Αναπαυόσουν πάντοτε κοντά στον π. Πορφύριο
Ήτανε η αποδοχή που ένιωθες με την πρώτη επαφή στην εξομολόγηση. Δεν υπήρχε κανένας φόβος, καμιά επιτίμηση.
Βέβαια, η αποδοχή. Σε αποδεχόταν ο Γέροντας όπως ήσουνα. Σε αυτό συγγένευε και με τον πατέρα Παΐσιο. Μιλούσε με ένα νέο 12 ώρες, ωσότου έφυγε θεραπευμένος.
Ένα από τα κυριότερα χαρίσματά του ήταν η ανοικτή καρδιά στην οποία έμπαινες μέσα και αναπαυόσουν.
-Μετά, σιγά σιγά, έπαιρνε το νυστέρι και σου έβγαζε τα αρρωστημένα.
-Δεν έκανε καθόλου υποχωρήσεις.
[Γερ. 115]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 347-348)
" Η σωτηρία του παιδιού σας περνά μέσα από τον εξαγιασμό το δικό σας "
Οι γονείς ενός δύστροπου και επαναστατημένου παιδιού κατέφυγαν στο Γέροντα διεκτραγωδώντας την κατάστασή τους και ζητώντας οδηγίες για τη σωστή αντιμετώπισή της.Ο Γέροντας τους έλεγε, τί πρέπει εκείνοι να προσέξουν στη ζωή τους. Οι γονείς, κάθε τόσο, επανέφεραν το θέμα του παιδιού τους, αλλά ο Γέροντας πάλι τους μιλούσε για τα χριστιανικά τους καθήκοντα, ως γονέων. Τότε οι γονείς εξανέστησαν και του είπαν : Γέροντα, εμείς δεν ήρθαμε εδώ για τον εαυτό μας. Αυτά που μας λέτε τα ξέρουμε από μικρά παιδιά και τα διδάσκουμε στους άλλους. Για το παιδί μας ήρθαμε. Κι ο Γέροντας : " Μα δεν καταλάβατε, ότι για το παιδί σας σας μιλώ τόσην ώρα ; Δεν καταλάβατε, ότι η σωτηρία του παιδιού σας περνά μέσα από τον εξαγιασμό το δικό σας ; Όχι τη θεωρία, αλλά την πράξη του
εξαγιασμού ; " Και συμπλήρωσε, έπειτα από λίγο : " Πρέπει ν' αρχίσετε την εργασία αυτή αμέσως, αν πραγματικά αγαπάτε το παιδί σας. Αυτή τη στιγμή είδα την ψυχή του :
είναι πτώμα ".
[Γ 202π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 297)
Μια πνευματική πάλη
Κάποιος Β. Ι. Ποπώφ, καθώς διηγείται το ταξίδι που έκανε με τον π. Ιωάννη της Κρονστάνδης το 1890 από τον Αρχάγγελσκ στην Μόσχα, αναφέρει ότι σ’ έναν από τους σταθμούς δύο ρωμαλέοι χωρικοί έφεραν πιασμένη από τα χέρια μια γυναίκα:
«Ήταν κυρτωμένη σαν τόξο και στριφογύριζε άγρια το ασπράδι των ματιών της. Μια φοβερή έκφρασις ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. Μόλις την πλησίασαν στον π. Ιωάννη άρχισε να μιμήται το γαύγισμα του σκύλου. Εκείνος έβαλε το αριστερό του χέρι στο κεφάλι της και με το δεξί την σταύρωνε λέγοντας τον στίχο: ‘‘Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού’’. Ωστόσο το ούρλιασμα δυνάμωνε.
Μας κατέλαβε τρόμος και έκπληξις. Το πρόσωπο του μπάτουσκα ήταν ξαναμμένο και φανέρωνε αλύγιστη δύναμι θελήσεως. Άφθονες σταγόνες ιδρώτος κάλυπταν το μέτωπο του. Ήταν ολοφάνερη η σκληρή πνευματική πάλη που έκανε.
Οι κραυγές άρχισαν να κοπάζουν. Η άρρωστη αναστέναξε βαθειά. Ξαφνικά ίσιωσε το σώμα της, φωτίσθηκε το πρόσωπο της και με δάκρυα χαράς έπεσε στα πόδια του ιερέως ευχαριστώντας τον Κύριο. Λένε ότι βασανιζόταν επί επτά χρόνια».
Άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σ. 216)
Ο παρήκοος οσιομάρτυρας
Στις 15 Οκτωβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη ενός ανώνυμου μάρτυρα μοναχού. Ο μοναχός αυτός ζούσε σε μια σκήτη της Αιγύπτου, και για αρκετά χρόνια έκανε υπακοή σε γέροντα. Από φθόνο όμως του μισόκαλου δαίμονα αθέτησε την υπακοή του κι έφυγε από την καθοδήγηση του γέροντα, χωρίς να υπάρχει εύλογη και βλαπτική για την ψυχή του αιτία. Καταφρόνησε μάλιστα και το επιτίμιο, με το οποίο τον κανόνισε ο γέροντας του.
Έφυγε λοιπόν και κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια. Αλλά εκεί τον έπιασε ο ειδωλολάτρης άρχοντας, του έβγαλε το μοναχικό σχήμα και τον πίεζε να θυσιάσει στα είδωλα. Καθώς όμως με κανένα τρόπο δεν τον έπειθε να το κάνει, πρόσταξε πρώτα να τον δείρουν αλύπητα με βούρδουλα κι έπειτα να τον αποκεφαλίσουν με ξίφος. Έτσι κι έγινε. ‘ Άρπαξαν το μοναχό οι ειδωλολάτρες, του έκοψαν το κεφάλι και πέταξαν το σώμα του έξω από την πόλη για να το φάνε τα σκυλιά.
Μερικοί όμως ευσεβείς χριστιανοί ήρθαν τη νύχτα και το σήκωσαν. Το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν με σεντόνια και το έβαλαν μέσα σε λάρνακα. Ύστερα το τοποθέτησαν στο άγιο βήμα ενός ναού της πολιτείας για να τιμάται σαν μαρτυρικό λείψανο. Κάθε φορά όμως που γινόταν θεία λειτουργία και ο διάκονος εκφωνούσε το « Όσοι κατηχούμενοι προσέλθετε, οι κατηχούμενοι προέλθετε», έβλεπαν όλοι τη λάρνακα να βγαίνει μόνη της έξω από το ιερό! Χωρίς να την αγγίζει ανθρώπινο χέρι, έφτανε μέχρι το νάρθηκα της εκκλησίας κι έμενε εκεί μέχρι την απόλυση. Έπειτα γυρνούσε πάλι μόνη της πίσω στο ιερό!
Όλοι έμεναν εκστατικοί μ’ αυτό που γινόταν. Το πληροφορήθηκε κι ένας από τους διακριτικούς πατέρες, και παρακάλεσε το Θεό να του δώσει εξήγηση. Δεν άργησε να του φανερωθεί η αιτία του θαύματος. Άγγελος παρουσιάστηκε μπροστά του και του λέει:
-Γιατί θαυμάζεις και απορείς γι’ αυτό που συμβαίνει; Δεν έλαβαν οι απόστολοι του Χριστού, καθώς γνωρίζεις, εξουσία «του δεσμείν και λύειν»; Κι από κείνους πάλι οι διάδοχοι τους, κ.ο.κ.; Αυτόν λοιπόν τον αδελφό, που αξιώθηκε να χύσει το αίμα του για το Χριστό και όμως δεν του επιτρέπεται να βρίσκεται μέσα στο ιερό βήμα όσο τελείται η αναίμακτη θυσία, μάθε πως άγγελος τον διώχνει μέχρι το νάρθηκα. Γιατί, ενώ ήταν υποτακτικός του τάδε συνασκητή σου, αθέτησε την υπακοή. Κι όταν ο γέροντας του εύλογα τον επιτίμησε με κανόνα, εκείνος τον άφησε κι έφυγε δεμένος με το επιτίμιο. Και, σαν μάρτυρας μεν, έλαβε το μαρτυρικό στεφάνι. Σαν δεμένος όμως με επιτίμιο από το γέροντα του, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στο ιερό, όταν τελείται η θεία λειτουργία. Εκτός κι αν του λύσει τον κανόνα ο γέροντας που τον έδεσε.
Σαν τα ’μαθε αυτά ο άγιος εκείνος ασκητής, πήρε το ραβδί του, πήγε στο γέροντα του μάρτυρα και του διηγήθηκε τα πάντα. Έπειτα τον πήρε και κατέβηκαν μαζί στην Αλεξάνδρεια. Πήγαν στο ναό, όπου βρισκόταν το μαρτυρικό λείψανο. Άνοιξαν τη θήκη, που περιείχε το σώμα του μάρτυρα, και του έδωσαν κι οι δυό τη συγχώρηση. Έπειτα, αφού τον ασπάστηκαν, στάθηκαν και προσευχήθηκαν δοξολογώντας το Θεό.
Από τότε, όταν γινόταν θεία λειτουργία, παρέμενε ο μάρτυρας μοναχός ασάλευτος στη θέση του μέσα στο άγιο βήμα.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.111-113)
Το πάθημα του διακόνου
Κάθε φορά που ο άγιος Επιφάνιος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας της Κύπρου ( 4ος αι.), πρόσφερε την αναίμακτη θυσία και έλεγε το «ποίησον τον μεν άρτον τούτον…», αν δεν έβλεπε κάποια οπτασία, δεν ολοκλήρωνε τη θεία λειτουργία. Τί είδους οπτασία ήταν άραγε αυτή; Πιθανόν να ήταν η κίνηση του ξύλινου περιστεριού, που κρεμόταν πάνω από την αγία τράπεζα στους ναούς της εποχής εκείνης. Ίσως πάλι να ήταν κάποια άρρητη ενέργεια η εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος την ώρα του καθαγιασμού, πράγμα που συνέβαινε και σε άλλους άξιους λειτουργούς.
Σε μια λειτουργία του ο άγιος Επιφάνιος επανέλαβε τρεις φορές την ευχή του καθαγιασμού, αλλά δεν είδε την οπτασία. Κι ενώ παρακαλούσε με δάκρυα το Θεό να του φανερώσει την αιτία, έριξε μια ματιά στο διάκονο, που στεκόταν αριστερά του κρατώντας το ριπίδιο, και παρατήρησε πως είχε στο μέτωπο λέπρα. Κατάλαβε αμέσως πως εκείνος ήταν η αιτία. Πήρε λοιπόν από τα χέρια του το ριπίδιο και του είπε μα πραότητα:
-Πήγαινε, παιδί μου, στο σπίτι σου και μη μεταλάβεις σήμερα.
Ύστερα επανέλαβε την ευχή, κι αμέσως είδε την οπτασία. Μετά την απόλυση κάλεσε το διάκονο, για να τον εξετάσει και να πληροφορηθεί την πνευματική του κατάσταση. Εκείνος τότε ομολόγησε, πως την προηγούμενη νύχτα είχε συνευρεθεί με τη γυναίκα του.
Με την αφορμή αυτή ο άγιος κάλεσε όλους τους κληρικούς και τους νουθέτησε:
-Όσοι, παιδιά μου, αξιωθήκατε να λάβετε το χάρισμα της ιερωσύνης, πρέπει να φυλάτε τον εαυτό σας καθαρό από κάθε μολυσμό « σαρκός και πνεύματος», για να τελείτε άξια τα θεία Μυστήρια.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι.Μονή Παρακλήτου, σελ. 115-116)
2,3. «εν ω εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι»
Με την βοήθεια της Εκκλησίας, που είναι εδώ στην γη, είναι οργανικά «ενωμένος» ο επίγειος με τον ουράνιο κόσμο. Γιατί στον Θεανθρώπινο οργανισμό της περιλαμβένει όλους τους κόσμους.
Σε αυτήν υπάρχει κάθε αθάνατη σοφία και γνώση.
Μόνο που αυτά είναι «κεκρυμμένα», από τον μη ενχριστοποιημένο, από τον μη αγιοποιημένο, από τον εφάμαρτο νου του ανθρώπου.
Και «αποκεκαλυμμένα», φανερά, στον ενχριστοποιημένο και αγιοποιημένο νου, στον νου που είναι μέλος στον άγιο και καθολικό νου της Εκκλησίας.
Στον Χριστό, στην Εκκλησία, «εισί πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως»: για τον Θεό, για τον κόσμο, για την ζωή, την αιωνιότητα, για όλους τους θεϊκούς κόσμους.
Γιατί ότι είναι του Θεού, «καθίσταται» δια της Εκκλησίας ανθρώπινο. Με τον Θεάνθρωπο, ότι ανήκει στον Θεό, γίνεται ανθρώπινο. Αυτό «συντελείται», επιτυγχάνεται στο δικό του Θεανθρώπινο σώμα, την Εκκλησία.
«Πάντες οι θησαυροί», και ποιος ξέρει πόσοι είναι! Και σίγουρα «συνιστούν» ότι είναι απαραίτητο και «χρειαζούμενο» στον άνθρωπο. Με τους θησαυρούς της σοφίας και της γνώσεως θα «φυλαχθούν» σε όλη την αιωνιότητα, όλες οι χριστοεπιθυμητές και άγιες ψυχές.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 70-71)
Η προσευχή στην οικογένεια
–Γέροντα, πρέπει να κάνη όλη η οικογένεια μαζί το απόδειπνο;
–Οι μεγάλοι να κινούνται με αρχοντιά. Εκείνοι να κάνουν το απόδειπνο και στα μικρά παιδιά να λένε:
«Αν θέλετε, μείνετε λίγο». Όταν είναι κάπως μεγάλα τα παιδιά, μπορούννα έχουν ένα τυπικό· π.χ. δεκαπέντε λεπτά οιμεγάλοι,
δύο ή πέντε λεπτά τα παιδιά,και από ̓κεί και πέρα όσο θέλουν εκείνα.
Αν οι γονείς τα κρατούν σε όλο το απόδειπνο, μετά αγανακτούν. Δεν πρέπει να τα πιέζουν, γιατί αυτά δεν έχουν καταλάβει
ακόμη την δύναμη και την αξία της προσευχής. Οι γονείς, ας υποθέσουμε, μπορούν να φάνε και φασόλια και κρέας, οποιαδήποτε γερή τροφή.
Όταν όμως το παιδάκι πίνει ακόμη μόνο γάλα,θα του πούν να φάη κρέας, επειδή είναι πιο δυναμωτικό;
Μπορεί να είναι πιο δυναμωτικό, αλλά το καημένο δεν μπορεί να το χωνέψη.Γι ̓ αυτό στην αρχή του δίνουν λίγο κρεατάκι με ζουμάκι,
για να θελήση να ξαναφάη. –Γέροντα, μερικές φορές και οι μεγάλοι το βράδυ είναι τόσο κουρασμένοι,
που δεν μπορούν ούτε το απόδειπνο να κάνουν.–Όταν είναι πολύ κουρασμένοι ή άρρωστοι,ας πούν το μισό απόδειπνο ή έστω ένα «Πάτερ ημών».
Να μην παραλείψουν τελείωςτην προσευχή. Όπως στον πόλεμο, αν βρεθής βράδυ σε ένα ύψωμα μόνος και περικυκλωμένος από εχθρούς, ρίχνεις καμμιά τουφεκιά,
για να φοβηθούν οι εχθροί και να μην κάνουν έφοδο, έτσι και αυτοί ας ρίχνουν καμμιά τουφεκιά,
για να φοβάται το ταγκαλάκι και να φεύγη. Η προσευχή έχει μεγάλη δύναμη μέσα στην οικογένεια.
Γνωρίζω δύο αδέλφια που κατάφεραν με την προσευχή τους όχι μόνονα μη χωρίσουν οιγονείς τους,που είχαν πρόβλημα μεταξύ τους,
αλλά να τους κάνουν και πιο αγαπημένους. Εμάς ο πατέρας μου μας έλεγε: «Δεν ξέρω τί θα κάνετε, δυο φορές την ημέραθα πρέπη
να δίνετετο παρόν στον Θεό,για να ξέρεο που βρίσκεστε». Κάθε πρωί και κάθε βράδυ κάναμε προσευχή μπροστά στο εικονοστάσι όλοι μαζί,
ο πατέρας, η μητέρα και τα παιδιά,και στο τέλος βάζαμε μετάνοια στην εικόνα του Χριστού.
Όταν πάλι είχαμε κάποιο πρόβλημα στην οικογένεια, κάναμε προσευχή,για να τακτοποιηθή.
Θυμάμαι,μια φορά που αρρώστησε ο μικρότερος αδελφός μας, είπε οπατέρας μου:
«Ελάτε να παρακαλέσουμε τον Θεόή να τον κάνη καλά ή να τον πάρη,για να μην υποφέρη».
Προσευχηθήκαμε όλοι και έγινε καλά. Αλλά και στο τραπέζι καθόμασταν όλοι μαζί. Κάναμε πρώτα προσευχή και ύστερα αρχίζαμε να τρώμε.
Αν άρχιζε κανείς να τρώη, πριν ευλογηθεί το τραπέζι, λέγαμε: «αυτός επόρνευσε».
Την έλλειψη εγκρατείας την θεωρούσαμε πορνεία. Είναι διάλυση της οικογενείας να έρχεται ο καθέναςστο σπίτι, όποια ώρα θέλει,
και να τρώη μόνος του χωρίς να υπάρχη λόγος.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 155-157)
"Μην υπενθυμίζεις στον άλλον τα σφάλματα του"
Ήθελα να έχω τη γνώμη του Γέροντα για μια διαπίστωσή μου
και, όταν μου δόθηκε ευκαιρία, του είπα: Γέροντα, από παρατηρήσεις μου σε διάφορα
περιστατικά της ζωής μου, έχω καταλήξει σ' ένα συμπέρασμα, που προσπαθώ να το εφαρμόζω,
όσο μπορώ, στην πράξη: Όταν κάποιος διαφωνεί μαζί μου και είμαι πεπεισμένος
για την ορθότητα της απόψεώς μου, του λέω: Ας σταματήσουμε την αντιδικία κι ας το αφήσουμε στο Θεό,
να μας δώσει εκείνος, μέσα από τα γεγονότα την ορθή απάντηση.
Όταν, αργότερα, τα γεγονότα με δικαιώνουν, δεν υπενθυμίζω στον τέως αντίδικό μου τη συζήτηση
που κάναμε κάποτε και την εν συνεχεία δικαίωσή μου. Σιωπώ.
Συνήθως, σιωπά κι εκείνος- σπανίως βρίσκουμε το θάρρος να ομολογήσουμε τα λάθη μας•
μου αρκεί όμως, ότι ο ίδιος το αντιλαμβάνεται εσωτερικά και χαίρομαι,
διότι με τη σιωπή μου, που μοιάζει με αμνησία, τον κάνω να αισθάνεται άνετα μαζί μου,
αφού διαπιστώνει, ότι τον σέβομαι και δεν τον εξουθενώνω.
Μόλις το άκουσε αυτό ο Γέροντας, ενθουσιάσθηκε και μου είπε: "Μωρέ, εσύ είσαι ψυχολόγος.
Αυτό είναι το σωστό: να μην κατηγορείς τον άλλον για τα σφάλματά του και να μην του τα υπενθυμίζεις.
Τότε τον καθίζει στο σκαμνί η ίδια η συνείδησή του και τον δικάζει.
Μόνον έτσι διορθώνεται το κακό. Διαφορετικά, όταν εσύ τον κατακρίνεις, αμύνεται, δικαιολογεί τον εαυτό του,
ρίχνει τις ευθύνες του σε σένα και σε άλλους, γίνεται σκληρός και το κακό αντί να διορθωθεί χειροτερεύει".
[Γ 327π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιο Πορφύριος, σελ.152-153)
Άλλος
αλλοδαπός - Σαμαρείτης
Στην παραβολή ο Χριστός για ειδικό λόγο εισάγει το πρόσωπο του Σαμαρείτη.
Αυτός έδειξε σπλαχνικότητα, αυτός, ο τιποτένιος, ο ευτελισμένος, ο μιαρός για τους Ιουδαίους.
Και στην άλλη περίπτωση, των δέκα λεπρών, τον ένα, τον ευγνώμονα,
τον εμφανίζει ως αλλοδαπό, ως Σαμαρείτη.
Ε.Π.Ε. 13,238
το μέλλον μου
Και συ, αδελφέ, κι αν ακόμα μένεις νηστικός από άσκηση,
κι αν κοιμάσαι στη γη, κι αν τρως στάχτη και θρηνείς παντοτινά,
αλλά δεν ωφελείς κανέναν άλλον, τίποτε σπουδαίο δεν κάνεις
Ε.Π.Ε. 18α,122.
το μέλος μου, το μέλλον μου
Για ποιο λόγο λες «Δεν με νοιάζει» για ένα μέλος του σώματος σου, που υποφέρει;
Γιατί τόσο πολύ φροντίζουμε για ένα μέλος του σώματος,
και αδιαφορούμε τελείως για του Χριστού τα μέλη;
Και πώς είναι δυνατόν να συγχωρεθούμε;
Ε.Π.Ε. 18α,760
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 141-142)
Τα λύτρα των κρατουμένων
Πολλοί τούρκοι ληστές (τσέτες) ώρμησαν κάποτε στα Φάρασα της Καππαδοκίας και αφού έπιασαν κρυφά δώδεκα πλούσιους του χωριού, ειδοποίησαν τις οικογένειες τους, ή να τους πάνε πεντακόσιες χρυσές λίρες ή θα τους σφάξουν. Επίσης μήνυσαν στους Φαρασιώτες ότι η παραμικρή τους κίνησις για να τους χτυπήσουν, θα είναι σε βάρος των κρατουμένων, γιατί πρώτα θα τους σφάξουν και μετά θ’ αρχίσουν τη μάχη.
Όλα τα Φάρασα είχαν αναστατωθή τότε, και άλλοι έτρεξαν να συγκρατήσουν τα παλληκάρια του χωριού, για να μην κάνουν καμμιά τρέλλα και τους χτυπήσουν, και άλλοι έτρεξαν στον όσιο Αρσένιο, που ήταν η μόνη τους ελπίδα, γιατί οι τούρκοι ήταν πολλοί και οχυρωμένοι.
Ο άγιος, μόλις το μαθαίνη, πηγαίνει στην εκκλησία και λέει στους επιτρόπους να του δώσουν όλα τα χρήματα που είχε το παγκάρι, τα οποία ήταν γύρω στις πενήντα λίρες.
Τα παίρνει λοιπόν μαζί του και με δύο γέρους ανεβαίνει στο λημέρι των τσετών και ζητάει τον καπετάνιο τους. Εκείνος ήρθε χαρούμενος, γιατί νόμιζε ότι έφεραν τις πεντακόσιες λίρες.
Μόλις είδε τον καπετάνιο τους ο όσιος Αρσένιος άρχισε να τον μαλώνη:
- Δεν φοβάσαι τον Θεό; Δεν ντρέπεσαι καθόλου; Από που θα τις βρουν τις πεντακόσιες λίρες οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι, και λέτε ότι θα τους κόψετε, εάν δεν σας τις δώσουν;
Παίρνει μετά την σακκούλα με τα χρήματα της εκκλησίας, τα πετάει στα πόδια τους και τους λέει:
- Πάρτε αυτά για τον κόπο που κάνατε, και φέρτε γρήγορα τους ανθρώπους μου, γιατί αλλοιώς θα σας κόψω εγώ πέτρες επί τόπου όλους σας.
Με τα λόγια αυτά που τους είπε, «θα σας κόψω πέτρες», όλοι οι τούρκοι είχαν μείνει στον τόπο τους ακίνητοι σαν αγάλματα! Μετά από λίγο, ενώ έμειναν έτσι μαρμαρωμένοι, τους λέει ξανά:
- Γρήγορα, φέρτε τους ανθρώπους μου και φύγετε.
Τότε μόνο μπόρεσαν να κινηθούν! Έλυσαν τους δώδεκα κρατούμενους φαρασιώτες και έφυγαν κατατρομαγμένοι από κείνο το μαρμάρωμα που έπαθαν… Έφυγαν χωρίς να σκύψουν να πάρουν ούτε τις πενήντα λίρες, που ήταν σκορπισμένες στη γη! Ο όσιος Αρσένιος είπε στους κρατούμενους:
- Μαζέψτε τα χρήματα της εκκλησίας και πάμε.
Σε λίγο γύρισαν όλοι στο χωριό χαρούμενοι.
(Αρσένιος ο Καππαδόκης)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β’ , σ. 170-171)