ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΕΟΣ, μας διηγείται ο Αββάς Ιωάννης του Λυκού, παρασυρμένος από τις ηδονές του κόσμου, είχε βυθιστεί στην λάσπη της ασωτίας. Κάποτε όμως συνήλθε, σαν τον Άσωτο, και ζήτησε τον δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του Πατέρα. Άφησε τον κόσμο, για να βρει στην έρημο τον λυτρωμό, μακριά από τις αφορμές της αμαρτίας. Καταφύγιό του εκανε ένα παμπάλαιο μνήμα. Κλεισμένος θεληματικά σ΄αυτή την πρωτότυπη φυλακή, έκλαιγε πικρά την τραυματισμένη ψυχή του.
Οι άγγελοι χαίρονταν, αλλά τα πνεύματα της πονηρίας, που είδαν να φεύγει τόσο απροσδόκητα η λεία από τα χέρια τους, δεν άργησαν να κανουν έφοδο. Τριγύριζαν την νύχτα το μνήμα κι έλεγαν οργισμένα:
- Πού είσαι, άθλιε; Γιατί μας απαρνήθηκες ύστερα από τόση φιλία; Αφού τα γεύτηκες ολα κατά κόρον, αποφάσισες να γίνεις Άγιος. Πολύ αργά τώρα να παριστάνεις τον σώφρονα, ελπίζοντας για έλεος.
- Έλα έξω, ανόητε, του φώναζαν άλλοι. Σε περιμένει η συντροφιά σου.
- Δυστυχισμένε, του ψιθύριζαν οι πονηρότεροι, για σένα δεν υπάρχει σωτηρία. Εκεί που τρύπωσες, γρήγορα θα βρεις τον θάνατο και την αιώνια καταδίκη.
Με πόση κακία πάσχιζαν να τον φέρουν σε απελπισία! Μα ο γενναίος αγωνιστής ήταν πια αποφασισμένος να πεθανει καλύτερα, παρά να γυρίσει στα ίδια. Ζήτησε με θερμή ικεσία την θεία βοήθεια, περιφρονώντας την δαιμονική φαντασία.
Την άλλη βραδιά ο διάβολος έγινε πιο απειλητικός:
- Αν δεν βγεις αμέσως εξω, δεν γλυτώνεις από τα χέρια μου. Κι επειδή φυσικά εκείνος δεν τον άκουσε, του επιτέθηκε και τον άφησε σχεδόν νεκρό από τα χτυπήματα. Έτσι εκδικήθηκε.
Οι συγγενείς του πάλι, ανήσυχοι για την ξαφνική του εξαφάνιση, τον αναζήτησαν παντού. Τέλος, τον ανακάλυψαν σε κακή κατάσταση μέσα στο μνήμα. Μα όσο κι αν επέμεναν, στάθηκε αδύνατο να τον πείσουν να τους ακολουθήσει.
Ακόμη μια νύχτα του επιτέθηκαν οι δαίμονες με ασυγκράτητη μανία και θα τον θανάτωναν με τους άγριους δαρμούς, αλλά δεν είχαν εξουσία. Ο αθλητής δεν κλονίστηκε. Προτίμησε να χάσει την πρόσκαιρη ζωή παρά να μολύνει, ύστερα από την μετάνοια, το σώμα και την ψυχή του πάλι με το μικρόβιο της αμαρτίας.
Τότε τα δαιμόνια αναγνώρισαν την ήττα τους.
- Νικηθήκαμε, νικηθήκαμε, φώναζαν θρηνώντας κι εξαφανίστηκαν και ούτε τόλμησαν πια να τον πειράξουν.
Ελευθερωμένος έτσι από κάθε δοκιμασία, έμεινε στο μνήμα ως το τέλος της ζωής του ο πρώην άσωτος, και αξιώθηκε να κανει θαύματα, για να φανεί η δύναμη της μετανοίας.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 174-175)
143. Ποιος είναι ο ιδρυτής των μυστηρίων;
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Είπαμε πιο πάνω, ότι τα μυστήρια δεν είναι έργα ανθρώπων, αλλά του ίδιου του ενανθρωπήσαντος Λόγου του Θεού και σ’ αυτό οφείλεται η απόλυτη δραστικότητά τους. Είναι βέβαια αληθές ότι στην Αγία Γραφή ρητή μαρτυρία περί της ιδρύσεως των μυστηρίων από τον Κύριο, έχουμε μόνο για το βάπτισμα και την ευχαριστία. Όμως δεν έχουμε μαρτυρία και για το αντίθετο, ότι δηλαδή τα υπόλοιπα πέντε ιδρύθηκαν από τους Αποστόλους ή την Εκκλησία. Εκείνο, λοιπόν, που ισχύει για τα δύο πρέπει κατ’ αναλογία να ισχύσει και για τα υπόλοιπα πέντε. Άλλωστε στην αρχαία Εκκλησία τα ιερά μυστήρια ήταν συνδεδεμένα με ποικίλες άλλες μεταγενέστερες ιερουργίες, των οποίων η ιστορική αρχή δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Για την ίδρυση όλων των μυστηρίων από τον Κύριο πρώτος μίλησε ο ψευδώνυμος Αμβρόσιος.
Η ιδέα η διατυπωθείσα από ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους, ότι τα μυστήρια του βαπτίσματος και της ευχαριστίας ιδρύθηκαν άμεσα από τον Κύριο, τα δε υπόλοιπα έμμεσα δια των Αποστόλων, δεν μειώνει το κύρος των εκκλησιαστικών μυστηρίων, γιατί σε κάθε περίπτωση δεν παύουν αυτά να είναι αγωγοί της θείας χάριτος. Η εκδοχή όμως αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί σε μαρτυρία της Αγίας Γραφής. Επίσης όταν λέμε, ότι ο Κύριος ίδρυσε όλα τα Εκκλησιαστικά μυστήρια, δεν πρέπει να κατερχόμαστε σε λεπτομέρειες, αποδίδοντας στον Κύριο και τη διατύπωση του τυπικού μέρους της τελέσεως αυτών, η διαμόρφωση του οποίου μπορεί ν’ αποδοθεί στους Αποστόλους. Αυτό φυσικά δεν προσβάλλει τη θεία σύσταση των μυστηρίων. Στο μυστήριο, λόγου χάρη, της μετάνοιας ο Κύριος έδωσε στους Αποστόλους τη δύναμη να συγχωρούν αμαρτίες, αυτοί δε ή η Εκκλησία καθόρισαν την τυπική τελετουργία του μυστηρίου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 208-209)
142. Μπορούμε ν’ αμφιβάλλουμε για τη δραστικότητα των μυστηρίων;
Όχι δεν μπορούμε, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ταυτότητά μας ως αληθινών ορθόδοξων μελών της Εκκλησίας μας. Γιατί τα μυστήρια δεν είναι ανθρώπινες τελετές, για τις οποίες μπορούν να δημιουργηθούν υποψίες και αμφιβολίες ως προς τη δραστική δύναμη και την ενέργειά τους. Δεν μπορείς δηλαδή ν’ αμφιβάλλεις αν, δεχόμενος τον άρτο και τον οίνο της ευχαριστίας, κοινωνείς ή όχι του πραγματικού σώματος και του αίματος του Κυρίου. Ούτε όταν προσέρχεσαι στο μυστήριο της μετάνοιας, μπορείς ν’ αμφιβάλλεις ότι λαμβάνεις άφεση αμαρτιών.
Στα μυστήρια δεν ενεργούν αυτοτελώς άνθρωποι ατελείς και αδύναμοι (εδώ δεν έχει σημασία ότι οι τελετουργοί των μυστηρίων είναι οι ιερείς, άνθρωποι αμαρτωλοί και
αδύνατοι, οι οποίοι είναι απλά μέσα, όργανα δια των οποίων τελούνται εξωτερικά τα μυστήρια), αλλά ο ίδιος ο Χριστός, το τελεταρχικό Πνεύμα του Θεού το οποίο είναι πανάγιο, μη έχοντας ελλείψεις και αδυναμίες. Τα μυστήρια στηρίζονται στο σωτήριο έργο του Χριστού, στο «ειργαμένο έργο» —όπως λέμε — που πηγάζει από τη σταυρική θυσία του Κυρίου. Το έργο αυτό είναι αλάθητο και αδιάπτωτο και στη βάση αυτή είναι αδιάπτωτη και η λυτρωτική χάρη η απορρέουσα απ’ αυτό. Το να αμφιβάλλει κανείς για τη δραστικότητα των μυστηρίων αποτελεί μεγάλη αμαρτία, που θέτει σε κίνδυνο την ιδιότητα του χριστιανού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 207-208)
«Και γιατί τάχα με προσφωνείτε: Κύριε, Κύριε, αφού δεν εφαρμόζετε αυτά που λέω;» (Λουκάς 6:46)
Ήμουν άρρωστος στο κρεβάτι.
Γονάτισες να προσευχηθείς.
Ευχαρίστησες το Θεό,
Που εσύ δεν ήσουν άρρωστος!
Δεν είχα σπίτι να μείνω.
Ήρθες και μου κήρυξες.
Μου είπες για την πνευματική στέγη,
Της αγάπης του Θεού.
Ήμουν μόνος, εγκαταλειμμένος.
Με είδες και πήγες προσευχήθηκες,
Να μου κρατήσει συντροφιά ο Θεός!
Τα ξέρεις όλα τόσο καλά!
Χριστιανέ, φαίνεσαι τόσο άγιος!
Τόσο κοντά στο Θεό!
Μα εγώ είμαι ακόμα πεινασμένος.
Και μόνος. Και ξεχασμένος. Και κρυώνω…
«Ποιο είναι το όφελος, αδελφοί μου, αν κάποιος ισχυρίζεται πως έχει πίστη, αλλά δεν έχει έργα;»
(Ιακώβου 2:14-17)
(Σ.Α.Ι.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
338. Πώς πρέπει να αντιμετωπίζη η ψυχή μας τις σωματικές ασθένειες, που επιτρέπει ο Θεός να μας βρούν; Η αρρώστια είναι βασανιστικό πράγμα. Φέρει ταραχή στον άνθρωπο, του σωρεύει σκέψεις που η μία είναι σκοτεινότερη της άλλης. Η καρδιά και τα χείλη του είναι έτοιμα να γογγύσουν, να βλασφημήσουν. Αλλά ο πιστός χριστιανός αλλοιώς αντιμετωπίζει την αρρώστια του. Την υποφέρει με γενναίο φρόνημα. Όχι μόνο δεν λυπάται αλλά και προσπαθεί να χαίρη για το γεγονός αυτό. Προσπαθεί να χαίρη, γιατί βλέπει σ’ αυτό μία ευκαιρία προς εξαγνισμό της ψυχής από τις αμαρτίες της. «Ὅν ἀγαπἀ Κύριος παιδεύει» (Εβρ. ιβ’ 6). Οφείλει να χαίρη, γιατί, τώρα, δεν ικανοποιει τα πάθη που θα ικανοποιούσε αν ήταν υγιής σωματικά. Βλέπει την αρρώστια του σαν ένα Σταυρό, σαν την οδό τη «στενή και τεθλιμμένη», που οδηγεί στον Θεό. Αν ο Κύριος άφησε να μας βρή μία αρρώστια, ασφαλώς το έκαμε για το καλό της ψυχής μας. Οι αρρώστιες, στα χέρια της Θείας Προνοίας, είναι σαν φάρμακα για την ψυχή. Φάρμακα που τη θεραπεύουν από τα πάθη της, τις κακές της συνήθειες και ροπές. Ούτε μία αρρώστια, απ’ όσες επιτρέπει η Θεία Πρόνοια, δεν πρέπει να μείνη χωρίς όφελος. Μ’ αυτές τις σκέψεις, ο πιστός υπομένει την αρρώστια με ένα γλυκό αίσθημα, με ειρήνη βαθειά. «Ο παθὼν ἐν σαρκὶ πέπαυται ἁμαρτίας» (Α’ Πέτρ. δ’ 1), λέγει η Γραφή.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 144)
336. Ο τρόπος θεραπείας μιας πνευματικής νόσου (αμαρτίας) διαφέρει πολύ από τον τρόπο θεραπείας των σωματικών παθήσεων. Στη δευτέρα περίπτωσι, χρειάζεται προσοχή και αβρότης απέναντι του πονεμένου μέρους. Πρέπει να του βάλουμε χλιαρό νερό, μαλακά επιθέματα, καταπαραϋντικά κ.λ.π. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις πνευματικές παθήσεις. Αν έχης κάποια τέτοια αρρώστια, μην την καλομεταχειρίζεσαι, αλλά σταύρωσέ την. Μη της φέρεσαι με επιείκια, μη τη θωπεύεις. Αλλά κάμε ευθύς το αντίθετο απ’ ό,τι σου ζητεί. Αν μίσησες τον πλησίον σου, σταύρωσε ευθύς αυτό το πάθος, άρχισε ευθύς να αγαπάς με περισσότερη αγάπη και πάθος τον πλησίον σου. Αν έπεσες στο αμάρτημα της φιλαργυρίας, αγωνίσου ευθύς να γίνης γενναιόδωρος. Αν παρασύρθηκες από τον φθόνο, κάμε ευθύς την καρδιά σου καλόβολη. Αν έπεσες σε υπερηφάνεια, ευθύς ταπείνωσε τον εαυτό σου και γίνε χώμα να σε πατήσουν οι άλλοι. Αν φάνηκες λαίμαργος, αγωνίσου με τη νηστεία και κρατήσου στην εγκράτεια με υπομονή. Το μυστικό της τέχνης για να θεραπεύσουμε τις νόσους της ψυχής έγκειται στο να μη της λυπώμαστε καθόλου, αλλά να τις ξερριζώνουμε αμείλικτα.
337. Όσο είναι σ’ εμάς εύκολο να ζητάμε με λόγια από τον Θεό κάτι, άλλο τόσο και απείρως πιο πολύ εύκολο είναι στον Θεό να μας το δώση. Ο Θεός λέγει: «το ρήμα μου ό εάν εξέλθη εκ του στόματός μου, ου μη αποστραφή, έως αν τελεσθή όσα αν ηθέλησα». (Ησ. νε’ 11). Ο λόγος του Θεού ισοδυναμεί με έργο.
("Η εν Χριστώ ζωή μου" - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδ. Παπαδημητρίου, σ. 143)
Με την νοερή προσευχή μέσα στην Αθήνα
Ξέραμε το μοναχισμό, ξέραμε την αγγελική ζωή από τα βιβλία, από τα ασκητικά. Την είδαμε στο πρόσωπο του Γέροντος μέσα στην Αθήνα. Να σας εξομολογηθώ κάτι ; Χρόνια που τον έβλεπα, είχα την εντύπωση ότι έχω δίπλα μου, απέναντί μου, έναν άγγελο. Ένσαρκο άγγελο. Αυτό είναι η μοναχική πολιτεία, ο αγγελικός βίος. Αυτό το έφερε ο Γέροντας στην Αθήνα. Με τη νοερή Προσευχή ! Είναι χαρακτηριστικό ότι τη νοερή προσευχή δεν την περιόριζε μονάχα στους μοναχούς, αλλά πίστευε ότι και οι άνθρωποι του κόσμου μπορεί να τη λένε. Πήγαινε κάποιος να τον δει; Σταματούσε για λίγο και έλεγε : " Κύριε Ιησού Χριστέ ... ". Ήτανε η όλη ζωή του μιά αδιάλειπτη προσευχή.
[Ί 206]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.387)
Η εξομολόγηση του ληστή
Ένας ληστής αποφάσισε να μετανοήση για τα φοβερά του εγκλήματα και πήγε σ’ένα κοινόβιο της Αιγύπτου. Ο άγιος και σοφός ηγούμενός του τον διέταξε στην αρχή να μην κάνη τίποτε, παρά μόνο επί επτά ημέρες να παρατηρή τη ζωή και την τάξη της μονής.
Την όγδοη μέρα τον κάλεσε ιδιαιτέρως και τον ρώτησε αν του άρεσε να συγκατοικήση μαζί τους. Όταν τον είδε να το επιθυμή πολύ, τον ξαναρώτησε τί αμαρτήματα διέπραξε στον κόσμο. Ο ληστής αμέσως τα εξομολογήθηκε όλα! Τότε ο ηγούμενος, για να τον δοκιμάση, του είπε!
-Θέλω όλα αυτά να τα φανερώσης και στην αδελφότητα.
Κι εκείνος, έχοντας μισήσει τελείως τις αμαρτίες του και περιφρονώντας κάθε ντροπή, του απάντησε χωρίς δισταγμό.
-Αν θέλης, τα εξομολογούμαι ακόμη και στο κέντρο της Αλεξάνδρειας!
Ύστερα απ’ αυτό, ο ηγούμενος συναθροίζει στον κεντρικό ναό όλα τα λογικά του πρόβατα, διακόσια τριάντα τον αριθμό, και κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, διατάζει να φέρουν στον ναό τον αθώο πλέον κατάδικο.
Τον έσυραν μερικοί αδελφοί χτυπώντας τον ελαφρά, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο και έχοντας ρηγμένη στάχτη στο κεφάλι. Και μόνη η θέα του δημιούργησε κατάπληξη σε όλους, γιατί κανείς δεν γνώριζε τί συνέβαινε. Μερικοί μάλιστα αναλύθηκαν σε δάκρυα. Μόλις ο ηγούμενος έφθασε στην πύλη του ναού, ο άγιος ηγούμενος φώναξε με δυνατή φωνή από το ιερό:
-Στάσου! Είσαι ανάξιος να μπης εδώ μέσα…
Εκείνος συγκλονίστηκε! Νόμισε πως άκουσε βροντή και όχι φωνή. Έπεσε αμέσως κάτω στο έδαφος με το πρόσωπο στη γη, τρέμοντας από τον φόβο. Ο θαυμαστός γιατρός των ψυχών, που όλα τα μεταχειριζόταν για τη σωτηρία του, και που συγχρόνως ήθελε να δώση και σε όλους τους αδελφούς παράδειγμα ταπεινώσεως και μετανοίας, τον πρόσταξε τότε να εξομολογηθή μπροστά στην αδελφότητα μία-μία ξεχωριστά όλες τις αμαρτίες του.
Πράγματι ο ληστής άρχισε με τρόμο την εξομολόγηση. Έλεγε πράγματα που οι μοναχοί δεν είχαν ξανακούσει. Ακόμη και άλλα που παραξένευαν κάθε ανθρώπινη ακοή. Όχι μόνο σαρκικά αμαρτήματα παρά φύση ή κατά φύση, με ανθρώπους ή με ζώα, αλλά και μαγείες και φόνους και άλλα, τα οποία δεν πρέπει ούτε να τ’ακούση κανείς ούτε να τα γράψη.
Έπειτα από την εξομολόγηση αυτή, ο σοφός γέροντας έδωσε μια ακόμη πρωτοφανή εντολή: Να γίνη αμέσως η μοναχική του κουρά. Η μετάνοια και η εξομολόγησή του θεωρήθηκε επαρκής δοκιμασία!
Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, που σαν επισκέπτης παρακολούθησε τη σκηνή, ρώτησε τον άγιο ηγούμενο, γιατί χρησιμοποίησε αυτόν τον παράδοξο τρόπο.
-Για δύο λόγους, απάντησε εκείνος. Πρώτον, για χάρη του ιδίου του αδελφού, ώστε με τη ντροπή της δημοσίας εξομολογήσεως να τον απαλλάξω από τη μέλλουσα ντροπή, πράγμα που ασφαλώς έγινε. Διότι, αδελφέ μου Ιωάννη, δεν σηκώθηκε από το έδαφος, πριν συγχωρηθούν όλες οι αμαρτίες του! Και μην αμφιβάλλης, γιατί κάποιος από τους αδελφούς μού είπε ότι έβλεπε την ώρα εκείνη ένα φοβερό και επιβλητικό άνδρα, που κρατούσε στα χέρια χαρτί γραμμένο και κοντύλι από καλάμι. Και κάθε φορά που ο αδελφός έλεγε μια αμαρτία, εκείνος με το κοντύλι τη διέγραφε! Δεύτερον, το έκανα αυτό, επειδή έχω μερικούς αδελφούς με ανοξομολόγητες αμαρτίες. Και με το παράδειγμα αυτό τους παρακινώ και εκείνους στην εξομολόγηση, χωρίς την οποία κανείς δεν θα επιτύχη την άφεση των αμαρτιών του.
(Κλίμαξ)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.169-171)
Ο αχάριστος επαίτης
Κάποιος επαίτης πλησίασε τον άγιο πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωάννη τον Ελεήμονα (+619) και του ζήτησε ελεημοσύνη. Εκείνος έδωσε αμέσως εντολή να τον βοηθήσουν. Τα χρήματα όμως που πήρε δεν τον ικανοποίησαν. Του φάνηκαν λίγα. Ανοίγει τότε το απύλωτο στόμα του και βρίζει κατά πρόσωπο τον τίμιο ιεράρχη. Η προσβολή ήταν μεγάλη! Όλοι αγανακτούν και εξαγριώνονται. Θέλουν να χτυπήσουν τον υβριστή. Να τον αρπάξουν και να τον πετάξουν αμέσως έξω.
Πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζει την προσβολή ο ταπεινός πατριάρχης! Τον ατενίζει ήρεμος και γλυκύς. Δεν εξαγριώνεται καθόλου. Δεν προσβάλλεται. Και με τη χαρακτηριστική του πραότητα λέει:
-Αφήστε τον ήσυχο, αδελφοί. Εγώ εξήντα χρόνια προσβάλλω με τα έργα μου τον Χριστό και με ανέχεται! Και τώρα δεν θα βαστάξω μια τόσο μικρή προσβολή από αυτόν;
Ο ταπεινός και μεγαλόκαρδος άγιος δεν γνωρίζει την αρρωστημένη εγωϊστική υπερευαισθησία, αλλ’ ούτε και την εκδίκηση. Ξέρει να ευεργετή και αυτούς ακόμη που τον βρίζουν. Αυτό κάνει και στον άξεστο επαίτη:
-Δώστε του, προστάζει, και άλλα χρήματα, και αφήστε τον ήσυχο να φύγη.
( Ο άγιος της αγάπης)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 203-204)
Ανάγκη
παντού αλληλοβοήθεια
Πολλή από τη διανομή των χαρισμάτων
η συμφωνία και η αγάπη,
ώστε καθένας, αφού θα έχει ανάγκη του άλλου,
να συσφίγγεται μαζί του σε κοινό δεσμό.
Αυτό έθεσε ως νόμο ο Θεός και στα επαγγέλματα
και στα διάφορα φυσικά στοιχεία και στα φυτά
και στα δικά μας μέλη και σε όλα γενικώς.
Ε.Π.Ε. 18α,340
Ο ένας τον άλλον
Όλοι έχουμε ανάγκη των άλλων.
Και οι άρχοντες τους αρχομένους
και οι ηγούμενοι τους υποτακτικούς.
Ε.Π.Ε. 16α, 394
καθημερινά
Γιατί επιζητείς πλούτο; Φοβάμαι, λέει,
μήπως αναγκαστώ να χτυπήσω ξένες πόρτες
και να παρακαλέσω άλλους. Γελάω πολύ ακούγοντας αυτά.
Διότι κάθε μέρα και σε όλα τα πράγματα,
όπως είναι φυσικό, έχουμε ανάγκη όλοι όλους.
Ε.Π.Ε. 19,4620
όσο λιγότερες τόσο καλύτερα
Θαυμάζουμε όσους δεν έχουν καμμιά ανάγκη.
Και στη ζωή άλλοι χρειάζονται πολλά,
άλλοι τίποτε.
Ε.Π.Ε. 24,252
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 173-174)