Του Αββά Κασσιανού
α'. Διηγήθηκε ο Αββάς Κασσιανός: «Πήγαμε κάποτε εγώ και ο άγιος Γερμανός στην Αίγυπτο, σ’ ένα γέροντα. Μας φιλοξένησε και τον ρωτήσαμε: Για ποιο λόγο, τον καιρό της υποδοχής των ξένων αδελφών, τον κανόνα της νηστείας μας, όπως τον παρελάβαμε στην Παλαιστίνη, δεν τον τηρείτε; Και αποκρίθηκε, λέγοντας: Η νηστεία πάντα μαζί μου είναι. Ενώ σάς, να κρατώ πάντα μαζί μου, δεν μπορώ. Και η μεν νηστεία είναι και χρήσιμο πράγμα και αναγκαίο, αλλά εξαρτάται από τη δική μας προαίρεση. Την εκπλήρωση όμως της αγάπης την απαιτεί αναγκαστικά ο νόμος του Θεού. Δεχόμενος λοιπόν, στα πρόσωπά σας, τον Χριστό, οφείλω να υπηρετήσω με κάθε φροντίδα. Όταν όμως σας ξεπροβοδίσω, μπορώ να ξαναπάρω τον κανόνα της νηστείας. Γιατί δεν μπορούν — καθώς λέγει η Γραφή,— οι υιοί του νυμφώνος να νηστεύουν, όσον καιρό ο νυμφίος είναι μαζί τους. Όταν όμως λείψη ο νυμφίος, τότε νόμιμα θα νηστεύσουν».
β’. Ο ίδιος είπε, ότι ήταν κάποιος γέρων και τον υπηρετούσε άγια παρθένος. Και οι άνθρωποι έλεγαν: «Δεν είναι καθαροί». Και το άκουσε ο γέρων. Όταν δε βρισκόταν στα στερνά του, είπε στους πατέρες: Όταν τελευτήσω, φυτέψετε το ραβδί μου σε τάφο. Και αν βλαστήση και κάμη καρπό, μάθετε ότι καθαρός είμαι απέναντί της. Και αν δεν βλαστήση, θα γνωρίζετε ότι έπεσα μαζί της». Και φυτεύτηκε το ραβδί και την τρίτη μέρα βλάστησε και έκαμε καρπό. Και όλοι δόξασαν τον Θεό.
γ'. Είπε πάλι: «Πήγαμε σε κάποιον άλλο γέροντα. Και μας έβαλε να φάμε. Ενώ δε είχαμε χορτάσει, μας προέτρεπε να φάμε και άλλο. Εγώ του είπα ότι δεν μπορούσα πλέον και μου αποκρίθηκε: Εγώ, έξη φορές αφού ήλθαν αδελφοί, έβαλα τραπέζι και προτρέποντας τον καθένα, έτρωγα και εγώ μαζί και ακόμη πεινώ. Και συ, μια φορά αφού έφαγες, τόσο χόρτασες, ώστε να μη μπορής να φας παραπάνω;».
δ'. Διηγήθηκε πάλι ο ίδιος, ότι πήγε ο Αββάς Ιωάννης, άνθρωπος όπου ηγουμένευε σε μεγάλο Κοινόβιο, στον Αββά Παΐσιο, όπου ζούσε σε πολύ μακρυνή έρημο σαράντα χρόνια. Και έχοντας του πολλή αγάπη και άρα και θάρρος, του είπε: «Τι κατώρθωσες με το να είσαι τέτοιος αναχωρητής τόσο καιρό και να μη σε ενοχλή εύκολα άνθρωπος;». Και εκείνος αποκρίθηκε: «Αφ’ ότου εμόνασα, ποτέ δεν με είδε ο ήλιος να τρώγω». Είπε δε και ο Αββάς Ιωίννης: «Ούτε εμένα να οργίζωμαι».
ε'. Ενώ ο ίδιος ο Αββάς Ιωάννης τελείωνε τον επίγειο βίο του και εκδημούσε πρόθυμα και ιλαρώς στον Θεό, τον κύκλωσαν οι αδελφοί, ζητώντας του επίμονα κάποιο λόγο σύντομο και σωτήριο να τους αφήση σαν παρακαταθήκη, με τον όποιο θα μπορούσαν να κατορθώσουν την εν Χριστό τελειότητα. Και εκείνος, στενάζοντας, είπε: «Ποτέ δεν έκαμα το δικό μου θέλημα. Και ούτε δίδαξα κανέναν κάτι οπού πριν δεν το έκαμα».
στ'. Διηγήθηκε πάλι για άλλο γέροντα, οπού έμενε στην έρημο. Ότι ζήτησε από τον Θεό το χάρισμα, ποτέ να μη νυστάξη σαν γινόταν ομιλία πνευματική. Αν δε τινάς προσθέση λόγια καταλαλιάς η αργολογία, ευθύς να τον παίρνη ο ύπνος, για να μη γεύεται τέτοιο φαρμάκι η ακοή του. Και ο ίδιος έλεγε ότι ο διάβολος φροντίζει πολύ για την αργολογία, ενώ εχυρεύεται κάθε διδασκαλία πνευματική. Χρησιμοποίησε δε το έξης παράδειγμα: «Κάποτε — λέγει — μιλούσα για ωφέλεια σε μερικούς αδελφούς και σε τόσο βαθύ ύπνο έπεσαν, ώστε να μη μπορούν να κινήσουν ούτε τα βλέφαρά τους. Εγώ λοιπόν, θέλοντας να δείξω την ενέργεια του δαίμονος, έκαμα να παρεισφρύση η αργολογία. Τότε, χάρηκαν και ευθύς ξύπνησαν. Στέναξα λοιπόν και τους είπα: Έως τώρα, για ουράνια πράγματα μιλούσαμε και όλων σας τα μάτια έκλειναν από τον ύπνο. Μόλις όμως μπήκε στη μέση λόγος αργός, όλοι με προθυμία σηκωθήκατε. Έτσι, αδελφοί, σας παρακαλώ, λάβετε επίγνωση της ενεργείας του πονηρού δαίμονος και προσέχετε τον εαυτό σας, φυλάγοντάς τον από τον νυσταγμό, όταν κάνετε η ακούτε κάτι το πνευματικό».
ζ'. Είπε πάλι: Ένας συγκλητικός έκαμε αποταγή και μοιράζοντας στους φτωχούς τα υπάρχοντά του, κράτησε μερικά για τον εαυτό του, μη θέλοντας να δεχθή την ταπεινοφροσύνη, οπού πηγάζει από την τελεία αποταγή, ούτε να ακολουθήση τη γνησία υποταγή, οπού ορίζει ο κοινοβιακός κανών. Σ’ αυτόν, ο άγιος Βασίλειος είπε τα έξης: Και τον συγκλητικό έχασες και μοναχό δεν έκαμες».
η'. Είπε πάλι, ότι υπήρχε κάποιος μοναχός οπού κατοικούσε σε σπήλαιο, στην έρημο. Και τον πληροφόρησαν οι κατά σάρκα συγγενείς του ότι ο πατέρας του είναι βαρειά άρρωστος, πρόκειται να τελευτήση και θα έπρεπε να γυρίση στο σπίτι για να τον κληρονομήση. Αλλά αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ πριν από εκείνον πέθανα για τον κόσμο. Νεκρός ζωντανόν δεν κληρονομεί».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
12. Επιτρέπονται η ανάγνωση και η μετάφραση τον αρχέτυπου κειμένου της αγίας Γραφής;
Σε αντίθεση με το στενό κληρικοκρατικό πνευμα της Λατινικής Εκκλησίας στην ιστορία της οποίας μπορεί να ανιχνεύσει κανείς απαγορεύσεις τόσο στην ελεύθερη ανάγνωση της Γραφής από το λαό, όσο και στη μετάφραση του επίσημου λατινικού κειμένου της, στην Ορθόδοξη Εκκλησία στην οποία εναρμονίζεται η ελεύθερη θεολογική έρευνα προς το πνεύμα πειθαρχίας στην εκκλησιαστική αυθεντία, πράγμα σαφώς δημοκρατικό και βρισκόμενο στο μέσο μεταξύ της απολυταρχικής αυθεντίας της Εκκλησίας της Ρώμης και της ασυδοσίας του προτεσταντικού φιλελευθερισμού, η ανάγνωση των Γραφών και η μετάφρασή τους όχι μόνο δεν απαγορεύονται, αλλά και πολυειδώς επιτρέπονται και ενθαρρύνονται.
Το πράγμα δεν μπορούσε να είναι διαφορετικό. Η Γραφή, όπως ήδη σημειώσαμε, είναι ο θεόπνευστος λόγος του Θεού («πάσα γραφή θεόπνευστος», Β' Τιμ. 3,16). Ο δε Κύριος, η πηγή της θείας αλήθειας, συστήνει την έρευνα των Γραφών, στην οποία υπάρχει ζωή πνευματική: «Ερευνάτε τας γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αύταίς ζωήν αιώνιον έχειν» (’Ιωάν. 5,39). Ο ορθόδοξος πιστός έχει πρωταρχικό χρέος να μελετά την Γραφή με σεβασμό και αγάπη, για να μαθαίνει τη θεία αλήθεια, να καλλιεργείται πνευματικά και να ετοιμάζεται για την αιώνια ζωή. Ένα τόσο σημαντικό έργο δεν μπορεί να το απαγορεύσει η Εκκλησία, γιατί έτσι έρχεται σε αντίφαση προς την πνευματικότητα και την αποστολή της. Με μία όμως επιφύλαξη: Η ανάγνωση της Γραφής, επειδή οι αλήθειες και τα νοήματά της δεν είναι πάντοτε διαυγή, πρέπει να γίνεται μέσα στο παραδοσιακό πνεύμα της Εκκλησίας, η οποία είναι ο πιστός φύλακας και ο αλάθητος ερμηνευτής της. Η μελέτη της Γραφής πρέπει να γίνεται με τη χειραγωγία της Εκκλησίας (ερμηνευτικά υπομνήματα, σχολιασμοί, εξηγήσεις κ.ά.), γιατί σε εναντία περίπτωση υπάρχει κίνδυνος παρεκδοχής των ιερών νοημάτων και δημιουργίας αιρέσεων, όπως αυτό συμβαίνει στα πλαίσια του φιλελευθέρου Προτεσταντισμού. Μέσα στο πνεύμα αυτό πρέπει να γίνει νοητή και η θέση της ‘Ομολογίας του Δοσιθέου, ότι η Εκκλησία δεν θεωρεί πάντοτε θεμιτή την ανάγνωση της θείας Γραφής.
Το ίδιο ισχύει και για τη μετάφραση της αγίας Γραφής. Και ως προς τη μετάφραση των Έβδομήκοντα (Ο') αυτή απολαμβάνει μεγάλου κύρους στην ’Ορθόδοξη Εκκλησία, στην οποία η μετάφραση βρίσκεται σε λειτουργική χρήση, ως έργο της θείας πρόνοιας για την προετοιμασία των εθνών να δεχτούν τη χριστιανική αλήθεια. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι η μετάφραση αυτή είναι και θεόπνευστη, γιατί θεοπνευστία σε μετάφραση δεν έχει νόημα. Ως προς τις άλλες μεταφράσεις της αγίας Γραφής, το φιλελεύθερο πνεύμα της Ανατολικής Εκκλησίας ανενδοίαστα τις επιτρέπει, οι δε μη έλληνόφωνες ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν η κάθε μία μετάφραση της Γραφής στη δική της εθνική γλώσσα. Τέλος, ως προς τη μετάφραση της Γραφής στο ελληνικό γλωσσικό Ιδίωμα, είναι περιττό να σημειώσουμε ότι πρέπει να γίνεται με σεβασμό προς την ιεροπρέπεια του κειμένου, αποφευγομένων όλων των λεκτικών εκκεντρικοτήτων και της φραστικής χυδαιότητας, που μπορούν να βλάψουν το κύρος των Γραφών και να ζημιώσουν τη σωτήρια επίδρασή τους. ’Εννοούμε μεταφράσεις απλές και ζωντανές που μπορούν να μιλήσουν ευεργετικά στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 25-26)
11. Τί φρονούν περί εκκλησιαστικού κριτηρίου οι Διαμαρτυρόμενοι;
Τίποτε δε φρονούν, απλούστατα γιατί τέτοιο κριτήριο δεν έχουν. Αυτό συμφωνεί προς τη βασική τους αρχή να απορρίπτουν τον ιστορικό χαρακτήρα της ορατής Εκκλησίας, αποδεχόμενοι μόνο πνευματική και αόρατη Εκκλησία. Είναι φανερό ότι μια τέτοια αόριστη και ομιχλώδης Εκκλησία δεν μπορεί να έχει εξωτερικό αυθεντικό κριτήριο και σε πολλά μεν αλλά ζητήματα, αλλά κυρίως στον καθορισμό του κανόνος της αγίας Γραφής, τον οποίο εντούτοις παρέλαβαν από την Παράδοση της Εκκλησίας (!).
Κατά τη βασική τους αρχή η Γραφή είναι αυτάρκης και σαφής για όλα τα ζητήματα τα αφορώντα στη σωτηρία και συνεπώς δεν έχει ανάγκη άλλου εξωτερικού αυθεντικού βεβαιωτικού κριτηρίου. Στο ζήτημα όμως του καθορισμού του κανόνος της αγίας Γραφής, δηλαδή στη διακρίβωση ποιά είναι τα γνήσια και κανονικά της βιβλία, εμπλέκονται σε μεγάλη δυσκολία, απλούστατα γιατί η ίδια η Γραφή δεν μπορεί ν’ αποφανθεί για κάτι το οποίο διαμορφώθηκε χρονικά ύστερα από τη συγγραφή των Ιερών βιβλίων της. Η αμηχανία των Διαμαρτυρομένων είναι εν προκειμένω εμφανής. Για να οικονομήσουν δε τα πράγματα διατυπώνουν περίεργες θεωρίες· ότι περί του κανόνος της Γραφής μαρτυρεί εσωτερικά το Πνεύμα του Θεού (το ίδιο Πνεύμα δημιουργεί και την πνευματική Εκκλησία) και ότι κανονικά βιβλία είναι όσα δια της ιστορικής κριτικής έρευνας αποδεικνύονται ως συνταχθέντα υπό των Αποστόλων και των Προφητών, στα οποία δεν περιέχονται αλλόκοτα και παράλογα πράγματα.
Οι αντιλήψεις αυτές δεν είναι σωστές. Η μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές των πιστών δεν είναι κάτι το σταθερό και συγκεκριμένο, ώστε ν’ αποτελέσει κριτήριο της γνησιότητας των πηγών της πίστεως. Είναι κάτι το υποκειμενικό που δεν μπορεί σαφώς να καθορίσει τα πράγματα, αλλά αντίθετα μπορεί να διαμορφώσει πολλές και ποικίλλουσες αντιλήψεις, κάτι που μπορεί να άρει το αυθεντικό κύρος της Γραφής και να οδηγήσει σε ορθολογιστική εκτίμηση του ιερού κανόνα της. Παράλληλα η δια της ιστορικής έρευνας προσέγγιση του ζητήματος είναι πολύ επισφαλής, καθόσον ανοίγει ελεύθερο πεδίο στην έρευνα, με κίνδυνο ν’ αμφισβητηθεί η γνησιότητα βιβλίων της αγίας Γραφής.
Ως προς την ερμηνεία της Γραφής, βασική προτεσταντική αρχή είναι ότι αυτή ερμηνεύεται δι’ εαυτής, χωρίς να έχει ανάγκη άλλου αυθεντικού εξωτερικού ερμηνευτικού κριτηρίου («Sancta Scriptura est sui ipsius legitimus interpres», δηλ. η αγία Γραφή είναι ο νόμιμος ερμηνευτής του εαυτού της). Τα σκοτεινά και ασαφή χωρία πρέπει να ερμηνεύονται κατά την αναλογία της πίστεως, δηλαδή μέσα στο σύνολο της δογματικής διδασκαλίας που συνάγεται από τα εναργή χωρία. Κατά την ίδια αντίληψη στην ορθή κατανόηση της Γραφής συμβάλλεται σημαντικά και το Πνεύμα του Θεού, φωτίζοντας τη φύση του ανθρώπου και εισάγοντας στο αληθές νόημα της Γραφής, το οποίο δεν μπορεί να κάνει κάθε άλλη γραμματική και ιστορική μέθοδος ερμηνείας. Βέβαια καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει ότι ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος είναι απαραίτητος, ώστε ο ερμηνευτής να φθάσει στα ορθά ερμηνευτικά συμπεράσματα και αυτό ορθώς διδάσκεται από τους Διαμαρτυρομένους.
Παρά ταύτα σε αρκετές περιπτώσεις, όπως σε συγκρούσεις ερμηνευτικές (έριδες Λουθήρου και Ζβιγγλίου), η απουσία αυθεντικού ερμηνευτικού κριτηρίου της Γραφής γίνεται εξόχως αισθητή. Έτσι προς κατοχύρωση των απόψεων τους άλλοι προσφεύγουν στα συμβολικά ομολογιακά μνημεία της Διαμαρτυρήσεως, πράγμα όμως άχαρο, δεδομένου ότι τα κείμενα αυτά στον Προτεσταντισμό δεν θεωρούνται αυθεντικά ενώ άλλοι καταφεύγουν στη γνώμη ευσεβών κριτικών ως αυθεντική (πράγμα ομοίως άχαρο) και άλλοι ομιλούν περί δώρου ερμηνείας (interpretationis), ο δε Καλβίνος έφθασε σε σημείο να ποθεί την ανασύσταση των οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι(!).
Δεν είναι περίεργο γιατί σε μια τέτοια δίνη ερμηνευτικών αρχών ο Προτεσταντισμός είναι δυνατό να καταλήξει είτε στη φασμαγωγία των Κουακέρων, κατά την οποία η μόρφωση και η γλωσσική σπουδή είναι κάτι το περιττό και ένας ολιγογράμματος μπορεί να έρμηνευσει τη Γραφή καλύτερα από τους μορφωμένους, διότι αυτό που έχει πρωταρχική σημασία είναι ο εσωτερικός φωτισμός και η μαρτυρία του 'Αγίου Πνεύματος είτε στην ορθολογιστική μεταχείριση της Γραφής από τους Σωκινιανούς και Άρμινιανούς οι οποίοι, αν και δέχονται τη θεοπνευστία της Γραφής, εντούτοις την υποτάσσουν στον ορθό λόγο, υποστηρίζοντας ότι τα ερμηνευτικά πορίσματα δεν πρέπει να περιέχουν πράγματα Αντίθετα προς τα διδάγματα του ορθού λόγου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 22-25)
Πόσες φορές δεν έχουμε πληγώσει ή δεν έχουμε πληγωθεί από κάποιον; Κι αφού περνάει η πρώτη αντάρα το επόμενο στάδιο συνήθως είναι το αίτημα συγνώμης. Βέβαια όχι πάντα δυστυχώς! Χρειάζεται πολλή αγάπη και ταπείνωση για να συγχωρήσεις αυτόν που σε έβλαψε, σε πόνεσε, σε αδίκησε ή σε πρόδωσε. Χρειάζεται ευσπλαχνία για να νιώσεις ότι αυτός που προκαλεί τον πόνο είναι σε πιο δύσκολη θέση από σένα γιατί τον χειραγωγεί ο διάβολος. Χρειάζεται κατανόηση και συμπάθεια αυτός ο άνθρωπος και όχι την οργή μας και την αδιαλλαξία μας. Και σίγουρα χρειάζεται τη συγχώρεση μας. Αυτό όμως που περισσότερο έχει ανάγκη είναι η δική του μετάνοια!
Ένας άνθρωπος που πληγώνει είναι ένας άνθρωπος πληγωμένος. Και τις δικές του πληγές μόνο ο Χριστός μπορεί να τις θεραπεύσει. Αληθινή μετάνοια χωρίς Χριστό δε νοείται. Μια ειλικρινής και από καρδιάς εξομολόγηση είναι το σωτήριο φάρμακο του ιατρού Χριστού. Έτσι όταν ο άνθρωπος αυτός έρθει εις εαυτόν θα αγωνίζεται στο εξής να συμπεριφέρεται κατά Χριστόν και αυτή η αλλαγή της συμπεριφοράς του θα αποτελεί για τους άλλους την καλύτερη συγνώμη. Πολλές φορές οι άνθρωποι ζητάμε συγνώμη αλλά δεν είναι παρά μια ξερή λέξη. Σε λίγο καιρό θα έρθουμε αντιμέτωποι με τις ίδιες εκφάνσεις του εαυτού μας ή των άλλων για τις οποίες είχε ζητηθεί η συγνώμη. Μπορεί και να μη φταίμε… να την εννοούμε εκείνη την ώρα που τη λέμε. Αλλά δεν έχει τη δύναμη, δεν έχει τα όπλα να παλέψει αυτή η συγνώμη για να γίνει ρεαλιστική. Κι αυτό γιατί απουσιάζει η θεία Χάρη! Κι έτσι ο διάβολος μας ξαναρίχνει και απογοητευόμαστε.
Μόνο όταν αγαπάμε, μετανοούμε, συγχωρούμε εν Χριστώ έχουμε και τις πιθανότητες να μείνουμε πιστοί στις υποσχέσεις μας γιατί Τον βάλαμε εγγυητή και θεματοφύλακα της ζωής μας. Χωρίς Εκείνον καμία μάχη δεν μπορούμε να κερδίσουμε με κυριότερη αυτή με τον εαυτό μας! Αν θέλουμε λοιπόν να μας συγχωρέσουν οι άλλοι και να μας ξαναβάλουν στη ζωή τους με την καρδιά τους ας αλλάξουμε συμπεριφορά. Και το πρώτο βήμα γι’ αυτό είναι να καλωσορίσουμε επιτέλους το Χριστό στη ζωή μας. Γιατί Αυτός είναι η Αγάπη, η Χαρά, η Ειρήνη, η Ταπείνωση και φυσικά η Συγχώρεση! Είναι ο μόνος που μπορεί να μας βοηθήσει να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας, τους άλλους αλλά και να συγχωρεθούμε από αυτούς… γιατί τελικά η καλύτερη συγνώμη είναι η βαθιά μετάνοια και η αλλαγή συμπεριφοράς! (Α.Κ.Β)
183. Γιατί σε όλη την κτίσι και στο κάθε κομμάτι της όλα είναι τόσο σοφά τακτοποιημένα και κινούνται με τόσο θαυμάσια αρμονία; Αυτό συμβαίνει γιατί ο ίδιος ο Δημιουργός τα διευθύνει και τα κυβερνά. Και γιατί στον άνθρωπο –την κορωνίδα της κτίσεως- υπάρχει τόση αταξία και δυσαρμονία; Γιατί η ζωή του είναι έτσι ακανόνιστος και παραμορφωμένη; Γιατί ο άνθρωπος εννοεί να διευθύνη και να κυβερνά ο ίδιος τον εαυτό του, εναντίον της θελήσεως και της σοφίας του Δημιουργού του. Ώ αμαρτωλέ άνθρωπε! Πρόσφερε όλο τον εαυτό σου στον Κύριο και Θεό σου. Και τότε όλη σου η ζωή θα γίνη αρμονική, ωραία, όπως υπήρξε και η ζωή των Αγίων. Γιατί αυτοί το ίδιο έκαμαν. Πρόσφεραν τον εαυτό τους ολοκληρωτικά στον Χριστό. Και, έτσι, η Εκκλησία, καθημερινά, μας προβάλλει το παράδειγμά τους, προς μίμησι.
184. Η Κυρία Θεοτόκος είναι ο ωραιότατος ναός της Αγίας Τριάδος. Είναι, μετά Θεόν, ο θησαυρός όλων των αγαθών, της αγνότητος, της αγιότητος, της αληθινής σοφίας, η πηγή της πνευματικής δυνάμεως.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 90-91)
181. Ποια είναι τα είδωλά μας; Είναι ωρισμένα πρόσωπα και η πρόσκαιρος ζωή μας εδώ κάτω. Το θνητό, γεμάτο πάθη σώμα και όσα σχετίζονται μ’ αυτό: υλικές τροφές, ενδύματα, στολίδια, διακρίσεις, χρήμα, πολυτελή σπίτια κλπ. Ο Πειραστής στρέφει την προσοχή μας προς αυτά, για να μας κάμη να ξεχάσουμε τα αόρατα αγαθά: τον αιώνιο Θεό, την ανέσπερο ζωή στον Παράδεισο, την άνω μακαριότητα. Πώς θα αντιμετωπίσης την προσπάθειά του; Όταν σε ελκύη με τη θέα του σώματος, να θυμάσαι την ομορφιά και την αξία της ψυχής, της εικόνος του Θεού. Να ξέρης ότι ο Διάβολος θέλει να παρασύρη ολόκληρο την καρδιά σου, γιατί δεν της είναι δυνατόν να διχασθή. «Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει· οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ» (Ματθ. στ’ 24). Κάνοντας λοιπόν ο Διάβολος ό,τι διχάζει την καρδιά μας, συμβιβάζοντας τα ασυμβίβαστα, στην πραγματικότητα θέλει να κυριεύση ολόκληρο την καρδιά μας. Γιατί η καρδιά του ανθρώπου είναι μοναδική και ακέραια.
182. Θεό αποκαλούμε τον Κύριο. Αλλά, στην πραγματικότητα, έχουμε άλλους, δικούς μας θεούς. Γιατί δεν κάνουμε το θέλημα του θεού, αλλά το θέλημα της σαρκός μας, της καρδιάς μας, των παθών μας, Θεοί μας είναι η σάρκα, οι διασκεδάσεις, το χρήμα, η επίδειξις.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 90)
«Και γιατί τάχα με προσφωνείτε: Κύριε, Κύριε, αφού δεν εφαρμόζετε αυτά που λέω;» (Λουκάς 6:46)
Όταν αρρώστησε βαριά, κι άκουσαν για θάνατο, όλοι βουβάθηκαν κι έκλαψαν. Πέσανε πάνω του. Τον χάιδευαν και τον φιλούσαν. Του έλεγαν να μην ανησυχεί για το μέλλον. Όσο δε θα δούλευε, θα ‘παιρνε κανονικά το μισθό που έπαιρνε από την εταιρεία του, γιατί θα ‘διναν τα χρήματα οι ίδιοι οι αδελφοί από την εκκλησία του. Όλη μέρα ήταν κοντά του με βάρδιες και τον βοηθούσαν. Με λόγια γλυκά παρηγορούσαν τη γυναίκα του. Κάποιοι άλλοι αδελφοί, που τα οικονομικά τους ήταν πιο καλά, αγόρασαν ένα διαμέρισμα κοντά τους για να είναι όλοι μαζί και να τον φροντίζουν. Έγινε σκοτωμός στην εκκλησία για το ποιος θα του έδινε το νεφρό για τη μεταμόσχευση. Τελικά έγινε η μεταμόσχευση και φυσικά τα έξοδα όλα πληρωμένα από τους αδελφούς της εκκλησίας!
Ξύπνησε και πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι καταϊδρωμένος, μέσα στο σκοτεινό δωματιάκι έρμος και μόνος. «Θεέ μου, τι όνειρο ήτανε και τούτο»; Πήρε τα χάπια του και ετοιμάστηκε να πάει, όπως κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, στο Τεχνητό Νεφρό…
Κύριε, βοήθησέ με να κάνω παρά να λέω…
(Α.Π.)
«…η θεία δύναμή του έχει θέσει δωρεάν στη διάθεσή μας όλα όσα είναι απαραίτητα για τη ζωή και την ευσεβή διαγωγή μας, με την απόκτηση σαφούς γνώσεως εκείνου που μας κάλεσε, οδηγώντας μας μέσα από τη δόξα και την αρετή» (Β’ Πέτρ. 1:3)
Πράγματι, ο Θεός μέσω του Ιησού Χριστού μας δίνει όλα όσα είναι απαραίτητα για τη ζωή μας:
• Όταν Του παραδώσουμε τα βάρη μας, μας δίνει ανάπαυση.
• Όταν Του παραδώσουμε τις δοκιμασίες μας, μας δίνει υπομονή.
• Όταν Του παραδώσουμε τις θλίψεις μας, μας δίνει παρηγοριά.
• Όταν Του παραδώσουμε τις ανησυχίες μας, μας δίνει ειρήνη.
• Όταν Του παραδώσουμε τις αδυναμίες μας, μας δίνει δύναμη.
• Όταν Του παραδώσουμε την τυφλότητά μας, μας δίνει φως.
• Όταν Του παραδώσουμε την ψυχρή καρδιά μας, τη γεμίζει με την αγάπη Του και τη ζεσταίνει.
• Όταν Του παραδώσουμε τις ανάγκες μας, τις καλύπτει όλες.
• Όταν Του παραδώσουμε τους εαυτούς μας, μας δίνει τον ουρανό.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
Ένας διάκονος στη λαύρα του αγίου Γερασίμου, στην Παλαιστίνη, άρχισε να φέρεται ψυχρά σε κάποιο μοναχό, αδελφικό του φίλο. Εκείνος, μόλις το διαπίστωσε, έσπευσε να τον ρωτήση τί συνέβαινε. Ο διάκονος του απάντησε ότι του είχε κάνει μεγάλο κακό.
Ο αδελφός διαμαρτυρήθηκε και τον διαβεβαίωνε ότι δεν του έκανε κανένα κακό. Μια μέρα μάλιστα, καθώς τον είδε να κρατά το δισκοπότηρο και να κοινωνή τους αδελφούς της λαύρας, τον πλησίασε και του ορκίστηκε ότι ένιωθε τη συνείδηση του καθαρή απ’ αυτό που τον κατηγορούσε. Ο διάκονος όμως δεν ήθελε να πειστή.
Τότε ο μοναχός, ακολουθώντας τα λόγια των αγίων πατέρων, άρχισε να σκέπτεται:
-Ο διάκονος με αγαπά και από την πολλή του αγάπη είχε το θάρρος να μου φανερώση τί έκρυβε μέσα του για μένα. Το έκανε αυτό για να προσέχω στο μέλλον και να μην επαναλάβω αυτό το κακό. Όμως , άθλια ψυχή μου, εσύ που αρνείσαι ότι το έκανες, σκέψου ότι έχεις κάνει μυριάδες άλλα και τα λησμόνησες! Πού είναι οι αμαρτίες που έκανες χθες ή προ δέκα ημερών; Τις θυμάσαι; Όχι βέβαια. Άρα μπορεί να έχης κάνει και αυτό το κακό, και να το λησμόνησες, όπως και τα προηγούμενα.
Έτσι ο ταπεινός μοναχός διευθέτησε την καρδιά του σαν να είχε πραγματικά αδικήσει τον διάκονο και να ξέχασε την αδικία. Άρχισε μάλιστα να ευχαριστή τον Θεό και τον αδελφό του, γιατί αξιώθηκε να έρθη σε επίγνωση του σφάλματος του και σε μετάνοια.
Μετά τη συναίσθηση αυτή, σηκώθηκε και πήγε να ζητήση συγνώμη από τον διάκονο και να τον ευχαριστήση. Αλλά μόλις χτύπησε την πόρτα του κελλιού του, του άνοιξε εκείνος και του έβαλε πρώτος μετάνοια λέγοντας:
-Συγχώρησε με, αδελφέ μου, γιατί χλευάστηκα από τον διάβολο και σε υποπτεύθηκα άδικα. Με πληροφόρησε όμως ο Θεός ότι δεν έχεις καμμιά ευθύνη.
( Αββάς Ζωσιμάς)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.247-248)
ΜΗ ΚΡΊΝΕΤΕ, ΊΝΑ ΜΗ ΚΡΙΘΗΤΕ
Όποιος κατακρίνει τους άλλους, πέφτει στα ίδια σφάλματα
- Γέροντα, πώς συμβαίνει, όταν κατακρίνω μια αδελφή για κάποιο σφάλμα της, σε λίγο να κάνω κι εγώ το ίδιο σφάλμα;
- Αν κατακρίνη κανείς τον άλλον για ένα σφάλμα του και δεν καταλάβη την πτώση του, ώστε να μετανοήση, συνήθως πέφτει στο ίδιο σφάλμα, για να το καταλάβη. Ο Θεός δηλαδή από αγάπη επιτρέπει να αντιγράφη ο άνθρωπος την κατάσταση αυτού τον οποίο κατέκρινε. Αν πής λ.χ. ότι κάποιος είναι πλεονέκτης και δεν καταλάβης ότι κατέκρινες, ο Θεός παίρνει την Χάρη Του και επιτρέπει να πέσης κι εσύ στην πλεονεξία· αρχίζεις τότε να μαζεύης. Μέχρι να καταλάβης την πτώση σου και να ζητήσης συγχώρεση από τον Θεό, θα λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι.
Για να σε βοηθήσω, θα σού πω κάτι από τον εαυτό μου. Όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου, έμαθα για μια συμμαθήτριά μου από το Δημοτικό ότι είχε παραστρατήσει και έκανε ζημιά κάτω στην Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπόν να την φωτίση ο Θεός να ανεβή στο μοναστήρι, για να της μιλήσω. Είχα ξεχωρίσει και μερικά κομμάτια περί μετανοίας από την Αγία Γραφή και από Πατερικά. Μια μέρα λοιπόν ήρθε με δυο άλλες γυναίκες. Μιλήσαμε και έδειξε ότι κατάλαβε. Στην συνέχεια ερχόταν συχνά με το παιδί της και έφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι για τον ναό. Μια φορά κάποιοι γνωστοί προσκυνητές από την Κόνιτσα μου λένε: «Πάτερ, αυτή η γυναίκα υποκρίνεται. Εδώ φέρνει κεριά και λιβάνι και κάτω συνεχίζει με τους αξιωματικούς». Όταν ξαναήρθε, την βρήκα στην εκκλησία να ασπάζεται τις εικόνες, και της έβαλα τις φωνές: «Φύγε από δώ, της είπα, έχεις βρωμίσει όλη την περιοχή!...». Η καημένη έφυγε κλαίγοντας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και αισθάνθηκα μεγάλο σαρκικό πόλεμο. «Τί είναι αυτό; λέω. Ποτέ μου δεν είχα τέτοιον πειρασμό. Τί συμβαίνει;». Δεν μπορούσα να βρώ την αιτία. Κάνω προσευχή, τα ίδια· οπότε παίρνω τον ανήφορο για την Γκαμήλα. «Καλύτερα να με φάνε οι αρκούδες», είπα. Προχώρησα αρκετά μέσα στο βουνό· ο πειρασμός δεν υποχωρούσε. Βγάζω τότε ένα τσεκουράκι που είχα κρεμασμένο στην μέση μου και δίνω τρεις τσεκουριές στο πόδι μου, μήπως και με τον πόνο φύγη ο πειρασμός. Το παπούτσι γέμισε αίμα, αλλά τίποτε. Σε μια στιγμή ήρθε στον νού μου εκείνη η γυναίκα και τα λόγια που της είχα πεί. «Θεέ μου, είπα τότε, εγώ για λίγο έζησα αυτήν την κόλαση και δεν μπορώ να την αντέξω, κι αυτή η ταλαίπωρη που ζη συνέχεια αυτήν την κόλαση!... Συγχώρεσέ με που την κατέκρινα». Αμέσως ένιωσα μια δροσιά θεϊκή και εξαφανίσθηκε ο πόλεμος. Βλέπεις τί κάνει η κατάκριση;
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 104-106)
ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ οι βιογράφοι του Οσίου Ευθυμίου του Μεγάλου πως ανάμεσα στ’ άλλα χαρίσματα που του είχε δώσει ο Θεός, ήταν και τούτο: Όταν ιερουργούσε -γιατί είχε το αξίωμα της ιεροσύνης- έβλεπαν οι μαθητές του, όσοι τουλάχιστον ήταν άξιοι, Άγιο Άγγελο να τον εξυπηρετεί μέσα στο Άγιο Βήμα.
Όταν οι μοναχοί του πλησίαζαν να κοινωνήσουν, έβλεπε στα πρόσωπά τους ο Όσιος ποιοι ήταν προετοιμασμένοι και ποιοι απροετοίμαστοι ή και ανάξιοι να προσέλθουν, κι αμέσως τους εμπόδιζε. Ύστερα τους καλούσε σε εξομολόγηση για να καθαρίσουν την ψυχή τους.
ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ Άγιο Επίσκοπο λένε ακόμη οι Πατέρες πώς όταν έβγαινε να κοινωνήσει τον λαό, έβλεπε να πηγαίνουν οι Χριστιανοί, άλλοι με κατάμαυρο πρόσωπο, άλλοι μ’ εξογκωμένα κι ερεθισμένα μάτια, που μόλις έπαιρναν τα Άχραντα Μυστήρια καίγονταν. Άλλοι πάλι πήγαιναν με ολόλευκα φορέματα και φωτισμένη όψη και το Άγιο Σώμα του κυρίου τους λάμπρυνε περισσότερο.
Ο επίσκοπος παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει το μυστήριο που έβλεπε μπροστά του. Άγγελος Κυρίου του εξήγησε πως όσοι πήγαιναν να κοινωνήσουν με λαμπρό πρόσωπο και λευκή στολή, ζούσαν με αγνότητα και σωφροσύνη, ήταν δίκαιοι, συμπαθείς στους άλλους και φιλεύσπλαχνοι. Πλησίαζαν τα Άγια Μυστήρια με καθαρή Συνείδηση και η Θεία χάρη τους επισκίαζε. Εκείνοι που φαίνονταν κατάμαυροι, ήταν βυθισμένοι στη λάσπη των σαρκικών επιθυμιών. Όσοι είχαν ερεθισμένα και εξογκωμένα μάτια, ήταν πονηροί και άδικοι, φθονεροί και άπληστοι. Αυτοί, όχι μόνο δεν ωφελούνταν από την Θεία Κοινωνία, μα καταδικάζονταν, γιατί τολμούσαν να πλησιάσουν με βαρυμένη συνείδηση χωρίς μετάνοια και προετοιμασία.
Από τότε ο καλός ποιμενάρχης κήρυξε μετάνοια και διόρθωση ζωής το ποίμνιο που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος και εμπόδιζε τους ανάξιους από την Θεία Κοινωνία.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ.139-140)