E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Η οσία Αθανασία Αιγίνης
Η οσία Αθανασία, της οποίας η μνήμη εορτάζεται στις 18 Απριλίου, γεννήθηκε και ασκήτεψε στην Αίγινα στους χρόνους της ειδωλολατρίας. Για τη μεγάλη της αρετή αναδείχθηκε ηγουμένη μιας ομάδας μοναζουσών, που ως φροντιστή και πνευματικό οδηγό είχε τον πρεσβύτερο Ματθία, ηγούμενο μιας ασκητικής συνοδείας. Ο φιλόθεος αυτός άνδρας δοκίμαζε τόση κατάνυξη όταν τελούσε τη θεία λειτουργία, ώστε αυτοί που τον έβλεπαν αποκόμιζαν μεγάλη ωφέλεια. Ο Ματθίας έτρεφε πολύ μεγάλη αγάπη στον απόστολο και ευαγγελιστή Ιωάννη. Κάποια χρονιά, στη μνήμη του αγίου, κι ενώ ετοιμαζόταν να τελέσει την αναίμακτη λατρεία, γέμισε από άφατη κατάνυξη.
-Άραγε, ρώτησε κάποιον δίπλα του, υπάρχει σήμερα άνθρωπος που είναι άξιος να πάει στην Έφεσο και να δει τον απόστολο Ιωάννη;
Η λειτουργία άρχισε. Και ο μακάριος Ματθίας για την πίστη και την αγάπη του στον άγιο, αξιώθηκε να τον βλέπει παρόντα στο άγιο θυσιαστήριο από την αρχή μέχρι το τέλος της θείας μυσταγωγίας. Και δεν τον είδε μόνο αυτός. Τον είδαν κι άλλοι δύο που ήταν κοντά του στη διάρκεια του μυστηρίου. Για τρεις μέρες ένιωθε τέτοια κατάνυξη, ώστε δεν μπορούσε να δοκιμάσει υλική τροφή.
Αντάξια μαθήτρια ενός τέτοιου πνευματικού διδασκάλου υπήρξε η οσία Αθανασία. Την αγία της βιοτή επισφράγισε μ’ έναν οσιακό θάνατο. Κι όταν συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες από την εκδημία της, συνέβη το εξής θαυμαστό:
Ενώ η θεία λειτουργία είχε αρχίσει, ο Κύριος άνοιξε τα μάτια της ψυχής στις δύο κορυφαίες του χορού των μοναζουσών, και τί να δουν! Στο κέντρο του ναού δύο φοβεροί άνδρες με αστραφτερή στολή είχαν ανάμεσα τους την Αθανασία. Αμέσως έβγαλαν μια πορφύρα στολισμένη με πετράδια και μαργαριτάρια, και την έντυσαν σαν βασίλισσα. Ύστερα στόλισαν το κεφάλι της με στεφάνι που είχε μπρος και πίσω σταυρούς, κι αφού της έδωσαν στο χέρι μια ράβδο κοσμημένη με πολύτιμα πετράδια, την οδήγησαν στο άγιο θυσιαστήριο.
Την ίδια ώρα η λάρνακα, που περιείχε το λείψανο της οσίας, άρχισε να τρίζει. Κι αυτός ο τριγμός συνεχίστηκε, μέχρι που συμπληρώθηκε ολόκληρος χρόνος.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι.Μονή Παρακλήτου, σελ.75-76)

Η συνετή σύζυγος
Ο όσιος Παναγής Μπασιάς είχε βαπτίσει την αδελφή του Σπύρου Μηνιάτη, που λεγόταν Ρουμπίνα. Αυτή παντρεύθηκε ένα πολύ σκληρό και βάναυσο άνδρα, που την κακομεταχειριζόταν. Ένα μεσημέρι η οικογένεια του Σπύρου καθόταν στο τραπέζι και έτρωγε. Ξαφνικά βλέπουν μπροστά τους αναπάντεχα τον άγιο, που απευθυνόμενος προς τον Σπύρο του είπε:
-Ε! Τί κάθεσαι… Αυτή την στιγμή την αδελφή σου την Ρουμπίνα την δέρνει απάνθρωπα ο άνδρας της. Και δεν φθάνει αυτό, αλλά της έσπασε και το χέρι της. Και το χειρότερο έκανε τα γαμήλια στέφανα τους κομμάτια. Και συνέχισε ακόμα πιο έντονα:
-Πλην όμως, ο πρώτος γάμος είναι μυστήριο! Ακούς;
Μετά τα λόγια αυτά έφυγε βιαστικά.
Το επεισόδιο που τους ανήγγειλε, γινόταν σ’ ένα χωριό, σε μακρινή απόστασι, αλλά ο Σπύρος πίστεψε τον άγιο και στενοχωρήθηκε κατάκαρδα για την αδελφή του. Σηκώθηκε αμέσως, ετοίμασε το μουλάρι του και έσπευσε να πάη να δη τί γίνεται στο σπίτι της. Όταν εκείνη τον είδε, τον δέχθηκε με χαρά και του είπε:
-Πώς, αδελφέ μου, τέτοια ώρα, μεσημέρι μ’ αυτή τη ζέστη του Ιουλίου, ξεκίνησες για δω;
Ο Σπύρος την ρώτησε:
-Ρουμπίνα, πού είναι ο άνδρας σου;
-Αχ Σπύρο μου, είχε ξενύχτι απόψε στην δουλειά του και κουράστηκε και βγήκε έξω να συναντήση κανένα χωριανό να του περάση η ώρα.
-Καλά, το χέρι σου τί έχει;
-Αδελφέ μου, αυτές οι προβατίνες, όταν πρόκειται να βγουν έξω από το μανδρί, κάνουν πολλά πηδήματα. Μ’ έσπρωξαν, έπεσα και χτύπησα. Μα δεν είναι τίποτα… Έλα τώρα πάμε να ξεκουρασθής και το απόγευμα φεύγεις με τη δροσιά.
Μπαίνοντας στο σπίτι ο Σπύρος αμέσως κοίταξε στα εικονίσματα, γιατί διαρκώς σκεπτόταν τα λόγια του οσίου Παναγή.
-Ρουμπίνα, πού είναι τα στέφανα σου; Δεν τα βλέπω.
Η αδελφή του, που δεν ήθελε να διαλύση τον γάμο της, δικαιολογείται και λέει:
-Σπύρο μου, με τις δουλειές μου είχα καιρό να ξεσκονίσω και τα κατέβασα να τα καθαρίσω.
Η γυναίκα προσπάθησε να κρύψη την άθλια συμπεριφορά του συζύγου της και να μη φανερώση την αλήθεια. Αλλά ο αδελφός της που όλα τα ήξερε με το διορατικό χάρισμα του οσίου της είπε:
-Αδελφή μου. Σήκω να φύγουμε, γιατί ο άνδρας σου είναι σκληρός και σε βασανίζει. Εγώ ήρθα εδώ γιατί μας απεκάλυψε την κατάστασι σου ο νουνός σου παπα-Μπασιάς. Έλα μαζί μου, η ζωή σου εδώ θα είναι μαρτύριο.
Η Ρουμπίνα όμως, συνετή και ανδρεία στην αντιμετώπισι των δυσκολιών της ζωής, γνώριζε ότι δεν έπρεπε να διαλύση το σπιτικό της.
-Αδελφέ μου, του απαντά, όταν ο Θεός προστάζη, πρέπει να τα υπομένω όλα.
Έτσι ο Σπύρος Μηνιάτης έφυγε διαπιστώνοντας ότι όλα τα λόγια του οσίου ήταν αληθινά.
( Άγιος Παναγής Μπασιάς)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.90-92)

Ο ηγούμενος και ο έμπορος
Ο ηγούμενος της μονής Βισοκογκόρσκ Αντώνιος και ένας έμπορος επισκέφθηκαν τον όσιο Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833). Ο στάρετς είπε στον ηγούμενο να περιμένη και άρχισε να συζητά με τον έμπορο. Αφού τον επετίμησε για τις αμαρτίες του, τον συμβούλευσε:
-Όλες οι θλίψεις και οι συμφορές σου είναι συνέπεια της αμαρτωλής ζωής σου. Άφησε την και φρόντισε να διορθωθής.
Μιλούσε με τόση θέρμη, που και ο έμπορος και ο ηγούμενος συγκινήθηκαν μέχρι δακρύων. Τελειώνοντας είπε στον έμπορο:
-Να νηστέψης εδώ στο μοναστήρι και να κοινωνήσης. Αν μετανοήσης ειλικρινά, ο Κύριος δεν θα σου αρνηθή το Έλεος Του.
Ο έμπορος έβαλε μετάνοια στον όσιο, τον ευχαρίστησε για τις συμβουλές του, υποσχέθηκε να τις τηρήση, ζήτησε τις προσευχές του και βγήκε από το κελλί δακρυσμένος.
-Γέροντα, είπε τότε ο ηγούμενος, η ψυχή του ανθρώπου είναι ανοιχτή μπροστά σας, όπως ένα πρόσωπο μπροστά στον καθρέπτη. Παρετήρησα ότι χωρίς ν’ακούσετε τις συμφορές και τα προβλήματα αυτού του προσκυνητού του τα είπατε όλα.
Και ενώ ο όσιος σιωπούσε, ο ηγούμενος συνέχισε:
-Βλέπω ότι ο νους σας είναι τόσο καθαρός, που τίποτε δεν μένει κρυφό στην καρδιά του πλησίον.
-Μη μιλάς έτσι, χαρά μου, είπε ο στάρετς φέρνοντας το δεξί του χέρι στα χείλη του συνομιλητού. Η καρδιά του ανθρώπου είναι ανοιχτή μόνο στον Κύριο. Καρδιογνώστης είναι μόνο ο Θεός.
-Πώς όμως, πάτερ μου, είπατε στον έμπορο ό,τι χρειαζόταν, χωρίς να του κάνετε ούτε μια ερώτησι;
-Ο άνθρωπος αυτός, εξήγησε ο όσιος, με επισκέφθηκε σαν δούλο του Θεού. Εγώ ο αμαρτωλός Σεραφείμ έτσι σκέφτομαι, ότι πραγματικά είμαι αμαρτωλός δούλος του Θεού. Ό,τι λοιπόν με διατάζει ο Κύριος, αυτό μεταδίδω σ’όποιον μού ζητά κάτι ωφέλιμο. Την πρώτη σκέψι που μου έρχεται, την θεωρώ υπόδειξι του Θεού και την ανακοινώνω στον συνομιλητή μου. Δεν γνωρίζω τί γίνεται μέσα στην ψυχή του, πιστεύω όμως ότι την πρώτη σκέψι μού την υποδεικνύει ο Θεός. Υπάρχουν όμως και περιστατικά για τα οποία δεν καταφεύγω στο θέλημα του Θεού, αλλά στην λογική μου, επειδή μου φαίνονται απλά. Σε τέτοιες περιπτώσεις γίνονται πάντοτε λάθη.
Τελειώνοντας ο όσιος την αποκαλυπτική αυτή συζήτησι, την οποία μετέδωσε ο ίδιος ο ηγούμενος της μονής του Βισοκογκόρσκ, είπε:
-Όπως το σίδερο στο αμόνι, έτσι παρέδωσα τον εαυτό μου και το θέλημα μου στον Κύριο και Θεό. Ό,τι αρέσει σ’Εκείνον, αυτό κάνω. Δεν έχω δικό μου θέλημα. Ό,τι υπαγορεύει Εκείνος, αυτό ανακοινώνω. ( Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι.Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄,σελ.81-82)

890.  ΣΠΕΡΜΑΤΑ ΚΑΚΙΑΣ.  Ο διάσημος Γάλλος ιεροκήρυξ Μασσιγιόν περιέγραφε θαυμάσια στα κηρύγματά του, την ανθρώπινη κακία.  Κάποιος μία μέρα τον ρώτησε:
- Πάτερ, πως γίνεται σείς, μοναχός, κι άνθρωπος του Θεού να έχετε τέτοια πείρα της ανθρώπινης κακίας;
Κι ο Μασσιγιόν απάντησε:
- Την βρίσκω λίγο πολύ μέσα στην καρδιά μου, αν σκάψω λίγο βρίσκω τα σπέρματα της.

891.  ΚΑΚΟΛΟΓΙΑ (Γλώσσα, Κατηγορία, Κατακρίσεις).
ΩΡΑΙΟ ΣΠΙΤΙ ΑΥΤΟ.  Ο άγιος Θωμάς Μωρ, μέγας καγγελάριος της Μ. Βρετανίας, κάθε φορά που κάποιος άρχιζε να του κατηγορεί ένα τρίτο άλλαζε συνομιλία επαινώντας το σπίτι που είχε μπρός του λέγοντας:
- Τι ωραίο σπίτι που είναι αυτό εδώ.  Εξάπαντος ο αρχιτέκτων θα ήταν άνθρωπος αξίας…
Κι έτσι έδινε να εννοήσει ο συνομιλητής του το λάθος του.

(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 409-411)

Κάποτε ο Γέροντας Ιωσήφ είχε κάποια δουλειά να κάνει στη Μεγίστη Λαύρα, επειδή η Σκήτη του Αγίου Βασιλείου εκεί υπάγεται διοικητικά.
Όταν λοιπόν έφτασε στην αυλή της Μονής ήσαν μαζεμένοι μερικοί πατέρες και μιλούσαν. Μόλις οι πατέρες είδαν τον Γέροντα – που είχαν ακούσει την φήμη του ως ασκητού – θέλησαν να τον δοκιμάσουν. Και τούτο διότι οι Αγιορείτες πατέρες, ως κληρονόμοι ασκητικής πείρας, γνωρίζουν καλά πως οι πλανεμένοι ή οι ψευτοασκητές είναι πάντοτε υπερήφανοι, θεληματάρηδες και αντιλογούν.
- Έλα εδώ, του λένε.
- Ευλόγησον, λέει ο Γέροντας.
- Κάτσε μες στη μέση.
- Να ’ναι ευλογημένο.
- Τώρα, πάρε δρόμο και φύγε.
- Να ’ναι ευλογημένο.
Και έλεγαν κατόπιν με θαυμασμό οι πατέρες:
- Αυτός είναι καλόγερος!
Αντιθέτως η πολυλογία αποδιώκει όλα τα καλά. Γι’ αυτό και ο Γέροντας Ιωσήφ σ’ όλη του τη ζωή καλλιέργησε εντατικά την μητέρα αυτή των αρετών (σ. εδώ εννοεί τη σιωπή).
Από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτου «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, σ. 125.

 

"Ψυχικές και σωματικές ασθένειες"
Ο Γέροντας πάντοτε έδινε προτεραιότητα στην ασθένεια της ψυχής, άσχετα αν η ασθένεια του σώματος είναι σοβαρή.
Πολλοί ασθενείς επισκέπτες του ζητούσαν πιεστικά να προσευχηθεί μόνο για την ίαση της σωματικής ασθένειάς τους.
Δεν μπορούσαν να την υπομείνουν.
Νόμιζαν ότι η παράταση της σωματικής τους ασθένειας θα κλονίσει την πίστη τους στο Χριστό και θα τους οδηγήσει
τελικά στην ασθένεια της ψυχής. Κατά τον Γέροντα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: Η ανεπίγνωστη ασθένεια της ψυχής τους,
η αμαρτία, τους έκλεινε τα μάτια και δεν έβλεπαν το υψηλό παιδαγωγικό νόημα της σωματικής τους ασθένειεας,
που επέτρεπε η αγάπη του Θεού. Ο Γέροντας ήξερε ότι, αν προσευχόταν μόνο για τη σωματική τους ίαση, δε θα τους βοηθούσε,
διότι ουσιαστικά θα έμεναν ανίατοι.Πάντα προσπαθούσε να συνδέσει τη σωματική τους θεραπεία με την ψυχική τους ίαση…
Ένας χριστιανός ψυχίατρος ακούσθηκε να λέει σε μία θρησκευτική συνάθροιση: Εγώ, ως ψυχίατρος, δεν είμαι ιατρός της ψυχής του ανθρώπου,
αλλά του νευρικού του συστήματος. Και κυριολεκτούσε. Ψυχασθενής είναι μόνο ο αμετανόητος αμαρτωλός,
διότι η ψυχη ασθενεί, μόνο όταν αμαρτάνει χωρίς να μετανοεί. Ιατρός της ψυχής είναι μόνο ο Χριστός.
Και, κατά χάριν Χριστού, ο άγιος που, γνωρίζοντας την ψυχή, έχει αποκτήσει αυτογνωσία και ετερογνωσία.
Ο μη άγιος, ο εμπαθής, που αγνοεί την ψυχή, τη δική του και των άλλων, πώς μπορεί να γίνει ιατρός της ψυχής;
Ο Χριστός και, κατα χάριν Χριστού, ο άγιος, αφού μπορεί και πραγματοποιεί το δυσκολότερο, τη θεραπεία της ψυχής,
μπορεί και πραγματοποιεί και το " ευκολώτερον ", τη θεραπεία του σώματος, όταν η δεύτερη βοηθά την πρώτη.
Οι σωματικές ασθένειες εξυπηρετούν πολλούς και ποικίλους σκοπούς της υπέρλογης αγάπης του Θεού.
Θυμίζει δεισιδαιμονία η απλουστευτική αντίληψη, ότι οι σωματικά ασθενείς τιμωρούνται από το Θεό για τις αμαρτίες τους
και οι σωματικά υγιείς αμείβονται από το Θεό για την αρετή τους.
Στην πραγματικότητα, μπορεί να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, όπως με πολλούς αγίους, που ασθενούν σωματικά ισοβίως,
και με πολλούς αμετανόητους αμαρτωλούς, που υγιαίνουν σωματικά ισοβίως.
Βέβαια, κανείς δεν αμφισβητεί, ότι μία ταραγμένη, από αμαρτωλά πάθη, ψυχή αποτελεί γόνιμο έδαφος για την εκβλάστηση
και ανάπτυξη πολλών σωματικών ασθενειών,και αντιθέτως,
μία γαλήνια, από θεία κατάνυξη, ψυχή, δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για τη θεραπεία των ασθενειών αυτών
και την άνθηση της σωματικής υγείας. Όμως, οι συγκεκριμένες διακυμάνσεις της σωματικής υγείας και ασθενείας κάθε ανθρώπου,
σε τελευταία ανάλυση, αποτελούν μυστική έκφραση της παιδαγωγίας του Θεού, που μόνο Εκείνος και οι άγιοί Του γνωρίζουν.
[Γ 206-8]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.84-86)

Αγωνοθέτης
Ο Χριστός
Δεν μιλάμε καθόλου για τα ανθρώπινα ούτε για τη δόξα του κόσμου, αλλ’ αποβλέπουμε μονάχα στο Θεό.
Αυτό είναι ανάγκη παντού και πάντοτε να κάνουμε. Καθ’ όσον δεν βλέπουν τον αγώνα μας μονάχα οι άγγελοι,
αλλά και πρώτα απ’ αυτούς ο Αγωνοθέτης.
Ε.Π.Ε. 18,328

και κριτής
Κάθε νύχτα ας είναι μια παννυχίδα. Όταν τελειώνουμε τη μέρα, ας φροντίζουμε να μη γινώμαστε γελοίοι.
Και μακάρι γελοίοι μόνο να γινόμασταν.
Τώρα ο Αγωνοθέτης κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, ακούγοντας μήπως λέμε κάτι ανάρμοστο, κάτι παράφωνο.
Διότι ο Χριστός δεν είναι μόνο αγωνοθέτης. Είναι και κριτής.
Ε.Π.Ε. 24,560

Αδάμ
πλάστηκε να ‘ναι αθάνατος 
Απ’ την αρχή ήθελε να σε κάνη αθάνατο, αλλά δεν θέλησες εσύ.
Ενδείξεις της αθανασίας: Η συναναστροφή με τον Θεό, η απουσία ταλαιπωρίας στη ζωή,
η έλλειψις λύπης και φροντίδας και κόπων και όλων των άλλων θνητών στοιχείων.
Διότι ο Αδάμ δεν είχε ανάγκη ούτε από ρούχα ούτε από στέγη ούτε από τίποτε άλλο είδος.
Έμοιαζε περισσότερο με τους αγγέλους και ήξερε πολλά απ’ τα μέλλοντα. Και ήταν γεμάτος σοφία.
Ε.Π.Ε. 18,486

και Ιώβ
Τον Αδάμ τον δοκίμασε ο Θεός με απλά λόγια, ενώ τον Ιώβ με έργα δοκιμασίας.
Τον μεν Ιώβ τον δοκίμασε αφού τον απογύμνωσε από κάθε πλούτο, ενώ απ’ τον Αδάμ δεν αφήρεσε τίποτε από όσα είχε.
Ε.Π.Ε. 31,114

χωρίς πόνο, και όμως έπεσε
Στον Ιώβ επετέθη ο πειρασμός μετά την απώλεια της περιουσίας του και των παιδιών του,
μετά την απογύμνωση του από όλα τα υπάρχοντά του. Ενώ στην Εδέμ δεν συνέβηκε κάτι τέτοιο.
Δεν έχασε παιδιά ο Αδάμ ούτε χρήματα. Δεν κάθησε πάνω σε κοπριά. Κατοικούσε στον παράδεισο της χαράς.
Απολάμβανε τους καρπούς τόσων δέντρων και τις πηγές και τα ποτάμια κι όλα τα αγαθά. Πουθενά σ’ αυτόν δεν υπήρχε μόχθος ή πόνος ή άθυμία ή φροντίδες ή ονειδισμοί ή βρισιές. Τίποτε απ’ τα αναρίθμητα κακά, που είχαν βρή τον Ιώβ. Και όμως ο Αδάμ κατέπεσε και καταντροπιάστηκε. Ε.Π.Ε. 31,120

αδικήθηκε απ’ την απερισκεψία του
Λένε μερικοί: Δεν αδίκησε ο Θεός τον Αδάμ, που τον γκρέμισε και τον έδιωξε απ’ τον παράδεισο; Όχι ο Θεός.
Η απερισκεψία του αδικηθέντος Αδάμ τον έβγαλε απ’ τον παράδεισο και το ότι δεν πρόσεχε και δεν ήταν σε εγρήγορσι.
Ο Διάβολος, που μεταχειρίστηκε τόσους και τέτοιου είδους δόλους κι όμως δεν κατάφερε να καταβάλη τον Ιώβ,
πώς θα μπορούσε με πολύ λιγώτερα μέσα να καταβάλη τον Αδάμ αν αυτός δεν πρόδιδε τον εαυτό του;
Ε.Π.Ε. 31,508

νέος, ο Χριστός
Έπρεπε, ο πρύτανις της αγιότητας να προέλθη από καθαρό και άγιο τόκο.
Άλλωστε Αυτός είναι που από παρθένο γη έπλασε τον Αδάμ, και από τον Αδάμ, χωρίς γυναίκα, έπλασε τη γυναίκα.
Ε.Π.Ε. 35,474

και Εύα
Όταν αμάρτησε ο Αδάμ εκείνη την οδυνηρή αμαρτία και καταδίκασε το κοινό γένος των ανθρώπων,
καταδικάστηκε να ζή έκτοτε με λύπη. Εκείνη όμως (ή Εύα), που αμάρτησε περισσότερο, ώστε η αμαρτία του Αδάμ,
συγκρινόμενη με τη δική της, να μη θεωρήται καν αμαρτία (!), καταδικάστηκε σε μεγαλύτερη λύπη,
διότι η λύπη μπορεί να ταλαιπωρήση περισσότερο απ’ το μόχθο.
Ε.Π.Ε. 37,454

Αδάμας
η αρετή
Το σκουλήκι δεν μπορεί να επηρεάση το διαμάντι. Κι αν το ακουμπήση, τίποτε δεν το βλάπτει. Ε.Π.Ε. 21,342

ο Παύλος συνεκινείτο
Ο Παύλος, που καταφρονούσε τα πάντα, που περιφρονούσε τη φωτιά, ο αδαμάντινος, ο σταθερός, ο ακλόνητος,
ο απόλυτα συγκροτημένος, ο καθηλωμένος στο φόβο του Θεού, ο άκαμπτος, αυτός ο Παύλος λύγισε.
Σαν είδε τα δάκρυα αγαπητών του προσώπων, συνθλίφτηκε και συντρίφτηκε, αυτός που ήταν σαν διαμάντι.
Ε.Π.Ε. 22,442

ο χαρακτήρας του αγίου
Οι μεν αράχνες αυτόματα διασπώνται, έστω κι αν κανένας δεν τις πειράζη.
Το διαμάντι όμως, κι όταν το χτυπάς, παραμένει άθικτο.
Ε.Π.Ε. 31,542

Αδαπάνητος
η χάρις
Δεν ξοδεύεται η χάρις, δεν τελειώνει η δωρεά, δεν μολύνονται τα νερά του βαπτίσματος.
Καινούργιος είναι ο τρόπος της καθάρσεως, αφού δεν πρόκειται για σωματικό καθαρισμό.
Στην περίπτωσι μεν των σωμάτων, όταν καθαρίσουν περισσοτέρους ανθρώπους τα νερά, μολύνονται περισσότερο,
ενώ εδώ όσο περισσοτέρους καθαρίζουν, τόσο καθαρότερα γίνονται.
Ε.Π.Ε. 36,164

Αδάπανο
το ευαγγέλιο
Πες μου, τί λες; Δεν θεωρείς καύχημα για σένα το να κηρύττης το ευαγγέλιο, αλλά το να κάνης αδάπανη την κήρυξι του ευαγγελίου;
Λοιπόν αυτό είναι μεγαλύτερο εκείνου; Καθόλου.
Από άλλη πλευρά έχει κάτι περισσότερο* ότι το μεν κήρυγμα είναι προσταγή, το δέ αδάπανο είναι κατόρθωμα της δικής μου προαιρέσεως.
Γιατί όσα γίνονται πέρα απ’ την εντολή, έχουν πολύ μισθό. Όσα γίνονται σύμφωνα με την εντολή, όχι τόσο.
Ε.Π.Ε. 18α,14

Άδεια
για το... κακό!
Όποιος ξέρει αυτόν που κάνει το κακό και τον ανέχεται και τον αποκρύπτει,
είναι σαν να του δίνη την άδεια να διαπράττη με μεγαλύτερη θρασύτητα το κακό.
Ε.Π.Ε. 34,118

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 92-95)

Κάποια μέρα, στα Κατουνάκια, ένας γείτονας μοναχός, Κρητικός στην καταγωγή, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει άδικα τον Γερο-Εφραίμ (σ. αγιορείτη ασκητή, επιλεγόμενο «Βαρελά», στον οποίο ήταν στην αρχή υποτακτικός ο μετέπειτα γέροντας Ιωσήφ), για κάποιο οροθέσιο κοντά στην καλύβη τους.

-Είσαι παλιόγερος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος…

Του ’λεγε, και ο Γερο- Εφραίμ, επειδή ήταν πολύ πράος και απλός, δεν ήθελε να απαντήσει και γι’ αυτό φώναζε:

-Τι τραβάω απ’ αυτόν τον άνθρωπο! Τι τραβάω απ’ αυτόν τον άνθρωπο!

Ο Φραγκίσκος (σ. έτσι ονομαζόταν ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής ως δόκιμος), νέος τότε με ζωντανά τα πάθη ακόμα μέσα του, μόλις είδε το σκηνικό άναψε από τον θυμό. Σκέφθηκε να βγει έξω αγανακτισμένος και να «τακτοποιήσει» τον αγενή γείτονα, διότι άδικα στενοχωρούσε τον Γέροντά του.
Η καρδιά του νεαρού υποτακτικού άρχισε να κτυπάει γρήγορα, το αίμα να βράζει και ο νους να θολώνει, διότι ήταν εκ φύσεως λίαν θυμώδης. Ο λογισμός του έλεγε: «Βγες έξω και κτύπα τον!»
Κατάλαβε όμως πως, εάν έβγαινε έξω, δεν μπορούσε να προβλέψει πού θα έφθανε. Σαν ανδρείος και ορμητικός που ήταν, θα έκανε μεγάλη ζημιά. Γι’ αυτό μόλις είδε τον κίνδυνο κρατήθηκε και αμέσως έτρεξε μέσα στο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού. Έπεσε ξαπλωτός κάτω στο πάτωμα του ναού και με δάκρυα και λυγμούς άρχισε να επικαλείται την Παναγία μας να τον συγκρατήσει από κάποια ακραία συμπεριφορά.
«Βοήθα με! Βοήθα με, τώρα, Παναγία μου, να μη βγω έξω! Βοήθα με! Χριστέ μου, σώσε με. Διότι αν βγω έξω τώρα, δεν ξέρω τι θα γίνει. Βοήθα με, σώσε με, κατεύνασε το πάθος».
Κλαίγοντας και οδυρόμενος βρέχοντας το έδαφος με την πλημμύρα των δακρύων του, το πάθος του θυμού υποχώρησε και ο νεαρός υποτακτικός ηρέμησε και λογικεύθηκε. Και αφού ειρήνευσε, βγήκε έξω και τακτοποίησε το πράγμα με πολλή αγάπη και γλυκύτητα:

«Ε, δεν είναι και τίποτε σπουδαίο. Δεν ήρθαμε εδώ να κληρονομήσουμε καλύβες και ελιές και βράχια. Εδώ ήρθαμε για την ψυχή μας, ήρθαμε για αγάπη. Αν χάσουμε την αγάπη, χάσαμε τον Θεό. Αυτά θα τ’ αφήσουμε, αλλά την αγάπη θα την πάρουμε και θα πάρουμε και το μίσος. Και τι βγαίνει, Γέροντα, εμείς αφήσαμε γονείς, αφήσαμε τόσα και τόσα και τώρα θα μαλώσουμε γι’ αυτό, θα γίνουμε ρεζίλι «Αγγέλοις και ανθρώποις» και σ’ όλη την κτίση;»
Και έτσι ο άξεστος μοναχός υποχώρησε. Και ο Γέροντας Ιωσήφ εκ των υστέρων ομολογούσε: «Αν δεν κυριαρχούσα στον θυμό μου εκείνη τη μέρα, ίσως και να σκότωνα τον μοναχό, γιατί είχα τόση ανδρεία και δύναμη μέσα μου, που μπορούσα να τα βάλω με δέκα και να τους νικήσω. Έτσι ήταν η πρώτη νίκη που έκανα στο αρχικό μου στάδιο. Από τότε ένιωσα τον θυμό, την οργή να έχει πέσει, να μην έχει αυτή την ένταση. Η πραότης άρχισε να μου θωπεύει την καρδιά».

Πάντως, εκείνος ο αγροίκος γείτονας δημιουργούσε και πολλούς άλλους πειρασμούς στον Φραγκίσκο. Το τι τραβούσε απ’ αυτόν δεν λέγεται! Έκανε όμως μεγάλη υπομονή, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα που έγραψε: «Εάν θελήσω να διηγούμαι τα όσα υπέφερα καθ’ ημέραν από το πάθος της οργής, πρέπει να κάμω βιβλίον! Διότι ο Θεός, θέλων να με ελευθερώσει, μου έφερνε όλα τα επιτήδεια! να με ενοχλούν αδίκως, να με υβρίζουν, να με πειράζουν! Όχι πειράγματα έτσι απλώς, αλλά δυνάμενα να κάμουν φόνον! Και υπομένων και πνίγων μέσα τον Σατανάν με την άκραν υπομονήν έλαβον άφεση του κακού».

(από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ του Φιλοθεΐτου «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης, σ. 72-74)

 

Η αντοχή της μητέρας
-Γέροντα, ο Αγιος Νεκτάριος σε μια επιστολή του προς τις μοναχές γράφει να μην ξεχνούν πώς είναι γυναίκες
και να προσπαθούν να μιμούνται τις Όσιες και όχι τους Οσίους . Γιατί το λέει αυτό; Μήπως γιατί οι γυναίκες δεν έχουν αντοχή;
-Ποιές; οι γυναίκες δεν έχουν αντοχή; Εγώ τις έχω φοβηθή τις γυναίκες. Έχουν πολλή αντοχή.
Η γυναίκα μπορεί στο σώμα να είναι αδύναμη, να έχη λιγώτερες σωματικές δυνάμεις από τον άνδρα,
αλλά με την καρδιά που έχει, αν την δουλεύη, έχει τέτοια αντοχή, που ξεπερνάει την ανδρική δύναμη.
Ο άνδρας, ναι μεν έχει σωματικές δυνάμεις, αλλά δεν έχει την καρδιά που έχει η γυναίκα.
Νά, πρόσεξα μια γάτα που ήρθε στο Καλύβι με τα γατιά της. Ήταν αδύνατη, η κοιλιά της κολλημένη σαν πλάκα.
Μια μέρα ήρθε ένα μεγάλο σκυλί που ήταν και κυνηγητικό. Ο Κούρδης, ο γάτος, το έβαλε στα πόδια.
Εκείνη σηκώθηκε επάνω, καμπούριασε, αγρίεψε, ήταν έτοιμη να ορμήση επάνω στο σκυλί. Απόρησα, που βρήκε τέτοιο θάρρος!
Βλέπεις, είχε τα γατάκια της.
Η μάνα πονάει, κουράζεται, αλλά δεν αισθάνεται ούτε τον πόνο ούτε την κούραση.
Ζορίζει τον εαυτό της, αλλά, επειδή αγαπάει τα παιδιά της, αγαπάει το σπίτι της, όλα τα κάνει με χαρά.
Πιό πολύ κουράζεται ένας που ξαπλώνει συνέχεια παρά αυτή.
Θυμάμαι, η μάνα μου, όταν ήμασταν μικρά, έπρεπε να κουβαλάη το νερό από την βρύση που ήταν πολύ μακριά από το σπίτι μας,
έπρεπε να μαγειρεύη, να ζυμώνη, να πλένη τα ρούχα, να πηγαίνη και στο χωράφι.
Έκανε δηλαδή όλες τις δουλειές, είχε κι εμάς τα παιδιά να την ζαλίζουμε και να κάνη και το ...δικαστήριο, όταν μαλώναμε.
Έλεγε όμως: «Αυτό είναι το καθήκον μου, είμαι υποχρεωμένη να τα κάνω όλα, χωρίς να γογγύζω».
Το έλεγε με την καλή έννοια. Αγαπούσε το σπίτι, αγαπούσε τα παιδιά της, και δεν κουραζόταν με τις δουλειές,
όλα τα έκανε με την καρδιά της, με χαρά.
Και όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο πολύ η μητέρα αγαπά το σπίτι.
Παρόλο που περνά η ηλικία, θυσιάζεται πιο πολύ, για να μεγαλώση και τα εγγονάκια της.
Και ενώ οι δυνάμεις της λιγοστεύουν, επειδή όμως το κάνει με την καρδιά της, έχει περισσότερο κουράγιο και από τον άνδρα,
αλλά και από το κουράγιο που είχε στα νιάτα της.
-Και στην αρρώστια, Γέροντα, η γυναίκα έχει μεγαλύτερη ψυχραιμία από τον άνδρα.
-Ξέρεις τί γίνεται; Η μητέρα με τις αρρώστιες του παιδιού έχει αντιμετωπίσει πολλές φορές την αρρώστια και έχει πολλές εμπειρίες.
Θυμάται πόσες φορές ανέβηκε ο πυρετός και ξανακατέβηκε.
Είδε διάφορες σκηνές, το παιδί να πνίγεται ή να λιποθυμάη και με ένα-δυό χτυπήματα να συνέρχεται κ.λπ.
Ο άνδρας δεν τα βλέπει αυτά και δεν έχει τέτοιες εμπειρίες.
Γ ι’ αυτό, αν δη το παιδί καμμιά φορά με πυρετό ή λίγο χλωμό, πανικοβάλλεται και αρχίζει: «Το παιδί χάνεται!
Τί θα κάνουμε τώρα; Τρέξτε, φωνάξτε τον γιατρό!».


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 82-84)

Κάθε φορά που διαβάζω στην Παλαιά Διαθήκη για την κιβωτό του Νώε και τον κατακλυσμό σκέφτομαι πως κι εμείς το ίδιο πρέπει να πράττουμε. Να φτιάχνουμε δηλαδή κι εμείς σαν το Νώε τη δική μας κιβωτό πριν έρθει ο κατακλυσμός. Για μας η κιβωτός μας είναι η ψυχή μας! Μην περιμένουμε να βρεθούμε πρώτα εκτεθειμένοι στην καταιγίδα για να τρέξουμε στο Χριστό. Τώρα που καθόμαστε στη λιακάδα να πηγαίνουμε σ’ Εκείνον. Ας γίνει η προσευχή μας το καταφύγιο, το ορμητήριο μας, ‘τόπος’ συνάντησης μας με τον Αγαπημένο μας! Να κάνουμε σχέση μαζί Του γιατί αν Τον νιώθουμε κοντά μας στη λιακάδα τότε πώς δεν θα Τον έχουμε μαζί μας και τις δύσκολες ώρες που θα Τον χρειαζόμαστε;
Ετοιμάστηκα και δεν ταράχτηκα μας λέει και ο ψαλμωδός Δαβίδ [ ψαλμ.118,60] και αναλογίζομαι και τους στρατιώτες που σε καιρό ειρήνης προετοιμάζονται για τον πόλεμο! Έτσι λοιπόν αν δε φροντίζουμε σε καιρό ειρηνικό και ηρεμίας να ενισχύουμε τους δεσμούς μας με το Νικητή της φθοράς, της λύπης και του θανάτου την κρίσιμη ώρα θα υποστούμε πανωλεθρία και η ψυχή μας θα νιώσει καταρρακωμένη και ανίσχυρη να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Αν όμως η δοκιμασία τη βρει ούσα με το Χριστό τότε θα νιώθει γενναία, ρωμαλέα και με υπομονή και πίστη θα διαχειριστεί τα προβλήματα και θα βγει αλώβητη και με πιο στενούς δεσμούς πίστης, ευγνωμοσύνης και αγάπης απέναντι σε Εκείνον που τη στήριξε και την προστάτευσε!
Μόνο όταν νιώθουμε ότι έχουμε συνοδοιπόρο και σύμμαχο το Χριστό θα μπορέσουμε να πορευθούμε ακόμα και μέσα από τη σκιά του θανάτου και να μη φοβηθούμε κανένα κακό [ ψαλμ.22]. Μια τέτοια όμως σχέση και δυναμική αναπτύσσεται και καλλιεργείται σε καιρό ειρήνης. Μην αναβάλλουμε λοιπόν και ας μη νομίζουμε ότι η ζωή μας θα είναι πάντα ανέφελη. Ας προετοιμαζόμαστε και είναι σίγουρο πως και πολλά μπορούμε να προλάβουμε και να αποφύγουμε αν είμαστε μαζί με το Χριστό και όπως ο Νώε προσάραξε στη στεριά του Αραράτ μετά τον κατακλυσμό έτσι κι εμείς μετά από τις δικές μας δοκιμασίες θα προσαράζουμε στη στεριά του Χριστού μας που είναι ο πιο ακλόνητος βράχος της ιστορίας! Άρα λοιπόν και σε καιρό ειρήνης και σε καιρό πολέμου μπορούμε να είμαστε με το Χριστό γιατί είναι προς όφελος της ψυχής μας να συναναστρέφεται σε κάθε περίπτωση τον αιώνιο Αγαπημένο της! (Α.Κ.Β)

katafigioti

lifecoaching