316. Αν όλοι οι ποιμένες ή λειρουργοί του Θεού και τα ποίμνιά τους προσεύχονταν άδολα και ομόθυμα, σαν με μία ψυχή, τι θα επιτυγχάναμε από τον Θεό! Τι ευλογίες και δωρεές άνωθεν θα κατέκλυζαν τη ζωή μας! Αυτές οι προσευχές είναι οι πιο θεάρεστες, οι πιο ικανές να κινήσουν το έλεος του Κυρίου. Ας μας αξιώση ο Κύριος να προσευχόμαστε όλοι με τέτοια ομοθυμία, που κινεί τον ουρανό.
317. Όσοι απορρίπτουν τις νηστείες, λησμονούν από τι προήλθε η πτώσις των πρωτοπλάστων στην αμαρτία: την ακράτεια. Λησμονούν και τι όπλο μας έδωσε ο ίδιος ο Χριστός εναντίον του πειρασμού και της πτώσεως, όταν πειράσθηκε στην έρημο και νήστευσε εκεί επί σαράντα ημέρες και νύκτες. Δεν γνωρίζουν ή δεν θέλουν να γνωρίζουν ότι η έλλειψις εγκρατείας ανοίγει στον άνθρωπο τους δρόμους της απομακρύνσεώς του από τον Θεό, όπως είναι η περίπτωσις των κατοίκων των Σοδόμων και της Γομόρρας και η άλλη εκείνη των συγχρόνων του Νώε. Πράγματι, η ακράτεια είναι η αιτία κάθε αμαρτίας. Όσοι αρνούνται τις νηστείες, αφαιρούν από τον εαυτό τους και από τους άλλους τα όπλα εναντίον της σαρκός, του Διαβόλου και του κόσμου. Δεν είναι στρατιώται του Χριστού, αλλά ριψάσπιδες, που τους αιχμαλωτίζει εύκολα η αμαρτία. Είναι επίσης τυφλοί, που δεν βλέπουν τη συνάφεια μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 135-136)
109. «Ιωσήφ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου» (Ματθ. α' 20)
Ο Άγγελος καλεί τον Ιωσήφ με το όνομά του. Οι πιστοί είναι γνωστοί «κατ’ όνομα» στον ουράνιο κόσμο. Οι άγιοι Άγγελοι γνωρίζουν τα ονόματά μας, άρα γνωρίζουν καλά ολόκληρη την ύπαρξί μας.
Ο Αρχάγγελος εν συνεχεία, προχωρεί στην ουσία του προβλήματος του Ιωσήφ: απαντά στους λογισμούς του. Εκείνος αμφιβάλλει για την πιστότητα της Παρθένου και ο Αγγελιοφόρος του ουρανού του δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και γι’ αυτό «να μη φοβηθή να δεχθή στο σπίτι του την Μαριάμ σαν μνηστή του».
Ο Θεός, απαντώντας στο πρόβλημα του Ιωσήφ δίνει ταυτόχρονα λύσι και στο πρόβλημα της Παρθένου.
Δεν υπάρχει καλύτερος συνήγορος για τις υποθέσεις μας από τον Θεό. Αρκεί να τις αναθέτωμε σ’ Αυτόν. Τότε Εκείνος θα τις φροντίζη και θα τις διεκπεραιώνη κατά τον καλύτερο τρόπο, θα χρησιμοποιή κάθε μέσο φυσικό ή υπερφυσικό, θα εργάζεται νύχτα και μέρα προκειμένου να φέρη σε πέρας την υπόθεσί μας: «Ή πατήρ μου έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι» μας εβεβαίωσε ο Κύριος (Ιω. ε’ 17). Ο Θεός μας είναι ο μόνος που δεν έχει ωράριο εργασίας — ώρες γραφείου, ώρες αναπαύσεως κλπ. Εργάζεται συνεχώς για τον άνθρωπο· για τον καθένα· για την κάθε υπόθεσί του και μάλιστα δωρεάν, χωρίς καμμιά αμοιβή... Τις περισσότερες φορές η αμοιβή του είναι η αχαριστία και η αγνωμοσύνη του ανθρώπου.
Ας μάθωμε να εμπιστευώμαστε όλες τις υποθέσεις και τα προβλήματά μας σ' Εκείνον!
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, "Η Πρώτη", εκδ. Γρηγόρη, σ. 135-136)
ΒΑΣΑΝΙΖΑΝ καποτε, για πολύ καιρό, οι λογισμοί του τον Αββά Γελάσιο να φύγει από το κελλί του και να πάει να μείνει πολύ βαθιά στην έρημο. Αφού είδε πως, μ’ όλη την γενναία αντίσταση, δεν υποχωρούσαν, είπε ένα βράδυ στον μαθητή του:
- Ό,τι κι αν με δεις να κανω αύριο, μην παραξενευτείς, ούτε να μου μιλήσεις καθολου.
Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, πήρε το ραβδί του κι άρχισε να πηγαίνει πέρα-δώθε μέσα στην μικρή αυλή του. Όταν κουραζόταν, καθόταν λίγο και πάλι άρχιζε το περπάτημα. Αυτό έγινε ολόκληρη την ημέρα. Όταν βράδιασε, είπε στον λογισμό του:
- Όποιος περπατά στην έρημο, δεν τρώει ψωμί, χορταίνει με αγριόχορτα. Εσύ όμως, που είσαι γέρος και ασθενικός, φάε λίγα λάχανα.
Έκοψε μερικά λαχανόφυλλα, που είχε στο μικρό του περιβολι, κι αφού τα έφαγε, είπε πάλι στον εαυτό του:
- Βαθιά στην έρημο δεν βρίσκεις στέγη.
Έτσι ξάπλωσε καταγής, έξω από το κελλί του και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, καθώς και την τρίτη, έκανε τα ίδια. Μα τόσο πολύ κουράστηκε, που έχασε τελείως τις δυνάμεις του. Τότε είπε αυστηρά στον εαυτό του, επιτιμώντας τον λογισμό που τον βασανιζε:
- Αφού δεν έχεις δύναμη να κάνεις τα έργα της ερήμου, τί ζητάς αναχώρηση; Κάθισε υπομονετικά στο κελλί σου και κλαίγε τις αμαρτίες σου, για να σωθείς.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 170)
131. Είναι τα αγαθά έργα αξιόμισθα;
Σε αντίθεση με την προτεσταντική αρχή η οποία αποκλείει τα αγαθά έργα εκ της δικαιώσεως και σωτηρίας, δεχόμενη ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνο από τη χάρη του Θεού δια της πίστεως, η ορθόδοξη πίστη αναγνωρίζει τη θέση των αγαθών έργων στη δικαίωση, όχι βέβαια εκείνων που γίνονται κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως (γιατί η ψυχή του ανθρώπου είναι ακόμα μολυσμένη), αλλά των έργων που γίνονται με την πνοή της χάριτος στις αναγεννημένες ψυχές, απονέμοντας σ’ αυτά σχετική αξιομισθία. Τα αγαθά έργα, ως καρποί και ένδειξη της ζωντανής πίστεως, αποτελούν απαραίτητη υποκειμενική συνθήκη για τη σωτηρία του ανθρώπου. Σώζονται μόνο οι άξιοι πιστοί, αυτοί που με τη χάρη του Θεού αξιοποιούν στη ζωή τους το αγαθό της δικαιώσεως. Λέγουμε δε σχετική αξιομισθία, για να την αντιδιαστείλουμε από την απόλυτη, η οποία δεν ταιριάζει στα πλάσματα.
Και είναι βέβαια αλήθεια —όπως είδαμε στα προηγούμενα— ότι σε αρκετά χωρία της Αγίας Γραφής η δικαίωση και σωτηρία του ανθρώπου είναι έργο της θείας χάριτος. Στα χωρία όμως αυτά δεν αποκλείεται ρητά η σχετική αξιομισθία των αγαθών έργων. Έτσι στο κλασικό χωρίο, στο οποίο επιμένουν πολύ οι Διαμαρτυρόμενοι: «τη χάριτι εστε σεσωσμένοι δια της πίστεως και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον· ουκ εξ έργων ίνα μη τις καυχήσηται», τίποτε δεν λέγεται περί δικαιώσεως χωρίς έργα, ή ότι η ηθική ζωή δεν ασκεί ροπή επί της σωτηρίας των χριστιανών. Ο Απόστολος λέγει γενικά στους Εφεσίους, ότι εσείς που ζούσατε στα σκοτάδια της ειδωλολατρίας, σωθήκατε με τη δωρεά της χάριτος του Θεού, μη μπορώντας έτσι να καυχηθείτε για τα όποια καλά έργα σας.
Η γενικώτερη όμως διδασκαλία της Γραφής συνηγορεί υπέρ της σχετικής αξιομισθίας των αγαθών έργων. Σε πλήθος χωρίων της η αιώνια ζωή παρουσιάζεται ως αμοιβή, η δε σωτηρία τίθεται σε ουσιώδη συνάφεια με τ αγαθά έργα. Θα μνημονεύσουμε απλά τη Β' προς Κορινθ. επιστολής (5,10), όπου λέγεται: «Τους γαρ πάντας ημάς φανερωθήναι δει έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα κομίσηται έκαστος τα δια του σώματος, προς ά έπραξεν είτε αγαθόν είτε κακόν» και της περικοπής Ματθ 25,31-46, όπου οι άνθρωποι θα συναχθούν ενώπιον του κριτηρίου του Χριστού για να κριθεί έκαστος ανάλογα με τα έργα του, αγαθά η κακά, κληρονομώντας αντίστοιχα είτε την αιώνια ζωή είτε την αιώνια κόλαση.
Οι αιτιάσεις των Διαμαρτυρομένων, ότι η ορθόδοξη περί αγαθών έργων αντίληψη αίρει το απόλυτο της θείας χάριτος, μειώνει την αξιομισθία του έργου του Χριστού και εκτρέφει τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση στις ψυχές των ανθρώπων, μπορεί μεν να έχουν βάση σε περιπτώσεις εκτροπής από το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα σε αστήρικτες ψυχές, όχι όμως και σ’ εκείνες που με φόβο και τρόμο κατεργάζονται τη σωτηρία τους. Τον εγωισμό και την αυτοπεποίθηση εκτρέφουν τα έργα του παλαιού νόμου, τα οποία τόσο έντονα καυτηρίασε ο Παύλος. Άλλωστε τα αγαθά έργα, ως ήδη σημειώσαμε, είναι σχετικώς αξιόμισθα. Δεν είναι αυτοδύναμα, αλλά προϊόντα της χάριτος του Θεού, ο οποίος αμείβοντας αυτά στεφανώνει τα ίδια τα έργα του.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 187-188)
130. Ποιοι είναι οι όροι της δικαιώσεως κατά τους Διαμαρτυρομένους;
Κατά την προτεσταντική εκδοχή κύριος και αποκλειστικός όρος της δικαιώσεως είναι η πίστη. Σ’ αυτή δεν έχουν θέση τα όποια έργα του ανθρώπου είτε κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως είτε μεταταύτα. Ο αποκλεισμός των αγαθών έργων από τη δικαίως και σωτηρία είναι φυσική ακολουθία των περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως του ανθρώπου διδαγμάτων τού Προτεσταντισμού. Εφόσον κατά τη βασική προτεσταντική αρχή δια της πτώσεως καταστράφηκε ολοσχερώς το «κατ’ εικόνα» με συνέπεια να νεκρωθεί η πνευματική φύση τού ανθρώπου, ό,τι καλό κι αν κάνει αυτός φέρει το χαρακτήρα της αμαρτίας και είναι αδύνατο να συμβάλει στη σωτηρία του. Επομένως μόνο δια της χάριτος και της αγάπης του Θεού μπορεί να δικαιωθεί και να σωθεί ο αμαρτωλός. Σ’ αυτήν ανάγεται ο άνθρωπος αποκλειστικά δια της πίστεως, η οποία είναι η αρχή, το μέσον και το τέλος της σωτηρίας. Η σώζουσα πίστη δεν είναι φυσικά η απλή αποδοχή των αληθειών της θείας αποκαλύψεως, έργο δηλαδή νοητικό, Αλλά η πεποίθηση στη χάρη του Θεού και η αφοσίωση στην αξιομισθία του Χριστού, με τη δύναμη της οποίας συγχωρούνται οι Αμαρτίες.
Η πίστη φυσικά θα έχει σαν φυσική ακολουθία της καλούς καρπούς, την αγάπη και τα αγαθά έργα. Όπως όμως αυτά παρόντα τίποτε δεν συνεισφέρουν στη δικαίωση του ανθρώπου, έτσι και απόντα δεν μπορούν να την παραβλάψουν. Τα αγαθά έργα είναι φυσικά αναγκαία· η αναγκαιότητα όμως αυτή οφείλεται στο ότι είτε είναι εντάλματα του Θεού είτε ότι είναι καρποί της πίστεως. Προς τη σωτηρία όμως δεν έχουν καμία σχέση ούτε συμβάλλονται στη δικαίωση ή στην αύξηση της δικαιώσεως ή και στην παραμονή στη χάρη, καθόσον οι πιστοί φρουρούνται «εν δυνάμει Θεού δια πίστεως εις σωτηρίαν ετοίμην αποκαλυφθήναι εν καιρώ εσχάτω».
Ηπιότερη είναι η περί αγαθών έργων διδασκαλία της Αγγλικανικής Εκκλησίας (χωρίς βέβαια να εξομαλύνονται πλήρως οι διαφορές της με την ορθόδοξη αντίληψη), η οποία στο 12ο άρθρο της λέγει, ότι τα αγαθά έργα αν και είναι ο καρπός της πίστεως και ακολουθούν στη δικαίωση, δεν μπορούν μεν να εκπλύνουν τις αμαρτίες μας και να αντέξουν στην αυστηρότητα της κρίσεως του Θεού, όμως είναι αρεστά στο Θεό εν Χριστώ, εκπηγάζοντα αναγκαίως από την αληθινή και ζωντανή πίστη, της οποίας εκφράζουν τη ζωτικότητα και δια των οποίων αυτή γνωρίζεται, όπως γνωρίζονται τα δένδρα από τους καρπούς τους.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 185-187)
129. Ποια είναι η περί δικαιώσεως διδασκαλία των Διαμαρτυρομένων;
Η περί δικαιώσεως του ανθρώπου προτεσταντική εκδοχή δεν είναι όμοια με την ορθόδοξη και τη ρωμαιοκαθολική. Δεν είναι εσωτερική αναγέννηση της ψυχής δια της δυνάμεως του παναγίου Πνεύματος, όπως δέχονται αυτές, αλλά εξωτερική από το Θεό ανακήρυξη του ανθρώπου ως δικαίου, χωρίς να καταλογίζονται σ’ αυτόν οι αμαρτίες του, ένεκα της δικαιοσύνης του Χριστού. Είναι απλά μια δικαστική απόφαση του Θεού, χωρίς το εσωτερικό περιεχόμενο του πράγματος. Η Αυγουσταία Ομολογία λέγει: «Δικαιούν κατά την δικανικήν συνήθειαν σημαίνει απολύειν τον ένοχον και κηρύττειν δίκαιον, αλλά δια ξένην δικαιοσύνην, την μεταδιδομένην εις η μας δια της πίστεως», ο δε τύπος της Συμφωνίας: «Το ρήμα δικαιούν εν τω έργω τούτω σημαίνει απλώς κηρύττειν τινά δίκαιον, απολύειν απλώς από των αμαρτημάτων και των αιωνίων δι’ αυτά ποινών δια την δικαιοσύνην του Χριστού, την από του Θεού τη πίστει καταλογιζομένην».
Τα διδάγματα αυτά του Προτεσταντισμού, επηρεαζόμενα από την περί αρχέγονης δικαιοσύνης και πτώσεως του ανθρώπου διδασκαλία τους, δεν είναι σωστά. Η εξωτερική δικαστική απόφαση και η κήρυξη ενός ως δικαίου ισχύει μόνο για τους ανθρώπους, οι οποίοι κρίνοντες εξωτερικά και επί τη βάσει αποδείξεων, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν το εσωτερικό βάθος της ψυχής του ανθρώπου και μπορούν καμιά φορά ελλείψει μαρτυριών και τεκμηρίων ν’ ανακηρύξουν ένοχο τον αθώο και αντίστροφα αθώο τον ένοχο. Στον πάνσοφο όμως και δίκαιο Θεό δεν ισχύουν τέτοιες κρίσεις. Παρόλο ότι υπάρχουν χωρία στη Γραφή με την έννοια της δικαστικής αποφάσεως, όμως σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ανακήρυξη από το Θεό κάποιου ως δικαίου δεν μπορεί να είναι άσχετη προς την εσωτερική του δικαίωση που δημιουργεί η χάρη του Θεού.
Αν δεν συμβαίνει αυτό, ο Θεός κρίνει ψευδώς ανακηρύσσοντας δίκαιο τον άδικο, πράγμα που φθείρει βάναυσα την έννοια της θείας αγιότητας και δικαιοσύνης. Το χωρίο της Γραφής «ου γαρ οι ακροαταί του νόμου... δικαιωθήσονται», εντάσσεται στη σειρά της πιο πάνω σκέψεως. Στη μέλλουσα ζωή ο Θεός θ’ αναγνωρίσει ως δίκαιους όχι τους ακροατές αλλά τους ποιητές του νόμου. Η αναγνώριση όμως αυτή — για να είναι αληθινή— προϋποθέτει την εσωτερική δικαιοσύνη του ανθρώπου, στην οποία έφτασε αυτός με τη βοήθεια του Θεού. Αλλά και όλες οι άλλες θέσεις της Γραφής, όπου η έννοια της δικαιώσεως περιγράφεται ως έκπλυση των αμαρτιών δια του αίματος του Χριστού, ως εσωτερική ανακαίνιση και αγιασμός, αντίκεινται προς την έννοια της δικαιώσεως ως εξωτερικής πράξεως του Θεού. Δεν πρέπει, λοιπόν, να χωρίζονται οι έννοιες «δικαίωσις» και «αγιασμός», Αλλά να βρίσκονται σε οργανικό σύνδεσμο σαν δύο σκέλη της αυτής πραγματικότητας. Ο αγιασμός βέβαια ακολουθεί στη δικαίωση, επιτυγχανόμενος με τη συνέργεια Θεού και ανθρώπου όμως δεν πρέπει ν’ αποχωρίζεται εκείνης, αποτελώντας τη δυναμική αξιοποίηση της δικαιώσεως.
Αλλά και η έννοια της αμαρτίας ως πραγματικής καταστάσεως στον άνθρωπο, η οποία τον αποξενώνει από τον Θεό, φθείροντας την υπόστασή του, κρατύνει την αντίληψη της δικαιώσεως ως θετικής καταστάσεως, ως πραγματικής αναγεννήσεως της φύσεώς του. Ότι, τέλος, και το λυτρωτικό έργο του Χριστού ως ανακαίνιση και θέωση της φύσεως του ανθρώπου, χάνει με την προτεσταντική εκδοχή το αληθινό νόημά του, δεν είναι δύσκολο να καταδειχθεί.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 184-185)
128. Ποιοι είναι οι όροι της δικαιώσεως;
Είναι δύο: η πίστη και τα αγαθά έργα.
Η πίστη η δικαιούσα τον άνθρωπο δεν είναι μόνο απλή συγκατάθεση του νου στην αλήθεια του Θεού, δηλαδή μια νοητική αποδοχή του θεωρητικού μέρους των δογματικών αληθειών της πίστεως, όπως αυτές περιέχει η θεία αποκάλυψη (οι πήγες της πίστεως). Μια τέτοια πίστη είναι άχρηστη για τον άνθρωπο. Αυτή μπορούν να έχουν και τα δαιμόνια, που πιστεύουν και φρίσσουν, χωρίς αυτό να τα βοηθεί σε τίποτε. Αλλά, παράλληλα με τη νοητική παραδοχή, η πίστη είναι και αφοσίωση της ψυχής στο λυτρωτικό αγαθό, ένθερμη πεποίθηση στην πρόνοια του Θεού και στροφή της βούλησης στο αγαθό και το νόμο του Θεού. Με αλλά λόγια η πίστη πρέπει να είναι και έργο καρδιάς ηθικό.
Τα αγαθά έργα είναι καρπός της πίστεως που ζωογονείται από την αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον. Τα έργα είναι η ζωντανή πιστοποίηση της αλήθειας της πίστεως, και ως τέτοια έχουν τη θέση τους στη δικαίωση. Ο τύπος ο εκφράζων συνοπτικά την ορθόδοξη περί των όρων της δικαιώσεως αντίληψη, είναι η πρόταση: Ο άνθρωπος δικαιούται (σώζεται) δια της πίστεως «της δι’ αγάπης ένεργουμένης». Τόσο η πίστη όσο και η αγάπη (τα αγαθά έργα) είναι οι απαραίτητες συνθήκες της σωτηρίας. Λόγω δε της εμπεριχωρήσεως των εννοιών πίστη, αγάπη, αγαθά έργα, είτε πούμε ότι η πίστη σώζει ή η Αγάπη ή τα αγαθά έργα, λέμε ένα και το αυτό πράγμα.
Τους όρους της δικαιώσεως κατά την ορθόδοξη αντίληψη διατυπώνει άριστα η Ομολογία του Δοσιθέου σε όσα γράφει: «Πιστεύομεν μηδένα σώζεσθαι άνευ πίστεως. Καλούμεν δε πίστιν την ούσαν εν ημίν όρθοτάτην υπόληψιν περί Θεού και των θείων, ήτις ένεργουμένη δια της αγάπης, ταυτόν είπείν δια των θείων εντολών, δίκαιοί ημάς παρά Χριστού και τούτης άνευ τω Θεώ ευαρεστήσαι αδύνατον». Οι όροι της δικαιώσεως άριστα διατυπώνονται και στην αγία Γραφή. Έτσι ο μεν Ιωάννης γράφει, ότι η εντολή του Θεού είναι «να πιστεύωμεν τω ονόματι του υίού αυτού Ιησού Χρίστου και αγαπώμεν άλλήλους» (σύνδεσμος πίστεως και αγάπης), ο δε Ιακωβος «εξ έργων δικαιούται ο άνθρωπος και ούκ εκ πίστεως μόνον», ενώ ο Παύλος τονίζει ότι «εν Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά πίστις δι αγάπης ένεργουμένη». Εκ των ιερών τούτων συγγραφέων ο μεν Ιακωβος εξαίρει, σύμφωνα με τους πρακτικούς σκοπούς της επιστολής του, ως όρο δικαιώσεως τα αγαθά έργα ως καρπούς της ζωντανής πίστεως, τα οποία αντιβάλλει προς τη νεκρή και άχρηστη πίστη την οποία ομολογούν και τα δαιμόνια. Ο δε Παύλος εκφράζει τους όρους της δικαιώσεως στον μεταξύ τους οργανικό σύνδεσμο και την αλληλουχία πίστεως και αγάπης. Είναι αναντίρρητο βέβαια ότι ο Απόστολος σε αλλά σημεία των επιστολών του, εξαίρει μόνο την πίστη ως όρο της δικαιώσεως, αποκλείων τα έργα: «Λογιζόμεθα δικαιούσθαι πίστει άνθρωπον χωρίς έργων νόμου» και «ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη δια πίστεως». Όμως τα έργα αυτά που δεν μετέχουν στη δικαίωση δεν είναι τα έργα που βλαστάνουν δια της χάριτος στην καρδιά του αναγεννημένου, αλλά τα έργα του νόμου τα εκτρέφοντα στην ψυχή το αίσθημα της αυτοδικαιώσεως και της εγωιστικής εγκαυχήσεως, όπως ήταν τα υποκριτικά έργα των Φαρισαίων, τα οποία με σφοδρότητα εστηλίτευσε ο Κύριος.
Σύμφωνα με όσα είπαμε, λοιπόν, ο άνθρωπος σώζεται στο πεδίο του αγιασμού, όταν έχει πίστη φλογερή και ζωντανή, ολόψυχη αφοσίωση στο λυτρωτικό έργο του Χριστού και παράλληλα έχει αγάπη ειλικρινή και ανυπόκριτη στο Θεό και τους ανθρώπους, που εξωτερικεύεται σε έργα αυποιΐας προς το συνάνθρωπο, έργα δυνάμενα να φθάσουν μέχρι αυτοθυσίας στη διακονία του πλησίον.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 182-183)
Οι δοκιμασίες βοηθούν να συνέλθουν οι άνθρωποι
-Γέροντα, μαθαίνω για την ταλαιπωρία των δικών μου. Θα τελειώσουν ποτέ τα βάσανά τους;
-Κάνε υπομονή, αδελφή μου, και μη χάνεις την ελπίδα σου στον Θεό.
Όπως κατάλαβα από όλες τις δοκιμασίες που περνούν οι δικοί σου, ο Θεός σας αγαπάει
και επιτρέπει όλες αυτές τις δοκιμασίες για ένα λαμπικάρισμα πνευματικό ολόκληρης της οικογένειας.
Εάν εξετάσουμε κοσμικά τις δοκιμασίες της οικογένειάς σου, φαίνεστε δυστυχισμένοι.
Εάν όμως τις εξετάσουμε πνευματικά, είστε ευτυχισμένοι, και στην άλλη ζωή θα σας ζηλεύουν
όσοι θεωρούνται σε τούτη την ζωή ευτυχισμένοι. Με αυτόν τον τρόπο ασκούνται και οι γονείς σου,
μια που τον αρχοντικό τρόπο, τον πνευματικό, δεν τον γνωρίζουν ή δεν τον καταλαβαίνουν.
Πάντως, κρύβεται ένα μυστήριο στις δοκιμασίες του σπιτιού σου, αλλά και σε ωρισμένα άλλα σπίτια,
ενώ γίνεται τόση προσευχή! «Τις οίδε τα κρίματα του Θεού;». Ο Θεός να βάλη το χέρι Του και να δώση τέρμα στις δοκιμασίες.
-Γέροντα, δεν γίνεται οι άνθρωποι να συνέλθουν με άλλον τρόπο και όχι με κάποια δοκιμασία;
-Πριν επιτρέψη ο Θεός να έρθη μια δοκιμασία, εργάστηκε με καλό τρόπο, αλλά δεν τον καταλάβαιναν,
γι’ αυτό μετά επέτρεψε την δοκιμασία. Βλέπετε, και όταν ένα παιδί είναι ανάποδο,
στην αρχή ο πατέρας του το παίρνει με το καλό, του κάνει τα χατίρια, αλλά, όταν εκείνο δεν αλλάζει,
τότε του φέρεται αυστηρά, για να διορθωθή. Έτσι και ο Θεός μερικές φορές, όταν κάποιος δεν καταλαβαίνη
με το καλό, του δίνει μια δοκιμασία, για να συνέλθη. Αν δεν υπήρχε λίγος πόνος, αρρώστιες κ.λπ.,
θα γίνονταν θηρία οι άνθρωποι• δεν θα πλησίαζαν καθόλου στον Θεό.
Η ζωή αυτή είναι ψεύτικη και σύντομη• λίγα είναι τα χρόνια της. Και ευτυχώς που είναι λίγα,
γιατί γρήγορα θα περάσουν οι πίκρες, οι οποίες θα θεραπεύσουν τις ψυχές μας σαν τα πικροφάρμακα.
Βλέπεις, οι γιατροί, ενώ οι καημένοι οι άρρωστοι πονούν, τους δίνουν πικρό φάρμακο,
γιατί με το πικρό θα γίνουν καλά, όχι με το γλυκό.
Θέλω να πω ότι και η υγεία από το πικρό βγαίνει, και η σωτηρία της ψυχής από το πικρό βγαίνει.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 192-193)
"Τον επαινεί επειδή προηγουμένως τον κατσάδιασε"
Ο π. Πορφύριος μάλωσε τον Αργύριο, που μας διέσωσε αυτό το περιστατικό,
γιατί καθόταν κλεισμένος τόση ώρα μέσα στο αυτοκίνητό του μελαγχολικός
και "γκρίνιαζε"με το νου του, γιατί δεν ξυπνούσε ο Γέροντας να τον δεχθεί
και να ακούσει το σοβαρό πρόβλημα του. Ο Γέροντας λοιπόν ήρθε ξαφνικά μπροστά του
και τον κατσάδιασε για να τον βγάλει από το ψυχοπλάκωμά του, να ενεργοποιήσει το "θυμό" του,
να ζωντανέψει τα αίματά του και να τον κάνει να δει τα πράγματα από την αισιόδοξη πλευρά.
Αυτό το πέτυχε ο Γέροντας και τον προκάλεσε, με το διακριτικό του τρόπο, να αρπάξει
το τσεκούρι και να κόψει ξύλα για τη σόμπα. Κοιτάξτε τώρα πώς τον επαινεί, για να λειάνει
τη σχέση τους και να του δείξει ότι δεν έπαψε να τον αγαπά. "Και ενώ, λέει ο συγγραφέας,
εξακολουθούσα με μεγάλη ταχύτητα, ένταση και οργή, λόγω της φοβερής προηγηθείσης "κατσάδας",
να ανεβοκατεβάζω το τσεκούρι και ο τεμαχισμός του πεύκου έφθανε προς το τέλος,
ο πατήρ Πορφύριος ικανοποιημένος σφόδρα από τα αποτελέσματα των ενεργειών του,
που ήσαν αιτία να κεντρίσουν τον εγωισμό μου και το φιλότιμό μου και να θέσουν σε λειτουργία
όλους τους μηχανισμούς εκείνους του σώματός μου, που ήταν απαραίτητοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση,
για την αντιμετώπιση της τρομερής καταστάσεως, που είχε προκαλέσει η υπαλληλική μετάθεσή μου,σηκώθηκε,
με πλησίασε και είπε: "Βρε εσύ έχεις τρομερές ικανότητες! Μόνο που δε θέλεις να τις χρησιμοποιήσεις,
και αυτό είναι που με στεναχωρεί. Τέτοια ξύλα καθαρισμένα και τόσο ωραία κομμένα δεν έχω ξαναδεί.
Ούτε ο καλύτερος ξυλουργός δεν θα τεμάχιζε έτσι. Είναι ό,τι πρέπει για τη σόμπα μου.
Μωρέ εσύ είσαι ικανός για όλα. Μόνο ό,τι δε θέλεις δεν κάνεις. Γι' αυτό σου μίλησα τόσο άσχημα.
Ήθελα να σε κάνω να επανεύρεις τον παλαιό εαυτό σου. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε.
Έτσι με φώτισε ο Θεός, γιατί εσύ είχες καταθέσει τα όπλα. Και μάλιστα άνευ όρων!
Βέβαια, σε στεναχώρησα πολύ. Το ξέρω.
Όμως εγώ πήρα μεγαλύτερη στεναχώρια από εσένα. Και όπως ξέρεις είμαι και πολύ άρρωστος... ".
[Κ 147]
"Ποτέ δεν μου είπαν μπράβο"
Ήμουν κι εγώ -διηγείται ο π. Πορφύριος-υποτακτικός στο Άγιον Όρος σε δύο γεροντάκια.
Ήσαν αυστηροί. Ποτέ δεν μου είπαν μπράβο. Όμως διαισθανόμουν την αγάπη τους.
Ασχολούμην με την ξυλογλυπτική. Αλλά δεν με άφηναν να μάθω ολόκληρη τη δουλειά.
Έως εδώ θα φτιάχνεις, μου έλεγαν, όχι πιο πέρα. Δεν ξέρω γιατί το έκαναν αυτό.
Ίσως, λέω τώρα, ίσως γιατί κάτι άλλοι, μόλις έμαθαν τη δουλειά, έφυγαν.
[Ά 31]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.181-182)
Η δραπέτευση του καταδίκου
Τον καιρό που οι Λογγοβάρδοι λυμαίνονταν τις επαρχίες της βόρειας Ιταλίας, συνέβη το εξής: Έπιασαν αιχμάλωτο ένα διάκονο και αποφάσισαν να τον θανατώσουν με βασανιστήρια. Ο Σάγκτουλος, ένας χριστιανός λογγοβάρδος, που οι συμπατριώτες του τον σέβονταν σαν άγιο για την πολλή ευλάβεια και τη μεγάλη αρετή του, έκανε πολλά διαβήματα στους αρχηγούς, για να σώση τη ζωή του αιχμαλώτου. Δεν κατόρθωσε όμως τίποτε άλλο, εκτός από τη χάρη να μείνη αυτός φρουρός κοντά στον μελλοθάνατο την τελευταία νύχτα.
-Μείνε, τον προειδοποίησε ο αρχηγός, αλλ’ αν ξεφύγη, να ξέρης πως θα βασανιστής εσύ στη θέση του. Ο Σάγκτουλος συμφώνησε κι έτσι κάθησε φρουρός. Τα μεσάνυκτα λοιπόν, όταν όλο το στρατόπεδο ήταν βυθισμένο στον ύπνο, ξύπνησε τον διάκονο και του είπε να σηκωθή να φύγη, όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Του είχε έτοιμο κι ένα γρήγορο άλογο.
-Αδύνατον, αδελφέ μου, έλεγε ο μελλοθάνατος. Αν εγώ γλυτώσω, εσύ δεν θα σωθής από τα χέρια τους. Πώς λοιπόν να γίνω αιτία να πεθάνης με σκληρό θάνατο;
-Μη σε μέλει για μένα, αποκρινόταν από την άλλη μεριά ο Σάγκτουλος. Ο Θεός θα με σκεπάση.
Έτσι τον έπεισε να φύγη.
Την άλλη μέρα ο Λογγοβάρδοι ζήτησαν τον αιχμάλωτο.
-Έφυγε, τους είπε με ηρεμία ο φρουρός του.
-Κι εσύ θα ξέρης βέβαια πολύ καλά τον τρόπο.
-Ναι, απάντησε θαρρετά ο Σάγκτουλος.
-Επειδή είσαι καλός άνθρωπος, δεν θέλω να σε βασανίσω, είπε ο αρχηγός, που θαύμαζε, χωρίς να το δείχνη, το θάρρος του. Διάλεξε μόνος σου τον τρόπο που προτιμάς να πεθάνης.
-Είμαι στα χέρια του Θεού, αποκρίθηκε ατάραχος ο χριστιανός στρατιώτης. Όποιον θάνατο μου παραχωρήση Εκείνος, θα τον δεχτώ με ευχαρίστηση.
Τελικά αποφάσισαν να τον αποκεφαλίσουν με τσεκούρι! Ανέθεσαν την εκτέλεση σ’ ένα μεγαλόσωμο και χειροδύναμο στρατιώτη.
Ο Σάγκτουλος γονάτισε, είπε την προσευχή του κι έσκυψε καρτερικά το κεφάλι για να δεχτή το χτύπημα. Η ψυχή του αναγάλλιαζε στη σκέψη πως σε λίγο θα βρισκόταν κοντά στον Χριστό.
Ο δήμιος σήκωσε το τσεκούρι και σημάδεψε… Τα χέρια του όμως έμειναν ακίνητα στον αέρα, σαν να τα έσφιγγε μυστηριώδης δύναμη. Ένιωσε πόνους φοβερούς κι άρχισε να μουγγρίζη σαν πληγωμένο θηρίο. Οι άλλοι γύρω τρόμαξαν.
-Τί πάμε να κάνουμε; έλεγαν μεταξύ τους. Να τα βάλουμε με τον άγιο αυτόν άνθρωπο, που έχει τον Θεό μαζί του;
Άρχισαν λοιπόν να παρακαλούν τον Σάγκτουλο να γιατρέψη τον στρατιώτη, που εξακολουθούσε να φωνάζη με τα χέρια κρατημένα ψηλά.
-Δεν μπορώ να ζητήσω τέτοια χάρη από τον Κύριο μου, αν δεν μου υποσχεθή πως δεν θα ξανασηκώση το χέρι του να χτυπήση χριστιανό, είπε ο Σάγκτουλος.
-Υπόσχομαι, φώναξε ο στρατιώτης τρέμοντας από τον φόβο του.
-Κατέβασε λοιπόν τα χέρια, πρόσταξε ο δούλος του Θεού.
Τα χέρια παρευθύς κινήθηκαν για να πετάξουν πρώτα απ’ όλα μακριά το φονικό όργανο.
Κατάπληκτοι οι Λογγοβάρδοι για όσα έγιναν εκείνο το πρωί μπροστά στα μάτια τους, χάρισαν τη ζωή στον Σάγκτουλο, που έγινε από τότε ιεραπόστολος ανάμεσα τους.
( Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.101-103)