Εγκώμιο
και έλεγχος
Πλησίασε αυτόν που αμαρτάνει, και πες του κάποιο μικρό εγκώμιο, από τα άλλα, τα καλά που οπωσδήποτε έχει. Ανάμιξε το εγκώμιο με τους ελέγχους.
Ε.Π.Ε. 18α,760-762
αδελφών
Άκουσες να εγκωμιάζεται αδελφός είτε από άντρες είτε από γυναίκες; Να προσθέσης και τους δικούς σου επαίνους. Έτσι τιμάς και επαινείς τον εαυτό σου. Αν δείξης ότι δυσανασχετείς με το εγκώμιο του άλλου, τότε πρώτα-πρώτα μειώνεις τον εαυτό σου, αφού όλοι θα σε κακολογήσουν, και υστέρα τον άλλον τον εξυψώνεις περισσότερο. Αν ακούσης να επαινήται ο αδελφός σου, να γίνης μέτοχος των λεγομένων, αν όχι στον τρόπο της ζωής του, στην αρετή του, τουλάχιστον στο να χαίρης για τα καλά του.
Ε.Π.Ε. 20,76
Εγρήγορσις
στις επιθέσεις του διαβόλου
Ο διάβολος επιτίθεται με μεγάλη σφοδρότητα. Πολιορκεί από παντού τη σωτηρία μας. Πρέπει, λοιπόν, να αγρυπνούμε, να είμαστε νηφάλιοι και από παντού να περιτειχίζουμε τον εαυτό μας, ώστε να αποκρούουμε τις επιθέσεις του εχθρού. Διότι αν βρη μικρή έστω ευκαιρία, ετοιμάζει μεγάλης κλίμακας επίθεσι, για να περάση μέσα μας όλη η δύναμίς του.
Ε.Π.Ε. 13,68
συνεχώς
Απ’ εκείνους, που είναι άγρυπνοι, ο ληστής τίποτε δεν θα μπορέση να αρπάξη. Αυτό συμβαίνει και με όσους ζουν φωτεινό, ορθό βίο. Απ’ εκείνους όμως, που κοιμούνται, που ραθυμούν και αδιαφορούν, όλα τα κλέβει. Και αυτοί είναι οι προσκολλημένοι στα πράγματα του παρόντος βίου.
Ε.Π.Ε. 36,88
Εγωισμός
της αυταρκείας
Τίποτε δεν κάνει τόσο φουσκωμένο τον άνθρωπο και δεν τον αποκόπτει από το κοινωνικό σύνολο, όσο το να νομίζη πως είναι αυτάρκης. Γι’ αυτό και ο Θεός μάς έπλασε να έχουμε την ανάγκη ο ένας του άλλου. Αν όμως νομίσης, ότι δεν έχεις κανέναν ανάγκη, έγινες από όλους πιο ανόητος και πιο αδύνατος... Μη νομίσης, πως μειώνεσαι, επειδή έχεις ανάγκη άλλου. Αυτό μάλλον σε υψώνει, σε κάνει πιο δυνατό, σε καθιστά πιο ασφαλή.
Ε.Π.Ε. 17,490
κληρικών
Ας μη περιφρονούμε όσους παρέχουν σωστές συμβουλές, έστω και αν είναι απλοί άνθρωποι και άσημοι. Και ας μην έχουμε την αξίωσι να επικρατή πάντα η γνώμη μας. Ας επικροτούμε όλοι όσα αποδεικνύονται πιο ωφέλιμα. Κάποτε πολλοί από αυτούς που δεν έχουν καλή όρασι, βλέπουν καλύτερα από όσους έχουν καλή, διότι μελετούν και επιστρατεύουν όλες τις ικανότητές τους. Ούτε πάλι να λες: «Τι μου ζητάς να σου δώσω συμβουλή, αφού δεν κάνεις όσα σου λέω;». Τέτοιο έλεγχο τον κάνουν όχι οι σύμβουλοι, αλλ’ οι τύραννοι. Ο σύμβουλος δικαίωμα έχει απλώς να πη τη γνώμη του. Αν κάποια άλλη κριθή πιο ωφέλιμη και ο σύμβουλος επιμένη, τότε δεν είναι σύμβουλος, όπως προείπα, αλλ’ είναι τύραννος.
Ε.Π.Ε. 19,490
καταντά τον άνθρωπο γελοίο
Αναπτύσσουν ανταγωνισμούς μεταξύ τους και μιλάνε εγωιστικά και δεν σκέπτονται, δηλαδή, δεν νιώθουν πόσο γελοίοι γίνονται με τον τόσο εγωισμό τους και με την αλαζονεία, που εκδηλώνουν στις σχέσεις μεταξύ τους.
Ε.Π.Ε. 19,560
αμαρτωλών
Όπως οι άγιοι, όταν εκτελούν τις εντολές του Θεού, συνηθίζουν να είναι μετριόφρονες, έτσι και οι κακοί, όταν διαπράττουν την αμαρτία, υπερηφανεύονται.
Ε.Π.Ε. 34,254
τα χάνουμε όλα
Αν πετύχουμε μικρό κατόρθωμα, προσπαθούμε να το επιδείξουμε παντού, άνω και κάτω και δεν σταματάμε να φουσκώνουμε, μέχρις ότου χάσουμε τελείως και αυτό το μικρό με την αλαζονία μας.
Ε.Π.Ε. 28,704
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 102-103)
1. Όποιος εργάζεται την αρετή σε Κοινόβιο ή σε συνοδία, δεν είναι συνηθισμένο να πολεμήται από την δειλία. Εκείνος όμως που ευρίσκεται σε ησυχαστικώτερους τόπους, ας αγωνίζεται μήπως και τον κυριεύση το γέννημα της κενοδοξίας και η θυγατέρα της απιστίας, δηλαδή η δειλία.
2. Η δειλία είναι νηπιακή συμπεριφορά μιας ψυχής που εγήρασε στην κενοδοξία. Η δειλία είναι απομάκρυνσις της πίστεως, με την ιδέα ότι αναμένονται απροσδόκητα κακά.
3. Ο φόβος είναι κίνδυνος που προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη καρδιακή αίσθησις, που συγκλονίζεται και αγωνιά από αναμονή απροβλέπτων συμφορών. Ο φόβος είναι μία στέρησις της εσωτερικής πληροφορίας. Η υπερήφανη ψυχή είναι δούλη της δειλίας∙ έχοντας πεποίθησι στον εαυτόν της και όχι στον Θεόν, φοβείται τους κρότους των κτισμάτων και τις σκιές.
4. Όσοι πενθούν και όσοι καταπονούνται χωρίς να υπολογίζουν κόπους και πόνους, δεν αποκτούν δειλία. Πολλές φορές όσοι υποκύπτουν στην δειλία χάνουν το μυαλό τους. Και είναι φυσικό αυτό, διότι είναι δίκαιος Εκείνος που εγκαταλείπει τους υπερηφάνους, ώστε και οι υπόλοιποι να μάθωμε να μη υψηλοφρονούμε.
5. Όλοι όσοι φοβούνται είναι κενόδοξοι, αλλ΄ όμως όλοι όσοι δεν φοβούνται δεν σημαίνει ότι είναι ταπεινόφρονες, αφού και οι λησταί και οι τυμβωρύχοι δεν υποκύπτουν εύκολα στην δειλία.
6. Σε όποιους τόπους συνηθίζεις να φοβήσαι, μη διστάζης να πηγαίνης, όταν ακόμη δεν έχη ξημερώσει. Εάν δείξεις κάποια χαλαρότητα στο σημείο αυτό, τότε θα γηράση μαζί σου το νηπιακό και αξιογέλαστο τούτο πάθος. Ενώ βαδίζεις προς τα εκεί οπλίζου με την προσευχή. Μόλις φθάσης σ΄ εκείνους τους τόπους, ανύψωσε τα χέρια σου. Με το όνομα του Ιησού μάστιζε τους εχθρούς, διότι δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στην γη ισχυρότερο όπλο. Αφού απαλλαγής από την αρρώστεια αυτή, ας ανυμνήσης τον Λυτρωτή σου∙ διότι εάν τον ευγνωμονής, θα σε σκεπάζη παντοτινά.
7. Ποτέ δεν μπορείς διά μιας να γεμίσης την κοιλία. Παρόμοια βέβαια δεν μπορείς διά μιας να νικήσης την δειλία. Όταν έχωμε πολύ πένθος, θα υποχωρήση πιο γρήγορα∙ όταν όμως αυτό μας λείπη, θα παραμένουμε συνεχώς δειλοί. «Έφριξάν μου τρίχες και σάρκες» είπε ο Ελιφάζ (Ιώβ δ΄ 15), περιγράφοντας την πανουργία τούτου του δαίμονος.
8. Άλλωτε εδειλίασε πρώτα η ψυχή και άλλοτε το σώμα, και εν συνεχεία μεταβίβασε το ένα στο άλλο το πάθος. Αν συμβή να φοβηθή το σώμα, χωρίς όμως να εισδύση ο άκαιρος φόβος στην ψυχή, ευρισκόμεθα πλησίον στην θεραπεία. Όταν δε όλα τα δυσάρεστα και απροσδόκητα τα δεχώμεθα πρόθυμα, με συντριμμένη καρδιά, τότε ελευθερωθήκαμε πραγματικά από την δειλία.
9. Δεν ενισχύει τους δαίμονας εναντίον μας το σκότος και η ερημία των τόπων, αλλά η ακαρπία της ψυχής μας. Μερικές φορές όμως πρόκειται για οικονομική παίδευσι εκ μέρους του Θεού.
10. Εκείνος που έγινε δούλος του Κυρίου, θα φοβηθή μόνο τον ιδικό του Δεσπότη. Και εκείνος που δεν φοβείται ακόμη Αυτόν, φοβείται πολλές φορές την σκιά του.
11. Όταν πλησιάση αοράτως ένα πονηρό πνεύμα, φοβείται το σώμα. Όταν όμως πλησιάση κάποιος Άγγελος, αγάλλεται η ψυχή των ταπεινών. Γι΄ αυτό, μόλις από την ενέργεια αυτή αντιληφθούμε την παρουσία του, ας τρέξουμε γρήγορα στην προσευχή, διότι ήλθε να προσευχηθή μαζί μας ο αγαθός μας φύλαξ.
Όποιος ενίκησε την δειλία, είναι φανερό ότι ανέθεσε στον Θεόν και την ζωή και την ψυχή του.
(από το βιβλίο "Κλίμαξ", εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου)
Εδώ και εκεί
με τι ασχολούμαστε;
Ας θαυμάσουμε τα μέλλοντα, για να μη προσκολληθούμε στα παρόντα. Αν συνέχεια σκεπτώμαστε και ενδιατρίβουμε με τις έννοιες εκείνων και ασχολούμαστε με την αθανασία, με την ατέλειωτη ζωή, με τη χορεία των αγγέλων, με τη συμβίωσί μας με το Χριστό, με την απερίγραπτη εκείνη δόξα, με τη ζωή που είναι απαλλαγμένη από κάθε πόνο, τότε δεν θα πέσουμε σε αθυμία από τα λυπηρά της παρούσης ζωής.
Ε.Π.Ε. 5,612
εδώ σκιά, εκεί ακίνητα
Όσα συμβαίνουν εδώ στη γη είναι σκιά. Τα εκεί, τα ουράνια, είναι αμετακίνητα και σταθερά και κανένας δεν μπορεί να τα πειράξη.
Ε.Π.Ε. 10,116
δεν πληρώνονται όλα εδώ
Ούτε όλους τους τιμωρεί εδώ ο Θεός, διότι κάτι τέτοιο θα σε έκανε να μη περιμένης την ανάστασι και να απελπιστής για την κρίσι. Αλλ’ ούτε πάλι όλους τους αφήνει να φύγουν ατιμώρητοι, για να μη νομίσης, ότι ο Θεός αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Αλλά τι κάνει ο Θεός; Και τιμωρεί και δεν τιμωρεί. Με τις τιμωρίες, που επιτρέπει σε τούτη τη ζωή, θέλει να θυμίση, ότι από τους άλλους που δεν τιμωρούνται εδώ, θα ζητήση λόγο εκεί. Με τις περιπτώσεις πάλι, που δεν τιμωρεί ο Θεός εδώ, σε προετοιμάζει να περιμένης, ότι μετά την αποδημία σου απ’ αυτή τη ζωή, υπάρχει το φοβερό δικαστήριο. Αν όμως ο Θεός δεν ήταν δίκαιος και αδιαφορούσε για όσα πράττουν οι άνθρωποι, τότε ούτε θα τιμωρούσε μερικούς εδώ, ούτε άλλους θα τους ευεργετούσε.
Ε.Π.Ε. 17,574
όχι δόξα, αλλά διώξεις
Η παρούσα ζωή δεν είναι για τιμή και δόξα, που σεις επιδιώκετε και απολαμβάνετε. Είναι για διώξεις και ύβρεις, που εμείς δοκιμάζουμε.
Ε.Π.Ε. 18,354
εδώ ή στην άλλη ζωή;
Ας μη ζητάμε την άνεσι εδώ, για να την βρούμε εκεί. Ας μη παραδινώμαστε στις ηδονές εδώ, για v’ απολαύσουμε την εκεί θεία ευφροσύνη, την πραγματική ηδονή, την αληθινή τρυφή, που κανένα κακό δεν γεννάει αυτήν, που έχει μύρια αγαθά.
Ε.Π.Ε. 23,350
εδώ ο αγώνας, εκεί η ανάπαυσις
Όλα στη ζωή αυτή σημαίνουν αγώνα, πόλεμο, θλίψι, στενοχώρια, δοκιμασίες. Η παρούσα ζωή είναι στάδιο αγώνων. Άλλοι καιροί (της αιώνιας ζωής) είναι για άνεσι. Ο καιρός εδώ είναι για ιδρώτες και πόνους.
Ε.Π.Ε. 23,616
μετάνοια- κρίσις
Τούτη η ζωή είναι για τη μετάνοια. Η άλλη για την κρίσι. Αυτή είναι για αγώνες, η άλλη για τα στεφάνια. Αυτή για τον κόπο, η άλλη για την άνεσι. Αυτή για την κούρασι, η άλλη για την αμοιβή.
Ε.Π.Ε. 30,318
«ώδε και εκεί»
Σαν μνήστρα μας έδωσε ο Θεός τα παρόντα αγαθά. Μνήστρα είναι τα παρόντα, αρραβώνας είναι. Η προίκα όλη μένει εκεί. Εδώ γερνάω, εκεί δεν γερνάω. Εδώ πεθαίνω, εκεί δεν πεθαίνω. Εδώ λυπάμαι, εκεί δεν λυπάμαι. Εδώ φτώχεια κι αρρώστια, εκεί τίποτε από αυτά. Εδώ σκοτάδι και φως, εκεί μονάχα φως. Εδώ πολεμική, εκεί ελευθερία. Εδώ αρρώστια, εκεί υγεία. Εδώ ζωή που τελειώνει, εκεί ατελεύτητη ζωή. Εδώ αμαρτία, εκεί δικαίωσις και αμαρτία πουθενά. Εδώ φθόνος, εκεί τίποτε τέτοιο.
Ε.Π.Ε. 33,147
Εδώ και τώρα
τώρα η μετάνοια
Μετά την αναχώρησί μας από την παρούσα ζωή, δεν ισχύει η μετάνοια. Διότι και ο πλούσιος της παραβολής στην άλλη ζωή έδειχνε μετάνοια και εξωμολογείτο, αλλά καμμία ωφέλεια δεν είχε. Ήταν άκαιρη και ανώφελη η μετάνοιά του. Και οι παρθένες πάλι θέλησαν να επανορθώσουν το λάθος τους, να λάβουν έλαιο, μα ήταν αργά. Εδώ, σε τούτη τη ζωή, ας καθαρίσουμε τα αμαρτήματά μας, ώστε να έχουμε παρρησία στο φοβερό βήμα του Κριτού.
Ε.Π.Ε. 5,262
να αλλάξουμε
Τώρα είναι ο καιρός της δωρεάς. Ας μην απελπίζεται κανένας. Τότε θα είναι ο καιρός της απογνώσεως, όταν θα κλείνεται ο Νυμφώνας, όταν θα μπη ο Βασιλιάς να δη εκείνους που βρίσκονται μέσα, όταν θα απολαύσουν τη χαρά του παραδείσου εκείνοι που θα αξιωθούν. Δεν έφτασε ακόμα η ώρα. Το θέατρο της παρούσης ζωής ακόμα λειτουργεί. Ο αγώνας συνεχίζεται. Το βραβείο αβέβαιο.
Ε.Π.Ε. 24,384
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 103-104)
Παναγία: Το μεγάλο δώρο της πίστεως και η ταπείνωση του μικρού Ιάκωβου, καθώς και οι προσευχές της Οσίας μητέρας του ήταν αιτία… ώστε ο Γέροντας να έχει μια ζωντανή, μία θαυμαστή σχέση με τους Αγίους μας και ιδιαιτέρως με την Παναγία μας.
Εκεί προσέτρεχε για οποιοδήποτε θέμα και πάντα έπαιρνε το ζητούμενο, αφού γνώριζε καλά ότι «ουδείς προστρέχων επί Σοί κατησχυμμένος από σου εκπορεύεται Αγνή Παρθένε Θεοτόκε».
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών, έπαθε τέτοια σοβαρή δερματοπάθεια στα πέλματα των ποδιών του, που ανοίξανε μεγάλες πληγές, βαθιές σχισμές και τρέχανε υγρά. Πονούσε πολύ και δυσκολευόταν να περπατήσει.
Εκείνες τις ημέρες φέρανε για ευλογία στην περιοχή την εικόνα της Παναγίας της Ξενιάς από τον Αλμυρό Βόλου και θα την πήγαιναν στο διπλανό χωριό, Δάφνη.
Θέλησε και ο Ιάκωβος να πάει, με άλλους συγχωριανούς του. Η μητέρα του λόγω της κατάστασής του με δισταγμό του το επέτρεψε, μετά και την παρέμβαση του παπα-Θεοδόση: «Άφησε, Θεοδώρα, το παιδί να πάει, αφού το θέλει τόσο!».
Η πορεία των δύο ωρών με τα πόδια ήταν μαρτυρική. Διηγείτο ο Όσιος:
«Παναγία μου, σε παρακαλώ κάνε με καλά, για να μπορώ να περπατάω, όπως και τα άλλα παιδιά, Της έλεγα κλαίγοντας στο δρόμο. Κι όλο χάιδευα την αγία Εικόνα Της κι έτριβα τις πληγιασμένες μου πατούσες.
Έτσι φτάσαμε στο χωριό, όπου πρόχειρα τοποθέτησαν την εικόνα της Παναγίας πάνω σε μία καρέκλα στην εκκλησία και ο κόσμος προσκυνούσε με πολλή ευλάβεια. Οι χωριανοί μου, αφού προσκύνησαν, ξεκίνησαν για την επιστροφή, γιατί η νύχτα πλησίαζε. Εγώ παρέμεινα για λίγο στην μέσα στην εκκλησία μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και αφού είδα ότι δεν ήταν κανένας άλλος γύρω μου, Της είπα ικετευτικά:
– Παναγία μου, τώρα που είμαστε μόνοι μας, κάνε με καλά, κάνε καλά τα πόδια μου και εγώ δε θα φανώ αχάριστος, αλλά θα δουλέψω, όταν μεγαλώσω και μόλις μπορέσω θ’ ανταποδώσω στη χάρη Σου.
Συγχρόνως έκλαιγα και χάιδευα την αγία Εικόνα και μετά τα πρησμένα μου πόδια. Αφού Την παρακάλεσα πολλές φορές, μόλις βγήκα από την εκκλησία, διαπίστωσα ότι τα πόδια μου δε με πονούσαν πια. Βάδιζα ελεύθερα».
Μέχρι την κοίμησή του ο Γέροντας είχε άσπρες ουλές σαν γραμμές στα πέλματά του, σημάδια του θαύματος της Παναγίας μας. Μετά από πολλά χρόνια, όταν ο Γέροντας εγκαταβίωνε πλέον ως Ιερομόναχος στην Ι.Μ. του Οσίου Δαυίδ, θυμόταν με ευγνωμοσύνη τη θεραπεία του αυτή από την Παναγία και έλεγε:
«Κάποια φορά, ενώ πολύ υπέφερα από ζάλες και ιλίγγους με ειδοποίησαν ότι η εικόνα της Παναγίας Ξενιάς του Αλμυρού ήρθε στη Λίμνη της Ευβοίας.
Παρ’ όλο που είμαι άρρωστος, έχω υποχρέωση στην Παναγία, σκέφτηκα, γιατί μου είχε θεραπεύσει τα πόδια μου, όταν ήμουνα παιδί, και θα κατέβω να προσκυνήσω από ευγνωμοσύνη. Κατέβηκα στη Λίμνη και αφού προσκύνησα, έγινε η λιτανεία με τη θαυματουργή Εικόνα.
Τότε με προέτρεψαν οι άλλοι Ιερείς να συμμετάσχω και μάλιστα να προπορευθώ ως Ιερομόναχος. Εγώ δεν θέλω τιμές για το πρόσωπό μου, αλλά τι να κάνω, έκανα υπακοή και άρχισε η λιτανεία. Σε μία στάση που κάναμε, για να γίνει δέηση, ήλθε η σειρά μου να πω το «επάκουσον ημών ο Θεός, η ελπίς πάντων των περάτων της γης κ.λ.π.».
Τότε βλέπω στην εικόνα ζωντανή την Παναγία μας, η οποία γύρισε το κεφάλι Της και σήκωσε το χέρι Της και με κοίταξε με τα μεγάλα μάτια Της και σήκωσε το χέρι Της και μ’ ευλόγησε. Εγώ έχασα τη φωνή μου, κόπηκαν τα πόδια μου και με δυσκολία επαναλάμβανα συνεχώς «επάκουσον ημών ο Θεός, «επάκουσον ημών ο Θεός…». όλο το ίδιο. Ο Θεός γνωρίζει πως τελείωσα τη δέηση και συνέχισα την πομπή.
Η Παναγία, παιδί μου, είναι ζωντανή πάνω στην αγία εικόνα Της, το είδα με τα μάτια μου».
(«Ένας σύγχρονος Άγιος - Ο Όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης)», της Ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ)
"Ο τυφλός προ του Σταυρού"
Τι είν' η βοή στο Γολγοθά που κόσμος τρέχει απάνω;
-Πηγαίνουν να σταυρώσουν δυο μαζί με κάποιον πλάνο.
-Ποιοι ναν οι δυο, που εκδικητής ο χάρος τους προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, άρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Και ποιος ο πλάνος που κι αυτός θα σταυρωθεί μαζί τους;
-Τους Φαρισαίους ρώτησε, είναι δουλειά δική τους!
-Θα πάω να δω...
Είπα να δω κι ήρθαν στο νου μου πάλι,
τα χρόνια που ήμουνα τυφλός. Τυφλός! Εσείς οι άλλοι
δεν ξέρετε πόσο η ψυχή μέσα στα στήθη είν' άδεια,
όταν με μάτια ορθάνοιχτα βαδίζει στα σκοτάδια!
Πως τη θυμούμαι τη στιγμή που εστάθη αυτός μπροστά μου
και μ' ευσπλαχνίσθη, κι έσκυψε, πήρε πηλό από χάμου
κι αλείφοντας τα μάτια μου με τον πηλό εκείνο,
μου είπε να πάω στου Σιλωάμ τη στέρνα να τα πλύνω!
Όταν τον πρωτοακτίκρυσα τον Φωτοδότη εμπρός μου,
στην όψη του είδα όλες μαζί τις ομορφιές του κόσμου.
Μοσχοβολούσε κι έλαμπε το κάθε κίνημά του...
Φως και τα χείλη, κι η φωνή, τα μάτια κι η ματιά του.
Στα χείλη του η παρηγοριά, στα μάτια του η ελπίδα...
Έστρεψα τότε ολόγυρα τα δυο μου μάτια κι είδα
κάθε που ζει και που δεν ζει, κι είδα παντού γραμμένη
την όψη του, λες κι ήτανε καθρέπτης του η οικουμένη.
Φως η ζωή, χαρά το φως! Ας πάω να δω τον πλάνο
που θα καρφώσουν στο Σταυρό. Κατά το λόφο επάνω
κόσμος, περιγελάσματα κι οχλοβοή κι αντάρα
χίλιες φωνές σαν μια φωνή κι όλες σαν μια κατάρα.
Που πάει; Σπρώχνει και σπρώχνεται και πνίγεται και πνίγει,
και σταματά προσμένοντας. Παράμερα ξανοίγει
τρεις μαυροφόρες που κρατούν μια λιγοθυμισμένη.
Θε νάναι μάνα η δύστυχη! Ξάφνου, με μιας σωπαίνει
το πλήθος που ανταριάζονταν. -Γκάπ! Γκούπ! Καρφώνουν,
κρότοι
πνιγμένοι μεσ' στα βογγητά! Υψώνονται οι δυό πρώτοι
σταυροί· κανείς δεν στρέφεται. Γκάπ! Γκούπ!
Ξανακαρφώνουν
μα βόγγος δεν ακούγεται. Να, και τον τρίτον υψώνουν
Πως; Συ που μούδωσες το φως, εσένα πλάνο λένε;
Κι ήταν γραφτό τα μάτια μου να βλέπουν για να κλαίνε;
Τι να τα κάνω και της γης και τ' ουρανού τα κάλλη;
Πάρε το φως που μούδωσες και τύφλωσέ με πάλι!
Ιωάννου Πολέμη
117. «Έτεκε τον υιόν αυτής» (Λουκ. β' 7).
Η γέννησις του Ιησού πρέπει να ήταν μια αλησμόνητη εμπειρία για την Θεοτόκο. Όπως η σύλληψις και η εννεάμηνη κυοφορία, έτσι και η «υπερφυής» (= υπερφυσική) γέννησίς του πρέπει να δημιούργησε ανεπανάληπτες εντυπώσεις στην Παρθενομήτορα. Και μόνο το γεγονός της γεννήσεως του Ιησού θα ήταν αρκετό για να γεμίση τη ζωή της με ανεξάντλητο περιεχόμενο. Ήταν το γεγονός της ζωής της, πάντοτε ζωντανό στην μνήμη της, στη συνείδησί της. Η γέννησις του Ιησού πρέπει να σφράγισε οριστικά και μόνιμα τη ζωή και την ύπαρξι της Θεοτόκου. Κανένα άλλο γεγονός δεν χωρούσε πια μέσα της. Η γέννησις του θεανθρώπου εκάλυψε όλο το είναι της Παρθένου. Ταυτίσθηκε με την ύπαρξί της. Και η «αειπαρθενία» της Θεοτόκου ήταν ακριβώς η ταύτισις αυτή της υπάρξεώς της με το γεγονός της γεννήσεως του Ιησού. Η ζωή της, μετά την Ενσάρκωσι, ήταν πια μια συνεχής («αεί») επαναπραγματοποίησις της γεννήσεως· μια επανακαθιέρωσίς της στον Γεννηθέντα· μια επαναβίωσις του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως. Γι’ αυτό και η καθιερωμένη Εικόνα της Θεοτόκου είναι η εικόνα της Βρεφοκρατούσης, που είναι και η απεικόνισις της Ενσαρκώσεως του Θεού. Η Ενσάρκωσις και η Θεοτόκος ταυτίζονται πια σε μία εικόνα.
Την εσκοτισμένην ψυχήν μου, ηδονών αμαυρώσει, φωταγώγησον, Αγνή.
118. «Ιδού η Παρθένος… τέξεται υιόν» (Ματθ. α΄ 23, Ης. ζ΄ 14)
Τα μεγάλα γεγονότα της θείας παρουσίας στην ιστορία ξεπερνούν όχι μόνο τον άνθρωπο, αλλά και τον χρόνο. Το γεγονός της Ενσαρκώσεως του Θεού το διεκήρυξε ο προφήτης Ησαΐας, 800 χρόνια προηγουμένως, πράγμα στο όποιο οφείλει τον χαρακτηρισμό του σαν «πέμπτου ευαγγελιστού».
Μια Θεοφανία στην Ιστορία καταργεί τον χρόνο: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η Ενσάρκωσις είναι γνωστή στον Ησαΐα και στον Αβραάμ (2000 π.Χ.): «Ο Αβραάμ ηγαλλιάσατο ίνα ίδη την ημέραν την εμήν και είθε και εχάρη», βεβαίωσε ο Κύριος (Ιώ. η' 56). Την ιστορία ολόκληρη, τη συντέλεια του κόσμου, την Ανάστασι και την «καινή γη», καθώς και την Αιώνια ζωή είδε και περιέγραψε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (90 μ.Χ.) στην Αποκάλυψί του! Οι Προφήται που έζησαν αιώνες πριν, περιγράφουν τα γεγονότα της Ενσαρκώσεως με κάθε λεπτομέρεια, σαν να ήσαν παρόντες! Και οι Χριστιανοί του 2000 μ.Χ. ζούν τα γεγονότα του Γολγοθά, σαν να ήσαν παρόντες: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...»!
Ο Θεός, με τα έργα του στην ιστορία, αφίνει ανεξίτηλα ίχνη επάνω στο χρόνο. Είναι τα ίχνη της παρουσίας του στην ιστορία. Αν ο άνθρωπος αφίνη ίχνη της παρουσίας του στην ιστορία, πολύ περισσότερο ο Θεός. Και τα ίχνη αυτά του Θεού δεν χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Αντίθετα, σφραγίζουν την ιστορία και νικούν τον χρόνο, σ’ όλες τις διαστάσεις του. Ο χρόνος περνάει και τα ίχνη του Θεού στην ιστορία μένουν.
Ο άνθρωπος που θα δεχθή την παρουσία του Θεού στην προσωπική του ζωή και ιστορία, θα νικήσει τον χρόνο. Εκείνος που θα δεχθή τη σφραγίδα του Θεού στο «μέτωπό» του (Αποκ. θ' 4), θα περάση στην αιωνιότητα: «Ο ποιων το θέλημα (του Θεού) μένει εις τον αιώνα» (Αποκ. β' 17) .
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 146-147)
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι
Ματθαίου ε' 3
Ο Ιησούς ήταν «ταπεινός τη καρδία». Ο Ιησούς βλέπει τη βασιλεία του ν’ αποτελήται από πτωχούς τω πνεύματι. Από ταπεινούς.
Οι υπήκοοι του κόσμου τούτου είναι συνήθως αλαζόνες, επηρμένοι τύποι, διεκδικηταί ξένων κόπων και ιδρώτων. Κατακτηταί και τύραννοι των άλλων. Όπως ο Κύριος είπε «οι βασιλείς των εθνών κυριευούσιν αυτών» (Λουκ. κβ' 25). Η αναταραχή, η δυσαρμονία, η έλλειψις ειρήνης, ο πόλεμος οφείλονται στην ύπαρξι ανθρώπων, που θέλουν να καταδυναστεύουν, ν’ αδικούν τους άλλους. Να υπερτερούν.
Η βασιλεία του Ιησού θα είναι βασιλεία ειρήνης, διότι θ’ αποτελήται από ταπεινούς και αγίους υπηκόους. Οι υπήκοοι της Βασιλείας του Θεού θα είναι όλοι αντίγραφα και ομοιώματα του Ιησού. Θα φέρουν το όνομά του. Θα μοιάζουν στην ψυχή και τον χαρακτήρα. Θα είναι ταπεινοί: Γι’ αυτό ακριβώς ο Ιησούς έθεσε σαν σκοπό των μαθητών του το: «μάθετε απ’ εμού, ότι πράος είμι και ταπεινός τη καρδία».
«Πτωχοί τω πνεύματι σημαίνει τον χαρακτήρα εκείνων, οι οποίοι αισθάνονται τας μεγάλας αυτών ανάγκας και την υπό του Θεού εξάρτησιν αυτών, μόνου ικανού να πληρώση ό,τι ούτοι ζητούσι» (ΥΜ. 84).
"Σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών, ψάλλοντάς σοι, Αλληλούϊα"
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, «Εκείνος» Ο Ιησούς Χριστός, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 111)
ΈΝΑΣ νέος αξιωματικός που πριν από λίγο είχε οδηγηθεί στον δρόμο του Θεού κι ακόμα πάλευε με την συνείδησή του, ρώτησε τον εξομολόγο του αν πραγματικά, όπως του έλεγαν, δεχόταν ο Θεός τόσο εύκολα την μετάνοια του ανθρώπου.
- Αν συμβει να σκιστεί καπου ο μανδύας σου, παιδί μου, του είπε εκείνος, τον βγάζεις αμέσως και τον πετάς σαν άχρηστο;
- Όχι δα, έκανε εκείνος. Τον ράβω και τον επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται επιδιόρθωση.
- Αν λοιπόν εσύ λυπάσαι το ρούχο σου κι εύκολα δεν το πετάς, πώς δεν θα λυπηθεί ο Θεός το πλάσμα Του και δεν θα κανει ό,τι είναι δυνατόν για να το διορθώσει; είπε ο Γέροντας κι ανάπαυσε τον νέο.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 177)
152. Πόσα είναι τα εκκλησιαστικά μυστήρια;
Είναι επτά: Το βάπτισμα, το χρίσμα, η ευχαριστία, η μετάνοια, η ιερωσύνη, ο γάμος και το ευχέλαιο. Το γιατί ο Χριστός ίδρυσε μόνο επτά μυστήρια δεν είναι δικό μας ζήτημα να ερευνήσουμε. Είναι κάτι που ανήκει στην αγαθότητα και την πανσοφία του Θεού, την οποία εμείς αγνοούμε. Φυσικά δεν είναι αυθαίρετη η βουλή και η ενέργεια του Κυρίου. Εκ των ύστερων μελετώντας τα μυστήρια βλέπουμε τη σοφή και σκόπιμη διάταξή τους σαν τελετές που αποβλέπουν στον ολοκληρωτικό αγιασμό του ανθρώπου, στη σφαιρική πλήρωση των πνευματικών, σωματικών και κοινωνικών του αναγκών. Όπως δηλαδή ο άνθρωπος γεννιέται φυσικώς, προάγεται και τρέφεται, έτσι δια του βαπτίσματος δημιουργείται η νέα πνευματική ύπαρξη, η οποία προάγεται δια του χρίσματος και τρέφεται δια της θείας ευχαριστίας. Περαιτέρω δια της μετάνοιας και του ευχελαίου αποκαθίστανται στους πιστούς η διαταραχθείσα από την αμαρτία πνευματική υγεία της ψυχής και αντιμετωπίζονται οι φυσικές του σώματος ασθένειες ενώ δια του γάμου αποσκοπείται η μετάδοση του γένους και δια της ιερωσύνης εξασφαλίζεται η διακυβέρνηση της Εκκλησίας. Αυτά όλα φυσικά είναι σχηματικά και εκ των υστέρων διαπιστώσεις που κάνουμε για να βρούμε τον ιδιαίτερο λόγο της συστάσεως και της σκοπιμότητας των μυστηρίων.
Στην Αγία Γραφή έλλείπουν μαρτυρίες περί του αριθμού επτά των μυστηρίων, αν και υπάρχουν σ’ αυτήν αρκετές ενδείξεις περί της υπάρξεως των επί μέρους μυστηρίων. Ομοίως και στην παράδοση της Εκκλησίας δεν μνημονεύονται μαζί και τα επτά μυστήρια. Μόλις τον 13ον αιώνα αναφέρονται για πρώτη φορά εις μεν την Ανατολή από το μοναχό Ιώβ και τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, ο οποίος το 1274 υπέβαλε στή σύνοδο της Λυών ομολογία αριθμούσα τα επτά μυστήρια· ενώ στη Δύση αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Αλεξανδρο Γ' και τον Πέτρο τον Λομβαρδό. Ο λόγος της παρασιώπησης αυτής οφείλεται στο γεγονός ότι η αρχαία Εκκλησία δεν είχε λόγο ειδικό να μελετήσει συστηματικά τα ιερά μυστήρια και να καθορίσει τον αριθμό τους. Έπειτα τα εκκλησιαστικά μυστήρια στην αρχή εφέρονταν συνδεδεμένα με αλλά ιερά πράγματα και πράξεις, όπως ο μοναχικός βίος, η επικήδεια ακολουθία, ο σταυρός κ.ά. Όπως είναι φυσικό αυτό δημιουργούσε σύγχυση και δυσκόλευε το σαφή καθορισμό του αριθμού των μυστηρίων.
Εν πάση περιπτώσει οι ιεροί Πατέρες φαίνεται να γνωρίζουν και τα επτά εκκλησιαστικά μυστήρια, άσχετα αν στα έργα τους μνημονεύουν αποσπασματικά ορισμένα απ’ αυτά ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες του διδακτικού και ποιμαντικού έργου τους. Αν δε παραμένει κάποια αμφιβολία, αυτήν αίρουν τόσο η πράξη της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας, οι οποίες εγνώριζαν ανέκαθεν τον αριθμό επτά των μυστηρίων, όπως μαρτυρούν τα αρχαία τους λειτουργικά και ευχολόγια, όσο και η πράξη των Μονοφυσιτών και Νεστοριανών, των αποκοπέντων από την Εκκλησία την Ε' εκατονταετηρίδα, οι οποίοι γνωρίζουν και χρησιμοποιούν όλα τα εκκλησιαστικά μυστήρια.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 217-218)
151. Είναι έγκυρα τα υπό των αιρετικών τελούμενα μυστήρια;
Ασφαλώς όχι. Έγκυρα και κανονικά είναι μόνο τα μυστήρια τα οποία τελούνται στο έδαφος της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, που είναι η Ορθόδοξη Καθολική. Επί τη βάσει της αρχής των Πατέρων «ubi Ecclesia, ibi et Spiritus Sanctus» (δηλ. όπου η Εκκλησία εκεί το Πνεύμα το Άγιο), η ορθόδοξη θεολογία δέχεται την Εκκλησία ως τη μόνη ταμειούχο της θείας χάριτος κιβωτό, επομένως ό,τι υπάρχει έξω απ’ αυτή δεν μπορεί να μεταδώσει τη λυτρωτική χάρη του Κυρίου. Οι αιρετικοί που είναι έξω από την Εκκλησία δεν μπορούν να μεταδώσουν τη χάρη, την οποία έχασαν. Δίδει κανείς εκείνο το οποίο έχει, όχι εκείνο που δεν έχει.
Κατά ακρίβεια δογματική τα μυστήρια των αιρετικών και των ετερόδοξων (Ρωμαιοκαθολικών, Προτεσταντών κ.α.) είναι άκυρα, δηλαδή δεν παρέχουν τη θεία χάρη. 'Υπάρχει όμως παράλληλα και ένα άλλο μέτρο εκτιμήσεως στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Είναι το μέτρο της οικονομίας. Είναι δε η οικονομία η προσωρινή παρέκκλιση από την αυστηρότητα της δογματικής ακρίβειας. Εκείνο δηλαδή που κατά τη δογματική ακρίβεια απορρίπτεται ως ασύστατο και άκυρο, κατά την οικονομία μπορεί κατά περίπτωση να γίνει αποδεκτό. Αυτό, που γινόταν και στην Αρχαία Εκκλησία, είναι έκτακτη συγκατάβαση της Εκκλησίας που εξυπηρετεί τις ανάγκες και το δικό της πνευματικό όφελος. Το μέτρο αυτό που δεν μπορεί να είναι τακτικός θεσμός, αφορά μόνο στις περιπτώσεις προσχωρήσεως των αιρετικών στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Σε περίπτωση που το μέτρο της οικονομίας διευρυνθεί, έστω και για τα εκτός αυτής μυστήρια που τελούνται με το ορθό τελετουργικό τυπικό και στο όνομα της Αγίας Τριάδος, τότε διευρύνονται και τα όρια της ορατής Εκκλησίας, πράγμα πολύ επικίνδυνο για τη συνείδηση και την πνευματική της ζωή.
Το δογματικό πρόβλημα που δημιουργείται με την εφαρμογή του μέτρου της οικονομίας είναι μεγάλο. Ή τα μυστήρια των αιρετικών είναι από άποψη δογματική άκυρα, οπότε όποιο μέτρο οικονομίας δεν έχει νόημα, ή το μέτρο της οικονομίας είναι ισχυρό, οπότε παραβλάπτεται το δόγμα της πίστεως. Φυσικά, όπως λένε και γίνεται αποδεκτό, η οικονομία δεν αφορά ζητήματα δογματικά. Όμως το κύρος των μυστηρίων δεν είναι θέμα δογματικό; Πώς ένας ετερόδοξος, φέρ’ ειπείν, που είναι εκτός της αληθινής Εκκλησίας, γίνεται κοινωνός ορθόδοξου μυστηρίου, συνάπτοντας γάμο με ορθόδοξο μέλος της Εκκλησίας; Το μυστήριο του γάμου δεν είναι θέμα δογματικό;
Τέλος είναι δύσκολο να εννοήσουμε, πώς ένα μυστήριον που είναι φύσει άκυρο (αν και όχι εντελώς ανυπόστατο), με το μέτρο της οικονομίας γίνεται έγκυρο και αποδεκτό. Οι πρακτικοί βέβαια λόγοι είναι κατανοητοί. Με το δόγμα όμως τι γίνεται; Να υποθέσουμε ότι η Εκκλησία, ως κυρίαρχο σώμα μπορεί να μεταβάλλει κατά τις περιστάσεις το φύσει άκυρο σε έγκυρο προς εξυπηρέτηση του ποιμαντικού έργου της;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 215-217)