«Στη φυλακή ήμουν και ήρθατε κοντά μου» (Ματθ. 25:36)
Ένας ιερέας με επίγνωση της αποστολής του είχε αναπτύξει από το 1978 κι εδώ μία πολύ πρωτότυπη διακονία. Οργώνει τη χώρα και συγκεντρώνει χρήματα, και μαζί με τα τρόφιμα και τα ρούχα που προσφέρει, εξαγοράζει επίσης τις μικρές εξαγοράσιμες ποινές απόρων κρατουμένων σ’ όλη την Ελλάδα, ώστε να βγουν από τη φυλακή. Μέχρι την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές, ο παπα – Γερβάσιος έχει χαρίσει την ελευθερία σε 10.350 κρατουμένους, δηλαδή έχει αδειάσει περίπου 5 φυλακές του Κορυδαλλού! Ο πιστός αυτός άνθρωπος είναι σίγουρα ανάμεσα σ’ εκείνους που επαινεί ο Χριστός. Όχι μόνο γιατί απάλυνε τον πόνο φτωχών συνανθρώπων του, αλλά και γιατί έκανε ό,τι έκανε κι ο Χριστός στο σταυρό: φρόντισε να εξοφληθεί το χρέος τους και να βγουν από τη φυλακή.
Αν γεύτηκες την απελευθέρωση από την αμαρτία που σου πρόσφερε δωρεάν ο Χριστός, είναι αναπόφευκτο να φροντίσεις για τους γύρω σου, σε κάθε ευκαιρία, όπου σου ανοίγει την πόρτα ο Θεός.
(Χ.Ι.ΝΤ.)
«Στρέψε τ’ αυτί σου κι άκου τα λόγια των σοφών» (Παρ. 22:17)
- Δεν μπορείς κανείς να υπηρετεί το Θεό χωρίς να υπηρετεί τους συνανθρώπους του.
- Η ευκαιρία δεν μπορεί να χτυπήσει αρκετά δυνατά πάνω σ’ ένα μαξιλάρι.
- Ο καλός λόγος μπορεί να είναι σύντομος και εύκολος να ειπωθεί, αλλά η ηχώ του είναι πραγματικά ατέλειωτη.
- Ο Θεός δε μας υποσχέθηκε μια εύκολη πορεία, αλλά μια ασφαλή πορεία.
- Τα δώρα του Θεού ξεπερνούν και τα καλύτερα όνειρα των ανθρώπων.
- Το μυστικό της ζωής βρίσκεται στο γεγονός ότι όλα όσα έχουμε και είμαστε είναι δώρα της χάρης του Θεού προς διανομή.
- Ο Θεός δεν περιορίζει ποτέ το χώρο ανάπτυξης ενός ανθρώπου.
- Αυτά που δεν έχεις δεν έχουν καμία αξία, συγκρινόμενα μ’ αυτά που έχεις.
(Εκδόσεις «Ο Λόγος» -2009-)
460. Όταν προσεύχεσαι στις Ασώματες Δυνάμεις, μη τις φαντάζεσαι σαν τρομερά, απρόσιτα και ανελέητα όντα. Όχι, είναι κάτι το εντελώς αντίθετο. Οι Άγιοι Άγγελοι είναι τα πιο καλόβολα, τα πιο ταπεινά, τα πιο αγαπητικά, τα πιο προσηνή και φιλικά όντα, πάντοτε έτοιμα να μας ακούσουν και βρίσκονται πολύ κοντά σε όποιον τα επικαλείται στην προσευχή του με πίστι και αγάπη. Και το δικό τους όνομα, όπως του Θεού, είναι αγάπη.
Επίσης, όταν προσεύχεσαι στις Ασώματες Δυνάμεις, να παραβλέπης κάθε τι το γήινο ως φθαρτό και να αγαπάς με όλη σου την ψυχή την ουράνια και αιώνιο ζωή, λαχταρώντας τη. Ευχαριστούνται πολύ οι Άγγελοι όταν βλέπουν ότι ποθούμε τα χαρίσματα του Πνεύματος, ότι θέλουμε να γίνουμε συμπολίται των μακαρίων πνευμάτων, που βρίσκονται στη βασιλεία του Θεού. Πράγμα, άλλωστε, για το οποίο έχουμε κληθή με τη χάρι του Ιησου Χριστού και της Παναγίας Τριάδος.
461. Κύριε! Το όνομά σου είναι Αγάπη: μη με αποδοκιμάσης για τις αμαρτίες μου. Το όνομά σου είναι Δύναμις: ενίσχυσε με, για να μην πέφτω στο κακό. Το όνομά σου είανι Φώς: «λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς», τη σκοτεινιασμένη από τα γήινα πάθη. Το όνομά σου είναι Ειρήνη: πράυνέ μου την ταραγμένη μου ψυχή. Το όνομά σου είναι Έλεος: μη παύσης να με συγχωρής.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 195-196)
457. Η εικών είναι απαίτησις της φύσεώς μας. Η φύσις μας δεν μπορεί να κάνη χωρίς εικόνες. Φέρουμε στο νου ένα πρόσωπο που απουσιάζει, βλέποντας την απεικόνισί του. Ο ίδιος ο Θεός μας έδωσε την ικανότητα της αναπαραστάσεως. Οι εικόνες λοιπόν είναι η ανταπόκρισις της Εκκλησίας σε μία μεγάλη ανάγκη της φύσεώς μας.
458. Οι εικόνες στις εκκλησίες και στα σπίτια είναι αναγκαίες, εκτός των άλλων, γιατί μας θυμίζουν την αθανασία των Αγίων. «Πάντες γάρ αυτώ ζώσιν» (Λουκ. κ’ 38), όπως ο Χριστός το είπε. Ζώντας εν Θεώ, μας βλέπουν, μας ακούουν και μας βοηθούν.
459. Τι σημαίνει το όνομα του Θεού μας; Αγάπη, Έλεος, Συμπάθεια. Όταν λοιπόν προσεύχεσαι, γνώριζε ότι έχεις μπροστά σου την Αγάπη και το Έλεος, που σε ακούουν.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 194-195)
Να μην αναπαύουμε τον άλλον στα πάθη του
- Γέροντα, όταν κάποια γυναίκα μας πη: «δεν με κατάλαβε ο πνευματικός», τι πρέπει να της πούμε;
- Πέστε της: «Μήπως εσύ δεν του έδωσες να καταλάβη; Μήπως το σφάλμα είναι δικό σου;». Σ’ αυτές τις περιπτώσεις να προβληματίζετε τον άλλον, να μην τον δικαιολογήτε εύκολα. Τα πράγματα είναι πολύ λεπτά. Εδώ, βλέπεις, και τους πνευματικούς ακόμη τους μπερδεύουν.
- Και αν μας πη ότι δεν αναπαύεται στον πνευματικό της;
- Για να μην αναπαύεται, μήπως φταίει και αυτή, μήπως ζητά να την αναπαύη ο πνευματικός στο θέλημά της. Κάποιος, ας υποθέσουμε, αδιαφορεί για την οικογένειά του και έχουν συνέχεια φασαρίες με την γυναίκα του. Θέλει να την χωρίση και έρχεται και μου κάνει παράπονα, με την απαίτηση να πάρω το μέρος του, για να διαλύσω την οικογένειά του! Αν του πω: «εσύ είσαι ένοχος για όλη την ιστορία», αν δεν συναισθανθή την ενοχή του, θα πη ότι δεν τον ανέπαυσα. Λένε δηλαδή μερικοί: «δεν με ανέπαυσε ο πνευματικός», γιατί δεν τους λέει να κάνουν αυτό που θέλουν.
Αν ο πνευματικός δικαιολογή τα πάθη του καθενός, μπορεί να τους αναπαύση όλους, αλλά δεν βοηθιούνται έτσι οι άνθρωποι. Αν είναι να αναπαύουμε τον καθέναν στα πάθη του, τότε ας αναπαύσουμε και τον διάβολο. Έρχεσαι λ.χ. εσύ και μου λες: «Η τάδε αδελφή μου μίλησε άσχημα». «Έ, σου λέω, μη δίνης σημασία σ’ αυτήν», και σε αναπαύω. Έρχεται μετά από λίγο αυτή η αδελφή και μου λέει για σένα: «Η τάδε αδελφή έτσι και έτσι έκανε». «Έ, τώρα, της λέω, καλά, δεν την ξέρεις αυτήν; Μην την παίρνης και στα σοβαρά». Την ανέπαυσα και αυτήν. Έτσι όλους τους αναπαύω, αλλά και όλους τους πεδικλώνω! Ενώ πρέπει να σου πω: «έλα εδώ· για να σου μιληση έτσι η αδελφή, κάτι της έκανες», οπότε θα αισθανθής την ενοχή σου και θα διορθωθής. Γιατί, από την στιγμή που θα αισθανθής την ενοχή σου, όλα θα πάνε καλά. Η πραγματική ανάπαυση έρχεται, όταν τοποθετηθή ο άνθρωπος σωστά.
Σκοπός είναι πώς θα αναπαυθούμε στον Παράδεισο, όχι πώς θα αναπαυθούμε στην γη. Είναι μερικοί πνευματικοί που αναπαύουν τον λογισμό του άλλου, και μετά εκείνος λέει: «πολύ με ανέπαυσε ο πνευματικός», αλλά μένει αδιόρθωτος. Ενώ πρέπει να βοηθήσουν τον άνθρωπο να βρη τα κουσούρια του, να διορθωθή και στη συνέχεια να τον κατευθύνουν. Τότε μόνον έρχεται η πραγματική ανάπαυση. Το να αναπαύσης τον άλλον στα πάθη του, δεν είναι βοήθεια· αυτό για μένα είναι έγκλημα.
Για να μπορέση να βοηθήση ο πνευματικός δύο ανθρώπους που έχουν σχέση, πρέπει να έχη επικοινωνία και με τους δύο. Όταν ακούη λ.χ. λογισμούς δύο ανθρώπων που έχουν διαφορές, πρέπει να γνωρίζη και τις δύο ψυχές, γιατί ο καθένας μπορεί να παρουσιάζη το θέμα, όπως το καταλαβαίνει. Και να δεχθή να λύση τις διαφορές τους, μόνον αν δεχθούν να τις λύση σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, γιατί όλες οι άλλες λύσεις είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος και χρειάζονται συνέχεια ασπιρίνες. Ύστερα να βάλη τον καθέναν στην θέση του· να μη δικαιώση κανέναν. Να πη στον καθέναν τα κουσούρια του, οπότε πελεκιέται το ένα στραβό, πελεκιέται και το άλλο, και έτσι συμφωνούν και συνεννοούνται.
Το μόνο καλό που έχω είναι αυτό: ποτέ δεν δικαιώνω κανέναν, έστω και αν δεν φταίη. Όταν λ.χ. έρχωνται οι γυναίκες και μου λένε ότι έχουν προβλήματα στην οικογένεια και φταίει ο άνδρας, κατσαδιάζω τις γυναίκες. Όταν έρχωνται οι άνδρες και κάνουν παράπονα για τις γυναίκες, κατσαδιάζω τους άνδρες. Δεν αναπαύω τον λογισμό τους, αλλά λέω τα στραβά του καθενός· λέω στον καθέναν αυτό που του χρειάζεται, για να βοηθηθή. Αλλιώς φεύγει αναπαυμένος ο ένας, φεύγει αναπαυμένος και ο άλλος, και στο σπίτι πιάνονται μεταξύ τους. «Είχε δίκιο που μου είπε για σένα έτσι!». «Και σ’ εμένα ξέρεις τι είπε για σένα;». Θέλω να πω, κανέναν δεν αναπαύω στα πάθη του. Πολλούς μάλιστα τους μαλώνω πολύ - φυσικά για το καλό τους -, αλλά φεύγουν πραγματικά αναπαυμένοι. Μπορεί να φεύγουν πικραμένοι, αλλά μέσα τους καταλαβαίνουν ότι εγώ πικράθηκα πιο πολύ από αυτούς, και αυτό τους πληροφορεί.
- Μερικοί, Γέροντα, νιώθουν σιγουριά, όταν τους μαλώνετε.
- Ναι, γιατί δεν τον μαλώνω τον άλλον ξερά. Θα του πω ότι έχει αυτά τα καλά, για να τα αξιοποιήση, και αυτά τα κουσούρια, για να τα διορθώση. Όταν δεν του πης την αλήθεια, τότε, σε μια στιγμή που δεν κολακεύεται, παλαβώνει.
(Λόγοι τόμος Γ΄)
Ο γάμος, του οποίου ορατό σημείο είναι η συναίνεση των συζευγνυμένων να προσέλθουν σε γαμική συζυγία και η ευχή της Εκκλησίας, είναι δεσμός φύσει αδιάλυτος. Έτσι τον θέλησε ο Δημιουργός. Με την πτώση όμως του ανθρώπου τα πράγματα άλλαξαν. Τον ένα και αδιάλυτα θεσμό διαδέχθηκαν η πολυγαμία και η ευχερής διάλυση! Τα κακά αυτά διορθώνων ο Σωτήρας επανέφερε το γάμο στη φυσική του ενότητα και σταθερότητα. Η μαρτυρία της Γραφής είναι σαφής: «Ο ούν ο Θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω»· «Μωυσής προς την σκληροκαρδίαν υμών επέτρεψεν υμίν απολύσαι τας γυναίκας ύμών, απ' αρχής δε ου γέγονεν ούτως».
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 278)
Είναι το ιερό εκείνο μυστήριο στο οποίο δύο άνθρωποι (άνδρας και γυναίκα) προσερχόμενοι με τη συναίνεση και την ελεύθερή τους συγκατάθεση λαμβάνουν από τον ιερέα τη θεία χάρη, που εξυψώνει και αγιάζει το φυσικό του γάμου δεσμό, βοηθώντας τους να ζήσουν βίο θεοφιλή και ενάρετο εν αμοιβαιότητι αγάπης και να φέρουν στον κόσμο χριστιανούς απογόνους.
Ο γάμος είναι πρωταρχικά πράξη της φύσεως, την οποία έτσι έπλασε ο δημιουργός (διαμόρφωσε τα φύλα), ώστε να είναι δι’ αυτής δυνατή η μετάδοση του ανθρώπινου γένους. Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε ο Αδάμ, μόλις είδε την Εύα, που του έδωσε σαν σύντροφο ο Θεός, η οποία προήλθε από την πλευρά του: «Τούτο νυν όστούν εκ των όστέων μου και σάρξ εκ της σαρκός μου αύτη κληθήσεται γυνή, ότι εκ του ανδρός αυτής έλήφθη. Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα αυτού, και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού, και έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν».
Τον φυσικό αυτό δεσμό ο Σωτήρας ανύψωσε σε μυστήριο στην Κ. Διαθήκη. Περί αυτού βέβαια δεν υπάρχουν ρητές μαρτυρίες στη Γραφή. Όμως υπάρχουν σαφέστατες ενδείξεις, ότι ο γάμος δεν είναι απλή τελετή αλλά κάτι το βαθύτατα μυστηριακό και θρησκευτικό. Κλασικό σχετικά χωρίο είναι το Έφεσ. 5,22-33, όπου ο Παύλος χαρακτηρίζει την ένωση ανδρός και γυναικός σαν εικόνα της μυστηριακής ενώσεως του Χριστού μετά της Εκκλησίας, συνάγων ότι ο άνδρας οφείλει ν’ αγαπά τη γυναίκα του, όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία.
Ότι ο γάμος είναι μυστήριο εξαίρει πολυειδώς και ιερά της Εκκλησίας παράδοση. Στα αρχαία ευχολόγια περιλαμβάνεται κατά κανόνα η ιερολογία του γάμου μαζί με την ιερολογία των άλλων μυστηρίων, σε αρχαία δε μνημεία παριστάνεται ο Χριστός στο μέσο των συζευγνυμένων να τους στεφανώνει και να τους ευλογεί, Αλλά και οι ιεροί Πατέρες δεν παύουν να εξαίρουν το μυστηριακό χαρακτήρα του μυστηρίου. Είναι δε ενδεικτικό ότι το γάμο θεωρούν ως μυστήριο όχι μόνον οι Δυτικοί αλλά και οι αποσπαθείσες τον Ε' αιώνα από την Εκκλησία παραφυάδες των Μονοφυσιτών και Νεστοριανών.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 277-278)
Αν εξαιρέσουμε τους Αγγλικανούς οι οποίοι δέχονται την ιερωσύνη ως μυστήριο, οι υπόλοιποι Προτεστάντες αρνούνται το μυστηριακό χαρακτήρα της. Αυτοί, αποκόψαντες κάθε εξωτερικό δεσμό μετά της Εκκλησίας την οποία αντιλαμβανονται ως κοινωνία πνευματική και αόρατη, συναρνούμενοι δε και την ευχαριστία ως ιλαστική θυσία (ώστε να υπάρχει ανάγκη ιερέων), τους δε πιστούς όλους δεχόμενοι ως «βασίλειον ιεράτευμα» (Α' Πέτρ. 2,5), ήταν φυσικό να απορρίψουν την ιερωσύνη ως μυστήριο, της θείας χάριτος παρεκτικό. Η ιερωσύνη δεν μπορεί να είναι εν κυριολεξία μυστήριο, αλλά διάταξη ωφέλιμη του Θεού, αποσκοπούσα στο κήρυγμα του λόγου του Θεού και την τέλεση των μυστηρίων (βαπτίσματος και θείας ευχαριστίας). Η ανάδειξη γίνεται δια χειροθεσίας και δι’ ευχής σε πρόσωπα κατάλληλα να αναλάβουν την εκκλησιαστική αυτή διακονία. Στη χειροθεσία επιμένουν κυρίως οι Λουθηρανοί, οι οποίοι δεν θέλουν να διακόψουν κάθε εξωτερικό δεσμό μετά της ορατής Εκκλησίας. Είναι φανερό ότι οι διατάξεις αυτές δεν χορηγούν τη θεία χάρη, όπως ένα αληθινό μυστήριο, αλλ΄ έχουν μόνο ηθική επίδραση, όπως και οι άλλες εκκλησιαστικές ευχές. Επίσης είναι ευνόητο γιατί σ’ αυτούς η επάνοδος του κλήρου στις τάξεις των λαϊκών είναι κάτι εύκολο και αδιάφορο.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 276)