243. Η καρδιά μου ανήκει μονάχα στον θεό. «Εμοί δε το προσκολλάσθαι τω Θεώ αγαθόν έστι» (Ψαλμ. οβ’ 28). Αλλά τι τυφλότης και διαστροφή! Την ελκύουν οι γήινες χαρές. Ό,τι θέλγει τα μάτια, ό,τι ικανοποιεί τη σάρκα. Τι παράδοξο πράγμα! Εγώ, ένας χριστιανός, ένας ουράνιος άνθρωπος, να απασχολούμαι με τα υλικά και να παραμελώ τα πνευματικά! Ο Χριστός μου άνοιξε τις πύλες των ουρανών, αλλά εγώ έχω πρσκολλημένη την καρδιά μου στη γη. Δεν με καίει ο πόθος των ουρανών, αλλά προτιμώ να μένω στη γη, δέσμιος των γήινων θελγήτρων, διψασμένος, αχόρταγος γι’ αυτά. Βλέπω ότι κάθε τι το γήινο είναι φθαρτό, αβέβαιο, πρόσκαιρο. Καταλαβαίνω ότι τίποτε το γήινο δεν μπορεί να ικανοποιήση την ψυχή μου, να αναπαύση και να χαροποιήση την καρδιά μου, που τόσο την αναστατώνουν και την ταλαιπωρούν οι γήινες ματαιότητες. Για πόσο ακόμη λοιπόν, εγώ ο ουράνιος άνθρωπος, θα μένω γήινος; Έως πότε εγώ, το παιδί του Θεού, θα είμαι σάρκα, μη νοιώθοντας ότι με το άγιο βάπτισμα, «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν;» (Ιω. α’ 13). Για πόσο ακόμη θα μένω έτσι, πριν δοθώ ολόκληρος στον Θεό; Κύριε, ύψωσε την καρδιά μου σ’ εσένα με το Άγιο σου Πνεύμα. Κύριε, απόσπασε την καρδιά μου από τις γήινες ματαιότητες. Χωρίς εσένα, τίποτε δεν μπορώ να κάμω.
244. Αγαπάμε ό,τι λάμπει εδώ στη γη: το χρυσάφι, το ασήμι, τα πολύτιμα πετράδια, τις αστραφτερές στολές. Γιατί όμως δεν αγαπάμε τη μέλλουσα δόξα, όπου ο Κύριος μας καλεί; Γιατί δεν ποθούμε να λάμψουμε σαν τον ήλιο; «Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν» (Ματθ. ιγ’ 43). Αυτό συμβαίνει γιατί διεστρέψαμε την ψυχή μας με την αμαρτία και , έτσι, ανταλλάξαμε τον ουρανό με τη γη, τα άφθαρτα με τα φθαρτά. Η ψυχή μας δημιουργήθηκε για το ουράνιο φως και, αρχικά, ήταν όλη φως, όλη ακτινοβολία. Ώ, ας στραφή, επιτέλους, σ’ εκείνο το φως, το ουράνιο φως της!
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 108-110)
«Χάρη στην πίστη κατανοούμε ότι με το Λόγο του Θεού έχουν διαμορφωθεί μέσα στους αιώνες όλα όσα αποτελούν τη δημιουργία, έτσι που από τα αόρατα να έχουν δημιουργηθεί τα ορατά) - Εβραίους 11:3
«Όσα καλύτερα παρατηρούμε την πολυπλοκότητα της σύστασης του ατόμου, τη φύση της ζωής ή την πορεία των γαλαξιών, τόσο περισσότερο βρίσκουμε λόγους να στεκόμαστε με θαυμασμό μπροστά στα θαυμάσια της θείας δημιουργίας. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από πίστη, όπως έχει ανάγκη από ψωμί και νερό ή από αέρα» (Βέρνερ φον Μπράουν, πατέρας της αστροναυτικής).
Ο ερευνητής αντιλαμβάνεται εύκολα ότι η επιστήμη, παρόλες τις λαμπρές προόδους της και τις έξοχες ανακαλύψεις της δεν έχει δώσει στοιχειώδη απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα που θέτει ο συλλογισμός από τότε που εμφανίστηκε ο άνθρωπος» (Λουί-Λεμπρένς-Ρενγκέ, φυσικός επιστήμων).
Πραγματικά αυτά τα μεγάλα ερωτήματα δεν μπορεί η επιστήμη να τα απαντήσει. Μόνο ο Λόγος του Θεού είναι εκείνος που δίνει τις θαυμαστές του απαντήσεις.
(Ξ.Π.)
«Τα ουράνια φανερώνουνε το μεγαλείο του Θεού και το στερέωμα δείχνει τα έργα που έχει φτιάξει» - Ψαλ. 19:2
Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης είχε αποφασιστεί να καταργηθεί κάθε θρησκεία και οτιδήποτε θύμιζε στον κόσμο το Θεό.
Κάποιος το ανέφερε αυτό σ’ ένα γεωργό: «Όλα θα καταργηθούν», του είπε. «Και οι εκκλησίες και οι Αγίες Γραφές και οι ιεροκήρυκες. Θα εξαφανίσουμε καθετί που θυμίζει θρησκεία».
Ο γεωργός γέλασε.
«Γιατί γελάς;», ρώτησε ο άθεος.
Δείχνοντας πάνω ψηλά τ’ αστέρια, καθώς ήταν βράδυ όταν γινόταν η συζήτηση, ο γεωργός απάντησε: «Απορώ, απλώς, πώς θα μπορέσετε να εξαφανίσετε κι εκείνα εκεί τα αστέρια!».
Πόσο δίκιο είχε ο Δαβίδ, όταν έγραφε σ’ έναν ψαλμό του: «Είπε ο άφρονας μέσα στην καρδιά του δεν υπάρχει Θεός».
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
76. Τι δίδασκε ο Μονοφυσιτισμός;
Ο Μονοφυσιτισμός που βρισκόταν στον αντίποδα του Νεστοριανισμού, επηρεαζόταν αισθητά από τις διαρχικές αντιλήψεις (πνεύμα-ύλη) του Νεοπλατωνισμού και από τις ιδιαίτερες χριστολογικές τάσεις της αρχαίας Αλεξανδρινής Σχολής. Οι ιδέες του είχαν συγγένεια προς τα διδάγματα του Απολλιναρισμού.
Βασικό πρόβλημα της αρχαίας ελληνικής σκέψεως στο χώρο της φιλοσοφίας ήταν ο καθορισμός της σχέσεως μεταξύ πνεύματος και ύλης, μεταξύ του απολύτου (absolutum) και του κόσμου. Δύο δε τρόποι καθορισμού ήσαν δυνατοί: ο μονιστικός, κατά τον οποίο το πεπερασμένο εκλαμβάνεται πανθεϊστικά ως εκδήλωση του άπειρου και αιώνιου, και ο δυιστικός, ο οποίος εκλαμβάνει το αισθητό ως προϊόν πτώσεως, το οποίο πρέπει ν’ απορροφηθεί και ν’ αναλυθεί στο θείο. Οι τελευταίες αυτές ιδέες, ορφικής κυρίως προελεύσεως, υιοθετήθηκαν από τον Πλατωνισμό και τον Νεοπλατωνισμό και επηρέασαν αισθητά τη θεολογική σκέψη του Μονοφυσιτισμού.
Αρχηγέτης της αιρέσεως ήταν ο Ευτυχής, αρχιμανδρίτης της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ευτυχής απέρριπτε την ασύγχυτη και άτρεπτη ένωση των φύσεων στο Χριστό, όπως περί αυτού είχε αποφανθεί η Γ' εν Εφέσω Οικουμενική Σύνοδος. Κατ’ αυτόν το σώμα του Κυρίου ήταν μεν ανθρώπινο, όχι όμως και ομοούσιο με το δικό μας, κάτι που θεωρούσε ανάρμοστο στη θεότητα του Λόγου. Αποδεχόταν όμως τη θέωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, την οποία απέφευγε να προσδιορίσει: «φυσιολογείν εμαυτώ ουκ επέτρεπον». Τον ισχυρισμό ότι δεχόταν ουράνιο το σώμα του Χριστού, εχαρακτήριζε ως συκοφαντία.
Ο Ευτυχής, όπως και όλοι οι ομόφρονές του, δέχονταν μία φύση στο Χριστό μετά την ένωση: «ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ». Κατά τον Θεοδώρητο Κύρου, ο αιρεσιάρχης μιλούσε ρητώς περί καταπόσεως της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από τη θεία φύση. Δεν πρόκειται βέβαια περί αφανισμού, αλλά περί μεταποιήσεώς της στην ουσία της θεότητας. Ως παράδειγμα έφερε τη σταγόνα του όξους, η οποία ρίπτεται στη θάλασσα. Όπως δηλαδή το όξος (το ξύδι) που ρίπτεται στα θαλάσσια νερά αναλύεται στη φύση τους, χωρίς ωστόσο να χάνεται, έτσι και η ανθρώπινη φύση του Χριστού αναλύθηκε στην απειρία της θεότητας.
Η συγγένεια του Μονοφυσιτισμού με τον Απολλιναρισμό είναι εμφανής. Ο μεν Απολλινάριος προσέβαλλε την ακεραιότητα της ανθρώπινης φύσεως, ενώ ο Ευτυχής δεχόταν την καταποσή της, από τη θεία φύση του Χριστού.
Οι Σεβηριανοί αντίθετα ήταν μετριοπαθείς. Μιλούσαν μεν για μία φύση μετά την ένωση, όμως δέχονταν το άτρεπτο και ασύγχυτο των φύσεων στο Χριστό.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 106-108)
75. Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστολογίας του Θεοδώρου Μοψουεστίας;
Ο Θεόδωρος ήταν ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της θεολογίας της Αντιοχειανής Σχολής και διδάσκαλος του Νεστορίου. Από την πλούσια διδασκαλία του (όμοια της διδασκαλίας του Νεστορίου) θα ανασύρουμε μια μόνο πτυχή που χαρακτηρίζει ειδικότερα τα χριστολογικά του διδάγματα.
Ως αντιοχειανός θεολόγος ο Θεόδωρος δίδασκε την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Χριστού, στις οποίες αντιστοιχούν δύο ξεχωριστά φυσικά πρόσωπα, αν και δεχόταν την ύπαρξη και τρίτου προσώπου, του ηθικού προσώπου της ενώσεως.
Ποιά όμως ήταν η σχέση του ανθρώπου Χριστού προς τον άπειρο Λόγο του Πατρός; Το ερώτημα αυτό απασχολούσε έντονα τη θεολογική σκέψη του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Σύμφωνα με το όλο χριστολογικό πνεύμα του ο Θεόδωρος δεν μπορούσε να συλλάβει αυτήν παρά ως σχέση σαφώς ηθική. Εμπειρικός στη σκέψη του, έβλεπε καθαρά τα πράγματα. Το ανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, πλήρες και τέλειο, καμιά δεν υπέστη μείωση στην ένωση των φύσεων. Ήταν πρόσωπο προικισμένο με ελευθέρα βούληση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν εξαφανίστηκε η υπέστη μείωση κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του Κυρίου. Η ελευθερία της βουλήσεώς του εκδηλωνόταν πρωτίστως στους αγώνες του εναντίον των “ψυχικών παθών, από τα οποία ως άνθρωπος πραγματικός «ωχλείτο», και τα οποία εδάμαζε «κρείττονι λογισμώ». Στους πειρασμούς του ιδιαίτερα στην έρημο «έδειξεν εαυτόν ηδονής κρατούντα». Ενώ ο Χριστός μπορούσε να αμαρτήσει, όμως δεν αμάρτησε, μαχόμενος κατά των παθών με τις δικές του φυσικές δυνάμεις. επικουρούμενες όμως από το Λόγο του 0εού.
Η ελευθέρα βούληση του Κυρίου ήταν -κατά τον Θεόδωρο- η βάση της εν αυτώ ενοικήσεως του Λόγου, ο οποίος προγνωρίζοντας την αρετή του Ιησού του χορηγούσε «μείζονα χάριν». Ο Χριστός αποδείχτηκε από τη δική του γνώμη άξιος της ενώσεως με το Λόγο του Θεού, από τον οποίο έπαιρνε βοήθεια να πράττει το αγαθό και την αρετή. Πρώτος αυτός αξιώθηκε της ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος σε βαθμό ασύγκριτα ανώτερο από όσο σε όλους τους άλλους ανθρώπους. Η αρετή του ήταν μεγαλύτερη από την αρετή του Ιωάννη του Βαπτιστή. Είναι το πλήρες και τέλειο πρόσωπο αρετής και χάριτος, απ’ αυτόν δε, ως από πηγή, μετοχετεύεται η χάρις προς τους άλλους ανθρώπους.
Τα διδάγματα αυτά του Θεοδώρου άσκησαν τεράστια ροπή στη θεολογική σκέψη όλων των αιώνων. Όμως η αντίθεσή τους προς τη διδασκαλία της επίσημης Εκκλησίας αμαύρωσε το όνομά του, το οποίο καταχωρήθηκε με μελανά χρώματα στη χορεία των χριστολογικών αιρέσεων.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 105-106)
74. Ποια ήταν η αίρεση τον Νεστορίου;
Ο Νεστόριος, μοναχός κατ’ άρχάς, έγινε κατόπιν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διακριθείς για την πλούσια συγγραφική του δράση και τη ρητορική του δεινότητα.
Κληρονόμος του θεολογικού κλίματος της Αντιοχειανής Σχολής, τόνιζε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αναιρώντας τις κακοδοξίες του Απολλιναρίου και των Δοκητών, δεχόταν την πραγματικότητα των δύο φύσεων του Κυρίου. Ο Χριστός ήταν αληθής κατά φύσιν Θεός και αληθής κατά φύσιν άνθρωπος. Οι φύσεις του στην ένωση ήταν ασύγχυτες και απαράτρεπτες. Απ’ αυτό το πνεύμα εμφορούμενος, δεν μπορούσε να κατανοήσει την πραγματική έννοια της θείας ενανθρωπήσεως, πώς δηλαδή ο Θεός μπορεί να γίνει άνθρωπος. Η ενανθρώπηση γι’ αυτόν σήμαινε μεταβολή των φύσεων σε μια σύνθετη φύση, όπου η θεότητα μπαίνει σε ένα νέο τρόπο υπάρξεως, γίνεται φθαρτή και παθητή, ο δε Λόγος χάνει το ομοούσιό του προς τον Πατέρα. Κατά το Νεστόριο η Μαρία δεν μπορούσε να γεννήσει το Θεό. Θα το έκανε μόνο αν κι αυτή ήταν θεά, γιατί μόνο το όμοιο γεννάται από το όμοιο. Κακώς λοιπόν ονομάζεται «Θεοτόκος». Ο πραγματικός τίτλος της είναι «Χριστοτόκος». Γέννησε δηλαδή τον άνθρωπο Χριστό με τον οποίο αργότερα ενώθηκε ο Λόγος.
Επηρεαζόμενος από την αριστοτελική φιλοσοφία κατά την οποία δεν μπορεί να υπάρξει φύση απρόσωπη, ο Νεστόριος δεν μπορούσε να εννοήσει την περί ενότητος του προσώπου τον Χριστού διδασκαλία της Εκκλησίας.
Εφόσον υπάρχουν στο Χριστό δυο πλήρεις και τέλειες φύσεις. πρέπει κατ' ανάγκην να υπάρχουν και δύο πλήρη και τέλεια πρόσωπα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Την ιδέα αυτή τη δίδαξε. Διασπούσε το ένα θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού σε δύο ξεχωριστά και ιδιοπερίστατα φυσικά πρόσωπα. Αυτό του κόστισε τη μομφή της αιρέσεως, που για να την αποσείσει αναγκάστηκε να δεχθεί και ένα πρόσωπο στο Χριστό, το οποίο αποκαλούσε ηθικό πρόσωπο της ενώσεως. Αυτό φυσικά δεν ήταν τίποτε άλλο από προσπάθεια συμβιβασμού των ασυμβίβαστων. Έτσι ο Νεστόριος δεχόταν τρία πρόσωπα στο Χριστό: ένα του Θεού Λόγου, ένα του ανθρώπου Χριστού και ένα της ενώσεως των φύσεων.
Σύμφωνα προς τις αντιλήψεις αυτές ήταν και τα υπόλοιπα χριστολογικά διδάγματα του Νεστορίου. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απέρριπτε την περί φυσικής ενώσεως διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Η ένωση κατ’ αυτόν δεν ήταν ένωση πραγματική, αλλά απλή συνάφεια, ένας εξωτερικός πλησιασμός, μια ενοίκηση του Λόγου στον άνθρωπο ως «εν ναώ». Την ένωση αυτή χαρακτήριζε και με πολλές άλλες ονομασίες. Επίσης απέρριπτε τον όρο «Θεός Λόγος σεσαρκωμένος» (Κύριλλος Αλεξανδρείας). Κατ’ αυτόν ο Χριστός ήταν «θεοφόρος άνθρωπος».
Τέλος, ο Νεστόριος προέβαινε και στο διχασμό της μίας υιότητας του Χριστού σε δυο φυσικές υιότητες ξεχωριστές, την υιότητα του Λόγου και την υιότητα του ανθρώπου. Στις υιότητες αυτές απένειμε αντίστοιχα και δύο ξεχωριστές προσκυνήσεις και λατρείες. Περί πραγματικής αντιδόσεως των ιδιωμάτων των φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού δεν μπορεί να γίνει λόγος στο χριστολογικό σύστημα του Νεστορίου.
Με τα διδάγματά του αυτά ο Νεστόριος διατύπωσε μια δεινή αίρεση στους κόλπους της Εκκλησίας, τη ζωή της οποίας συνετάραξε επί μακράν. Την αίρεση αυτή καταπολέμησε επιτυχώς ο διαπρεπής θεολόγος της αρχαίας Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 103-105)
73. Τί δίδασκε ο Απολλινάριος;
Ο Απολλινάριος, επίσκοπος Λαοδικείας της Συρίας, ήταν διαπρεπής θεολόγος και ο πρώτος που προσπάθησε να δώσει ικανοποιητική λύση στο χριστολογικό πρόβλημα.
Το κύριο μέλημα της χριστολογίας του ήταν η διακρίβωση της ποιότητας της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Κατ' αυτόν ο Χριστός ήταν μεν τέλειος Θεός, όχι όμως και τέλειος άνθρωπος. Αν η ανθρώπινη φύση του Κυρίου ήταν πλήρης και τέλεια, θα είχε δική της ελεύθερη πνευματική ζωή, ο Χριστός δεν θα ήταν «άτρεπτος νους», αλλα όν τρεπόμενο και μεταβαλλόμενο, που θα μπορούσε ελεύθερα να αμαρτήσει, θέτοντας σε κίνδυνο το λυτρωτικό έργο του. Η περί δύο φύσεων και προσώπων διδασκαλία των αντιοχέων θεολόγων του ήταν αποκρουστική και αντιφατική: «αδύνατον γαρ δύο νοερά και θελητικά εν τω άμα κατοικείν, ινα μη το έτερον κατά του ετέρου αντιστρατεύηται δια της οικείας θελήσεως και ενεργείας» (ιδέα αριστοτελική).
Κατά τον Απολλινάριον η σάρκα του Κυρίου, μη έχοντας δική της αυτοτελή ενέργεια και ζωή, ήταν παθητικό όργανο της θεότητας. Κατ’ ουσίαν η ενέργεια του Θεανθρώπου ήταν μία, η θεία, η οποία έθετε σε κίνηση το όργανό της, τη σάρκα.
Ο Απολλινάριος για να λύσει το μυστήριο του Χριστού προέβαινε σε ποιοτική μείωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού. Αφαιρούσε απ’ αυτή το λογικό μέρος της ψυχής. Η σάρκα του Κυρίου ήταν άνους». Την απουσία όμως του νου σ’ αυτήν αναπλήρωνε η παρουσία του Λόγου του Θεού. Στη διατύπωση των διδαγμάτων αυτών βοήθησε τον Απολλινάριο η τριχοτομική περί συνθέσεως του ανθρώπου θεωρία της πλατωνικής φιλοσοφίας: Στο Χριστό υπάρχει μεν ψυχή, απουσιάζουν όμως απ’ αυτήν ο νους και ο λόγος.
Η ένωση των φύσεων, κατά τον Απολλινάριο, ήταν ένωση φυσική, μίξη του θείου και του ανθρώπινου. Η φύση του Χριστού ήταν μία «σύγκρατος». Όπως έλεγε: «μία φύσις του Λόγου σεσαρκωμένη». Δεν υπήρχε βέβαια σύγχυση και τροπή των φύσεων. Στο ένα πρόσωπο του Λόγου εγένετο η αντίδοση των ιδιωμάτων των δυο φύσεων.
Με δύο φύσεις στο Χριστό (η ανθρώπινη μειωμένη και ελλιπής) και με ένα νου (το πρόσωπο του Λόγου) ο Απολλινάριος προσπάθησε να λύσει το χριστολογικό πρόβλημα, διατυπώσας μια πραγματικά έξυπνη θεωρία, η οποία θα ήταν ορθόδοξη αν δεν εμείωνε επικίνδυνα την ανθρωπότητα του Σωτήρος, πράγμα που την οδήγησε στην αίρεση.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 101-103)
" Για την πεθερά και τη νύφη "
Έλεγε σε μία πεθερά που έψαχνε να βρει σπίτι, για να κατοικήσει δίπλα στο γιο της.
" Να το βρεις κοντά, αλλά, αν θέλεις τη συμβουλή μου, να 'ναι ένα χιλιόμετρο
μακριά ".
Κι όταν η πεθερά έλεγε : Γιατί, Γέροντα, είμαι, νομίζετε, μία τόσο πολύ κακή πεθερά ; αυτός απαντούσε : " Όχι, παιδί μου, δεν σου 'πα εγώ κάτι τέτοιο αλλά να, θα σου ξεφύγει μια μέρα και θα του πεις : Παιδί μου, πάρε το πουλόβερ σου, κάνει κρύο, και η νύφη θα πει από μέσα της : Τί την νοιάζει αυτή και ενδιαφέρεται για τον άντρα μου !
Κατάλαβες ; "
[Πορ. 49]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 336)
Ιερατικό συλλείτουργο
Σοφή και αγία ιερατική μορφή υπήρξε ο αρχιμανδρίτης π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος (+ 1966). Τρία χρόνια μετά την κοίμηση του, στις 19 Οκτωβρίου 1969 (μνήμη προφήτου Ιωήλ),στο παρεκκλήσι του Ορθόδοξου Χριστιανικού Σωματείου «Τρεις Ιεράρχαι», στην Αθήνα, έγινε αγρυπνία εις μνήμην του μακαριστού π.Ιωήλ. Συλλειτουργούσαν οι αρχιμανδρίτες π.Αγαθάγγελος Μιχαηλίδης (+1991), π.Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (+1989) και ο π.Μελέτιος Καλαμαράς ( τώρα Μητροπολίτης Νικοπόλεως).
Προς το τέλος της θείας λειτουργίας, την ώρα του κοινωνικού, αρκετοί πιστοί, πνευματικά τέκνα του π. Ιωήλ, είδαν ένα παράξενο όραμα. Φάνηκε στη μέση της εκκλησίας, στη θέση του πολυελαίου, ένας θρόνος ολόφωτος, σαν από νεφέλη φωτεινή, πάνω στον οποίο ήταν καθισμένος ο π. Ιωήλ. Ο θρόνος κουνιόταν πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, που παρακολουθούσε με κατάνυξη και δέος τη θεία λειτουργία. Στη συνέχεια χάθηκε, οπότε ο π. Ιωήλ, ντυμένος την ιερατική του στολή, φάνηκε ανάμεσα στους τρεις ιερουργούς φίλους του.
Το γεγονός αυτό σχολιάστηκε από το εκκλησίασμα σαν μια ένδειξη της αγιότητος του π. Ιωήλ, αλλά και σαν μια επιβεβαίωση της πίστεως της Εκκλησίας μας ότι οι κοιμηθέντες ευλαβείς ιερείς κατεβαίνουν στους ναούς μας την ώρα της θείας λειτουργίας και συνιερουργούν με τους αγαπημένους τους ζώντες ιερείς.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ. 107-108)
Η χωρική Θεοδοσία
Ο ιερεύς Ι. Ορνάτσυ μάς περιγράφει μια θεραπεία δαιμονισμένης που έγινε από τον π. Ιωάννη της Κρονστάνδης στις 14 Μαρτίου 1902 στην Περούπολι, μέσα στην εκκλησία του μετοχίου της μονής του Λεουσένσκυ:
«Μόλις άκουγε την καμπάνα του ναού η νεαρή χωρική Θεοδοσία, που ζούσε στο χωριό Ζελέζνοβα, έπεφτε κάτω, φώναζε και χτυπιόταν σπασμωδικά. Απέφευγε με πολλές προφάσεις να πηγαίνη στην ακολουθία και όταν συνέβαινε να εκκλησιάζεται, στις πιο ιερές στιγμές παρουσίαζε τα ίδια δαιμονικά φαινόμενα.
» Οι γονείς της απεφάσισαν να ζητήσουν την βοήθεια του π. Ιωάννου. Σε μια θεία λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, την πλησίασαν στο Άγιο Ποτήριο. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και φώναζε μανιωδώς. Το πρόσωπο της προκαλούσε τρόμο! Τρεις δυνατοί άνδρες προσπαθούσαν να την συγκρατήσουν.
» Ο π. Ιωάννης διέκοψε την θεία μετάληψη, έβαλε το χέρι του πάνω στην άρρωστη, έστρεψε προς αυτήν διαπεραστικό το βλέμμα και με αυστηρή φωνή φώναξε:
-Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού σε διατάζω, σατανά, να εξέλθης.
» Επανέλαβε την προσταγή μερικές φορές… Μέσα στον ναό επικρατούσε τελεία ησυχία. Αντηχούσε μονάχα η εξουσιαστική φωνή:
-Τώρα αμέσως να φύγης! Γρήγορα να φύγης!
» Ακουγόταν ακόμη και η φωνή του διαβόλου από το στόμα της άρρωστης:
-Θα φύγω. Αμέσως θα φύγω.
»Αυτό διήρκεσε τρία λεπτά. Μετά οι φωνές σταμάτησαν. Η άρρωστη ανέπνεε βαθειά έχοντας κλειστά τα μάτια. Οι άνδρες την άφησαν ελεύθερη. Ο π. Ιωάννης της είπε τρεις φορές:
-Άνοιξε τα μάτια.
» Με πολλή δυσκολία τα άνοιξε. Της έδωσε εντολή να κάνη τον σταυρό της. Την πρώτη φορά σταυροκοπήθηκε με κόπο, έπειτα πιο ελεύθερα.
-Πώς σε λένε; την ρώτησε.
-Θεοδοσία, απήντησε η άρρωστη και σταυροκοπήθηκε εντελώς άνετα.
» Μετά απ’ αυτό την κάλεσε να κοινωνήση. Εκείνη χωρίς καμμιά βοήθεια, πλησίασε ήσυχα και μετέλαβε ευλαβικά τα Άχραντα Μυστήρια.
-Είναι πλέον θεραπευμένη, έλεγε ο π. Ιωάννης σε όσους τον ρωτούσαν αν θα την ενοχλούσαν στο μέλλον κρίσεις δαιμονοπληξίας».
( Ιωάννης της Κρονστάνδης)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.214-216)
Αλλαγή
του σώματος μετά την ανάσταση
Υπάρχουν μερικοί, πού θ’ αποφύγουν το θάνατο.
Και όμως σ’ αυτούς δεν αρκεί αυτό για την ανάσταση εκείνη.
Πρέπει και τα σώματα, που δεν θα πεθάνουν,
να μεταβληθούν και να γίνουν άφθαρτα.
Ε.Π.Ε. 18α,704
της χάριτος
Αν, λοιπόν, η χάρις μας ανέδειξε από δούλους ελεύθερους,
από νήπια τέλειους, από εχθρούς κληρονόμους και υιούς,
δεν είναι άτοπο και δείγμα έσχατης αχαριστίας να εγκαταλείψουμε
τη χάρη του Ευαγγελίου και να επιστρέψουμε πίσω;
Ε.Π.Ε. 20,322
στη ζωή, στις ηλικίες, στη φύση
Δεν βλέπεις να γίνεται καθημερινά ανάσταση και θάνατος στις ηλικίες;
Που επήγε η νεότητα; Από που ήρθε το γήρας;
Πώς αυτός, που έχει γεράσει, δεν μπορεί να κάνη τον εαυτό του νέο,
γεννά όμως άλλο παιδί νεότατο, και αυτό που δεν μπορεί να δώσει στον εαυτό του,
το δίνει σε άλλον; Αυτό βλέπουμε και στα δέντρα και στα ζώα.
Αν και αυτό, που δίνει σ’ άλλο, πρώτα οφείλει να δώσει στον εαυτό του.
Αλλ’ αυτό το απαιτεί η λογική του ανθρώπου. Όταν όμως ο Θεός δημιουργεί, όλα ας υποχωρούν.
Ε.Π.Ε. 22,494
δια της μετάνοιας
Η αακροθυμία του Θεού έκανε κήρυκα τον πρώην διώκτη (Σαύλο).
Όλους τους μετέβαλε, τους μετέστρεψε.
Ο κάποτε μέθυσος, έγινε νηστευτής. Ο κάποτε βλάσφημος, έγινε θεολόγος.
Να θαυμάζεις τη μακροθυμία του Θεού και να εγκωμιάζεις τη μετάνοια.
Ε.Π.Ε. 30,244
αμορφία, ευμορφία
Όταν το σώμα είναι άσχημο εξωτερικά, δεν μπορεί να μεταστραφεί σε όμορφο,
αφού όσα είναι στη φύση είναι ακίνητα και αμετάθετα,
όπως έχουν ταχθεί από τον Δημιουργό.
Στην ψυχή όμως είναι πολύ εύκολη η μεταβολή.
Είναι δυνατόν να μεταβληθεί η άσχημη και πολύ αποκρουστική σε πέρα για πέρα όμορφη,
αρκεί να το θέλει η ίδια η ψυχή.
Ε.Π.Ε. 30,330
σκηνικού
Αυτός που πριν από λίγο βρισκόταν ανάμεσα στους κόλακες,
τώρα βρίσκεται ανάμεσα στους σκώληκες.
Ε.Π.Ε. 31,396
τους άγριους τους κάνει άγιους
Ο βλάσφημος (Παύλος) δεν παρέμεινε βλάσφημος, αλλ’ έγινε απόστολος.
Και ο κλέφτης (ο τελώνης Ματθαίος) δεν παρέμεινε κλέφτης, αλλ’ έγινε ευαγγελιστής.
Αναφέρω και την προηγούμενη κακία και την κατοπινή αρετή,
για να διδαχτείς, πόσο μεγάλη είναι η ωφέλεια της μετάνοιας,
για να μην απογοητευθείς ποτέ για τη σωτηρία σου.
Όλοι οι πνευματικοί μας διδάσκαλοι ήσαν προηγουμένως μεγάλοι αμαρτωλοί,
αλλά στη συνέχεια έλαμψαν από τη μεγάλη αρετή τους, όπως ο τελώνης και ο βλάσφημος,
οι καλύτεροι καρποί της πονηρίας.
Ε.Π.Ε. 33,442
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 139-141)