Η «ιατρική» της Εκκλησίας
Ο Μακαριστός αρχιμανδρίτης Ευσέβιος Γιαννακάκης (+1995), όταν διακονούσε ως εφημέριος στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Αθήνας, έζησε συγκλονιστικά θαύματα θεραπείας ασθενών από τη μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων:
Ένας βαριά άρρωστος, ο κ. Γεώργιος Φ., βρισκόταν για είκοσι μέρες σε κατάσταση αφασίας μετά από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο καθηγητής κ. Γούτας τον παρακολουθούσε συστηματικά, γιατί παρουσίαζε ψηλό πυρετό που έφτανε τους 40ο!
Την εικοστή πρώτη μέρα – πράγμα παράδοξο – ο άρρωστος άρχισε ν’ ανοίγει τα μάτια και να μιλάει! Ο καθηγητής παραξενεύτηκε. Νόμισε πως η βελτίωση θα ήταν παροδική. Ο ασθενής όμως διαρκώς καλυτέρευε, και σε μερικές μέρες συζητούσε άνετα και καθαρά.
Τότε και ο γιατρός τού μίλησε καθαρά για την ιατρική άποψη:
-Αγαπητέ κύριε Γιώργο, η περίπτωση σας δεν επιδεχόταν καμιά βελτίωση, μετά μάλιστα από τόσο ψηλό πυρετό που κάνατε. Κανονικά δεν θα έπρεπε τώρα να βρίσκεστε κοντά μας.
-Κύριε καθηγητά, απάντησε ήρεμα ο ασθενής, ο κατ’ εξοχήν Γιατρός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, δεν συμφώνησε μαζί σας. Η «ιατρική» της Εκκλησίας αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική. Ο ιερέας του Νοσοκομείου μετά από κάθε λειτουργία ερχόταν πρόθυμα να με κοινωνήσει. Εγώ δεν μπορούσα βέβαια να μιλήσω, αλλά τα αισθανόμουν όλα. Κι αυτό φαίνεται πως το καταλάβαινε ο ιερέας, γι’ αυτό και χρησιμοποίησε πλούσια τα θεραπευτικά μέσα της Εκκλησίας μας. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού ζωογονεί την ψυχή και το σώμα. Θεραπεύει και τις μεγαλύτερες αρρώστιες.
Κάποια γυναίκα, η κ. Μαρία Γ., έπασχε από σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια. Η κατάσταση της διαρκώς χειροτέρευε.
Ένα Σάββατο ο γιατρός τη βρήκε με τέλεια ανουρία. Φεύγοντας από το Νοσοκομείο, πίστευε πως την άλλη μέρα θα είχε φύγει και η άρρωστη του για την αιωνιότητα.
Αργότερα όμως την επισκέφθηκε ο ιερέας του Νοσοκομείου και της πρότεινε να καταφύγει στον ουράνιο Γιατρό, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Εκείνη το δέχτηκε με χαρά. Εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, και το πρωί της Κυριακής, αφού παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, μετέλαβε τα άχραντα Μυστήρια. Κοινώνησε όμως με φλογερή πίστη στη θεραπευτική δύναμη του Σώματος και Αίματος του Χριστού.
Και το θαύμα έγινε. Μετά τη θεία Κοινωνία το πρόσωπο της άρχισε να ροδίζει από υγεία, και το ουροποιητικό σύστημα να λειτουργεί κανονικά.
Ο γιατρός δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ύστερα από δυο – τρεις μέρες, αφού βεβαιώθηκε πως είχε εντελώς θεραπευθεί, της επέτρεψε να φύγει.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.155-156)
«Ο Χριστός, στη διάρκεια της ενανθρώπισής του … ύψωσε προσευχές και ικεσίες με δυνατή φωνή και δάκρυα σ’ εκείνον που είχε τη δύναμη να τον διαφυλάξει από το θάνατο, και εισακούστηκε χάρη στην ευλάβειά του» (Εβραίους 5:7)
Η προσευχή και ο εγκέφαλός μας
Ένας Αμερικανός επιστήμονας της «νευροθεολογίας», ο Άντριου Νιούμπεργκ, του πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας, στο βιβλίο του «Πώς ο Θεός αλλάζει τον εγκέφαλό σας» υποστηρίζει ότι η προσευχή, ανεξάρτητα που απευθύνεται, στο Θεό ή στο Βούδα ή στον Αλλάχ, έχει ηρεμιστική επίδραση στον εγκέφαλό μας. Στην ουσία, λέει ο επιστήμονας, ο εγκέφαλός μας αναπτύσσεται όταν σκεφτόμαστε και διαλογιζόμαστε τα μεγάλα ζητήματα της ζωής. Ο συνεχής διαλογισμός ηρεμεί τις περιοχές του εγκεφάλου που συνδέονται με το φόβο και την αγωνία.
Κατά Τη Βίβλο όμως η προσευχή δεν έχει μόνον ηρεμιστικό ρόλο. Παίζει και ρόλο ενθάρρυνσης και παρηγοριάς και βεβαιότητας σωτηρίας στην καρδιά μας, κάτι που πρέπει να απευθύνεται στον αληθινό Θεό και όχι στο Βούδα ή στο Ζωροάστρη! Οι χριστιανοί, όταν είναι άνθρωποι προσευχής, βρίσκουν όχι μόνον ηρεμία αλλά και ενθάρρυνση και στήριξη, καθώς και την αποκάλυψη του θείου θελήματος. Ο Χριστός στη Γεσθημανή κάθε άλλο παρά ηρεμούσε με την προσευχή. Πήρε όμως δύναμη να εκτελέσει το θέλημα του Πατέρα.
(Χ.Ι.ΝΤ.)
«Τους έλεγε επίσης και μια παραβολή για την αναγκαιότητα να προσεύχονται πάντα και να μην αποθαρρύνονται» (Λουκάς 18:1)
Η δύναμη της προσευχής
Ο Τερτυλλιανός έλεγε: «Η προσευχή ξεπλένει τα σφάλματα, αποκρούει πειρασμούς, σβήνει διωγμούς, παρηγορεί τους λιπόψυχους, φαιδρύνει τους ενθουσιώδεις, συνοδεύει τους ταξιδιώτες, ηρεμεί τα κύματα, ακινητοποιεί τους ληστές, τρέφει τους πτωχούς, κυβερνάει τους πλούσιους, σηκώνει τους πεσμένους, σταματάει αυτούς που πέφτουν, σταθεροποιεί αυτούς που στέκονται. Η προσευχή είναι το τείχος της πίστης: ο οπλισμός της εναντίον του εχθρού, που φυλάει σκοπιά επάνω μας από κάθε πλευρά. Κι έτσι ποτέ δεν περπατάμε άοπλοι. Κάτω από τα όπλα της προσευχής φρουρούμε τη σημαία του Στρατηγού μας. Περιμένουμε με προσευχή τη σάλπιγγα του αγγέλου. Οι άγγελοι ομοίως προσεύχονται. Όλα τα δημιουργήματα προσεύχονται. Τα κτήνη προσεύχονται και κλίνουν το γόνυ τους. Κι όταν βγαίνουν από τις φωλιές τους, κοιτούν προς τον ουρανό και κάνουν την ανάσα τους να δονείται κατά το δικό τους τρόπο. Τα πουλιά επίσης, που σηκώνονται από τις φωλιές τους, υψώνονται προς τον ουρανό, και, αντί για χέρια, εκτείνουν το σταυρό των φτερών τους». Εσύ, προσεύχεσαι;
(Λ.Κ.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
190. «Ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια’ 30). Οι εντολές λοιιπόν του Χριστού είναι εύκολες, ελαφρές. Ενώ ο ζυγός του Διαβόλου είναι βαρύς και καταπιεστικός. Αλλά τι γίνεται; Παραβαίνουμε τις εντολές του Κυρίου και κάνουμε το θέλημα του Πονηρού. Ποια δικαιολογία μπορούμε να βρούμε γι’ αυτή τη συμπεριφορά μας;
191. Τι σε εμποδίζει από το να εφαρμόζης τις εντολές του Χριστού; Η σάρκα και ο κόσμος. Δηλαδή, τα υλικά αγαθά και οι υλικές απολαύσεις, που κάνουν τον άνθρωπο αδιάφορο απέναντι της θρησκείας. Κυττάς τότε πώς να αρέσης στον κόσμο και όχι στον Θεό. Ζης για το τι θα φορέσης, τι θα φας, τι θα πουν οι άνθρωποι για σένα. Λοιπόν, αποσπάσου από την έλξι των γήινων αγαθών και αγωνίσου εναντίον των κοσμικών θελγήτρων, που σε εμποδίζου από το να βαδίζης σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Αγάπησε τον Θεό με όλη την καρδιά σου και εργάσου με όλη σου τη δύναμι για τη σωτηρία της ψυχής σου. Γίνε φιλόψυχος. Θυμήσου ότι ο κόσμος, με όλες του τις ομορφιές, είναι πρόσκαιρος. Από το μηδέν προήλθε και στο μηδέν θα καταλήξη. Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν. Αλλά η ανθρώπινη ψυχή, η πνοή του Θεού, η εικών του αθανάτου Βασιλέως, είναι και η ίδια αθάνατος. Θυμήσου αυτές τις αλήθειες και απαρνήσου τα γήινα πράγματα. Αντί να έχης στραμμένα τα βλέμματά σου στα φθαρτά και κτιστά, έχε τα στραμμένα διαρκώς στον Ποιητή των όλων. Μη σε παρασύρη τίποτε άλλο, τίποτε άλλο ας μην αιχμαλωτίση την καρδιά σου. Η καρδιά μας είναι πλασμένη για να λατρεύη τον θεό. Αυτός την έκτισε. Και Αυτού είναι πνοή. Η προσκόλλησις στα υλικά πράγματα ή στη σάρκα είναι ό,τι θέλει ο Πλάνος, ο Σατανάς. Μην πέσης θύμα του Απατεώνος. Πρόσφερε ολόκληρο την καρδιά σου στον Κύριο και Θεό της. Αμήν.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 92-93)
185. Είμαστε ένα σώμα αγάπης. Όλα τα υλικά αγαθά είναι ένα τίποτε, ενώ ο άνθρωπος είναι το παν. Τίποτε το πιο πολύτιμο από τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο. Ο άνθρωπος, χάρις στην ψυχή του, είναι αθάνατος. Ενώ όλα τα υλικά πράγματα είναι φθαρτά και εφήμερα, σκιά που φεύγει. Όλα είναι του Θεού, τίποτε δικό μας. Άνθρωπε! Εκτίμα την αξία του ανθρώπου, εικόνος του Θεού. Και στον καιρό της ανάγκης του, μην του στερήσης κάθε υλική βοήθεια.
186. Κύριε, αξίωνέ με να βλέπω τις αμαρτίες μου και να παραβλέπω τα αγνοήματα των αδελφών μου, περιφρονώντας τον εαυτό μου, παραδεχόμενος ότι είμαι ο πρώτος των αμαρτωλών. Χωρίς να μισώ βαθύτατα τον «παλαιό» άνθρωπο που φέρω μέσα μου, πώς θα σωθώ; «Ει τις έρχεται προς με και ου μισεί την εαυτού ψυχήν (δηλαδή: τη ζωή του), ου δύναται μου μαθητής είναι» (Λουκ. ιδ’ 26).
187. Το κύριο γνώρισμα της παρούσης, προσκαίρου ζωής είναι ο πειρασμός.
188. Τι είναι γλυκύτερο από την αγάπη; Και όμως, δεν την επιδιώκουμε. Γιατί; Γιατί αγαπάμε υπερβολικά τη σάρκα μιας και, μαζί της, κάθε τι το σαρκικό, το υλικό, το γήινο. Λοιπόν, ας περιφρονήσουμε τη σάρκα και ας ακολουθούμε το πνεύμα, νεκρώνοντας τα έργα της σαρκός με τη δύναμι του πνεύματος.
189. Η φιλαργυρία προέρχεται από τον Διάβολο. Η γενναιοδωρία, από τον Θεό. Όποιος έχει την αγάπη του Θεού, δεν λογαριάζει τα υλικά πράγματα. Αδιαφορεί γι’ αυτά χάριν του Θεού της αγάπης. Αμήν.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 91-92)
19. Το δόγμα της Αγίας Τριάδος μαρτυρείται στην αγία Γραφή;
Στην Π. Διαθήκη το δόγμα υπεμφαίνεται τόσο σκιωδώς και αινιγματικώς, ώστε χωρίς το φως που επιρρίπτει σ’ αυτό η Κ. Διαθήκη vα είναι αδύνατο ν’ αναπλάσουμε την περί Αγίας Τριάδας διδασκαλία. Το δόγμα διαφαίνεται στα χωρία εκείνα, όπου ο Θεός φέρεται σε πληθυντικό πρόσωπο να συσκέπτεται και να διαλογίζεται: «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν...». «Ιδού Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών». «Δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν». 'Υπαινιγμούς έχουμε επίσης στην ποικιλία των ονομάτων των αποδιδόμενων στο Θεό, όπως Έλωίμ, Άδωναί, Σαβαώθ, Ιεχωβά κ.λπ., όπως και η σε τρία πρόσωπα (Αγγέλους) εμφάνιση του Θεού στον Αβραάμ, κοντά στη Δρύ του Μαμβρή. Στο αυτό τέλος πνεύμα κινούνται και όσα λέγονται στην Π. Διαθήκη περί του πνεύματος ως αρχής της δυνάμεως και της ζωής των όντων και περί της σοφίας ως ένυπάρχουσας στο Θεό και τα πάντα εργαζόμενης.
Σε αντίθεση προς την Π. Διαθήκη όπου το δόγμα του τριαδικού Θεού υπάρχει άμυδρώς, στην Καινή Διαθήκη αυτό μαρτυρείται πλουσιότερα, έναργέστερα και σαφέστερα. Τις σχετικές μαρτυρίες μπορούμε να δούμε σε δυο επίπεδα. α. Στα χωρία όπου γίνεται λόγος σαφής περί της τριαδικότητας του χριστιανικού Θεού, και β. Στα χωρία όπου εξαίρονται οι ενδοτριαδικές σχέσεις των προσώπων.
Στα πρώτα είναι τα χωρία:
• Ματθ. 28,19: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του 'Αγίου Πνεύματος», όπου τονίζονται συγχρόνως το ένιαίο και το τριαδικό των θείων προσώπων».
• Β' Κορ. 13,13: «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του 'Αγίου Πνεύματος μετά πάντων ύμών», ένθα εμφανώς εκφράζεται η τριαδικότητα του Θεού.
• Α' Πέτρ. 1,2: «Κατά πρόγνωσιν Θεού Πατρός, εν άγιασμώ Πνεύματος, εις υπακοήν και ραντισμόν αίματος Ιησού Χριστού» και
• Α' Ίωαν. 5,7: «Τρεις είσιν οι μαρτυρούντες εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το 'Άγιον Πνεύμα, και ούτοι οι τρείς εν είσιν», κλασικό όντως χωρίο περί του τριαδικού Θεού, το οποίο όμως θεωρείται ως μεταγενέστερη παρεμβολή στο κείμενο της αγίας Γραφής.
Στα δευτερα δε, καταλέγονται πλήθος χωρίων τα κυριότερα των οποίων είναι:
• Ιωαν. 1,1: «Εν αρχή ήν ο Λόγος, και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν, και θεός ήν ο Λόγος...», όπου εκφράζεται ρητά η εσωτερική διάκριση και σύναψη του Λόγου με τον Πατέρα, και
• Α’ Κορ. 2,10: «Το γαρ Πνεύμα πάντα ερευνά και τα βάθη του Θεού», όπου το Πνεύμα παρουσιάζεται ως ξεχωριστό πρόσωπο, το οποίο έρευνα τα βάθη της ουσίας του Θεού.
Με βάση τις πολλές και σαφείς αναφορές της Κ. Διαθήκης, η Εκκλησία εκύρωσε αυθεντικά το δόγμα της Αγίας Τριάδος στο ιερό Σύμβολο της Πίστεως των δύο πρώτων οίκουμ. Συνόδων, Νίκαιας (325) και Κωνσταντινουπόλεως (381).
20. Μαρτυρείται η Θεότητα του Υιού και τον Άγίου Πνεύματος στη Γραφή;
Βεβαιότατα μαρτυρείται. Τα σχετικά χωρία είναι αναμφισβήτητα και εναργή, πρέπει δε να τα γνωρίζουμε καλώς για να μπορούμε ν’ ανατρέψουμε όλους εκείνους (κυρίως τους Μάρτυρες του Ιεχωβά που είναι πιστότατοι μαθητές του Άρείου, έστω κι αν έζησαν 1600 χρόνια μετά από αυτόν), οι οποίοι με λύσσα στρέφονται κατά της θεότητας του Λόγου και του 'Αγίου Πνεύματος.
Και περί μεν της θεότητας του Άγιου Πνεύματος κλασικό χωρίο είναι το Πράξ. 5,5, όπου ο Ανανίας φέρεται ψευδόμενος στο Θεό: «Ουκ έψεύσω ανθρώποις, αλλά τω Θεώ». Περισσότερες δε είναι οι μαρτυρίες περί της θεότητας του Λόγου. Τα σχετικά χωρία είναι: Ίωαν. 20,28: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», όπου εκφράζεται ενάρθρως η θεότητα του Χριστού. Όχι απλά Θεός, αλλά ο Θεός (όμολογία του Θωμά μετά την Ανάσταση). Τίτ. 2,13: «του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Α' Ίωαν. 5,20: «Και εσμεν εν τω άληθινώ, εν τω Υίώ αυτού Ιησού Χριστού. Ουτός εστιν ο αληθινός Θεός». Ρωμ. 9,5: «Εξ ων ο Χριστός το κατά σάρκα, ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός εις τον αιώνα». Α' Τιμ. 3,16: «Θεός έφανερώθη εν σαρκί, έδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη άγγέλοις...» (η σωστή ανάγνωση εδώ είναι: Ός έφανερώθη εν σαρκί»).
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 32-35)
17. Ποιές είναι οι σχέσεις των τριαδικών προσώπων προς άλληλα;
Οι σχέσεις του Υιού και του Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα είναι σχέσεις γενετικές. Ο Πατήρ στην Τριάδα είναι η πηγαία θεότητα. Είναι η αρχή της θεότητας. Από την άποψη αυτή είναι άναρχος, δεν έχει αρχή, προέλευση. Είναι επίσης άναρχος, με έννοια χρονική. Είναι αΐδιος. Τα δύο αλλά πρόσωπα της Τριάδος ως προς τον Πατέρα δεν είναι άναρχα, γιατί έχουν αρχή, προέλευση. Είναι όμως συνάναρχα και συναΐδια. Τη θεότητά του ο Υιός τη λαμβάνει από τον Πατέρα δια της γεννήσεως. Όμοίως και το Πνεύμα λαμβάνει τη θεότητά του από τον Πατέρα δια της εκπορεύσεως. Οι πρόοδοι αυτές από τον Πατέρα είναι αΐδιες, δεν είναι χρονικές στιγμές στη θεότητα. Το μέτρο του χρόνου δεν μπορεί να ισχύσει για την άπειρη φύση του Θεού. Ο τύπος που εκφράζει την αλήθεια αυτή είναι: Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Πνεύμα Άγιο». Η εισαγωγή χρόνου στις τριαδικές σχέσεις καταστρέφει την απειρία της θεότητας.
Ο Άρειος, υποστηρίζοντας ότι η γέννηση του Υιού έγινε στο χρόνο, αρνήθηκε τη θεότητα του Λόγου. Η ιδέα της αϊδιότητας στις σχέσεις των θείων προσώπων και η αλήθεια οτι κάθε πρόσωπο είναι πλήρης και τέλειος φορέας της θείας φύσεως, αποκλείει την Ιδέα ότι ο Πατήρ ως πηγαία θεότητα, ως «γεννήτωρ και προβολεύς» του Yιού και του Αγίου Πνεύματος, είναι Ανώτερος από τα δύο άλλα πρόσωπα, ή ότι αυτά υποτάσσονται στον Πατέρα. Και οι τρεις υποστάσεις του Θεού είναι ομοούσιες και ισότιμες. Ποσοτικές κατηγορίες, το μείζον και το έλασσον, καμία αναφορά δεν έχουν στην απειρία της θεότητας.
18. Ποιά είναι τα υποστατικά ιδιώματα των προσώπων της Τριάδος;
Τα υποστατικά ιδιώματα των προσώπων της Τριάδος είναι:
Για τον Πατέρα το αγένητο και άναρχο. Ο Πατήρ δεν έχει πηγή προελεύσεως. Δε γεννάται από κανέναν, είναι αυθύπαρκτος, παρέχοντας τη δική του θεότητα στα δύο αλλά πρόσωπα της ‘Αγίας Τριάδος.
Για τον Υιό, η γέννηση. Ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα αϊδίως. Και είναι μεν άχρονος με τη χρονική έννοια του επιθέτου, όχι όμως και με την έννοια της προελεύσεως, καθόσον τη θεότητα του τη δέχεται από τον Πατέρα.
Και για το Πνεύμα το Άγιο, η εκπόρευση. Γέννηση και εκπόρευση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Διαφέρουν μεταξύ τους, χωρίς να γνωρίζουμε τη φύση της διαφοράς.
Τα υποστατικά ιδιώματα είναι αυστηρώς προσωπικά, αμετάδοτα και ακοινώνητα δεν μπορούν δηλαδή να μεταδοθούν από το ένα πρόσωπο στα αλλά. Αυτή η αρχή συνιστά την τάξη της Αγίας Τριάδος, η κατάλυση της οποίας ανατρέπει αυτή την έννοια του τριαδικού Θεού, όπως θα δούμε στη συνέχεια μιλώντας για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος (Filioque).
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 31-32)
15. Τί είναι οι Θείες ενέργειες;
Οι θείες ενέργειες είναι συστατικό στοιχείο της έννοιας του Θεού. Είναι αΐδιες θεοπρεπείς διακρίσεις στη θεότητα. Από την αρχή ο Θεός νοείται με τις θείες του ενέργειες, γιατί και αυτές είναι μέγεθος άκτιστο, ο πλήρης και τέλειος θεός στο ίδιο μέτρο που είναι οι υποστάσεις και η φύση του Θεού. Οι ενέργειες είναι ο εγγενής πλούτος της θεότητας. Δεν είναι κάτι εξωτερικό η πρόσθετο στην ουσία του Θεού ούτε απλές ονομασίες χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, πράγμα που ισχύει και για τις θείες υποστάσεις. Οι θείες ενέργειες δεν συνθέτουν την απόλυτη απλότητα της θείας φύσεως. Είναι διακρίσεις πραγματικές μεν, όμως θεοπρεπείς, δηλαδή συμβαίνουν κατά τρόπο αρμόζοντα στην άπειρη φύση, κάτι που ξεπερνά τη νοητική μας κατάληψη.
Οι θείες ενέργειες επιτελούν σημαντικό έργο στη θεότητα. Ενώ η θεία ουσία είναι απολύτως υπερβατική, αδιάγνωστη, αμέθεκτη και ακοινώνητη, οι θείες ενέργειες είναι μεθεκτές και κοινωνητές. Στη διάστασή τους τελείται ό,τι βρίσκεται έξω από το Θεό, η δημιουργία του κόσμου, η εξωτερική φανέρωση του Θεού και η σωτηρία των ανθρώπων. Οι ενέργειες είναι πολλές ανάλογα με το είδος της εξωτερικής δραστηριότητας του Θεού. Άλλες ονομασίες της θείας ενέργειας είναι: θεία χάρη, άκτιστο φως του Χριστού, δόξα της αγίας Τριάδος.
16. Η Ρωμαϊκή θεολογία δέχεται τη διάκριση των Θείων ενεργειών;
Όχι, δεν τη δέχεται, κυρίως από φόβο μήπως η εισαγωγή τους στη θεότητα καταλύσει την απόλυτη απλότητα της θείας φύσεως. Κακώς όμως, γιατί το ίδιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με τη διάκριση των θείων υποστάσεων, πράγμα που αρνείται η ρωμαϊκή θεολογία. Φυσικά ομιλεί περί ενεργειών στο Θεό και περί θείας χάριτος αυτά όμως δεν τα δέχεται ως μεγέθη άκτιστα, αλλ΄ ως κτιστά, για ν’ αποφύγει το θεολογικό σκόπελο της σχέσεως ενεργειών και ουσίας στο Θεό. Γύρω από το θέμα των θείων ενεργειών (του ακτίστου φωτός του Χριστού) διεξήχθησαν, ως γνωστό, οι μεγάλες θεολογικές έριδες της ιδ' εκατονταετηρίδας μεταξύ της ορθόδοξης Βυζαντινής Εκκλησίας και της λατινικής Δύσεως.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 30-31)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΘΕΟΣ
13. Ποιά είναι η έννοια του χριστιανικού Θεού;
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του χριστιανικού Θεού, το οποίο τον διαστέλλει από κάθε άλλη εξωχριστιανική περί Θεού αντίληψη, είναι η σύναψη ενότητας και τριαδικότητας. Δηλαδή, ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία ή τη φύση και τριαδικός στα πρόσωπα ή τις υποστάσεις. Η ενότητα της ουσίας προφυλάσσει το χριστιανικό Θεό από κάθε πολυθεϊστική παράσταση (όπως στην αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία, όπου υπήρχε δήμος θεοτήτων), ενώ η πολλότητα των υποστάσεων τον προφυλάσσει από την πενία θεότητας, από μία ξηρή και άκαμπτη παράσταση της φύσεως του Θεού, αντίληψη που είχε η περί Θεού έννοια του Ιουδαϊσμού.
14. Πώς πρέπει να εκλάβουμε τις υποστάσεις στο Θεό;
Οι υποστάσεις στη θεότητα είναι τρεις: ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιο. Δεν είναι δε ψιλά ονόματα, απλές ονομασίες χωρίς περιεχόμενο, ούτε εκφάνσεις ή προσωπεία τα οποία υποδύεται η μία φύση του Θεού για να επικοινωνεί εξωτερικά με τον κόσμο (δημιουργία, αποκάλυψη, σωτηρία), όπως δίδασκε στην αρχαία Εκκλησία ο Σεβελλιανισμός, ούτε πάλι τρία αυθυπόστατα κέντρα στα οποια να μερίζεται και να εκφράζεται αδιάκριτα η όλη ουσία του Θεού· αλλ΄ είναι τροποι υπάρξεως του ενός Θεού, στους οποίους διακρίνεται και συνάπτεται συγχρόνως η θεότητα. Οι τρεις υποστάσεις, αν και είναι πραγματικές διακρίσεις στο Θεό, εντούτοις δεν διασπούν ούτε κατατέμνουν τη μία φύση του Θεού σε τρεις επί μέρους Θεούς, καθόσον κάθε μία είναι πλήρης φορέας της θείας και βουλής, τα δε πρόσωπα εμπεριχωρούν άλληλα δηλαδή το ένα βρίσκεται μέσα στα δύο άλλα, συναπτόμενα μεταξύ τους εν αγάπη. Στην Τριάδα υπάρχουν διακρίσεις και ενώσεις. Διακρίσεις είναι οι υποστάσεις και ενώσεις η μία ουσία και η μία βουλή και ενέργεια.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 29-30)
Ο όσιος Σέργιος του Ραντονέζ (1314-1392) ντυνόταν πάντοτε φτωχικά. Γι’ αυτό και δεν τον αναγνώριζαν οι επισκέπτες. Κάποιος χωρικός από ένα μακρινό χωριό άκουγε πολλά για τον όσιο. Επιθύμησε λοιπόν να τον δη. Ήρθε στη μονή και άρχισε να ρωτά, πού θα τον συναντούσε. Του είπαν ότι βρισκόταν στον κήπο. Πήγε στον κήπο και είδε έναν απλό μοναχό, ντυμένο μ’ ένα ρούχο γεμάτο μπαλώματα, να σκάβη τη γη. Ο χωρικός σκέφτηκε ότι του είπαν ψέμματα. Περίμενε να δη ένα λαμπροφορεμένο ηγούμενο μέσα σε δόξα και τιμή. Γύρισε λοιπόν στο μοναστήρι και άρχισε να παρακαλή:
-Πέστε μου, πού είναι ο γέροντας; Ήρθα από πολύ μακριά και θέλω να τον δω και να πάρω την ευχή του.
Οι αδελφοί του απάντησαν:
-Aυτός που είδες στον κήπο είναι ο όσιος πατέρας μας.
Ο χωρικός έμεινε απαρηγόρητος. Στενοχωρήθηκε τόσο, που όταν ο όσιος γύρισε από τον κήπο και μπήκε στο μοναστήρι, έστρεψε αλλού το πρόσωπο του, για να μην τον κοιτάξη. « Τόσους κόπους έκανα και ήρθα εδώ», συλλογιζόταν, « για να δω έναν ένδοξο προφήτη και τώρα βλέπω ένα φτωχό και κακοντυμένο μοναχό…»
Ο φωτισμένος όσιος διάβασε τους λογισμούς του χωρικού και ολόψυχα ευχαρίστησε τον Κύριο, γιατί όσο ο φιλόδοξος χαίρεται στις τιμές και στους επαίνους, τόσο ο ταπεινός χαίρεται στις θλίψεις και στους εξευτελισμούς. Επειδή όμως συμπάθησε τον απλοϊκό χωρικό, τον κάλεσε κοντά του, του πρόσφερε φαγητό και του είπε χαρούμενα:
-Mη λυπάσαι, αδελφέ. Σε λίγο θ’ αντικρύσης αυτόν που τόσο πολύ επιθυμείς να δης.
Μόλις ο μακάριος είπε τα λόγια αυτά, ήρθε αγγελιαφόρος και ανήγγειλε την άφιξη του πρίγκιπα της χώρας. Ο όσιος σηκώθηκε και βγήκε να υποδεχτή τον επίσημο επισκέπτη, που ήρθε με μια μεγάλη συνοδεία αξιωματούχων. Ο ηγεμόνας βλέποντας τον ηγούμενο, έβαλε από μακριά εδαφιαία μετάνοια, ζητώντας ταπεινά την ευλογία του. Ο όσιος τον ευλόγησε και με τιμή τον οδήγησε στο εσωτερικό της μονής. Κάθησαν ο ένας δίπλα στον άλλο και άρχισαν να συζητούν, ενώ όλοι οι συνοδοί έμειναν όρθιοι!
Ο χωρικός δεν μπορούσε να πιστέψη στα μάτια του. Αυτός που με τόσο σεβασμό προσκύνησε ο πρίγκιπας ήταν ο μοναχός τον οποίο ο ίδιος περιφρόνησε και δεν ήθελε ν’ αντικρύση; Δειλά ρώτησε κάποιον:
-Αδελφέ, ποιος είναι αυτός που κάθεται πλάι στον πρίγκιπα;
-Δεν τον γνωρίζεις; Είναι ο ηγούμενος Σέργιος.
-Πραγματικά τυφλώθηκα και δεν αναγνώρισα τον γέροντα! κακολογούσε τον εαυτό του ο χωρικός.
Πλησίασε αργότερα γεμάτος ντροπή τον όσιο και προσκυνώντας τον, ζήτησε συγνώμη για την προηγούμενη στάση του. Εκείνος τον ενθάρρυνε:
-Μη λυπάσαι! Να χαίρεσαι γιατί είσαι ο μόνος που σκέφτηκες σωστά για μένα. Οι άλλοι πλανώνται νομίζοντας ότι είμαι κανένα σπουδαίο πρόσωπο.
Ο όσιος ευχαριστήθηκε περισσότερο για την περιφρόνηση του χωρικού παρά για τις τιμές του άρχοντα. Ο χωρικός πάλι, τόσο εντυπωσιάστηκε από το ταπεινό φρόνημα του οσίου, που λίγο αργότερα ήρθε ξανά στο μοναστήρι και έγινε μοναχός.
( Όσιος Σέργιος του Ραντονέζ)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ.248-250)
Αν παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων, θα παραβλέψη και ο Θεός τα δικά μας
- Γέροντα, σήμερα στην διαλογή των ελιών κατέκρινα μερικές αδελφές, γιατί έβλεπα ότι δεν έκαναν προσεκτικά την δουλειά τους.
- Κοίταξε να αφήσης τις κρίσεις και τις κατακρίσεις, γιατί μετά θα σε κρίνη κι εσένα ο Θεός. Εσύ δεν βάζεις καμμιά ελιά λίγο χαλασμένη με τις καλές;
- Όχι, Γέροντα, προσέχω να μη βάζω.
- Αν μας κάνη τέτοιο καλό διάλεγμα ο Χριστός στην Κρίση, χαθήκαμε! Ενώ, αν τώρα παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων και δεν τους κατακρίνουμε, θα μπορούμε τότε να πούμε στον Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε με κι εμένα σε καμμιά άκρη μέσα στον Παράδεισο!». Θυμάστε τί γράφει το Γεροντικό για έναν αμελή μοναχό που σώθηκε, επειδή δεν κατέκρινε; Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνη, ήταν πολύ χαρούμενος και ειρηνικός. Τότε ο Γέροντάς του, για να ωφεληθούν οι Πατέρες που είχαν μαζευτή από τα γύρω Κελλίά, τον ρώτησε: «Αδελφέ, πώς δεν φοβάσαι τον θάνατο, αφού έζησες με αμέλεια;». Και ο αδελφός του απάντησε: «Είναι αλήθεια ότι έζησα με αμέλεια· από τότε όμως που έγινα μοναχός προσπάθησα να μην κατακρίνω κανέναν, οπότε τώρα θα πω στον Χριστό: Χριστέ μου, είμαι ένας ταλαίπωρος, αλλά τουλάχιστον την εντολή Σου "μή κρίνετε, ίνα μη κριθήτε", την τήρησα». «Μακάριος είσαι, αδελφέ, του είπε τότε ο Γέροντας, γιατί σώθηκες χωρίς κόπο».
- Γέροντα, μερικοί πνευματικοί άνθρωποι, όταν βλέπουν κάποιον να ζη αμαρτωλά, λένε: «Ά, αυτός, έτσι που πάει, είναι για την κόλαση!».
Άχ, αν οι κοσμικοί άνθρωποι θα πάνε στην κόλαση από τις καταχρήσεις, οι πνευματικοί άνθρωποι θα πάνε από τις κατακρίσεις... Για κανέναν δεν μπορούμε να πούμε ότι θα πάη στην κόλαση. Ο Θεός δεν ξέρουμε πώς εργάζεται. Τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Κανέναν να μην καταδικάζουμε, γιατί έτσι παίρνουμε την κρίση από τα χέρια του Θεού· πάμε να γίνουμε θεοί. Αν μας ρωτήση ο Χριστός την ημέρα της Κρίσεως, ας πούμε την γνώμη μας...
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 106-108)