Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα…
πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν, και κραύγαζαν: «Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ» (Ιωάν. ιβ, 12-13).
Την επόμενη μέρα του δείπνου της Βηθανίας, ο Κύριος ξεκίνησε για τα Ιεροσόλυμα, την πόλη που θανάτωσε τους προφήτες.
Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν τόπος όπου κατοικούσαν μόνο οι στενόμυαλοι φαρισαίοι, οι αλαζόνες γραμματείς και οι θεομίσητοι αρχιερείς.
Ήταν και μια μυρμηγκοφωλιά της ανθρωπότητας. Ήταν ένας τεράστιος τόπος όπου μαζεύονταν απ’ όλα τα μέρη προσκυνητές, καθώς και αφοσιωμένοι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες.
Την εποχή του Πάσχα η Ιερουσαλήμ είχε τόσους κατοίκους όσους περίπου και η Ρώμη, που τότε ήταν πρωτεύουσα του κόσμου. Αυτό το τεράστιο πλήθος ανθρώπων συγκεντρωνόταν στην Ιερουσαλήμ για να πλησιάσει περισσότερο το Θεό.
Την ημέρα αυτή είχαν την αντίληψη κάποιας μυστηριώδους προσέγγισης του Θεού και στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού είδαν τον από πολλού αναμενόμενο Βασιλιά του Οίκου Δαβίδ.
Έτσι, σαν είδαν τον Κύριο να κατεβαίνει από το Όρος των Ελαιών, oι άνθρωποι αυτοί έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν. Μερικοί έστρωσαν τα ρούχα τους στο δρόμο μπροστά Του, άλλοι έκοβαν κλαδιά από τις φοινικιές και μ’ αυτά στόλιζαν το δρόμο.
Όλοι τους έκραζαν με χαρά: «Δόξα στον Υιό του Δαβίδ· ευλογημένος και δοξασμένος να είναι Εκείνος που έρχεται στο όνομα του Κυρίου, ο Βασιλιάς του Ισραήλ».
Οι άνθρωποι πίστευαν πως ο Θεός θα έκανε κάποιο θαύμα που θ’ άλλαζε την αφόρητη κατάστασή τους. Κι αυτό παρά τη σιδερένια γροθιά της Ρώμης που τους δυνάστευε και σε πείσμα της διαφθοράς και της μικροψυχίας των πρεσβυτέρων.
Ένιωθαν πως η πηγή του θαύματος ήταν ο Ιησούς Χριστός και γι’ αυτό του επιφύλαξαν τέτοια υποδοχή. Το πώς θ’ αντιδρούσε ο ίδιος στην θεμελιακή αυτή μεταβολή της ροής των γεγονότων, ο κόσμος δεν το ήξερε.
Είχαν μάθει να περιμένουν έναν μόνο αποτελεσματικό τρόπο. Κι αυτός ήταν η βοήθεια κάποιου βασιλιά από τον οίκο Δαβίδ, που θα βασίλευε στην Ιερουσαλήμ, στο θρόνο του Δαβίδ.
Οι άνθρωποι είδαν έτσι τον Ιησού σαν βασιλιά και τον υποδέχτηκαν με χαρά κι ελπίδα. Πίστεψαν πως τώρα θα βασιλέψει στην Ιερουσαλήμ και θ’ αντισταθεί τόσο στη Ρώμη όσο και στην εξουσία της Ιερουσαλήμ των ημερών εκείνων.
Η πεποίθηση αυτή των ανθρώπων όμως προκάλεσε φόβο στους φαρισαίους. Η χαρά του κόσμου ξεσήκωσε την οργή τους. Μερικοί απ’ αυτούς ειδοποίησαν το Χριστό να τους σταματήσει από τις επευφημίες αυτές. Ο ταπεινός Κύριος όμως, που γνώριζε πως η δύναμη Του ήταν ακαταμάχητη, τους απάντησε:
«Σας λέγω , ότι εάν αυτοί σιωπήσουν, θα φωνάξουν οι πέτρες» (Λουκά. ιθ’, 40). Αυτή είναι η απάντηση του βασιλιά των βασιλιάδων, που ήταν ντυμένος σαν φτωχός άνθρωπος και καβαλούσε ένα γαϊδουράκι, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής:
Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή: «Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη Σιών· να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου, σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος» (Ιωάν. ιβ’,14-15).
Οι άλλοι ευαγγελιστές περιγράφουν με λεπτομέρειες πώς ο Κύριος, που ήταν φτωχός και δεν είχε τίποτα στη κατοχή Του, απόκτησε γαϊδουράκι. Γι’ αυτό κι ο ευαγγελιστής Ιωάννης το προσπερνάει αυτό, με τη σιγουριά πως είναι γνωστό, και λέει μόνο πως βρήκε ένα γαϊδουράκι.
Ο Λουκάς, που είναι ο πιο περιγραφικός από τους ευαγγελιστές, διηγείται τη θαυματουργική προορατικότητα του Χριστού στον τρόπο που βρήκε το γαϊδουράκι: «Πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και, μόλις μπείτε σ’ αυτό, θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, στο οποίο κανένας άνθρωπος ως τώρα δεν κάθισε. Λύστε το και φέρτε το» (Λουκά. ιθ. 30).
Οι μαθητές Του ξεκίνησαν να εκτελέσουν την εντολή Του και τα βρήκαν όλα όπως τους τα είπε. Μαζί με το ονάριο ήταν κι η μητέρα του.
Γιατί ο Κύριος δεν ανέβηκε στη μητέρα του οναρίου αλλά στο μικρό πουλάρι της, όπου κανένας δεν είχε ανεβεί ως τότε; Γιατί η μητέρα δε θ’ άφηνε κάποιον ν’ ανεβεί πάνω της ή να την οδηγήσει.
Η μητέρα του γαϊδάρου αντιπροσωπεύει τον ισραηλιτικό λαό και το μικρό γαϊδουράκι τον ειδωλολατρικό κόσμο. Αυτή την ερμηνεία δίνουν οι άγιοι πατέρες και η ερμηνεία τους είναι αναμφίβολα σωστή.
Ο Ισραήλ θ’ αρνηθεί το Χριστό, ενώ οι ειδωλολάτρες θα τον δεχτούν. Οι περισσότεροι από τους ειδωλολάτρες θα γίνουν φορείς του Χριστού ανά τους αιώνες και θα μπουν μαζί Του στην άνω Ιερουσαλήμ, στη Βασιλεία των Ουρανών.
«Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του· όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν» (Ιωάν. ιβ’,16).
Γενικά οι μαθητές Του καταλάβαιναν πολύ λίγα απ’ όλα αυτά που συνέβαιναν στο Διδάσκαλό τους, ωσότου «τους φώτισε το νου» (Λουκά, κδ’45), ωσότου το Πνεύμα του Θεοί τους φώτισε με τις πύρινες γλώσσες. Μόνο τότε κατάλαβαν και θυμήθηκαν όλα αυτά που είχαν γίνει.
«Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν όσα είχαν δει» (Ιωάν. ιβ’,17-18).
Εδώ αναφέρονται δύο ομάδες ανθρώπων: η μια ομάδα ήταν εκείνοι που βρίσκονταν μπροστά στο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου στη Βηθανία και το ομολογούσαν• η άλλη ομάδα ήταν οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, οι επισκέπτες, που είχαν ακούσει από τους πρώτους το θαύμα της νεκρανάστασης του Λαζάρου.
Οι πρώτοι ήταν μάρτυρες του θαύματος· οι δεύτεροι ήρθαν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή άκουσαν τη μαρτυρία των πρώτων.
Την ώρα λοιπόν που ο καπνός από τις θυσίες ανέβαινε από το ναό του Σολομώντος· την ώρα που οι γραμματείς ερευνούσαν εξονυχιστικά το νόμο του Μωυσή· την ώρα που οι ασυγκίνητοι ιερείς ρύθμιζαν αλαζονικά το πρόγραμμα της γιορτής και οι πρεσβύτεροι του λαού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν τους προσκυνητές πως όλο αυτό το μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί εκεί για χάρη τους· την ώρα που οι Λευίτες μοίραζαν σχολαστικά το μερίδιο των θυσιών που τους ανήκε, οι απλοί άνθρωποι ακολουθούσαν το θαύμα και το Θαυματουργό.
Υπήρχαν μεγάλα κύματα ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο που είχαν γυρίσει την πλάτη τους στο ναό του Σολομώντος, στους ιερείς και σ’ εκείνους που έκαναν τις θυσίες, καθώς και σ’ ολόκληρο το μηχανισμό της κοινωνίας αγοράς που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει.
Όλα αυτά τα κύματα των ανθρώπων τους είχαν στρέψει τα νώτα κι είχαν γυρίσει τα μάτια τους προς το Όρος των Ελαιών, απ’ όπου ερχόταν ο Θαυματουργός, ο Μεσσίας.
Τι αξία είχαν οι νεκροί πύργοι της Ιερουσαλήμ με τους ζωντανούς νεκρούς μέσα τους, μπροστά στις πεινασμένες και διψασμένες ψυχές του λαού που αναζητούσαν ένα παράθυρο στους κλειστούς ουρανούς, για να δουν λίγο το ζωντανό Θεό;
Κι οι δύο όψεις της υπερηφάνειας (εκείνης των Ρωμαίων και της άλλης των φαρισαίων) που είχαν κατακλύσει την Ιερουσαλήμ, ήταν αδύνατες να κάνουν έστω και μια τρίχα από άσπρη μαύρη.
Και να, μπροστά τους κατέβαινε από το Όρος των Ελαιών Εκείνος που με τη φωνή Του κάλεσε από τον τάφο τον τετραήμερο Λάζαρο, τον ανάστησε και τον απάλλαξε από τη φθορά του θανάτου!
Αχ, πότε θ’ απομακρύνουμε και μεις το νου μας από τους υπερήφανους και ισχυρούς μηχανισμούς αυτού του κόσμου και θα τον στρέψουμε προς το ουράνιο
Η ψυχή μας αναζητά το Νικητή της αμαρτίας και του θανάτου, προβλήματα που η οικουμένη ολόκληρη δεν μπορεί να ξεπεράσει από μόνη της. Νικητής είναι ο Χριστός. Η ψυχή μας πεινάει και διψά για τον ταπεινό μα ισχυρό Βασιλιά, που είναι ταπεινός στην ισχύ Του, ισχυρός στην ταπείνωσή Του.
Η ψυχή μας πεινάει και διψάει για το Βασιλιά που είναι φίλος του καθενός από μας, για το Βασιλιά που η Βασιλεία Του είναι αιώνια και άπειρη, που η αγάπη Του για τον άνθρωπο είναι απροσμέτρητη. Τέτοιος Βασιλιάς είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός! Σ’ Εκείνον λοιπόν κραυγάζουμε όλοι μας: Ωσαννά! Ωσαννά!
Σ’ Εκείνον πρέπει η δόξα κι ο ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Καιρός Μετανοίας»)
Τα πρόσωπα του εγκλήματος και οι παγίδες τους
Οι θρησκευτικοί ηγέτες
Ανάμεσα στα πρόσωπα που με σατανική μανία πολέμησαν τον Υιό του ανθρώπου, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι Αρχιερείς και οι Πρεσβύτεροι. Οι τίτλοι τους φανερώνουν την κοινωνική τους θέση και το έργο τους. Αυτοί ήταν όχι απλώς οι άρχοντες, αλλά οι θρησκευόμενοι ηγέτες του Ιουδαϊκού λαού. Είχαν μόρφωση θεολογική. Εγνώριζαν το Νόμο και τους Προφήτες. Επομένως εγνώριζαν τα χαρακτηριστικά του Μεσσία. Γι’ αυτό και αυτοί πρώτοι έπρεπε να Τον αναγνωρίσουν. Να Τον πιστεύσουν. Να γίνουν οπαδοί Του. Και κατόπιν να καθοδηγήσουν τον Ισραηλιτικό λαό σ’ Αυτόν. Ένα είδος προφήτου να γίνονταν. Όπως ο Πρόδρομος και Βαπτιστής Ιωάννης υποδείκνυε και έλεγε: « Ίδε ο αμνός του Θεού» (Ιω. Α΄ 36). Όπως ο Ανδρέας, όταν έλεγε προς τον αδελφό του Σίμωνα: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, ο έστι μεθερμηνευόμενον Χριστός» (Ιω. Α΄42). Γιατί αυτό είναι το καθήκον του θρησκευτικού άρχοντα, του διδασκάλου: Αυτός πρώτος πιστεύει σ’ αυτά που διδάσκει. Αυτός πρώτος να εφαρμόζει τα όσα διδάσκει. Αυτός πρώτος να γίνεται τύπος και υπογραμμός στους άλλους ανθρώπους, ιδιαίτερα στους διδασκόμενους.
Δυστυχώς, δεν είναι ξένη η συμπεριφορά των Γραμματέων και Φαρισαίων στη σημερινή πραγματικότητα. Λυπηρό, αλλ’ όχι σπάνιο, η παρουσία Θεολόγων, ιεροκηρύκων, ιερέων, που κηρύττουν, αλλά δεν εφαρμόζουν, που παροτρύνουν αλλά δεν παραδειγματίζουν. Γίνονται έτσι αιτία να απομακρύνεται ο λαός από την πίστη, τη χριστιανική αλήθεια, την Εκκλησία. Γιατί αποβαίνουν σκάνδαλα. Ο λαός επιζητεί να ιδεί στα πρόσωπά τους και την εν γένει ζωή τους να κυριαρχεί η πίστη, η ευλάβεια, το ηθικό παράδειγμα. Εάν δεν το διαπιστώνει, πραγματοποιείται το: «Δι’ ημάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσι» (Ρωμ. Β΄4). Ο «λύχνος» της ζωής τους δεν φέγγει και δεν φωτίζει «πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. Ε΄15), αλλά το ημίφως των ασυστόλων παραβάσεών τους, το όνομα του Θεού βλασφημεί και κακοσυσταίνει.
Τέτοιοι ήσαν και οι θρησκευτικοί ηγέτες των Ιουδαίων. Σε τίποτε δεν τους ωφέλησε η θεολογική μόρφωση, το εκκλησιαστικό αξίωμα! Έμειναν άπιστοι! Από την πρώτη στιγμή εκδηλώθηκε η κακία της ψυχής τους ως αντίδραση κατά του θείου Διδασκάλου. Με κάθε τρόπο επεζήτησαν να στερεώσουν τους εαυτούς τους στην απιστία. Γι’ αυτό και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης υπογραμμίζει τη σκληροτράχηλη απιστία τους, όπως αυτή ξεσκεπάστηκε και στο θαύμα του εκ γενετής τυφλού: «Ουκ επίστευσαν οι Ιουδαίοι (Φαρισαίοι) περί αυτού ότι τυφλός ην και ανέβλεψεν» ( Ιω. Θ΄18). Και όμως το θαύμα του εκ γενετής τυφλού ήταν ολοφάνερο, όπως και όλα τα εκπληκτικά θαύματα του Κυρίου. Και παρά ταύτα εξακολουθούσαν να μην πιστεύουν στο Χριστό ότι ήταν ο Μεσσίας, παρ’ όλα τα εκπληκτικά θαύματα τα οποία έβλεπαν να επιτελεί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σταδιακά, αλλά σταθερά, μόνοι τους παρασκεύασαν τους εαυτούς τους ως εύχρηστα όργανα του Σατανά, για να συντελεσθεί το μεγαλύτερο, το ανεπανάληπτο Έγκλημα στη γη.
("Οδοιπορικό του Θείου Πάθους, κατά τον Ευαγγελιστή Ματθαίο", αρχιμ. Καλλίστρατου Λυράκη, σ. 15-17)
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ: Το προοίμιο του Σταυρού και της Ανάστασης. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή…
«Την ψυχωφελή, πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, και την Αγίαν Εβδομάδα τον πάθους σον, αιτούμεν κατιδείν Φιλάνθρωπε …». Με αυτά τα λόγια του στιχηρού στον εσπερινό της Παρασκευής, πριν την Κυριακή των Βαΐων, τελειώνει η Μεγάλη Σαρακοστή. Μπαίνουμε πια στην «Αγία Εβδομάδα», στην περίοδο του εορτασμού των παθών του Χριστού, του Θανάτου και της Αναστάσεως Του. Περίοδος που αρχίζει από το Σάββατο του Λαζάρου.
Τα γεγονότα της διπλής γιορτής, η ανάσταση του Λαζάρου και η είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, αναφέρονται στα λειτουργικά κείμενα σαν «προοίμιο του Σταυρού». Έτσι, για να καταλάβουμε καλύτερα αυτά τα γεγονότα, θα πρέπει να τα δούμε μέσα στα πλαίσια της Μεγάλης Εβδομάδας.
Το κοινό απολυτίκιο των δύο αυτών ημερών: «την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός…» μας βεβαιώνει, με κατηγορηματικό τρόπο, για την αλήθεια της κοινής ανάστασης. Είναι πολύ σημαντικό ότι μια από τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, γίνεται ο οδηγός στην πορεία μας μέσα στο σκοτάδι του Σταυρού. Έτσι το φως και η χαρά λάμπουν όχι μόνο στο τέλος της Μεγάλης Εβδομάδας αλλά και στην αρχή της. Το φως και η χαρά φωτίζουν αυτό το σκοτάδι και αποκαλύπτουν το βαθύ και τελικό νόημα του.
Όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι με την Ορθόδοξη λατρεία γνωρίζουν τον ιδιότυπο, σχεδόν παράδοξο, χαρακτήρα των ακολουθιών του Σαββάτου του Λαζάρου. Είναι, θα λέγαμε, Κυριακή και όχι Σάββατο, δηλαδή έχουμε μέσα στο Σάββατο αναστάσιμη ακολουθία. Ξέρουμε ότι το Σάββατο είναι βασικά αφιερωμένο στους τεθνεώτες και η Θεία Λειτουργία γίνεται στη μνήμη τους. Όμως το Σάββατο του Λαζάρου είναι διαφορετικό. Η χαρά που διαποτίζει τις ακολουθίες αυτής της ημέρας τονίζει ένα κεντρικό θέμα: την επερχόμενη νίκη του Χριστού κατά του Άδη.
Άδης είναι ο βιβλικός όρος που χρησιμοποιείται για να ορίσει το θάνατο με την παγκόσμια δύναμη του, που με τα αδιαπέραστα σκότη και τη φθορά καταπίνει κάθε ζωή και δηλητηριάζει ολόκληρο το σύμπαν. Αλλά τώρα, με την ανάσταση του Λαζάρου, ο «θάνατος αρχίζει να τρέμει». Ακριβώς από δω αρχίζει η αποφασιστική μονομαχία ανάμεσα στη Ζωή και το Θάνατο και μας προσφέρει το κλειδί για μια πλήρη κατανόηση του λειτουργικού μυστηρίου του Πάσχα.
Στην πρώτη Εκκλησία, το Σάββατο του Λαζάρου ονομαζόταν «αναγγελία του Πάσχα». Πραγματικά αυτό το Σάββατο αναγγέλει, προμηνύει, το υπέροχο φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου.
Το πρώτο μας βήμα ας είναι η προσπάθεια να καταλάβουμε το εξής: ο Λάζαρος, ο φίλος του Ιησού Χριστού, είναι η προσωποποίηση όλου του ανθρωπίνου γένους και φυσικά κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η Βηθανία, η πατρίδα του Λαζάρου, είναι το σύμβολο όλου του κόσμου, είναι η πατρίδα του καθενός. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. «Εν αύτω ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων» (Ιω. 1, 4). Και όμως αυτός ο φίλος (ο άνθρωπος), τον οποίο τόσο αγαπάει ο Θεός και τον οποίο μόνο από αγάπη δημιούργησε, δηλαδή τον έφερε στη ζωή, τώρα καταστρέφεται, εκμηδενίζεται από μια δύναμη που δεν τη δημιούργησε ο Θεός: το θάνατο. Ο Θεός συναντάει μέσα στον κόσμο, που Αυτός δημιούργησε, μια δύναμη που καταστρέφει το έργο Του και εκμηδενίζει το σχέδιο Του. Έτσι ο κόσμος δεν είναι πια παρά θρήνος και πόνος, δάκρυα και θάνατος.
Πώς είναι δυνατόν αυτό; Πώς συνέβηκε κάτι τέτοιο; Αυτά είναι ερωτήματα που διαφαίνονται στη λεπτομερή διήγηση που κάνει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιο του για τον Ιησού Χριστό όταν έφτασε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου. «Πού τεθείκατε αυτόν; λέγουσι αυτώ· Κύριε έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς» (Ιω. 11, 35). Γιατί, αλήθεια, ο Κύριος δακρύζει βλέποντας το νεκρό Λάζαρο αφού γνωρίζει ότι σε λίγα λεπτά ο ίδιος θα του δώσει ζωή; Μερικοί Βυζαντινοί υμνογράφοι βρίσκονται σε αμηχανία σχετικά με το αληθινό νόημα αυτών των δακρύων. Μιλάνε για δάκρυα που χύνει η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ενώ η δύναμη της ανάστασης ανήκει στη θεϊκή Του φύση. Η Ορθόδοξη όμως Εκκλησία μας διδάσκει ότι όλες οι πράξεις του Χριστού ήταν «Θεανδρικές», δηλαδή θεϊκές και ανθρώπινες ταυτόχρονα. Οι πράξεις Του είναι πράξεις ενός και του αυτού Θεού-Ανθρώπου, του σαρκωμένου Υιού του θεού. Αυτός, λοιπόν, που δακρύζει δεν είναι μόνο Άνθρωπος αλλά και Θεός, και Αυτός που καλεί το Λάζαρο να βγει από τον τάφο δεν είναι μόνο Θεός αλλά και Άνθρωπος ταυτόχρονα. Επομένως αυτά τα δάκρυα είναι θεία δάκρυα. Ο Ιησούς κλαίει γιατί βλέπει το θρίαμβο του θανάτου και της καταστροφής στον κόσμο το δημιουργημένο από τον Θεό.
«Κύριε, ήδη όζει…», λέει η Μάρθα και μαζί της, οι παρεστώτες Ιουδαίοι, προσπαθώντας να εμποδίσουν τον Ιησού να πλησιάσει το νεκρό. Αυτή η φοβερή προειδοποίηση αφορά ολόκληρο τον κόσμο, όλη τη ζωή. Ο Θεός είναι η ζωή και η πηγή της ζωής. Αυτός κάλεσε τον άνθρωπο να ζήσει μέσα στη θεία πραγματικότητα της ζωής και εκείνος τώρα «όζει» (μυρίζει άσχημα). Ο κόσμος δημιουργήθηκε να αντανακλά και να φανερώνει τη δόξα του Θεού και εκείνος «όζει»…
Στον τάφο του Λαζάρου ο Θεός συναντά το Θάνατο, την πραγματικότητα που είναι αντι-ζωή, που είναι διάλυση και απόγνωση. Ο Θεός συναντά τον εχθρό Του, ο οποίος του απέσπασε τον κόσμο Του και έγινε ο ίδιος «άρχων του κόσμου τούτου». Και όλοι εμείς που ακολουθούμε τον Ιησού Χριστό καθώς πλησιάζει στον τάφο του Λαζάρου, μπαίνουμε μαζί Του στη «δική Του ώρα» («ιδού ήγγικεν η ώρα…»)· στην ώρα για την οποία πολύ συχνά είχε μιλήσει και την είχε παρουσιάσει σαν το αποκορύφωμα, το πλήρωμα ολοκλήρου του έργου Του.
Ο Σταυρός, η αναγκαιότητα του και το παγκόσμιο νόημα του αποκαλύπτονται με την πολύ σύντομη φράση του Ευαγγελίου: «και εδάκρυσεν ο Ιησούς…». Τώρα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί δάκρυσε: αγαπούσε το φίλο Του Λάζαρο και γι’ αυτό είχε τη δύναμη να τον φέρει πίσω στη ζωή. Η δύναμη της Ανάστασης δεν είναι απλά μια θεϊκή «δύναμη αυτή καθ’ εαυτή», αλλά είναι δύναμη αγάπης, ή μάλλον η αγάπη είναι δύναμη.
Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή. Αυτό είναι το νόημα των θεϊκών δακρύων του Ιησού. Μέσα απ’ αυτά η αγάπη ενεργοποιείται και πάλι – αναδημιουργεί, απολυτρώνει, αποκαθιστά τη σκοτεινή ζωή του ανθρώπου:
«Λάζαρε, δεύρο έξω!..»: Προσταγή απολύτρωσης. Κάλεσμα στο φως. Ακριβώς γι’ αυτό το Σάββατο του Λαζάρου είναι το προοίμιο και του Σταυρού, σαν τη μέγιστη θυσία της αγάπης, και της Ανάστασης, σαν τον τελικό θρίαμβο της αγάπης.
(π. Αλεξάνδρου Σμέμαν, "Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ", Σύντομη λειτουργική εξήγηση των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκδ. Ακρίτας 1990)
158. Τι είναι το βάπτισμα;
Το βάπτισμα είναι το ιερό μυστήριο της Εκκλησίας κατά το οποίο ο πιστεύων στον Ιησού Χριστό άνθρωπος βασιζόμενος με τριπλή κατάδυση και ανάδυση σε αγιασμένο ύδωρ και στο όνομα της Αγίας Τριάδος, από τη μια μεριά ελευθερώνεται από το σώμα της προπατορικής αμαρτίας και της ένοχης της οφειλόμενης σ’ αυτή, από την άλλη δε αναγεννάται πνευματικά σε μία νέα ένθεη ύπαρξη και ζωή, γίνεται υιός του Θεού και κληρονόμος της αφθαρσίας και της αθανασίας. Κατά το βάπτισμα ο άνθρωπος αποβάλλει τον παλαιό Αδάμ και ντύνεται το Χριστό, αποκτώντας καθαρή και άσπιλη τη θεία εικόνα με την οποία πλάστηκε από το Θεό και την οποία αχρείωσε η αμαρτία.
Παρ’ όλα τούτα και κατά τρόπο μυστηριώδη και ανεξήγητο η αμαρτητική επιθυμία και ορμή εξακολουθούν να παραμένουν και στο βαπτισθέντα, χωρίς όμως να καταλογίζονται σαν αμαρτία στη φύση που ελευθερώθηκε από το προπατορικό αμάρτημα. Η μετά το βάπτισμα παρουσία της αμαρτητικής ορμής αποτελεί προφανώς μέσο της θείας παιδαγωγίας, αποτελούσα κίνητρο αγώνων του αναγεννημένου κατά των παθών και της αμαρτίας και μέσο ηθικής και πνευματικής εμπεδώσεως και τελειώσεως. Η αδιαφορία όμως έναντι της αμαρτητικής ορμής μπορεί να οδηγήσει το βαπτισθέντα σε πτώσεις ηθικές και στην απώλεια της αιώνιας ζωής. Το βάπτισμα είναι το μυστήριο δια του οποίου ο άνθρωπος γίνεται επίσημα μέλος της Εκκλησίας και αποκτά το δικαίωμα να μετέχει και των άλλων εκκλησιαστικών μυστηρίων.
Και μια τελευταία λέξη. Όπως τ’ αποτελέσματα της δικαιώσεως είναι και αρνητικά και θετικά, δηλαδή από τη μια μεριά κάθαρση από την αμαρτία και από την άλλη πνευματική αναγέννηση και ανακαίνιση του ανθρώπου, τα ίδια αποτελέσματα έχει και το Ιερό βάπτισμα, όπως είδαμε πιο πάνω, το οποίο είναι και το ληπτικό όργανο της δικαιώσεως.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 229-230)
157. Επιτρέπεται η διαμυστηριακή εκκλησιαστική κοινωνία (Intercommunio);
Όχι. Δεν επιτρέπεται χριστιανός ορθόδοξος να κοινωνήσει των άχραντων μυστηρίων από ρωμαιοκαθολικό ούτε ρωμαιοκαθολικός από ορθόδοξο. Είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Πάση δυνάμει φυλαξώμεθα μη λαμβάνειν μετάληψιν αιρετικών μήτε διδόναι... ίνα μέτοχοι της κακοδοξίας και της αυτών γενώμεθα κατακρίσεως». Οι ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας απαγορεύουν και την συμπροσευχή ακόμη μετά των αιρετικών (ετεροδόξων) και αλλοπίστων: «Εί τις κληρικός η λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών προσεύξασθαι, καθαρείσθω και αφορίζεσθω».
Η διαμυστηριακή κοινωνία είναι το κατ’ εξοχήν μυστήριο της ενότητας της Εκκλησίας, υπάρχει δε εκεί όπου υπάρχουν ένας Κύριος, μία πίστη, ένα βάπτισμα. Είναι φυσικό, λοιπόν, να μην μπορεί να υπάρξει μεταξύ Εκκλησιών τις οποίες διαχωρίζουν πλήθος δογματικών διαφορών. Ούτε δε, επειδή ορισμένα μυστήρια ετεροδόξων (βάπτισμα και ιερωσύνη) γίνονται «κατ’ οικονομίαν» αποδεκτά από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, πρέπει να παίρνουμε από τα χέρια τους και τα άχραντα μυστήρια. Το «κατ’ οικονομίαν» δεκτό είναι κάτι το έκτακτο, το οποίο εφαρμόζεται στις περιπτώσεις μόνο προσχωρήσεως των ετερόδοξων στους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας, το οποίο αυτή επιτρέπει για τους δικούς της σκοπούς. Έξω από το μέτρο αυτό τα μυστήρια των ετεροδόξων είναι —όπως είδαμε στα προηγούμενα— άκυρα.
Άλλωστε ποιά είναι η σκοπιμότητα και η ωφέλεια για ένα συνεπή ορθόδοξο πιστό να κοινωνεί από τους ετεροδόξους, όταν αμφιβάλλει αν αυτό που λαμβάνει είναι σώμα και αίμα Χριστού; Όχι μόνο σε τίποτε δεν ωφελείται, αλλ΄ υπάρχει ανοικτός ο κίνδυνος μ’ αυτό που κάνει να γίνει κοινωνός της ετεροδοξίας και της πλάνης. Ούτε πάλι η διατυμπανιζόμενη αγάπη μπορεί να γίνει το εφαλτήριο σε ύποπτες φιλενωτικές πρακτικές. Έχουμε υποχρέωση να αγαπάμε τους οπαδούς όλων των θρησκευμάτων, χωρίς ωστόσο αυτό να μας δεσμεύει ν’ ακολουθούμε τις ιδιαίτερες διδασκαλίες και τις θρησκευτικές τους πρακτικές. Στη διαμυστηριακή κοινωνία προσχωρούν μόνο τα αμαθή και ανθρωπάρεσκα πνεύματα. Δηλαδή κοινωνεί από τους παπικούς ο ορθόδοξος για ν’ αρέσει σ’ αυτούς. Κατά βάθος δεν έχει σαφή αίσθηση του τι κάνει, έχοντας χαλαρή την ορθόδοξη ευαισθησία και αυτοσυνειδησία του.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 223-224)
«Ξέρει ο Πατέρας σας τι είναι εκείνα που χρειάζεστε, προτού εσείς του τα ζητήσετε» (Ματθ. 6:8)
Ο ιδρυτής των ορφανοτροφείων του Μπρίστολ, Γεώργιος Μύλλερ, έλεγε τα εξής:
«Οι υποσχέσεις του Θεού είναι πάντα αληθινές. Πειραματίστηκα αυτή την αλήθεια για 60 χρόνια τώρα. Δεν πέρασε μέρα που να μην περίμενα μόνο απ’ Αυτόν, χωρίς να κάνω γνωστές τις ανάγκες μου σε κανέναν άλλο και πάντα μου έστελνε ό,τι ήταν αναγκαίο για τα ορφανά μου στην ώρα του. Πάρα πολλές φορές συνέβη να μην έχουμε με τι να ετοιμάσουμε το επόμενο γεύμα. Προσευχόμασταν και Του λέγαμε την έλλειψή μας και πάντα αποδεικνυόταν πιστός και μας απαντούσε και κάλυπτε την ανάγκη μας. Ο Θεός φώτιζε ορισμένα ευσεβή πρόσωπα να ενισχύσουν, ώστε να συντηρηθεί το έργο αυτό μέχρι και σήμερα».
Έτσι, ο Γεώργιος Μύλλερ, χωρίς κανένα προσωπικό του εισόδημα έθρεψε, έντυσε, στέγασε και μόρφωσε 10.000 ορφανά!
(Ξ.Π.)
«Για όλα να ευχαριστείτε το Θεό» (Α’ Θεσσαλονικείς 5:18)
Η Κόρι ντε Μπουμ ήταν πηγή έμπνευσης για χιλιάδες ανθρώπους μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καρδιές σκίρτησαν και ζωές άλλαξαν όταν την άκουσαν να διηγείται πώς ο Θεός κάλυπτε τις ανάγκες της, ακόμα και κατά τη διάρκεια που ήταν αιχμάλωτη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί. Το στρατόπεδο δεν ήταν μόνο βρώμικο, αλλά και γεμάτο ψύλλους. Η αδελφή της η Μπέτσι, που επίσης ήταν φυλακισμένη μαζί της, επέμενε ότι το εδάφιο Α’ Θεσ. 5:18 ήταν το θέλημα του Θεού γι’ αυτές: «Ευχαριστείτε για όλα». Αλλά το να ευχαριστείς για τους ψύλλους ήταν λίγο υπερβολικό για την Κόρι, μέχρι που συνειδητοποίησε για ποιο λόγο οι φρουροί δεν μπήκαν στο κελί τους την ώρα που εκείνες προσεύχονταν στον Κύριο. Ήθελαν να αποφύγουν τους ψύλλους! Έτσι οι φυλακισμένες μπορούσαν ανενόχλητες να δοξολογούν και να μελετούν τη Βίβλο. Οι ψύλλοι ήταν πρόνοια της χάρης του Θεού γι’ αυτές! Μέσα από τους δικούς μας ψύλλους ο Θεός μας διδάσκει πνευματικά μαθήματα και μας βοηθά να δυναμώνουμε σε υπομονή.
(Ξ.Π.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
350. Όταν ο ιερεύς τελή τη Θεία Λειτουργία, ο ίδιος ο Πατήρ, με το Άγιο Πνεύμα του, μεταβάλλει τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Ο ιερεύς δεν είναι τίποτε παρά πάνω από ένα απλό όργανο. Μέσω αυτού, ο ίδιος ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα τελεί τη Λειτουργία και καθαγιάζει τα Τίμια Δώρα. «Σὺ εἶ ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος » (ευχή του ιερέως κατά τη διάρκεια του χερουβικού ύμνου).
351. Αν αμφιβάλλης ότι θα σου δώση ο Θεός ό,τι θεάρεστο του ζητείς με την προσευχή, θυμήσου ότι ακόμη και άνθρωποι φιλόϋλοι, που δεν είναι πλούσιοι ούτε παντοδύναμοι, δίνουν σε όσους έχουν ανάγκη, κάποτε δε και πριν τους ζητηθή η βοήθεια, αλλά απλώς επειδή γνωρίζουν ότι ο συνάνθρωπός τους έχει ανάγκη. Πόσο μάλλον θα το κάμη αυτό ο Πατέρας μας ο ουράνιος, που είναι όλος αγάπη, πάνσοφος και παντοδύναμος (Ματθ. ζ’ 11) !
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149-150)
348. Τι φοβερό πράγμα είναι η λαιμαργία, το να τρώγη και να πίνη κανείς υπερβολικά! Το γεμάτο, βαρυφορτωμένο στομάχι κάνει τον άνθρωπο να χάνη την πίστι και τον φόβο του Θεού, να είναι αναίσθητος στην προσευχή, να μη νοιώθη την ανάγκη να ευχαριστήση και να δοξάση τον Θεό. Οι κοιλιόδουλοι απομακρύνονται από τον Κύριο. Η καρδιά τους γίνεται σκληρή σαν λιθάρι. Γι’ αυτό ο Λυτρωτής μας αποτρέπει από τη λαιμαργία: «Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε βαρυνθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ … καί αιφνίδιος έφ' υμάς έπιστη ή ήμερα εκείνη» (Λουκ. κα’ 34). Η ημέρα της οργής του Κυρίου θα πλήξη αιφνιδιαστικά και αμείλικτα όσους είναι κοιλιόδουλοι.
349. Όσο ένας άνθρωπος παραδίδεται στις αισθήσεις του, τόσο και γίνεται σαρκικός, απομακρύνοντας από τον εαυτό του το Άγιο Πνεύμα, που δεν μπορεί να κατοική σε καρδιές με σαρκικό φρόνημα. «Τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β’ Κορ. στ’ 14). Οι άνθρωποι αυτοί, αλλοίμονο, δεν αισθάνονται την έλλειψι του Αγίου Πνεύματος. Συμβαίνει σ’ αυτούς ό,τι και στον εκ γενετής τυφλό, που δεν έχει συνείδησι τι πολύτιμο πράγμα του λείπει, το φώς του ηλίου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν στην καρδιά τους ούτε πίστι, ούτε αγάπη, ούτε το πνεύμα της προσευχής, ούτε κοινωνία με την Εκκλησία. Θεέ μου, τι κίνδυνοι με περιβάλλουν στην ζωή μου! Όταν υποχωρώ στις απαιτήσεις της σαρκός, γίνομαι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μου.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 149)
Ο όσιος και ο ζαπτιές
Ο όσιος Παρθένιος ο Χίος (1815-1883), νεαρός ακόμη μοναχός, θέλησε ν’ ασκητέψη στην περιοχή Πένθοδο, η οποία ανήκε στη Νέα Μονή της Χίου. Ο ηγούμενος Μελέτιος Φλουράς όχι μόνο δεν του το επέτρεψε, αλλά και τον κατήγγειλε στον δεσπότη της Χώρας Γρηγόριο Κωνσταντινίδη. Κι αυτός τότε έστειλε ένα ζαπτιέ, τούρκο χωροφύλακα, για να συλλάβη τον όσιο και να τον φέρη ενώπιον του.
Ο ζαπτιές, άνθρωπος απλοϊκός και καλοπροαίρετος, πήγε αρματωμένος και συνάντησε τον νεαρό ασκητή.
- Εσύ είσαι ο καλόγερος; Εσύ κάνεις το νταβαντούρι; Που είναι το μοναστήρι σου;
Ο όσιος του έδειξε μια σπηλιά και ένα μικρό εκκλησάκι από ξερολιθιά.
- Βάι , βάι! Τέτοια φτώχεια! Εσένα θένε να πάνε φυλακή; Φυλακή γκιουζέλ για σένα.
Ο ασκητής έμαθε τον σκοπό του ερχομού του και τον παρακάλεσε να ξεκινήσουν την επομένη, το πρωί. Ήθελε ν’ αποφύγη, σαν νέος μοναχός που ήταν, τους νυκτερινούς πειρασμούς της πολιτείας. Ο τούρκος έδειξε κατανόηση και τον ρώτησε:
- Και που θα μείνω τη νύχτα;
- Εκεί στη σπηλιά.
- Όκι μωρέ. Με πλακώνει η καρδιά μου.
- Θέλεις εδώ στο εκκλησάκι;
- Θέλω. Θα κοιμηθώ όμως απ’ έξω. Μέσα είναι αμαρτία. Μέσα θα κοιμηθής εσύ. Δική σου είναι η εκκλησία.
Έφαγαν κάτι φτωχικά και ο ζαπτιές έβγαλε και πρόσφερε στον όσιο ρακί.
- Εγώ δεν πίνω, είπε εκείνος.
- Εγώ κάνει να πιω εδώ που είναι η Παναγία;
- Κάνει, κάνει να πιής.
Ήπιε λίγο και αποκοιμήθηκε. Tη νύχτα, τα μεσάνυκτα, ξύπνησε. Σαν ν’ άκουσε ένα μουρμουρητό. Πλησιάζει στο εκκλησάκι, σκύβει στο πορτάκι του, και μένει αποσβολωμένος. Στο τρεμάμενο φως του καντηλιού ο όσιος προσευχόταν. Δεν ακουμπούσε όμως στη γη κι ήταν λουσμένος μ’ ένα φως ιλαρό!... Είχε σηκώσει τα χέρια και το φως ακτινοβολούσε γύρω του. Σε λίγο χαμήλωσε τα χέρια. Το φως χάθηκε. Ο μοναχός προσευχόταν για την αναξιότητά του κι έκλαιγε, έκλαιγε… κι ο τούρκος άκουγε το κλάμα, εκστατικός, ένα κλάμα βουβό και σιγανό, ανάμεσα στα λόγια της προσευχής.
Μόλις έφεξε, έφυγε ο ζαπτιές αναστατωμένος, μόνος του, για τη Χώρα. Δεν τόλμησε να ενοχλήση τον όσιο και να τον πάρη μαζί του.
Ο δεσπότης απόρησε:
- Που είναι ο καλόγερος; ρώτησε.
- Δεσπότη, εφέντη, ο καλόγερος είναι άνθρωπος του Θεού, είπε ο τούρκος, και διηγήθηκε όσα είχε δει.
Ο επίσκοπος κατάλαβε. Έμαθε εκείνο που ήθελε. Στέλνει τώρα άλλο χωροφύλακα, ο οποίος φέρνει τον όσιο αυθημερόν στη Χώρα.
- Εσύ είσαι ο Παρθένιος; τον ρώτησε.
- Εγώ, αποκρίθηκε εκείνος βάζοντας βαθιά μετάνοια.
- Σε κατηγορούν…
- Δίκιο έχουν. Δική τους είναι η περιοχή.
- Τι κάνεις πάνω στο βουνό;
- Προσεύχομαι.
- Σε ποιον άγιο;
- Στον όσιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο.
Το όνομα του αγίου τράνταξε τον επίσκοπο.
- Εκείνος έβλεπε το άκτιστο φως, αλλά κι εσύ το βλέπεις, είπε και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό του.
- Εγώ ο αμαρτωλός, διαμαρτυρήθηκε ο όσιος, έτοιμος να κλάψη.
Ο δεσπότης τον κοίταζε προσεκτικά. Διέκρινε σ’ αυτόν τον μοναχό μια θεϊκή δύναμη. Έβλεπε σ’ εκείνο το αδύνατο πρόσωπο μια δυνατή λάμψη. Σηκώθηκε αυθόρμητα να τον ασπασθή κι ένιωσε να τον συγκλονίζη η αγιότητά του.
- Καλά, παιδί μου. Πήγαινε στο καλό… Να πορεύεσαι όπως πορεύεσαι, και να θυμάσαι κι εμένα στην προσευχή σου.
(Το Αγιομαρκάκι, τ. Α΄)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σ. 214-217)
Μεγάλη η βοήθεια της νυχτερινής προσευχής
Σε μιά επίσκεψή μου στο Γέροντα, θυμήθηκα και του ανάφερα ένα απόσπασμα ομιλίας του Ιερού Χρυσοστόμου για την προσευχή, που έλεγε : " Όπως η νυχτερινή προσευχή των Αποστόλων Παύλου και Σίλα άνοιξε τις θύρες της φυλακής, έτσι και η νυχτερινή προσευχή των χριστιανών ανοίγει τις θύρες του ουρανού ". Ο Γέροντας ενθουσιάσθηκε, μόλις το άκουσε. " Πολύ ωραίο αυτό ", μου είπε χαρούμενος. " Πού το βρήκες, μωρέ ; Να μου το αντιγράψεις και να μου το φέρεις ολόκληρο. Ξέρεις, έτσι είναι. Γίνεται αυτό που λέει ο Άγιος Χρυσόστομος, στις νυχτερινές προσευχές και αγρυπνίες. Όταν ξυπνάς τη νύχτα, να μη γυρίζεις από το άλλο πλευρό για να ξανακοιμηθείς. Να σηκώνεσαι, να γονατίζεις μπροστά στον Εσταυρωμένο και τους Αγίους και να προσεύχεσαι ταπεινά και με αγάπη. Μισή ώρα, ένα τέταρτο, δέκα λεπτά, πέντε, όσο μπορείς. Θα βρεις μεγάλη βοήθεια. Να πηγαίνεις και στις αγρυπνίες ".
Ο Γέροντας δε μου είπε τίποτε σχετικό για τον εαυτό του, αλλά όπως έμαθα από το στενό του περιβάλλον, αν και δεν είχε διαβάσει τη σχετική ομιλία του Ιερού Χρυσοστόμου, την εφήρμοζε στην πράξη κάθε νύχτα. Πέραν αυτού, ο Γέροντας, σε συνεννόηση με πολλά πνευματικά του παιδιά, είχε δημιουργήσει έναν ευρύτατο κύκλο συμπροσευχομένων, σε μιά καθορισμένη ώρα, κάθε βράδυ. Αυτή η ενότητα στην προσευχή του Γέροντος και των παιδιών του, τους ένωνε μυστικά με το Χριστό και μεταξύ τους και τους βοηθούσε πολύ στη ζωή τους.
[Γ 52]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.388-389)