Πνιγόμουν Κύριε…
πνιγόμουν στα βαθιά…
θεριέψανε τα κύματα μάταιων λογισμών…
μες την καρδιά πλημμύρισαν η θλίψη και ο φόβος…
άνιση η πάλη να σταθώ στης νύχτας τη φουρτούνα…
ψέλλιζα με όση δύναμη μου είχε απομείνει: Κύριε, ελέησόν με…
Τυφλά τα μάτια της ψυχής και άδεια η καρδιά μου...
πώς χάθηκε σε μια στιγμή όση βαστούσα πίστη…;;
με μιας σβηστήκανε οι προσευχές μου όλες...
λες και στην άμμο έχτιζα τη λήθη των παθών μου·
Τα μάτια σήκωσα ψηλά γυρεύοντας ελπίδα…
κι Εσύ στεκόσουνα εκεί! Στη μέση του πελάγους…
μου ’ριξες το Σταυρό, σανίδα σωτηρίας,
τη φοβισμένη μου ψυχή στην Αγκαλιά βαστούσες·
πώς δεν Σε είδα Κύριε;;; λησμόνησα το Φως Σου,
αυτό το Φως που νίκησε το αιώνιο σκοτάδι·
Άκουσα τη φωνή Σου:
"Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; "…
Χάθηκα στου ελέους Σου το πέλαγος
στην αέναη Αγάπη…
Κάμε Την να ριζώσει Κύριε, στα βάθη της ψυχής μου,
και πάντα να θυμάται...
Ενθυμού και μη λησμόνει ψυχή μου…
121. «ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. β' 7).
Η Θεοτόκος, αφού σπαργάνωσε το Βρέφος της, το απόθεσε μέσα στην πλαϊνη φάτνη που της χρησίμευσε για βρεφικό λίκνο. Η Παρθένος στο θέμα αυτό έμοιασε μ' όλες τις φτωχές μητέρες του κόσμου που δεν έχουν ούτε μια κούνια για να βάλουν το βρέφος τους...
Στη φάτνη, το παχνί βάζουν την τροφή των ζώων: τα άχυρα. Η φάτνη είναι τόπος ικανοποιήσεως και ευχαριστήσεως για τα ζώα. Μόνο που η συγκεκριμένη εκείνη φάτνη δεν περιείχε πια τροφή για ζώα, άχυρα, αλλά «την τροφήν του παντός κόσμου, τον Κύριον και Θεόν ημών Ιησούν Χριστόν» (I) τον «άρτον της ζωής» (Ιω. στ' 48).
Εάν ο Ιησούς ήταν «ο άρτος της ζωής», η Θεοτόκος ήταν το Στάχυ που τον έξέθρεψε και τον προετοίμασε. Ήταν η «άρτον ζωής χωρήσασα» (Ω). Τα άχυρα, πάνω στα οποία ξάπλωσε ο Υιός της συμβόλιζαν τον ρόλο της. Ήταν κι αυτά τύπος της Θεοτόκου.
Τα στάχυα ωριμάζουν κάτω απ’ τον ήλιο και ετοιμάζουν την βασική τροφή του ανθρώπου. Το χρυσό σιτάρι. Η Θεοτόκος ωρίμαζε και ετοίμαζε «τον κόκκον του σίτου» (Ιω. ιβ' 24), τον Κύριο. Το σιτάρι είναι η τροφή των ανθρώπων και τα άχυρα η τροφή των ζώων. Ο Ιησούς είναι η τροφή των ανθρώπων, αλλά και η Θεοτόκος είναι η χαρά και η ικανοποίησις όλης της κτίσεως. Η Θεοτόκος, βάζοντας το θείο Βρέφος στη φάτνη των αλόγων ζώων, έδινε σ’ αυτά και την κτίσι ολόκληρη τον Σωτήρα τους. Εδώ έχομε κιόλας μια πρώτη εικονογράφησι του Ευαγγελίου της πίστεως: Ο Υιός και Λόγος του Θεού γεννάται εκ Παρθένου για τη σωτηρία του ανθρώπου και την ανακαίνισι της κτίσεως.
Η Ενσάρκωσις του Θεού είχε δύο στρατηγικούς σκοπούς: την αποκατάστασι και αναδημιουργία του ανθρώπου, καθώς και την ανακαίνισι της κτήσεως. Και οι δύο αυτοί μεγάλοι σκοποί προδιαγράφονται καθαρά από την πρώτη κιόλας στιγμή της Γεννήσεως του θεανθρώπου.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 150-151)
μακάριοι οι ελεήμονες.
Ματθαίου ε' 7.
Είναι οι μιμηταί του Ιησού. Οι ευεργέται της ανθρωπότητος. Οι ηλιαχτίδες της καθημερινής ζωής. Ο Ιησούς τους αγαπά ιδιαίτερα. Αναπαύεται σ' αυτούς. Αυτοί συνεχίζουν το έργο του. Κάνουν τον πόνο μαλακώτερο και τη δυστυχία ελαφρότερη. Αυτοί, αντίθετα με τους Φαρισαίους, σηκώνουν με αυτοθυσία το βαρύ φορτίο των άλλων. Είναι οι Σίμωνες οι Κηρυναίοι της ζωής. Ο Ιησούς τους ευγνωμονεί. Σηκώνουν το δικό του σταυρό, σηκώνοντας το σταυρό των άλλων.
Πόσο ιερό συναίσθημα να νοιώθης, ότι κάνεις τον Ιησού να αισθάνεται ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, χαρούμενος. Αυτό το προνόμιο το έχουν οι ελεήμονες. Οι μεγάλοι και οι μικροί. Οι δανεισταί του Ιησού. Οι αίτιοι της χαράς του.
Ο Ιησούς έδειξε το παράδειγμα του ελεήμονος στους μαθητάς του. Το φτωχό «γλωσσόκομο», που κρατούσε ο Ιούδας, συχνά άδειαζε σε χέρια πιο φτωχά απ’ τα δικά του. Δεν θεωρούσε περιττό να κάνη ελεημοσύνες γιατί ήταν.... Θεάνθρωπος. Ακριβώς το αντίθετο. Επειδή ήταν ο ενανθρωπήσας υιός του Θεού έδειξε και με τον τρόπο αυτό, ότι ήταν ο ελεήμων και φιλάνθρωπος Θεός. Έδινε απ’ τα υπάρχοντά του στους έχοντας ανάγκη. Ελεούσε απ’ το υστέρημά του. (ιδέ Ιωαν. ιγ' 29). Ήταν κι αυτό μια ακόμα απόδειξις, ότι ήταν ο Θεός της αγάπης, η Αγάπη.
«Ανοίγεις συ την χειρά σου και εμπιπλάς παν ζώον ευδοκίας»(Ψαλμ. 144,16)
ΆΛΛΟΣ αδελφός ρώτησε τον ίδιο Γέροντα αν ο Θεός εύκολα συγχωρεί τις αμαρτίες του ανθρώπου.
- Πώς είναι δυνατόν να μην συγχωρεί, παιδί μου, Εκείνος που δίδαξε την μακροθυμία στους ανθρώπους; Δεν παραγγέλλει στον Πέτρο να συγχωρεί εκείνον που του σφάλλει «έως εβδομηκοντάκις επτά» (Ματθ. ιη' 22), δηλαδή επ’ άπειρον; αποκρίθηκε ο Γέροντας.
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος πάλι ζήτησε να του εξηγήσει τι ακριβώς είναι μετάνοια.
- Η μη επανάληψη της ίδιας αμαρτίας, απαντησε ο Όσιος Ποιμήν.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 178)
120. «εσπαργάνωσεν αυτόν» (Λουκ. β΄ 7).
Η Παρθένος μια και δεν είχε άλλα σπάργανα περιτύλιξε το θείο Βρέφος με τα ίδια της τα ρούχα. Αυτή που με το αίμα της του είχε υφάνει την ανθρώπινη φύσι, τώρα ντύνει τη σάρκα του με τα ρούχα της... Ό,τι ανθρώπινο είχε ο Ιησούς το χρωστούσε στην μητέρα του. Κι από εκείνη τη στιγμή ό,τι είχε η Θεοτόκος ήταν ο Υιός της. Σ’ αυτόν πια συγκεντρωνόταν η ζωή της, η οικογένειά της, η ιστορία της, το πάν. Η Θεοτόκος σπαργάνωνε τον Ιησού και τον έσφιγγε με τα ρούχα της. Στην πραγματικότητα όμως ο Ιησούς έδενε την μητέρα του κοντά του για πάντα με τα ίδια της τα χέρια.
Όταν ο Ιησούς μεγάλωσε, εγκατέλειψε τα σπάργανα της Μητέρας του. Η Θεοτόκος όμως ουδέποτε έκοψε τον σύνδεσμό της με τον Ιησού.
Όταν ο άνθρωπος μεγαλώνη, χειραφετείται συνήθως από τον οικογενειακό του δεσμό: «ένεκεν τούτου καταλήψει άνθρωπος τον Πατέρα αυτού και την Μητέρα» (Γεν. β' 24). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Ιησού. Όποιος δεθή με τον Ιησού, δεν λύνεται εύκολα. Δεν κόβει εύκολα τα «χρυσά δεσμά» που τον ενώνουν με το γλυκύτατο πρόσωπό του. Κάποτε ο Κύριος, θέλοντας να δοκιμάσει την ελεύθερη και εκούσια συμμετοχή των Μαθητών του στην ομάδα των Δώδεκα, τους είπε: «μη και υμείς θέλετε υπάγειν(= να φύγετε);». Και ο Πέτρος, εξ ονόματος όλων είπε τα υπέροχα εκείνα λόγια: «Προς τίνα απελευσόμεθα; ρήματα ζωής αιωνίου έχεις!» (Ιω. στ' 67-68).
Όσο και αν μεγαλώνη ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο έχει ανάγκη από τα «σπάργανα» που θα τον συνδέουν και ενώνουν με τον Χριστό. Στην πνευματική γέννησι και ζωή δεν αποκόβεται ποτέ ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τον άνθρωπο με τον Χριστό. Όσοι τον κόβουν, αντί ν’ αποδεσμευθούν, πεθαίνουν πνευματικά... Εκείνο που χρειάζεται το θείο Βρέφος είναι να προσφέρωμε σ’ Αυτό τα «σπάργανα» της θελήσεώς μας για να δέση με αυτά την υπαρξί μας στην αγάπη του. Ο Ιησούς οικοδομεί τη σωτηρία μας με το υλικό που του εμπιστευόμαστε στα χέρια του. Η σωτηρία μας τελικά θα είναι το οικοδόμημα που θα έχη οικοδομήσει η χάρις του Χριστού για μας, με τα δομικά υλικά της δικής μας προαιρέσεως και θελήσεώς. Εκείνος είναι ο Οικοδόμος! Εμείς δίνουμε στα χέρια του τα υλικά της οικοδομής. Και «ράκη» ακόμη αν του δώσωμε, αρκούν για να δέση μ’ αυτά ολόκληρη την ύπαρξί μας κοντά του.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.149-150)
μακάριοι οι πεινώντες... οι κλαίοντες.
Λουκά στ' 21.
Η πείνα και το κλάμα μακαρίζονται από τον Ιησού. Όχι διότι είναι καλά καθ’ εαυτά. Αλλά διότι συντελούν στην αιώνια σωτηρία του ανθρώπου. Η πείνα και το δάκρυ είναι καταστάσεις του κόσμου τούτου του καταργουμένου. Είναι αγκάθια, που παραχώρησε ο Δημιουργός να μπαίνουν στην ανθρώπινη σάρκα για να μισήση ο άνθρωπος τον κόσμο τούτο της φθοράς και να νοσταλγή την ουράνια πατρίδα. Όσοι δεν πεινούν και δεν κλαίνε δεν νοσταλγούν την αιώνια πατρίδα. Όσοι τρώνε και γελούν μοιάζουν με τους συντρόφους του Οδυσσέα, που έφαγαν τους λωτούς και λησμόνησαν την πατρίδα τους.
Ο Ιησούς δεν θέλει όλοι οι άνθρωποι να πεινούν και να κλαίνε. Μακαρίζοντας τους πεινώντας και κλαίοντας υπογραμμίζει την αιώνια ωφέλεια, που προσκομίζουν στον άνθρωπο καταστάσεις, που, κατά κόσμον, θεωρούνται δυστυχίες. Ο Κύριος επιδιώκει ν’ απαλλάξη τον άνθρωπο από τις φρούδες εγκόσμιες ελπίδες και να υποδείξη τρόπους για να βιώνη τις γήινες πραγματικότητες υπό το πρίσμα της αιωνιότητος.
«Οι θέλοντές με ιδείν και άψασθαί μου της βασιλείας, οφείλουσι θλιβέντες και παθόντες λαβείν με» (Επιστολή Βαρνάβα, L. 291).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, «Εκείνος» Ο Ιησούς Χριστός, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 112)
ΈΝΑΣ αρχάριος μοναχός πήγε στενοχωρημένος στον Όσιο Ποιμένα.
- Έπεσα σε μεγάλο σφάλμα, Αββά, του εξομολογήθηκε, και θέλω τουλάχιστον τρία χρόνια για να μετανοήσω.
- Είναι πολλά, του είπε ο Όσιος.
- Είναι αρκετοί τρεις μήνες, τότε;
- Και τόσο είναι πολύ, αποκρίθηκε ο Όσιος. Εγώ σου λέω πως, αν ειλικρινά μετανοήσεις και πάρεις σταθερή απόφαση να μην επαναλάβεις ποτέ το ίδιο σφάλμα, σε τρεις μέρες σε δέχεται η αγαθότητα του Θεού.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 178)
119. «εξ ής εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός». (Ματθ. α΄ 16).
Η γενεαλογική σειρά του Ιωσήφ ήταν η ίδια με τη γενεαλογική «σειρά» της Θεοτόκου. Και οι δύο συναντώνται σε κοινούς προγόνους: τον Δαβίδ, τον Αβραάμ, τον Αδάμ, τον Θεό και καταλήγουν σ’ ένα κοινό απόγονο: τον Ιησού (έναντι του Νόμου ο Ιησούς ήταν απόγονος και κληρονόμος του Ιωσήφ ΥΜ 33) . Μια μακριά γενεαλογική σειρά καταλήγει τελικά σ’ ένα πρόσωπο: στο πρόσωπο του Ιησού!
Το νερό του ποταμού, καθώς κυλάει ψηλά απ’ τις πηγές του προς τα κάτω, καθαρίζεται και λαμπικάρεται. Η μεγάλη και περιπετειώδης πορεία του νερού κρύβει και το μυστικό της καθάρσεώς του.
Το ίδιο συνέβη και με το ανθρώπινο γενεαλογικό ποτάμι της Θεοτόκου. Καθώς κυλούσε μέσα στο χρόνο καθάριζε το ανθρώπινο υλικό που θα έδινε την ανθρώπινη φύσι στον Υιό του Θεού. Αν ολόκληρη η Δημιουργία ήταν μια προετοιμασία για την ενανθρώπισι του Θεού (Καβάσιλας), μια παρόμοια προετοιμασία έγινε και μέσα στη γενεαλογία της Θεοτόκου. Η αγνή, αμόλυντη και σχετικά αναμάρτητη μορφή της Παναγίας μαρτυρεί του λόγου το αληθές. Τέτοιες μορφές σαν την θεομήτορα δεν γεννιώνται τυχαία. Προετοιμάζονται από γενεά σε γενεά. Η Παρθένος είπε προφητικά ότι θα την μακαρίζουν «πάσαι αι γενεαί» του μέλλοντος. Στην πραγματικότητα όμως την παναγία μορφή της την προετοίμαζαν και «πάσαι αι γενεαί» του παρελθόντος. Όλες οι γενεές της ιστορίας, από τον Αδάμ και την Εύα μέχρι τη γενεά του Ιωσήφ κατέθεταν την καλύτερή τους ψηφίδα για να γίνη το ψηφιδωτό της θεομητορικής Εικόνας.
Η μορφή της Θεοτόκου ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Είχε ό,τι καλύτερο διέθεσαν όλες οι προηγούμενες γενεές. Ήταν η συνισταμένη της καλωσύνης, της αγνότητος και της αγιότητος. Όλες οι αρετές των προγόνων της είχαν βρει την ολοκλήρωσι και την εκπλήρωσί τους στην μορφή της Παρθένου. Ο Θεός έφτιαξε την θεομητορική ύπαρξι από τα καλύτερα, τα καθαρώτερα και αγιώτερα δομικά υλικά. Μέσα στην πάλευκη μορφή της περιέχονται σαν σε αμάλγαμα οι αρετές όλων των αγίων της Π. Διαθήκης. Η Θεοτόκος είναι η κορυφαία μορφή και η πιο ψηλή κορυφή της Π. Διαθήκης.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.147-149)
Διάφορες συμβουλές για προσευχή
" Όταν είμαστε στη χάρη του Θεού, τότε η προσευχή μας γίνεται καθαρή. Να προσεύχεσαι συνεχώς, ακόμα και στο κρεβάτι σου που κοιμάσαι, μέρα ή νύχτα ".
" Όσο κουρασμένος και αν είσαι, να μην παραλείπεις ποτέ να κάνεις το βράδυ, πριν από τον ύπνο σου, το απόδειπνο ".
Σε άλλον όμως αδελφό είπε :
" Όταν είσαι πάρα πολύ κουρασμένος από τη δουλειά σου, ή από την νοερά προσευχή, να λες μόνο το Τρισάγιο. Σου φτάνει "
Μου λέει ένας αδερφός.
" Είχα έλθει από την επαρχία και ήμουν πάρα πολύ κουρασμένος απ' την εργασία μου, το ταξίδι, και το βράδυ είπα το τρισάγιο μόνο και κοιμήθηκα, χωρίς να κάνω απόδειπνο.
Την άλλη μέρα πήγα να δώ το Γέροντα στην Πολυκλινική που ήταν, και γυρίζει και μου λέει :
-" Ε! χθές έκανες τον κουρασμένο και δεν έκανες απόδειπνο. Να μην το επαναλάβεις άλλη φορά ".
[Τζ 129]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.384-385)
Το φλεγόμενο κελλί
Ρώτησαν κάποτε τον αββά Παλλάδιο, που καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη:
-Κάνε αγάπη, πάτερ, και πες μας από ποια αιτία έγινες μοναχός;
-Στην πατρίδα μου, απάντησε εκείνος, μισό χιλιόμετρο μακριά από το τείχος, ζούσε ένας έγκλειστος μοναχός που λεγόταν Δαβίδ. Είχε έρθει από τη Μεσοποταμία. Ήταν πολύ ενάρετος, ελεήμων και εγκρατής. Έμεινε κλεισμένος και προσευχόμενος στο κελλί του, περίπου εβδομήντα χρόνια! Εκείνο τον καιρό, εξ αιτίας βαρβαρικών επιδρομών, τα τείχη της Θεσσαλονίκης φυλάγονταν μέρα και νύχτα από τους στρατιώτες.
Ένα βράδυ οι φρουροί του τείχους που ήταν προς το μέρος του κελλιού του εγκλείστου, είδαν να βγαίνουν φλόγες από τα παράθυρα του. Σκέφτηκαν ότι κάποιοι βάρβαροι πλησίασαν και έβαλαν φωτιά στο κελλί. Όταν όμως ξημέρωσε, βγήκαν έξω και βρήκαν τον γέροντα ζωντανό και το κελλί απείραχτο! Έμειναν γι’ αυτό έκπληκτοι… Την άλλη νύχτα ξαναβλέπουν φλόγες στο κελλί. Το ίδιο γινόταν και τις επόμενες νύχτες. Το παράδοξο φαινόμενο γίνηκε γνωστό σ’ όλη την πόλη και πολλοί πήγαιναν και αγρυπνούσαν στο τείχος για να δουν το φλεγόμενο κελλί. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατο του γέροντα.
Αφού λοιπόν αντίκρυσα το θαύμα, όχι μια και δύο, αλλά πολλές φορές είπα μέσα μου: « Αν ο Θεός χαρίζη τόση δόξα στους δούλους Του στον κόσμο αυτό, πόση θα τους χαρίση στην αιωνιότητα, όταν σαν ήλιος θα λάμψη το πρόσωπο τους!». Αυτή ήταν η αιτία να φορέσω το μοναχικό τούτο σχήμα.
( Λειμωνάριον )
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σελ. 210-2110)