Η άσκηση της αρετής μέσα στην οικογένεια
-Γέροντα, ένας οικογενειάρχης πως μπορεί να ασκήται στην αρετή;
-Δίνει ο Θεός ευκαιρίες. Αλλά πολλοί, ενω ζητούν από τον Θεό να τους δίνη ευκαιρίες,
για να ασκούνται στην αρετή, γογγύζουν, όταν συναντούν κάποια δυσκολία.
Μερικές φορές λ.χ. ο Καλός Θεός, από την άπειρη αγάπη Του, για να ασκηθή ο άνδρας στην ταπείνωση και στην υπομονή,
αφαιρεί την Χάρη Του από την γυναίκα και αρχίζει να γίνεται ιδιότροπη και να του φέρεται σκληρά.
Τότε ο άνδρας πρέπει να χαίρεται και να ευχαριστή τον Θεό για την ευκαιρία αυτή που του δίνει να αγωνισθή,
και όχι να γογγύζη. Ή ζητάει η μητέρα από τον Θεό να της δίνη υπομονή.
Πάει το παιδάκι καί, όπως έχει έτοιμο το τραπέζι για να φάνε, τραβάει το τραπεζομάνδηλο και τα ρίχνει όλα κάτω.
Τότε είναι σαν να λέη στην μητέρα του: «Μαμά, κάνε υπομονή!»...
Και γενικά, οι δυσκολίες που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο αναγκάζουν όσους θέλουν να ζήσουν λίγο πνευματικά
να βρίσκωνται σε εγρήγορση. Όπως, Θεός φυλάξοι, όταν γίνεται πόλεμος, οι άνθρωποι βρίσκονται σε εγρήγορση,
το ίδιο βλέπω να γίνεται και τωρα με όσους προσπαθούν να ζουν πνευματικά.
Νά, τα καημένα τα παιδιά που είναι κοντά στην Εκκλησία πόσο δυσκολεύονται!
Ο πόλεμος όμως που έχουν από το άσχημο περιβάλλον στο οποίο ζουν τα βοηθάει να είναι κατά κάποιον τρόπο ξύπνια.
Και βλέπεις, σε καιρό ειρήνης που δεν υπάρχουν δυσκολίες, οι πιο πολλοί το ρίχνουν έξω.
Ενω πρέπει και τότε να αξιοποιούν την ειρήνη για την πνευματική πρόοδο•
να προσπαθούν να κόβουν τα ελαττωματά τους και να καλλιεργούν τις αρετές.
Πολύ βοηθάει στην πνευματική ζωή η ησυχία. Καλά είναι να έχη κανείς κάποια ωρα της ημέρας να ησυχάζη.
Να εξετάζη τον εαυτό του, για να γνωρίση τα πάθη του και να αγωνισθή να τα κόψη, για να καθαρίση την καρδιά του.
Αν μάλιστα υπάρχη στο σπίτι ένα δωμάτιο ήσυχο, που να θυμίζη ατμόσφαιρα κελλιού, αυτό είναι πολύ καλό.
Εκεί, «εν τω κρυπτώ» , θα μπορή να κάνη τα πνευματικά του καθήκοντα, να μελετάη, να προσεύχεται.
Η λίγη πνευματική μελέτη, όταν προηγήται από την προσευχή, πολύ βοηθάει, γιατί και η ψυχή θερμαίνεται
και ο νούς μεταφέρεται σε πνευματικό χωρο. Γ ι’ αυτό, όταν κανείς έχη πολύ περισπασμό την ημέρα,
να προτιμά, αν έχη δέκα λεπτά για προσευχή, δύο λεπτά να μελετά κάτι το δυνατό, για να διωχνη τον περισπασμό.
-Γέροντα, μήπως είναι λίγο δύσκολο να τα κάνη κανείς αυτά μέσα στον κόσμο;
-Όχι, υπάρχουν λαϊκοί που ζουν πολύ πνευματικά, σαν ασκητές, με τις νηστείες τους,
τις ακολουθίες τους, τα κομποσχοίνια τους, τις μετάνοιές τους, και ας έχουν παιδιά και εγγόνια.
Την Κυριακή πηγαίνουν στην εκκλησία, κοινωνούν, και γυρίζουν πάλι στο «κελλί» τους,
όπως οι ερημίτες που πηγαίνουν την Κυριακή στο Κυριακό, και μετά ησυχάζουν στα κελλιά τους.
Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν πολλές τέτοιες ψυχές στον κόσμο.
Συγκεκριμένα, γνωρίζω κάποιον οικογενειάρχη που λέει συνέχεια την ευχή, όπου κι αν βρίσκεται,
και έχει διαρκώς δάκρυα στην προσευχή. Η προσευχή του έγινε αυτοενέργητη και τα δάκρυά του είναι γλυκά,
είναι δάκρυα θείας αγαλλιάσεως. Θυμάμαι και κάποιον εργάτη - Γιάννη τον έλεγαν - εκεί στο Αγιον Όρος,
που δούλευε πολύ σκληρά• έκανε δουλειά για δυο ανθρώπους. Του είχα πει να λέη την ευχή, όταν εργάζεται,
και σιγά-σιγά την συνήθισε. Ήρθε μια φορά και μου είπε ότι νιώθει μεγάλη χαρά, όταν λέη την ευχή.
«Αρχισε να γλυκοχαράζη», του είπα. Μετά από λίγο καιρό έμαθα ότι τον σκότωσαν δυο μεθυσμένοι.
Πόσο είχα λυπηθή! Έπειτα από λίγες μέρες κάποιος μοναχός έψαχνε ένα εργαλείο, αλλά δεν το έβρισκε,
γιατί το είχε τακτοποιήσει κάπου ο Γιάννης. Το βράδυ φανερώθηκε στον ύπνο του ο Γιάννης και του είπε που το είχε βάλει.
Είχε φθάσει σε πνευματική κατάσταση και μπορούσε να βοηθάη από την άλλη ζωή.
Πόσο απλή είναι η πνευματική ζωή! Αν κανείς αγαπήση τον Θεό, αν αναγνωρίση την μεγάλη Του θυσία και τις ευεργεσίες Του
και στρυμώξη τον εαυτό του με διάκριση στην μίμηση των Αγίων, γρήγορα αγιάζει•
φθάνει να ταπεινώνεται, να συναισθάνεται την αθλιότητά του και την μεγάλη του αχαριστία προς τον Θεό.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 153-155)
"Τι σήμαινε "ελευθερία" κοντά στο Γέροντα"
Κάθε φορά που συναντούσα το Γέροντα Πορφύριο, ένιωθα ότι η συνομιλία μαζί του ήταν μία πνευματική πανδαισία.
Κι αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν η ελευθερία που άφηνε στο συνομιλητή του.
Έβλεπα στο πρόσωπό του ενσαρκωμένη όλη την ελευθερία της Ορθοδοξίας.
Ποτέ ο Γέρων Πορφύριος δεν υποχρέωνε οποιονδήποτε να κάνει κάτι και ποτέ δεν υποδείκνυε οτιδήποτε, που να αίρει την ελευθερία του άλλου.
Γι' αυτό δεν ήθελε ούτε εμείς να υπερβαίνουμε τους άλλους, αλλά να τους σεβόμαστε.
Έχοντας αυτή την αγιότητα μέσα του, έβλεπε μ' ένα άπειρο έλεος τον κόσμο.
Μ' αυτή ακριβώς την ελευθερία του έδινε στο συνομιλητή του, τον βοηθούσε με τον καλύτερο τρόπο να αντιληφθεί ότι βρισκόταν στο λανθασμένο δρόμο.
[Ί 145]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.151-152)
Πάθη και Αρετές
Σχετικά με την εξωτερική άσκηση και ποια αγαθή εργασία είναι μεγαλύτερη και πρώτη, πρέπει να γνωρίζετε τούτο, αγαπητοί· ότι οι αρετές είναι δεμένες μεταξύ τους και ακολουθούν η μία την άλλη, σαν κάποια ιερή αλυσίδα, πιασμένες η μία από την άλλη.
Η προσευχή, για παράδειγμα, από την αγάπη, η αγάπη από τη χαρά, η χαρά από την πραότητα, η πραότητα από την ταπεινοφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη από την διακονία, η διακονία από την ελπίδα, η ελπίδα από την πίστη, η πίστη από την υπακοή, η υπακοή από την απλότητα.
Επίσης και τα αντίθετα είναι δεμένα το ένα με το άλλο. Το μίσος με το θυμό, ο θυμός με την υπερηφάνεια, αυτή με την κενοδοξία· τούτη με την απιστία, η απιστία με τη σκληροκαρδία, αυτή με την αμέλεια, η αμέλεια με την χαύνωση, με την ολιγωρία τούτη, αυτή πάλι με την ακηδία, όπως επίσης κι αυτή με την ανυπομονησία, ενώ τούτη με τη φιληδονία. Έτσι και οι υπόλοιπες κακίες, η μία ακολουθεί την άλλη.
Ό,τι καλό κάνει ο άνθρωπος, ο πονηρός θέλει να το σπιλώνει και να το καταμολύνει με την επιμιξία των δικών του σπερμάτων, δηλαδή της κενοδοξίας ή της οιήσεως ή του γογγυσμού ή κάποιου άλλου παρομοίου, ώστε να μη γίνεται το καλό για το Θεό μονάχα ή με προθυμία.
Αναφέρεται στη Γραφή ότι ο Άβελ πρόσφερε στο Θεό θυσία από τα λιπαρά μέρη και από τα πρωτότοκα πρόβατα. Επίσης κι ο Κάιν πρόσφερε δώρα από τους καρπούς της γης, αλλ’ όχι από τα πρώτα.
Γι’ αυτό ο Θεός δέχτηκε τις θυσίες του Άβελ, αλλά τα δώρα του Κάιν δεν τα δέχτηκε(Γεν. 4, 3-5). Απ’ αυτό μαθαίνομε ότι ένα καλό, μπορεί να μην το κάνομε καλά· να το κάνομε δηλαδή ή με αμέλεια, ή καταφρονητικά, ή για κάτι άλλο και όχι για το Θεό. Και γι’ αυτό συμβαίνει να μη γίνεται ευπρόσδεκτο από το Θεό.
(Απόσπασμα από: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, Άγιος Μακάριος, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄ τόμος)
Οι τέσσερις κούρτοι
Τέσσερις κούρτοι (τούρκοι αγρίας φυλής) πήγαν κάποτε να ληστέψουν τον Χατζεφεντή (όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη). Ο άγιος εκείνη την ώρα διάβαζε. Είδε τους κλέφτες που άνοιξαν την πόρτα του, αλλά δεν τους μίλησε καθόλου. Εκείνοι μπήκαν μέσα στο κελλί του και έψαχναν δεξιά και αριστερά. Νόμιζαν ότι θα βρουν λίρες. Ο όσιος Αρσένιος εξακολούθησε τη μελέτη του, χωρίς να τους μιλήση.
Αφού τελικά δεν βρήκαν τίποτε οι κλέφτες, πήγαν να φύγουν, και ένας απ’ αυτούς πήρε τα δυο σκεπάσματα, που είχε ο άγιος διπλωμένα σε μιαν άκρην. (Αυτή ήταν όλη κι όλη η περιουσία του). Τι έπαθαν όμως; Ενώ ήθελαν να φύγουν, δεν μπορούσαν να βρουν την πόρτα για να βγουν, σαν να είχαν τυφλωθή! Γύριζαν γύρω-γύρω μέσα στο κελλί και δεν έβλεπαν την πόρτα! Όμως επειδή τον ενωχλούσαν στη μελέτη του, σηκώθηκε και τους έδειξε την πόρτα για να βγουν. Εκείνοι δεν μπορούσαν να τη δουν και συνέχεια γύριζαν πάλι γύρω-γύρω. Τότε ο άγιος πιάνει τον ένα κούρτο και του λέει:
- Να η πόρτα που βγαίνουν οι κλέφτες που πηγαίνουν στην κόλασι!
Τότε μόνο μπόρεσαν να βγουν! Μετανόησαν όμως και ζήτησαν συγχώρησι. Ο όσιος Αρσένιος τους συγχώρησε και έφυγαν. Μετά ωμολογούσαν το πάθημα τους στους άλλους κούρτους:
- Αμάν, αμάν! Στον Χατζεφεντή μην πάτε να κλέψετε, γιατί, και να μπήτε στο κελλί του, μετά δεν θα βγήτε.
(Αρσένιος ο Καππαδόκης)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 169-170)
«Καθένας που αγωνίζεται εγκρατεύεται σε όλα»
(Α΄ Κορ. θ' 25)
«Άλλα από τα πάθη είναι σωματικά κι αλλά ψυχικά.
Τα σωματικά έχουν τις αφορμές τους από το σώμα,
τα ψυχικά από τα εξωτερικά πράγματα.
Και τα δύο αυτά είδη παθών τα αφανίζουν
η αγάπη και η εγκράτεια·
η πρώτη τα ψυχικά, η δεύτερη τα σωματικά».
(Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, 400 Κεφάλαια περί Αγάπης, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Β', 55)
η'. Πήγε κάποτε ένας αδελφός από τα μέρη του Αββά Ποιμένος σε ξένο τόπο. Και κατέληξε σ’ έναν αναχωρητή εκεί. Γιατί είχε αγάπη και πολλοί πήγαιναν σ’ αυτόν. Του μίλησε δε ο αδελφός σχετικά με τον Αββά Ποιμένα. Και εκείνος, ακούοντας την αρετή του, πόθησε να τον δη. Αφού δέ ο αδελφός γύρισε στην Αίγυπτο, υστέρα από λίγο καιρό σηκώθηκε ο αναχωρητής και ήλθε από τον ξένο τόπο στην Αίγυπτο, στον αδελφό όπου κάποτε τον είχε επισκεφθή. Γιατί του είχε πή που έμενε. Βλέποντας τον δέ εκείνος, θαύμασε και πολύ χάρηκε. Του λέγει τότε ο αναχωρητής: «Κάμε μου τη χάρη και πήγαινε με στον Αββά Ποιμένα ». Τον πήρε και τον έφερε στον γέροντα. Και του ανεκοίνωσε τα σχετικά μ’ αυτόν, λέγοντας ότι μεγάλος άνθρωπος είναι και έχει πολλή αγάπη και πολλή τιμή στη χώρα του. Και πρόσθεσε: « Του μίλησα για σένα και ήλθε επιθυμώντας να σε δη ». Τον δέχθηκε λοιπόν μετά χαράς. Και αφού ασπάσθηκαν ο ένας τον άλλο, κάθισαν. Και άρχισε ο ξένος να μιλά από τη Γραφή για πνευματικά και ουράνια. Απέστρεψε δε ο Αββάς Ποιμήν το πρόσωπο του και δεν του έδωσε απόκριση. Βλέποντας τότε εκείνος ότι δεν του μιλούσε, βγήκε λυπημένος. Και λέγει στον αδελφό όπου τον είχε φέρει: « Μάταια έκαμα όλο αυτό το ταξίδι. Ήλθα στον γέροντα και νά, ούτε να μιλήση μαζί μου δεν θέλει ». Μπαίνει ο αδελφός στο κελλί του Αββά Ποιμένος και του λέγει: « Αββά, για σένα ήλθε ο μεγάλος αυτός άνθρωπος, όπου έχει τόση δόξα στον τόπο του. Και γιατί δεν του μίλησες ; ». Του αποκρίνεται ο γέρων « Αυτός στα άνω ανήκει και επουράνια λέγει. Εγώ όμως είμαι των κάτω και επίγεια λέγω. Αν μου μιλούσε για πάθη της ψυχής, θα του αποκρινόμουν. Μου μίλησε όμως για πνευματικά και εγώ δεν τα γνωρίζω ». Βγήκε λοιπόν ο αδελφός και του λέγει: « Ο γέρων δεν μίλα εύκολα από τη Γραφή. Αν όμως τινάς του μιλήση για πάθη της ψυχής, του αποκρίνεται ». Τότε εκείνος, έχοντας κατανυχθή, μπήκε στο κελλί του γέροντος και του λέγει: « Τί να κάμω, Αββά, όπου με κατακυριεύουν τα πάθη της ψυχής ; ». Τον κοίταξε λοιπόν ο γέρων χαίροντας και είπε: « Αυτή τη φορά, καλά έκαμες και ήλθες. Τώρα, άνοιξε το στόμα σου γι’ αυτά και θα το γεμίσω με αγαθά ». Και εκείνος, έχοντας πολύ ωφεληθή, έλεγε: « Όντως, αυτή είναι η αληθινή οδός ». Και ευχαριστώντας τον Θεό, γιατί καταξιώθηκε να συναντήση τέτοιον άγιο, γύρισε στη χώρα του. θ'. Συνέλαβε κάποτε ο άρχων της χώρας έναν άνθρωπο από την κώμη του Αββά Ποιμένος. Και ήλθαν όλοι παρακαλώντας τον γέροντα, να πάη και να τον απολύση. Αυτός τότε τους είπε: « Αφήστε τρεις μέρες και κατόπιν πηγαίνω ». Προσευχήθηκε λοιπόν ο Αββάς Ποιμήν στον Κύριο, λέγοντας: « Κύριε, μη μου δώσης αυτή τη χάρη. Γιατί δεν θα με αφήσουν να μείνω σ’ αυτόν τον τόπο ». Πήγε λοιπόν ο γέρων παρακαλώντας τον άρχοντα. Και εκείνος του είπε: « Για ληστή με παρακαλείς, Αββά ; ». Και ο γέρων χάρηκε οπού δεν πέτυχε χάρη απ’ αυτόν. ι'. Διηγήθηκαν μερικοί, ότι κάποτε ο Αββάς Ποιμήν και οι αδελφοί του έφτιαχναν κερωμένο σχοινί. Και δεν προχωρούσε το έργο, γιατί δεν είχαν να αγοράσουν λινάρια. Οπότε, κάποιος φίλος τους διηγήθηκε το γεγονός σ’ ένα πιστό πραγματευτή. Ο δε Αββάς Ποιμήν δεν ήθελε να παίρνη από κανέναν τίποτε, για την όχληση. Ο πραγματευτής όμως, θέλοντας να εξυπηρέτηση τον γέροντα, προφασιζόταν ότι είχε ανάγκη από κερωμένα σχοινιά. Και έφερε την καμήλα και τα πήρε. Ήλθε κατόπιν ο αδελφός στον Αββά Ποιμένα. Έμαθε τί έκαμε ο πραγματευτής και θέλοντας να τον επαινέση, είπε: « Αληθινά, Αββά, παρ’ όλο που δεν τα χρειαζόταν, τα πήρε για να μας εξυπηρετήση ». Ακούοντας τότε ο Αββάς Ποιμήν ότι τα πήρε χωρίς να τα έχη ανάγκη, είπε στον αδελφό: « Σήκω, μίσθωσε καμήλα και φέρε τα. Αν δεν τα φέρης, ο Ποιμήν δεν θα μείνη εδώ μαζί σας. Δεν θέλω να αδικήσω άνθρωπο, οπού, ενώ δεν έχει ανάγκη, ζημιώνεται για να κερδίσω εγώ ». Και έφυγε ο αδελφός του με πολύ κόπο και τα έφερε πίσω. Αλλοιώς, ο γέρων θα τους άφηνε μόνους. Μόλις λοιπόν τα είδε, χάρηκε σαν να είχε βρή μεγάλο θησαυρό. ια'. Άκουσε κάποτε ο πρεσβύτερος του Πηλουσίου για μερικούς αδελφούς, ότι συνεχώς στην πόλη ήταν και λούζονταν και αμελούσαν την ψυχή τους. Και πηγαίνοντας στη σύναξη, τους αφήρεσε το μοναχικό σχήμα. Ύστερα όμως, ένοιωσε τύψεις στην καρδιά του και μεταμελήθηκε. Πάλι πήγε στον Αββά Ποιμένα με ζαλισμένους τους λογισμούς, κρατώντας και τα ράσα των αδελφών. Και ανακοινώνει το ζήτημα στον γέροντα. Και του λέγει ο γέρων: « Δεν έχεις σύ κάτι από τον παλαιό άνθρωπο ; Τον ξεντύθηκες ; ». Λέγει ο πρεσβύτερος: «Μετέχω στον παλαιό άνθρωπο ». Και ο γέρων τότε του λέγει: «Να λοιπόν όπου και σύ είσαι σαν τους αδελφούς. Έστω και λίγο να μετέχης στα παλαιά, είσαι υποκείμενος στην αμαρτία ». Τότε έφυγε ο πρεσβύτερος, φώναξε τους αδελφούς, οπού ήταν ένδεκα, και τους ζήτησε συγχώρηση. Ύστερα, τους φόρεσε το μοναχικό σχήμα και τους έστειλε στο καλό. ιβ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: « Έκαμα αμαρτία μεγάλη και θέλω να μείνω σε μετάνοια επί τρία έτη ». Του λέγει ο γέρων: « Πολύ είναι ». Και τον ρωτά ο αδελφός: « Αρκεί ένα έτος ; ». Και είπε πάλι ο γέρων: « Πολύ είναι». Οι δε παριστάμενοι έλεγαν: « Ίσαμε σαράντα μέρες ; ». Και ξανά είπε: « Πολύ είναι». Προσέθεσε δέ: « Εγώ λέγω, ότι, αν με όλη του την καρδιά μετανοήση τινάς και δεν συνεχίση πλέον να αμαρτάνη, ακόμη και σε τρεις μέρες τον δέχεται ο Θεός ». ιγ΄. Είπε πάλι: « Η θαυμαστή δύναμη του μοναχού, στους πειρασμούς φαίνεται». ιδ'. Είπε πάλι: « Όπως ο σπαθάριος του βασιλέως του παραστέκεται πάντα έτοιμος, έτσι πρέπει και η ψυχή να είναι έτοιμη απέναντι στον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας ». ιε'. Ρώτησε ο Αββάς Ανούβ τον Αββά Ποιμένα για τους ακαθάρτους λογισμούς, όπου γεννά η καρδιά του ανθρώπου, καθώς και για τις μάταιες επιθυμίες. Και του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: « Μή θα δοξασθή η αξίνα χωρίς εκείνον οπού τη χρησιμοποιεί για να κόβη ; Και συ μη τους αφήσης τόπο, μήτε να γλυκαθής μαζί τους και μένουν σε αδράνεια ». ιστ'. Είπε πάλι ο Αββάς Ποιμήν: « Αν ο Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρος δεν ερχόταν, δεν θα καιόταν ο ναός του Κυρίου. Και αυτό σημαίνει: Αν η άνεση από τη γαστριμαργία δεν ερχόταν στην ψυχή, δεν θα έπεφτε νικημένος ο νους στον πόλεμο του εχθρού ». ιζ΄. Έλεγαν για τον Αββά Ποιμένα, ότι, σαν τον καλούσαν να φάη χωρίς να το θέλη, πήγαινε δακρύζοντας, για να μη παρακούση τον αδελφό του και τον λυπήση. ιη΄. Είπε πάλι ο Αββάς Ποιμήν: « Μή κατοικήσης σε τόπο οπού βλέπεις μερικούς να έχουν ζήλο εναντίον σου. Αλλοιώς δεν προοδεύεις ». ιθ΄. Ανέφεραν κάποιοι στον Αββά Ποιμένα για ένα μοναχό, ότι δεν έπινε κρασί. Και είπε: « Το κρασί αποκλείεται για τους μοναχούς ». κ΄. Ρώτησε ο Αββάς Ησαΐας τον Αββά Ποιμένα για τους ρυπαρούς λογισμούς. Και του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: « Όπως τα άπλυτα οπού γεμίζουν το κοφίνι, αν τα αφήση τινάς και περάση καιρός, σαπίζουν, έτσι και οι λογισμοί. Αν δεν τους μεταβάλουμε σε πράξη, με τον καιρό αφανίζονται ωσάν να σαπίζουν ». κα'. Ρώτησε ο Αββάς Ιωσήφ για το ίδιο ζήτημα. Και του είπε ο Αββάς Ποιμήν: « Όπως, όταν βάλη τινάς σε σταμνί ένα φίδι και ένα σκορπιό και το φράξη, οπωσδήποτε θα ψοφήσουν με το πέρασμα του καιρού, έτσι και οι αμαρτωλοί λογισμοί, οπού βλασταίνουν από τους δαίμονες, με την υπομονή πηγαίνουν χαμένοι ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Δικό μου, δικό σου
δεν είναι δικά μας
Πες μου, ποια είναι δικά σου; Από πού τα πήρες; Πώς τα έφερες στη ζωή; Κατακρατήσαμε τα κοινά και τα θεωρούμε δικά μας, από φιλαυτία.
Ε.Π.Ε. 7,344
αγγελική πολιτεία
Αυτό είναι αγγελική πολιτεία, το να μη λέη κανείς, ότι κάτι είναι δικό του.
Ε.Π.Ε. 15,206
το ξένο, δικό σου;
Να είμαστε ευχάριστοι, είτε έχουμε είτε στερούμαστε. Άλλωστε δεν θα γίνουμε δούλοι σε πράγματα, που είναι και εφήμερα και ξένα. Να ευχαριστήσουμε, διότι κριθήκαμε άξιοι να υπηρετήσουμε μια κατάστασι. Τι ήθελες; Να τα κατέχης πάντοτε; Κάτι τέτοιο δείχνει αχαριστία. Δεν ξέρεις, ότι είχες κάτι που ήταν ξένο και όχι δικό σου;
Ε.Π.Ε. 18,276
αλλότρια, άλλα τα κοινά
Γιατί καταχράσαι άσκοπα πράγματα που δεν σου ανήκουν; Δεν ξέρεις, ότι γι’ αυτό θα κατηγορηθούμε, διότι κακώς τα χρησιμοποιήσαμε; Επειδή δε δεν είναι δικά μας, αλλ’ είναι των συνδούλων μας, θα έπρεπε να τα δαπανάμε γι’ αυτούς... Όλα αυτά τα θεωρώ ξένα. Κοινά ποια είναι, δηλαδή, και δικά σου και των συν-ανθρώπων σου; Ο ήλιος, ο αέρας, η γη και όλα τα άλλα.
E.Π.E. 18,278
όλα κοινά
Ακόμα λες: «Τα δικά μου»; Καταραμένος λόγος και βρωμερός. Ο Διάβολος μάς τον σερβίρισε. Ο Θεός έδωσε κοινά για όλους πολύ πιο σπουδαία και αναγκαία, και δεν έκανε κοινά τα χρήματα; Δεν είναι δυνατόν να πης: Δικό μου το φως, δικός μου ο ήλιος, δικό μου το νερό. Αν τα μεγαλύτερα όλα είναι κοινά για όλους, γιατί τα χρήματα δεν είναι κοινά;
Ε.Π.Ε. 21,240
ψυχρό ρήμα
Ψυχρός και σατανικός είναι ο λόγος: «Το δικό σου και το δικό μου».
Ε.Π.Ε. 23,324
στους αγγέλους δεν υπάρχει
Ανάμεσα στους αγγέλους δεν υπάρχει αυτός ο λόγος: Το δικό μου και το δικό σου. Αυτό το ψυχρό ρήμα έχει εξοριστή από τον παράδεισο, αλλά και στην πρώτη Εκκλησία απουσίαζε.
Ε.Π.Ε. 27,262
γεννάει πολέμους
Το δικό μου και το δικό σου, αυτός ο ψυ¬χρός λόγος, είναι που δημιουργεί όλα τα κακά στη ζωή και που γέννησε τους αμέτρητους πολέμους.
Ε.Π.Ε. 35,192
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 62-63)
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος Γέροντας επισκέφθηκε έναν από τους Πατέρες. Έψησε εκείνος λίγα όσπρια να τον φιλοξενήσει. Όταν έδυσε ο ήλιος, πρότεινε στον επισκέπτη του να πουν την προσευχή τους, πριν καθίσουν στην τράπεζα. Ο άλλος δέχτηκε πρόθυμα. Άρχισαν. Τότε, ο ένας είπε απ’ έξω ολόκληρο το ψαλτήρι, ενώ ο άλλος αποστήθισε τους δύο μεγάλους Προφήτες. Έτσι ξημερώθηκαν κι έφυγε ο επισκεπτης χωρίς κανένας από τους δύο να θυμηθεί το φαγητό, που τους περίμενε στην τράπεζα.
Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου θεωρητικού Γέροντα διηγούνταν στους αδελφούς πως μια βραδιά έβαλαν τράπεζα να φανε με τον Γέροντά του. Ενώ ο νέος άρχισε να λέει την συνηθισμένη προσευχή του φαγητού, ο Γέροντας ήρθε σε έκσταση και προσευχόταν στην ίδια θέση ακίνητος ως το άλλο βράδυ. Φανέρωσε, υστέρα απο πολλές παρακλήσεις, στον αδελφό πως είχε αρπαγεί ο νούς του στα ουράνια και έβλεπε απόκρυφα μυστήρια.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ, που είχε μεγάλη ταπεινοσύνη στην καρδιά του, έλαβε από τον Θεό διορατικό χάρισμα. Έτσι, μια μέρα προείδε πως πήγαιναν κοσμικοί άνθρωποι να τον επισκεφθούν και λυπήθηκε γι’ αυτό.
Σηκώθηκε τότε και πήγε σ’ έναν συνασκητή του, να τον παρακαλέσει να προσευχηθούν μαζί στον Κύριο, να του πάρει το χάρισμα. Ενώ λοιπόν προσεύχονταν, άκουσαν φωνή να λέει:
- Σου παίρνω το χάρισμα, αλλά όταν θελήσεις, το έχεις πάλι.
Σ’ ΕΝΑΝ πολύ ταπεινό μοναχό φάνηκε ο διάβολος, σαν Άγγελος φωτεινός, και του είπε, για να τον ρίξει σε υψηλοφροσύνη:
- Εγώ είμαι ο Γαβριήλ κι ήρθα να σε χαιρετήσω, γιατί έχεις πολλές αρετές και σου αξίζει.
- Κοίτα μην έχεις κάνει λάθος, αποκρίθηκε, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του ο ταπεινός καλόγερος. Εγώ ζω ακόμη στην αμαρτία και γι’ αυτό δεν είμαι άξιος να βλέπω Αγγέλους.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 159-160+)
«Γιατί ο δίκαιος κι αν πέσει εφτά φορές, ξανασηκώνεται, ενώ οι ασεβείς πέφτουν στη δυστυχία για πάντα» (Παρ. 24:16)
Αρκετοί άνθρωποι, που σε μια περίοδο της ζωής τους ήταν αποτυχημένοι, στη συνέχεια μεγαλούργησαν. Ο Τσώρτσιλ ήταν κακός μαθητής στο δημοτικό. Για τον Τόμας Έντισον οι δάσκαλοί του έλεγαν ότι «είναι τόσο βλάκας που δεν μπορεί να μάθει τίποτα». Ο Αϊνστάιν δεν μπορούσε να μιλήσει μέχρι να γίνει 4 χρονών και να διαβάσει μέχρι να γίνει 7 χρονών. Ο Παστέρ ήρθε 15ος στη χημεία ανάμεσα σε 22 μαθητές. Ένας δημοσιογράφος είπε για τον Ντίσνεϊ ότι «δεν είχε ούτε φαντασία ούτε καλές ιδέες»!
Τι μας διδάσκουν αυτές οι περιπτώσεις; Ότι κανένας απ’ αυτούς δεν ξεκίνησε με άριστες προοπτικές. Γνώρισαν απόρριψη κι αποτυχίες, αλλά είχαν πάθος γι’ αυτό που επιδίωκαν και δε σταμάτησαν μέχρι που να το κατορθώσουν. Κι εμείς που ξέρουμε ότι ο Θεός έχει κάποιο σκοπό για τη ζωή μας, πρέπει ν’ αγωνιζόμαστε με τη δική Του δύναμη να πραγματοποιήσουμε αυτό το σκοπό χωρίς ν’ αποθαρρυνθούμε και τα παρατήσουμε.
Κύριε, βοήθησέ με να ανακαλύψω το σκοπό Σου για μένα και να τον επιδιώκω με ενθουσιασμό μέχρι να τον επιτύχω.
(Γ.Σ.Κ.)
«Και γι’αυτό εγώ ο ίδιος πασχίζω να διατηρώ πάντοτε τη συνείδησή μου χωρίς ψεγάδι μπροστά στο Θεό και στους ανθρώπους» (Πραξ. 24:16)
Το αρχικό στρώμα του πάγου στην επιφάνεια του νερού είναι λεπτότατο και με δυσκολία μπορεί κανείς να το διακρίνει. Αν κάποιος αρχίσει να αναδεύει το νερό, θα εμποδίσει το σχηματισμό του πάγου. Αλλά μια και σχηματιστεί το λεπτό αρχικά στρώμα του πάγου και παραμείνει ανεμπόδιστο, θα παχαίνει συνεχώς. Τελικά θα γίνει τόσο χοντρό και στερεό, που μπορεί να κρατήσει πάνω του ακόμα και αυτοκίνητα.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη συνείδηση του ανθρώπου. Στην αρχή η αμαρτία σχηματίζει πάνω της ένα ανεπαίσθητο στρώμα σκληράδας κι αν δε φροντίσει ο άνθρωπος να τη διατηρήσει ευαίσθητη, γίνεται σταδιακά τόσο σκληρή και αναίσθητη, που μπορεί να κρατήσει πάνω της φορτηγά ολόκληρα αμαρτιών.
Ουράνιε Πατέρα, προστάτεψέ μας, Σε παρακαλούμε, από την αμαρτία, γιατί η μια αμαρτία φέρνει τη δεύτερη και η δεύτερη την τρίτη. Κι ύστερα η πόρτα ανοίγει διάπλατα, χωρίς κανένα εμπόδιο, γιατί η συνήθεια πωρώνει τη συνείδηση και παύει πια ο έλεγχος. Και τότε η καταστροφή μας έρχεται σαν ταχυδρόμος. Μην αφήσεις, Κύριε, το Σατανά να κατορθώσει κάτι τέτοιο στη ζωή μας. Στ’ όνομα του Χριστού. Αμήν.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
241. Πώς μπορεί να έλθη η βασιλεία του Θεού σ’ έναν άνθρωπο, κατά την παρούσα ζωή; Με την πραγματική μετάνοια. «Μετανοείτε· ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. γ’ 2).
242. Κύριε, είμαι ένα θαύμα της αγαθότητός σου, της σοφίας σου και της παντοδυναμίας σου. Γιατί με έφερες στην ύπαρξι από την ανυπαρξία. Με φύλαξες έως τώρα σ’ αυτή την ύπαρξι. Χάρις στο έργο του Μονογενούς σου Υιού, πρόκειται να κληρονομήσω την αιώνιο ζωή. Σηκώθηκα από τη θανάσιμο πτώσι μου, λυτρώθηκα από την αιώνιο καταδίκη, δοξάζω τώρα την αγαθότητά σου, την παντοδυναμία σου, τη σοφία σου. Αλλά συμπλήρωσε το θαύμα σου αυτό, σε μένα τον άθλιο αμαρτωλό. Σώσε με, με τους τρόπους που συ γνωρίζεις, τον ανάξιο δούλο σου. Φέρε με στην αιώνιο βασιλεία σου, κατάστησέ με άξιο της αιωνίας ζωής, της ανεσπέρου ημέρας σου.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 108)