156. Δέχονται όλα τα μυστήρια οι Προτεστάντες;
Όχι. Έχοντας την αντίληψη ότι πραγματικά μυστήρια είναι όσα εκπεφρασμένα στη Γραφή έχουν θεία σύσταση και εξωτερική ύλη, ως μυστήρια δέχονται δύο μόνο, το βάπτισμα και τη θεία ευχαριστία. Για τα υπόλοιπα πέντε φρονούν, ότι η μεν ιερωσύνη, η μετάνοια και ο γάμος είναι ωφέλιμες διατάξεις του Θεού που παρέχουν ευλογία στους πιστούς, ενώ το χρίσμα και το ευχέλαιο είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα περιττά για την Εκκλησία. Τις αντιλήψεις βέβαια αυτές δεν τις δέχονται όλοι οι Διαμαρτυρόμενοι. Η Αγγλικανική Εκκλησία δέχεται και τα επτά εκκλησιαστικά μυστήρια, ενώ οι Μεννωνίτες δέχονται και το ποδόνιπτρον, ως θεοσύστατη τελετή αναγκαία δια τους πιστούς και ωφέλιμη.
Δύο είναι κυρίως οι αιτιάσεις των Προτεσταντών κατά του αριθμού επτά των μυστηρίων· α) ο κυμαινόμενος αριθμός τους στην παράδοση της Εκκλησίας και β) η θεία σύσταση και το αισθητό σημείο που κατ’ αυτούς δεν έχουν όλα τα μυστήρια. Περί τούτων όμως είπαμε σχετικά σε προηγούμενό μας ερώτημα. Ως προς το αισθητό σημείο ειδικά, το οποίο θεωρείται ως βασικό στοιχείο της πραγματικότητας των μυστηρίων, οι Διαμαρτυρόμενοι δεν είναι πάντοτε συνεπείς, γιατί θα έπρεπε να δεχθούν και τον Ιερό Νιπτήρα, ως μυστήριο, διάταξη που έχει σαφώς αισθητό εξωτερικό σημείο. Ο αληθής όμως λόγος απορρίψεως του αριθμού επτά των μυστηρίων είναι μάλλον το είδος της χάριτος, την οποία διακονούν τα ιερά μυστήρια. Αφού κατά τη βασική προτεσταντική αρχή τα μυστήρια παρέχουν μόνο την άφεση των αμαρτιών (ιδέα ανάλογη προς τη φύση της δικαιώσεως) και ενισχύουν την περί τούτου πίστη των χριστιανών, ήταν επόμενο να δεχτούν ως κύριο μυστήριο μόνο το βάπτισμα, το οποίο παρέχει άφεση όχι μόνο των αμαρτημάτων που προηγήθηκαν αυτού αλλά και εκείνων που έγιναν μετά ταύτα. Όπως δε είπε ο Λούθηρος, ο αμαρτάνων μετά το βάπτισμα υπεισέρπει τρόπον τινά σ’ αυτό και λαμβάνει την άφεση των παραπτωμάτων του.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 222-223)
155. Τί φρονούν περί της ουσίας των μυστηρίων οι Διαμαρτυρόμενοι;
Οι Διαμαρτυρόμενοι διδάσκουν διαφορετικά πράγματα από ό,τι οι ’Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί. Ό,τι περί μυστηρίων πρεσβεύουν είναι ανάλογο προς τα περί αόρατης Εκκλησίας και δικαιώσεως, ως εξωτερικής σχέσεως του Θεού προς τον άνθρωπο (όχι δηλαδή ως εσωτερικής ουσιαστικής αναγεννήσεως), διδάγματα τους. Από τα πολλά που λένε, τα οποία δεν είναι πάντοτε συνεπή προς τις βασικές τους αρχές, θα επισημάνουμε λίγα μόνο ενδεικτικά. Το κοινό σημείο της περί μυστηρίων προτεσταντικής διδασκαλίας είναι ότι αυτά δεν είναι δραστικά μέσα της χάριτος. Αν όντως ήταν έτσι, θα έρχονταν σε αντίθεση προς τα περί αόρατης Εκκλησίας ιδιαίτερα διδάγματά τους. Έτσι τα μυστήρια δεν είναι κυρίως όργανα και μέσα της χάριτος, δηλαδή παρακολουθεί μεν μαζί με την ύλη του μυστηρίου η θεία δωρεά, χωρίς όμως να παρέχεται εξαίρετα σε όλους, αλλά μόνο στους προορισμένους για την αιώνια ζωή (Καλβίνος, Ζβίγγλιος). Τα μυστήρια είναι απλές τελετές από τις οποίες δεν παίρνουμε τίποτε το συγκεκριμένο, αλλά δείχνουμε απλά την υπακοή μας στο Χριστό (Σωκινιανοί). Είναι διακριτικά γνωρίσματα των χριστιανών, αλλά και σημεία απεικονίζοντα στο νου μας τη χάρη του Θεού, με την επενέργεια των οποίων ωφελούμεθα μόνο ηθικώς (Αρμινιανοί και Μεννωνίτες).
Αξιοπρόσεκτη είναι η διδασκαλία των Κουακέρων, η οποία είναι σε όλα συνεπής προς τη βασική προτεσταντική αρχή. Έτσι, στηριζόμενοι στην αντίληψη ότι ο Θεός σώζει τον άνθρωπο άμεσα, χωρίς εξωτερικά μέσα, αρνήθηκαν τελείως τον εξωτερικό χαρακτήρα των μυστηρίων. Προσχωρήσαντες δε στην Πνευματοκρατία (Spiritualismus), δέχτηκαν πνευματικό βάπτισμα (την εν Χριστώ κάθαρση της ψυχής από την αμαρτία) και πνευματική θεία ευχαριστία (τη μυστική ένωση της ψυχής με τον Κύριο), των οποίων τύποι είναι το δι’ ύδατος βάπτισμα και ο άρτος και ο οίνος στην ευχαριστία.
Όμως οι Διαμαρτυρόμενοι δεν μένουν πάντα συνεπείς στη βασική τους προτεσταντική αρχή. Αν εξαιρέσει κανείς τους ακραίους Καλβινιστές, οι οποίοι μένουν σταθερά προσκολλημένοι στα περί απόλυτου προορισμού διδάγματά τους, οι άλλοι Προτεστάντες και κυρίως οι Λουθηρανοί, πιεζόμενοι στον αγώνα τους εναντίον της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και επιθυμούντες να καθορίσουν την εκκλησιολογική τους ταυτότητα στον κύκλο των πολλών προτεσταντικών παραφυάδων που απέκλιναν αισθητά απ’ αυτούς, άρχισαν να δέχονται τον υπερφυή χαρακτήρα των μυστηρίων, ως τελετών στις οποίες ο Θεός παρέχει στον άνθρωπο αυτό που υπόσχεται vα μεταδώσει η συνδεδεμένη με το μυστήριο τελετή.
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις οι Προτεστάντες μπορούν ν' αποσείσουν εντελώς την Πνευματοκρατία που είναι σύμφυτη στο περί Εκκλησίας δόγμα τους, ούτε να δεχτούν διαφοροποίηση της παρεχόμενης δια των μυστηρίων χάριτος, δεχόμενοι μία κατ’ ουσία χάρη, τη χάρη αφέσεως των αμαρτιών την κρατύνουσα την εις Θεό πίστη. Σ’ αυτό διαφοροποιούνται ριζικά από την ορθόδοξη και ρωμαιοθολική αντίληψη, κατά την οποία η χάρη δεν είναι μόνο χάρη αφέσεως αλλά και ανακαινίσεως και αναγεννήσεως της φύσεως του ανθρώπου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 220-222)
154. Τί είναι οι μυστηριοειδείς τελετές;
Είναι τελετές και ιερουργίες που από παλαιά υπήρχαν στην Εκκλησία, παρεμφερείς προς τα ιερά μυστήρια από τα οποία διαφέρουν κατά το είδος και τα αποτελέσματα της ενέργειας. Η κύρια διαφορά είναι ότι ενώ των μυστηρίων η ενέργεια γίνεται «εξ ανάγκης», δηλ. παρέχουν αναμφισβήτητα τη θεία χάρη, η ευλογία η παρεχόμενη δια των μυστηριοειδών τελετών δεν είναι πάντοτε βέβαια, εξαρτώμενη από τις υποκειμενικές συνθήκες του δεχομένου αυτές πιστού.
Είναι δε οι τελετές αυτές είτε ευλογίες είτε καθιερώσεις. Οι ευλογίες που γίνονται δια του σταυρού ή και με άλλο τρόπο είναι επικλήσεις της θείας χάριτος και βοήθειας στη λογική και άλογη κτίση, οι δε καθιερώσεις είναι αρνητικά μεν προσευχές εξορκισμού, δηλαδή δεήσεις για την απαλλαγή από το κράτος των δαιμονικών δυνάμεων είτε επί των ανθρώπων είτε επί της φυσικής κτίσεως, ενώ θετικά είναι η καθιέρωση προσώπων ή πραγμάτων από την καθημερινή τους χρήση σε σκοπούς ιεροπρεπείς. Οι ιερουργίες αυτές στηρίζονται στη δύναμη με την οποία ο Χριστός εφοδίασε την Εκκλησία του να καταγωνίζεται στο όνομά Του τις σκοτεινές δυνάμεις της αμαρτίας που κυριαρχούν στη λογική και άλογη κτίση. Άλλες απ’ αυτές είτε θεσπίστηκαν από την ίδια την Εκκλησία είτε διαμορφώθηκαν σιγά σιγά κατ’ έθος στη ζωή της.
Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί και να κάνουμε τη διάκριση περί της οποίας μιλήσαμε στην αρχή του ερωτήματος, ότι τα μεν μυστήρια μετοχετεύουν δραστικά τη θεία χάρη, χωρίς το κύρος τους να εξαρτάται από την ηθικότητα των λειτουργών, ενώ η ενέργεια των μυστηριοειδών τελετών δεν είναι πάντοτε βέβαια, εξαρτώμενη από υποκειμενικούς παράγοντες εκ μέρους αυτών που δέχονται τη θεία ευλογία. Αν δεν κάνουμε αυτό, είναι πολύ πιθανό να περιπέσουμε σε σύγχυση και παρεκδοχή των πραγμάτων.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 219-220)
153. Τί είναι ο ανεξάλειπτος χαρακτήρας των μυστηρίων;
Είναι διδασκαλία που προσπαθεί να εξηγήσει τη μη επανάλειψη των μυστηρίων του βαπτίσματος, του χρίσματος και της ιερωσύνης. ‘Ως γνωστό, τα μυστήρια αυτά τελούνται μία μόνο φορά. Η θεωρία διατυπώθηκε από τη σχολαστική θεολογία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και έκανε την είσοδό της και στην ορθόδοξη θεολογία. Στα μυστήρια αυτά, εκτός από τη θεία χάρη η οποία μεταδίδεται στους βαπτιζομένους, χρισμένους και ιερωμένους, χαράσεται σ’ αυτούς κάποιο σημείο, κάποια σφραγίδα, ένας χαρακτήρας ανεξάλειπτος (character indelebilis) που τους ξεχωρίζει από τους άλλους. Όπως ο ποιμένας —λένε— χαράσσει στο πρόβατό του κάποιο σημάδι, το οποίο δεν φεύγει από πάνω του έστω κι αν αυτό χαθεί, έτσι και σ’ όσους δέχονται το βάπτισμα, το χρίσμα και την ιεροσύνη αποτίθεται κάποιο σημάδι, κάποια σφραγίδα που δεν χάνεται, έστω κι αν ο άνθρωπος εκπέσει της χάριτος, δυνάμει της οποίας έχει την ιδιότητα να δέχεται και να μεταδίδει θείες δωρεές.
Η διδασκαλία αυτή δεν έχει ερείσματα στην Αγία Γραφή. Τα χωρία Έφεσ. 1,13 και Β' Κορ. 1,21-22 είναι πολύ αόριστα, ώστε να στηρίξουν μια τέτοια διδασκαλία. Επίσης γενικές και αόριστες είναι και οι σχετικές μαρτυρίες ορισμένων εκκλησιαστικών ανδρών (Κύριλλος Ιεροσολύμων, Ωριγένης). Το πολύ η θεωρία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεολογική γνώμη για την εξήγηση της μη επαναλήψεως των μυστηρίων κυρίως στις περιπτώσεις επιστροφής των εξωμοτών, αιρετικών και σχισματικών στους κόλπους της αληθινής Εκκλησίας, από την οποία εξέπεσαν.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 218-219)
«Σε όσους τον δέχτηκαν, σ’ αυτούς ο Χριστός έδωσε το προνόμιο να γίνουν παιδιά του Θεού, σ’ εκείνους δηλαδή που πιστεύουν στ’ όνομά του» (Ιωάννης 1:12)
Μία από τις πιο περίεργες αντιδράσεις, όταν είχε πρωτοεπιβληθεί η απαγόρευση του καπνίσματος στην Ευρώπη πριν 2-3 χρόνια, συνέβη στην Ολλανδία. Εκεί οι καπνιστές οργανώθηκαν σε.. εκκλησία! Μάλιστα, όπως το ακούτε. Είναι τα μέλη της «Μίας Αληθινής Παγκόσμιας Εκκλησίας Καπνιστών του Θεού», και «εκκλησιάζονται» σε ένα μπαρ. Η βασική πίστη τους είναι ότι το δικαίωμα τους να καπνίζουν προστατεύεται ως.… θρησκευτική ελευθερία. Ένας από τους θαμώνες ενός μπαρ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εάν πρέπει να πιστέψω στο Θεό για ν’ απολαμβάνω ένα τσιγάρο, τότε θα το κάνω». Ένα γενικότερο ερώτημα είναι: γιατί πιστεύουμε στο Θεό; Άλλοι πιστεύουν στο Θεό για να έχουν την υγεία τους ή για να βρουν την υγεία τους. Άλλοι για να πάνε καλά οι δουλειές τους ή για να είναι ασφαλή τα παιδιά τους κλπ.
Ο Θεός όμως θέλει να πάμε σ’ Αυτόν για να βρούμε τη συγχώρηση των αμαρτιών μας και να γίνουμε παιδιά Του. Έχεις πάει έτσι στο Θεό;
(Χ.Ι.ΝΤ.)
«Και να ντυθείτε τον καινούργιο άνθρωπο, που δημιουργήθηκε σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, με βάση τη δικαιοσύνη και την αγιότητα που πηγάζουν από την αλήθεια». (Εφεσίους 4:24)
Υπάρχει ένα είδος αράχνης στη Νότια Αμερική που συνηθίζει να βουτάει συχνά μέσα στο νερό. Κλείνεται σ’ ένα είδος φουσκαλίδας γεμάτης αέρα και βυθίζεται στο νερό όπου μένει για ώρες, αναπνέοντας τον αέρα που περιέχει η φουσκαλίδα. Όταν επιστρέψει πίσω στη στεριά και βγει έξω είναι τελείως στεγνή, γιατί το νερό δεν μπόρεσε να μπει στην μικρή της κατοικία.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με το χριστιανό. Ζει μέσα σ’ έναν κόσμο αμαρτωλό, αλλά η αμαρτία δεν τον αγγίζει, ενόσω είναι περιβλημένος το Χριστό. Γράφει ο απ. Παύλος: «Η νύχτα προχώρησε και η ημέρα έχει κιόλας πλησιάσει. Ας πετάξουμε, λοιπόν, από πάνω μας τα έργα του σκοταδιού και ας φορέσουμε τα όπλα του φωτός» (Ρωμ. 13:12). Κι αλλού: «Ντυθείτε τον Κύριο Ιησού Χριστό και μη φροντίζετε να ικανοποιήσετε τις επιθυμίες της σάρκας» (Ρωμ. 13:14). Έτσι «διατηρεί τον εαυτό του αμόλυντο από τον κόσμο» (Ιακ. 1:27). Εξέτασε σήμερα τον εαυτό σου να δεις αν ζεις μ’ αυτόν τον τρόπο.
(Σ.Α.Ι.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
346. Όταν λες μέσα σου, στην καρδιά σου, το όνομα του Θεού, του Κυρίου ή της Αγίας Τριάδος ή του Κυρίου Σαββαώθ ή του Κυρίου Ιησού Χιρστού, τότε, με το Όνομα εκείνο, έχεις και όλο τον Θεό. Σ’ αυτό το Όνομα είναι το άπειρο έλεός του, η απέραντος σοφία του, το απρόσιτο φώς του, η παντοδυναμία του, το αναλλοίωτό του. Δέξου αυτό το ζωοποιό και παντοκρατορικό Όνομα στην καρδιά σου με φόβο Θεού, με πίστι και με αγάπη. Γι’ αυτό τον λόγο ο Μωσαϊκός Νόμος απαγορεύει αυστηρά να χρησιμοποιή ο άνθρωπος το όνομα του Θεού «επί ματαίω». Γιατί το όνομα του είναι ο ίδιος ο μοναδικός Θεός, με τις τρείς υποστάσεις του (Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα). Ο άπειρος Θεός, που είναι «αχώρητος παντί», περιέχεται σε μία και μόνο λέξι και εκφράζεται μες απ’ αυτή, ενώ τίποτε στον κόσμο δεν μπορεί να τον περιέχη.
347. Η παρούσα ζωή δεν είναι καθόλου ένα παιχνίδι, μία διασκέδασις. Οι άνθρωποι όμως την κάνουν παιχνίδι και διασκέδασι. Παίζουν με τον καιρό, που τους δόθηκε για την αιώνιο ζωή. Παίζουν με μάταια λόγια. Διασκεδάζουν μεταξύς τους, συναθροιζόμενοι γι’ αυτόν τον σκοπό. Πηγαίνουν σε άσεμνα θεάματα, σε κοσμικά κέντρα, για να περάσουν διασκεδαστικά την ώρα τους. Άλλοι διασκεδάζουν τον εαυτό τους, χρησιμοποιώντας τα πνευματικά τους χαρίσματα, τις αδυναμίες τους ή τις ικανότητές τους, μιλώντας ή γράφοντας ωραία. Άλλοι επιδίδονται στο φαγοπότι, ξεπερνώντας τα όρια των πραγματικών αναγκών του σώματος. Άλλοι ευχαριστούνται φορώντας εξεζητημένα ρούχα, καλλωπίζοντας το πρόσωπό τους. Άλλοι διασκεδάζουν με τα παιδιά τους, αντί να τα μορφώνουν στην πίστι, την ευσέβεια και τον φόβο του Θεού. Όλη τους η ζωή είναι μία διασκέδασις. Αλλοίμονο όμως σε όποιους παίρνουν τη ζωή για παιχνίδι.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 148-149)
Αναισχυντία
στη διάπραξη της αμαρτίας
Δεν είναι τόσο φοβερό το ν’ αμαρτάνει κανείς,
όσο η αδιαντροπιά μετά την αμαρτία
και το να μη πειθαρχεί κανείς στους ιερείς,
που παραγγέλλουν προσοχή.
Ε.Π.Ε. 8α,234
στην εμφάνιση
Έχεις νυμφίο το Χριστό.
Γιατί προσπαθείς ν’ αποσπάσεις ανθρώπους εραστές;
Τότε θα σε κρίνει για μοιχεία.
Γιατί δεν στολίζεσαι το στολίδι που αρέσει στο Χριστό,
που αγαπά Εκείνος, δηλαδή, τη ντροπή, τη σωφροσύνη,
την κοσμιότητα, τη σεμνή ενδυμασία;
Αυτή που τώρα έχεις, είναι πορνική και αισχρή.
Δεν μπορούμε πια να ξεχωρίσουμε τις πόρνες απ’ τις παρθένες.
Ε.Π.Ε. 23,254
ακολασία
Όταν η ασχήμια είναι φοβερή, όσα φτειασίδια κι αν επινοήσουν,
δεν μπορούν να υποκριθούν.
Το ότι δε η αδιαντροπιά κάνει πόρνες,
άκουσε τον προφήτη που λέει: «Συμπεριφέρθηκες
προς όλους με αδιαντροπιά, απέκτησες μορφή πόρνης».
Ε.Π.Ε. 24,576
δημόσια
Μόνοι μας κάθε μέρα κεντάμε τον εαυτό μας
και τον πληγώνουμε και τον εκθέτουμε με τις απρέπειες μας,
ξεγυμνωμένοι από κάθε αξιοπρέπεια και κάθε τιμή.
Τα αισχρά μας έργα ούτε καν τα σκεπάζουμε,
ούτε άλλους αφήνουμε να μας διορθώνουν.
Τα διαπράττουμε με ξετσιπωσιά μπροστά σε τόσους
που μας βλέπουν και προκαλούμε τους καγχασμούς και μύρια πειράγματα.
Ε.Π.Ε. 25,156
διαβάλλεις και το Θεό!
Δεν είναι τόσο φοβερό η αμαρτία,
όσο το να ‘σαι αναιδής και ξεδιάντροπος μετά την αμαρτία,
και το να ρίχνεις ευθύνη στο Θεό για τα δικά σου κακά.
Ε.Π.Ε. 34,576
χαλκοπρόσωποι
Πολλές φορές συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε
όσους δεν κοκκινίζουν, χαλκοπρόσωπους.
Ε.Π.Ε. 34, 246
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 175-176)
343. Με την πίστι και την αγάπη, με την προσευχή πίστεως και αγάπης, μπορώ να κλείσω στην καρδιά μου τον Θεό και τον άνθρωπο. Πόσο βαθειά και μεγάλη είναι η ανθρώπινη καρδιά! Πόσο μεγάλος είναι ο άνθρωπος!
344. Ένας αληθινός ποιμήν, που αγάπησε με πατρική καρδιά το ποίμνιό του και εργάσθηκε γι’ αυτό, θα αφήση ευγνώμονα μνήμη μετά την κοίμησί του. Η Εκκλησία θα δοξάζη το όνομά του. Και η δόξα του θα είναι ανάλογος με τον ζήλο που κατέβαλε στο ποιμαντικό του έργο. Αυτή είναι η δόξα εκείνων που εργάζονται για το καλό των ψυχών.
345. Είσαι ένα πλάσμα που έπεσε στην αμαρτία με την ελευθέρα θέλησί του. Αυτό ας σου είναι ισχυρό κίνητρο για προσευχή. Καθημερινά γίνεσαι αντικείμενο απείρου ελέους εκ μέρους του Θεού. Αυτό ας σου είναι ισχυρό κίνητρο για να ευχαριστής τον Θεό. Καθημερινά ατενίζεις τα έργα της θείας παντοδυναμίας, σοφίας και αγαθότητος. Αυτό, επίσης, ας σου γίνη κίνητρο καθημερινής δοξολογίας.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 147-148)
Να συγκρίνουμε την δοκιμασία μας με την μεγαλύτερη δοκιμασία του άλλου
Το καλύτερο φάρμακο για την κάθε δοκιμασία μας είναι η μεγαλύτερη
δοκιμασία των συνανθρώπων μας, αρκεί να την συγκρίνουμε με την δική μας δοκιμασία,
για να διακρίνουμε την μεγάλη διαφορά και την μεγάλη αγάπη που μας έδειξε ο Θεός
και επέτρεψε μικρή δοκιμασία σ’ εμάς. Τότε θα Τον ευχαριστήσουμε,
θα πονέσουμε για τον άλλον που υποφέρει πιο πολύ και θα κάνουμε καρδιακή προσευχή
να τον βοηθήση ο Θεός. Μου έκοψαν λ.χ. το ένα πόδι; «Δόξα Σοι ο Θεός, να πω,
που έχω τουλάχιστον ένα πόδι· του άλλου του έκοψαν και τα δύο».
Και αν ακόμη μείνω ένα κούτσουρο, χωρίς χέρια και πόδια, πάλι να πω:
«Δόξα Σοι ο Θεός, που περπατούσα τόσα χρόνια, ενώ άλλοι γεννήθηκαν παράλυτοι».
Εγώ, από την στιγμή που άκουσα ότι ένας οικογενειάρχης έχει έντεκα
χρόνια αιμορραγία, είπα: «Τι κάνω εγώ; Κοσμικός άνθρωπος αυτός και να έχη
έντεκα χρόνια αιμορραγία, να έχη παιδιά, να πρέπη να σηκωθή το πρωί να πάη
στην δουλειά, και εγώ ούτε επτά χρόνια δεν συμπλήρωσα που έχω αιμορραγίες!».
Αν σκέφτωμαι τον άλλον που υποφέρει τόσο πολύ, δεν μπορώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου.
Ενώ, αν σκέφτωμαι ότι εγώ υποφέρω και οι άλλοι είναι μια χαρά, ότι σηκώνομαι
την νύχτα κάθε μισή ώρα, επειδή έχω πρόβλημα με το έντερο και δεν μπορώ να κοιμηθώ,
ενώ οι άλλοι κοιμούνται ήσυχα, δικαιολογώ τον εαυτό μου, αν γογγύσω.
Εσύ, αδελφή, πόσον καιρό έχεις τον έρπητα;
-Οκτώ μήνες, Γέροντα.
-Βλέπεις; Ο Θεός σε άλλους τον αφήνει δύο μήνες, σε άλλους δέκα μήνες, σε άλλους δεκαπέντε.
Καταλαβαίνω, είναι μεγάλος ο πόνος. Μερικοί φθάνουν σε απόγνωση.
Ένας κοσμικός όμως που έχει έρπητα έναν-δύο μήνες και από τον πολύ πόνο απελπίζεται,
αν μάθη ότι ένας πνευματικός άνθρωπος τον έχει έναν χρόνο και κάνει υπομονή και δεν γογγύζει,
τότε αμέσως παρηγοριέται. «Βρέ, λέει, εγώ τον έχω δύο μήνες και έφθασα στην απελπισία·
ο άλλος ο καημένος έναν χρόνο τον έχει και δεν μιλάει! Εγώ κάνω και αταξίες,
ενώ εκείνος ζη πνευματικά!». Οπότε βοηθιέται χωρίς συμβουλή!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 204-206)
"Όλα αλλάζουν με το κόπο, και η ψυχή και το σώμα"
Για τα προβλήματά μου μου είπε ο Παππούλης: "Αν μιλούσαμε λίγο στο τηλέφωνο,
να δεις θα σου πέρναγαν αμέσως όλα.
Κούραζε το σώμα, μη φοβάσαι τον κόπο. Όλα αλλάζουν με τον κόπο,
και η ψυχή και το σώμα. Μην αφήνεις την ευχή.
Απλά, αβίαστα, παρακάλα θερμά για όλους.
Θα τους ωφελείς με την προσευχή, όχι με τα λόγια.
Αν σε ρωτήσουν, πες ταπεινά: -Έτσι σκέπτομαι.
Πάλι όπως νομίζετε".
[Ά 80]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.187)