Αν δεν αναλάβουμε ολόκληρη την ευθύνη για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τις καταβολές μας, την κατάστασή μας, τον Θεό
και τον ίδιο τον εαυτό μας, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συνειδητοποιήσουμε περισσότερο από ένα μικρό τμήμα της ζωής και
του εαυτού μας.
Αν θέλουμε να κρίνουμε αληθινά και ισορροπημένα τον εαυτό μας θα πρέπει να τον εξετάζουμε σαν μια ολότητα.
Ορισμένα πράγματα μέσα μας, έστω και σ' ένα αρχικό στάδιο, ανήκουν ήδη στη Βασιλεία του Θεού. Τα άλλα είναι ακόμα ένα χάος,
μια έρημος, μια στέπα. Και θα χρειαστούμε σκληρή δουλειά και πίστη βαθιά για να τα μετατρέψουμε όλα αυτά σε κήπο της Εδέμ.
Πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας όπως ένας καλλιτέχνης κοιτάζει με φαντασία και νηφαλιότητα το ακατέργαστο υλικό που ο Θεός
έχει βάλει στα χέρια του και από το οποίο θα φτιάξει ένα έργο τέχνης, ένα ακέραιο κομμάτι από την αρμονία, την ομορφιά, την αλήθεια
και τη ζωή της Βασιλείας του Θεού.
Ένα έργο τέχνης εξαρτάται και από την έμπνευση του καλλιτέχνη και από το υλικό που του δόθηκε. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε
οποιοδήποτε υλικό για κάθε σκοπό χωρίς διάκριση. Ένας εσταυρωμένος από ελεφαντόδοντο,λογού χάρη, δεν είναι δυνατό να γίνει από
γρανίτη, ούτε ένας κέλτικος [λίθινος] σταυρός να γίνει από ελληνικό μάρμαρο. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να μάθει να διακρίνει τις ιδιαίτερες
δυνατότητες του υλικού που έχει στα χέρια του και ν' αποκαλύπτει την ομορφιά που είναι βαθιά μέσα σ' αυτό κρυμμένη.
Έτσι ακριβώς πρέπει
και ο καθένας από μας να διακρίνει μέσα του , με τη φώτιση του Θεού και με τη βοήθεια των πιο γνωστικών φίλων του, τις ιδιαίτερες ικανό-
τητες και τα χαρακτηριστικά του, τα καλά και τα κακά και να τα χρησιμοποιεί για να ολοκληρώσει ως το τέλος εκείνο το έργο τέχνης που είναι
ο αληθινός εαυτός του.
Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών λέει τη φράση: ''η λαμπρότητα του Θεού αποκαλύπτεται στον ολοκληρωμένο άνθρωπο''.
Ο δρόμος για να φτάσουμε σ' αυτό μπορεί να είναι όλο στροφές. Υπάρχουν στιγμές που για να κάνουμε το καλό, ίσως να χρειαστεί να στη-
ριχθούμε σε κάτι που αργότερα θα το απορρίψουμε. Μπορεί επίσης ν' αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιήσουμε κατά μικρότερα ή μεγαλύτερα
χρονικά διαστήματα την ώθηση που μας παρέχουν τα λιγότερα ευγενικά μας ένστικτα, φτάνει αργότερα να ξεπεράσουμε αυτή μας την
ανωριμότητα.
Ο Μάρτιν Μπούμπερ στο βιβλίο του ''Ιστορίες του Χασιντίμ'' διηγείται την περίπτωση ενός ανθρώπου που ρώτησε ένα ραββίνο πως να
απαλλαγεί από τις άχρηστες σκέψεις. ''Μην προσπαθείς'', απάντησε ο ραββίνος, ''δεν έχεις άλλες σκέψεις και θα μείνεις άδειος, προσπάθησε
ν' αποκτήσεις σιγά-σιγά μερικές χρήσιμες σκέψεις και θα δεις που αυτές θ' αντικαταστήσουν τις άλλες''. Δεν θυμίζει αυτή η ιστορία την παρα-
βολή που είπε ο Χριστός για τα ''επτά πονηρά πνεύματα''; [ Ματθ. 12, 45].
Πρέπει να μάθουμε να κοιτάζουμε έξυπνα, με σύνεση, ρεαλισμό και νηφαλιότητα και ακόμα με ζωηρό ενδιαφέρον το πολύπλοκο υλικό από
το οποίο είμαστε φτιαγμένοι, για να μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε όλες τις υπάρχουσες και μελλοντικές δυνατότητές του. Φυσικά αυτό απαιτεί
θάρρος και πίστη.
Ίσως να θυμάστε τη συγκινητική και όλο ευαισθησία φράση του νεαρού St Vincent de Paul: ''Ω! Θεέ μου, είμαι πάρα πολύ
άσχημος για τους ανθρώπους, ίσως όμως Εσύ να με χρειάζεσαι''.
Όλοι είμαστε άσχημοι, αλλά όλους μας αγαπάει ο Θεός και μας εμπιστεύε-
ται. Πως αλλιώς θα μπορούσε να ριψοκινδυνέψει το δώρο όχι μιας φευγαλέας ζωής, αλλά μιας ολόκληρης αιωνιότητας για τον καθέναν μας;
Πορεία και συνάντηση Anthony Bloom.
Ένιωσε την ανάγκη να προσπέσει και να φιλήσει όχι τα πόδια, αλλά τα παππούτσια της γερόντισσας που καθόταν απέναντί του στο εξομολογητάρι. Συγκρατήθηκε όμως. Όχι γιατί είχε ο ίδιος κάνενα πρόβλημα – θεώρησε ότι μια τέτοια κίνηση θα εξύψωνε τον ίδιο -, αλλά γιατί η γερασμένη γυναίκα θα στεναχωριόταν και θα αντιδρούσε.
«Κύριε, τί ψυχές έχεις στον κόσμο τούτο τον απατεώνα; Τί διαμάντι είναι αυτή η γυναίκα; Πώς μπορεί και κρύβεται τέτοια αγιότητα μέσα σ’ ένα τέτοιο ραγισμένο και ετοιμόρροπο σώμα, κυρτωμένο από τα χρόνια, χαμένο μάλιστα μέσα σ’ ένα δρομάκι μιας μικρής συνοικίας;»
Η γερόντισσα ίσα που είχε μπορέσει να σύρει τα πόδια της στο ναό, υποβασταζόμενη μάλιστα από μια μεσήλικη γνωστή της κυρία.
«Πάτερ», είπε η κυρία φέρνοντας την. «επέμενε πάρα πολύ η γιαγιά για να έλθει. Δεν έχει κανέναν στον κόσμο, μάλλον έχει συγγενείς, αλλά μένουν λίγο μακριά, οπότε μένει μόνη. Έτσι την εξυπηρετώ λιγάκι εγώ, όταν μπορέσω.
Καιρό με πιλάτευε να την φέρω, γιατί νιώθει, λέει, πολύ αμαρτωλή που έχει τόσο καιρό να πάρει ευχή από τον παππά, και φοβάται μήπως φύγει ξαφνικά από τη ζωή και βρεθεί στην κόλαση».
Η γερόντισσα είχε καθίσει με το ζόρι στη θέση που της υπέδειξε ο ιερέας. Βαριανάσαινε μάλιστα. Όταν άνοιξε το στόμα της «να μολογήσει τα κρίματα της», όπως χαρακτηριστικά είπε, ένας πόνος και μια οδύνη φάνηκαν να βαθαίνουν τις ρυτίδες του προσώπου της. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα βαθουλομένα μάτια της.
«Πάτερ», είπε, και φάνηκε να γέρνει περισσότερο το ήδη κυρτωμένο σώμα της. «Πάτερ, είμαι πολύ αμαρτωλή. Βρωμίζω και τον αέρα που αναπνέω. Απορώ πώς με κρατάει ακόμα ο Θεός που μολύνω έτσι τη γη που κατασκέυασε. Πρέπει να ντρέπονται για μένα οι άγιοι και οι άγγελοι, και μάλλον πρέπει να γελά μαζί μου ακόμη κι αυτός ο τρισκατάρατος, ο εξαποδώ…»
Ο παππάς δεν μίλησε. Κάτι άρχισε να υποψιάζεται για το πνευματικό ύψος της γιαγιάς, γιατί τα λόγια της του θύμισαν αυτά που λέγανε για τον εαυτό τους πάντοτε οι άγιοι της Εκκλησίας, τα ίδια σχεδόν που είχε ακούσει από το στόμα του οσίου γέροντα Ιάκωβου Τσαλίκη, παρόμοια που υμνολογούν οι λατρευτικές ακολουθίες, ιδίως στον υπέρ μέλι σταλαγμό του βιβλίου της Παρακλητικής. Στ΄αυτιά και στο στόμα του συχνά ερχόταν το κατανυκτικό τροπάριο από τον βαρύ ήχο, που ήταν σαν να το έψελνε η γερόντισσα με τον δικό της τρόπο: «Γέγονα των δαιμόνων μεν γέλως, των ανθρώπων δε όνειδος, των Δικαίων θρήνος, των Αγγέλων πένθος, μολυσμός αέρος, και γης και υδάτων. σώμα γαρ εμίανα, ψυχήν και νουν εσπίλωσα, παραλόγοις πράξεσι, Θεώ εχθρός πέφυκα. οίμοι Κύριε, ήμαρτόν σοι, ήμαρτον συγχώρησον».
«Τί σε βαραίνει γιαγιά;» είπε ο παππάς που καταλάβαινε πια ότι είχε χωθεί σ’ έναν μυστικό ανελκυστήρα – την καρδιά της πιστής αυτής γυναίκας – κι ανέβαινε με ιλιγγιώδη ταχύτητα ίσα στα κράσπεδα της Τριαδικής Θεότητας.
«Πάτερ μου, είμαι καταδικασμένη, γιατί δεν αγαπώ όπως πρέπει τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου. Έχω πάντοτε στον νου και στην καρδιά μου αυτό που από μικρή με έμαθε ο άγιος παπάς του χωριού μου, τον λόγο του Κυρίου «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου με όλη την ψυχή και την καρδία σου και τον πλησίον σαν τον εαυτό σου». Πάτερ μου, βλέπω πόσο λειψή είμαι στην αγάπη αυτήν. Οι λογισμοί μου πολλές φορές βρίσκονται σε άλλα πράγματα παρά στην αγάπη του Θεού. Με παρασύρει το στομάχι μου, γιατί πρέπει κάτι να τσιμπήσω για να στέκομαι, όταν κρυώνω φοβάμαι μη και πουντιάσω, οπότε θα γίνω βάρος στην καλή γυναίκα που με έφερε, τρέμω μη και πέσω και σύρω γύρω μου έτσι κι άλλους ανθρώπους…
Κάνω βέβαια λίγα απ’ αυτά που λέει η εκκλησία, αλλά στο σπίτι, όχι στο ναό. Διαβάζω, όσο μπορούν ακόμη τα μάτια μου και καταλαβαίνει το μυαλό μου, λίγο μεσονυκτικό, τον όρθρο, τον εσπερινό και το απόδειπνο. Λέω κάποιες παρακλήσεις στη γλυκιά Παναγία μας κι έχω μάθει από μικρή και τους Χαιρετισμούς. Λέω και το «Κύριε ελέησον», πριν φυράνει το μυαλό μου. Μα, νιώθω πώς δεν φτάνουν αυτά. Σας είπα και πριν πώς με κλέβουν κάποιοι λογισμοί. Οπότε βρίσκομαι μακριά από την αγάπη του Θεού. Κι όσο σκέφτομαι τις ελλείψεις μου, όσο καταλαβαίνω πώς είμαι σαν πτώμα από πλευράς πνευματικής, τόσο μου έρχονται δάκρυα. Κλαίω, πατέρα μου, τον εαυτό μου, κλαίω, κλαίω χωρίς σταματημό…
Πώς λοιπόν να μην είμαι μια βρώμα πάνω στη γη; Χώμα και στάχτη, πάτερ μου. Γι’ αυτό θέλω να μου διαβάσεις μια ευχή, να κοινωνώ άξια, να μη χάσω το έλεος του Θεού, να μη βρεθώ στην κόλαση…»
Τα δάκρυα έτρεχαν βροχή από τα μάτια της γερόντισσας. Μα δεν τα καλόβλεπε κι ο παπάς, γιατί τα δικά του δεν πήγαιναν πίσω.
Ο παπάς άρχισε να νιώθει μια ψυχική ευφορία. Σαν να του μύρισε ευωδιαστό λιβάνι, μα δεν ήταν απ’ αυτό που είχε κάψει στην πρωϊνή λειτουργία.
«Γιαγιά», είπε τρεμουλιαστά, «γιαγιά, σε παρακαλώ να με μνημονεύεις στις προσευχές σου. Συνέχισε, γιαγιά, να κάνεις ό,τι κάνεις και το έλεος του Θεού δεν θα σ’ αφήσει».
Σηκώθηκε. Άρπαξε το ρυτιδιασμένο χέρι της γερόντισσας και το φίλησε πολλές φορές, μουσκεύοντάς το με τα δάκρυά του.
Στο τέλος, λύγισε. Γονάτισε μπροστά της και τότε είδε τη χάρη και το θαύμα που του ‘δωσε ο Χριστός. Όταν σήκωσε τα μάτια του, η γερόντισσα ήταν μέσα σ’ ένα εξαίσιο φως και δίπλα της να την αγκαλιάζει η ίδια η Κυρά η Παναγιά…
(«π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ, …δι’εμού του αμαρτωλού…, εκδ. ακολουθείν, σελ. 37-42»)
Τα γηρατειά.
Ο Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ γράφει σε ένα ποίημά του: “Ο γέρος που βαθμιαία επιστρέφει στην αρχέγονη πηγή της ζωής εγκαταλείπει τον προσωρινό χρόνο και βαδίζει προς την αιωνιότητα. Ίσως στα μάτια των νέων να λάμπει η φωτιά, όμως στα μάτια των ηλικιωμένων λάμπει το φως”.
Κι αυτό δεν συμβαίνει μηχανικά, δεν είναι κάτι που συμβαίνει οπωσδήποτε, ή όποιος κι αν είσαι. Είναι κάτι που μπορεί να καλλιεργηθεί, να καλλιεργηθεί μέσα από μια δημιουργική προσέγγιση προς αυτό που συμβαίνει.
Το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ηλικιωμένος είναι, βέβαια, η μείωση της φυσικής δύναμης. Αλλά αυτό αντιμετωπίζεται -υπό τον όρο ότι το ηλικιωμένο άτομο δεν απορρίπτεται, δεν παραγκωνίζεται, δεν στέλνεται στο γηροκομείο επειδή δεν χωρά στην οικογένεια των νεότερων. Μια τέτοια προσέγγιση είναι πολύ τραγική. Από τη μια, στερεί το ηλικιωμενό άτομο από τη φυσική ζεστασιά, την αγάπη, τη συνεργασία, τις πραγματικές ανησυχίες που θα μπορούσε να έχει, αλλά και από τη δυνατότητα να μοιραστεί τη σοφία που απέκτησε κατά τη μακρά διάρκεια της ζωής του. Από την άλλη, στερεί και τους νεότερους από μια χρήσιμη εμπειρία που θα μπορούσε να τους έδινε η παρουσία του ηλικιωμένου. ...
Υπάρχει κι άλλη μια πλευρά σ' αυτό το πρόβλημα. Πολύ συχνά οι ηλικιωμένοι εξαρτώνται από τους άλλους και αισθάνονται μειωμένοι. Αυτό τους πονά και τους καταθλίβει:
“Εγώ δεν εξαρτιόμουν από κανέναν, έκανα τα πάντα μόνος και τώρα εξαρτιέμαι όλο και περισσότερο από τους άλλους. Χρειάζομαι βοήθεια, στήριξη, προστασία. Τι φρίκη!”.
Όχι, δεν είναι φρίκη! Έχεις προσφέρει στους άλλους, ίσως αυτό που επιθυμούσαν όλη τους τη ζωή. Τους έδωσες αγάπη και τώρα, όσο λιγότερες δυνάμεις έχεις, όσο πιο ανυπεράσπιστος είσαι, τόσο περισσότερο μπορείς να προσφέρεις σ' αυτούς που σε αγαπούν την ευκαιρία να εκφράσουν την αγάπη τους.
Και πρέπει να μάθεις να δέχεσαι αυτή την αγάπη όχι με δυσαρέσκεια, όχι όπως ο επαίτης δέχεται το χέρι βοηθείας ευχόμενος να μην είχε την ανάγκη. Όχι! Αλλά να τη δέχεσαι ως δώρο, ως δώρο αγάπης που σε ενώνει με αυτούς που σου την προσφέρουν!
Κι αν μάθεις να δέχεσαι αυτό το δώρο της αγάπης και του ενδιαφέροντος με ευγνωμοσύνη, με ανοιχτή καρδιά, ανοιχτή αγκαλιά, τότε οι άλλοι θα νιώσουν την ανταμοιβή για την προσφορά τους.
Μπορείς να γίνεις η αιτία να ξανοιχτεί ο άλλος, να καταλάβει τί σημαίνει αγάπη, τι σημαίνει να ξεχνά τον εαυτό του, να κοιτά τον άλλον και να βλέπει όπως είναι, να του δίνει αυτό που χρειάζεται, κυρίως αγάπη, ενδιαφέρον, τρυφερότητα, κατανόηση και -όταν χρειάζεται- βοήθεια στο φυσικό επίπεδο. Να καταλάβει ότι η αποδοχή της βοήθειας δεν είναι υποτίμηση, αλλά δώρο αγάπης, μπορεί να έχει ιερή ποιότητα.
(Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ, Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ και Ο ΑΛΛΟΣ, στοχασμοί για τις ανθρώπινες σχέσεις, εκδ. Πορφύρα, σελ. 110-112)
Αναφέρει η Ξεναγός Λουντμίλα: «Στις 18 Απριλίου 1993 τη νύκτα του Πάσχα συνέβη ένα θλιβερό γεγονός [στο μοναστήρι της Όπτινα]. Γιορτάσαμε με λαμπρότητα την Ανάσταση. Η αγρυπνία τελείωσε γύρω στις 5 το πρωί κι όλοι αποσυρθήκαμε.
Συνηθίζουμε να κτυπάμε τις καμπάνες όλη τη μέρα. Έτσι τρεις μοναχοί, γύρω στις 6:10 το πρωί, κτυπούσαν χαρμόσυνα τις καμπάνες.
Την ώρα εκείνη τους επιτέθηκε ένας σατανιστής και τους έσφαξε μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι. Φαίνεται πως μέσα στο θόρυβο και στο σκοτάδι δεν τον πρόσεξαν. Κτύπησε πρώτα τον ένα και τον άφησε στο έδαφος πληγωμένο. Ήταν για αρκετή ώρα ζωντανός. Έπειτα κτύπησε το δεύτερο, ο οποίος φώναξε λίγο και προσπάθησε να κτυπήση πάλι την καμπάνα. Έπεσε, όμως, νεκρός. Ο τρίτος, ο π. Βασίλειος, πρόλαβε να φύγη, αλλά λίγο πιο πέρα ανάμεσα στα δύο κτίρια, ο σατανιστής τον κτύπησε και τον άφησε νεκρό.
Μετά το αποτρόπαιο έγκλημα ο σατανιστής άφησε τα μαχαίρια του ματωμένα στο έδαφος κι εξαφανίστηκε. Ήταν μεγάλα μαχαίρια και πάνω τους χαραγμένος ο αριθμός 666. Αργότερα τον συνέλαβαν, τον χαρακτήρισαν τρελλό και τον άφησαν ελεύθερο.
Στην κηδεία των τριών νεομαρτύρων όλοι, μοναχοί και λαϊκοί, νοιώθαμε και λύπη αλλά και μεγάλη χαρά, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Ο ηγούμενος είπε κατά τη διάρκεια της εξοδίου ακολουθίας:
“Χάσαμε τους μοναχούς, αλλά τώρα τους έχουμε αγγέλους στον ουρανό και προσεύχονται για μας”.
Πιο πολύ λυπηθήκαμε για τον π. Βασίλειο. Ήταν μόλις 32 χρονών, αλλά άνθρωπος με βαθειά πίστι και πολλά χαρίσματα. Έκανε θαυμάσια κηρύγματα και βοήθησε πολύ κόσμο.
Είχε πει κάποτε: “Θα ήθελα να πεθάνω το Πάσχα, την ώρα που θα κτυπούν οι καμπάνες!”»(ΑΝ, 184).
(Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, ο Αντίχριστος, Σταμάτα 2016, σ. 13-14)
«Ας υποθέσουμε ότι πέφτει στα χέρια των ιστορικών του έτους τρεις χιλιάδες, μια σύντομη βιογραφία του Ναπολέοντα, που διασώθηκε τυχαία από κάποια πυρηνική καταστροφή.
Αν ακολουθήσουν την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στην περίπτωση του Ιησού, τότε οι ιστορικοί αυτοί θα μπορέσουν να αποδείξουν ότι η εποποιΐα του στρατηγικού δαιμονίου του Ναπολέοντα δεν είναι παρά ένας απλός μύθος, ένας θρύλος, στον οποίο οι άνθρωποι του μακρυνού δεκάτου ένατου αιώνα ενσάρκωσαν την προϋπάρχουσα ιδέα του «Μεγάλου Στρατηλάτη».
Οι εκστρατείες στην έρημο και στα χιόνια, η γέννηση και ο θάνατος του ήρωα σ’ ένα μακρυνό νησί, το ίδιο το όνομά του, η προδοσία, η ήττα, οι τελευταίες αναλαμπές και η οριστική πτώση κάτω από τα κτυπήματα του φθόνου και της αντίδρασης, η εξορία στην καρδιά του ωκεανού δείχνουν ότι ο Ναπολέων δεν υπήρχε ποτέ.
Στο φανταστικό πρόσωπό του ενσαρκώθηκε ο αιώνιος μύθος του αυτοκράτορα, ίσως μάλιστα και η ιδέα της Γαλλίας στην οποία, άγνωστοι πατριώτες έδωσαν, δυο αιώνες πριν, όνομα, ύπαρξη και φανταστικές ηρωϊκές πράξεις».
Αυτά θα ισχυριστούν πολλοί εμπειρογνώμονες, που θα εφαρμόσουν στην περίπτωση του Ναπολέοντα τη μέθοδο την οποία χρησιμοποίησαν πολλοί μελετητές του προβλήματος του Ιησού από τη Ναζαρέτ».
Jean Guitton
Ο θάνατος εντέλει είναι τόσο τρομακτικός όταν βρισκόμαστε μπροστά του; Η μητέρα μου πέθανε από καρκίνο στο σπίτι, ύστερα από μακρά ασθένεια. Χειρουργήθηκε δίχως επιτυχία, όπως μου είπε ο χειρούργος, προσθέτοντας:
“Όμως, βέβαια, δεν θα της το πεις”.
Απάντησα: “Και βέβαια θα της το πω”.
“Τότε”, απάντησε ο γιατρός, “δεν θα είμαι πλεόν ο γιατρός της, ή ο χειρουργός της, γιατί θα απελπιστεί και θα καταρρεύσει”.
Πήγα να δω τη μητέρα μου και της το είπα.
Μου είπε: “Θα πεθάνω, λοιπόν”. Της απάντησα:
“Ναι”.
Και τότε σιωπήσαμε για πολλη ώρα. Πολλή ώρα, όχι γιατί ήταν μεγάλης διάρκειας, αλλά γιατί η σιωπή ήταν τόσο βαθιά, μέχρι τα βάθη της ψυχής μας. Όταν συνήλθαμε είχαμε αποκτήσει μια νέα εμπειρία. Είχαμε ανακαλύψει ένα πράγμα, ότι τώρα δεν υπήρχαν μυστικά ανάμεσα μας, δεν υπήρχε μεταξύ μας αυτό που τόσο συχνά υπάρχει ανάμεσα σ' αυτούς που αργοπεθαίνουν και στον περίγυρό τους, στην οικογένειά τους, στους γιατρούς, στις νοσοκόμες ή στους φίλους τους: Το ψέμα, ένα ψέμα που συντηρείται και από τους δύο, αφ' ενός από τους θνήσκοντες που καταλαβαίνουν την παρουσία του θανάτου αλλά χαμογελούν και φέρονται σαν να έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους, και αφ' ετέρου από τον περίγυρο τους που συντηρεί αυτό το ψέμα.
Δεν υπήρχε ψέμα όμως ανάμεσα σ' εμένα και στη μητέρα μου, κι επειδή δεν υπήρχε ψέμα, είχαμε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε την κάθε στιγμή της ζωής σε όλη της την ένταση, γιατί ίσως η στιγμή αυτή να ήταν και η τελευταία. Κι επειδή μπορούσε να είναι η τελευταία, θα έπρεπε να είναι τέλεια. Η κάθε λέξη θα μπορούσε να είναι η τελευταία, έπρεπε λοιπόν να ενσωματώνει όλη την αγάπη, όλη τη σχέση, όλα όσα είχαμε μεταξύ μας. Κάθε χειρονομία, και η πιο απλή, θα μπορούσε να εκφράζει είτε αδιαφορία και απροσεξία, είτε αγάπη, ενδιαφέρον και όλα όσα μας ένωναν.
Ανακαλύψαμε ότι η ετοιμασία ένος ωραίου δίσκου με τσάι μπορούσε να εκφράζει αγάπη, μπορούσε να εκφράζει το σύνολο των σαράντα χρόνων που ζήσαμε μαζί. Ανακαλύψαμε ότι και το πιο μηδαμινό μπορούσε να αποτελέσει έκφραση αγάπης, έκφραση μιας απόλυτα μοναδικής σχέσης.
Νομίζω πως κι αυτό είναι στοιχείο της ποιότητας της ζωής.
Αν δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον θάνατο ανοιχτά, με θάρρος, αν δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τον θάνατό μας ή τον θάνατο κάποιου άλλου μαζί, όχι χωριστά – γιατί χωριστά είναι αδύαντον να αντιμετωπιστεί ο θάνατος- αλλά μαζί, τότε η ζωή δεν θα έχει αυτή την απόλυτη ποιότητα που ενδυναμώνει ανθρώπους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή στις φυλακές ή στον πόλεμο ή όπου αλλού, που ενδυναμώνει ανθρώπους με ανίατες ασθένειες, να ορθώσουν το παράστημά τους και να πουν:
“Ζω και θα νικήσω”.
“Pallative medicine – Quality of life”
25.6.1990
(Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ, Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ και Ο ΑΛΛΟΣ, στοχασμοί για τις ανθρώπινες σχέσεις, εκδ. Πορφύρα, σελ. 100-102)
“Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν”.
Ο άνθρωπος, αν θέλη να μη βασανίζεται, πρέπει να πιστέψη στο “χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν”, που είπε ο Χριστός. Να απελπισθή δηλαδή από τον εαυτό του με την καλή έννοια και να πιστέψη στην δύναμη του Θεού. Όταν κανείς απελπισθή με την καλή έννοια από τον εαυτό του, τότε βρίσκει τον Θεό. “Την πάσαν ελπίδα μου είς σε ανατίθημι”. Ακόμη και οι πιο πνευματικοί άνθρωποι δεν έχουν εξασφαλίσει την ζωή τους, γι' αυτό και κρατούν συνέχεια τον εαυτό τους στην ασφάλεια του Θεού, ελπίζουν στον Θεό και απελπίζονται μόνον από το “εγώ” τους, διότι το “εγώ” φέρνει στον άνθρωπο όλη την πνευματική δυστυχία.
Η αυτοπεποίθηση είναι ο μεγαλύτερος και χειρότερος εχθρός μας, γιατί μας τινάζει ξαφνικά αλύπητα στον αέρα και μας αφήνει δυστυχισμένους στους δρόμους. Όταν ο άνθρωπος έχει αυτοπεποίθηση, δένεται και δεν μπορεί να κάνη τίποτε ή παλεύει μόνος του. Τότε επόμενο είναι να νικηθή από τον εχθρό ή να αποτύχη και να συντριβή το “εγώ” του. Ο Καλός Θεός πολλές φορές οικονομάει πολυ σοφά να δούμε και την θεία Του επέμβαση και την αποτυχία που είχαμε με την αυτοπεποίθηση μας. Όταν κανείς παρακολουθή και εξετάζη κάθε γεγονός που συμβαίνει στη ζωή του, αποκτάει πείρα, προσέχει και έτσι προοδεύει.
Ο Χριστός ζητούσε πρώτα την πίστη στην δύναμη του Θεού και ύστερα έκανε το θαύμα. “Αν πιστεύης στην δύναμη του Θεού, θα γιατρευθής”, έλεγε. Όχι όπως λένε λανθασμένα μερικοί σήμερα: “Ο άνθρωπος έχει δυνάμεις, και αν πιστεύη στις δυνάμεις του, μπορεί να κάνη τα πάντα. 'Να πιστεύης' δεν λέει και το Ευαγγέλιο; Συμφωνούμε επομένως”.
Ναι, ο Χριστός έλεγε “πιστεύεις;”, αλλά εννοούσε: “Πιστεύεις στον Θεό; Πιστεύεις ότι μπορεί ο Θεός;”. Ζητούσε την διαβεβαίωση του ανθρώπου ότι πιστεύει στον Θεό, και τότε βοηθούσε.
Πουθενά το Ευαγγέλιο δεν λέει να πιστεύω στον εγωισμό μου, αλλά να πιστεύω στον Θεό, ότι μπορεί ο Θεός να με βοηθήση, να με θεραπεύση. Αυτοί όμως τα παίρνουν ανάποδα και λένε: “Ο άνθρωπος έχει δυνάμεις και πρέπει να πιστεύη στον εαυτό του”. Το να πιστεύη κανείς στον εαυτό του έχει ή εγωισμό ή δαιμονισμό.
-Γέροντα, αυτοί οι άνθρωποι, όταν γίνεται ένα θαύμα, λένε ότι αυτό συνέβη, επειδή πίστευε ο άνθρωπος ότι θα γίνη.
-Πίσω από αυτήν την εγωιστική τοποθέτηση κρύβεται η ενέργεια του διαβόλου. Μπλέκουν αυτό που είπε ο Χριστός.
Τώρα, υπάρχει ένα άλλο στοιχείο σχετικά με την ποιότητα της ζωής που θεωρώ σημαντικό. Είναι ο “σκοπός”. Αυτό που προηγουμένως περιέγραψα είτε με δυο λέξεις για τον εαυτό μου είτε για τους κρατούμενους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν ξεκάθαρο: Ο σκοπός, εκείνη τη δεδομένη στιγμή, ήταν η επιβίωση. Η ποιότητα της ζωής βελτιωνόταν ή χειροτέρευε ανάλογα με το τι καθιστούσε την επιβίωση δυνατή ή αδύνατη, τι στήριζε ή εμπόδιζε την επιβίωση. Και μπορεί αυτό να αφορούσε πολύ μικρά πράγματα, π.χ., το να μπορέσεις να κρυφτείς όταν σε κυνηγά η Γκεστάπο, το να μπορέσεις να βρεις λίγη τροφή, κάτι το ελάχιστο, που για σένα όμως θα ήταν πολύ σημαντικό.
Να δώσω κι άλλο παράδειγμα: Στον πόλεμο ήμουν χειρούργος σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο στο Μέτωπο. Μια μέρα μας έφεραν ένα Γερμανό χτυπημένο στο χέρι. Είχε πάθει γάγγραινα και ο δείκτης του δεξιού του χεριού έπρεπε να ακρωτηριαστεί, και αυτό μου υπέδειξε ο αρχιάτρος με μια του κίνηση. Ο τραυματίας τότε κοίταξε γύρω του και είπε στα Γερμανικά: “Είμαι ωρολογοποιός”. Ξέρετε τι σημαίνει για έναν ωρολογοποιό να χάσει τον δείκτη του δεξιού του χεριού; Δεν θα μπορούσε να ασκήσει το επάγγελμά του, δεν θα μπορούσε να ζήσει ούτε τον εαυτό του ούτε την οικογένειά του. Έτσι, πρότεινα να προσπαθήσω να σώσω το δάχτυλό του. Εργάστηκα τρεις εβδομάδες ενάντια σε κάθε λογική. Ο αρχίατρος μου έλεγε: “Είσαι τρελός. Έχουμε πόλεμο κι εσύ πασχίζεις για βδομάδες τώρα να σώσεις αυτό το δάχτυλο;”.
Όμως εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι είχα δίκιο. Διότι ίσως σήμερα, σε κάποια γερμανική κωμόπολη ή χωριό, υπάρχει ένας άνθρωπος που γύρισε σπίτι του, έθρεψε την οικογένειά του, επέζησε, και θυμάται έναν νεαρό τρελό χειρουργό που έδωσε το χρόνο του για να το καταφέρει. Σ' αυτή την περίπτωση η ποιότητα ζωής δεν ήταν άλλη από αυτό το δάχτυλο. Όσο για μένα, ο λόγος που το έκανα ήταν όχι μόνο για να σώσω ένα δάχτυλο. Δεν επρόκειτο για μια χειρουργική επέμβαση, επρόκειτο για μια ανθρώπινη επέμβαση που ξεπερνούσε αυτό το δάχτυλο και αυτό τον άνθρωπο. Έφτανε ως την οικογένειά του, δημιουργούσε μια νέα κατάσταση, μια νέα σχέση ανάμεσα σε έναν αιχμάλωτο και σ' εκείνον που τον αιχμαλώτισε. Μέσα στον πόλεμο αυτό ήταν μια όαση ανθρωπιάς και αγάπης.
Ένα άλλο στοιχείο της ποιότητας ζωής είναι το “νόημα” και αυτό δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τον “σκοπό”. “Νόημα” σημαίνει ότι αποδίδεις σημασία σε αυτό που σου συμβαίνει – ζωή ή θάνατος. Και πάλι θα δώσω ένα-δύο παραδείγματα που θα το εξηγήσουν αυτό καλύτερα από οτιδήποτε θα μπορούσα να πω. Το πρώτο παράδειγμα είναι μιας Ρωσίδας καλόγριας, της αδελφής Μαρίας, που συνελήφθη από τους Γερμανούς γιατί έσωζε Εβραίους κρύβοντάς τους στο σπίτι της. Κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για μερικά χρόνια, και δυο πράγματα ξεχωρίζουν: το ένα ήταν ότι μοιραζόταν τη μισή από την τροφή της με τους πιο αδύναμους, αυτούς που ήταν κοντά στον θάνατο.
Αυτό ήταν νόημα, δεν ήταν σκοπός, γιατί σκοπός θα ήταν η δική της επιβίωση. Νόημα σημαίνει “δεν έχει σημασία αν ζήσω ή αν πεθάνω, σημασία έχει να ζήσει αυτή η άλλη γυναίκα”. Αργότερα τελείωσε τη ζωή της με τον ίδιο τρόπο. Οι Γερμανοί είχαν ξεχωρίσει μια ομάδα γυναικών για να τις στείλουν στους θαλάμους αερίων. Μια από αυτές, μια νέα 19 ετών, φώναζε και χτυπιόταν, έκλαιγε από τον τρόμο. Η αφελφή Μαρία πήγε κοντά της και της είπε:
“Μη φοβάσαι, η τελευταία λέξη δεν είναι θάνατος, είναι ζωή”. Και το κορίτσι είπε: “Το πιστεύεις αυτό; Μπορείς να μου το αποδείξεις;”.
Τότε η αδελφή απάντησε: “Ναι, μπορώ να σου το αποδείξω. Θα έρθω μαζί σου στο θάλαμο αερίων”.
Και ανάμεσα στις άλλες, πήγε στον θάλαμο αερίων και τελείωσε εκεί, καθιστώντας τον θάνατο της νέας κοπέλας γεγονός ελπίδας και όχι απελπισίας.
Κι άλλο παράδειγμα: Συνάντησα κοντά στη Ρίγα, στη Λετονία, πριν από μερικά χρόνια έναν άνδρα στην ηλικία μου. Είχε περάσει εικοσιπέντε χρόνια της ζωής του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και σε φυλακές. Καθόταν απέναντί μου και με μάτια που έλαμπαν από ευγνωμοσύνη και θαυμασμό μου είπε: “Καταλαβαίνεις πόσο υπέροχα καλός ήταν ο Θεός μαζί μου; Οι σοβιετικές αρχές δεν επέτρεπαν σε ιερείς να βρίσκονται μέσα σε φυλακές ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, κι Αυτός επέλεξε εμένα, έναν άπειρο ιερέα, και με έβαλε πέντε χρόνια φυλακή και εικοσιένα χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για να υπηρετώ αυτούς τους ανθρώπους που με χρειάζονταν περισσότερο από ό,τι οι άλλοι που ήταν απέξω”. Ο Θεός ήταν ελεήμων, καλός, μαζί του. Του είχε δώσει σκοπό, και τούτος ο σκοπός ήταν πλήρης νοήματος γι' αυτόν.
Έτσι, λοιπόν, επιστρέφοντας πάλι σ' αυτό το θέμα της ποιότητας της ζωής, πρέπει να αναλογιστούμε με πολλή ειλικρίνεια τι είναι η ποιότητα της ζωής. Είναι η πολυτέλεια, τα πλούτη, η δυνατότητα να έχουμε όλα όσα ονειρευόμαστε; Ή είναι κάτι απείρως ουσιαστικότερο, είναι δηλαδή η αίσθηση της αξίας της ζωής αυτής καθεαυτήν και η αίσθηση ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε συγκρινόμενος με αυτή τη ζωή;
(Μητροπολίτης Αντώνιος του Σουρόζ, Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ και Ο ΑΛΛΟΣ, στοχασμοί για τις ανθρώπινες σχέσεις, εκδ. Πορφύρα, σελ. 96-100)
Υπάρχει διαφορά στο να γνωρίζει κανείς πράγματα ή να γνωρίζει ανθρώπους. Εξιχνιάζουμε τα πράγματα μέσω της δικής μας παρατήρησης. Ενώ, τους ανθρώπους τους εξιχνιάζουμε από τα λόγια και τις πράξεις τους. Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος της γνώσης μας για πράγματα κι ανθρώπους είναι από δεύτερο χέρι, μέσω γνωστοποίησης από άλλους, αλλά, εδώ, ενδιαφέρομαι για τη γνώση που άμεσα αποκτούμε για μας.
Υποθέστε ότι θέλω να σας περιγράψω ένα αυτοκίνητο. Μπορώ να σας πω τη μάρκα του, το μοντέλο, το χρώμα του, την τελική του ταχύτητα και την επιτάχυνσή του, κάτω από διάφορες συνθήκες. Μπορώ να σας δώσω τις διαστάσεις του για το μήκος του, το βάρος του και να σας δώσω μια κατά το μάλλον υποκειμενική περιγραφή για τα χαρακτηριστικά του χειρισμού του. Όλες αυτές οι πληροφορίες μπορούν να αποκτηθούν από μετρήσεις και δοκιμαστικές οδηγήσεις, που έχω κάνει μόνος μου.
Αλλά, υποθέστε τώρα ότι θέλω να σας μιλήσω για τον ιδιοκτήτη του. Θα μπορούσα να τον μετρήσω, τι ύψος έχει και τι βάρος, να βγάλω μια φωτογραφία του ή και να μελετήσω τη συμπεριφορά του. Όμως, μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν θα μπορούσα να βρω πολλά πράγματα γι’ αυτόν, ως άνθρωπο. Εάν περιόριζα την περιγραφή μου στα αποτελέσματα αυτών των παρατηρήσεών μου γι’ αυτόν, θα ήταν τρομερά ελλειπής στα βασικότερα σημεία της ανθρώπινης προσωπικότητάς του.
Προκειμένου να γνωρίσω τις ελπίδες και τους φόβους του, τα πράγματα που σκέφτεται και το τι είναι πραγματικά ως άνθρωπος, είναι ανάγκη να μου μιλήσει, προσωπικά, και να τα μάθω από τον ίδιο. Εάν δεν μιλήσει σε μένα, θα μπορούσα να τα μάθω γι’ αυτόν από άλλους, αλλά, τούτο θα εξαρτηθεί από το τι έχει πραγματικά μιλήσει στους άλλους.
Η γνώση μας για τους ανθρώπους εξαρτάται από το τι κάνουν (στην επικοινωνία τους μαζί μας ή με άλλους), ενώ η γνώση μας για τα πράγματα εξαρτάται από το τι εμείς κάνουμε. Στην πράξη, ίσως υπάρξουν πολλά κοινά σημεία στη μελέτη ανάμεσα σε πράγματα και ανθρώπους. Ο ψυχίατρος γνωρίζει πως να αποσπάσει μια απάντηση από τον ασθενή του κι ο καλός δάσκαλος μπορεί να προκαλέσει τους μαθητές του.
Η διαφορά ανάμεσα στην παρατήρηση και στην αυτο-αποκάλυψη δεν πρέπει βέβαια να πιεσθεί, ώστε να φθάσει κανείς στα άκρα για να είναι έγκυρη η διάκριση. Υπάρχουν γεγονότα για άλλους ανθρώπους, που μπορούμε να τα γνωρίσουμε μέσω της παρατήρησης, είτε τους αρέσει είτε όχι, αλλά, γενικά, όσο περισσότερο η γνώση μας εξαρτάται μόνο από τις δικές μας έρευνες, τόσο περισσότερο αντιστοιχεί τούτο στενότερα στο να γνωρίζω κάποιον ως πράγμα.
Υπάρχει ακόμα ένα διακριτικό χαρακτηριστικό για να γνωρίσει κανείς ένα πρόσωπο. Είναι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης: Τον γνωρίζω και με γνωρίζει.
Μια προσωπική σχέση είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τη γνώση μας για ένα αυτοκίνητο. Η διαφορά είναι πιο χτυπητή αν δούμε τα δυο ρήματα της γλώσσας, γινώσκω και επιγινώσκω, που φανερώνουν διάφορες μορφές γνώσης.
Κι ο Θεός; Οι Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι ο Θεός είναι Πρόσωπο. Επομένως, είναι συνεπές προς τούτο να ισχυριστούμε ότι ο Θεός μπορεί να γίνει γνωστός μέσω της αυτο-αποκάλυψης, μ’ έναν τρόπο που ένα πρόσωπο γνωρίζεται, και που κι ο Θεός γνωρίζει εμάς.
Και, δεν θα πρέπει να παραξενευόμαστε, όταν βλέπουμε ότι οι φυσικές επιστήμες πολύ λίγο μπορούν να βοηθήσουν, καθώς θέτουμε ερωτήματα περί του Θεού και περί των σκοπών του.
(Οι κάτοικοι της Ανδρομέδας, Denis Osborne,εκδ. Πέργαμος σελ. 56-57)
Υπάρχει ένα μέλλον για μας πέρα από τη γραμμή ενός ακαθόριστου ορίζοντα;
Μήπως δεν είμαστε παρά πακέττα, δείγματα χωρίς αξία που ο μαιευτήρας εξαποστέλλει στο νεκροθάφτη, όπως σιγοτραγουδούσε πικρά ο Petrolini;
Πέρα από τα μαιευτήρια και πέρα από το νεκροθάφτη, η ζωή είναι ανοιχτή σε δυο μυστήρια: στο μυστήριο που προηγείται τη γέννηση και στο μυστήριο που ακολουθεί το θάνατο.
Και από τις δυο πλευρές η ύπαρξή μας είναι βυθισμένη στο άγνωστο, στο αιώνιο. Αιώνιο, το μηδέν από το οποίο ίσως προερχόμαστε: Αιώνιο, το τίποτα στο οποίο ίσως θα καταβυθιστούμε;
Δε νομίζω να έχει άδικο εκείνος που παρομοίωσε την κατάστασή μας μ’ αυτή ενός ανθρώπου, ο οποίος ξυπνά ξαφνικά μέσα σ’ ένα τραίνο που ταξιδεύει τη νύχτα.
Δε ξέρομε ούτε από που ξεκίνησε το τραίνο αυτό, στο οποίο βρεθήκαμε τυχαία, ούτε πότε επιβιβαστήκαμε ούτε προς τα που κατευθυνόμαστε. Γιατί να βρισκόμαστε σ’ αυτό το τραίνο και όχι σ’ ένα άλλο;
Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι αρκούνται στην εξέταση του χώρου στον οποίο κάθονται. Μετρούν τις διαστάσεις των καθισμάτων και παρατηρούν το υλικό από το οποίο έχουν κατασκευαστεί. Και ύστερα κοιμούνται ήσυχα.
Γνώρισαν το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκαν και αυτό τους αρκεί. Τα υπόλοιπα δεν τα θεωρούν δική τους δουλειά. Και όταν αργότερα δοκιμάσουν την αγωνία του αγνώστου, θα προσπαθήσουν να την αποφύγουν σκεπτόμενοι κάτι άλλο.
Όπως συμβουλεύει ο ποιητής: «Καλύτερα με τη δράση να ξεχνάς, παρά να ερευνάς το τεράστιο μυστήριο του σύμπαντος»
(Υπόθεση Ιησούς,Vittorio Messori, εκδ. Πορεία Πνευματική, Αθήνα 1980 σελ. 20)