνους και τις δεήσεις της και ξαφνικά σαν να την παρακινούσε θεία έμπνευση φώναξε: «Θέλω να γίνει αμέσως τηλεγράφημα στους συγγενείς μου στην Κέρκυρα, ν’ ανοίξουν τον άγιο και να κάμουν παράκληση για το Γιαννάκη μου.
Ο άγιος βέβαια με τη μεσιτεία του προς το Θεό θα μου τον σώσει και θα μου τον χαρίσει, γιατί τον παρεκάλεσα και τον παρακαλώ μ’ όλη την ψυχή και την καρδιά μου». Το τηλεγράφημα έγινε αμέσως και -ω του θαύματος!- κατά τις 11 το πρωί, τότε που ανοίχθηκε η λάρνακα του αγίου και έγινε η παράκληση, ενώ το παιδί βρισκόταν στην ίδια και χειρότερη από το πρωί κατάσταση, ξαφνικά το έπιασε μια σπασμωδική κίνηση όλου του σώματος. Οι εκεί παρόντες γιατροί το θεώρησαν αυτό σαν την τελευταία απόπειρα ζωής. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν η αποτίναξη και το διώξιμο της θανατηφόρας αρρώστιας, χάρη στη μεσιτεία του αγίου προς το Θεό. Γιατί μετά από λίγο πέρασαν οι σπασμοί και ακολούθησαν άφθονοι ιδρώτες. Ο νέος άνοιξε αμέσως τα μάτια του, ανέλαβε και όψη και σφυγμούς και γενικά όλα τα σημεία της ζωής, ώστε όλοι, και οι γιατροί ακόμη, θαύμασαν και φώναξαν: «Πραγματικά έγινε θαύμα. Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού».
Μετά από αυτό άρχισε η ανάρρωση, που προχωρούσε όμως κάπως αργά. Το παιδί έμενε ακόμη άφωνο και αυτό προξενούσε κάποια λύπη στους γονείς του. Αλλά ολοκληρώθηκε και η ανάρρωση. Με τις πρεσβείες του αγίου και θαυματουργού Σπυρίδωνος, στις 11 Δεκεμβρίου, την παραμονή της γιορτής του, λύθηκε και η γλώσσα του νέου και μίλησε. Έτσι αποκαταστάθηκε εντελώς η υγεία του, ώστε να δοξάζεται ο Θεός και ο πιστός του υπηρέτης και θαυματουργός Σπυρίδων.
Το επόμενο θαύμα διηγήθηκε ο μαθητής της Αστυνομικής Σχολής Κερκύρας Χρήστος Διαμαντούδης του Θεοχάρη, όπως το έζησε ο ίδιος. Το διηγήθηκε στην Ι. Μητρόπολη Κερκύρας και ήταν παρόντες ο Χαράλαμπος Κομνηνός του Βασιλείου, Αρχιφύλακας της Αστυνομίας Πόλεων, από τους Καββαδάδες Κερκύρας και ο Χρήστος Ι. Τσάτσαρης, μαθητής της Αστυνομικής Σχολής. Το επιβεβαίωσαν δε αυτόπτες μάρτυρες, μαθητές της Σχολής. Υπάρχει επίσης Πρακτικό της αφηγήσεως με τις υπογραφές των αυτόπτων μαρτύρων και του Χρ. Διαμαντούδη, με χρονολογία 14 Φεβρουαρίου 1935- Οι υπογραφές βεβαιώνονται με τη σφραγίδα της Σχολής και την υπογραφή του Διοικητού της Γ. Παπαδημητρίου.
Για το εκπληκτικό θαύμα που ακολουθεί έγραψε η εφημερίδα «Κέρκυρα» στις 14 Σεπτεμβρίου 1937, χωρίς να αναφέρει ημερομηνία κατά την οποία έγινε το θαύμα. Το καλοκαίρι του 1937 είχε πάει από την Τεργέστη στο Μάριεμπαντ της Αυστρίας, όπου και παραθέριζε, η οικογένεια Αφεντούλη, πρώην πολιτευτού της Θεσσαλίας. “Εμενε δε σ’ ένα από τα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλης, περιφραγμένο με κάγκελα. Μια μέρα (τέλος Ιουλίου ίσως, ή τον Αύγουστο), ο μικρός γιος τους, δεκαετής περίπου, ζήτησε άδεια από τη μητέρα του να πάει σ’ ένα κοντινό ζαχαροπλαστείο μ’ ένα συνομήλικο του. Μόλις βγήκε τρέχοντας από την καγκελόπορτα, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Το αυτοκίνητο τον ανέτρεψε, πέρασε από πάνω του και χάθηκε. Ο μικρός έμεινε αναίσθητος στο δρόμο. “Ένας διαβάτης τον βρήκε και τον μετέφερε στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Σύμφωνα με τη διάγνωση των γιατρών είχε πάθει κάταγμα του μετωπιαίου οστού με έκχυση εγκεφαλικής ουσίας. Φώναξαν αμέσως τους γονείς και τους ανακοίνωσαν ότι το κάταγμα ήταν πάρα πολύ σοβαρό και η κατάσταση του παιδιού απελπιστική. Οι γονείς κάλεσαν αμέσως τους πιο διακεκριμένους κρανιολόγους του Βερολίνου, της Βιέννης και των Παρισίων, και ήρθαν αυθημερόν αεροπορικώς. Η διάγνωση τους όμως ήταν η ίδια, ότι η κατάσταση του παιδιού ήταν απελπιστική. Βρισκόταν τότε εκεί και η μητέρα της γυναίκας του Αφεντούλη Μαρία, σύζυγος του Κερκυραίου Σπυρίδωνος Μάρμορα. Μόλις άκουσε ότι η επιστήμη δεν μπορεί να θεραπεύσει το μικρό εγγονό της, λυπήθηκε υπερβολικά. Ξαφνικά θυμήθηκε τον άγιο Σπυρίδωνα και μάλιστα έλεγε πώς τη διαβεβαίωνε ότι θα θεραπευτεί το παιδί. Αμέσως μ’ αυτό το συναίσθημα τηλεγράφησε στην πεθερά της στην Κέρκυρα ν’ ανοιχτεί η λάρνακα του αγίου και να ψάλει δέηση. Έτσι κι έγινε. Το ίδιο απόγευμα και κατά την ώρα της παρακλήσεως -θαύμα παράδοξο!- ο μικρός Αφεντούλης, αν και ήταν σε αφασία και ετοιμοθάνατος, άνοιξε τα μάτια του, είδε τη μητέρα του, της ψιθύρισε λίγες λέξεις και της άπλωσε τα χέρια του. Οι γιατροί που τον παρακολουθούσαν έμειναν κατάπληκτοι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Γιατί είχαν αναγνωρίσει την αδυναμία της επιστήμης να επέμβει και ότι μόνο με θαύμα θα ήταν δυνατή η θεραπεία του παιδιού. Πραγματικά. Η κατάσταση του από κείνη τη στιγμή διαρκώς καλυτέρευε και χωρίς επέμβαση της επιστήμης θεραπεύτηκε, χάρη στη θαυματουργική επέμβαση του αγίου Σπυρίδωνος.
Το θαύμα που ακολουθεί έγινε στις 11 Αύγουστου 1946, κατά το τέλος της λιτανείας του ιερού λειψάνου του αγίου.
Το μεταφέρουμε όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος».«Η αληθινή και γνήσια πίστις είναι προσόν και γνώρισμα καρδίας, η οποία απαραιτήτως σέβεται και ευλαβείται τον Θεόν, υπακούουσα δε εις τον Νόμον του αγωνίζεται εναντίον των πειρασμών και των δοκιμασιών δια να μη διαφθαρή και διαστραφή, δια να διατήρηση την ηθικήν της ελευθερίαν από την δουλείαν της αμαρτίας και να συμμορφώνεται με το θείον θέλημα. Τοιαύτη πίστις αληθινή και γνήσια, θερμή και σταθερά, ήτο εδραιωμένη και εις την καρδίαν της Αικατερίνης συζύγου Βασιλείου Υφαντή εξ Ιωαννίνων, οδός Καβάσιλα 16. Και η πίστις αυτή δια της χάριτος του αγίου Σπυρίδωνος εκ της παντοδυναμίας του Θεού εθαυματούργησε προχθές την 11ην Αυγούστου, κατά την Λιτανείαν του ιερού λειψάνου του αγίου, και απέδωσε εις την γυναίκα αυτήν την ομιλίαν και την κίνησιν εις το παράλυτο πόδι της, τας οποίας είχε χάσει προ πολλών ετών και τας οποίας οι ιατροί, εις τους οποίους κατέφυγε, δεν ημπόρεσαν έπι τόσα έτη να της αποδώσουν.
Ας αφήσωμεν όμως να ομιλήση η ιδία η θεραπευθείσα Αικατερίνη Υφαντή την 11ην Αυγούστου, ότε έγινε το θαύμα. «Προ οκτώ ετών, -διηγείται η ίδια η γυναίκα που εθεραπεύθη, επιβεβαιούν δε ο άνδρας της και άλλοι γνωστοί της από τα Ιωάννινα- έπαθα συμφόρησιν, από την οποίαν έχασα την ομιλίαν μου και μου παρέλυσε το δεξί χέρι, έπειτα δε από τέσσαρα χρόνια έπαθα πάλιν και άλλην συμφόρησιν από την οποίαν μου παρέλυσεν και το δεξί πόδι. Επί οκτώ χρόνια δεν ημπορούσα να ομιλήσω. Με πολύν κόπον και μεγάλην αγωνίαν κατόρθωνα μερικές φορές να προφέρω καμμίαν λέξιν, που μόλις ηκούετο, και έπειτα από πολλήν ώραν πάλιν με μεγάλην στενοχώριαν κατώρθωνα να προφέρω καμμίαν άλλην, η οποία όμως δεν είχε καμμίαν σειράν με την πρώτην λέξιν, και δι’ αυτό δεν ημπορούσε κανείς να καταλάβη τίποτε. Συνεννοούμην μόνον με νεύματα.
Μετά την δευτέραν δε συμφόρησιν έμενα συνεχώς παράλυτος εις το κρεββάτι, ακόμη και δια τας σωματικάς μου ανάγκας, ή με μετέφεραν με την κουβέρταν. Επήγα εις τους ιατρούς, οι οποίοι όμως με απήλπισαν ότι δεν θεραπεύομαι. Και τότε πλέον βασανισμένη και απελπισμένη από τους ιατρούς εγύρισα εις τον Θεόν και εις αυτόν εστήριξα τας ελπίδας μου. Τον δοξάζω δε και τον προσκυνώ που μ’ ελυπήθηκε.
Μίαν ημέραν αναστέναξα δυνατά, σαν να εφώναξα, και με πολλήν στενοχώρια επρόφερα τας λέξεις ‘Άγιος Σπυρίδων’ έμεινα δε πάλιν αμίλητη όπως και πρώτα. Ο άνδρας μου που ήτο κοντά και με άκουσε, εκατάλαβε ότι του εζητούσα να με φέρη να προσκυνήσω το λείψανο του αγίου και, χωρίς να διστάση καθόλου, πρόθυμα μου υπεσχέθη να ικανοποίηση την επιθυμίαν μου. Πράγματι δε την 10ην Αυγούστου, παραμονήν της Λιτανείας, με έβαλαν με τον Υιόν μου εις μίαν κουβέρταν και με μετέφεραν εις το αυτοκίνητον με το οποίον κατεβήκαμε εις Ηγουμενίτσαν, εκεί δε πάλιν με την κουβέρταν με μετέφεραν εις την βενζίναν, και το ίδιο πάλιν εδώ εις την Κέρκυραν από κάτω από το λιμάνι μέχρι εδώ εις την εκκλησίαν, που με έφεραν χθες το απόγευμα. Από χθες το απόγευμα μέχρι σήμερα το πρωί έμεινα ξαπλωμένη κάτω εις τις πλάκες της Εκκλησίας, και απ’ αυτήν την θέσιν παρηκολούθησα τον εσπερινόν χθες το βράδυ και την Λειτουργίαν σήμερα το πρωί. Εις το Κοινωνικόν μάλιστα τους έκαμα νόημα και με επήραν βαστακτά και εκοινώνησα. Την Λιτανείαν την παρηκολούθησα εις την αρχήν όπως έβγαινε από την εκκλησίαν απ’ εδώ έξω που είναι τα κάγκελα, όπου με επήραν ο άνδρας μου με τον Υιόν μου. Από την στιγμήν δε που αντίκρυσα τον Άγιον έκλαια από συγκίνησιν και επροσπαθούσα να ομιλήσω και να τον παρακαλέσω να με λυπηθή, αλλά παρ’ όλην την προσπάθειαν δεν το κατόρθωνα. Όταν επλησίαζε να τελείωση η Λιτανεία και οι μουσικές ηκούοντο που εγύριζαν, έκαμα νόημα του ανδρός μου να με βάλη εμπρός εις τα σκαλιά του Πρεσβυτερίου απ’ όπου θα επερνούσε ο άγιος. Εκείνος ποτέ δεν μου αρνήθηκε τίποτε, και, μόλις εκατάλαβε από τα νοήματα τι του εζητούσα, υπήκουσε αμέσως και με μετέφερε εκεί που του έδειξα. Οι αστυφύλακες μόλις με είδαν εκεί εμπρός εις τα σκαλιά του Πρεσβυτερίου, άρχισαν να με φωνάζουν και υποχρέωναν τον άνδρα μου να με σήκωση. Βλέποντες όμως την επιμονή μου και τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια μου συνεκινήθησαν και με άφησαν. Η συγκίνησης μου πλέον που θα με αξίωνε ο Θεός να πέραση ο άγιος απ’ επάνω μου ήταν μεγάλη. Αισθανόμουν μέσα μου ότι θα ανεκουφιζόμην. Αλήθεια! Μεγάλη η Χάρις του! Δοξασμένο το όνομα του! Σε λίγο ετελείωσεν η Λιτανεία. Εμβήκαν οι παπάδες εις την εκκλησίαν και συνέχεια εμβήκε και το λείψανο του αγίου, το οποίον επέρασε από επάνω μου. Αμέσως δε μόλις επέρασε το λείψανο έτρεξε ο άνδρας μου και βοηθούμενος από μίαν γυναίκα με εσήκωσαν δια να μη με πατήση ο κόσμος και μ’ επήραν εις το στασίδι. “Έπειτα από ένα τέταρτο όμως περίπου, αφού πλέον είχον τελειώσει όλα και είχον φύγει αρκετοί από την εκκλησίαν, αισθάνθηκα ότι ελύθηκε η γλώσσα μου και ότι έγινε το πόδι μου καλά. Εδοκίμασα αμέσως να ομιλήσω και χωρίς να στενοχωρηθώ καθόλου τα κατάφερα αμέσως. Εδοκίμασα και το πόδι μου και παραδόξως το εκίνησα. Αμέσως χαρούμενη επροσπάθησα να πατήσω και να σηκωθώ, στηριζομένη δε εις το στασίδι εσηκώθηκα ορθή και στηρίχθηκα εις το πόδι που είχα ακίνητο και παράλυτο τέσσαρα χρόνια. Ο άγιος με έγιανε. Τον προσκυνώ και τον δοξάζω’. Πράγματι ο άγιος Σπυρίδων, τον οποίον επροσκύνησε με ευλάβειαν και με κατάνυξιν ψυχικήν και συντριβήν εδοξολόγησε, την εθεράπευσε. Η επίμονος και σταθερά πίστις της εθαυματούργησε. Ο Θεός που δέχεται πάντοτε την δέησίν μας, όταν τον παρακαλούμεν με πίστιν, δια πρεσβειών του αγίου Σπυρίδωνος εδέχθη και την δέησίν της ταπεινής δούλης του και της απέδωσε την ομιλίαν που είχε χάσει προ οκτώ ετών, και της εθεράπευσε ακόμη και το πόδι που είχε ακίνητον και παράλυτον επί τέσσερα έτη. Το θαύμα είχε συντελέσθη πλέον και είναι ήδη γεγονός. Εβεβαιώθησαν περί αυτού πολλοί άνθρωποι από όλας τας τάξεις και τα επαγγέλματα, απλοϊκοί και αγράμματοι, και συγχρόνως πολλοί εγγράμματοι και επιστήμονες και με μεγάλα αξιώματα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. “Ολοι σχεδόν οι προσκυνηταί που είχαν έλθει από τα περίχωρα, από τα χωριά, από την Ήπειρον και από άλλα μέρη, εκτός από τους κατοίκους της πόλεως, πληροφορούμενοι το γεγονός ήρχοντο καθ’ όλην την ημέραν εις τον ναόν του αγίου και περικυκλούντες την θεραπευθείσαν γυναίκα υπέβαλλον αυτήν και τον άνδρα της καθώς και άλλους γνωστούς της εις λεπτομερή ανάκρισιν. Κατάπληκτοι δε ήκουον την ιδίαν την γυναίκα να διηγείται την προηγουμένην θλίψιν της, θαυμάζοντες δε δια την θεραπείαν της εδόξαζον τον Θεόν και τον Άγιον, αποδίδοντες εις την Θείαν παντοδυναμίαν το θαύμα».
(αποσπάσματα από το βιβλίο: «Ο Άγιος Σπυρίδων Ο Θαυματουργός», Έκδοση Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Σωτήρος Χριστού Κερκύρας)
δεν υποκύπτει σε βλάβη
Ονομάζει (ο Παύλος) ελευθερία το να μη υπόκηται κανείς σε περιορισμούς, να είναι ανεμπόδιστος. Ο Θεός με έπλασε ελεύθερο και ανώτερο από οποιαδήποτε βλάβη.
Ε.Π.Ε. 18α,112
παράβασις και υπέρβασις
Μας απάλλαξε ο Κύριος Ιησούς Χριστός από το ζυγό της δουλείας. Μας άφησε κυρίαρχους να ενεργούμε ό,τι θέλουμε. Όχι βέβαια για να γίνεται παράνομη η ζωή μας, αλλά για να επιλέγουμε την υπέρ τον νόμο ευσέβεια. Διότι και ο πορνεύων και ο παρθενεύων, και οι δυο ξεπερνούν τα όρια του νόμου. Ο ένας προς το χειρότερο, ο άλλος προς το καλύτερο. Ο ένας υπερβαίνει το νόμο, ο άλλος παραβαίνει το νόμο.
Ε.Π.Ε. 20,366-368
της ψυχής
Το ανώτερο, δηλαδή, η ψυχή σου, έχει ελευθερωθή. Επομένως προσωρινή είναι η δουλεία.
Ε.Π.Ε. 22,280
και δουλεία
Μη νομίσης, πως επειδή είσαι πιστός, είσαι και ελεύθερος. Ελευθερία αυτό στην πραγματικότητα είναι, το να γίνεσαι υπηρέτης και διάκονος.
Ε.Π.Ε. 23,410-412
από τα πάθη
Ελεύθερος αληθινά είναι μόνο εκείνος, που έχει από μέσα του την ελευθερία, όπως δούλος είναι εκείνος, που υποτάσσεται στα άλογα πάθη.
Ε.Π.Ε. 23,450
όποιος δίνει τα χρήματά του
Έτοιμοι να είμαστε στο να ευεργετούμε. Και αυτό θα γίνη, αν περιφρονήσουμε τα χρήματα και τη δόξα. Όποιος απαλλάχτηκε από αυτά τα πάθη, είναι πιο ελεύθερος από όλους τους ανθρώπους, πλουσιώτερος και από εκείνον, που φοράει πορφύρα.
Ε.Π.Ε. 25,86
στολίδι
Σας παρακαλώ, να αφήσουμε τα χρυσά για τις κοσμικές πομπές, για τα θέατρα, για τις βιτρίνες των εργαστηρίων. Την εικόνα του Θεού να μη την καλλωπίζουμε με τέτοια στολίδια. Η ελεύθερη γυναίκα να στολίζεται με την ελευθερία. Και ελευθερία είναι η ταπεινοφροσύνη.
Ε.Π.Ε. 25,266
και δουλεία
Το μόνο που ζητάμε, είναι να απαλλαγής από την καταραμένη δουλεία της αμαρτίας και να επανέλθης στην προηγούμενη ελευθερία σου, αφού καταλάβης πρώτα την τιμωρία που προέρχεται από την ακολασία, αλλά και την τιμή που επιφυλάσσει ο προηγούμενος καλός βίος.
Ε.Π.Ε. 27,822
και δουλεία
Τα ονόματα δούλος και ελεύθερος είναι απλά ονόματα, χωρίς να φανερώνουν κάτι ξεχωριστό. Η δουλεία όμως είναι καθωρισμένη· είναι η αμαρτία. Η ελευθερία είναι η αρετή.
Ε.Π.Ε. 33,242
επιλογή ή αναγκασμός;
Ο Θεός λέει: «Μπροστά σου έβαλα τη φωτιά και το νερό, τη ζωή και το θάνατο. Όπου θέλεις άπλωσε το χέρι σου». Ο δαίμονας λέει: «Δεν μπορείς να απλώσης το χέρι σου ελεύθερα, αλλά σύρεσαι από κάποια αναγκαιότητα και βία.
Ε.Π.Ε. 34,564
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 192-194)